Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1163 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Αναίρεση κατά βουλεύματος, με την επίκληση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1163/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1356/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 504/17.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 151/17-7-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 455/27-10-2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 2825/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη κατ' εξακολούθηση , με περιουσιακή ζημία άνω των 73.370 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πληρεξούσιου του κατηγορούμενου που είχε ειδική εξουσιοδότηση και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ( άρθρ. 484 & 1 περ δ, ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απάτης . ότι δεν εκτιμήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολο τους αλλά επιλεκτικά ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής του και ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν συγκεκριμενοποιεί την ζημία που υπέστη η εγκαλούσα. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης (ΑΠ,1913 /2000,ΑΠ 1820/ 2003, ΑΠ 55/20041944/2003 ΑΠ 190/2005). Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Η παράγραφος όμως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. ( Α Π 2200/2002 ΑΠ 692/200).
Εξάλλου επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό ( ΑΠ 32/2003,ΑΠ 1307/2002 ΑΠ 2900/2002).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Η εγκαλούσα εταιρεία η οποία έχει αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία καταψυγμένων είχε μεταξύ των πελατών της και την εταιρεία με την επωνυμία ''Captain Fish AE '' και την '' Βαλκανικά Ψυγεία ΑΕ '' με έδρα την Αθήνα . Ως εκπρόσωπος των εταιρειών αυτών εμφανιζόταν ο αναιρεσείων και μετά την 30-3-1999 αν και έπαυσε να είναι μέλος του Δ.Σ της ''Captain Fish AE '' εξακολουθούσε να συναλλάσσεται με την εγκαλούσα εμφανιζόμενος σαν βασικός μέτοχος . Για την κάλυψη της αξίας των αλιευμάτων ο αναιρεσείων έδιδε επιταγές της ''Captain Fish AE '' είτε πελατών της . Κατά τον Μάιο 2001 στην εγκαλούσα εταιρεία για αξία αλιευμάτων είχα περιέλθει πέντε μεταχρονολογημένες επιταγές της ''Captain Fish AE '' αξίας 17.800.000 δρχμ. και μία μεταχρονολογημένη επιταγή της εταιρείας '' Βαλκανικά Ψυγεία ΑΕ '' αξίας 1.185.540 δρχμ., . Κατά τον μήνα αυτό ο αναιρεσείων δήλωσε στον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι αντιμετώπιζε αδυναμία να πληρώσει τις επιταγές γιατί η εταιρεία '' Βαλκανικά Ψυγεία ΑΕ '' μητρική της ''Captain Fish AE '' απορροφούσε όλα τα κεφάλαια της για επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της και πρότεινε την αντικατάσταση των επιταγών αυτών με άλλες πελατών της και συγκεκριμένα της '' Αλιευτικής ψυκτικής ΑΕ '' προς την οποία η''Captain Fish AE '' πουλούσε μεγάλες ποσότητες αλιευμάτων και για την οποία παρέστησε στον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι φερέγγυα και μια από τις καλύτερες πελάτες της και ότι ο Γ1, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ήτο επίσης φερέγγυο πρόσωπο και ότι η εγκαλούσα δεν θα συναντούσε καμιά δυσκολία σχετικά με την είσπραξη των επιταγών . Με βάση τις διαβεβαιώσεις αυτές η εγκαλούσα δέχθηκε την αντικατάσταση των επιταγών αυτών με επιταγές έκδοσης της εταιρείας αυτής εις διαταγή της ''Captain Fish AE '' οι οποίες οπισθογραφήθηκαν προς αυτήν. Την 19-11-2001 η εγκαλούσα μόλις η τράπεζα Αττικής στην οποία είχαν δοθεί οι επιταγές από την εγκαλούσα την ειδοποίησε ότι μία από τις επιταγές αυτές δεν πληρώθηκε απέστειλε εξώδικη πρόσκληση και δήλωση με την οποία ζητούσε να της γνωστοποιήσουν αντίγραφα τιμολογίων από τα οποία να προέκυπταν οι πωλήσεις προς την '' Αλιευτική ψυκτική ΑΕ '' συνεπεία των οποίων εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές 'που σύμφωνα με τις παραστάσεις του αναιρεσείοντα αντιπροσώπευαν . Η επίδοση της πρόσκλησης δήλωσης προς τη '' Αλιευτική ψυκτική ΑΕ '' δεν έγινε δυνατή γιατί ο δικαστικός επιμελητής που πήγε για την επίδοση διαπίστωσε ότι στην οδό ..... στην Αθήνα διεύθυνση την οποία δήλωνε αυτή σαν διεύθυνση της έδρας της δεν υπήρχε τέτοια εταιρεία, δεν είχε γραφεία ούτε κατάστημα , αλλά ούτε και στο παρελθόν στην διεύθυνση αυτή λειτούργησε εκεί τέτοια εταιρεία , Περαιτέρω από την έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι τέτοια εταιρεία, δεν λειτούργησε ποτέ ούτε δραστηριοποιήθηκε ποτέ στον χώρο της διακίνησης αλιευμάτων ούτε είχε περιουσιακά στοιχεία και ότι η εταιρεία αυτή ήταν δημιούργημα του αναιρεσείοντα και των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του εκ των οποίων ο πρώτος (Χ2) ήταν υπάλληλος των εταιρειών ''Captain Fish AE '' και '' Βαλκανικά Ψυγεία ΑΕ '' και ο Γ1 ο οποίος ήταν αφερέγγυος δεν είχε δραστηριοποιηθεί ποτέ στην εμπορία κατεψυγμένων άλλα ήταν ιδιωτικός υπάλληλος και ότι η όλη μεθόδευση ήταν επινόηση του αναιρεσείοντα , ο οποίος έστησε την εταιρεία φάντασμα '' Αλιευτική ψυκτική ΑΕ '' για να χρησιμοποιήσει τις επιταγές της προκειμένου να αποφύγει την εκπλήρωση των οποιωνδήποτε υποχρεώσεων του όχι μόνο προς την εγκαλούσα εταιρεία αλλά και προς άλλες εταιρείες (''..... ΕΠΕ'' ''Ανεμότρατα ΑΕ''' ...... ΕΠΕ'''' ....... ΟΕ ) και στις οποίες παρέστησε τα ίδια ψευδή περιστατικά προκειμένου να τις πείσει να δεχθούν επιταγές της εταιρείας '' Αλιευτική ψυκτική ΑΕ '' . Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα με επαρκή αιτιολογία απαντά στους διάφορους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα περί του ότι δεν υφίσταται διακινδύνευση επέλευσης ζημίας από τις επιταγές αυτές γιατί για την πληρωμή των επιταγών αυτών ευθύνονταν και ή εταιρεία ''Captain Fish AE'' υπονοώντας ότι η εγκαλούσα μπορούσε να στραφεί και κατ'αυτής . Όμως και η εταιρεία . αυτή κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης. Επίσης εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων ενήργησε βάση σχεδίου με σκοπό την αποφυγή πληρωμής των υποχρεώσεων του απέναντι στην εγκαλούσα αλλά και τις υπόλοιπες εταιρείες που αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα γεγονός το οποίο και το πέτυχε.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 και 386&1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται πλήρη και σαφή περιστατικά σχετικά με την ζημία την οποία υπέστη η εγκαλούσα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Να απορριφθεί η με αριθμ. 151/17-7-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα.
Αθήνα την 5-11-2007
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 151/17-7-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 2825/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξης της κακουργηματικής απάτης, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (386 παρ.1,3 εδ. α του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει, σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρθρ. 98 ΠΚ), το οποίο συγκροτείται όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ίδιου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη δικαιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "FRUTTI DI MARE AE ΑΝΩΝ. ΙΧΘ/ΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΙΕΥΜΑΤΩΝ ΟΣΤΡΑΚΟΕΙΔΩΝ-ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΤΩΝ", η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο Δ1, έχει σαν αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία κατεψυγμένων αλιευμάτων. Από το έτος 1999 και έκτοτε είχε ως πελάτες, μεταξύ άλλων και τις εταιρείες " CAPTAIN FISH AE Εμπορική και Βιομηχανική Νωπών και Κατεψυγμένων Τροφίμων" και ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΨΥΓΕΙΑ ΑΕ Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Τροφίμων" με έδρα την Αθήνα (Καλλιρόης 97). Ιδρυτές των εν λόγω εταιρειών και βασικοί μέτοχοι, υπήρξαν οι Β1, (αρχικά συγκατηγορούμενος), και ο Χ1 (εκκαλών), αυτός δε, παρά το γεγονός ότι από 30-3-1999 έπαυσε να είναι μέλος του Δ.Σ. της πρώτης εταιρείας "CAPTAIN FISH", εξακολουθούσε να συναλλάσεται με την εγκαλούσα, εμφανιζόμενος σαν βασικός μέτοχος και εκπρόσωπος αυτής και ενεργούσε με την ιδιότητα αυτή. Για την αξία των προς τις ως άνω εταιρείες πωλούμενων κατεψυγμένων αλιευμάτων, ο κατηγορούμενος εγχείριζε κυρίως επιταγές συρόμενες από λογαριασμό των εταιρειών, είτε εκδόσεως τρίτων, είτε των εταιρειών του. Κατά τον μήνα Μάϊο 2001, η εγκαλούσα ήτο νόμιμη κομίστρια μεταχρονολογημένων επιταγών της εταιρείας "CAPTAIN FISH A.E.", τις οποίες ο κατηγορούμενος είχε εγχειρίσει για την κάλυψη της αξίας εμπορευμάτων και πληρωτέες εις διαταγή της, συρόμενες από τον με αριθμό ....... λογαριασμό της στην Εμπορική Τράπεζα και συγκεκριμένα 1) της με αριθμό ..... επιταγής, ποσού 5.000.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 2-2-2001, μεταχρονολογημένη για την 16-6-2001 2) της με αριθμό ...... επιταγής, ποσού 4.200.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 14-3-2001, μεταχρονολογημένη για τη 21-7-2001 3) Της με αριθμό .... επιταγής, ποσού 3.000.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 20-3-2001, μεταχρονολογημένη για την 15-8-2001, 4) Της με αριθμό ..... επιταγής, ποσού 5.000.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 2-4-2001, μεταχρονολογημένη για την 31-8-2001, 5) Της με αριθμό ...... επιταγής, ποσού 3.250.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 30-4-2001 για την 29-12-2001 και 6) της με αριθμό ....... επιταγής έκδοσης της εταιρείας "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ Α.Ε.", ποσού 1.185.540 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 30-4-2001, μεταχρονολογημένη για την 29-12-2001 (βλ. σχετικώς έγγραφα επιταγών). Περί τα μέσα Μαϊου 2001, ο κατηγορούμενος, εμφανιζόμενος, όπως πάντοτε, ως νόμιμος εκπρόσωπος και βασικός μέτοχος της "CAPTAIN FISH", εδήλωσε στον Ζ1, μέτοχο και αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της εγκαλούσης, ότι η εταιρεία του αδυνατούσε να πληρώσει τις παραπάνω επιταγές, επικαλούμενος ως λόγο αδυναμίας το γεγονός ότι η εταιρεία "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ Α.Ε.", μητρική της "CAPTAIN", απορροφούσε από την τελευταία τα κεφάλαιά της προκειμένου να αποπερατώσει την κατασκευή ψυκτικών θαλάμων στη Θεσσαλονίκη. Ετσι επρότεινε στον Ζ1, σε αντικατάσταση των παραπάνω επιταγών, να δεχθεί την μεταβίβαση, για κάθε περίπτωση, επιταγών πελάτη της. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος εδήλωσε στον Ζ1 ότι, μεταξύ των πελατών της, ήτο και η εταιρεία "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε.", προς την οποία η εταιρεία "CAPTAIN FISH A.E.", πωλούσε μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, την αξία των οποίων εκάλυπτε με επιταγές. Περαιτέρω, για να επιτύχει την αντικατάσταση των επιταγών διαβεβαίωσε τον Ζ1 ότι η εταιρεία "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε.", ήτο απολύτως φερέγγυα, με μεγάλο κύκλο εργασιών, μία από τους καλύτερους πελάτες της "CAPTAIN FISH A.E.", με εγκαταστάσεις προσέτι δε ότι ο Γ1, νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, ήτο επίσης φερέγγυο άτομο, με μεγάλη ακίνητη περιουσία και ότι η εγκαλούσα, σε περίπτωση αντικαταστάσεως δεν θα είχε να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. Ετσι, με βάση τις διαβεβαιώσεις αυτές του κατηγορουμένου, η εγκαλούσα δέχθηκε την αντικατάσταση των επιταγών, αντίστοιχα, με τις επιταγές υπ' αριθμό ....., ....., ....., ...., και ......, εκδόσεως της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε.", εις διαταγή της "CAPTAIN FISH A.E.", οι οποίες οπισθογραφήθηκαν στην εγκαλούσα (βλ. συνημμένες στη δικογραφία). Την 19-11-2001, η Τράπεζα Αττικής ειδοποίησε την εγκαλούσα ότι η επιταγή, με αριθμό ....., με ημερομηνία έκδοσης 17-11-2006, εμφανίσθηκε προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε. Μετά ταύτα, την ίδια ημέρα (19-11-2001), η εγκαλούσα απέστειλε στον κατηγορούμενο, και τις εταιρείες "CAPTAIN FISH", "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε." και "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ Α.Ε.", εξώδικη διαμαρτυρία, με πρόσκληση και δήλωση, η οποία και κοινοποιήθηκε αυθημερόν στο κατηγορούμενο και στις εταιρείες "CAPTAIN" και "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ", στην εταιρεία όμως "ΑΛΛΙΕΥΤΙΚΗ", δεν κοινοποιήθηκε, καθ' όσο ο δικαστικός Επιμελητής του Πρωτοδικείου Αθηνών ...... δεν ανεύρε την εν λόγω εταιρεία στην επί της οδού Καυκάσου 155 στην Αθήνα διεύθυνση, την φερόμενη ως έδρα της, όπως τούτο σχετικώς αναφέρεται στην υπ' αυτού συνταχθείσα οικεία έκθεσης και συγκεκριμένα: "αφού μετέβη επί της οδού Καυκάσου 155, και κατόπιν έρευνάς μου διαπίστωσα ότι η καθ' ης η επίδοση στην ως άνω διεύθυνση, δεν έχει ούτε γραφεία, ούτε κατάστημα και ούτε υπήρχε ποτέ στο παρελθόν, όπως μου δήλωσαν καταστηματάρχες που διατηρούν γραφεία στην οδό Καυκάσου 155". Με την προαναφερόμενη εξώδικη διαμαρτυρία (βλ. συνημμένη στη δικογραφία), η εγκαλούσα προσκάλεσε τον κατηγορούμενο και τις ως άνω εταιρείες, να γνωστοποιήσουν αντίγραφα τιμολογίων, από τα οποία να προκύπτουν οι προς την εταιρεία "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ" πωλήσεις, συνεπεία των οποίων η τελευταία εξέδωσε σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου τις επίμαχες επιταγές, χωρίς όμως έκτοτε να έχει λάβει οποιαδήποτε απάντηση. Κατόπιν τούτου, η εγκαλούσα, μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών της Νομαρχίας Αθηνών, προσπάθησε να ανεύρει στοιχεία για την ύπαρξη η μη και λειτουργία της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ - ΨΥΚΤΙΚΗΣ Α.Ε.", με αποτέλεσμα να διαπιστώσει ότι η εν λόγω εταιρεία δεν ήτο πελάτης της "CAPTAIN FISH A.E.", δεν είχε περιουσιακά στοιχεία, δεν λειτούργησε ποτέ, αφού δεν ανέπτυξε καμμία εμπορική δραστηριότητα, ούτε είχε πελάτες και ήτο άγνωστη στο χώρο διακίνησης αλιευμάτων, αν και ο σκοπός ιδρύσεώς της, κατά το καταστατικό της, ήτο η εμπορία, χονδρικώς και λιανικώς, επεξεργασία, τυποποίηση και συσκευασία κάθε είδους νωπών, κατεψυγμένων αλιευμάτων κ.λ.π., με δηλωθείσα έδρα στην Αθήνα, Καυκάσου 155, στη πραγματικότητα δε, ότι ήτο μια εταιρεία ουσιαστικά ανύπαρκτη, συμφερόντων του κατηγορουμένου, είχε ιδρυθεί, ύστερα από ιδική του καθοδήγηση και κατάστρωση σχεδίου, από τους συγκατηγορουμένους Χ2, υπάλληλο των εταιρειών "CAPTAIN FISH" και "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ" και Γ1, ο οποίος ούτε φερέγγυος ήτο, ούτε ακίνητη περιουσία διέθετε στο όνομά του, εξ άλλου ούτε επιχειρηματίας ήτο, σε βαθμό μάλιστα που οι επιταγές του, να είναι όπως και "οι λίρες Αγγλίας" όπως χαρακτηριστικά διαβεβαίωσε, ο κατηγορούμενος, ποτέ δεν είχε δραστηριοποιηθεί στην εμπορία κατεψυγμένων - νωπών τροφίμων προ έτους μάλιστα εργαζόταν σε ραδιοφωνικό σταθμό (.....). Από το έτος ήδη 2000, ο κατηγορούμενος, έχοντας διαβλέψει τους μετέπειτα οικονομικούς κλυδωνισμούς της εταιρείας "CAPTAIN FISH", συνέλαβε έντεχνα το σχέδιο δημιουργίας εικονικής εταιρείας, χωρίς περιουσία και δραστηριότητα, στο όνομα τρίτων, στην οποία να μεταφέρει τις οικονομικές υποχρεώσεις των εταιρειών του και έτσι, υλοποιώντας τούτο, την 27-11-2000, προέβη στην ίδρυση της εταιρείας "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε.", με την υπ' αριθμό ...... πράξη του συμ/φου Αθηνών Ιωάννη Γοργία, η οποία και καταχωρήθηκε στα οικεία μητρώα ΑΕ της Νομαρχίας Αθηνών την ..... (βλ. σχετικά έγγραφα, με ιδρυτές τα προαναφερόμενα άτομα, αλλά και τον ......, συνταξιούχο καθηγητή, πεθερό του κατηγορουμένου). Τυπικά η εν λόγω εταιρεία απέκτησε νομική προσωπικότητα, ουσιαστικά όμως ήτοι ανύπαρκτη και εικονική, επέτυχε όμως ο κατηγορούμενος, να χορηγηθούν στον δήθεν νόμιμο εκπρόσωπο της Γ1, μπλοκ επιταγών από την Τράπεζα Αττικής, Τράπεζα Κύπρου και την Εθνική Τράπεζα, στις οποίες ανοίχθηκαν οι αντίστοιχοι λογαριασμοί. Τα φύλλα των επιταγών όλων των μπλοκ που έλαβε ο συγκατηγορούμενος Γ1, αφού υπέγραψε με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου, αλλού ατομικά και στα περισσότερα κάτω από την σφραγίδα με την εταιρική επωνυμία, παρέδωσε υπογεγραμμένα στον κατηγορούμενο, ο οποίος πλέον είχε ανά χείρας ένα "εργαλείο", για να αποσύρει από την αγορά τις επιταγές έκδοσης της εταιρείας CAPTAIN FISH A.E., με τις εν λόγω επιταγές της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ". Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, μετά την κοινοποίηση (19-11-2001) του παραπάνω εξωδίκους της εγκαλούσης εταιρείας, προς τον κατηγορούμενο και τις εταιρείες του, την 12-12-2001 καταχωρήθηκε στο μητρώο Α.Ε. της Νομαρχίας Αθηνών το φερόμενο από .... πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ", με το οποίο δήθεν εκλέχθηκε ως νέα μέλη του Δ.Σ. αυτής, οι ... και ο ....... Περαιτέρω ο κατηγορούμενος, με τις προεκτεθείσες ψευδείες παραστάσεις και συγχρόνως με την αποσιώπηση των αληθών γεγονότων, επέτυχε την αντικατάσταση των επιταγών, της εταιρείας CAPTAIN, με επιταγές έκδοσης της εικονικής εταιρείας "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ", συνολικού ποσού .... (56.293 ευρώ) γνωρίζοντας ότι δεν επρόκειτο να πληρωθούν και οι οποίες δεν πληρώθηκαν και έτσι η περιουσία της εγκαλούσης ζημιώθηκε κατά το ποσό αυτό. Και τούτο, διότι όλες οι επιταγές που σύρονταν από τους προαναφερόμενους λογαριασμούς της εταιρείας αυτής, σφραγίσθηκαν γιατί ο λογαριασμός είτε δεν είχε υπόλοιπα είτε είχε κλείσει. Παρά δε το γεγονός ότι, φαινομενικά, με τις νέες επιταγές, φέρονταν ως υπεύθυνες απέναντι στην εγκαλούσα αντί για μία, δύο πλέον εταιρείες, ήτοι η αρχική οφειλέτρια ως λήπτρια και οπισθογράφος και η "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ", ως εκδότρια, οι απαιτήσεις της εγκαλούσης δεν ικανοποιήθηκαν, και τούτο διότι, αφενός μεν, η εκδότρια ήτο μία εταιρεία εικονική, ουσιαστικά ανύπαρκτη, χωρίς εμπορική δραστηριότητα και περιουσιακά στοιχεία, αφετέρου δε, η λήπτρια και οπισθογράφος, από 21-11-2001 έπαυσε τις πληρωμές και κηρύχθηκε σε πτώχευση, δυνάμει της υπ' αριθμό 836/2002 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτηση της εγκαλούσας, από τον Οκτώβριο δε 2001, δεν είχε πλέον περιουσιακά στοιχεία. Εξ άλλου, η εγκαλούσα, κατόπιν έρευνας στα υποθ/κεια Αττικής, δεν ανεύρε περιουσιακά στοιχεία στο όνομα του Γ1, ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της, παρά τα όσα αντίθετα την είχε διαβεβαιώσει ο κατηγορούμενος, ο οποίος μάλιστα την ίδια συμπεριφορά και μέθοδο, εφήρμοσε και εις βάρος άλλων δανειστών των εταιρειών του, οι οποίοι είχαν επιταγές της "CAPTAIN FISH" και πείσθηκαν να αντικατασταθούν με επιταγές εκδόσεως της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ", οι οποίες επίσης δεν πληρώθηκαν. Ετσι θύματα του κατηγορουμένου, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ήσαν οι εταιρείες "..... ΕΠΕ", η "ANEMOTRATA A.E.", η "..... ΕΠΕ" και οι "....... Ο.Ε.", των οποίων ειδικώτερα, οι εκπρόσωποι στις ένορκες μαρτυρικές των καταθέσεις επιβεβαιώνουν αβίαστα την δόλια συμπεριφορά του, δηλαδή ότι η εταιρεία "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ", δεν ήτο πελάτης των εταιρειών του, αλλά μία εταιρεία "μαϊμού", χωρίς γραφεία, χωρίς εμπορική δραστηριότητα, την οποία "έστησε" ο ίδιος, για να μπορέσουν να βγουν στο όνομά της τα μπλοκ των επιταγών. Επίσης ο ......., εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "...... ΕΠΕ", στην ένορκη μαρτυρική του κατάθεση χαρακτηριστικά εκθέτει "... η εταιρεία ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ήταν μία εταιρεία φάντασμα και είχε ιδρυθεί με σκοπό να βγάλει μπλοκ επιταγών, στη συνέχεια ο Χ1 διοχέτευσε στην αγορά επιταγές της αλιευτικής... με τον τρόπο αυτό κατάφερε να αντλήσει κεφάλαια από τους πιστωτές της CAPTAIN, τα οποία και χρησιμοποίησε, όπως πιθανολογώ, για την κατασκευή των ψυγείων στη Θεσ/κη... ουσιαστικά μετέφερε τις υποχρεώσεις της CAPTAIN στην ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ η οποία υπήρχε μόνο στα χαρτιά... ".
Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, με ψευδείς εν γνώσει του διαβεβαιώσεις, περί τα μέσα Μαϊου 2001, προς τον Ζ1, μέτοχο και αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της εγκαλούσης εταιρείας και νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, επέτυχε να πείσει να αντικατασταθούν οι παραπάνω επιταγές, αποσκοπώντας να αποκομίσει τόσο αυτός, όσο και η εταιρεία συμφερόντων του "CAPTAIN FISH A.E.", παράνομο περιουσιακό όφελος με την απαλλαγή της από τα νόμιμα χρέη της συνολικού ύψους 56.293 ευρώ, ζημιώνοντας, αντίστοιχα, την περιουσία της εγκαλούσης. Ετσι, όταν, κατά τον παραπάνω χρόνο, διαβεβαίωνε στον Ζ1 ότι η εταιρεία ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ - ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε. είναι ο καλύτερος πελάτης των εταιρειών "CAPTAIN FISH A.E." και "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ Α.Ε.", ότι είναι φερέγγυα με εγκαταστάσεις, καταστήματα και ευρύ κύκλο εργασιών, ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής Γ1 είναι φερέγγυο άτομο και επιχειρηματίας με μεγάλη ακίνητη περιουσία, εν γνώσει του παρίστανε εις αυτόν ψευδή γεγονότα, ενώ η αλήθεια ήτο, την οποία και εγνώριζε, ότι η εταιρεία ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ, δεν ανέπτυξε ποτέ εμπορικές συναλλαγές, δεν λειτούργησε πραγματικά στη δηλωθείσα δ/νση, δεν ήτο φερέγγυα, ούτε πελάτης των εταιρειών του, αλλά εταιρεία ιδικών του συμφερόντων, και εικονική, ο δε Γ1 δεν ήτο φερέγγυος, ούτε είχε ακίνητη περιουσία, ο σκοπός δε της ιδρύσεώς της, ήτο να αποκτήσει νομική προσωπικότητα για να ανοίξει σε διάφορες Τράπεζες λογαριασμούς και να λάβει μπλοκ επιταγών. Περαιτέρω αναφορικά με την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων κατά την τέλεση της απάτης, δηλαδή την κατ' επάγγελμα τέλεση αυτής και το συνολικό όφελος ή ζημία άνω των 15.000 ευρώ, ώστε η πράξη να προσλάβει κακουργηματικό χαρακτήρα, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει σαφώς ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος πράγματι ετέλεσε την ως άνω πράξη κατ' επάγγελμα, καθ' όσο από την υποδομή που αυτός διαμόρφωσε με βάση το προεκτεθέν σχέδιό του (ίδρυση εικονικής εταιρείας) για να επιτύχει την αντικατάσταση των επιταγών και την απαλλαγή του από την εξόφληση των χρεών του, όχι ευκαιριακώς, αλλά με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (εν όψει και άλλων παθόντων), το συνολικό δε όφελος αυτού και η αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας, ύψους κατά τα προεκτεθέντα 56.293 ευρώ, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ.
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος απάτης σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 386 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας,( άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο ο αναιρεσείων παρέστησε ψευδώς στον Ζ1, που είχε την ιδιότητα του μετόχου και Αντιπροέδρου της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία, "FRUTTI DI MARE AE ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΙΕΥΜΑΤΩΝ-ΟΣΤΡΑΚΟΕΙΔΩΝ-ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΤΩΝ", και για λογαριασμό της οποίας αυτός ενεργούσε, σε γνώση της αναληθείας, τα συγκεκριμένα περιστατικά που προέκυψαν. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, με την ως άνω ιδιότητά του, διαβεβαίωσε ψευδώς τον Ζ1, ότι η εταιρεία που αυτός εκπροσωπούσε, "CAPTAIN FISH ΑΕ", αδυνατούσε να πληρώσει το ισόποσο των πέντε(5) επιταγών, των οποίων νόμιμη κομίστρια ήταν η εταιρεία "FRUTTI DI MARE", εξαιτίας απορρόφησης σημαντικών χρηματικών ποσών, ύψους δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, από μέρους της εταιρείας ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ ΑΕ, την οποία (εταιρεία), ο κατηγορούμενος, την παρουσίασε στον Ζ1, ως μητρική εταιρεία, της CAPTAIN FRISH AE. Στις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντος, ο οποίος ζήτησε από τον Ζ1 την αντικατάστασή τους, με άλλες επιταγές εκδόσεως της εταιρείας ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ ΑΕ, την οποία εταιρεία ο κατηγορούμενος και πάλι την εμφάνισε στον Ζ1, ως την καλύτερη πελάτισσά του, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με ευρύ κύκλο εμπορικών συναλλαγών και με ανεπτυγμένο δίκτυο υποκαταστημάτων, παραπλανήθηκε αυτός (ο Ζ1), ο οποίος, αφού πείστηκε στις πιο πάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του, δέχθηκε να αντικαταστήσει τις πέντε αυτές επιταγές με ισάριθμες άλλες επιταγές, συνολικού ποσού 19.181.925 δραχμών, ή 56.293 ευρώ, όπως λεπτομερώς αναφέρονται κατά τα στοιχεία τους, στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και οι οποίες, όταν εμφανίστηκαν προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, δεν πληρώθηκαν ελλείψει επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων. Επίσης, διεξοδικά αναφέρονται στο ίδιο βούλευμα και τα περιστατικά εκείνα, που συνέχονται με την παραπλάνηση του Ζ1, που ενεργούσε για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, που έλαβε χώρα κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, συνεπεία δε αυτών των ψευδών διαβεβαιώσεων, ζημιώθηκε η περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας κατά το ποσό των 56.293 ευρώ. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του αναιρεσείοντος, ο οποίος, εμφάνιζε την εταιρεία ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ ΑΕ, ως εταιρεία με μεγάλη οικονομική ευρωστία, ενώ γνώριζε εξ' αρχής ότι αυτή υπήρχε κατά φαινόμενο μόνο, χωρίς να διαθέτει περιουσιακά στοιχεία, ή γραφεία, και, πολύ περισσότερο, δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, ενώ ακόμη ο ίδιος ο αναιρεσείων εμφάνιζε τον εαυτό του, ως βασικό μέτοχο και εκπρόσωπο της εταιρείας, κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο, παρά το γεγονός, ότι από 30-9-1999, έπαυσε να αποτελεί μέλος του Δ.Σ της ΑΕ CAPTAIN FRISH (ΦΕΚ 1730/30-3-1999 Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ). Αιτιολογείται ακόμη, η παραδοχή του βουλεύματος, ότι, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης και σε βάρος άλλων παθόντων προσώπων, εκτός της εγκαλούσας εταιρείας, και από την υποδομή που ο αναιρεσείων είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 και 386 παρ.1,3α του ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή του στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 151/17-7-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή