Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 371 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Πολιτική αγωγή, Κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος.




Περίληψη:
Αυθαίρετο κτίσμα. Δεν αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου η τήρηση της διαδικασίας χαρακτηρισμού του ως αυθαιρέτου. Ανθρωποκτονία από (ασυνείδητη) αμέλεια. Παράσταση ως πολιτικώς ενάγουσας της ανήλικης που με συμβολαιογραφική πράξη αναγνωρίστηκε από το θανόντα ως τέκνο του. Δεν επηρεάζονται τα αποτελέσματα της αναγνώρισης, από το γεγονός ότι ο αναγνωρείσας (και πραγματικός πατέρας) δήλωσε στη συμβολαιογράφο ψευδή στοιχεία της ταυτότητάς του. Αιτιολογημένη η καταδίκη ιδιοκτήτη οικοδομής για ανθρωποκτονία από αμέλεια, γιατί παρέλειψε να διορίσει επιβλέποντα μηχανικό στο έργο του, ώστε να λάβει τα μέτρα ασφαλείας για την αποτροπή ατυχήματος. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 371/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Κατσίκη, περί αναιρέσεως της 366/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 για λογαριασμό της ανήλικης κόρης της ...., κατοίκου ..... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Σεργάκη.
Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 260/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι μηχανικοί που συντάσσουν τη μελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών ή με χρηματική ποινή από 500.000 μέχρι 5.000.000 δρχ. ανάλογα με την αξία του αυθαίρετου έργου και το βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο ή με χρηματική ποινή από 200.000 μέχρι 2.000.000 δρχ., κατά δε το άρθρο 22 του ν.1577/1985,αυθαίρετο είναι το έργο που κατασκευάζεται είτε χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας, είτε καθ' υπέρβαση της ή με βάση ανακληθείσα τέτοια άδεια. Από την ανωτέρω διάταξη του, ως ισχύει, άρθρου 17 παρ.8 ν 1337/1983,συνάγεται ότι δράστης της παραβάσεως του α' εδαφίου αυτής μπορεί να είναι μόνον ο εκ προθέσεως προβαίνων στην κατασκευή αυθαιρέτου έργου, οπότε τιμωρείται με τις στο εδάφιο αυτό απειλούμενες, ως άνω, διαζευκτικές ποινές ενώ και στις δύο περιπτώσεις, είτε από δόλο είτε από αμέλεια υπαίτιος καθίσταται εκείνος που έχει μία από τις παραπάνω ιδιότητες (ιδιοκτήτης, εντολέας κλπ.). Περαιτέρω η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 1 ΠΔ 5/12 Ιουλίου 1983 για το χαρακτηρισμό ενός κτίσματος ως αυθαιρέτου αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή των προβλεπομένων διοικητικών κυρώσεων, όχι όμως και για την άσκηση ποινικής δίωξης και την τιμωρία των υπευθύνων και συνεπώς δεν συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου του εγκλήματος της κατασκευής αυθαιρέτου (ΟΛ.ΑΠ.33/1990).Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης του, ισχυρίζεται ότι 1) η προσβαλλομένη απόφαση με την οποία καταδικάστηκε, εκτός των άλλων και για την παράβαση του άρθρου 17 παρ.8 του ν.1337/1983, στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γιατί δεν αναφέρεται σ' αυτήν ότι, προκειμένου να χαρακτηρισθούν ως αυθαίρετες οι οικοδομικές εργασίες στις οποίες προέβη και για τις οποίες καταδικάστηκε, τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 1 ΠΔ 5/12 Ιουλίου 1983 και 2) το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 17 παρ.8 του ν.1383/1983,αφού ελλείπει ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, που προαναφέρθηκε. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, στο σύνολο του, γιατί βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠΔ. Περαιτέρω, από τα άρθρα 63, 82-84 και 87 ΚΠΔ προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία εκείνος που δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ως παθών από το έγκλημα, ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, εκείνος που άμεσα ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την αξιόποινη πράξη του δράστη. 'Ετσι, ειδικότερα επί θανατώσεως προσώπου, νομιμοποιείται ενεργητικά να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το τέκνο του θύματος, ως ανήκον στην, κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, οικογένεια τούτου. Η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, από το περιεχόμενο της οποίας κρίνεται η νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠΔ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως. Η δήλωση αυτή, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στο μέτρο που έγινε δεκτή απ' αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, και του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εμφανίστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η Ψ1 η οποία δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου, για λογαριασμό της ανήλικης κόρης της ...., ηλικίας 14 ετών, με την ιδιότητα της νομίμου αντιπροσώπου της ανήλικης και ζήτησε να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να καταβάλει το ποσό των σαράντα ευρώ, με επιφύλαξη, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που προκάλεσε στην ανήλικη ο θάνατος του πατέρα της, διόρισε δε πληρεξούσιο δικηγόρο της τον παρόντα δικηγόρο Ηρακλείου Στυλιανό Μανιδάκη. Το δικαστήριο εκείνο δέχθηκε την παράσταση αυτή και επιδίκασε στην ανήλικη το ποσό που ζήτησε. Τη δήλωση της αυτή επανέλαβε νομότυπα και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Για την παράσταση της πολιτικώς ενάγουσας ο κατηγορούμενος ενώπιον και των δύο δικαστηρίων προέβαλε αντιρρήσεις, ισχυριζόμενος ότι το ανήλικο τέκνο δεν νομιμοποιείται ενεργητικά, διότι δεν προκύπτει ότι συνδέεται με σχέση γονέα και τέκνου με τον θανόντα. Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της, δέχθηκε τα παρακάτω: Από τις καταθέσεις της μάρτυρος πολιτικής αγωγής, των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης, τις εκθέσεις αυτοψίας, την ιατροδικαστική και την τοξικολογική έκθεση, τις μαρτυρικές καταθέσεις που ελήφθησαν κατά την προδικασία, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν, όπως όλα τα παραπάνω αναφέρονται στα παρόντα πρακτικά ότι ανεγνώσθησαν και επισκοπήθηκαν σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο θανών Ψ2 ναι μεν εμφανιζόταν με τα ως άνω στοιχεία ταυτότητας, πλην όμως αυτά δεν ήταν τα πραγματικά στοιχεία του, δεν κατέστη δε δυνατόν να εξακριβωθεί ποια είναι τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας του. Εμφανίστηκε βεβαίως αλλαχού και με άλλα στοιχεία ταυτότητας, άλλοτε με το όνομα ....,που έχει και ένα αδελφό με το όνομα .... στην πόλη .... και άλλοτε με τα στοιχεία .....,γεννηθείς την 17-3-1959 με τόπο γεννήσεως το .....,πλην όμως οι εκδοχές αυτές των στοιχείων ταυτότητας του δεν είναι αξιόπιστες. Άλλωστε και με την προσβαλλομένη απόφαση γίνεται δεκτό ότι είναι άγνωστα τα πραγματικά περιστατικά της ταυτότητας του. Ο άνω θανών και η παραπάνω μητέρα της ανήλικης ..... εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως την 18-11-1999 ενώπιον της συμβολαιογράφου Χερσονήσου Πεδιάδος Ηρακλείου Κρήτης, Ευαγγελίας Στυλιανού Πετράκη και δήλωσαν ρητά, ανεπιφύλακτα και ανέκκλητα ότι είναι εγγράμματοι, γνωρίζουν ελληνικά και να υπογράψουν και ότι η ως άνω Ψ1 γέννησε την 4-2-1993 ,ένα Κορίτσι, στο οποίο δόθηκε το όνομα....(πρόκειται για τη σήμερα δηλώσασα την ως άνω παράσταση της πολιτικής αγωγής επί πλέον δε δήλωσαν ο πρώτος (Ψ2) ότι αναγνωρίζει εκουσίως την ως άνω .... ως δικό του παιδί, σύμφωνα με τα άρθρα 1475 και1476 Α.Κ. με τα αποτελέσματα της εκούσιας αναγνώρισης του άρθρου 1484 Α.Κ. και δέχεται το παιδί αυτό να φέρει πλέον το επώνυμο του και να απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα του γνησίου παιδιού (δήλωση που ήταν κατά τούτο ειλικρινής και καθόλου εικονική),η δε δεύτερη (μητέρα) δήλωσε (ομοίως ειλικρινά και καθόλου εικονικά) ότι τα παραπάνω είναι σωστά και ότι συναινεί και τα αποδέχεται όλα και έτσι συντάχθηκε από την εν λόγω συμβολαιογράφο και υπογράφηκε από τους ανωτέρω η υπ' αριθμ..... συμβολαιογραφική πράξη εκούσιας αναγνώρισης τέκνου. Βεβαίως ο θανών δήλωσε ενώπιον της συμβολαιογράφου ψευδή στοιχεία ταυτότητας, ότι δηλαδή ονομάζεται Ψ2 χρησιμοποίησε μάλιστα και επέδειξε στη συμβολαιογράφο προς απόδειξη των στοιχείων του αυτών, το υπ' αριθμ. .....Αλβανικό διαβατήριο του, που όπως αποδείχθηκε από τα προδιαληφθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν πλαστό, πλην όμως έφερε το διαβατήριο αυτό την εν λόγω ημερομηνία (18-11-1999), τη φωτογραφία του προσώπου, που εμφανίστηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου και προέβη στην εκούσια αυτή αναγνώριση τέκνου, από τα προδιαληφθεντα δε αποδεικτικά μέσα (επομένως και από τις φωτογραφίες του θανόντος από το θανατηφόρο συμβάν) αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου και προέβη στην εκούσια αυτή αναγνώριση τέκνου είναι αυτό για το θάνατο του οποίου α) παραπέμφθηκε σε δίκη με το άνω κλητήριο ο κατηγορούμενος και β) καταδικάστηκε ο τελευταίος πρωτοδίκως. Το κύρος της συμβολαιογραφικής αυτής πράξεως δεν πάσχει από το γεγονός ότι δηλώθηκαν στη συμβολαιογράφο ψευδή στοιχεία ταυτότητας του εκουσίως αναγνωρίσαντος. Πράγματι ο τότε ισχύων Κώδικας Συμβολαιογράφων (Ν 670/1977) προέβλεπε ακυρότητα του συμβολαίου αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 9 και 10(που δεν έχουν σχέση με τα ακριβή στοιχεία ταυτότητας των δικαιοπρακτούντων),ενώ δεν προέβλεπε καμία ακυρότητα για τη μη τήρηση του άρθρου 8 του κώδικα αυτού, που κάνει λόγο για τα στοιχεία ταυτότητας των δικαιοπρακτούντων και τον τρόπο αποδείξεως των στοιχείων αυτών. Μάλιστα στο άρθρο 12 παρ.2 ο κώδικας αυτός προέβλεπε ότι κάθε εσφαλμένη αναγραφή στοιχείου που δεν συνεπάγεται ακυρότητα(άρα και η εσφαλμένη αναγραφή των στοιχείων ταυτότητας των δικαιοπρακτούντων) μπορεί να διορθωθεί διά μονομερούς δηλώσεως κάποιου από τους εμφανισθέντες ή τους καθολικούς ή τους ειδικούς διαδόχους τους. Εξάλλου το άρθρο 159 του Α.Κ. δεν αφορά την εσφαλμένη αναγραφή των στοιχείων ταυτότητας των δικαιοπρακτούντων στο συμβολαιογραφικό έγγραφο, γιατί το άρθρο αυτό αφορά στο θέμα της μη τηρήσεως τύπου γενικώς για τη δικαιοπραξία και δεν ρυθμίζει τις συνέπειες της μη τηρήσεως επί μέρους νομίμων διατυπώσεων που απαρτίζουν ορισμένο τύπο, οι οποίες κανονίζονται υπό των κατ' ιδία διατάξεων και στην περίπτωση αυτή από τον κώδικα Συμβολαιογράφων. Ο τύπος που ορίζει ο Α.Κ.(συμβολαιογραφικός με αυτοπρόσωπη παρουσία των δικαιοπρακτούντων)τηρήθηκε εν προκειμένω. Και αν όμως ήθελε προς στιγμή και καθ' υπόθεση γίνει δεκτό ότι με βάση τον Κώδικα Συμβολαιογράφων, πάσχει από ακυρότητα η συμβολαιογραφική πράξη εκούσιας αναγνώρισης, εφαρμογή έχει το άρθρο 147 του νέου κώδικα (ν 2830/2000) που ορίζει ότι "Συμβολαιογραφικές πράξεις άκυρες ή ακυρώσιμες κατά τον κώδικα Συμβολαιογράφων που προϊσχυσε θεωρούνται από τη δημοσίευση του παρόντος έγκυρες, εκτός αν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση" και εν προκειμένω δεν προέκυψε ότι έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση για τη συμβολαιογραφική αυτή πράξη, ούτε άλλωστε και υποστήριξε κανείς εκ των παραγόντων της δίκης ότι έχει εκδοθεί τέτοια απόφαση. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και στην ως άνω συμβολαιογραφική πράξη αναγράφεται (στην τελευταία σελίδα) ότι οι ως άνω εμφανισθέντες ενώπιον της συμβολαιογράφου τέλεσαν μεταξύ τους πολιτικό γάμο στον Δήμο .... Αλβανίας το Σεπτέμβριο του έτους 1991,εν τούτοις από τα προδιαληφθέντα αποδεικτικά μέσα (έκαστο εκτιμώμενο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας του προσώπου από το οποίο προέρχεται) δεν αποδείχθηκε ότι τελέσθηκε ο γάμος αυτός και γενικά δεν αποδείχθηκε ότι τελέσθηκε μεταξύ τους κάποιος νόμιμος γάμος. Είναι συνεπώς έγκυρη η συμβολαιογραφική αυτή πράξη εκούσιας αναγνώρισης και άρα είναι η ως άνω δηλώσασα παράσταση πολιτικής αγωγής .... νομίμως, κόρη του θανόντος, που εμφανιζόταν με τα στοιχεία Ψ2 και ως εκ τούτου νομιμοποιείται ενεργητικά να παρασταθεί, λόγος για τον οποίο πρέπει κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του δικαστηρίου, να γίνει δεκτή η παράσταση αυτή της πολιτικής αγωγής και να απορριφθούν οι αντιρρήσεις του κατηγορουμένου, ως αβάσιμες. Με την παραπάνω αιτιολογία το δικαστήριο δέχθηκε την παράσταση της πολιτικής αγωγής και επιδίκασε το ποσό που ζητήθηκε από την πολιτικώς ενάγουσα. Με αυτά που δέχθηκε το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές), που εξέδωσε την προσβαλλομένη με αριθμό 366/2007 απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα και θεμελιώνουν το δικαίωμα της πολιτικώς ενάγουσας να παρασταθεί στο δικαστήριο και να διεκδικήσει χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη την οποία υπέστη από το θάνατο του πατέρα της, ο οποίος επήλθε από την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην παραπάνω κρίση του, στηρίχθηκε, αποκλειστικά, στην προαναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη, η οποία, ενόψει των ψευδών στοιχείων που δηλώθηκαν στη συμβολαιογράφο από το πρόσωπο που φέρεται να προέβη σε εκούσια αναγνώριση της ανήλικης, δεν παρέχει απόδειξη για την συγγενική σχέση την οποία επικαλείται η πολιτικώς ενάγουσα, είναι αβάσιμη και τούτο γιατί, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, το δικαστήριο για να καταλήξει στην παραπάνω κρίση του έλαβε υπόψη του και άλλα αποδεικτικά μέσα, (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα που αναγνώστηκαν, φωτογραφίες του θανόντος) τα οποία, ειδικώς αλλά και σε συνδυασμό με την συμβολαιογραφική πράξη αξιολογεί, με την απόφαση του, προκειμένου ειδικότερα να καταλήξει στην κρίση, ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε στη συμβολαιογράφο και εκουσίως αναγνώρισε την ανήλικη ως τέκνο του ταυτίζεται με το θανόντα. Επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, που αναφέρεται στην έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της πολιτικώς ενάγουσας και αφού το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του, δέχθηκε την ύπαρξη συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου μεταξύ θανόντος και πολιτικώς ενάγουσας, είναι αβάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα που προκλήθηκε στο ακροατήριο, από την παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ, όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου απ' αυτήν εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, η οποία είναι δυνατόν να επέλθει είτε από θετική ενέργεια είτε από παράλειψη απαιτούνται α) η πρόκληση θανάτου άλλου προσώπου και β) το αποτέλεσμα αυτό να οφείλεται σε αμέλεια του δράστη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία ώφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που θα επέφερε η πράξη του, είτε προέβλεψε μεν το αποτέλεσμα αυτό, ως δυνατό πλην όμως προέβη στην πράξη του πιστεύοντας ότι δεν θα επέλθει. Δηλαδή κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή (που συντρέχει όταν ο δράστης προέβη την πράξη του, γιατί δεν προέβλεψε ως δυνατό να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα που απ' αυτήν προήλθε) και σε ενσυνείδητη (που συντρέχει όταν ο δράστης προέβλεψε ως δυνατό να επέλθει το αποτέλεσμα της πράξεως του, αλλά προέβη σ' αυτή γιατί πίστευε ότι δεν θα επέλθει). Για την εξακρίβωση της από αμέλεια ποινικής ευθύνης του δράστη λαμβάνονται υπόψη, αφ' ενός μεν όλες οι αντικειμενικές περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκειμένου να κριθεί απ' αυτές αν καταβλήθηκε από το δράστη η προσοχή που επιβάλλεται σε κάθε μετρίως συνετό άνθρωπο από τους νομικούς κανόνες και την κοινή πείρα και λογική, αφ' ετέρου δε οι προσωπικές ικανότητες του δράστη, για να κριθεί απ' αυτές αν μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προήλθε από την πράξη του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 και 3 του Ν.1577/1985 "1.Για την εκτέλεση οποιασδήποτε οικοδομικής εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως οι εκσκαφές και επιχώσεις, η εγκατάσταση ικριωμάτων, η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση και κατεδάφιση κτιρίων και των παραρτημάτων τους... 3.Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς άδεια της παραγράφου 1 ή β)καθ' υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του ν.1337/1983 όπως ισχύουν...",ενώ κατά το άρθρο 17 παρ.8 του ίδιου νόμου, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1α και2 του Π. Δ/τος της 8/13-7-1993 " 1. Για τη χορήγηση της οικοδομικής άδειας απαιτούνται τα ακόλουθα σχέδια και δικαιολογητικά: α) αίτηση του ενδιαφερομένου στην οποία είναι ενσωματωμένα σε ενιαίο τεύχος έντυπα με τις δηλώσεις αναθέσεων-αναλήψεως (μελέτης επίβλεψης), φύλλο ελέγχου, ειδικό έντυπο προϋπολογισμού. 2) Η αίτηση για έκδοση οικοδομικής άδειας πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται με τις μελέτες και τα δικαιολογητικά των εδαφίων α,β,γ,η... Σε περίπτωση που η αίτηση δεν συνοδεύεται από τα παραπάνω στοιχεία δεν γίνεται αποδεκτή και επιστρέφεται ακόμη και αν έχει πρωτοκολληθεί", ενώ κατά το άρθρο 6 παρ.1 και 3α του ίδιου διατάγματος "1) Οι οικοδομικές άδειες αν δεν ανακληθούν ή ακυρωθούν ισχύουν μέχρι την αποπεράτωση των προβλεπομένων από αυτές οικοδομικών εργασιών, που πιστοποιείται με τη σχετική θεώρηση της άδειας και όχι περισσότερο από τέσσερα χρόνια από την έκδοση τους... 3) Η οικοδομική άδεια αναθεωρείται για την παράταση της ισχύος της μετά αυτοψία με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) αν μέχρι τη λήξη της ισχύος της άδειας, έχει περατωθεί ο φέρων οργανισμός της οικοδομή η άδεια αναθεωρείται για αόριστο χρόνο...". Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 3 παρ.1α,2 και3,7,10,11 και 21 παρ.1 και3 του ΠΔ 778/1980 " άρθρο 3 παρ.1. Κατά την εκτέλεση των εις το άρθρο 1 του παρόντος αναφερομένων εργασιών δέον όπως χρησιμοποιούνται ικριώματα ή φορητές κλίμακες υπό τους κάτωθι όρους και περιορισμούς, αναλόγως του ύψους αυτών από της στάθμης του εδάφους ή του κατά περίπτωση δαπέδου ορόφου της οικοδομής. α) Εις εξωτερικές εργασίες ύψους άνω των τεσσάρων (4) μέτρων από του εδάφους χρησιμοποιούνται σταθερά ικριώματα... παρ. 2. Της ενάρξεως και εκτελέσεως εργασίας επί σταθερών ικριωμάτων δέον να προηγείται βεβαίωση εις διπλούν, του υπευθύνου μηχανικού του επιβλέποντος το υπό εκτέλεση έργου και του κατασκευαστή του έργου περί της συμφώνως προς άπαντες τους υπό των διατάξεων του παρόντος προβλεπόμενους όρους εγκαταστάσεως τούτων, υποβαλλομένη προς το οικείο Τμήμα ή Γραφείο Επιθεωρήσεως Εργασίας ή όπου δεν υπάρχουν τέτοια, προς τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές. Η μία των ως άνω βεβαιώσεων, δεόντως θεωρημένη, τηρείται εις τον τόπο εργασίας. παρ. 3. Απαγορεύεται η χρήση ξύλινων εξωτερικών ικριωμάτων εις οικοδομάς άνω των (3) τριών ορόφων και ύψους πέραν των δέκα (10) μέτρων. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούνται μόνο μεταλλικά (σωληνωτά) ικριώματα... Άρθρο 7 παρ.1. Οι εγκάρσιες δοκίδες, που χρησιμοποιούνται διά την έδραση του δαπέδου εργασίας δέον να συνίστανται εξ υγιούς ξύλου (πελεκητού) αποτελούμενου εξ αυτούσιου κορμού (λατάκι) άνευ ρωγμών, αρμών και ρόζων και να μη φέρουν πολλές διατρήσεις ηλώσεων προγενέστερης χρήσεως. Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση ξύλου κατά μήκος τετμημένου (σχισμένου). Παρ.2. Οι εγκάρσιες δοκίδες (τρυπόξυλα) εδράζονται είτε επί ξύλινων αναβολέων (τάκων),ηλουμίγων επί των ορθοστατών, των οποίων η διατομή πρέπει να είναι μεγαλύτερη της διατομής της δοκίδος και το μήκος των τουλάχιστον πεντήκοντα εκατοστά (0,50) του μέτρου είτε επί των τοίχων της οικοδομής εντός οπών σταθεροποιούμενες δια της προσηλώσεως καταλλήλου προσαρμογής (κλάπας) εις την άλλην πλευρά του τοίχου ή δι' ετέρας μεθόδου εξασφαλίζουσας το ακλόνητο της κατασκευής. παρ.3. Η τομή των ως άνω δοκίδων, διά την στήριξη των δαπέδων εργασίας, δέον να είναι διαστάσεων δέκα επί δέκα εκατοστών (0,10Χ0,10) του μέτρου. Άρθρο 10 παρ.1.Προς επίτευξη του αμετακίνητου του ικριώματος δέον να υφίσταται σύνδεση τούτου μετά της οικοδομής δι εγκαρσίων δοκίδων συνδεουσών τους ορθοστάτες του ικριώματος και εισερχομένων εντός της οικοδομής, είτε διά των υπαρχόντων ανοιγμάτων, είτε δια των προς τον σκοπό αυτό διανοιγομένων οπών. Παρ.2. Οι δοκίδες στερεώνονται επί ξύλινων ορθοστατών, οι οποίοι τοποθετούνται εις το εσωτερικό της οικοδομής και ενσφηνώνονται μεταξύ δαπέδου και οροφής, εξασφαλιζομένου του ακλόνητου αυτών.Παρ.3.Η σύνδεση του ικριώματος μετά της οικοδομής δια μεν μικρού μήκους προσόψεις, μέχρι δέκα έξι (16,00) μέτρων, δέον να περιλαμβάνει ανά δάπεδο εργασίας τουλάχιστον τέσσερις ορθοστάτες, διά δε μεγαλύτερης εκτάσεως έργα κατά την κρίση του επιβλέποντος το έργο μηχανικού (Σχ.7 του παραρτήματος). Άρθρο 11. Εις το ύψος οροφής ισογείου και τουλάχιστον εις ύψος τριών μέτρων και πεντήκοντα εκατοστών(3,50) του μέτρου από του πεζοδρομίου, τοποθετείται απαραιτήτως προστατευτικό προστέγασμα. Το προστέγασμα τούτο αποτελείται από οριζόντιο ανθεκτικό σανίδωμα πλάτους ίσον προς το των ικριωμάτων και ουχί μικροτέρου του ενός μέτρου και τριάντα εκατοστών(1,30) του μέτρου και εν συνεχεία τούτου από έτερον τμήμα κεκλιμένο (αντένα),κλίσεως πλάτους προς ύψος εν προς δύο και ύψους ογδοήκοντα οκτώ εκατοστών(0,80) του μέτρου.(Σχ.8 του παραρτήματος).Το οριζόντιο τμήμα του προστεγάσματος επιτρέπεται να είναι αυτό τούτο το δάπεδο εργασίας .Τα προστεγάσματα ταύτα κατασκευάζονται και εις εσωτερικές αυλές ή τυχόν προσπελάσεις παρά τις μεσοτοιχίες, εφόσον προκύπτει κίνδυνος ατυχήματος ή ρυπάνσεως... και Άρθρο 21 παρ. 1.Οι εγκαταστάσεις ή διατάξεις ασφαλείας πρέπει να κατασκευάζονται ούτως ώστε να αντιστοιχούν στην προς εκτέλεση εργασία και να διασφαλίζουν τον εργαζόμενο εκ των κινδύνων τους οποίους διατρέχει κατά την εκτέλεση της...Παρ.3. Άπαντα τα ικριώματα επιθεωρούνται υπό του επιβλέποντος μηχανικού α)προ της εγκαταστάσεως εκάστου συνεργείου β) άπαξ της εβδομάδος". Ακόμη κατά το άρθρο 37 παρ.2 του Προεδρικού Διατάγματος 1073 της 12/16-9-1981 "Εάν εις δάπεδο εργασίας δεν υπάρχει προστατευτικό κιγκλίδωμα και θωράκιο πρέπει να τοποθετούνται εναλλακτικώς κατά περίπτωση: Δάπεδο εργασίας και ξύλινο κεκλιμένο επίπεδο το οποίο να εμποδίζει την ελευθέρα πτώση των εργαζομένων, για ύψος μεγαλύτερο των τριών (3.00) μέτρων ή δίχτυ ή έτερον υλικό ιδίας ελαστικότητας το οποίο να εμποδίζει την ελευθέρα πτώση, για ύψος ανώτερο των έξι (6,00) μέτρων. (βλ. σχήματα 2 και3). Οι ως άνω κατασκευές δεν είναι απαραίτητοι εφόσον η εργασία υπ' αυτές τις συνθήκες δεν πρόκειται να διαρκέσει πλέον της ημέρας και εφόσον οι εργαζόμενοι φέρουν ζώνες ασφαλείας. Τέλος κατά τα άρθρα 3,5 και 7 παρ.1 του Ν.1396/1983 "Άρθρο 3. Ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα αν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο. 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού. 3. Να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος. Άρθρο 5. Ο εργολάβος και υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν στο τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους.2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού και αφορούν στο τμήμα του έργου που έχει αναλάβει. 3. Να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος, εφόσον αφορά στο τμήμα του έργου το οποίο έχουν αναλάβει. Άρθρο 7. Ο επιβλέπων, εκτός από τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από άλλες διατάξεις έχει και τις ακόλουθες: 1. Να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεων, σταθερών ικριωμάτων και πίνακα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη των εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεση τους". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι δικονομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της απόφασης συνιστά κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές),που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 366/2007 απόφασή του όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, την 14-7-2001, ήταν ιδιοκτήτης οικοδομής στην οδό ....., την οποία κατασκεύαζε τμηματικά. Την ως άνω ημερομηνία η εν λόγω οικοδομή αποτελείτο από το ισόγειο και τρεις επιπλέον ορόφους. Στο ισόγειο υπήρχαν δύο διαμερίσματα ολοκληρωμένα, τα οποία και εκατοικούντο, σ' ένα δε απ' αυτά διέμενε ένας αλβανός που εμφανιζόταν με τα στοιχεία Ψ2 διέμενε μαζί με την Ψ1 καθώς και με την κόρη του ..... Ο πρώτος όροφος αποτελείτο από δύο διαμερίσματα, που εκατοικούντο από ενοικιαστές. Ο δεύτερος όροφος αποτελείτο από τέσσερα δωμάτια, ημιτελή και είχαν χτιστεί μόνο ο σκελετός και τα τούβλα χωρίς να έχουν γίνει επιχρίσματα, σημειωτέον δε ότι ούτε κατά την ημερομηνία του προκειμένου θανατηφόρου συμβάντος 28-9-2001, είχαν γίνει τα επιχρίσματα. Ο τρίτος όροφος αποτελείτο από ένα μεγάλο δωμάτιο (νότια), βορειανατολικά δε του δωματίου αυτού υπήρχε ένα μικρότερο δωμάτιο. Δυτικά, βόρεια και ανατολικά ο 3ος όροφος ήταν ακάλυπτος, στον όροφο όμως αυτό (3°) και δη βορειοανατολικά, υπήρχε μπαλκόνι διαστάσεων 1 μέτρου πλάτους και 2,5 μέτρων μήκους, το στηθαίο δε του συγκεκριμένου μπαλκονιού σοβάντιζε εξωτερικά ο ως άνω Ψ2 (θανών), την ώρα του θανατηφόρου συμβάντος που περιγράφεται εδώ. Με το από 14-7-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό ο κατηγορούμενος ανέθεσε στον ως άνω Ψ2 να εκτελέσει τα εξωτερικά σοβαντίσματα του 2ου ορόφου καθώς και του δώματος του 3ου ορόφου της οικοδομής αυτής. Η έναρξη των εργασιών, ορίσθηκε για το τέλος Ιουλίου του 2001 και συμφωνήθηκε ότι αυτές θα αποπερατώνονταν μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους. Το συνολικό κόστος του έργου υπολογίσθηκε ότι θα ανερχόταν σε 1.000.000 δρχ. στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η αξία των υλικών και της εργασίας. Επιπλέον προβλέφθηκε ρήτρα ποσού 100.000 δρχ. για κάθε μηνιαία καθυστέρηση και για κάθε κακοτεχνία. Συμφωνήθηκε επίσης ότι τα του ΙΚΑ του εργολάβου, συμπεριλαμβάνονταν στο ως άνω ποσό του 1.000.000 δρχ. και τα του ΙΚΑ ημερομίσθια, συμφωνήθηκαν στα 20, τα οποία "εξτρά βαρύνουν τον εργολάβο και μόνο", όπως επί λέξει αναγράφηκε στο συμφωνητικό, στο οποίο η σχετική συμφωνία έχει επί λέξει ως εξής " ...Ο υπογεγραμμένος Χ1, ιδιοκτήτης του ακινήτου το επί της .... συμφώνησε με τον Ψ2 κατά δήλωση εργολάβο στην ανάληψη από τον δεύτερο τα εξωτερικά σοβαντίσματα του 2ου ορόφου και δώματος με πλήρη υποχρέωση τόσο για την εργασία όσο και τα οικοδομικά υλικά που απαιτούνται για σοφάδες χονδρό ψιλό με το ΙΚΑ του εργολάβου που θα αφαιρεθεί από το συνολικό κατ' αποκοπή κόστος έργου ενός εκατομμυρίου δρχ. (1.000.000). Τα του ΙΚΑ ημερομίσθια συνεφωνήθηκαν στα 20, τα οποία εξτρά βαρύνουν τον εργολάβο και μόνο... ". Επίσης συνεφωνήθηκε ότι όλα τα απαιτούμενα για την αποπεράτωση του έργου βαρύνουν τον εργολάβο καθώς και ότι με την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού (14-7-2001) θα λάμβανε (όπως και έλαβε) 300.000 δρχ., ενώ τέλος συμφωνήθηκε ότι με την ολοκλήρωση του έργου θα λάβει χώρα και ολική εξόφληση του εργολάβου. Όλες βεβαίως οι επιμέρους συμφωνίες αυτές συμπεριελήφθησαν στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Από το περιεχόμενο της όλης συμφωνίας σαφώς προκύπτει ότι τα δύο μέρη απέβλεψαν στο συγκεκριμένο αυτό αποτέλεσμα (στα εξωτερικά επιχρίσματα β' και γ' ορόφου) και όχι στην παροχή εργασίας για συγκεκριμένο χρόνο με εξάρτηση του Ψ2 από τον εργοδότη του, είχε δε ευθύνη κατά τα συμφωνηθέντα ο εργολάβος για την επίτευξη του συγκεκριμένου τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου και συνεπαγόταν τη λήξη της σχέσεως.
Συνεπώς, ανέλαβε ως εργολάβος, ο εν λόγω Ψ2 να προβεί στα εξωτερικά αυτά επιχρίσματα, στο μέτρο μάλιστα που η ολική εξόφληση του εργολάβου συναρτήθηκε από το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, από την αποπεράτωση δηλαδή των επιχρισμάτων, ούτε δε και μπορεί να μεταβάλει την ιδιότητα αυτή του Ψ2 ως εργολάβου η σχετική ως άνω συμφωνία για τα του IΚΑ. Άλλωστε στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό ως εργολάβος αναφέρεται. Όπως προαναφέρθηκε η ως άνω οικοδομή ήταν τριώροφη, τα επιχρίσματα θα ελάμβαναν χώρα σε ύψος άνω των τεσσάρων μέτρων από του εδάφους, θα εργαζόταν δε ο ανωτέρω Ψ2 και σε ύψος εννέα μέτρων από του εδάφους (άλλωστε από το ύψος αυτό των εννέα μέτρων κατέπεσε στο έδαφος και δη στον ακάλυπτο ισόγειο χώρο της οικοδομής και σκοτώθηκε, όπως θα αναφερθεί παρακάτω).
Συνεπώς έπρεπε για την εργασία αυτή (βλ. άρθρο 3 παρ. 1 α' και 3 του Π. Διατάγματος 778/1980) να χρησιμοποιηθούν σταθερά (έστω και ξύλινα) ικριώματα και κατά συνέπεια απαιτείτο σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθησαν οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας για να εγκατασταθούν τα ικριώματα και να γίνουν τα επιχρίσματα αυτά. Για την προκειμένη οικοδομή είχε εκδοθεί η υπ' αριθ. ... οικοδομική άδεια για την ανέγερση προσθήκης 2ου ορόφου και απολήξεως κλιμακοστασίου, η οποία τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της έληξε. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων (άρθρο 22 παρ. 1 και 3 του ν. 1577/1985, άρθρο 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983, άρθρο 3 παρ. 1 α' και 2 και άρθρο 6 του Π. Διατάγματος 8/13-7-1993, άρθρα 3 παρ. 2, 5 παρ. 2 και 7 παρ. 1 του ν. 1396/1983, άρθρα 3 παρ. 1 α' και 2 και 21 παρ. 1 και 3 του Π.Διατάγματος 778/1980) σαφώς προέκυπτε η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου ως ιδιοκτήτη της οικοδομής να προβεί στις εργασίες αυτές δόμησης, αφού προηγουμένως εφοδιαζόταν με σχετική οικοδομική άδεια, έτσι ώστε να όριζε επιβλέποντα μηχανικό (αφού διαφορετικά δεν θα εκδιδόταν τέτοια άδεια, βλ. κυρίως τα ως άνω άρθρα του ΠΔ 8/13-7-1993), ο οποίος θα επιθεωρούσε ως όφειλε και θα επέβλεπε εάν οι εργασίες γίνονταν με τη χρήση σταθερών ικριωμάτων, αν η εγκατάσταση τους ήταν ασφαλής και σύμφωνη με τις νόμιμες προδιαγραφές, ο οποίος μάλιστα μηχανικός και θα εξέδιδε προ της ενάρξεως και εκτελέσεως εργασιών επί σταθερών ικριωμάτων βεβαίωση εις διπλούν περί της συμφώνως προς απαντάς του υπό των διατάξεων του ΠΔ 778/1980 προβλεπόμενους όρους εγκαταστάσεως τούτων (άρθρο 3 παρ. 2 του ως άνω Π. Δ/τος), έτσι ώστε οι εργαζόμενοι εκ του ασφαλούς να εργασθούν στα ικριώματα αυτά, αποτρεπομένου του θανάσιμου τραυματισμού τους. Ενόψει του ότι ο παθών Ψ2 μπορούσε να ξεκινήσει τις εργασίες, κατά τα συμφωνηθέντα, από τα τέλη Ιουλίου 2001, είναι προφανές ότι ήδη από τα τέλη Ιουλίου 2001 όφειλε να εφοδιαστεί ο κατηγορούμενος με τη σχετική οικοδομική άδεια (και να ορίσει έτσι επιβλέποντα μηχανικό), σε κάθε πάντως περίπτωση όφειλε να ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτό από τα τέλη Ιουλίου 2001 έως 28-9-2001, καθόσον κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες που αναφέρουμε παρακάτω, κατά την εκτέλεση των οποίων και τραυματίσθηκε θανάσιμα την ημερομηνία αυτή ο Ψ2. Μάλιστα ο εν λόγω Ψ2 επειδή ακριβώς δεν είχε εν τέλει την οικονομική δυνατότητα να τοποθετήσει ο ίδιος τα προβλεπόμενα από τις ως άνω διατάξεις σταθερά ικριώματα ώστε να εργαστεί για τα επιχρίσματα αυτά και σε ύψος εννέα μέτρων από του εδάφους, ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του εξασφαλίσει σταθερό ικρίωμα για να εργαστεί, πράγμα που αρνήθηκε να πράξει ο κατηγορούμενος, λέγοντας του ότι δεν έχει χρήματα για να του το εξασφαλίσει. Έτσι αναγκάσθηκε ο παθών ως άνω Ψ2 που προφανώς δεν είχε τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις να τοποθετήσει ο ίδιος ασφαλές ικρίωμα, να εργαστεί πάνω σε πρόχειρο ασταθές και επισφαλές ξύλινο ικρίωμα που κατασκεύασε και εγκατέστησε ο ίδιος για να πραγματοποιήσει τα εξωτερικά επιχρίσματα στο ως άνω μπαλκόνι του γ' ορόφου, εργασία που περιλαμβανόταν στην ως άνω συμφωνία. Συγκεκριμένα νότια του β' ορόφου υπήρχαν τρία δωμάτια, ανατολικά δε ενός από τα δωμάτια αυτά υπήρχε ένα μικρό μπαλκόνι διαστάσεων περίπου 1 μέτρου πλάτος και 2 μέτρων μήκος. Πάνω στο μπαλκόνι αυτό του β' ορόφου στήριξε κατά τον τρόπο που παρακάτω αναφέρουμε το πρόχειρο (εξωτερικό βεβαίως) ικρίωμα για να σοβαντίσει εξωτερικά το μπαλκόνι του γ' ορόφου. Δηλαδή αποτελείτο το ικρίωμα αυτό στη μία του πλευρά από ένα ορθοστάτη, που είχε στερεωθεί και εδραζόταν πάνω σε μία εγκάρσια δοκίδα, η οποία είχε στερεωθεί στο μπαλκόνι αυτό του β' ορόφου. Στην άλλη πλευρά και σε απόσταση 2,50 μέτρων από τον ορθοστάτη αυτό, τοποθέτησε ο παθών άλλον (δεύτερο) ορθοστάτη που τον στερέωσε και εδραζόταν στο εν λόγω μπαλκόνι του β' ορόφου. Οριζόντια του δεύτερου αυτού ορθοστάτη και σε ύψος του 2 μέτρων, τοποθέτησε λατάκι εγκάρσια δοκίδα (την ονομάζουμε υπ' αριθ. 2) που σχημάτιζε ορθή γωνία με τον ορθοστάτη για την έδραση του δαπέδου εργασίας (που ήταν το δάπεδο αυτό ένα μαδέρι), την οποία δοκίδα κάρφωσε κατά το ένα τμήμα της στο εσωτερικό μέρος του ορθοστάτη αυτού, ενώ το άλλο τμήμα της εισερχόταν στο αυτό ως άνω ύψος των 2 μέτρων μέσα στην μπαλκονόπορτα (στο άνοιγμα της) του μπαλκονιού αυτού του β' ορόφου, παραλλήλως προς το δάπεδο τούτου (ορόφου) και είχε καρφώσει το τμήμα αυτό της δοκίδος με πρόκες πάνω σε μία σανίδα που είχε τοποθετήσει όρθια στη μία πλευρά (ύψος) του από τούβλα ανοίγματος (σχήματος Π) της μπαλκονόπορτας, ενώ την δοκίδα και τη σανίδα αυτή, τις είχε επί πλέον συνδέσει με μία μικρή κλάπα (που κάρφωσε πάνω τους), χρησιμοποιούμενη ως αντηρίδα. Το αυτοσχέδιο αυτό και πρόχειρο ικρίωμα ήταν ασταθές και επισφαλές, τούτο δε για τους εξής λόγους: Όπως επιτάσσουν τα άρθρα 7 και 10 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος 778/1980, η εγκάρσια δοκίδα που χρησιμοποιείται για την έδραση του δαπέδου εργασίας και συνδέει τον εξωτερικό ορθοστάτη του ικριώματος μετά της οικοδομής, πρέπει να είναι κατά τέτοιο τρόπο συνδεδεμένη τόσο με τον ορθοστάτη όσο και με την οικοδομή, ώστε να επιτυγχάνεται το αμετακίνητο του ικριώματος. Έτσι εν προκειμένω έπρεπε η υπ' αριθ. 2 εγκάρσια δοκίδα, προς επίτευξη του αμετακίνητου του ικριώματος, να είναι σφηνωμένη εντός οπής στον τοίχο της οικοδομής μεταξύ του δαπέδου και της οροφής του β' ορόφου ή εν πάση περιπτώσει να έχει συνδεθεί με την οικοδομή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που να εξασφάλιζε το ακλόνητο του ικριώματος, πλην όμως, στην περίπτωση μας, τέτοια σφήνωση της δοκίδος στον τοίχο της οικοδομής δεν είχαμε ούτε και είχε συνδεθεί η δοκίδα μετά της οικοδομής κατ' άλλο τρόπο που να εξασφαλίζει το αμετακίνητο του ικριώματος. Επί πλέον θα έπρεπε όπως επιτάσσει το άρθρο 7 του Προεδρικού Διατάγματος 778/1980, κάτω από το σημείο ένωσης (έδρασης) της εγκάρσιας αυτής δοκίδος υπ' αριθ. 2 με τον ορθοστάτη, να υπάρχει τάκος αναβολέας για την ασφαλή στερέωση (έδραση) και σύνδεση της δοκίδος με τον ορθοστάτη, πολύ μάλιστα περισσότερο που κατά το άλλο τμήμα της δοκίδος αυτής δεν υπήρχε σφήνωση της στον τοίχο της οικοδομής εντός οπής ή σύνδεση της μετά της οικοδομής έστω με άλλο τρόπο που να εγγυάται το ακλόνητο της κατασκευής. Παρά ταύτα ούτε τέτοιος τάκος αναβολέας τοποθετήθηκε. Το πρόβλημα συνεπώς βρισκόταν στη δοκίδα αυτή, καθόσον η άλλη (παρακείμενη) εγκάρσια δοκίδα έδρασης του δαπέδου, που την ονομάζουμε υπ' αριθ. 1 (το δάπεδο εργασίας εδράζετο σε δύο εγκάρσιες δοκίδες), δεν είχε πρόβλημα αφού είχε τοποθετηθεί και στερεωθεί αρκούντως σταθερά. Πέραν τούτου στο κατασκευασθέν αυτό ικρίωμα δεν υπήρχε προστατευτικό κιγκλίδωμα με θωράκιο ούτε και ο θανών φορούσε ζώνη ασφαλείας και θα έπρεπε ως εκ τούτου να υπάρχει, ως επιτάσσει το προπαρατεθέν άρθρο 37 παρ. 2 του Προεδρικού Διατάγματος 1073/1981 (αλλά και το άρθρο 11 του Προεδρικού Διατάγματος 778/1980) προστατευτική διάταξη που να εμποδίζει την ελεύθερη πτώση των εργαζομένων από ύψος μεγαλύτερο των 3 μέτρων, πλην όμως εν προκειμένω δεν υπήρχε καμμία προστατευτική διάταξη. Σημειωτέον ότι τις πλημμέλειες αυτές εντόπισαν και οι αρμόδιοι Τεχνικοί Επιθεωρητές του Τμήματος Τεχνικής και Υγειονομικής Επιθεώρησης Ηρακλείου Κρήτης, ....και ..... που πραγματοποίησαν αυτοψία, μετά το θανατηφόρο αυτό συμβάν, στον τόπο τούτου, για την εξακρίβωση των αιτιών που το προκάλεσαν, στις πλημμέλειες δε αυτές οι ως άνω Τεχνικοί (όπως και το παρόν Δικαστήριο) αποδίδουν τα αίτια της παρακάτω πτώσης. Έτσι, ενώ εργαζόταν περί ώρα 17.00 της 28-9-2001, ο ως άνω Ψ2 στο δάπεδο αυτό εργασίας (μαδέρι) του εν λόγω ικριώματος και ενώ σοβάντιζε το στηθαίο του ως άνω μπαλκονιού του γ' ορόφου, η πιο πάνω εγκάρσια δοκίδα λόγω των ως άνω πλημμελειών κατασκευής και εγκατάστασης του πρόχειρου αυτού ικριώματος, ξεκαρφώθηκε από τον ορθοστάτη και υποχώρησε με αποτέλεσμα να καταπέσει ο ανωτέρω μαζί με το μαδέρι (δάπεδο) από το ύψος αυτό των εννέα μέτρων στον ακάλυπτο χώρο του ισογείου της οικοδομής και να τραυματισθεί υποστάς βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συνεπεία της οποίας ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ακαριαίως ο θάνατος αυτού. Η εργασία αυτή δόμησης (τοποθέτηση πρόχειρου ικριώματος και σοβαντίσματος του στηθαίου του ως άνω μπαλκονιού, του γ' ορόφου), που έγινε χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί σχετική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, έγινε, ενόψει της ως άνω συμφωνίας, από τον κατηγορούμενο (διά του εργολάβου ως άνω παθόντος-θανόντος), ως ιδιοκτήτη της οικοδομής και κατόπιν εντολής του προς τον θανόντα για την πραγματοποίηση των εργασιών αυτών, αν και γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι, λόγω του ύψους στο οποίο θα εργαζόταν ο θανών, θα εγκαθιστούσε ο τελευταίος ικριώματα για να εργαστεί, από απερισκεψία του δε, ο κατηγορούμενος πίστεψε ότι ο θανών είχε τις τεχνικές γνώσεις να εγκαταστήσει ασφαλές και σταθερό ικρίωμα και ως εκ τούτου από απερισκεψία του δεν πρόβλεψε το θανατηφόρο αυτό αποτέλεσμα. Όμως ο ιδιοκτήτης της οικοδομής, έστω και αν όρισε εργολάβο για την εκτέλεση του έργου, είναι υποχρεωμένος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, να εφοδιαστεί εγκαίρως με σχετική πολεοδομική άδεια για να ορίσει έτσι αυτός (και όχι ο εργολάβος) επιβλέποντα μηχανικό, που θα επιβλέψει και θα επιθεωρήσει τον εργολάβο, μεταξύ των άλλων και για την ασφαλή και σύμφωνα με τις νόμιμες προδιαγραφές εγκατάσταση σταθερών ικριωμάτων, ώστε ακινδύνως να εργάζονται σ' αυτά οι εργαζόμενοι. Βεβαίως, εν προκειμένω, συντρέχει αμελής συμπεριφορά και του παθόντος, καθόσον ανέλαβε την εργολαβία αυτή και εργάσθηκε κατά τα ανωτέρω, χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια της πολεοδομίας, χωρίς να υπάρχει επιβλέπων μηχανικός που να επιβλέψει για την ασφαλή εγκατάσταση σταθερού ικριώματος και χωρίς να έχει ο θανών τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις αλλά και τα αναγκαία μέσα για την εκ μέρους του εγκατάσταση ασφαλούς ικριώματος. Η αμελής όμως αυτή συμπεριφορά του παθόντος-θανόντος είναι συντρέχουσα και δεν αίρει ούτε διακόπτει σε καμμία περίπτωση την αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, καθόσον, αν ο τελευταίος είχε εφοδιαστεί προηγουμένως με σχετική πολεοδομική άδεια, θα είχε ορίσει έτσι εγκαίρως επιβλέποντα μηχανικό, στον οποίο θα προσέφευγε ο παθών για την ασφαλή εγκατάσταση σταθερών ικριωμάτων, αφού ο ίδιος δεν είχε ούτε τα μέσα ούτε τις κατάλληλες τεχνικές ζώσεις να τα εγκαταστήσει και ως εκ τούτου αποδεικνύεται μετά βεβαιότητος (στο μέτρο που ο παθών ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του εξασφαλίσει σταθερό ικρίωμα) όχι μόνο ότι θα προσέφευγε ο παθών στον επιβλέποντα μηχανικό, αλλά και ότι ο τελευταίος δεν θα επέτρεπε την εργασία επί τέτοιου είδους πρόχειρου και ασταθούς ικριώματος και θα απετρέπετο έτσι το προκείμενο θανατηφόρο συμβάν, το οποίο από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε ο κατηγορούμενος να καταβάλει, δεν το προέβλεψε και έτσι το επέφερε. Εξάλλου οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί (όπως αναπτύσσονται και στην απολογία του κατηγορουμένου) α) ότι είχε επιβλέποντα μηχανικό το έργο, δηλαδή τον αρχιτέκτονα Τ1 που είχε οριστεί με την ως άνω υπ' αριθ. .... οικοδομική άδεια, τον οποίο και είχε ειδοποιήσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος για την επικείμενη εκτέλεση των εργασιών αυτών από τον παθόντα και β) ότι είχε συμφωνήσει ο κατηγορούμενος (επειδή θα απουσίαζε υπηρεσιακώς στον Έβρο) με τον παθόντα, ώστε ο τελευταίος, πριν την έναρξη των εργασιών αυτών, να ειδοποιούσε τον Τ1 ώστε να μεριμνούσαν οι δυό τους (μηχανικός και εργολάβος) για την πραγματοποίηση των εργασιών αυτών κατά τρόπο νόμιμο, καθώς και για να κατευθύνει και μεριμνήσει ο Τ1 ώστε να γίνει η εγκατάσταση σταθερού ικριώματος κατά τρόπο τεχνικώς άψογο, ώστε με ασφάλεια να γίνουν οι εργασίες, συμφωνία που αθέτησε ο παθών και έτσι αυτοβούλως και αυθαιρέτως εργάσθηκε και τραυματίσθηκε θανάσιμα, δεν είναι βάσιμοι (οι ισχυρισμοί αυτοί), τούτο δε για τους εξής λόγους: Όπως προαναφέρθηκε η ως άνω υπ' αριθ. ..... άδεια είχε ήδη λήξη και ως εκ τούτου συγχρόνως έληξε και η ιδιότητα του Τ1 ως υπευθύνου επιβλέποντος μηχανικού του έργου, καθόσον δεν είχε πλέον δικαίωμα με βάση μία ανίσχυρη οικοδομική άδεια να επιβλέπει εργασίες δόμησης, γιατί διαφορετικά θα είχε δυσμενείς συνέπειες γι' αυτόν η παράνομη αυτή επίβλεψη. Πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι μετά το προκείμενο θανατηφόρο συμβάν, ο κατηγορούμενος υπέβαλε την 5-10-2001 αίτηση προς το Πολεοδομικό Γραφείο .....για "να μου αναθεωρηθεί επ' αόριστο η οικοδομική άδεια ..... για τη συνέχιση του υπολοίπου των οικοδομικών εργασιών", όπως επί λέξει ανέγραψε, επισύναψε δε στην αίτηση αυτή την υπ' αριθ. ..... βεβαίωση του ΙΚΑ (με την οποία βεβαιωνόταν ότι από 1-30/9/1985 είχαν πραγματοποιηθεί στην οικοδομή αυτή οι εργασίες των μπετών) καθώς και την από 5-10-2001 υπεύθυνη δήλωση του ως άνω αρχιτέκτονα Τ1 με την οποία ο τελευταίος δήλωνε επί λέξει "Μετά την παράταση του χρόνου ισχύος της υπ'αριθ. ..... οικοδομικής αδείας συνεχίζω να είμαι επιβλέπων Μηχανικός του έργου. Τα Μπετά και τα Τούβλα είχαν κατασκευαστεί στο χρόνο ισχύος της αδείας και τώρα αρχίζουν τα επιχρίσματα και η ολοκλήρωση της οικοδομής (προσθήκη Β' Ορόφου)" Σημειώνουμε εδώ ότι η αναθεώρηση αποτελεί μορφή οικοδομικής άδειας. Κατόπιν τούτου την 8-10-2001 η ως άνω υπ' αριθ. .... οικοδομική άδεια αναθεωρήθηκε για παράταση του χρόνου ισχύος της, έχει δε το όλο περιεχόμενο της άδειας αναθεώρησης ως εξής "Αναθεωρείται η ισχύς της παρούσης μέχρι πέρατος των οικ. εργασιών (βλ. βεβ. ΙΚΑ ....) και υπεύθυνη δήλωση κ. Τ1 ότι εξακολουθεί να είναι επιβλέπων." Συνεπώς η ως άνω άδεια που είχε εκδοθεί για την προσθήκη β'ορόφου και την απόληξη κλιμακοστασίου, αναθεωρήθηκε την 8-10-2001 μέχρι πέρατος των οικοδομικών εργασιών και ως εκ τούτου την 28-9-2001, κατά την οποία ο παθών, έχοντας κατασκευάσει το ως άνω πρόχειρο ικρίωμα για το εξωτερικό σοβάντισμα του προαναφερθέντος μπαλκονιού του γ' ορόφου, κατέπεσε απ' αυτό και τραυματίσθηκε θανάσιμα ενώ σοβάντιζε το στηθαίο του μπαλκονιού αυτού, δεν ήταν ο Τ1 υπεύθυνος επιβλέπων μηχανικός των εργασιών αυτών, ούτε και προγενέστερα (καθ' όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της παραπάνω συμφωνίας). Εξάλλου από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, λαμβανόμενα υπόψη μεμονομένως και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αξιολογούμενα κατά το μέτρο της αξιοπιστίας των προσώπων εκ των οποίων προέρχονται, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ούτε τον Τ1 ενημέρωσε περί της επικείμενης πραγματοποιήσεως των εργασιών αυτών ούτε συνήψε συμφωνία με τον ως άνω θανόντα ώστε ο τελευταίος πριν τις εργασίες αυτές να ειδοποιήσει τον Τ1 για να μεριμνήσουν για τη νόμιμη εκτέλεση τους και για να ληφθούν τα αναγκαία και προσήκοντα μέτρα για να γίνουν οι εργασίες με ασφάλεια. Ο κατηγορούμενος λόγω του ικανού πνευματικού και διανοητικού τού, επιπέδου ως αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού και λόγω της εμπειρίας του που απεκόμισε από την ανέγερση της οικοδομής αυτής μέχρι την ημερομηνία συνάψεως της ως άνω συμφωνίας με τον θανόντα, γνώριζε πολύ καλά, αφενός μεν, ότι τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της, η ως άνω υπ' αριθ. ..... οικοδομική άδεια έπαυσε να ισχύει (όπως άλλωστε αναγραφόταν η διάρκεια ισχύος στην ίδια την άδεια), αφετέρου δε, ότι έπρεπε να εφοδιασθεί με νέα οικοδομική άδεια για την πραγματοποίηση των επιχρισμάτων στους ορόφους αυτούς, παρά ταύτα δεν εφοδιάστηκε με σχετική άδεια πριν την εκτέλεση των ως άνω εργασιών και δεν όρισε υπεύθυνο επιβλέποντα μηχανικό αυτών, ακριβώς γιατί ήθελε να αποφύγει την τήρηση της προβλεπόμενης νόμιμης διαδικασίας, άλλωστε ούτε και άτυπα όρισε επιβλέποντα μηχανικό των εργασιών αυτών τον Τ1 ούτε οποιονδήποτε άλλον. Σημειώνουμε εδώ συμπληρωματικά ότι η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου, αποτροπής του θανατηφόρου αυτού αποτελέσματος, προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, προκύπτει όμως επιπλέον και από το γεγονός ότι η ενέργεια του υπό τις συνθήκες αυτές να συμβληθεί, κατά τα ως άνω, με τον παθόντα, ώστε κατ' εντολή του ο τελευταίος να εργασθεί και σε ύψος εννέα μέτρων από του εδάφους, αποτελεί (η ενέργεια του αυτή) επικίνδυνη συμπεριφορά, που δημιούργησε τους όρους και τις συνθήκες του κινδύνου επελεύσεως του θανάτου αυτού και όφειλε κατόπιν τούτου και για το λόγο αυτό να τον αποτρέψει, λαμβάνοντας τα προαναφερόμενα μέτρα. Ο θανών εμφανιζόταν με τα στοιχεία Ψ2 πλην όμως αποδείχθηκε ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας του, δεν κατέστη δε δυνατό να εξακριβωθεί ποια είναι τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας του. Εμφανίσθηκε βεβαίως αλλαχού, άλλοτε με το όνομα .... που έχει έναν αδελφό με το όνομα .... στην πόλη ..... της Αλβανίας και άλλοτε με τα στοιχεία ..... γεννηθείς την 17-3-1959 με τόπο γεννήσεως το ...... και οι εκδοχές όμως αυτές των στοιχείων ταυτότητας του, δεν είναι αξιόπιστες. Βεβαίως με το σχετικό κλητήριο θέσπισμα ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε σε δίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια του ως άνω εργολάβου με στοιχεία ταυτότητας Ψ2 πλην όμως ουδεμία αμφιβολία γεννάται ότι τόσο πρωτοδίκως όσο και με την παρούσα απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου γίνεται δεκτό ότι θανατώθηκε από αμέλεια του κατηγορουμένου κατά το προπεριγραφόμενο τρόπο το αυτό πρόσωπο (ο αυτός άνθρωπος), για το θάνατο του οποίου παραπέμφθηκε σε δίκη ο κατηγορούμενος με το υπ' αριθ. 114/2002 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Χανίων. Απλά εδώ (όπως και πρωτοδίκως) γίνεται δεκτό ότι είναι άγνωστα τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας του θανόντος ως άνω εργολάβου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αφού στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν αποτελούν τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητος του θανατωθέντος ανθρώπου. Άλλωστε υπάρχουν στη δικογραφία ικανού αριθμού φωτογραφίες του ως άνω θανόντος, που ελήφθησαν αμέσως μετά το ατύχημα αλλά και φωτογραφίες ανύποπτου χρόνου από την ιδιωτική του ζωή, λόγος για τον οποίο ουδεμία αμφιβολία γεννάται περί του προσώπου του. Πρόκειται για άνδρα ηλικίας 42 περίπου ετών (όπως δέχεται και η ιατροδικαστική έκθεση), με μαλλιά κεφαλής μαύρα, μαύρα φρύδια, μαύρο μουστάκι, κεφαλή και πρόσωπο σχήματος στρογγυλού προς το ωοειδές και το ύψος του ανδρός κανονικό (χαρακτηριστικά κατά το χρόνο του ατυχήματος).
Πρέπει κατόπιν τούτου, κατά την κρατήσασα (4-1) γνώμη των μελών του Δικαστηρίου να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται, δηλαδή α) ανθρωποκτονίας μη οικείου από αμέλεια και β) Παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 1 και 3 του Ν 1577/85 "Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, ομόφωνα μεν για την πράξη της παράβασης του άρθρου 22 && 1 και 3 του Ν. 1577/1985, κατά πλειοψηφία δε και για την πράξη ανθρωποκτονίας από μη συνειδητή αμέλεια. Έτσι κρίνοντας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 του Π.Κ. και εκείνες που προαναφέρθηκαν, τις οποίες στην προκειμένη περίπτωση εφάρμοσε, και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή με άλλο τρόπο παραβίασε. Ειδικότερα, όσον αφορά την ανθρωποκτονία από αμέλεια η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, εξέθεσε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά και προσδιόρισε σαφώς την μορφή της μη συνειδητής αμέλειας, αλλά και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτός ενεργούσε και δέχθηκε ότι από έλλειψη της προσοχής, που αυτός όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψη του να εφοδιασθεί με την απαιτούμενη οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και να αναθέσει σε υπεύθυνο μηχανικό την επίβλεψη του έργου, για την εκτέλεση του οποίου έπρεπε να εγκατασταθεί σταθερό ικρίωμα, με αποτέλεσμα να επιφέρει τον θάνατο του εργαζομένου. Ακόμη, η πλειοψηφούσα γνώμη του ως άνω Δικαστηρίου της ουσίας επαρκώς, αιτιολογεί την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος να εφοδιασθεί με την άδεια οικοδομής και να προβεί στο διορισμό επιβλέποντος μηχανικού, η οποία και επιβάλλεται από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, προσδιορίζοντας προς τούτο τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, αιτιολογεί δε και τον υφιστάμενο μεταξύ της επιδειχθείσας από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος, αιτιώδη σύνδεσμο, που αξιώνεται για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ο οποίος, όπως με επαρκή αιτιολογία δέχεται, δεν διακόπηκε, ούτε αναιρέθηκε από την αμελή συμπεριφορά του θανόντος (συνυπαιτιότητα του) και το γεγονός ότι είχε αναλάβει ως εργολάβος την εκτέλεση εργασιών, που αφορούσαν τα εξωτερικά επιχρίσματα της οικοδομής του αναιρεσείοντος, δίχως το διορισμό επιβλέποντος μηχανικού. Ακόμη επαρκώς αιτιολογεί τη δυνατότητα του αναιρεσείοντος να προβλέψει το επελθόν αποτέλεσμα, δεχόμενο, ότι ο θανών, πριν αναλάβει την εκτέλεση των εργασιών διέμενε στο ισόγειο της οικοδομής του αναιρεσείοντος και συνεπώς αυτός είχε γνώση περί των ικανοτήτων και των γνώσεων του, ότι ο τελευταίος γνώριζε για τη λήξη της ισχύος της άδειας οικοδομής, την υποχρέωση του να ζητήσει νέα και να διορίσει επιβλέποντα μηχανικό, την ανάγκη κατασκευής ασφαλών ικριωμάτων, λόγω του είδους των εργασιών, την ιδιότητα του θανόντος ως εμπειροτέχνη μικροεργολάβου και την οικονομική αδυναμία του να κατασκευάσει ασφαλή ικριώματα, εξ αυτών δε και των επί πλέον παραδοχών ότι ο κατηγορούμενος ως αξιωματικός του Ελληνικού στρατού έχει "ικανό πνευματικό και διανοητικό επίπεδο" και εμπειρία που απεκόμισε από την ανέγερση της οικοδομής αυτής μέχρι την ημερομηνία συνάψεως της συμφωνίας με το θανόντα, καταλήγει στην κρίση, ότι μπορούσε να προβλέψει ότι ο θανών δεν θα κατασκεύαζε ασφαλή ικριώματα δίχως την επίβλεψη και τις οδηγίες επιβλέποντος μηχανικού και ότι θα επερχόταν το αποτέλεσμα που προαναφέρθηκε. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Ποιν.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθ. 176,183 του Κ ΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-2-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 366/6-11-2007 απόφασης του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Πενταμελούς).
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή