Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Οργάνωση εγκληματική.
Περίληψη:
Το Συμβούλιο Εφετών αποφαίνεται αμετακλήτως, στην περίπτωση ασκήσεως ποινικής διώξεως για το αδίκημα του 187 ΠΚ και όταν ακόμη αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη. Απαράδεκτη η αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα (σχ. ΑΠ 911/2008, 2194/2007, 2364/2007 και 1966/2006).
Αριθμός 565/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Φραγκίσκο Ραγκούση και Παύλο Σαράκη, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.878/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουνίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1144/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 518/10-11-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ, την αριθμ. 110/4-6-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ....., οδ. ..... αριθμ. ..., η οποία ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον ίδιο και στρέφεται κατά του αριθμ. 878/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το παραπάνω βούλευμά του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Χ1 και τον μη ασκήσαντα αναίρεση Χ2, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθούν ο πρώτος τούτων για προμήθεια και εμπορία όπλου με σκοπό τη διάθεσή του σε τρίτον για διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2168/1993) και ο δεύτερος για κακουργηματική εκβίαση κατ'επάγγελμα τελεσθείσα και σε απόπειρα κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση και για παράνομη οπλοφορία, ενώ αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατ'αυτών και άλλων για εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2928/2001 και το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 3064/2002). Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στις 28-5-2008, η δε αίτηση ασκήθηκε στις 4-6-2008 ενώπιον της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, Γεωργίας Αράπου, συνετάγη δε από εκείνη η υπ'αριθμ. 110/4-6-2008 έκθεση στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η υπέρβαση εξουσίας και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού αυτό ήταν απαλλακτικό για το κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ και περιέχει παραπεμπτικές διατάξεις για συναφή εγκλήματα και έτσι δεν κατέστη αμετάκλητο (ΑΠ 402/2004 Π.ΧΡ. ΝΕ, 134) και παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001 "Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων" η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία, αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, διαβιβάζεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ο Εισαγγελέας Εφετών στην περίπτωση αυτή μετά την τυπική περάτωση της κύριας ανάκριση, εάν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, οφείλει να εισαγάγει τη δικογραφία στο Συμβούλιο Εφετών με σχετική πρότασή του επί της ουσίας της υποθέσεως. Το Συμβούλιο Εφετών είναι στην περίπτωση αυτή το μόνο αρμόδιο να κηρύξει την ουσιαστική περάτωση της κυρίας ανάκρισης αποφαινόμενο με βούλευμά του για το σύνολο των κατηγοριών (και συναφών εγκλημάτων) όχι μόνο όταν αυτό κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, που αφορούν την κατηγορία για παράβαση του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, παραπέμποντας αμετακλήτως τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 313 ΚΠοινΔ, αλλά και όταν συντρέχει περίπτωση να μη γίνει κατηγορία για την πράξη του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ για την οποία έγινε η ανάκριση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 και του μη ασκήσαντος αναίρεση συγκατηγορουμένου του Χ2 για την πράξη της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ) και παρέπεμψε αυτούς για τα συναφή εγκλήματα της παράβασης του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 2168/1993 (αναιρεσείοντα) της κακουργηματικής εκβίασης κατ'επάγγελμα τελεσθείσας και σε απόπειρα κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση και της παράνομης οπλοφορίας (Χ2), για τα οποία προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. 'Ετσι που έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, δεν υπερέβη την εξουσία του, δηλαδή δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' ΚΠοινΔ και κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 Ν. 2168/93, τιμωρείται με κάθειρξη, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη, όποιος εισάγει, κατέχει, κατασκευάζει, μετασκευάζει, συναρμολογεί, εμπορεύεται, παραδίδει, προμηθεύει ή μεταφέρει πολεμικά τυφέκια, αυτόματα, πολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, χειροβομβίδες, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και λοιπά είδη πολεμικού υλικού, με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή ενώσεων προσώπων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εκτός των άλλων περιπτώσεων, η εμπορία και η προμήθεια του όπλου για να θεωρηθεί διακεκριμένη και να τιμωρηθεί ως κακούργημα πρέπει να γίνεται με σκοπό τη διάθεσή του σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή ενώσεων προσώπων.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση.
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση της Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα ενυπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα, την από 31-1-2008 έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης του Ψυχίατρου- Ψυχοθεραπευτή ....., σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα αυτών, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την 28-10-2007 και περί ώρα 05.30' ο μάρτυρας Α αντιλήφθηκε τον πρώτο εκ των κατηγορουμένων Χ2 έξω από το κέντρο διασκέδασης με την επωνυμία ".....", που βρίσκεται στην Αθήνα, επί της Λεωφόρου ....., αρ. ... και στο οποίο είναι συνιδιοκτήτης με τους Β και Γ, να κινείται αρχικά πεζός και στη συνέχεια οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας SUZUKI VITARA, χρώματος λευκού. Κατά το παρελθόν, έχοντας δεχθεί απειλές από αγνώστους προς το πρόσωπο του, θεώρησε τον κατηγορούμενο ύποπτο και αποφάσισε να τον ακολουθήσει με το υπ' αριθμ. ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας BMW, ιδιοκτησίας της Γ, συνοδευόμενος από τον αδελφό του Δ. Αφού τον εντόπισε σε δρόμο πλησίον του ως άνω καταστήματος, κινήθηκε αντίθετα προς το ρεύμα πορείας αυτού, με αποτέλεσμα να τον σταματήσει, και στη συνέχεια σταθμεύοντας δίπλα του τον πλησίασε για να του μιλήσει. Τότε ο κατηγορούμενος προσπάθησε να κάνει μία απότομη κίνηση μέσα από το μπουφάν του, πλην όμως ο ανωτέρω μάρτυρας αμέσως τον έπιασε και την στιγμή εκείνη του έπεσε ένα πιστόλι, μάρκας CRVENA ZASTAVA-Cal. 7,65 mm Mod 70, με αριθμό στελέχους ....., αριθμό κλείστρου ..... και ένα γεμιστήρα που περιείχε επτά φυσίγγια, διαμετρήματος 7,65 mm. Στην συνέχεια, παρουσία του ετέρου συνιδιοκτήτη του καταστήματος Β και των δύο αδερφών του Δ και Ε, τον ρώτησε τι ήρθε να κάνει εκεί και ποιος τον έστειλε. Ούτος (κατηγορούμενος) απήντησε ότι είχε μεταβεί στο σημείο εκείνο, έχοντας μαζί του το εν λόγω πιστόλι, με σκοπό να τον σκοτώσει και ότι εντολείς του για την δολοφονία αυτή ήσαν οι συγκατηγορούμενοί του ΣΤ και Ζ, που ο τελευταίος (Ζ) "δουλεύει" για τον ΣΤ. Ειδικότερα, ανέφερε ότι ο συγκατηγορούμενός του Χρήστος Ρήγας του είχε υποδείξει και το σχέδιο διαφυγής μετά την τέλεση του εγκλήματος και σαν αμοιβή του είχε υποσχεθεί το χρηματικό ποσό των 30.000,00 ευρώ, από τα οποία τα μισά είχε ήδη πάρει ο ίδιος (Ζ), ενώ τα άλλα μισά θα του τα έδινε μετά την δολοφονία. Κατόπιν τούτου ειδοποιήθηκε η αστυνομία, όπου στο πιο πάνω σημείο μετέβησαν αστυνομικοί του Τμήματος Ασφαλείας Ν. Σμύρνης και συνέλαβαν τον κατηγορούμενο Χ2, ενώ κατασχέθηκε το παραπάνω πιστόλι με οκτώ φυσίγγια. Σε έρευνα που επακολούθησε από την αστυνομία στο πιο πάνω αυτοκίνητο, που οδηγούσε, βρέθηκαν ένα γκλοπ, χρώματος κόκκινου, με μαύρη λαβή, ένας ελβετικός σουγιάς και ένα πτυσσόμενο γκλοπ, τα οποία, μαζί με το πιο πάνω αναφερόμενο πιστόλι, έφερε χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος απολογούμενος την 28-10-2007 στην Δ/νση Ασφαλείας Αττικής ισχυρίσθηκε εκτός των προαναφερομένων ότι καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου Ζ έκανε εισπράξεις επ' ονόματι του, "για παροχή προστασίας, από διάφορα καταστήματα και συγκεκριμένα από το "....." στην ....., το "....." στην οδό ....., το "....." στου .....,το "....." στη Λ. ....., και το ".....", στου ..... . Πριν από το Πάσχα του έτους 2007 μετέβη δύο φορές σε INTERNET CAFE στην πλατεία ..... και με την απειλή πιστολιού εξανάγκασε τον ιδιοκτήτη Η, γνωστό με το ψευδώνυμο ".....", να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 2.500,00 ευρώ, τα οποία έδωσε στον κατηγορούμενο Ζ. Την ίδια περίοδο πήγε στο κατάστημα με την επωνυμία "....." στην ..... και απείλησε με όπλο τον τραγουδιστή Θ, προκειμένου να του καταβάλει χρήματα για παροχή προστασίας, πλην όμως ούτος δεν ενέδωσε στον εκβιασμό. Το ίδιο χρονικό διάστημα απειλούσε αρχικά τηλεφωνικώς και εν συνεχεία δια ζώσης με την απειλή όπλου την Ι, που διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων "....." στην Λ. ....., ώστε να του δώσει το χρηματικό ποσό των 5.900,00 ευρώ, που χρωστούσε, από μία ακάλυπτη επιταγή που υποτίθεται ότι είχε κυκλοφορήσει απ'αυτή, πλην όμως δεν ενέδωσε στον εκβιασμό. Κατά το αυτό χρονικό διάστημα μετέβη στα καταστήματα με τις επωνυμίες "....." στους ....., "..... " στη ....., "....." στην πλατεία ..... και "....." στον ..... και με την απειλή βίας ζήτησε να καταβάλουν χρήματα για παροχή προστασίας, πλην όμως δεν ενέδωσαν στον εκβιασμό. Πριν από τα Χριστούγεννα του έτους 2006 εργάσθηκε, κατ' εντολή του συγκατηγορουμένου του Z, ως συνοδός σε έναν επιχειρηματία ονόματι K, αγνώστων λοιπόν στοιχείων, τον οποίο, ενώ συνόδευσε σε εργοστάσιο με δερμάτινα είδη στην περιοχή του ....., προκειμένου να εισπράξει με βία χρήματα, που όπως ισχυριζόταν του χρωστούσαν, πυροβόλησε άσκοπα τέσσερις φορές στον αέρα. Επίσης το καλοκαίρι του έτους 2007 στο ..... κατ' εντολή του ανωτέρω συγκατηγορουμένου του (Z), αφού έριξε βενζίνη στο αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του K, άναψε φωτιά και το έκαψε, επειδή ο πιο πάνω επιχειρηματίας σταμάτησε να τους χρησιμοποιεί για την προστασία του. Τέλος ο παραπάνω κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το πιο πάνω πιστόλι που έφερε μαζί του, το είχε προμηθευτεί δύο ή τρεις ημέρες πριν τη σύλληψή του από τον συγκατηγορούμενό του- αστυνομικό Χ1, έναντι του χρηματικού ποσού των 1.700,00 ευρώ, ενώ τα οκτώ φυσίγγια που βρέθηκαν στην κατοχή του τα προμηθεύτηκε από τον έτερο συγκατηγορούμενο του Z. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος ενώπιον της Ανακρίτριας του 22ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών ανακάλεσε την προανακριτική του κατάθεση σχετικά με τις πράξεις της εκβίασης επιχειρηματιών-ιδιοκτητών κέντρων διασκέδασης, της απόπειρας ανθρωποκτονίας, καθώς και ότι τις εν λόγω πράξεις τις τέλεσε κατόπιν εντολής των συγκατηγορουμένων του ΣΤ και Ζ, ισχυριζόμενος ότι η κατάθεση του αυτή αποτελούσε προϊόν απειλών και ξυλοδαρμού που υπέστη από τους "μπράβους" του Α, που κατόπιν υποδείξεως του ενέπλεξε τους προαναφερόμενους, και επιπλέον ήταν αποτέλεσμα της χρήσεως χαπιών "DEPAKIN", καθόσον πάσχει από επιληψία. Πράγματι, από την έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχίατρου-ψυχοθεραπευτή ..... προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχική νόσο και συγκεκριμένα από επιληψία εξαιτίας της οποίας έχει επηρεαστεί σημαντικά α) το να αντιληφθεί το άδικο της πράξης και β) το να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό. Εξ αυτού συνάγεται ότι κατά τον χρόνο τελέσεως των πράξεων δεν είχε αρθεί ολοκληρωτικά η μία από τις δύο προαναφερθείσες ικανότητες, ώστε να είναι ανίκανος για καταλογισμό και να τύχει εφαρμογής το άρθρο 34 του ΠΚ.
Από την κατάθεση όμως του μάρτυρος Η ενώπιον της ανωτέρω Ανακρίτριας προέκυψε ότι την 3-3-2007 και περί ώρα 1.30 π.μ. ο προαναφερόμενος κατηγορούμενος μετέβη στο κατάστημα, ιδιοκτησίας του, με την επωνυμία "ΗΗΗΗΗ", που βρίσκεται Η, και με την απειλή ενός πιστολιού και ενός πτυσσόμενου ελβετικού σουγιά, του είπε: "ποιοί στα παίρνουν; Από σήμερα θα σου τα παίρνω εγώ, και αφού βρίσκομαι σήμερα εδώ δώσε μου για ξεκίνημα ό,τι έχεις επάνω σου". Ο ανωτέρω μάρτυρας φοβούμενος, έβγαλε αμέσως και του έδωσε το χρηματικό ποσό των 1.000,00 ευρώ. Την 12-3-2007 και περί ώρα 12.30 μ.μ. μετέβη και πάλι στο ως άνω κατάστημα, όπου τον περίμενε και αφού έβαλε το πιστόλι στην πλάτη αυτού, του είπε "μπες στο μαγαζί, που είσαι τόσες μέρες που σε ψάχνω, σε παίρνω τηλέφωνο και δεν σε βρίσκω" και στην συνέχεια, αφού τον οδήγησε στο γραφείο του καταστήματος του έβαλε το πιστόλι στο στόμα λέγοντας του : "το κατάλαβες; Αυτή είναι η τελευταία σου στιγμή", ενώ άνοιξε το σακάκι αυτού και πήρε μόνος του το χρηματικό ποσό των 1.500,00 ευρώ. Επίσης κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2007 έως και την 1-9-2007 τηλεφωνικώς με την απειλή βίας, προς την μάρτυρα Ι, που διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων "....." στη Λ. ....., και δη με τις φράσεις "μωρή καριόλα θα πεθάνεις, μωρή πουτάνα πέρασα χθες το βράδυ,. και βρήκα το μούλο τον Πακιστανό αν δεν πάρω τα λεφτά μου εκεί θα γίνει η κηδεία σου, μέσα στο Matrix θα σε γαμήσω καριόλα, εγώ έχω κάνει φυλακή, έχω σκοτώσει άνθρωπο, δε φοβάμαι τίποτα, θέλω μόνο τα λεφτά μου", αλλά και δια ζώσης προς τον βραδινό υπάλληλο του πρατηρίου, δείχνοντας του όπλο, και απειλώντας με τις φράσεις: "θα τη γαμήσουμε, θα τη σκοτώσουμε πείτε της αν δεν πληρώσει αυτά που χρωστάει θα βάλουμε φωτιά στο βενζινάδικο και θα σας σκοτώσουμε όλους μαζί", ζητούσε το χρηματικό ποσό των 5.900,00 ευρώ, σχετικά με κάποια ακάλυπτη επιταγή, η οποία υποτίθεται ότι είχε κυκλοφορήσει από αυτήν. Όμως η πράξη του αυτή της εκβίασης κατ' εξακολούθηση δεν ετελέσθη ουχί οικεία βουλήσει, αλλά εξ εμποδίων εξωτερικών και συγκεκριμένα από το γεγονός ότι η μάρτυρας δεν ενέδωσε και δεν του κατέβαλε το προαναφερθέν χρηματικό ποσό. Η τέλεση των πιο πάνω -πράξεων από τον κατηγορούμενο δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, καθόσον τόσον η μάρτυρας Ι όσον και ο υπάλληλος του πρατηρίου της Λ στις από 7-11-2007 ένορκες καταθέσεις τους στην Ανακρίτρια Αθηνών αναφέρουν ότι ο δράστης, τον οποίο δεν γνωρίζουν, φορούσε πάντα "κασκέτο" στο κεφάλι και κυκλοφορούσε με ένα άσπρο τζιπ "VITARA", χωρίς αριθμούς κυκλοφορίας, πράγμα που ανταποκρίνεται σ'αυτόν (βλ. σχετικές καταθέσεις). Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα προκύψαντα περιστατικά στοιχειοθετούν κατ' ορθό της πράξεως χαρακτηρισμό και κατ' επιτρεπτή μεταβολή της αρχικής κατηγορίας όχι το έγκλημα της εκβίασης κατ' εξακολούθηση, για το οποίο κινήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία, αλλά το έγκλημα της απόπειρας (άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ) σε εκβίαση κατ'εξακολούθηση.
Ο κατηγορούμενος δε διαπράττει εκβιάσεις και απόπειρες εκβίασης κατ' επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι ενώ ο κατηγορούμενος ως προαναφέρθηκε με τις από 1-11-2007 και 7-11-2007 απολογίες του στην Ανακρίτρια του 22ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών ανακάλεσε την προανακριτική του κατάθεση, όσον αφορά το όπλο που βρέθηκε στην κατοχή του επανέλαβε ότι το είχε αγοράσει από τον συγκατηγορούμενό του-αστυνομικό Χ1, όχι για να προβεί στην εκτέλεση του Α, αλλά για προσωπική του χρήση καθόσον ασκείται στην σκοποβολή από το έτος 1996, πλην όμως δεν μπορούσε να αποκτήσει νόμιμα όπλο. Ο κατηγορούμενος Χ1 αρνείται φυσικά την αποδιδόμενη σ'αυτόν κατηγορία της παράβασης του άρθρου 15 παρ.1 του Ν. 2168/1993, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι σε βάρος του ενδείξεις στηρίζονται μόνο στις απολογίες του ανωτέρω κατηγορουμένου, που είναι πρόσωπο αναξιόπιστο, καθώς επίσης η προανακριτική απολογία αυτού συνιστά μεθόδευση των αξιωματικών της Ασφάλειας Αττικής, γιατί στο πρόσφατο παρελθόν είχε μηνύσει και είχε υποβάλει αναφορά σε βάρος του προϊσταμένου του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Μ, ισχυρισμός, ο οποίος είναι αστήρικτος και αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν δίδει καμία πειστική απάντηση, αλλά αντιπαρέρχεται σιωπηρά, πως είναι δυνατόν ενώ ο ίδιος ούτε καν γνωρίζει κατ' όψη τον συγκατηγορούμενό του, ούτος (Χ2) να γνωρίζει προσωπικά του στοιχεία και συγκεκριμένα ότι υπηρετεί στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίου Παντελεήμονα, ενώ παλιότερα υπηρετούσε στο Τμήμα Διαρρηκτών, οδηγούσε δίκυκλη μοτοσικλέτα, μάρκας "VARADER0" και του είχε δείξει φωτογραφία από το κινητό του, το πιστόλι να είναι δίπλα στο μωρό του.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για την αποδιδόμενη σ'αυτόν αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 2168/93 και στη συνέχεια, εν όψει των ενδείξεων αυτών παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί για την αποδιδόμενη σ'αυτόν ως άνω πράξη του.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον δεν αιτιολογείται ο σκοπός του αναιρεσείοντος να διαθέσει το πιστόλι μάρκας CRVEΝA ZASTAVA-Cal 7, 65 mm, Mod 70, με αριθμό στελέχους ..... και αριθμό κλείστρου ..... στο συγκατηγορούμενό του Χ2 για να διαπράξει αυτός κακούργημα και ειδικότερα στο αιτιολογικό δεν περιλαμβάνει κανένα πραγματικό περιστατικό σχετικά με το σκοπό αυτό, ενώ στο διατακτικό περιορίζεται στην τυπική αναγραφή των στοιχείων του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 2168/93. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή, ως και κατ'ουσίαν βασίμου του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήσσεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να αναιρεθεί ως προς τον αναιρεσείοντα μόνο το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα κρίση στο ίδιο ως άνω Συμβούλιο Εφετών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνει δεκτή η αριθμ. 110/4-6-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ....., οδ. ..... κατά του αριθμ. 878/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να αναιρεθεί μόνο ως προς αυτόν το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς την πράξη της παράβασης του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 2168/93, για την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, για νέα κρίση στο ίδιο ως άνω Συμβούλιο Εφετών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Αθήνα 4 Νοεμβρίου 2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001, όπως το πρώτο εδάφιο αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του Ν. 3251/2004, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ, κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα, ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως. Από την ως άνω διάταξη, σαφώς συνάγεται ότι, όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως γίνεται πάντοτε και δη αμετάκλητα από το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο προς τούτο, αποφαινόμενο με βούλευμά του, όχι μόνον όταν αυτό κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις που αφορούν την κατηγορία για το κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ, παραπέμποντας αμετακλήτως τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 313 ΚΠΔ, αλλά και όταν συντρέχει περίπτωση να μη γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη, για την οποία έγινε η ανάκριση, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1α και 310 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠΔ, είτε διότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι καθόλου σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είτε διότι το γεγονός που αφορά η κατηγορία δεν συνιστά αξιόποινη η πράξη ή υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν το άδικο ή τον καταλογισμό καθώς επίσης και όταν συντρέχει περίπτωση να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1β και 310 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Χ1 και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, Χ2, και άλλων 7 κατηγορουμένων, ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις: 1) συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, (άρθρο 187 παρ.1 του Π.Κ), επί πλέον δε, κατά μεν του αναιρεσείοντος και για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 2168/1993, και κατά του τελευταίου (Χ2), και για τις πράξεις: α) της απόπειρας ανθρωποκτονίας, β) του εμπρησμού από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, γ) της κακουργηματικής εκβίασης, δ) της παράνομης οπλοφορίας και ε) των άσκοπων πυροβολισμών. Στη συνέχεια διεξήχθη και ενεργήθηκε κυρία ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 2928/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 3 του Ν. 3451/2004, 128, 129 και 130 ΚΠΔ, εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του, Χ2, για να δικασθούν, ως υπαίτιοι των παρακάτω πράξεων και δη τον μεν αναιρεσείοντα για την πράξη της προμήθειας και εμπορίας όπλου με σκοπό τη διάθεσή του σε τρίτο για διάπραξη κακουργήματος, τον δε Χ2 για τις πράξεις της κακουργηματικής εκβίασης κατ' εξακολούθηση τελεσμένης και σε απόπειρα κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και για παράνομη οπλοφορία.(άρθρα 1,13 περ. στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 42 παρ.1, 94, 98, 385 παρ.1 περ. β του Π.Κ, και άρθρα 1 παρ.1, περ.α', δ', 2 περ. γ' και δ', 10 παρ.1, 13α και 15 του ν.2168/1993). Παράλληλα, το ίδιο Συμβούλιο Εφετών, αποφάνθηκε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος όλων των κατηγορουμένων, για την πράξη της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης. Με βάση τα αναπτυχθέντα στη μείζονα νομική σκέψη, το εκδοθέν και προσβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, είναι αμετάκλητο. Άρα, και, μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, ο οποίος (αναιρεσείων) εμφανίστηκε ενώπιον του Συμβουλίου τούτου που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου συνηγόρου του, και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, η κατ' αυτού (βουλεύματος) ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 110 από 4 Ιουνίου 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθ. 878/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ