Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Συναυτουργία, Νομιμοποίηση εσόδων, Εξακολουθούν έγκλημα, Κράτηση προσωρινή, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση τριών αιτήσεων αναίρεσης κατά βουλεύματος. Αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιους, που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και παράβαση των άρθρων 1 στοιχ. Α περ. ΙΙ, στοιχ. Β΄ και 2 παρ. 1 στοιχ. Α΄ Ν. 2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 2 και 3 Ν. 2434/2005 (νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες πράξεις). Απόρριψη αίτησης για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως. Δεν υπόκειται σε έφεση ή αναίρεση. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως, ως απαραδέκτου που του είχε επιβληθεί. Αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση. Δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 2 παρ. 1 του 7ου πρωτοκόλλου αυτής. Προϋποθέσεις. Αιτιάσεις - λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα, διότι ενώ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών συνεδρίασε την 4-5-2007 και 17-5-2007 στο βούλευμα φαίνεται ότι αποφασίστηκε την 16-5-2007, και ότι η Εισαγγελεύς, ενώ προτείνει την 3-4-2007, προτείνει να απορριφθεί η από 13-4-2007 αίτηση. Οφείλεται σε παραδρομή. Αιτιάσεις ότι ουδέν αναφέρει το βούλευμα σχετικά με την υποβληθείσα αίτηση για την άρση, άλλως αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και για την αίτηση περί άρσης κατάσχεσης ή αντικατάστασης μεσεγγυούχου. Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ως προς το σημείο της προσωρινής κρατήσεως δεν υπόκειτο σε έφεση αλλά το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ως προς το ίδιο σημείο δεν υπόκειται σε αναίρεση. Ο προσβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Ως προς την μη απόφανση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για την άρση της κατασχέσεως ή αλλαγή μεσεγγυούχου, δεν υποβλήθηκε σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως επί του οποίου θα αποφαινόταν το Συμβούλιο Εφετών. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 1433/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) χ1, 2) χ2 και ήδη κρατουμένων στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και 3) χ3 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως των υπ' αριθμ. 1841/2007 και 1842/2007 βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με τα ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτά, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση των βουλευμάτων τούτων, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Σεπτεμβρίου 2007, 3 Σεπτεμβρίου 2007 και 10 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2098/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 215/23.04.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 476 παρ. 1, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις ακόλουθες αιτήσεις αναιρέσεως.
α) Υπ'αρ. 702/10-9-2007 του χ3 κατά του υπ'αρ. 1841/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απερρίφθη αίτησή του για αντικατάσταση προσωρινής κρατήσεως που του επεβλήθη με το υπ'αρ. 6/2006 ένταλμα του 5ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών.
β) Υπ'αρ. 186/10-9-2007 (ενώπιον Γραμμ. Τμ. Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών του χ1, και
γ) Υπ'αρ. 177/30-9-2007 (ενώπιον του Γραμμ. Τμ. Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) του χ2 κατά του υπ'αρ. 1841/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα:
Ι) Με το υπ'αρ. 1625/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παρεπέμφθησαν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών οι: 1)χ1 2) χ2, 3) χ4 και 4) χ3 όπως δικασθούν για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού κατ'εξακολούθηση από υπαίτιους, που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) παραβάσεως των άρθρων 1 στοιχ. Α περ. ιι, στοιχ. Β' και 2 παρ. 1 στοιχ. Α' Ν. 2331/1995, όπως αντικ. με αρ. 2 και 3 Ν. 2434/2005.
ΙΙ) Κατά του ανωτέρω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι 1) χ1 και 2) χ2 άσκησαν εφέσεις οι οποίες απερρίφθησαν με το υπ'αρ. 1841/2007 (προσβαλλόμενο ήδη) βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙΙ) α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αρ. 1841/2007 βούλευμά του απέρριψε αίτηση του κατηγορουμένου χ3 (που δεν είχε ασκήσει έφεση) για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως που του είχε επιβληθεί με το υπ'αρ. 6/2006 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως που είχε εκδόσει κατ'αυτού ο ανακριτής του 5ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με το πρωτόδικο υπ'αρ. 1625/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διετηρήθη η προσωρινή κράτηση του χ3 (και της οποίας η εξακολούθηση διατάχθηκε με το υπ'αρ. 2948/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η δε παράτασή της - μέχρι 18μηνο - διετάχθη με το υπ'αρ. 882/2007 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου).
β) Ο χ3 την 27-6-2007, υπέβαλε εις τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών αίτηση για αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως (επιβληθείσας με το υπ'αρ. 6/2006 ένταλμα του 5ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικείου Αθηνών) και το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα εισαγγελική πρόταση (Συμβ. Α.Π. 1687/2002 Π.Χρ. ΝΓ/698, Συμβ. Α.Π. 336/2002 Π.Χρ. ΝΒ/978 απέρριψε την πιο πάνω αίτηση του χ3.
γ) Κατά του ανωτέρω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (1841/2007) ο χ3 υπέβαλε δι'εκθέσεως ασκήσεως (ενώπιον του Δ/ντή Δ. Φυλακής Κορυδαλλού) την 10-9-2007 την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως επικαλούμενος λόγο ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος διότι αυτό δεν αναφέρεται ειδικά και εμπεριστατωμένα στους λόγους της απορρίψεως αλλά αναφέρεται στην πρόταση του Εισαγγελέως χωρίς να παραθέτει κανένα επί πλέον λόγο ώστε να κατανοεί πλήρως την απόρριψή της αυτή. Το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη στον κατηγορούμενο την 31-8-2007 συνεπώς η αίτηση αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη (αρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) πλην όμως δεν είναι παραδεκτή (ανεξαρτήτως του ότι το Συμβούλιο Εφετών επιτρεπτώς αναφέρεται στην πλήρως και εμπεριστατωμένως, αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών) διότι το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται σε αναίρεση ως προς το κεφάλαιο αυτό σύμφωνα με το αρ. 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ. (Α.Π. 41/99 σε Συμβ. Π.Χρ. 1999/221, Α.Π. 954/2005 Π. Δ/σύνη 2005/1565) και συνεπώς η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του χ3 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα.
IV) Το προσβαλλόμενο με αναίρεση βούλευμα (1841/2007) από τους κατηγορουμένους 1) χ1 (αρ. έκθ. αναιρέσεως 186/10-9-2007) και 2) χ2 (αρ.εκθ. αναιρέσεως 177/3-9-2007) επεδόθη σ'αυτούς την 30-8-2007 οι αναιρέσεις ασκήθηκαν δια των πληρεξουσίων των δικηγόρων (Κ. Λαμπράκη και Στ. Μπακούση αντιστοίχως) ενώπιον του Γραμματέως του αρμοδίου Τμήματος του Εφετείου Αθηνών του μεν 1ου την 10-9-2007 ημέρα Δευτέρα του δε 2ου την 3-9-2007 και ως εκ τούτου είναι νομότυπες και εμπρόθεσμες (αρ. 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Είναι επίσης παραδεκτές διότι οι πράξεις για τις οποίες παραπέμπονται είναι κακουργήματα και αναφέρονται σαφείς λόγοι αναιρέσεως (αρ. 474 παρ. 2 ΚΠΔ).
V) α) Λόγος αναιρέσεως των β' και γ' αναιρεσειόντων (χ1 και χ2) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι το συμβούλιο Εφετών έχει μεν την δυνατότητα να παραπέμπει συμπληρωματικώς στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση δεν μπορεί όμως να μην αναφέρεται ειδικά και εμπεριστατωμένα στα πραγματικά περιστατικά και στις σκέψεις που το οδήγησαν στην κατ'ουσίαν απόρριψη της εφέσεως του εκκαλούντος διότι εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται της εκ του νόμου δευτέρου βαθμού κρίσεως η οποία έχει ανάγκη συγκεκριμένης αιτιολογίας για την αντιμετώπιση των παραπόνων του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής κρίσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος. Ουδεμία αιτιολογημένη αναφορά γίνεται για την απόρριψη των ισχυρισμών των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα για τον 1ο δεν υφίσταται αιτιολογημένη αναφορά για την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι δεν έχει σχέση με τις απαξιωτικές πράξεις όπως αυτές αποδίδονται σε βάρος του καθώς και αν πλαστογραφούσε τα συγκεκριμένα εντός της δικογραφίας έγγραφα και εν συνεχεία έκανε χρήση αυτών για λογαριασμό των αλλοδαπών που απευθύνονταν σ' εκείνον, ποιός λόγος υπήρχε να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να γίνει αντιληπτός από τον εκάστοτε δημόσιο υπάλληλο. Η μόνη αλήθεια είναι ότι ενεργούσε υπό το πρίσμα της νομιμότητας και η συνδρομή του συνίστατο απλώς και μόνο στο γεγονός ότι απευθυνόταν στις διάφορες υπηρεσίες ώστε να εξασφαλίσει απολύτως νόμιμα έγγραφα που απαιτούνταν ώστε ο αλλοδαπός εντολέας του, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις να αιτηθεί την έκδοση ή ανανέωση της άδειας παραμονής του.
Ειδικότερα ο 2ος υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι δεν ευσταθούν τα αναφερόμενα στο εκκαλούμενο βούλευμα σχετικά με τους ρόλους που είχαν διανείμει μεταξύ τους με σκοπό την δήθεν παράνομη δράση τους και συγκεκριμένα δεν διευκρινίζεται για ποιούς διακριτούς ρόλους και για ποιό συνολικό σχεδιασμό δράσης μπορεί να γίνει λόγος αφού η τρίτη εκ των κατηγορουμένων ήταν απλώς γνωστή του 2ου ενώ ο χ3 παντελώς άγνωστος.
Αμφότεροι οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι τόσο το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (1625/2007) όσο και του αντίστοιχου Εφετείου, (1841/2007) δεν επιλαμβάνονται σχετικά με τις υποβληθείσες αιτήσεις των αναιρεσειόντων για την άρση ή άλλως αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως που τους είχε επιβληθεί με τα υπ'αρ. 3 και 4/2006 εντάλματα του 5ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επί πλέον (ισχυρισμοί 2ου) το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν αναφέρεται ειδικά και εμπεριστατωμένα γιατί αν και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεδρίασε την 4/5/2007 και 17/5/2007 το εκκαλούμενο βούλευμα φαίνεται ότι αποφασίστηκε την 16/5/2007 ήτοι μία ημέρα πριν και την δεύτερη συνεδρίαση αυτού.
β) Απόλυτη ακυρότητα (αρ. 484 παρ. 1α, 171 παρ. 1 α ΚΠΔ) διότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεδρίασε την 4-5-2007 και 17-5-2007 και το υπ'αρ. 1625/2007 βούλευμα φαίνεται ότι απεφασίσθη την 16-5-2007 ήτοι μία ημέρα πριν την δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου.
Λόγος ακυρότητας προβαλλόμενος από τον 2ο.
Η Εισαγγελεύς Πρωτοδικών υπέβαλε την πρότασή της στο συμβούλιο την 3-4-07 στην οποία προτείνει ν'απορριφθεί η από 13-4-07 αίτηση άρσεως κατασχέσεως ή αντικαταστάσεως μεσεγγυούχου που κατετέθη την 13-4-07 δηλ. η εισαγγελεύς προέτεινε την απόρριψη και της ανωτέρω αιτήσεως η οποία κατετέθη την 13-4-07 δέκα ημέρες μετά την υποβολή της προτάσεως.
VI) Αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται ενώπιον Υμών (αρ. 309 § 2, 485 § 3 Κ.Π.Δ.) οι δια των αιτήσεων αναιρέσεως, αιτήσεις των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου, προκειμένου να υποστηρίξουν τις αναιρέσεις τους.
VII) α) η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το αρ. 484 § ιδ' Κ.Π.Δ. υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, ΑΠ 2090/2005). Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732).
β) Στο αρ. 171 § 1 Κ.Π.Δ. με τον τίτλο "απόλυτη ακυρότητα" ορίζονται ορισμένες γενικές κατηγορίες περιπτώσεων, στις οποίες επέρχεται τέτοια ακυρότητα. 'Ετσι, ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας, ακόμα και ενώπιον του Αρείου Πάγου επιφέρει 1) η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, β) την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στην επ'ακροατηρίου διαδικασία και τις πράξεις της προδικασίας, που ορίζονται από τον νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής διώξεως σε όσες περιπτώσεις την επιτάσσει υποχρεωτικά ο νόμος και δ) την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, σε όσες περιπτώσεις και με όποιες διατυπώσεις την επιτάσσει ο νόμος. Οι περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας αποτελούν γενικές ρήτρες, δηλ. πλαίσιο περιπτώσεων, η ακριβής ανεύρεση των οποίων προϋποθέτει αναζήτηση στις αντίστοιχες συγκεκριμένες διατάξεις, που μπορούν να θεωρηθούν ότι υπάγονται στις γενικές αυτές κατηγορίες περιπτώσεων. Η απόλυτη ακυρότητα αν αφορά πράξη της προδικασίας, μπορεί να προτείνεται, μέχρις ότου η παραπομπή στο ακροατήριο γίνει αμετάκλητη, ενώ αν αναφέρεται σε πράξη της επ'ακροατηρίου διαδικασίας λαμβάνεται υπόψη (είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από πρόταση) σε κάθε στάση της διαδικασίας και ενώπιον του Αρείου Πάγου η σχετική, όμως, ακυρότητα πρέπει να προταθεί, αν αφορά πράξη της προδικασίας μέχρι ότου περατωθεί η προδικασία (αρ. 173 σε συνδ. με αρ. 171 § α). Ως προδικασία εδώ νοείται το μέρος της ποινικής διαδικασίας που περιλαμβάνεται στο τρίτο βιβλίο του Κ.Π.Δ. του οποίου το τέλος καθορίζεται στα άρθρα 245 και 308, ενώ προκειμένου ειδικά για την περάτωση της προδικασίας με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ως τέτοιο βούλευμα νοείται το βούλευμα του συμβουλίου Εφετών αν ασκήθηκε έφεση, αλλά ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται να προταθεί η αντίστοιχη σχετική ακυρότητα (Α. Καρρά Ποιν. Δικον.Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 364, 365). VIII) α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η πλαστογραφία, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 α' Ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 Ν.2721/1999, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα του κακουργήματος και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν, ως άμεσο αποτέλεσμα της πράξεως του, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (άρθρο 5 Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη αντιστοιχία σε ευρώ) ή διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τελικώς ο σκοπός του οφέλους ή της βλάβης του τρίτου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περίπτ. στ' Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, χωρίς να απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες (ΑΠ 1658/2006, ΑΠ 1364/2006).
β) Κατά την παράγραφο του αρ. 98 παρ. 2 Π.Κ. "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό.
Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε".
γ) Κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. αν δύο ή περισσότερα άτομα τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός.
Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζονται ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (ΑΠ 474/2001 Π.Χρ. ΝΒ/53, Ολ. Α.Π. 50/90 Π.Χρ. Μ/949, Α.Π. 1141/2003 Π.Χρ. ΝΔ/353).
δ) Κατά την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 α' Ν.2331/95 (ως αντ. με αρ. 3 παρ. 1 Ν.3424/2005: "Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες". Εγκληματική δραστηριότητα για την εφαρμογή του ανωτέρω νόμου συνιστά μεταξύ των περιπτώσεων που ορίζει το αρ 1α περ. 11 και κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστον όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ.
Νομιμοποίηση εσόδων κατά το β' εδάφιο του αρ. 1 άνω νόμου συνιστά και η απόκτηση, κατοχή και χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες. Σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 2 § 1δ Ν.2331/95 (ως τροπ. και συνεπληρώθη από το αρ. 3 Ν.3424/2005). Η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Προϋπόθεση όμως της τιμωρίας του δράστη του προηγούμενου εγκλήματος, τόσο δηλαδή για το βασικό έγκλημα όσο και για την νομιμοποίηση εσόδου, είναι να συντρέχει και ένα επί πλέον αντικειμενικό στοιχείο, το να επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι η τέλεσή τους από τον ίδιον ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσεως. Δηλαδή, για να τιμωρηθεί κάποιος και για τα δύο εγκλήματα, δηλαδή τόσο για το βασικό όσο και για την (μεταγενέστερη) νομιμοποίηση, θα πρέπει να επιβεβαιώνεται ότι αυτή η εξελισσόμενη συμπεριφορά υπάκουε σε έναν συνολικό σχεδιασμό, δηλαδή σε μία δεδομένη και εκδηλωμένη εμπειρικά συμπεριφορά, που αναδεικνύει τα δύο εγκλήματα, ως προσχεδιασμένα και ενταγμένα σε έναν γενικότερο εγκληματικό σχεδιασμό. Το στοιχείο δηλαδή του συνολικού σχεδιασμού που πρέπει να συνδέει το βασικό έγκλημα και την νομιμοποίηση όταν θα πρόκειται για τον ίδιο δράστη, είναι νέο πρόσθετο, στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, το οποίο συνδέει την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα με την νομιμοποίηση, κατά τρόπον που να παράγει τελικά ένα προφανές (οιονεί) σύνθετο έγκλημα (Στ. Παύλου Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/348). Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος ο οποίος μπορεί να είναι κατ'αρχήν οιουδήποτε βαθμού, ειδικά όμως ως προς την προέλευση της περιουσίας απαιτείται ρητώς άμεσος δόλος. Ο δράστης θα πρέπει να είναι βέβαιος πως η περιουσία που νομιμοποιεί προέρχεται από συγκεκριμένη εγκληματική δράστη και ότι επομένως αυτός με τη συμπεριφορά του ενισχύει την δράση του οργανωμένου εγκλήματος. Στην περίπτωση που η προηγούμενη εγκληματική δράστη υπάγεται στην γενική κατηγορία των εγκλημάτων που απειλούνται με ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη των 6 μηνών, εφόσον με την τέλεσή τους έχει εξασφαλισθεί περιουσία τουλάχιστον 15000 ευρώ, ο άμεσος δόλος πρέπει να καλύπτει όχι μόνο την παράνομη προέλευση της περιουσίας αλλά επί πλέον και την αξία της νομιμοποιούμενης περιουσίας (Ε. Συμενωνίδου Καστανίδη Ποιν. Δικ/σύνη 2007 σελ. 606 επόμ. Συμβ. Α.Π. 570/2006 Π.Χρ. ΝΖ/317).
ΙΧ) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του εισαγγελέα εφετών διότι η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. ΑΠ 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π.2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732), από το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αλλά και από την προηγηθείσα αυτής αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα (αρ. 243 § 2 Κ.Π.Δ.) προανάκριση αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων και τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα αυτών εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2006 περιήλθε στην Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής (Τμήμα Συντονισμού και Επιχειρήσεων) ανώνυμη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία αλλοδαποί με μόνα στοιχεία "χ2", "χ1", "θ1" και "θ2", δρώντες από κοινού, προέβαιναν έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής, (3.500,00 ευρώ για έκαστο αλλοδαπό), σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, οι οποίοι είχαν εισέλθει και παρέμεναν χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις στην Ελληνική Επικράτεια. Οι παράνομες αυτές νομιμοποιήσεις ελάμβαναν χώρα με τη νόθευση από τους ανωτέρω των διαβατηρίων των αλλοδαπών και την θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VΙΖΑ) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της, 31-12-2004, εις τρόπον ώστε οι αλλοδαποί να εφοδιασθούν εν συνεχεία με άδεια διαμονής, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του νόμου 3386/2005, στο άρθρο 91 περ. 11α' του οποίου ορίζεται ότι: " Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της αρμόδιας Περιφέρειας χορηγείται άδεια διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών που διέμεναν στην Ελλάδα μέχρι 31-12-2004 και δεν συντρέχουν στο πρόσωπο τους λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Η απόδειξη της διαμονής τους γίνεται από τη σχετική θεώρηση εισόδου στη χώρα ή από τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου ή και από βεβαίωση ασφαλιστικού φορέα για την καταβολή ενσήμων". Ακολούθως τα νοθευμένα διαβατήρια, με τις προξενικές θεωρήσεις που είχαν τεθεί σε αυτά όχι από τις αρμόδιες Ελληνικές Προξενικές Αρχές των διαφόρων χωρών του εξωτερικού ή από τις προξενικές αρχές άλλων χωρών αλλά από τους ανωτέρω αλλοδαπούς "χ2", "χ1", "θ1" και "θ2", εν αγνοία και παρά τη θέληση των αρμοδίων υπαλλήλων των Προξενείων, υποβάλλονταν από τους πλαστογράφους, μαζί με άλλα δικαιολογητικά στις αρμόδιες υπηρεσίες (Δήμους-Περιφέρειες) και επί τη βάσει όλων αυτών χορηγούνταν άδειες διαμονής σε αλλοδαπούς οι οποίοι εστερούντο των νομίμων προϋποθέσεων. Οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, διακρίβωσαν αρχικά τα πλήρη στοιχεία καθώς και τη διεύθυνση κατοικίας των αλλοδαπών "χ2", "χ1" που ήσαν οι χ2 και χ1, (ως άνω αναφερόμενοι εκκαλούντες) και κατοικούσαν στην οδό ... αριθμ. .... στην Αθήνα. Αυτοί τέθηκαν υπό διακριτική παρακολούθηση και διαπιστώθηκε ότι κινούνταν πάντοτε μαζί και χρησιμοποιούσαν κατά τις μετακινήσεις τι 6ύο αυτοκίνητα οχήματα και δη τα .... και .... ΙΧΕ τα οποία ενάλλασσαν συνεχώς εντός του υπογείου γκαράζ "....." της πλατείας ...... Διαπιστώθηκε επίσης κατά την παρακολούθηση ότι οι ανωτέρω τις απογευματινές και βραδινές ώρες συναντούσαν πολλούς αλλοδαπούς στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών κυρίως στο κατάστημα καφετέρια "....", στην οδ. ... καθώς και στην πλατεία ... με τους οποίου είχαν δοσοληψίες με διαβατήρια και έγγραφα. Στην επί της οδοί .... αριθμ. .... οικία των, τους επισκεπτόταν κάθε βράδυ περί την 21.00' ώρα η συγκατηγορουμένη των χ4, αλλοδαπή υπήκοος Γεωργίας, κάτοικος .... (οδός ... αριθμ....). Η εν λόγω αλλοδαπή μετέβαινε και σε διαμέρισμα τρίτου ορόφου πολυκατοικίας της οδού .... αριθμ. ..... Σε σωματική έρευνα που διενεργήθηκε στους χ2 και χ1, στις 27-3-2006 από αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αλλοδαπών, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: Στην κατοχή του χ2 το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ1, νοθευμένο ως προς τις σφραγίδες εισόδου-εξόδου Μολδαβίας και Ουκρανίας και ως προς την ...... προξενική θεώρηση Ελληνικών Αρχών. Στην κατοχή του χ1 το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ2, και το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ3 με επικολλημένη την ..... θεώρηση προξενικής αρχής Γαλλίας καθώς και χρηματικό ποσό 7.990,00 ευρώ. Εντός δε του επί της οδού ... αριθμ. .... διαμερίσματος όπου διέμεναν βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επτά (7) ξύλινες σφραγίδες (σφραγίδα στρογγυλή του ΙΚΑ Κεραμεικού και σφραγίδες διαφόρων ιατρών) δεκαπέντε(15) διαβατήρια τα περισσότερα των οποίων ήσαν νοθευμένα ως προς τις θεωρήσεις εισόδου-εξόδου και τις προξενικές θεωρήσεις, επτά (7) πλαστές ιατρικές βεβαιώσεις φέρουσες σφραγίδες από τις ανωτέρω κατασχεθείσες, δύο ηλεκτρονικοί υπολογιστές (ο ένας φορητός), δεκαπέντε (15) βεβαιώσεις απογραφής άμεσα ασφαλισμένου, επτά (7) βιβλιάρια καταθέσεων και δηλώσεις ακινήτων σε Δ.Ο.Υ. Από τα κατασχεθέντα διαβατήρια το ..... διαβατήριο Γεωργίας με στοιχεία γ4 φέρει σε σελίδα του Γερμανική θεώρηση επί της οποίας υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Κήπων. Το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ5 φέρει σε σελίδα του Γαλλική θεώρηση με πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ6 στην πρώτη σελίδα φέρει νοθευμένη την ημερομηνία. Το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ7, φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ8 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. To ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ9 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ10 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το αυτό και τα ...., ......, ...... διαβατήρια Μολδαβίας(φέρουν σε σελίδες τους πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών). Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ11 φέρει σε σελίδα του Γερμανική θεώρηση πάνω στην οποία υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Ευζώνων. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ12, φέρει σε σελίδα του Γαλλική θεώρηση πάνω στην οποία υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ13 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Στο επί της οδού ..... αριθμ. .... διαμέρισμα τρίτου ορόφου, το οποίο επισκεπτόταν η αλλοδαπή χ4, διαπιστώθηκε ότι διατηρούσε γραφείο ο χ3, συγκατηγορούμενος των εκκαλούντων; ο οποίος κατείχε και λειτουργούσε εργαστήριο καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, αποτελούμενο από πλήρες σύστημα Η/Υ (κεντρική μονάδα, πληκτρολόγιο, οθόνη, ποντίκι, σκάνερ-εκτυπωτή, δεύτερο εκτυπωτή, γεωμετρικά όργανα, μηχανή πλαστικοποίησης, κοπτική μηχανή, κοπτικά εργαλεία, κόλλες, διαφάνειες, αριθμογραμματοσειρές, φωτογραφίες διαβατηρίων διαφόρων προσώπων, ψηφιακούς δίσκους οι οποίοι ανέγραφαν ενδεικτικά "δίπλωμα-βιβλιάρια υγείας", προγράμματα επεξεργασίας φωτογραφιών, μελάνια, βενζίνες). Στην κατοχή επίσης του εν λόγω χ3 βρέθηκαν και κατασχέθηκαν νοθευμένα διαβατήρια (......, ......., ....... διαβατήρια, Ουκρανίας), ασυμπλήρωτες ελληνικές θεωρήσεις εισόδου, πλήθοι ενσήμων προξενικής αρχής, πιστοποιητικά LOWER. Περαιτέρω από τις περιεχόμενες στην δικογραφία ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των αλλοδαπών ζ1, ζ3, ζ4, ζ5 προκύπτει ότι οι ως άνω αναφερόμενοι εκκαλούντες δρώντες από κοινού, προέβαιναν έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής, (3.200,00 ευρώ τουλάχιστον για έκαστο αλλοδαπό), σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, οι οποίοι είχαν εισέλθει και παρέμεναν χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις στην Ελληνική Επικράτεια. Οι παράνομες αυτές νομιμοποιήσεις ελάμβαναν χώρα με τη νόθευση από τους ανωτέρω των διαβατηρίων των αλλοδαπών και τη\ θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VIΖΑ) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της 31-32-2004, σύμφωνο με τα προεκτεθέντα. Εξ άλλου οι καθημερινές επισκέψεις στην οικία των της συγκατηγορουμένης των χ4 καθώς και η εν συνεχεία μετάβαση αυτής στο επί της οδού .... αριθμ. .... γραφείο του χ3, η δε ανεύρεση και κατάσχεση των ως άνω αναφερομένων κινητών πραγμάτων εις χείρας και στην οικία των εκκαλούντων αλλά και στο γραφείο του χ3, καταδεικνύουν ότι οι εκκαλούντες και οι συγκατηγορούμενοί των δρώντες από κοινού προέβαιναν στην νόθευση των διαβατηρίων των αλλοδαπών προκειμένου να επιτυγχάνουν εν συνεχεία με τη συγκέντρωση και άλλων δικαιολογητικών την έκδοση αδειών διαμονής. Από δε την ένορκη μαρτυρική κατάθεση της υπαλλήλου του ΙΚΑ Κεραμεικού ζ2, προκύπτει ότι ο εκκαλών χ1 μετέβαινε, συχνά κατά το προ της συλλήψεως του χρονικό διάστημα και δη αφ' ότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 3386/2005(23-8-2005) στο ΙΚΑ Κεραμεικού κομίζοντας δικαιολογητικά αλλοδαπών τα διαβατήρια των οποίων από κοινού δρων με τους συγκατηγορουμένους του είχε προηγουμένως νοθεύσει, προκειμένου να επιτυγχάνει την έκδοση αριθμών μητρώου ως και αποφάσεων για εξαγορά χρόνου ασφάλισης. Ένόψει των περιστατικών και δεδομένων αυτών φρονώ ότι προκύπτουν κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται.
Ev προκειμένω οι εκκαλούντες προέβαιναν εξακολουθητικά στη νόθευση των διαβατηρίων προκειμένου να πορίζονται σημαντικό εισόδημα, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ, εφόσον από τα κατασχεθέντα εις χείρας των και στην οικία των ως άνω αναφερόμενα διαβατήρια, τα οποία ήσαν πρόσφορα και προορισμένα να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη νομιμοποίηση αλλοδαπών, απεκόμισαν σημαντικό χρηματικό εισόδημα που υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ, αφού για κάθε περίπτωση νοθεύσεως απαιτούσαν και εισέπρατταν χρηματικό ποσό τουλάχιστον 3.200,00 ευρώ. οι δε περιπτώσεις νοθεύσεως που παρατίθενται ανωτέρω, υπερβαίνουν τις πέντε(5). Οι εκκαλούντες στα απολογητικά τους υπομνήματα και στις εκθέσεις εφέσεως των αρνούνται ότι τέλεσαν την ως άνω αξιόποινο της πλαστογραφίας που τους αποδίδεται και ισχυρίζονται ότι η πράξη αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έλαβε πράγματι χώρα, φέρει τον χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρ. 217 ΠΚ) και όχι της πλαστογραφίας του άρθρου 216παρ.1 ΠΚ. Ειδικότερα ο εκκαλών χ2 διατείνεται ότι δεν διέμενε στο ίδιο διαμέρισμα με τον συγκατηγορούμενό του χ1, στην πολυκατοικία της οδού .... αριθμ. ..., αλλά σε άλλο διαμέρισμα της πολυκατοικίας αυτής, ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την υποτιθέμενη αξιόποινη δράση του συγκατηγορουμένου του και ότι στην διενεργηθείσα στο δικό του διαμέρισμα κατ' οίκον έρευνα, δεν βρέθηκε τίποτε. Ο ισχυρισμός αυτός του εν λόγω εκκαλούντος είναι αβάσιμος. Δεν διέμενε σε δικό του διαμέρισμα αλλά διέμενε μαζί με τον χ1 (βλ. προανακριτική του απολογία). Στην δικογραφία δεν υπάρχει έκθεση κατ' οίκον ερεύνης που να αφορά δικό του διαμέρισμα. Εξ άλλου η πράξη της πλαστογραφίας για την οποία διώκονται δεν φέρει τον χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών διότι ο σκοπός των εκκαλούντων, με τη νόθευση των παραπάνω εγγράφων, δεν συνίστατο στην απλώς στην διευκόλυνση της αμέσου συντηρήσεως/ της κινήσεως ή της κοινωνικής προόδου αυτών των ιδίων ή άλλων, αλλά στον πορισμό εισοδήματος με την καταστρατήγηση των διατάξεων του Ν. 3386/2005 και την συνεπεία; της καταστρατηγήσεως αυτής εκδόσεως αδειών διαμονής υπέρ αλλοδαπών προσώπων που δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις, κατά σαφή περιφρόνηση των αρχών της Ελληνικής εννόμου τάξεως και της μεταναστευτικής πολιτικής της Χώρας. Όταν δε η πλαστογράφηση τελείται για άλλο σκοπό, εκτός από τον αναφερόμενο στο άρθρο 217 ΠΚ, στοιχειοθετείται το βασικό έγκλημα της πλαστογραφίας του άρθρου 216 ΠΚ, έστω και αν το υλικό αντικείμενο της πράξης(της κατάρτισης ή της νόθευσης) είναι έγγραφο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 217 ΠΚ (Μυλωνόπουλος Ποινικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος σελ. 139. ΑΠ 2090/2005 ΠΧ ΝΣΤ/544, 633/2002 ΠΧ ΝΓ/53). Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 2παρ.Ιά του Ν. 2331/1995 όπως αντικ. και συμπλ. από το άρθρο 3 του Ν. 3424/2005 "με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες". Εγκληματική δραστηριότητα για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2331/1995 συνιστά μεταξύ των άλλων και κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεση της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ (άρθρ. 1 άπερ. ii του Ν. 2331/1995 όπως τροπ. και συμπλ. με το άρθρο 2 του Ν. 3424/1005). Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες συνιστά και η απόκτηση, κατοχή και χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες (άρθρ. 1 περ. β του Ν. 2331/1995 όπως τροπ. και συμπλ. με το άρθρο 2 του Ν. 3424/1005). Η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρ. 2 παρ.1δ του Ν. 2331/1995 όπως αντικ. και συμπλ. από το άρθρο 3 του Ν. 3424/2005).
Εν προκειμένω από την εγκληματική δραστηριότητα τους οι εκκαλούντες απέκτησαν εν γνώσει τους χρηματικά, ποσά τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000,00 ευρώ αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα για κάθε περίπτωση νοθεύσεως απαιτούσαν και εισέπρατταν χρηματικό ποσό τουλάχιστον 3.200,00 ευρώ, οι δε (περιπτώσεις νοθεύσεως που παρατίθενται ανωτέρω, υπερβαίνουν τις πέντε (5). Το γεγονός της απόκτησης σημαντικών χρηματικών ποσών προκύπτει και από την κατάσχεση εις χείρας δε του χ1 χρηματικού ποσού 7.990,00 ευρώ. Υπό τα δεδομένα αυτά φρονώ ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα έκρινε ότι προκύπτουν κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για τις πράξεις αυτές. Οι ασκηθείσες εφέσεις κατά του βουλεύματος αυτού πρέπει να απορριφθούν στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του". Χ) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος 1625/2007 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και κυρία ανάκριση και συγκροτούν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές υποστάσεις των εγκλημάτων (13στ, 45, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1+3β, ΠΚ παρ. αρ. 1 στ. Α περ. ιι στοιχ. β' και 2 παρ. 1 στοιχ. Α Ν. 2331/95 ως αντικ. με αρ. 2και 3 Ν. 2434/2005) για τα οποία παραπέμπονται, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε εκ πλαγίου.
XI) Ειδικότερα: α) Με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα εισαγγελική πρόταση (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/698, Συμβ. Α.Π. 336/2002 Π.Χρ. ΝΒ/978) κρισιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει κατ'είδος (Συμβ. ΑΠ 107/98 Π.Χρ. 1998/757) με ειδικές και εκτενείς σκέψεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ιστορεί αναλυτικά τις πληροφορίες που είχαν περιέλθει στις αστυνομικές αρχές, πως έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής (3.500 ευρώ) προέβαιναν σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών με την νόθευση των διαβατηρίων των αλλοδαπών και την θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VISA) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της 31-12-2004 εις τρόπον ώστε οι αλλοδαποί να εφοδιασθούν στην συνέχεια με άδεια διαμονής σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του αρ. 99 παρ. 11α Ν. 3386/2005, στην συνέχεια τα νοθευμένα αυτά διαβατήρια, με θεωρήσεις που δεν είχαν τεθεί σ'αυτά από τις αρμόδιες Ελληνικές Προξενικές Αρχές των διαφόρων χωρών του εξωτερικού αλλά από τους αναιρεσείοντες και λοιπούς συγκατηγορουμένους, εν αγνοία και παρά την θέληση των αρμοδίων υπαλλήλων των Προξενείων, υποβάλλονταν από αυτούς (πλαστογράφους) μαζί με άλλα δικαιολογητικά στις αρμόδιες υπηρεσίες (Δήμους-Περιφέρειες) και εχορηγούντο στους αλλοδαπούς άδειες διαμονής ενώ εστερούντο νομίμων προϋποθέσεων. Αναφέρει διεξοδικά τί διεπίστωσαν οι αστυνομικοί από την παρακολούθηση και τις έρευνες που πραγματοποίησαν, τα κατασχεθέντα νοθευμένα διαβατήρια σε τί συνίστατο η νόθευση αυτών, τα μέσα που χρησιμοποιούσαν (σφραγίδες, Η/Υ κλπ) για την παράνομη δραστηριότητά τους, το χρηματικό ποσό που απαιτούσαν από έκαστο αλλοδαπό για την παράνομη νομιμοποίηση. Παραθέτει τις οικείες ποινικές διατάξεις με ανάπτυξη και παράθεση νομολογίας, επισημαίνει την κατ'εξακολούθηση νόθευση των διαβατηρίων προκειμένου να πορίζονται σημαντικό εισόδημα που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, αφού για κάθε περίπτωση νοθεύσεως εισέπρατταν 3.200,00 ευρώ, οι δε περιπτώσεις που παρατίθενται υπερβαίνουν τις πέντε (5). Επίσης αντικρούονται οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων που αναπτύσσονται στα απολογητικά τους υπομνήματα και στις εκθέσεις εφέσεως και ορθώς έκρινε ότι δεν υφίστατο παράβαση του αρ. 217 ΠΚ (ΑΠ 1256/85 Π.Χρ. ΛΣΤ/254) αφού η πλαστογραφία έγινε για σκοπό δικού τους πλουτισμού και αφορούσαν άλλα άτομα (ΑΠ 1941/2002 Π.Δ/σύνη 2003/450) δηλαδή για σκοπό εκτός του διαλαμβανομένου στο αρ. 217 ΠΚ. Προς επίρρωση των σκέψεων γίνεται αναφορά στην κατάθεση μάρτυρος υπαλλήλου του ΙΚΑ Κεραμεικού (ζ2) από την οποία προκύπτει ότι ο χ1 μετέβαινε συχνά κατά το προ της συλλήψεώς του χρονικό διάστημα και δη αφ'ότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 3386/2005 στο ΙΚΑ Κεραμεικού κομίζοντας δικαιολογητικά αλλοδαπών, τα διαβατήρια των οποίων είχαν προηγουμένως νοθεύσει. Επίσης ορθώς και αιτιολογημένα έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν την εκ μέρους των αναιρεσειόντων τέλεση του εγκλήματος πράξεως νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
β) Περαιτέρω ως προς τον ισχυρισμό (σελ. 4 αιτήσεων αναιρέσεως) ότι κατά το στάδιο της εφέσεως οι αναιρεσείοντες αφού έλαβαν γνώση την 20-7-2007 της υπ'αρ. 1640 προτάσεως του Εισαγγελέως προς το δευτεροβάθμιο συμβούλιο και εν συνεχεία την 30-7-2007 υπέβαλαν υπόμνημα προς το συμβούλιο Εφετών Αθηνών το οποίο ουδόλως ελήφθη υπόψη ώστε να επιτευχθεί η επαναξιολόγηση και ορθότερη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ουδεμία ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παρατίθεται για τους λόγους που οδήγησαν το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στην έστω σιγή απόρριψη όλων των επικαλουμένων ισχυρισμών στο ως άνω αναφερόμενο υπόμνημα των κατηγορουμένων προς επίρρωση της αληθείας και δεν παρατίθεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη όλων των επικαλουμένων ισχυρισμών στο ως άνω αναφερόμενο υπόμνημα του κατηγορουμένου προς επίρρωση της αληθείας και ειδικότερα δεν υφίσταται αιτιολογία ως προς τους διακριτούς λόγους και για ποιό συνολικό σχεδιασμό δράσεως μπορεί να γίνει λόγος.
Το Συμβούλιο ορθώς απέρριψε σιγή τους ισχυρισμούς του υπομνήματος καθ'όσον οι ισχυρισμοί αυτοί (ως προκύπτει από επιτρεπτή επισκόπηση) εκαλύπτοντο από τα απολογητικά υπομνήματα τα λοιπά έγγραφα αλλά και τις εκθέσεις εφέσεως, τα οποία εξετίμησε η ενσωματωθείσα εις το βούλευμα εισαγγελική πρόταση και περαιτέρω δεν απαιτείτο όπως εξειδικεύονται εις το προσβαλλόμενο βούλευμα και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (ΑΠ 474/2001 Π.Χρ. ΝΒ/53, Ολ. Α.Π. 50/90 Π.Χρ. Μ/949, ΑΠ 1141/2003 Π.Χρ. ΝΔ/353).
γ) Ως προς την επικαλουμένη ακυρότητα διότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεδρίασε την 4-5-2007 και 17-5-2007 το υπ'αρ. 1625/2007 παραπεμπτικό βούλευμα φαίνεται ότι αποφασίστηκε την 16-5-2007, ήτοι μία ημέρα πριν την δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου και επί πλέον η Εισαγγελεύς Πρωτοδικών Αθηνών προέτεινε επί της παραπομπής την 3-4-2007 και ταυτόχρονα την αυτή ημερομηνία προτείνει να απορριφθεί η από 13-4-2007 αίτηση άρσεως σχέσεως της κατασχέσεως ή αντικαταστάσεως μεσεγγυούχου, δηλαδή την 3-4-2007 προέτεινε όπως απορριφθεί αίτηση άρσεως κατασχέσεως του αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του χ2, παρατηρούμε ότι δεν υφίσταται λόγος ακυρότητας κατ'αρ. 171 παρ. 1δ ΚΠΔ καθ'όσον από επιτρεπτή επισκόπηση της σχετικής εισαγγελικής προτάσεως αλλά και του βουλεύματος, προκύπτει ότι η διαφορά των ημερομηνιών οφείλεται σε προφανή παραδρομή, το βέβαιον είναι ότι υπεβλήθη πρόταση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών τόσο επί της ουσίας όσον και επί της αιτήσεως περί άρσεως κατασχέσεως ή αλλαγής μεσεγγυούχου και προσωρινής κρατήσεως, ως επίσης είναι βέβαιον ότι η συζήτηση της υποθέσεως έλαβε χώρα από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών την 4η Μαΐου 2007 (η υποβολή της προτάσεως έλαβε χώρα τον Απρίλιο 2007). Κατά την συζήτηση της 4-5-2007 η Εισαγγελεύς ανέπτυξε την πρότασή της και απεχώρησε, χωρίς ν'αποφανθεί το συμβούλιο. Την 17-5-2007 συνεδρίασε το συμβούλιο εκ νέου με την αυτή σύνθεση προκειμένου ν'αποφανθεί επί της υπ'αρ. ΕΓ/96-07/9714 συμπληρωματικής εγγράφου προτάσεως της Εισαγγελέως για την διατήρηση της προσωρινής των αναιρεσειόντων δυνάμει του υπ'αρ. 882/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Εις το φύλλο 22α του 1625/2007 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αναφέρεται ότι το βούλευμα απεφασίσθη στην Αθήνα την 16-5-2007 ενώ εις το φύλλο 13α αναφέρεται ότι το Συμβούλιο συνεδρίασε την 17-5-2007. Τούτο ως συνάγεται οφείλεται σε προφανή παραδρομή και ουδεμία ασκεί επιρροή επί της εγκυρότητας του βουλεύματος αφού είναι βέβαιον ότι υπεβλήθησαν εισαγγελικές προτάσεις και επηκολούθησαν συνεδριάσεις και λήψεις αποφάσεων επ'αυτών, το δε βούλευμα εκδόθηκε μεταγενέστερα την 30-3-2007 ότε άρχισε η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων (αρ. 306 ΚΠΔ, ΑΠ 1411/2004).
Κατά συνέπεια ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος.
δ) Επί του ισχυρισμού ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν απεφάνθη ειδικά και εμπεριστατωμένα στις από 15-5-07 αιτήσεις των αναιρεσειόντων για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως αυτών το οποίο επικαλούνται εις τους λόγους εφέσεως (δείτε σελ. 11 εφέσεως του χ1 και σελ. 7-8 εφέσεως του χ2). Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς τις αιτήσεις αποφανθέν αιτιολογημένως για την διατήρηση της προσωρινής κρατήσεως των κατηγορουμένων. Όμως το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ως προς το σημείο της προσωρινής κρατήσεως δεν υπόκειτο σε έφεση (αρ. 478 ΚΠΔ) αλλά και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών πάλι ως προς το ίδιο ακριβώς σημείο δεν υπόκειται σε αναίρεση κατ'άρ. 482 παρ. 2 ΚΠΔ (Α.Π. 41/99 Π.Χρ. 1999/221, Α.Π. 954/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1565 και οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι γι'αυτό απαράδεκτες.
ε) Ως προς τον ισχυρισμό ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέλειψε να αποφανθεί επί του προβληθέντος λόγου εφέσεως ως προς την μη απόφανση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το παραπεμπτικό βούλευμα για την άρση της κατασχέσεως ή αλλαγή μεσεγγυούχου του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου χ2 (αρ. .......ΙΧΕ).
Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος για τους ακολούθους λόγους:
Από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός απερρίφθη σιγή τόσο από το πρωτόδικο βούλευμα όσο και από το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, όμως δεν συνάπτεται με την αρτιότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, είναι παρεμπίπτον αίτημα και μπορεί ο κατηγορούμενος να το επαναφέρει ανά πάσα στιγμή στο ακροατήριο. Επειδή το βούλευμα είναι παραπεμπτικό εννοείται ότι το σχετικό αίτημα θα κριθεί από το δικαστήριο.
Περαιτέρω (και κυρίως) όμως εις το εφετήριο το αίτημα για την άρση της κατασχέσεως του αυτοκινήτου ή την αλλαγή μεσεγγυούχου δεν διατυπώνεται σαφώς και ωρισμένως (αρ. 474 παρ. 2 ΚΠΔ) αφού:
α) δεν εξηγεί για ποιούς ακριβώς λόγους εζητείτο η άρση της κατασχέσεως,β) ούτε εμνημονεύετο σε ποιόν μεσεγγυούχο θα μπορούσε να δοθεί, ώστε να ήταν εφικτός ο έλεγχος της αξιοπιστίας του περί φυλάξεως του αυτοκινήτου και σε περίπτωση διατάξεως της δημεύσεως να είναι αυτή εφικτή.
Συνεπώς λόγω του απαραδέκτου του προβληθέντος εις το εφετήριο σχετικού λόγου, ορθώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε σιγή τον λόγο αυτό.
Κατ'ακολουθία των ανωτέρω θα πρέπει οι αιτήσεις αναιρέσεως των 2ου και 3ου των αναιρεσειόντων να απορριφθούν κατ'ουσίαν και επιβληθούν εις βάρος τους τα δικαστικά έξοδα.
στ) Τέλος δεν συντρέχει λόγος αυτοπροσώπου εμφανίσεως των 2ου και 3ου των αναιρεσειόντων ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου καθόσον αυτοί με τα υπομνήματα, τις εφέσεις και τις εκθέσεις αναιρέσεως αναπτύσσουν με πληρότητα και επάρκεια τους όλους ισχυρισμούς τους.
Χ
ΙΙΙ)
Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω---------------------------
α) Να απορριφθεί το αίτημα του 2ου και 3ου των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου.
β) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αρ. 702/10-9-07 αίτηση αναιρέσεως (ασκηθείσα ενώπιον του Δ/ντή Φυλακών Κορυδαλλού) αναίρεση του χ3, κατά του υπ'αρ. 1842/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
γ) Να απορριφθούν οι υπ'αρ. 186/10-9-2007 και 177/3-9-2007 εφέσεις (ασκηθείσες ενώπιον του Γραμμ. Τμ. Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) αντιστοίχως των χ1 και 2) χ2, κατά του υπ'αρ. 1841/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών
δ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των ανωτέρω (α, β) αναιρεσειόντων.
Αθήνα 23-4-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του τρίτου αναιρεσείοντος (χ3).
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το 1625/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παρεπέμφθησαν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών οι: 1)χ1, 2) χ2, 3) χ4 και 4) χ3 όπως δικασθούν για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού κατ'εξακολούθηση από υπαίτιους, που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) παράβαση των άρθρων 1 στοιχ. Α περ. ιι, στοιχ. Β' και 2 παρ. 1 στοιχ. Α' Ν. 2331/1995, όπως αντικ. με αρ. 2 και 3 Ν. 2434/2005. Κατά του ανωτέρω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι 1) χ1 και 2) χ2 άσκησαν εφέσεις οι οποίες απερρίφθησαν με το προσβαλλόμενο 1841/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ενώ με το 1842/2007 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου απορρίφθηκε αίτηση του κατηγορουμένου χ3 για αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως που του είχε επιβληθεί. Κατά του πρώτου βουλεύματος ασκήθηκαν εμπροθέσμως και από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, οι κρινόμενες 1) 186/10-9-2007 και 2) 177/3-9-2007 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων 1)χ1, και 2) χ2, ενώ κατά του δεύτερου βουλεύματος ασκήθηκε εμπροθέσμως η 702/10-9-2007 (197/18-9-2007) αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου χ3. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 εδ. α' του ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 3160/2003, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και β) όταν παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 286 και 291 του ΚΠΔ, που προβλέπουν τη δυνατότητα της άρσης ή της αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και της αντικατάστασής της μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, προκύπτει ότι δεν υπόκειται σε αναίρεση το παρεμπίπτον βούλευμα, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου, του οποίου έχει διαταχθεί προσωρινή κράτηση, για αντικατάσταση αυτής με περιοριστικούς όρους. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται τέτοιο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων χ3 την 27-6-2007 υπέβαλε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών αίτηση για αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως που του είχε επιβληθεί με το 6/2006 ένταλμα του 5ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικείου Αθηνών και το Συμβούλιο Εφετών με το 1842/2007 βούλευμά του και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα εισαγγελική πρόταση, απέρριψε την πιο πάνω αίτηση. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο χ3 υπέβαλε την από 10-9-2007 υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως επικαλούμενος λόγο ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, διότι αυτό δεν αναφέρεται ειδικά και εμπεριστατωμένα στους λόγους της απορρίψεως αλλά αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρότασή του. Σύμφωνα όμως με όσα αναπτύσσονται πιο πάνω (και ανεξαρτήτως του ότι το Συμβούλιο Εφετών επιτρεπτώς αναφέρεται στην πλήρως αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών), το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται στο ένδικο αυτό μέσο. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του χ3 και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΙΙΙ. Το προβαλλόμενο από τους πρώτο και δεύτερο από τους αναιρεσείοντες αίτημα, με τις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις τους, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτών ενώπιον του Συμβουλίου, "προς υποστήριξη των αναιρέσεών τους", όπως σε αυτές αναφέρουν, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, εκθέτουν με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδουν στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις τους και οι ισχυρισμοί τους αναπτύσσονται επαρκώς σε αυτές.
ΙV. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τέλεσης του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 α' Ν. 2331/95 ''για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες'', όπως αντ. με αρ. 3 παρ. 1 Ν. 3424/2005, με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Εγκληματική δραστηριότητα, για την εφαρμογή του ανωτέρω νόμου, συνιστά μεταξύ των περιπτώσεων που ορίζει το αρ. 1α περ. ιι και κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστον όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Νομιμοποίηση εσόδων κατά το β' εδάφιο του αρ. 1 άνω νόμου συνιστά και η απόκτηση, κατοχή και χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες. Με τον όρο ''περιουσία'', κατά το γ' εδάφιο του ίδιου άρθρου, νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα δε με την διάταξη του αρ. 2 § 1δ Ν. 2331/95 (όπως τροποποιήθηκε και συνεπληρώθηκε από το αρ. 3 Ν. 3424/2005), η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Προϋπόθεση όμως της τιμωρίας του δράστη του προηγούμενου εγκλήματος, τόσο δηλαδή για το βασικό έγκλημα όσο και για την νομιμοποίηση εσόδου, είναι να συντρέχει και ένα επί πλέον αντικειμενικό στοιχείο, το να επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι η τέλεσή τους από τον ίδιον ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, ειδικά όμως, ως προς την προέλευση της περιουσίας, απαιτείται ρητώς άμεσος δόλος και περαιτέρω σκοπός κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτή. Επίσης, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρία πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. V. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2006 περιήλθε στην Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής (Τμήμα Συντονισμού και Επιχειρήσεων) ανώνυμη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία αλλοδαποί με μόνα στοιχεία "χ2", "χ1", "θ1" και "θ2", δρώντες από κοινού, προέβαιναν έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής, (3.500, 00 ευρώ για έκαστο αλλοδαπό), σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, οι οποίοι είχαν εισέλθει και παρέμεναν χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις στην Ελληνική Επικράτεια. Οι παράνομες αυτές νομιμοποιήσεις ελάμβαναν χώρα με τη νόθευση από τους ανωτέρω των διαβατηρίων των αλλοδαπών και την θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VΙΖΑ) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της, 31-12-2004, εις τρόπον ώστε οι αλλοδαποί να εφοδιασθούν εν συνεχεία με άδεια διαμονής, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του νόμου 3386/2005, στο άρθρο 91 περ. 11α' του οποίου ορίζεται ότι: "Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της αρμόδιας Περιφέρειας χορηγείται άδεια διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών που διέμεναν στην Ελλάδα μέχρι 31-12-2004 και δεν συντρέχουν στο πρόσωπο τους λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Η απόδειξη της διαμονής τους γίνεται από τη σχετική θεώρηση εισόδου στη χώρα ή από τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου ή και από βεβαίωση ασφαλιστικού φορέα για την καταβολή ενσήμων". Ακολούθως τα νοθευμένα διαβατήρια, με τις προξενικές θεωρήσεις που είχαν τεθεί σε αυτά όχι από τις αρμόδιες Ελληνικές Προξενικές Αρχές των διαφόρων χωρών του εξωτερικού ή από τις προξενικές αρχές άλλων χωρών αλλά από τους ανωτέρω αλλοδαπούς "χ2", "χ1", "θ1" και "θ2", εν αγνοία και παρά τη θέληση των αρμοδίων υπαλλήλων των Προξενείων, υποβάλλονταν από τους πλαστογράφους, μαζί με άλλα δικαιολογητικά στις αρμόδιες υπηρεσίες (Δήμους-Περιφέρειες) και επί τη βάσει όλων αυτών χορηγούνταν άδειες διαμονής σε αλλοδαπούς οι οποίοι εστερούντο των νομίμων προϋποθέσεων. Οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, διακρίβωσαν αρχικά τα πλήρη στοιχεία καθώς και τη διεύθυνση κατοικίας των αλλοδαπών "χ2", "χ1" που ήσαν οι χ2 και χ1, (ως άνω αναφερόμενοι εκκαλούντες) και κατοικούσαν στην οδό .... αριθμ. .... στην Αθήνα. Αυτοί τέθηκαν υπό διακριτική παρακολούθηση και διαπιστώθηκε ότι κινούνταν πάντοτε μαζί και χρησιμοποιούσαν κατά τις μετακινήσεις των δύο αυτοκίνητα οχήματα και δη τα .... και ..... ΙΧΕ τα οποία ενάλλασσαν συνεχώς εντός του υπογείου γκαράζ "......" της πλατείας Αιγύπτου. Διαπιστώθηκε επίσης κατά την παρακολούθηση ότι οι ανωτέρω τις απογευματινές και βραδινές ώρες συναντούσαν πολλούς αλλοδαπούς στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών κυρίως στο κατάστημα καφετέρια ".....", στην οδ. .... καθώς και στην πλατεία ..... με τους οποίου είχαν δοσοληψίες με διαβατήρια και έγγραφα. Στην επί της οδού ...... αριθμ. .... οικία των, τους επισκεπτόταν κάθε βράδυ περί την 21.00' ώρα η συγκατηγορουμένη των χ4, αλλοδαπή υπήκοος Γεωργίας, κάτοικος ... (οδός .... αριθμ. ....). Η εν λόγω αλλοδαπή μετέβαινε και σε διαμέρισμα τρίτου ορόφου πολυκατοικίας της οδού ..... αριθμ. ..... Σε σωματική έρευνα που διενεργήθηκε στους χ2 και χ1, στις 27-3-2006 από αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αλλοδαπών, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: Στην κατοχή του χ2 το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ1, νοθευμένο ως προς τις σφραγίδες εισόδου-εξόδου Μολδαβίας και Ουκρανίας και ως προς την ..... προξενική θεώρηση Ελληνικών Αρχών. Στην κατοχή του χ1 το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ2, και το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ3 με επικολλημένη την ..... θεώρηση προξενικής αρχής Γαλλίας καθώς και χρηματικό ποσό 7.990, 00 ευρώ. Εντός δε του επί της οδού .... αριθμ. .... διαμερίσματος όπου διέμεναν βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επτά (7) ξύλινες σφραγίδες (σφραγίδα στρογγυλή του ΙΚΑ Κεραμεικού και σφραγίδες διαφόρων ιατρών) δεκαπέντε(15) διαβατήρια τα περισσότερα των οποίων ήσαν νοθευμένα ως προς τις θεωρήσεις εισόδου-εξόδου και τις προξενικές θεωρήσεις, επτά (7) πλαστές ιατρικές βεβαιώσεις φέρουσες σφραγίδες από τις ανωτέρω κατασχεθείσες, δύο ηλεκτρονικοί υπολογιστές (ο ένας φορητός), δεκαπέντε (15) βεβαιώσεις απογραφής άμεσα ασφαλισμένου, επτά (7) βιβλιάρια καταθέσεων και δηλώσεις ακινήτων σε Δ.Ο.Υ. Από τα κατασχεθέντα διαβατήρια το ..... διαβατήριο Γεωργίας με στοιχεία γ4 φέρει σε σελίδα του Γερμανική θεώρηση επί της οποίας υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Κήπων. Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ5 φέρει σε σελίδα του Γαλλική θεώρηση με πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ6 στην πρώτη σελίδα φέρει νοθευμένη την ημερομηνία. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ7, φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ8 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. To ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ9 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ10 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το αυτό και τα ....., ....., ....., .... διαβατήρια Μολδαβίας(φέρουν σε σελίδες τους πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών). Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ11 φέρει σε σελίδα του Γερμανική θεώρηση πάνω στην οποία υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Ευζώνων. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ12, φέρει σε σελίδα του Γαλλική θεώρηση πάνω στην οποία υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ13 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Στο επί της οδού ..... αριθμ. .... διαμέρισμα τρίτου ορόφου, το οποίο επισκεπτόταν η αλλοδαπή χ4, διαπιστώθηκε ότι διατηρούσε γραφείο ο χ3, συγκατηγορούμενος των εκκαλούντων, ο οποίος κατείχε και λειτουργούσε εργαστήριο καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, αποτελούμενο από πλήρες σύστημα Η/Υ (κεντρική μονάδα, πληκτρολόγιο, οθόνη, ποντίκι, σκάνερ-εκτυπωτή, δεύτερο εκτυπωτή, γεωμετρικά όργανα, μηχανή πλαστικοποίησης, κοπτική μηχανή, κοπτικά εργαλεία, κόλλες, διαφάνειες, αριθμογραμματοσειρές, φωτογραφίες διαβατηρίων διαφόρων προσώπων, ψηφιακούς δίσκους οι οποίοι ανέγραφαν ενδεικτικά "δίπλωμα-βιβλιάρια υγείας", προγράμματα επεξεργασίας φωτογραφιών, μελάνια, βενζίνες). Στην κατοχή επίσης του εν λόγω χ3 βρέθηκαν και κατασχέθηκαν νοθευμένα διαβατήρια (....., ......, ...... διαβατήρια, Ουκρανίας), ασυμπλήρωτες ελληνικές θεωρήσεις εισόδου, πλήθοι ενσήμων προξενικής αρχής, πιστοποιητικά LOWER. Περαιτέρω από τις περιεχόμενες στην δικογραφία ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των αλλοδαπών ζ1, ζ3, ζ4, ζ5 προκύπτει ότι οι ως άνω αναφερόμενοι εκκαλούντες δρώντες από κοινού, προέβαιναν έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής, (3.200,00 ευρώ τουλάχιστον για έκαστο αλλοδαπό), σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, οι οποίοι είχαν εισέλθει και παρέμεναν χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις στην Ελληνική Επικράτεια. Οι παράνομες αυτές νομιμοποιήσεις ελάμβαναν χώρα με τη νόθευση από τους ανωτέρω των διαβατηρίων των αλλοδαπών και τη θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VIΖΑ) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της 31-32-2004, σύμφωνο με τα προεκτεθέντα. Εξ άλλου οι καθημερινές επισκέψεις στην οικία των της συγκατηγορουμένης των χ4 καθώς και η εν συνεχεία μετάβαση αυτής στο επί της οδού .... αριθμ. .... γραφείο του χ3, η δε ανεύρεση και κατάσχεση των ως άνω αναφερομένων κινητών πραγμάτων εις χείρας και στην οικία των εκκαλούντων αλλά και στο γραφείο του χ3, καταδεικνύουν ότι οι εκκαλούντες και οι συγκατηγορούμενοί των δρώντες από κοινού προέβαιναν στην νόθευση των διαβατηρίων των αλλοδαπών προκειμένου να επιτυγχάνουν εν συνεχεία με τη συγκέντρωση και άλλων δικαιολογητικών την έκδοση αδειών διαμονής. Από δε την ένορκη μαρτυρική κατάθεση της υπαλλήλου του ΙΚΑ Κεραμεικού ζ2, προκύπτει ότι ο εκκαλών χ1 μετέβαινε, συχνά κατά το προ της συλλήψεως του χρονικό διάστημα και δη αφ' ότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 3386/2005(23-8-2005) στο ΙΚΑ Κεραμεικού κομίζοντας δικαιολογητικά αλλοδαπών τα διαβατήρια των οποίων από κοινού δρων με τους συγκατηγορουμένους του είχε προηγουμένως νοθεύσει, προκειμένου να επιτυγχάνει την έκδοση αριθμών μητρώου ως και αποφάσεων για εξαγορά χρόνου ασφάλισης. Ένόψει των περιστατικών και δεδομένων αυτών..... προκύπτουν κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται..... (ακολουθεί η παράθεση και ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 216, 98, 13 εδ. στ του ΠΚ). Ev προκειμένω οι εκκαλούντες προέβαιναν εξακολουθητικά στη νόθευση των διαβατηρίων προκειμένου να πορίζονται σημαντικό εισόδημα, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 15.000, 00 ευρώ, εφόσον από τα κατασχεθέντα εις χείρας των και στην οικία των ως άνω αναφερόμενα διαβατήρια, τα οποία ήσαν πρόσφορα και προορισμένα να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη νομιμοποίηση αλλοδαπών, απεκόμισαν σημαντικό χρηματικό εισόδημα που υπερβαίνει το ποσό των 15.000, 00 ευρώ, αφού για κάθε περίπτωση νοθεύσεως απαιτούσαν και εισέπρατταν χρηματικό ποσό τουλάχιστον 3.200, 00 ευρώ. οι δε περιπτώσεις νοθεύσεως που παρατίθενται ανωτέρω, υπερβαίνουν τις πέντε(5). Οι εκκαλούντες στα απολογητικά τους υπομνήματα και στις εκθέσεις εφέσεως των αρνούνται ότι τέλεσαν την ως άνω αξιόποινο της πλαστογραφίας που τους αποδίδεται και ισχυρίζονται ότι η πράξη αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έλαβε πράγματι χώρα, φέρει τον χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρ. 217 ΠΚ) και όχι της πλαστογραφίας του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ. Ειδικότερα ο εκκαλών χ2 διατείνεται ότι δεν διέμενε στο ίδιο διαμέρισμα με τον συγκατηγορούμενό του χ1, στην πολυκατοικία της οδού .... αριθμ. .., αλλά σε άλλο διαμέρισμα της πολυκατοικίας αυτής, ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την υποτιθέμενη αξιόποινη δράση του συγκατηγορουμένου του και ότι στην διενεργηθείσα στο δικό του διαμέρισμα κατ' οίκον έρευνα, δεν βρέθηκε τίποτε. Ο ισχυρισμός αυτός του εν λόγω εκκαλούντος είναι αβάσιμος. Δεν διέμενε σε δικό του διαμέρισμα αλλά διέμενε μαζί με τον χ1 (βλ. προανακριτική του απολογία). Στην δικογραφία δεν υπάρχει έκθεση κατ' οίκον ερεύνης που να αφορά δικό του διαμέρισμα. Εξ άλλου η πράξη της πλαστογραφίας για την οποία διώκονται δεν φέρει τον χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών διότι ο σκοπός των εκκαλούντων, με τη νόθευση των παραπάνω εγγράφων, δεν συνίστατο στην απλώς στην διευκόλυνση της αμέσου συντηρήσεως, της κινήσεως ή της κοινωνικής προόδου αυτών των ιδίων ή άλλων, αλλά στον πορισμό εισοδήματος με την καταστρατήγηση των διατάξεων του Ν. 3386/2005 και την συνεπεία της καταστρατηγήσεως αυτής εκδόσεως αδειών διαμονής υπέρ αλλοδαπών προσώπων που δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις, κατά σαφή περιφρόνηση των αρχών της Ελληνικής εννόμου τάξεως και της μεταναστευτικής πολιτικής της Χώρας. Όταν δε η πλαστογράφηση τελείται για άλλο σκοπό, εκτός από τον αναφερόμενο στο άρθρο 217 ΠΚ, στοιχειοθετείται το βασικό έγκλημα της πλαστογραφίας του άρθρου 216 ΠΚ, έστω και αν το υλικό αντικείμενο της πράξης(της κατάρτισης ή της νόθευσης) είναι έγγραφο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 217 ΠΚ..... (ακολουθεί η παράθεση και ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 2331/1995 όπως αντικ. και συμπλ. από το Ν. 3424/2005).
Εν προκειμένω από την εγκληματική δραστηριότητα τους οι εκκαλούντες απέκτησαν εν γνώσει τους χρηματικά, ποσά τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000, 00 ευρώ αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα για κάθε περίπτωση νοθεύσεως απαιτούσαν και εισέπρατταν χρηματικό ποσό τουλάχιστον 3.200,00 ευρώ, οι δε (περιπτώσεις νοθεύσεως που παρατίθενται ανωτέρω, υπερβαίνουν τις πέντε (5). Το γεγονός της απόκτησης σημαντικών χρηματικών ποσών προκύπτει και από την κατάσχεση εις χείρας δε του χ1 χρηματικού ποσού 7.990,00 ευρώ....." V. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων χ1 και χ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων. Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις αυτών κατά τα του πρωτοδίκου 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους - αναιρεσείοντες πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αξιόποινων αυτών πράξεων, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή αυτών στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13γ, 45, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 3 β-1, όπως ισχύουν, του ΠΚ και των άρθρων 1 στοιχ. α περ. ιι, στοιχ. β' και 2 παρ. 1 στοιχ. α' Ν. 2331/1995, όπως αντικ. με αρ. 2 και 3 Ν. 2434/2005, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Για την πληρότητα δε της πιο πάνω αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Η με παραπομπή στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών αιτιολόγηση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και άρθρο 2 παρ. 1 του 7ου πρωτοκόλλου αυτής καθιερούμενες αρχές της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος του κατηγορουμένου για επανεξέταση της υποθέσεώς του από ανώτερο δικαστήριο. Η ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, αφού εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση και την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Παραβίαση των πιο πάνω διατάξεων υπάρχει όταν ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, και το δευτεροβάθμιο συμβούλιο (ή η αναφερόμενη από αυτό πρόταση του εισαγγελέα εφετών), χωρίς να διαλαμβάνει και δικές του σκέψεις, παραπέμπει εξ ολοκλήρου στο πρωτόδικο βούλευμα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση αυτή, ο κατηγορούμενος που άσκησε έφεση κατά πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, αποστερήθηκε της ουσιαστικής κρίσεως του συμβουλίου του δεύτερου βαθμού, περίπτωση όμως η οποία δεν συντρέχει στην κρινόμενη υπόθεση, όπως αυτό προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι με τις αιτήσεις λόγοι αναιρέσεως (από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ), με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το ανωτέρω κεφάλαιό του για έλλειψη αιτιολογίας, με την ειδικότερη αιτίαση ότι είναι ανεπίτρεπτη η αιτιολόγηση του βουλεύματος με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Αβάσιμος επίσης είναι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν έλαβε υπόψη του υπόμνημα που υπέβαλαν στις 30-7-2007, αφού έλαβαν γνώση την 20-7-2007 της προτάσεως του Εισαγγελέως προς το Συμβούλιο. Το υπόμνημα αυτό δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, ώστε να το λάβει υπόψη του το Συμβούλιο, ούτε περιεχόταν σε αυτό ισχυρισμοί ή αιτήματα στα οποία αυτό ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει. Οι ισχυρισμοί αυτοί, όπως προκύπτει από επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, καλύπτονταν από τα απολογητικά υπομνήματα, αλλά και τις εκθέσεις εφέσεως των ήδη αναιρεσειόντων, τα οποία εξετίμησε η ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ενώ, περαιτέρω, δεν απαιτείται να εξειδικεύονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς, όπως αβασίμως αιτιώνται οι δύο αναιρεσείοντες.
VI. Οι ειδικότερες αιτιάσεις και των δύο αναιρεσειόντων ότι δεν παρατίθεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισμού τους, ότι σε καμία περίπτωση δεν ευσταθούν τα αναφερόμενα στο εκκαλούμενο βούλευμα σχετικά με τους ρόλους που είχαν διανείμει μεταξύ τους με σκοπό την παράνομη δράση τους, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Eπίσης ο αναιρεσείων χ1 προβάλλει τις πλημμέλειες ότι δεν γίνεται αιτιολογημένη αναφορά για την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι ουδεμία σχέση έχει με τις αποδιδόμενες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές αποδίδονται σε βάρος του, "καθώς αν πράγματι πλαστογραφούσε τα συγκεκριμένα εντός της δικογραφίας έγγραφα και εν συνεχεία έκανε χρήση αυτών για λογαριασμό των αλλοδαπών που απευθύνονταν σε εκείνον, ποιος λόγος υπήρχε να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να γίνει αντιληπτός από τον εκάστοτε δημόσιο υπάλληλο στον οποίο θα εγχείριζε το κάθε έγγραφο και να διατρέχει τον κίνδυνο να συλληφθεί, αντιθέτως, η μόνη αλήθεια είναι ότι ενεργούσε πάντοτε υπό το πρίσμα της νομιμότητας...... χαρακτηριστική μάλιστα επί των ανωτέρω είναι η από 28/03/2006 ένορκη εξέταση του ζ1 ενώπιον των αστυνομικών οργάνων, ο οποίος αναφέρει κτλ". Οι ισχυρισμοί αυτοί του αναιρεσείοντος αποτελούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και επιχειρήματα, στους οποίους το Δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να απαντήσει με ειδική αιτιολογία, είναι δε οι σχετικές αιτιάσεις απορριπτέες, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέες και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος χ2, κατά τις οποίες στο προσβαλλόμενο βούλευμα "δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια για ποιους διακριτούς ρόλους και για ποιο συνολικό σχεδιασμό δράσης μπορεί να γίνει λόγος αφού η τρίτη εκ των κατηγορουμένων ήταν απλώς γνωστή του αναιρεσείοντος, καθώς γνωρίζονταν με τον ξάδερφο του και ήταν μάλιστα και γείτονες, ενώ ο τέταρτος των συγκατηγορουμένων ήταν παντελώς άγνωστος εις αυτόν, γεγονός που επιρρώνεται και από τον ίδιο στην κατάθεση του ενώπιον των αστυνομικών οργάνων αλλά και ενώπιον του κ. Ανακριτή". Επίσης απαραδέκτως προβάλλεται η αιτίαση από τον ίδιο αναιρεσείοντα ότι, ενώ, στο 4° φύλλο του 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφέρεται ότι στην κατοχή του κατηγορουμένου βρέθηκε και κατασχέθηκε το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ1, στο 5 φύλλο του βουλεύματος, το ίδιο διαβατήριο αναφέρεται ως ένα από τα 14 διαβατήρια που ευρέθησαν κατόπιν έρευνας που έγινε στην οικία του εξάδελφου του, καθόσον η αιτίαση αυτή πλήττει τις παραδοχές του πρωτόδικου βουλεύματος και όχι του προσβαλλόμενου, το οποίο δεν παραπέμπει στο πρωτόδικο.
VII. Περαιτέρω και οι δύο αναιρεσείοντες αποδίδουν στο προσβαλλόμενο βούλευμα την πλημμέλεια, ότι, ενώ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεδρίασε την 4-5-2007 και 17-5-2007, το 1625/2007 παραπεμπτικό αυτού βούλευμα φαίνεται ότι αποφασίστηκε την 16-5-2007, δηλαδή μία ημέρα πριν την δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου και, επιπλέον, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών προτείνει επί της παραπομπής την 3-4-2007 και, κατά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος χ2, την αυτή ημερομηνία η ίδια Εισαγγελέας προτείνει να απορριφθεί η από 13-4-2007 αίτησή του για την άρση της κατασχέσεως ή αντικαταστάσεως μεσεγγυούχου, δηλαδή την 3-4-2007 πρότεινε όπως απορριφθεί αίτηση άρσεως κατασχέσεως του αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του χ2.Εξ αυτών, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α του ΚΠΔ. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον από επιτρεπτή επισκόπηση της σχετικής εισαγγελικής προτάσεως αλλά και του βουλεύματος, προκύπτει ότι η διαφορά των ημερομηνιών οφείλεται σε προφανή παραδρομή, αφού προκύπτει ότι υπεβλήθηκε πράγματι πρόταση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών τόσο επί της ουσίας όσον και επί της αιτήσεως περί άρσεως κατασχέσεως ή αλλαγής μεσεγγυούχου και προσωρινής κρατήσεως και η συζήτηση της υποθέσεως έλαβε χώρα από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 4 Μαΐου 2007 (η υποβολή της προτάσεως έλαβε χώρα τον Απρίλιο 2007). Κατά τη γενόμενη συζήτηση στις 4-5-2007 η Εισαγγελεύς ανέπτυξε την πρότασή της και αποχώρησε, χωρίς να αποφανθεί το Συμβούλιο. Στις 17-5-2007 συνεδρίασε το Συμβούλιο εκ νέου με την αυτή σύνθεση προκειμένου να αποφανθεί επί της ΕΓ/96-07/9713 συμπληρωματικής εγγράφου προτάσεως της Εισαγγελέως για την διατήρηση της προσωρινής κρατήσεως των αναιρεσειόντων δυνάμει του 882/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Στο φύλλο 22 του 1625/2007 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αναφέρεται, από προφανή παραδρομή, ότι το βούλευμα αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 16-5-2007, αφού, όπως αναφέρεται στο φύλλο 13, το Συμβούλιο συνεδρίασε στις 17-5-2007 και δεν είναι δυνατόν να αποφασίσει την προηγουμένη ημέρα και, επομένως, η παραδρομή αυτή ουδεμία ασκεί επιρροή στην εγκυρότητα του βουλεύματος, αφού ουδεμία παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την σύνθεση του Συμβουλίου επήλθε, όπως αβασίμως οι αναιρεσείοντες αιτιώνται. VIII. O αναιρεσείων χ1 προβάλλει, περαιτέρω, την αιτίαση ότι τόσο το 1625/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όσο και το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθήνας ουδέν αναφέρουν σχετικά με την υποβληθείσα αίτηση αυτού για την άρση, άλλως αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, που του έχει επιβληθεί σε βάρος του, σύμφωνα με το 3/2006 ένταλμα προσωρινής κράτησης του 5ου Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, με περιοριστικούς όρους, και συνεπώς δημιουργείται εκ τούτων απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ. Ομοίως, ο αναιρεσείων χ2, προβάλλει την αιτίαση, ότι τα πιο πάνω βουλεύματα ουδέν αναφέρουν σχετικά με την υποβληθείσα αίτησή του για την άρση, άλλως αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης, που του έχει επιβληθεί σε βάρος του, σύμφωνα με το 4/2006 ένταλμα προσωρινής κράτησης του 5°° Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών με περιοριστικούς όρους, επιπλέον δε, παρά το γεγονός ότι, έστω στις 3/04/2007 προτείνεται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών η απόρριψη της κατατεθείσας μετά από δεκαήμερο αίτησης περί άρσης κατάσχεσης ή αντικατάστασης μεσεγγυούχου αναφορικά με το
...... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών παραλείπει να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής. Οι αιτιάσεις αυτές των αναιρεσειόντων, ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν αποφάνθηκε ειδικά και εμπεριστατωμένα επί των από 15-5-07 αιτήσεων αυτών, για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεώς τους (όπως επικαλέστηκαν και με σχετικούς λόγους εφέσεως), είναι απορριπτέες προεχόντως, ως απαράδεκτες. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς τις αιτήσεις αποφανθέν αιτιολογημένως για την διατήρηση της προσωρινής κρατήσεως των κατηγορουμένων. Όμως το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ως προς το σημείο της προσωρινής κρατήσεως δεν υπόκειτο σε έφεση (αρ. 478 ΚΠΔ), αλλά και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών πάλι ως προς το ίδιο ακριβώς σημείο δεν υπόκειται σε αναίρεση κατ'άρ. 482 παρ. 2 ΚΠΔ. Επομένως, ο προσβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Εξάλλου, η πιο πάνω αιτίαση, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέλειψε να αποφανθεί επί του προβληθέντος λόγου εφέσεως ως προς την μη απόφανση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για την άρση της κατασχέσεως ή αλλαγή μεσεγγυούχου του ..... ΙΧΕ αυτοκινήτου του κατηγορουμένου χ2, είναι απορριπτέα, κυρίως, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της 37318-6-2007 εφέσεως του εν λόγω κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, δεν υποβλήθηκε σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως για την άρση της κατασχέσεως του αυτοκινήτου ή την αλλαγή μεσεγγυούχου, επί του οποίου θα αποφαινόταν το Συμβούλιο Εφετών. Απλώς γίνεται μνεία της παραλήψεως του πρωτοδίκου βουλεύματος να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού, ως "ενδεικτικό της προχειρότητας και των καταφανών πλημμελειών του", χωρίς όμως να αναφέρεται για ποιούς ακριβώς λόγους ζητείται η άρση της κατασχέσεως, ή η αλλαγή μεσεγγυούχου. ΙΧ. Επομένως, οι από τις διατάξεις του άρθρου 484 στοιχ. δ και α ΚΠΔ λόγοι των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Ακολούθως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των αναιρεσειόντων χ1 και χ2.
Απορρίπτει τις 186/10-9-2007 και 177/3-9-2007 αιτήσεις αναίρεσης των 1) χ1 και 2) χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του 1841/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και την 702/10-9-2007 (197/18-9-2007) αίτηση αναίρεσης του χ3, για αναίρεση του 1842/2007 βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ