Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Έννοια και στοιχεία της πράξης. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή και επαρκής αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Εάν έχει ασκηθεί έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος σε αναίρεση υπόκειται το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Απαράδεκτη η αναίρεση και κατά το μέρος που πλήττει το πρωτόδικο βούλευμα.
Αριθμός 1832/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή και Αναστάσιο Λιανό, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη προσωρινά κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1223/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και του υπ' αριθμ. 1938/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με τα ως άνω βουλεύματά τους, διέταξαν όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτά, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση των βουλευμάτων αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 41/30.01.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 235/2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη προσωρινά κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά του υπ'αριθμ. 1938/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η υπ'αριθμ. 308/2007 έφεση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 1233/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε (μαζί με την Χ2, συζ. Χ1) στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για απάτη κατά συναυτουργία, από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000,00 Ευρώ.
Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από την δικηγόρο Αθηνών Ηλιάνα Τσιτάκη για λογαριασμό του κατηγορουμένου, δυνάμει της επισυναπτόμενης από 25-10-2007 εξουσιοδοτήσεως του τελευταίου, το γνήσιο της υπογραφής του οποίου βεβαιώθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον ίδιο τον κατηγορούμενο στις 19-10-2007 και η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 29.10.2007. Περιέχει δε ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Ι) Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 245 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΓ' σελ. 638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ σελ. 978, Α.Π 348/1996 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΜΖ σελ. 33).
2) Κατά το άρθρο 484 περ. 1 στοιχ. β' του ΚΠολΔ, λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε; αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
3) Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού 1 Κώδικα, όποιος- με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσίαν πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη η ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του; Νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια κατ το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία ή β) αν το περιουσιακό όφελος η ή προξενηθείσα ζημιά υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 294372001 επίσημη αντιστοιχία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από- τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως να υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια να υπερβαίνει το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολικά παραδεκτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που προσδιορίζονται κατ'είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εγκαλούσα Ψ1, που είναι δασκάλα, γνωρίστηκε με τους κατηγορούμενους επ' ευκαιρία της παράδοσης μαθημάτων στα ανήλικα παιδιά τους. Αμέσως μετά αυτοί έβαλαν σε λειτουργία το εγκληματικό τους σχέδιο -το οποίο άλλωστε ήταν δοκιμασμένο και είχε επιτυχία χάρη στην ικανότητα τους στον τομέα αυτόν για να της αποσπάσουν χρήματα, αφού διαπίστωσαν την επιθυμία της να αποκτήσει κατοικία.
Έτσι της παρέστησαν ότι είχαν μεγάλες γνωριμίες στον πολιτικό κόσμο και στο τραπεζικό κύκλωμα, ειδικότερα δε ότι είχαν επαφές με κορυφαία στελέχη της Εμπορικής Τράπεζας, και ότι τα περισσότερα ακίνητα που είχαν αποκτήσει προέρχονταν από την εν λόγω Τράπεζας και οφείλονταν στις γνωριμίες τους με ανώτερα στελέχη της. Χάρη στις γνωριμίες τους αυτές απέκτησαν τα ακίνητα τους από πλειστηριασμούς έναντι τιμήματος πολύ χαμηλότερου από την πραγματική τους αξία.
Παρέστησαν δε στην εγκαλούσα, βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιο τους ότι από τις γνωριμίες τους αυτές στην Εμπορική Τράπεζα είχαν πληροφορηθεί ότι η Τράπεζα θα έβγαζε σε πλειστηριασμό ένα σπίτι στην ...., στην οδό ..... στον 3° όροφο, το οποίο ήταν μεγάλη ευκαιρία, και ότι είχαν τη δυνατότητα να μεσολαβήσουν ώστε να το αποκτήσει εκείνη έναντι του τιμήματος των διακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων (215.000) ευρώ, το οποίο (τίμημα) ήταν φανερά χαμηλότερο από την πραγματική του αξία. Ότι για την απόκτηση του ως άνω σπιτιού έπρεπε να γίνει μία προσφορά προς την Τράπεζα συνοδευόμενη από πενήντα δύο χιλιάδες (52.000) ευρώ ως προκαταβολή και για την πληρωμή της Εφορίας.
Η εγκαλούσα, βλέποντας την άνετη ζωή των κατηγορουμένων πείσθηκε ότι αυτοί είχαν τεράστια ακίνητη περιουσία, όπως πείσθηκε και κατέβαλε αρχικά στις 23-4-2003, καθ' υπόδειξη τους, στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό, που τηρείτο στην Εμπορική Τράπεζα στο όνομα τρίτου προσώπου, το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, ενώ στις 30-4-2003 εξέδωσε εις διαταγή της την υπ' αριθμ. ..... τραπεζική επιταγή, της αυτής Τράπεζας, με την ίδια ημερομηνία, ποσού (12.000) ευρώ, την οποία ακολούθως μεταβίβασε με οπισθογράφηση και παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο.
Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι της παρέστησαν ότι έπρεπε να καταβάλει άμεσα στην Τράπεζα το επιπλέον ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων (23.000) ευρώ, ώστε η δοθείσα προκαταβολή εκ σαράντα τριών χιλιάδων (43.000) ευρώ, να καλύπτει το 20% του τιμήματος του προς αγορά ακινήτου, από το οποίο μάλιστα, λόγω της φιλίας τους, την απάλλασσαν από την καταβολή του ποσού των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, ενώ το υπόλοιπο 80 % θα το αποπλήρωνε σταδιακά εντός δέκα (10) ετών με δάνειο που θα της χορηγείτο από την ίδια Τράπεζα, αμέσως μετά την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου.
Έτσι, μετά και τη νέα αυτή δήλωση τους, η εγκαλούσα τους κατέβαλε το επιπλέον ποσό των είκοσι μίας χιλιάδων (21.000) ευρώ, μέσω της υπ' αριθμ. ..... ισόποσης Τραπεζικής επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας, εκδόσεως της μητέρας της, Γ1, εις διαταγή του πρώτου κατηγορουμένου, στον οποίο και την παρέδωσε. Μετά πάροδο δύο εβδομάδων, οι κατηγορούμενοι της παρέστησαν ότι έπρεπε να καταβάλει ποσό δέκα χιλιάδων τετρακοσίων (10.400) ευρώ, για να πληρωθεί η εφορία. Η εγκαλούσα πεισθείσα και πάλι, αφενός μεν παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ, την οποία εξέδωσε εις διαταγή της και του μεταβίβασε με οπισθογράφηση, αφετέρου δε του κατέβαλε σε μετρητά στις 30-5-2003, πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους και ενώ η εγκαλούσα πίστευε, με βάση τις εκ νέου διαβεβαιώσεις τους ότι η εφορία είχε πληρωθεί και ότι θα καταρτιζόταν το συμβόλαιο αγοράς της οικίας που προαναφέρθηκε άρχισαν οι καθυστερήσεις. Για να την καθησυχάσουν οι κατηγορούμενοι προφασίστηκαν διάφορες δικαιολογίες, ενώ παράλληλα της ανακοίνωσαν ότι, μέσω της Τραπέζης, είχαν επιτύχει να μισθώσουν το ακίνητο στον Εμπορικό Ακόλουθο της Γαλλίας έναντι μισθώματος χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και ότι τα χρήματα της είχαν ήδη πολύ καλή απόδοση.
Τελικά, μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, ο πρώτος κατηγορούμενος τη διαβεβαίωσε ότι το οριστικό συμβόλαιο θα καταρτιζόταν στις.... ενώπιον της συμβολαιογράφου Καφίρη, η οποία είχε ετοιμάσει όλα τα σχετικά έγγραφα και θα της απέδιδε και τα ήδη εισπραχθέντα μισθώματα.
Μετά και από τη νέα αναβολή στις 12-1-2004, η εγκαλούσα ανέθεσε την διερεύνηση της όλης υπόθεσης στο δικηγόρο της, οπότε διαπιστώθηκε ότι όλες οι προαναφερθείσες παραστάσεις και διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς εν γνώσει τους, δεδομένου ότι ούτε μεγάλες γνωριμίες στον πολιτικό κόσμο και στον τραπεζικό κύκλωμα είχαν, ούτε είχαν επαφές με κορυφαία στελέχη της Εμπορικής Τράπεζας, ούτε είχαν αποκτήσει ακίνητα μέσω της εν λόγω Τράπεζας και γνωριμιών τους σε αυτήν, από πλειστηριασμούς έναντι τιμήματος χαμηλότερου από την πραγματική τους αξία, ούτε είχαν πληροφορηθεί από τις γνωριμίες τους αυτές στην Εμπορική Τράπεζα ότι η Τράπεζα θα έβγαζε σε πλειστηριασμό ένα σπίτι στην ...., στην οδό .... στον 3° όροφο, το οποίο ήταν τάχα μεγάλη ευκαιρία, ενώ δε είχαν τη δυνατότητα να μεσολαβήσουν ώστε να το αποκτήσει η εγκαλούσα έναντι του τιμήματος των διακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων (215.000) ευρώ. το οποίο ήταν κατά πολύ χαμηλότερο από την πραγματική του αξία. Επιπλέον, δεν ήταν αληθές ότι για την απόκτηση του ως άνω σπιτιού έπρεπε να γίνει μία προσφορά προς την Τράπεζα συνοδευόμενη από πενήντα δύο χιλιάδες (52.000) ευρώ ως προκαταβολή και για την πληρωμή της εφορίας, ούτε ότι έπρεπε η εγκαλούσα να καταβάλει άμεσα στην Τράπεζα το συνολικό ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων (43.000) ευρώ, ήτοι το είκοσι τοις εκατό (20%) της αξίας του ως άνω σπιτιού, ενώ το υπόλοιπο ογδόντα τοις εκατό (80%) του τιμήματος θα το αποπλήρωνε σταδιακά εντός δέκα (10) ετών με δάνειο το οποίο θα ελάμβανε από την ίδια την Εμπορική Τράπεζα αμέσως μετά την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Ψευδές ήταν ακόμα ότι η εγκαλούσα έπρεπε να καταβάλει ποσό δέκα χιλιάδων τετρακοσίων (10.400) ευρώ για να πληρωθεί η εφορία, όπως επίσης ότι το αργότερο έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2004 θα υπέγραφε το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού με την Εμπορική Τράπεζα, ότι είχαν καταφέρει να μισθώσουν μέσω της Τράπεζας το ακίνητο στον Εμπορικό Ακόλουθο της Γαλλίας έναντι μισθώματος χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, καθώς και ότι όλα τα απαιτούμενα έγγραφα για την υπογραφή του συμβολαίου ήταν έτοιμα και βρίσκονταν στα χέρια της συμβολαιογράφου Καφίρη, η οποία θα έκανε το συμβόλαιο και ότι το συμβόλαιο θα γινόταν οριστικά την ..... Τέλος, ψευδές ήταν και ότι η εγκαλούσα θα έπαιρνε από την ίδια τη συμβολαιογράφο προκαταβολή από τα μισθώματα που είχαν ήδη εισπραχθεί από τον Γάλλο Ακόλουθο. Με τον τρόπο που προαναφέρθηκε οι κατηγορούμενοι κατάφεραν να αποσπάσουν από την εγκαλούσα το συνολικό ποσό των πενήντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων (51.500) ευρώ και παρά τις προσπάθειες της, δεν κατάφερε να της επιστραφεί.
Διαπίστωσε όμως η τελευταία και εισφέρει στην διερεύνηση της παρούσης, σημαντικά στοιχεία που σχετίζονται με την δραστηριότητα των κατηγορουμένων και κυρίως του πρώτου εξ' αυτών.
Ειδικότερα προσκομίζει, αντίγραφο της υπ' αρ. 2936/2007 απόφασης του Τρ. Εφετείου Αθηνών από την οποία προκύπτει τελεσίδικη καταδίκη του πρώτου των κατηγορουμένων για υπεξαίρεση, αντίγραφο του υπ' αρ. 523/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Σας από το οποίο προκύπτει ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι με παρόμοιο την υπό κρίση υπόθεση τρόπο είχαν εξαπατήσει και αποσπάσει από τους Δ1 και Δ2 σημαντικά ποσά για μεσολάβισή τους στην αγορά μέσω της Εμπορικής Τράπεζας ακινήτου και αυτοκινήτων, πράξεις που φέρονται ότι τέλεσαν το Καλοκαίρι και μέχρι τον Οκτώβριο του 2005.
Δέχεται δε το ανωτέρω βούλευμα του Συμβουλίου Σας ότι οι κατηγορούμενοι είχαν αναγάγει σε επάγγελμα την εξαπάτηση προκειμένου δια του τρόπου αυτού να εξασφαλίσουν εισόδημα, περιστατικό που προέκυπταν από τα στοιχεία της υπόθεσης εκείνης, αλλά και από προηγούμενες παρόμοιες δραστηριότητές του όπως αυτές προέκυπταν από την υπ1 αρ. 15131/01 απόφαση του Τρ/λούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία οι κατηγορούμενοι και ήδη εκκαλούντες είχαν καταδικασθεί για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και έκδοση ακάλυπτων επιταγών, το υπ' αρ. 603/03 βούλευμα του Συμβουλίου Σας και το υπ' αρ. 4490/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Προσκομίζει επίσης την υπ' αρ. 11628/2005 απόφαση του Τρ/λούς Πλημ/κείου Αθηνών -με την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών είχε καταδικασθεί για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας σε φυλάκιση τριών ετών, γιατί όπως προκύπτει από το διατακτικό της τελευταίας είχε εμφανισθεί ως πολιτικός μηχανικός και κατασκευαστής πολυκατοικιών και μεσίτης πώλησης ακινήτων και είχε λάβει από τον επίδοξο αγοραστή διαμερίσματος Δ3 το ποσό των 4.500.000 δρχ. το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα, δεδομένου ότι όλες οι ανωτέρω ιδιότητες δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αλλά αποτελούσαν την "βιτρίνα" για εξαπάτηση των υποψηφίων αγοραστών.
Προσκόμισε τέλος και την υπ' αρ. 2177/2005 απόφαση του Τρ/λούς Εφετείου Αθηνών από την οποία προκύπτει ότι ο ανωτέρω Χ1 είχε εμφανισθεί στην Ζ1 ως πρόεδρος τεχνικής εταιρείας που είχε προς πώληση διαμερίσματα και την έπεισε και του κατέβαλε το ποσό των 4.5565.000 δρχ. για την πώληση συγκεκριμένου διαμερίσματος και μετά την καταβολή αυτή εξαφανίσθηκε, αφού όσα της παρέστησε ήταν ψευδή.
Σημειώνει δε η εγκαλούσα ότι, κατά την περίοδο που της εμφανιζόταν το ζεύγος Χ1,Χ2 ως άτομα με μεγάλη ακίνητη περιουσία που είχαν αποκτήσει κατά τον τρόπο που της υποδείκνυαν και της ίδιας να αποκτήσει το ακίνητο της στην ...., με τα χρήματα που της είχαν αποσπάσει πλήρωναν την εγγύηση που είχε επιβληθεί στον πρώτο από αυτούς ως περιοριστικό όρο με το υπ' αρ. 1045/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Σας.
Απολογούμενοι ο κατηγορούμενοι -κατά σύντμηση του περιεχομένου των ισχυρισμών τους- δεν αρνούνται ότι έλαβαν από την εγκαλούσα χρήματα για την αγορά του διαμερίσματος στην ..., αρνούνται όμως ότι έλαβαν το ποσό των 51.500 ευρώ αποδεχόμενος ο πρώτος ότι έλαβε το ποσό των 38.500 ευρώ, ως διαμεσολαβητής λόγω των γνώσεων του ως εργολάβου και της πρότεινε να αγοράσει το ακίνητο αυτό που είχε εντοπίσει στις μικρές αγγελίες εφημερίδων και ότι για λόγους που αφορούν την εγκαλούσα δεν ολοκληρώθηκε η αγορά του ακινήτου της ..... και ότι ο ίδιος είχε την καλή πρόθεση να της πωλήσει ένα ακίνητο της συζύγου του στο ..... σε αντιστάθμισμα των 38.500 ευρώ που της είχε αποσπάσει.
Ούτε όμως για την κατά οποιονδήποτε τρόπο διαμεσολάβηση προσκομίζει οποιοδήποτε σοβαρό στοιχείο πέραν των ισχυρισμών του.
Επί των ανωτέρω ισχυρισμών των κατηγορουμένων παρατηρούμε ότι λείπει παντελώς το ενδεχόμενο της επιστροφής των χρημάτων στην άτυχη εγκαλούσα, η οποία επελέγη ως χρηματοδότης της άνετης ζωής της οικογένειας των κατηγορουμένων το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Οι αρνήσεις της εγκαλούσης σε προτάσεις επιστροφής των χρημάτων, που επικαλούνται οι κατηγορούμενοι, δεν κρίνονται ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια, δεδομένου ότι οι τελευταίοι αν πραγματικά είχαν σκοπό επιστροφής θα είχαν καταθέσει το σχετικό ποσό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Σημειώνεται ακόμα ότι δεν φαίνεται να έχουν οριστικά εγκαταλείψει τους ψευδείς ισχυρισμούς τους περί μεγάλης ακίνητης περιουσίας τους.
Οι ισχυρισμοί όμως των κατηγορουμένων που προαναφέρθηκαν, δεν κρίνονται βάσιμοι, δεδομένου ότι έρχονται σε αντίθεση και με έγγραφα έχοντα σχέση με τις καταβολές από την εγκαλούσα χρημάτων στον πρώτο των κατηγορουμένων, που δεν μπορούν κατά άλλο τρόπο, εκτός εκείνου της εξαπάτησης, να δικαιολογηθούν.
Αντίθετα οι ισχυρισμοί της εγκαλούσης επιβεβαιώνονται από τις προαναφερθείσες επιταγές που παρέδωσε στον πρώτο των κατηγορουμένων, τις καταθέσεις της και των λοιπών μαρτύρων, σε συνδυασμό και με τα έγγραφα που η τελευταία προσκόμισε.
Παρόμοιους ισχυρισμούς διατυπώνει ο πρώτος κατηγορούμενος με την κρινόμενη έφεση του, που για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, δεν κρίνονται ουσιαστικά βάσιμοι.
Επομένως, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι πληρούται στη συγκεκριμένη περίπτωση η ειδική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απάτης κατά συναυτουργία από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 15.000 ΕΥΡΩ (άρθρα 1,5,13 εδ. στ' (όπως το εδ. στ' προστεθ. με το άρθρο 1 παρ.1 Ν. 2408/96), 14, 26 εδ. α', 27, 45, 386 παρ.1,3 εδ α'( όπως η παραγ. 3 που είχε αντικ. αρχικώς με το άρθρο παρ. 11 Ν.2408/96 αντικ. εκ νέου από το άρθρο 14 παρ.4 Ν.2721/1999) Π. Κ. , πράξη που φέρονται ότι τέλεσαν οι Χ1 και η Χ2 στο χρονικό διάστημα από 18-4-2003 μέχρι 12-1-2004 4, σε βάρος της Ψ1.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, το οποίο και επικύρωσε στο σύνολό του, αφού προηγουμένως συμπλήρωσε το διατακτικό του, διέλαβε την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που εκτέθηκε στη νόμιμη σκέψη της παρούσας, αφετέρου δε ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω πράξεως της διακεκριμένης απάτης κατά συναυτουργία. Δεν εμφιλοχώρησε δε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να εμποδίζεται ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα συνεκτίμησε και συναξιολόγησε όλα τα κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ενώ δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Επίσης αιτιολογείται πλήρως στο προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο ο τρόπος της παραπλάνησης της παθούσας εκ μέρους του αναιρεσείοντος που είναι η από κοινού (με την συγκατηγορούμενή του) παράσταση εν γνώσει του ψευδών γεγονότων ως αληθών, όσο και η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος (και της συγκατηγορουμένης του) της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης, καθόσον στηρίχθηκε η κρίση του εκδόσαντος το βούλευμα αυτό Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στην επανειλημμένη τέλεση αυτής σε βάρος της παθούσας αλλά και σε βάρος άλλων προσώπων, που λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτό, από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και σταθερή ροπή προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις, ου με το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι απαράδεκτες.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 482 παρ. 2 ΚΠΔ αν το Συμβούλιο Εφετών επιλήφθηκε , συνεπεία εφέσεως εκ μέρους του δικαιουμένου σ'αυτήν κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, τότε σε αναίρεση υπόκειται το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 1 του ιδίου άρθρου. 'Ασκηση δε αναίρεσης κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών επιτρέπεται μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως (αρ. 473 παρ. 1 εδ. τελευταίο).
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος και συγκεκριμένα της διατάξεώς του, με την οποία αντικαταστάθηκε ο περιοριστικός λόγος της εγγυοδοσίας, που του είχε επιβληθεί από την 3η Ανακρίτρια, με την προσωρινή του κράτηση, είναι απαράδεκτος και συνεπώς απορριπτέος.
Κατ'ακολουθία αυτών, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Για τους λόγους αυτούς---------------------
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 235/2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη προσωρινά κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού κατά του υπ'αριθμ. 1938/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 9 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Βλάσσης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473 παρ. 1 εδ. ε', 477, 478, 482 παρ. 1,2 και 476 του Κ.Π.Δ. σαφώς προκύπτει ότι εάν έχει ασκηθεί έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτόδικου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίο παραπέμπεται για κακούργημα, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον κατά του επί της εφέσεως εκδιδόμενου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, τυχόν δε ασκούμενη αίτηση αναιρέσεως και κατά του πρωτόδικου βουλεύματος είναι απαράδεκτη.
Συνεπώς, η υπό κρίση υπ' αριθμ. 235/29-10-2007 αίτηση αναιρέσεως στρεφόμενη τόσο κατά του υπ' αριθμ. 1938/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών όσο και κατά του υπ' αριθμ. 1.223/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά το μέρος που πλήττει το τελευταίο βούλευμα είναι απαράδεκτη και απορριπτέα.
ΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος, ΅ε σκοπό να αποκο΅ίσει ο ίδιος ή άλλος παράνο΅ο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ΅ε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέ΅ιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τι΅ωρείται ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ΅ηνών και αν η ζη΅ιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα ΅εγάλη, ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλή΅ατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνο΅ο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγ΅άτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέ΅ιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζή΅ια για τον ίδιο ή άλλον ενέργεια και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσ΅ο ΅ε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζη΅ιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση ΅ειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, επιβάλλεται κάθειρξη ΅έχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε τέλεση όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Τέλος, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο οι περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τι΅ωρείται ως αυτουργός. Με το όρο από κοινού, αντικει΅ενικώς νοείται σύ΅πραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκει΅ενικώς κοινός δόλος ΅ε την έννοια ότι κάθε συ΅΅έτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγ΅άτωση της αντικει΅ενικής υποστάσεως του εγκλή΅ατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συ΅΅έτοχοι πράττουν ΅ε δόλο τελέσεως του αυτού εγκλή΅ατος. Η σύ΅πραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως ΅πορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγ΅ατώνει την όλη αντικει΅ενική υπόσταση του εγκλή΅ατος ή το έγκλη΅α πραγ΅ατώνεται ΅ε συγκλίνουσες επί ΅έρους πράξεις των συ΅΅ετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές.
ΙΙΙ- Το παραπε΅πτικό βούλευ΅α έχει την απαιτού΅ενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγ΅ατος και 139 ΚΠΔ ειδική και ε΅περιστατω΅ένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπό΅ενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό ΅ε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγ΅ατικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικει΅ενικά και υποκει΅ενικά στοιχεία του εγκλή΅ατος, οι αποδείξεις που τα θε΅ελιώνουν και οι σκέψεις, ΅ε τις οποίες το Συ΅βούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρ΅οσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγ΅άτωση του εγκλή΅ατος και την παραπο΅πή του κατηγορου΅ένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισ΅ός των αποδεικτικών ΅έσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συ΅βούλιο για την παραπε΅πτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και ΅νεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, ό΅ως, να προκύπτει ότι το Συ΅βούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτί΅ησε όλα και όχι ΅όνο ΅ερικά από αυτά. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλ΅ένη εφαρ΅ογή ή ερ΅ηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρ΅όσθηκε στο βούλευ΅α, εσφαλ΅ένη δε ερ΅ηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νό΅ο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγ΅ατικά έχει, ενώ εσφαλ΅ένη εφαρ΅ογή υφίσταται, όταν το Συ΅βούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγ΅ατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρ΅όσθηκε. Περίπτωση εσφαλ΅ένης εφαρ΅ογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισ΅α του βουλεύ΅ατος, που περιλα΅βάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασ΅ό του διατακτικού ΅ε το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλή΅ατος, έχουν ε΅φιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ΅ε αποτέλεσ΅α να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή ΅η εφαρ΅ογή του νό΅ου, οπότε το βούλευ΅α δεν έχει νό΅ι΅η βάση.
Στην προκεί΅ενη περίπτωση, το Συ΅βούλιο Εφετών Αθηνών ΅ε καθολική αναφορά στην ενσω΅ατω΅ένη εισαγγελική πρόταση και ΅ε ΅νεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών ΅έσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά: "Η εγκαλούσα Ψ1, που είναι δασκάλα, γνωρίστηκε με τους κατηγορούμενους επ' ευκαιρία της παράδοσης μαθημάτων στα ανήλικα παιδιά τους. Αμέσως μετά αυτοί έβαλαν σε λειτουργία το εγκληματικό τους σχέδιο το οποίο άλλωστε ήταν δοκιμασμένο και είχε επιτυχία χάρη στην ικανότητά τους στον τομέα αυτόν για να της αποσπάσουν χρήματα, αφού διαπίστωσαν την επιθυμία της να αποκτήσει κατοικία. Έτσι της παρέστησαν ότι είχαν μεγάλες γνωριμίες στον πολιτικό κόσμο και στο τραπεζικό κύκλωμα, ειδικότερα δε ότι είχαν επαφές με κορυφαία στελέχη της Εμπορικής Τράπεζας, και ότι τα περισσότερα ακίνητα που είχαν αποκτήσει προέρχονταν από την εν λόγω Τράπεζας και οφείλονταν στις γνωριμίες τους με ανώτερα στελέχη της. Χάρη στις γνωριμίες τους αυτές απέκτησαν τα ακίνητα τους από πλειστηριασμούς έναντι τιμήματος πολύ χαμηλότερου από την πραγματική τους αξία. Παρέστησαν δε στην εγκαλούσα, βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιο τους ότι από τις γνωριμίες τους αυτές στην Εμπορική Τράπεζα είχαν πληροφορηθεί ότι η Τράπεζα θα έβγαζε σε πλειστηριασμό ένα σπίτι στην ....., στην οδό ..... στον 3° όροφο, το οποίο ήταν μεγάλη ευκαιρία, και ότι είχαν τη δυνατότητα να μεσολαβήσουν ώστε να το αποκτήσει εκείνη έναντι του τιμήματος των διακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων (215.000) ευρώ, το οποίο (τίμημα) ήταν φανερά χαμηλότερο από την πραγματική του αξία. Ότι για την απόκτηση του ως άνω σπιτιού έπρεπε να γίνει μία προσφορά προς την Τράπεζα συνοδευόμενη από πενήντα δύο χιλιάδες (52.000) ευρώ ως προκαταβολή και για την πληρωμή της Εφορίας. Η εγκαλούσα, βλέποντας την άνετη ζωή των κατηγορουμένων πείσθηκε ότι αυτοί είχαν τεράστια ακίνητη περιουσία, όπως πείσθηκε και κατέβαλε αρχικά στις 23-4-2003, καθ' υπόδειξή τους, στον υπ' αριθμ......τραπεζικό λογαριασμό, που τηρείτο στην Εμπορική Τράπεζα στο όνομα τρίτου προσώπου, το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, ενώ στις 30-4-2003 εξέδωσε εις διαταγή της την υπ' αριθμ. ...... τραπεζική επιταγή, της αυτής Τράπεζας, με την ίδια ημερομηνία, ποσού (12.000) ευρώ, την οποία ακολούθως μεταβίβασε με οπισθογράφηση και παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο. Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι της παρέστησαν ότι έπρεπε να καταβάλει άμεσα στην Τράπεζα το επιπλέον ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων (23.000) ευρώ, ώστε η δοθείσα προκαταβολή εκ σαράντα τριών χιλιάδων (43.000) ευρώ, να καλύπτει το 20% του τιμήματος του προς αγορά ακινήτου, από το οποίο μάλιστα, λόγω της φιλίας τους, την απάλλασσαν από την καταβολή του ποσού των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, ενώ το υπόλοιπο 80 % θα το αποπλήρωνε σταδιακά εντός δέκα (10) ετών με δάνειο που θα της χορηγείτο από την ίδια Τράπεζα, αμέσως μετά την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Έτσι, μετά και τη νέα αυτή δήλωση τους, η εγκαλούσα τους κατέβαλε το επιπλέον ποσό των είκοσι μίας χιλιάδων (21.000) ευρώ, μέσω της υπ' αριθμ. ...... ισόποσης Τραπεζικής επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας, εκδόσεως της μητέρας της, Γ1, εις διαταγή του πρώτου κατηγορουμένου, στον οποίο και την παρέδωσε. Μετά πάροδο δύο εβδομάδων, οι κατηγορούμενοι της παρέστησαν ότι έπρεπε να καταβάλει ποσό δέκα χιλιάδων τετρακοσίων (10.400) ευρώ, για να πληρωθεί η εφορία. Η εγκαλούσα πεισθείσα και πάλι, αφενός μεν παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο την υπ' αριθμ....... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ, την οποία εξέδωσε εις διαταγή της και του μεταβίβασε με οπισθογράφηση, αφετέρου δε του κατέβαλε σε μετρητά στις 30-5-2003, πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους και ενώ η εγκαλούσα πίστευε, με βάση τις εκ νέου διαβεβαιώσεις τους ότι η εφορία είχε πληρωθεί και ότι θα καταρτιζόταν το συμβόλαιο αγοράς της οικίας που προαναφέρθηκε άρχισαν οι καθυστερήσεις. Για να την καθησυχάσουν οι κατηγορούμενοι προφασίστηκαν διάφορες δικαιολογίες, ενώ παράλληλα της ανακοίνωσαν ότι, μέσω της Τραπέζης, είχαν επιτύχει να μισθώσουν το ακίνητο στον Εμπορικό Ακόλουθο της Γαλλίας έναντι μισθώματος χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και ότι τα χρήματα της είχαν ήδη πολύ καλή απόδοση. Τελικά, μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, ο πρώτος κατηγορούμενος τη διαβεβαίωσε ότι το οριστικό συμβόλαιο θα καταρτιζόταν στις ...... ενώπιον της συμβολαιογράφου Καφίρη, η οποία είχε ετοιμάσει όλα τα σχετικά έγγραφα και θα της απέδιδε και τα ήδη εισπραχθέντα μισθώματα. Μετά και από τη νέα αναβολή στις 12-1-2004, η εγκαλούσα ανέθεσε την διερεύνηση της όλης υπόθεσης στο δικηγόρο της, οπότε διαπιστώθηκε ότι όλες οι προαναφερθείσες παραστάσεις και διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς εν γνώσει τους, δεδομένου ότι ούτε μεγάλες γνωριμίες στον πολιτικό κόσμο και στον τραπεζικό κύκλωμα είχαν, ούτε είχαν επαφές με κορυφαία στελέχη της Εμπορικής Τράπεζας, ούτε είχαν αποκτήσει ακίνητα μέσω της εν λόγω Τράπεζας και γνωριμιών τους σε αυτήν, από πλειστηριασμούς έναντι τιμήματος χαμηλότερου από την πραγματική τους αξία, ούτε είχαν πληροφορηθεί από τις γνωριμίες τους αυτές στην Εμπορική Τράπεζα ότι η Τράπεζα θα έβγαζε σε πλειστηριασμό ένα σπίτι στην ....., στην οδό .... στον 3° όροφο, το οποίο ήταν τάχα μεγάλη ευκαιρία, ενώ δε είχαν τη δυνατότητα να μεσολαβήσουν ώστε να το αποκτήσει η εγκαλούσα έναντι του τιμήματος των διακοσίων δεκαπέντε χιλιάδων (215.000) ευρώ. το οποίο ήταν κατά πολύ χαμηλότερο από την πραγματική του αξία. Επιπλέον, δεν ήταν αληθές ότι για την απόκτηση του ως άνω σπιτιού έπρεπε να γίνει μία προσφορά προς την Τράπεζα συνοδευόμενη από πενήντα δύο χιλιάδες (52.000) ευρώ ως προκαταβολή και για την πληρωμή της εφορίας, ούτε ότι έπρεπε η εγκαλούσα να καταβάλει άμεσα στην Τράπεζα το συνολικό ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων (43.000) ευρώ, ήτοι το είκοσι τοις εκατό (20%) της αξίας του ως άνω σπιτιού, ενώ το υπόλοιπο ογδόντα τοις εκατό (80%) του τιμήματος θα το αποπλήρωνε σταδιακά εντός δέκα (10) ετών με δάνειο το οποίο θα ελάμβανε από την ίδια την Εμπορική Τράπεζα αμέσως μετά την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Ψευδές ήταν ακόμα ότι η εγκαλούσα έπρεπε να καταβάλει ποσό δέκα χιλιάδων τετρακοσίων (10.400) ευρώ για να πληρωθεί η εφορία, όπως επίσης ότι το αργότερο έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2004 θα υπέγραφε το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού με την Εμπορική Τράπεζα, ότι είχαν καταφέρει να μισθώσουν μέσω της Τράπεζας το ακίνητο στον Εμπορικό Ακόλουθο της Γαλλίας έναντι μισθώματος χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, καθώς και ότι όλα τα απαιτούμενα έγγραφα για την υπογραφή του συμβολαίου ήταν έτοιμα και βρίσκονταν στα χέρια της συμβολαιογράφου Καφίρη, η οποία θα έκανε το συμβόλαιο και ότι το συμβόλαιο θα γινόταν οριστικά την ..... Τέλος, ψευδές ήταν και ότι η εγκαλούσα θα έπαιρνε από την ίδια τη συμβολαιογράφο προκαταβολή από τα μισθώματα που είχαν ήδη εισπραχθεί από τον Γάλλο Ακόλουθο. Με τον τρόπο που προαναφέρθηκε οι κατηγορούμενοι κατάφεραν να αποσπάσουν από την εγκαλούσα το συνολικό ποσό των πενήντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων (51.500) ευρώ και παρά τις προσπάθειες της, δεν κατάφερε να της επιστραφεί. Διαπίστωσε όμως η τελευταία και εισφέρει στην διερεύνηση της παρούσης, σημαντικά στοιχεία που σχετίζονται με την δραστηριότητα των κατηγορουμένων και κυρίως του πρώτου εξ' αυτών. Ειδικότερα προσκομίζει, αντίγραφο της υπ' αρ. 2936/2007 απόφασης του Τρ. Εφετείου Αθηνών από την οποία προκύπτει τελεσίδικη καταδίκη του πρώτου των κατηγορουμένων για υπεξαίρεση, αντίγραφο του υπ' αρ. 523/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Σας από το οποίο προκύπτει ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι με παρόμοιο με την υπό κρίση υπόθεση τρόπο είχαν εξαπατήσει και αποσπάσει από τους Δ1 και Δ2 σημαντικά ποσά για μεσολάβησή τους στην αγορά μέσω της Εμπορικής Τράπεζας ακινήτου και αυτοκινήτων πράξεις που φέρονται ότι τέλεσαν το καλοκαίρι μέχρι τον Οκτώβριο του 2005. Δέχεται δε το ανωτέρω Βούλευμα του Συμβουλίου Σας ότι ο κατηγορούμενοι είχαν αναγάγει σε επάγγελμα την εξαπάτηση προκειμένου δια του τρόπου αυτού να εξασφαλίσουν εισόδημα, περιστατικά που προέκυπταν από τα στοιχεία της υπόθεσης εκείνης, αλλά και από προηγούμενες παρόμοιες δραστηριότητές του όπως αυτές προέκυπταν από την υπ' αρ. 15131/01 απόφαση του Τρ/λούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία οι κατηγορούμενοι και ήδη εκκαλούντες είχαν καταδικασθεί για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και έκδοση ακάλυπτων επιταγών, το υπ' αρ. 603/03 βούλευμα του Συμβουλίου Σας και το υπ' αρ. 4490/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Προσκομίζει επίσης την υπ' αρ. 11628/2005 απόφαση του Τρ/λούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών είχε καταδικασθεί για απάτη ιδιαιτέρα μεγάλης ζημίας σε φυλάκιση τριών ετών, γιατί όπως προκύπτει από το διατακτικό της τελευταίας είχε εμφανισθεί ως πολιτικός μηχανικός και κατασκευαστής πολυκατοικιών και μεσίτης πώλησης ακινήτων και είχε λάβει από τον επίδοξο αγοραστή διαμερίσματος Δ3 το ποσό των 4.500.000 δρχ. το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα, δεδομένου ότι όλες οι ανωτέρω ιδιότητες δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αλλά αποτελούσαν την "βιτρίνα" για εξαπάτηση των υποψηφίων αγοραστών. Προσκόμισε τέλος και την υπ' αρ. 2177/2005 απόφαση του Τρ/λούς Εφετείου Αθηνών από την οποία προκύπτει ότι ο ανωτέρω Χ1 είχε εμφανισθεί στην Ζ1 ως πρόεδρος τεχνικής εταιρείας που είχε προς πώληση διαμερίσματα και την έπεισε και του κατέβαλε το ποσό των 4.5565.000 δρχ. για την πώληση συγκεκριμένου διαμερίσματος και μετά την καταβολή αυτή εξαφανίσθηκε, αφού όσα της παρέστησε ήταν ψευδή. Σημειώνει δε η εγκαλούσα ότι, κατά την περίοδο που της εμφανιζόταν το ζεύγος Χ1,Χ2 ως άτομα με μεγάλη ακίνητη περιουσία που είχαν αποκτήσει κατά τον τρόπο που της υποδείκνυαν και της ίδιας να αποκτήσει το ακίνητο της στην ..., με τα χρήματα που της είχαν αποσπάσει πλήρωναν την εγγύηση που είχε επιβληθεί στον πρώτο από αυτούς ως περιοριστικό όρο με το υπ' αρ. 1045/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Σας. Απολογούμενοι ο κατηγορούμενοι -κατά σύντμηση του περιεχομένου των ισχυρισμών τους- δεν αρνούνται ότι έλαβαν από την εγκαλούσα χρήματα για την αγορά του διαμερίσματος στην ...., αρνούνται όμως ότι έλαβαν το ποσό των 51.500 ευρώ αποδεχόμενος ο πρώτος ότι έλαβε το ποσό των 38.500 ευρώ, ως διαμεσολαβητής λόγω των γνώσεων του ως εργολάβου και της πρότεινε να αγοράσει το ακίνητο αυτό που είχε εντοπίσει στις μικρές αγγελίες εφημερίδων και ότι για λόγους που αφορούν την εγκαλούσα δεν ολοκληρώθηκε η αγορά του ακινήτου της .... και ότι ο ίδιος είχε την καλή πρόθεση να της πωλήσει ένα ακίνητο της συζύγου του στο .... σε αντιστάθμισμα των 38.500 ευρώ που της είχε αποσπάσει. Ούτε όμως για την κατά οποιονδήποτε τρόπο διαμεσολάβηση προσκομίζει οποιοδήποτε σοβαρό στοιχείο πέραν των ισχυρισμών του. Επί των ανωτέρω ισχυρισμών των κατηγορουμένων παρατηρούμε ότι λείπει παντελώς το ενδεχόμενο της επιστροφής των χρημάτων στην άτυχη εγκαλούσα, η οποία επελέγη ως χρηματοδότης της άνετης ζωής της οικογένειας των κατηγορουμένων το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι αρνήσεις της εγκαλούσης σε προτάσεις επιστροφής των χρημάτων, που επικαλούνται οι κατηγορούμενοι, δεν κρίνονται ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια, δεδομένου ότι οι τελευταίοι αν πραγματικά είχαν σκοπό επιστροφής θα είχαν καταθέσει το σχετικό ποσό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Σημειώνεται ακόμα ότι δεν φαίνεται να έχουν οριστικά εγκαταλείψει τους ψευδείς ισχυρισμούς τους περί μεγάλης ακίνητης περιουσίας τους. Οι ισχυρισμοί όμως των κατηγορουμένων που προαναφέρθηκαν, δεν κρίνονται βάσιμοι, δεδομένου ότι έρχονται σε αντίθεση και με έγγραφα έχοντα σχέση με τις καταβολές από την εγκαλούσα χρημάτων στον πρώτο των κατηγορουμένων, που δεν μπορούν κατά άλλο τρόπο, εκτός εκείνου της εξαπάτησης, να δικαιολογηθούν. Αντίθετα οι ισχυρισμοί της εγκαλούσης επιβεβαιώνονται από τις προαναφερθείσες επιταγές που παρέδωσε στον πρώτο των κατηγορουμένων, τις καταθέσεις της και των λοιπών μαρτύρων, σε συνδυασμό και με τα έγγραφα που η τελευταία προσκόμισε. Παρόμοιους ισχυρισμούς διατυπώνει ο πρώτος κατηγορούμενος με την κρινόμενη έφεση του, που για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, δεν κρίνονται ουσιαστικά βάσιμοι. Επομένως, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι πληρούται στη συγκεκριμένη περίπτωση η ειδική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απάτης κατά συναυτουργία από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 15.000 ΕΥΡΩ (άρθρα 1, 5, 13 εδ. στ' (όπως το εδ. στ' προστεθ. με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/96), 14, 4 26 εδ. α', 27, 45, 386 παρ. 1, 3 εδ. α'(όπως η παραγρ. 3 που είχε αντικ. αρχικώς με το άρθρο παρ. 11 Ν. 2408/96 αντικ. εκ νέου από το όρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999) Π.Κ., πράξη που φέρονται ότι τέλεσαν οι Χ1 και η Χ2 στο χρονικό διάστημα από 18-4-2003 μέχρι 12-1-2004 4 σε Βάρος της Ψ1. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και απορρίπτοντας την έφεση του αναιρεσείοντος επικύρωσε το πρωτοβάθμιο βούλευμα, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 45 και 386 παρ. 1,3α του τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλειπή ή ασαφή αιτιολογία ώστε να στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα διαλαμβάνονται στο βούλευμα οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ήσαν ψευδείς οι παραστάσεις του κατηγορουμένου προς την εγκαλούσα από τις οποίες αυτή προέβη σε περιουσιακή διάθεση, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί αυτή κατά το ποσό των 51.500 ευρώ, με ισόποση αντίστοιχη ωφέλεια του κατηγορουμένου και της συζύγου του. Η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται στο βούλευμα η κατ'επάγγελμα τέλεση της απάτης είναι αβάσιμη, αφού, με τις εκ του πράγματος παραδοχές περί προηγουμένων καταδικών για το αυτό έγκλημα και μνεία των σχετικών δικαστικών αποφάσεων και βουλευμάτων, το Συμβούλιο επαρκώς αιτιολογεί τη συνδρομή της άνω επιβαρυντικής περιστάσεως. Τέλος, υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος με τους οποίους υποστηρίζει ότι δεν τελέσθηκε η πράξη, είναι απαράδεκτοι γιατί πλήττουν την περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Απαράδεκτος και απορριπτέος είναι και ο περί υπέρβασης εξουσίας λόγος αναιρέσεως, εγκείμενος στο ότι το υπ' αριθμ. 1.223/2007 πρωτόδικο βούλευμα του Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αντικατέστησε τον περιοριστικό όρο της εγγυοδοσίας με προσωρινή κράτηση, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η αναίρεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος είναι απαράδεκτη.
Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 235/29-10-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1223/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και του υπ' αριθμ. 1938/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ