Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1453 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Απορρίπτεται ως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος, διότι δεν περιέχει σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, αλλά υπό το πρόσχημα των επικαλουμένων αναιρετικών λόγων της ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πλήττεται η μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση περί τα πράγματα του Δικαστικού Συμβουλίου.





Αριθμός 1453/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια και Ιωάννη Παπουτσή (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σωτηρίου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2087/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα τη ....... .
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1931/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 206/18.04.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 §1, την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 465 §1, 473 §1, 474 και 482 §1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. την με αριθ. 216/19-10-2007 αίτησιν αναιρέσεως, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθ. 2087/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεώς του κατά του υπ' αριθ. 283/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθ. 283/2007 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενον εις το ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη του βιασμού και λόγω συναφείας για την πράξιν της παρανόμου κατακρατήσεως (άρθρ. 336 §1, 325 Π.Κ.). Κατά του ως άνω βουλεύματος ησκήθη η υπ' αριθ. 156/4-4-2007 έκθεσιν εφέσεως υπό του κατηγορουμένου επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθη κατ' ουσίαν η παραπάνω έφεσις και επεκυρώθη το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών.

ΙΙ) Κατά την διάταξη του άρθρ. 474 §2 Κ.Π.Δ: "Στην έκθεση (άσκησης ενδίκου μέσου) πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρ. 462 του ίδιου κώδικα, προκύπτει με σαφήνεια, ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησις αναιρέσεως κατά βουλεύματος (ή αποφάσεως) είναι να περιέχεται σ' αυτή ισχυρός λόγος αναιρέσεως, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διότι διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και ως τέτοια απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρ. 476 §1 Κ.Π.Δ. Έτσι για το ορισμένο (και άρα για το παραδεκτό) του αναιρετικού λόγου, απαιτείται η σαφής επίκληση τουλάχιστον ενός εκ των περιοριστικώς αναφερομένων εις το άρθρ. 484 §1 Κ.Π.Δ. λόγων αναίρεσης και η συγκεκριμένη μνεία της νομικής πλημμέλειας (Α.Π. 171/1999 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 998 με σύμφωνο σχόλιο Θ. Σάμιου και περαιτέρω νομολογιακές παραπομπές, Α.Π. 43/99 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 223, Α.Π. 474/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 152).
Ειδικότερον, από τις διατάξεις των άρθρ. 462, 474 §2, 484 §§1 και 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 484 §1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, δεν αρκεί η απλή αναφορά της διατάξεως που παρεβιάσθη, αλλά πρέπει εις το αναιρετήριο να προσδιορίζεται με τρόπο συγκεκριμένο η νομική πλημμέλεια που προσάπτεται εις το βούλευμα (ή την απόφαση). Τούτο δε διότι κατά τον αναιρετικό αυτό λόγο, εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σε συγκεκριμένη διάταξη που εφήρμοσε διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη στην διάταξη που εφηρμόσθη ή όταν αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, είτε με την μη αναφορά εις το βούλευμα (ή την απόφαση) με πληρότητα των περιστατικών που προέκυψαν και είναι αναγκαία για την εφαρμογή της ή αυτά εκτίθενται αντιφατικώς ή υπάρχει αντίφαση αιτιολογικού και διατακτικού, ώστε δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και το βούλευμα (ή η απόφαση) δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 1415/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ' 509, Α.Π. 1018/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 248). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερον η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου της ουσίας.


ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση στην συνταχθείσα ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών υπ' αριθ. 216/2007 "έκθεση αναίρεσης", περιέχεται δήλωση του κατηγορουμένου ότι ασκεί αναίρεση κατά του παραπάνω βουλεύματος, εκτός από τον πρώτο λόγο από τον οποίο προκύπτει ότι ουδεμία πλημμέλεια προσάπτει κατά του προσβαλλομένου ως άνω βουλεύματος, αλλά μόνον αιτιάσεις εις βάρος της εγκαλούσης που αναφέρονται στην δήθεν διάπραξιν υπ' αυτής διαφόρων αδικημάτων, που ως τοιούτος τυγχάνει απαράδεκτος, με τον δεύτερο λόγο διότι "εσφαλμένως εφήρμοσε και ερμήνευσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 336 και 325 του Ποινικού Κώδικα, καθόσον η ερωτική και σεξουαλική συνεύρεση και η παραμονή της εγένετο εκουσίως και όχι κατόπιν εξαναγκασμού". Όμως ο λόγος αυτός αναιρέσεως, πέραν της αοριστίας του, προεβλήθη ως αυτοτελής ισχυρισμός κατά την απολογίαν του, ο οποίος απερρίφθη με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και συνεπώς, εφόσον δεν επικαλείται άλλα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον ως άνω αναιρετικό λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πλήττεται δι' αυτού απαραδέκτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου, δι' ον λόγον πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αυτός ως απαράδεκτος και συνακόλουθα η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως κατ' άρθρ. 476 §1 Κ.Π.Δ., ως μη περιέχουσα κανένα από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρ. 484 §1 Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης, διαλαμβάνουσα δε μόνον ασάφειες και αοριστίες, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρ. 583 §1 Κ.Π.Δ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η με αριθ. 216/19-10-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αριθ. 2087/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών καιΝα επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.


Αθήναι 20/3/2008Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου

Αντώνιος Μύτης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1 και 484 § 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο. Αν δεν περιέχεται στη δήλωση ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 § 1 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, για το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται, ως προς το παραδεκτό του, από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιες είναι, στη δεύτερη περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή αντιφάσεις της (ΟλΑΠ 2/2002). Επίσης, προκειμένου για το λόγο αναιρέσεως της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, πρέπει να προσδιορίζεται η νομική πλημμέλεια του βουλεύματος και συγκεκριμένα η διάταξη που παραβιάσθηκε και ιδίως σε τι συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές του Συμβουλίου, οι οποίες πρέπει να παρατίθενται στην αίτηση, διότι, διαφορετικά, ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Εξάλλου, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστικό συμβούλιο και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων ανάγεται στην περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 177 ΚΠοινΔ), η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται το 2087/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά του 283/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του κατά την περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών αρμοδίως ορισθησομένου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού και της παράνομης κατακρατήσεως (άρθρα 336 § 1 και 325 Π.Κ.). Με την αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα με δήλωσή του ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών και περιέχεται στη 216/19.10.2007 Έκθεση του εν λόγω Γραμματέα, προβάλλονται ως λόγοι αναιρέσεως η έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 336 και 325 ΠΚ που εφαρμόσθηκαν στο εν λόγω βούλευμα, χωρίς να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο σε τι συνίστανται τόσον η έλλειψη αιτιολογίας όσον και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Αντ' αυτού παρατίθενται αιτιάσεις κατά της αξιοπιστίας της καταθέσεως της εγκαλούσας και δια των αιτιάσεων αυτών πλήττεται ως εσφαλμένη η μη ελεγχόμενη αναιρετικώς, κατά τα προεκτεθέντα, εκτίμηση από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών του αποδεικτικού αυτού μέσου και, ειδικότερα, εκτίθεται ότι η εγκαλούσα "είναι αγνώστου εθνικότητος, αγνώστου επαγγέλματος, αγνώστου εισοδήματος και αγνώστου απασχολήσεως.... εξέδωσε πλαστό διαβατήριο επ' ονόματι γυναικός ανυπάρκτου, εξαπάτησε τις προξενικές και Αστυνομικές Αρχές για έκδοση ελληνικής ταυτότητας... διέπραξε ποινικά αδικήματα... προβλεπόμενα από το Νόμο περί μεταναστών, το άρθρο 220 ΠΚ, το άρθρο 164 ΠΚ και το άρθρο 225 ΠΚ...". Περαιτέρω, σε σχέση με το δεύτερο λόγο, εκτίθεται ότι "η ερωτική και σεξουαλική συνεύρεση και η παραμονή της εγένετο εκουσίως και όχι κατόπιν εξαναγκασμού", ήτοι από το πρόσχημα του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται επίσης η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Η αίτηση αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μη περιέχουσα σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 § 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως του 2087/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή