Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2276 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη στο δικαστήριο τετελεσμένη και σε απόπειρα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2276/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 402/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 90/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 277/20.5.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθμ. 1/3-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τη δικηγόρο Αθηνών Αλεξάνδρα Γιάκη, δυνάμει του προσαρτημένου στην αίτηση υπ'αριθμ. ..... ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά Γεωργίου Βασιλείου Παπαθανασίου και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ.402/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά με το υπ'αριθμ. 943/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απάτης, τετελεσμένης και σε απόπειρα, κατ'εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε και η περιουσιακή ζημία πού προξενήθηκε υπερβαίνουν το ποσόν των 25.000.000 δραχμών ή 75.000 ΕΥΡΩ . Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 402/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Εναντίον του Εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 24/12/2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 3/1/2008 (άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιά, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 1/3-1-2008 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία κατ'εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2.-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιατέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης , κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω κι αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της (ΑΠ 1844/2007, ΑΠ 961/2006 ). Με την έννοια αυτή περιουσιακή βλάβη θεωρείται τόσο η οριστική απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου, όσο και ο συγκεκριμένος κίνδυνος της οριστικής απώλειας αυτού. Η απειλή μειώσεως της περιουσίας είναι ενεστώσα ζημία, που συνίσταται σε πραγματική μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του φορέα της περιουσίας . Περαιτέρω, εν όψει του ότι δεν απαιτείται ταύτιση του απατωμένου και του βλαπτομένου , υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπαλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εντεύθεν έπεται ότι η απάτη δύναται να διαπραχθεί και ενώπιον του δικαστηρίου , με την παραπλάνηση του Δικαστή στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, όταν υποβάλλονται ψευδείς ισχυρισμοί, πού υποστηρίζονται με επίκληση και προσαγωγή εν γνώσει ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και γνησίων πλήν όμως ανακριβών κατά το περιεχόμενό τους. Η κατά τα ανωτέρω απάτη συντελείται και όταν η δίκη διεξάγεται κατά την ειδική διαδικασία, κατά την οποία δεν τηρούνται οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούν τα μέσα, αποδείξεις και την αποδεικτική δύναμη αυτών, το δε δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προβαλλομένων ισχυρισμών, η οποία συντελείται με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως ισχύει και στη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 661/2006, ΑΠ 45/2001 ). Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων παραπλανάται το δικαστήριο και προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ, όταν το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς ή δεν εξέδωσε οριστική απόφαση, τότε υφίσταται απόπειρα απάτης.
3.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά ή υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας : α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων πού ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή του δικαστικού συμβουλίου ( ΑΠ 1095/2007, ΑΠ 842/2007, ΑΠ 544/2006), β) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, πού αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού( ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006) και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι'αυτής, συμπληρωματικά, στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτές με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν τις παραπεμπτικές αυτές προτάσεις, με τις οποίες συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 770/2007, ΑΠ 698/2006, ΑΠ 1242/2005). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά πού δέχθηκε στη διάταξη πού εφαρμόσθηκε ( ευθεία παραβίαση ), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, πού περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως ( ΑΠ 1074/2006).
4.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, πού το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό (βούλευμα) Εισαγγελική Πρόταση και δι'αυτής, συμπληρωματικά, στο πρωτόδικο βούλευμα, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία πού μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τά έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στίς 7 Φεβρουαρίου 2001 συστήθηκε με εντολή και με δαπάνες του εγκαλούντος Χ, η υπεράκτιος εταιρεία με την επωνυμία "SNAR SA", η οποία καταχωρήθηκε στο σχετικό δημόσιο μητρώο του Παναμά, σύμφωνα με το νόμο που ισχύει εκεί. Κατά το καταστατικό της μέτοχοι της εταιρείας ήταν οι υπήκοοι Παναμά Α και Β, πρώτοι δε διευθυντές αυτής ήταν οι ιδρυτές της και ο Γ, και διεύθυνση ..... πόλη του Παναμά. Στη συνέχεια στις 9 Φεβρουαρίου 2001 αποφασίσθηκε η έκδοση πεντακοσίων (500) μετοχών χωρίς ονομαστική αξία, για την απόδειξη της νομίμου κατοχής των οποίων εκδόθηκαν δέκα πιστοποιητικά αριθμημένα από 1 έως 10, το καθένα εκ των οποίων ήταν αποδεικτικό κατοχής πενήντα μετοχών. Την ίδια ημερομηνία ο εκ των ιδρυτών Α εξουσιοδοτημένος από τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της 9-2-2001 συνέταξε το με ιδία ημερομηνία πληρεξούσιο έγγραφο προς τον κατηγορούμενο και αδελφό του εγκαλούντος, με το οποίο του δόθηκε η αποκλειστική εντολή και πληρεξουσιότητα να ενεργήσει για λογαριασμό τής ως άνω υπεράκτιας εταιρείας και να πράξει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ίδρυση με άλλα πρόσωπα και λειτουργία στην Ελλάδα ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία "TRANSCO ΑΕ" μετοχικού κεφαλαίου ποσού 60.000 ευρώ (20.445.000 δραχμών) ή οποιουδήποτε άλλου ποσού ήθελε αποφασιστεί. Το πληρεξούσιο αυτό ρητά καθορίστηκε ως ανέκκλητο μέχρι τον διορισμό ή την εκλογή διευθυντών της ανώνυμης εταιρείας που θα ιδρύετο στην Ελλάδα και αυθημερόν ακολούθησε η μεταβίβαση του δικαιώματος κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου, δηλαδή μεταβιβάστηκε με εικονική σύμβαση πώλησης η εταιρεία από τους ιδρυτές εντολοδόχους προς τον εγκαλούντα ως εντολέα τους και συντελέστηκε η παραίτηση των αρχικά ορισθέντων διευθυντών. Επίσης στις 20/2/2001 τα αποδεικτικά έγγραφα των γεγονότων αυτών παραδόθηκαν στον εγκαλούντα, ο οποίος έκτοτε τυγχάνει ο μοναδικός μέτοχος της υπεράκτιας εταιρείας "SNAR SA" και μοναδικός κάτοχος των τίτλων των μετοχών και των λοιπών αποδεικτικών εγγράφων της εταιρείας.
Το πληρεξούσιο χορηγήθηκε την ίδια ημερομηνία και με την αριθ. ..... πράξη της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας Σουρή ακολούθησε η ίδρυση της εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΝΣΚΟ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" που καταχωρήθηκε στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιριών Νομαρχίας Θεσσαλονίκης. Εξάλλου με την ως άνω πράξη (καταστατικό) καθώς και την με αριθ. ..... πράξη διορθώσεως - συμπληρώσεως της ιδίας συμβολαιογράφου, που δημοσιεύθηκαν νομίμως, ιδρυτικά μέλη και μέτοχοι της εταιρείας που ιδρύθηκε ήταν η υπεράκτιος εταιρεία του εγκαλούντος "SNAR SA" (κυρία, νομέας και κάτοχος 2750 ονομαστικών μετοχών που αντιστοιχούν σε ποσοστό συμμετοχής 55% επί του συνολικού κεφαλαίου ), η COSLINK ΑΕ (κυρία, νομέας και κάτοχος 1250 ονομαστικών μετοχών που αντιστοιχούν σε ποσοστό συμμετοχής 25% επί του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου) και η ΚΟΣΚΟ Α.Ε. (κυρία, νομέας και κάτοχος 1000 ονομαστικών μετοχών που αντιστοιχούν σε ποσοστό συμμετοχής 20% επί του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου). Επίσης με το υπ' αριθ. 1/19-3-2001 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου συγκροτήθηκε σε σώμα το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της ως εταιρείας, η θητεία του οποίου έληγε την 30-6-2001 και το αποτελούσαν ο εγκαλών Ψ ως Πρόεδρος, ο Δ ως αντιπρόεδρος, ο κατηγορούμενος (αδελφός του εγκαλούντα) ως διευθύνων σύμβουλος και ο Ε ως σύμβουλος. Την 7-5-2003 συγκλήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες και χωρίς τη συναίνεση του εγκαλούντος έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΝΣΚΟ ΑΕ", με απόφαση της οποίας καθαιρέθηκε ο εγκαλών από Πρόεδρος της εταιρείας και αντικαταστάθηκε από τον κατηγορούμενο -ενώ ταυτόχρονα ανατέθηκαν συγκεκριμένες εξουσίες εκπροσώπησης της εταιρείας στον κατηγορούμενο και τον Δ κατά παράβαση του με αρ. .... πρακτικού του ΔΣ- και στη συνέχεια την 19-5-2003 με νέα απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας αποφασίστηκε η έκδοση προσωρινών τίτλων μετοχών και η παράδοση τους στους μετόχους.
Ο εγκαλών μετά από αυτά άσκησε κατά της "ΤΡΑΝΣΚΟ ΑΕ" , κατά του κατηγορουμένου και των Δ και Ε την με αριθ. 18510/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσ/νίκης, διά της οποίας ζήτησε την αναστολή εκτελέσεως της ισχύος των αποφάσεων αυτών και υπέβαλε αίτημα περί εκδόσεως προσωρινής διαταγής, για την προσωρινή αναστολή των ως άνω αποφάσεων. Η αίτηση αυτή, συζητήθηκε την 26-5-2003 ενώπιον του αρμοδίου δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την οποία ο κατηγορούμενος εκ προθέσεως ισχυρίστηκε εν γνώσει ψευδώς ότι ήταν μοναδικός μέτοχος της "SNAR SΑ" και ότι δήθεν είχε απωλέσει προ δεκαημέρου το σύνολο των πεντακοσίων (500) μετοχών της ως άνω εταιρείας και ζήτησε να απορριφθεί το αίτημα προσωρινής διαταγής για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του εγκαλούντος, υποστηρίζοντας το αίτημα αυτό διά της επικλήσεως και προσκομίσεως, ως αποδεικτικού μέσου, τού από 9-2-2001 αναφερθέντος ήδη πληρεξούσιου εγγράφου, του οποίου όμως η ισχύς είχε λήξει κατά τα ειδικότερα αναφερθέντα ανωτέρω (γεγονός όμως που δεν εμπόδισε τον κατηγορούμενο να κάνει συνεχώς μνεία του συγκεκριμένου πληρεξουσίου και των υπέρ του ίδιου "δικαιωμάτων'' που απέρρεαν από μεταγενέστερες πράξεις με βάση αυτό το ανίσχυρο πληρεξούσιο, επιδιώκοντας έτσι να πείσει τον δικαστή ότι ήταν αποκλειστικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της "SNAR SA" γεγονός που πέτυχε, αφού αυτός εξαπατήθηκε και εξέδωσε την από 26-5-2003 απορριπτική διάταξη επί του αιτήματος του εγκαλούντα. Ακολούθως την 16-7-2003 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά τη συζήτηση της προαναφερόμενης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, προς επίρρωση και υποστήριξη αυτής, επικαλέστηκε ξανά, ως αποδεικτικό μέσο, το αναφερόμενο ανίσχυρο πληρεξούσιο, καθώς και την υπό ιδία ημερομηνία ψευδή ένορκη εξέταση του μάρτυρα ΣΤ, ο οποίος κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος ήταν κύριος και κάτοχος των πεντακοσίων (500) μετοχών της ''SNAR SA'' και δια των ως άνω αποδεικτικών μέσων και ισχυρισμών επεχείρησε να πείσει το Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού να απορρίψει τη συζητούμενη αίτηση. Όμως το Δικαστήριο με την υπ' αριθ. 22.896/2003 απόφαση του δέχθηκε την αίτηση και διέταξε την αναστολή της ισχύος των εν λόγω αποφάσεων, πιθανολογώντας ότι αυτές είναι απολύτως άκυρες και ότι μ' αυτές "o αιτών υφίσταται βλάβη.... αφού παγιώνεται πλέον η απώλεια της θέσης του Προέδρου, με αποτέλεσμα μετά τις ενέργειες των καθ'ων, να αποφασίζουν πλέον αυτοί για τις τύχες της εταιρείας αλλά και του αιτούντος, στην οποία αυτός είναι ο κυριότερος μέτοχος"(βλ. σχετική απόφαση).
Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος κατέθεσε την με αρ. 179/11-6-2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του εγκαλούντα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά διά την λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής επί των πεντακοσίων (500) μετοχών της "SNAR SA" , ισχυριζόμενος για πρώτη φορά ότι ο εγκαλών αφαίρεσε από το γραφείο του τα πρωτότυπα των πιστοποιητικών που απεδείκνυαν την εκ μέρους του κατοχή των μετοχών της εταιρείας "SNAR SA" και ζήτησε δια του κυρίου αιτήματος την προσωρινή απόδοση της νομής των προαναφερομένων τίτλων δια δε του αιτήματος της προσωρινής διαταγής την απαγόρευση διαθέσεως των προαναφερομένων τίτλων μέχρι της συζητήσεως της αιτήσεως με την επίκληση και προσκόμιση, εκτός των άλλων {αναφερθέντων ήδη} αποδεικτικών μέσων και του πληρεξουσίου, η ισχύς όμως του οποίου είχε λήξει. Έτσι κατά τη συζήτηση του αιτήματος της προσωρινής διαταγής την 11-6-2003 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Υπηρεσίας Πειραιά, ο κατηγορούμενος παρέστησε εν γνώσει ψευδώς ότι ήταν αποκλειστικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της "SNAR SA" και νομέας των προαναφερθεισών μετοχών, πείθοντας έτσι τον δικαστή να κάνει δεκτό το αίτημα του. Ακολούθως την 27-6-2003 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατά τη συζήτηση της αιτήσεως, προσκομίζοντας ως αποδεικτικό μέσο ξανά το ίδιο πληρεξούσιο, και ζητώντας επίσης την εξέταση ως μάρτυρα του ΣΤ, ο οποίος κατέθεσε ψευδώς ότι ο κατηγορούμενος ήταν προσωρινός νομέας και κάτοχος των ως άνω μετοχών, επεχείρησε έτσι να πείσει το Δικαστήριο να δεχτεί ως κατ' ουσία βάσιμη την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, πλην όμως το προαναφερθέν Δικαστήριο δεν πείστηκε από τους ως άνω ψευδείς ισχυρισμούς και αποδεικτικά μέσα και απέρριψε με την με αριθ. 163/2002 απόφαση του ως κατ' ουσία αβάσιμη την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων (βλέπε σχετικά). Εξ άλλου η με αριθ. καταθέσεως 420/2004 αγωγή του κατηγορουμένου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατά του εγκαλούντα, με την οποία αιτείται την απόδοση σε αυτόν των μετοχών και των λοιπών πρωτοτύπων εγγράφων της "SNAR SA" και την αναγνώριση ότι ήταν νομέας και κάτοχος των εν λόγω εγγράφων είχε ματαιωθεί την 14-12-2005 και μέχρι την 16-6-2006 δεν είχε επαναφερθεί με κλήση προς προσδιορισμό, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι εκκρεμεί άλλη αγωγή κατά του εγκαλούντα που να αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς της "SNAR SA" (βλ. την με αριθ. 145/16-6-2006 βεβαίωση Ειρηνοδικείου Πειραιώς). 0 κατηγορούμενος με τους ως άνω ψευδείς ισχυρισμούς και αποδεικτικά μέσα προσπάθησε να αποδείξει ότι ήταν ο ουσιαστικός ιδιοκτήτης της εταιρείας "SNAR SA". Όμως όλοι οι ισχυρισμοί του έχουν απορριφθεί από τα αστικά δικαστήρια, όπως προκύπτει από τις ήδη αναφερθείσες αποφάσεις. Επίσης ο κατηγορούμενος υπέβαλε αίτηση στα Δικαστήρια του Παναμά για ακύρωση και αντικατάσταση των μετοχών της "SNAR SA", η οποία όμως απορρίφθηκε και η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη (βλ. σχετική απόφαση με συνημμένη επικυρωμένη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, καθώς και νόμιμη γνωμοδότηση δικηγόρου του Παναμά).
Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι, ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με τις μετοχές της εταιρείας "SNAR SA", με τα αποδεικτικά κατοχής τους, αλλά και τα υπόλοιπα έγγραφα που σχετίζονται με την εταιρεία αυτή, τα οποία κατείχε και κατέχει ο εγκαλών, προκύπτει και από το ότι, ενώ -όπως ο ίδιος ισχυρίζεται- είχε διαπιστώσει την απώλεια των ως άνω σπουδαίων εγγράφων και μετοχών τα οποία ενσωμάτωναν τα δικαιώματα του κατόχου τους επί της "SNAR SA'' τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο 2002, το κατήγγειλε για πρώτη φορά την 28-5-2003 ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, αφού τότε επικαλέστηκε τα έγγραφα. Παράλληλα όμως υπέβαλε την από 29-5-2003 μήνυση (πάλι καθυστερημένα σε σχέση με το γεγονός της απώλειας) κατά του εγκαλούντα για το θέμα αυτό, (κλοπή-υφαίρεση) των 500 μετοχών ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και ήδη εκδόθηκε το με αριθ. 1194/2004 απαλλακτικό και ήδη αμετάκλητο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά (βλ. σχετικό), το οποίο, επειδή η μήνυση θεωρήθηκε ως εντελώς ψευδής και υποβλήθηκε εκ δόλου, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας στον εγκαλούντα -νυν κατηγορούμενο. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο κατηγορούμενος αγνοούσε εντελώς την ύπαρξη των εγγράφων αυτών (των δύο πρωτότυπων μεταβιβάσεων του δικαιώματος κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου από τους αλλοδαπούς ιδρυτές της εταιρείας προς αυτήν και τις παραιτήσεις των αρχικών διευθυντών της) και το πρώτον έλαβε γνώση όταν ο εγκαλών τα επικαλέστηκε κατά τη συζήτηση στο Ειρηνοδικείο Πειραιά. Στη συνέχεια με την από 9-6-2003 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά κατά του εγκαλούντα κατήγγειλε την υπεξαγωγή διαφόρων πρωτοτύπων εγγράφων που σχετίζονται με την εταιρεία "SNAR SA". Ήδη και η έγκληση αυτή απορρίφθηκε με την με αριθ. 547/05 διάταξη του Εισαγγελέα ως ουσία αβάσιμη και επιβλήθηκαν ξανά τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του εγκαλούντα νυν κατηγορουμένου. 0 κατηγορούμενος δηλαδή αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη των ως άνω εγγράφων, επειδή δεν είχε καμιά σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της "SNAR SA" και για το λόγο αυτό υπέβαλε όψιμα τις ως άνω μηνύσεις, κάθε φορά που γινόταν επίκληση των εγγράφων αυτών από τον εγκαλούντα. Τέλος μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης με την αρ. ΑΝΣΤ/Δ/28/12-5-2006 Διάταξη του Ανακριτή του ΣΤ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά του επέβαλε τον περιοριστικό όρο της καταβολής εγγύησης ποσού 7.000 ευρώ μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, όρος η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε με το εκκαλούμενο βούλευμα.
Ο κατηγορούμενος απέναντι σε όσα αναφέρθηκαν ήδη δεν πρόβαλε κανένα βάσιμο ισχυρισμό εκτός από το να επαναλαμβάνει με κάθε αφορμή τα ίδια επιχειρήματά του, που, αμέσως παραπάνω, αναλύθηκαν και ανατράπηκαν από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, από το απαλλακτικό βούλευμα πού εκδόθηκε για τον εγκαλούντα και την απορριπτική Διάταξη στη μήνυση που είχε ο ίδιος υποβάλλει σε βάρος του εγκαλούντα αδελφού του. Επιχειρήματα τα οποία, εκτός των άλλων, στερεότυπα υποστηρίζει από τις εξηγήσεις που έδωσε στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, την απολογία του στην ανάκριση και το υπόμνημα που κατέθεσε στον ανακριτή. Να σημειωθεί ότι στην έφεσή του περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι δεν εκτιμήθηκαν σωστά τα όσα προέκυψαν από την ανάκριση. Επιφυλάχθηκε μάλιστα να τα επανεκθέσει στο υπόμνημά του , χωρίς όμως τελικά να το υποβάλλει.
Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω προκύπτουν οι βάσιμα επαρκείς ενδείξεις ενοχής, πού αρκούν κατά το νόμο, για την παραπομπή του κατηγορούμενου, για την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, τετελεσμένης και σε απόπειρα, εκ της οποίας το συνολικό περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν τις 73.000 ευρώ ( άρθρα 1,2,14,16,17,18, 26 παρ.1α, 27 παρ. 1, 42παρ. 1, 51, 52, 60, 63, 65, 79, 386 παρ. παρ.1 και 3 περ.β' του Ποινικού Κώδικα όπως ισχύει τώρα) και ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι (ΑΠ 107/1998 ΠΧ ΜΗ-757), του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά για να δικαστεί για την προαναφερθείσα πράξη. 5.-Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορούμενου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απάτης, τετελεσμένης και σε απόπειρα, κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος πού σκοπήθηκε και η περιουσιακή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά με αυτά πού δέχθηκε και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 42, 98 και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα: α) Δεν απαιτείται η αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και η μνεία του τι προέκυπτε από το καθένα από αυτά, ούτε ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Το Συμβούλιο Εφετών έλαβε στην προκειμένη περίπτωση υπόψη του όλα τα αναφερόμενα σ'αυτό αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, συνεπώς και εκείνα που προσκομίσθηκαν από τον αναιρεσείοντα, β) Αβάσιμη, εξάλλου είναι η αιτίαση του αναιρεσείοντα ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αιτιολογεί την κρίση του ότι η ισχύς του από 9-2-2001 πληρεξουσίου εγγράφου της εταιρείας "SNAR SA" είχε λήξει κατά τον χρόνο τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων της απάτης και της απόπειρας απάτης. Πράγματι, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, αλλά και εκείνες του πρωτοδίκου βουλεύματος, στο οποίο επιτρεπτώς συμπληρωματικά γίνεται παραπομπή, η ισχύς του ανωτέρω από 9-2-2001 πληρεξουσίου έπαυσε την 19-3-2001, οπότε συγκροτήθηκε σε σώμα το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της συσταθείσας ανώνυμης εταιρείας "TRANSCO SA", με το υπ'αριθμ. ..... πρακτικό συνεδριάσεως. Αλλωστε, σύμφωνα και πάλι με τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, οι μερικότερες πράξεις της απάτης δεν τελέσθηκαν μόνο με την προσαγωγή και επίκληση του ανωτέρω από 9/2/2001 πληρεξουσίου, αλλά και με την εν γνώσει ψευδή παράσταση ότι ο αναιρεσείων ήταν ο μοναδικός μέτοχος της εταιρείας "SNAR SA" και ότι είχε δήθεν απωλέσει προ δεκαημέρου το σύνολο των πεντακοσίων (500) μετοχών της εταιρείας αυτής, προς υποστήριξη δε των εν λόγω ψευδών παραστάσεων ζήτησε και εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ο ΣΤ, ο οποίος επιβεβαίωσε τους ψευδείς αυτούς ισχυρισμούς του. γ) Με σαφήνεια και πληρότητα αιτιολογείται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αλλά και στο πρωτόδικο, στο οποίο γίνεται επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά, ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντα κατηγορούμενου και περαιτέρω σκοπός του να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, πού υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, συνίσταται δε συγκεκριμένα στη προσπόριση των κερδών της συσταθείσας ανώνυμης εταιρείας " TRASCO SA", τα οποία κατά το έτος 2002 αναλογούσαν στο ποσοστό συμμετοχής του ιδιοκτήτη των μετοχών της εταιρείας " SNAR SA" και ανέρχονται στο ποσό των 255.253 ευρώ, προσαυξημένα κατά 30% για κάθε επόμενο οικονομικό έτος. Ο δόλος αυτός του αναιρεσείοντα δεν αναιρείται από τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι αγνοούσε την ύπαρξη των δύο πρωτοτύπων μεταβιβάσεων του δικαιώματος καλύψεως του μετοχικού κεφαλαίου από τους αλλοδαπούς ιδρυτές της παναμαΐκής εταιρείας " SNAR SA" προς αυτόν και τις παραιτήσεις των αρχικών διευθυντών της και ότι έλαβε γνώση αυτών κατά την επίκλησή τους από τον εγκαλούντα στη συζήτηση της υπ'αριθμ. 179/17-6-2003 αιτήσεως του ( του αναιρεσείοντα) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά. δ) Με σαφήνεια και πληρότητα προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των αυτοτελών ενεργειών του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε ή επιχειρήθηκε να προκληθεί στο δικαστήριο, αφού αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο αναιρεσείων παρέστησε εν γνώσει ψευδώς ότι δήθεν είχε απωλέσει το σύνολο των πεντακοσίων (500) μετοχών της εταιρείας "SNAR SA" των οποίων ήταν δήθεν νόμιμος κύριος και έτσι παρέπεισε τον αρμόδιο δικαστή αφενός μεν να απορρίψει το αίτημα του εγκαλούντα για έκδοση προσωρινής διαταγής επί της υπ'αριθμ. 18510/2003 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, αφ'ετέρου δε να κάνει δεκτό το αίτημα του για έκδοση προσωρινής διαταγής επί της υπ'αριθμ. 179/11-6-2003 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ενώ, περαιτέρω, επεχείρησε να πείσει τον δικαστή, αφ'ενός μεν να απορρίψει την υπ'αριθμ. 18510/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του εγκαλούντα , αφ'ετέρου να κάνει δεκτή τη δική του υπ'αριθμ. 179/11-6-2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ε) Στο πρωτόδικο υπ'αριθμ. 943/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, στο οποίο ρητώς και επιτρεπτώς παραπέμπει, συμπληρωματικά, το προσβαλλόμενο βούλευμα , όπως ήδη προαναφέρθηκε, προσδιορίζεται με σαφήνεια και πληρότητα η περιουσιακή βλάβη που υπέστη ή επιχειρήθηκε να υποστεί ο εγκαλών, ανέρχεται δε στο ποσό των 255.253 ευρώ για το οικονομικό έτος 2002, προσαυξημένο κατά 30% για τα επόμενα οικονομικά έτη, δεδομένου ότι τα κέρδη της νεοσύστατης εταιρείας "TRANSCO SA" για το οικονομικό έτος 2002 ανέρχονταν στο ποσόν των 469.552 ευρώ και για κάθε επόμενο έτος προσαυξανόταν κατά ποσοστό 30% και ως εκ τούτου τα αντίστοιχα κέρδη της εταιρείας "SNAR SA" και του ιδιοκτήτη των μετοχών της, βάσει του ποσοστού συμμετοχής της στην ανωτέρω εταιρεία, προσδιορίζονται για το έτος 2002 στο ποσό των 255.253 ευρώ, προσαυξημένο κατά 30% για τα επόμενα οικονομικά έτη. Και στ) Όλες οι υπόλοιπες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα πλήττουν, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως αιτιολογίας, την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού δεν αποτελούν παραδεκτό λόγο αναιρέσεως ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ τους.
Με τα δεδομένα αυτά και εφ'όσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί η από 1/3-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ'αριθμ. 402/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων εις τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 23 -4-2008 Ο Εισαγγελέας Στέλιος Γκρόζος Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Κατά δε την παρ.3 περ.β' του ίδιου άρθρου επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις.. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός που υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο ή άλλων αναληθών αποδεικτικών μέσων. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει ως αβάσιμη την αγωγή ή αίτηση.
ΙΙ.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξ άλλου η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 β' του Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 402/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς με το οποίο απορρίφθηκε η ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση και επικυρώθηκε το πρωτόδικο υπ' αριθμ. 943/2007/2006 παραπεμπτικό βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς δέχθηκε, ΅ε επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσω΅ατω΅ένη σ' αυτό (βούλευ΅α) Εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής, συ΅πληρω΅ατικά, στο πρωτόδικο βούλευ΅α, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία πού ΅νη΅ονεύει και προσδιορίζει κατ' ειδος και συγκεκρι΅ένα από τις καταθέσεις των ΅αρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορου΅ένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγ΅ατικά περιστατικά: " ...
Στίς 7 Φεβρουαρίου 2001 συστήθηκε ΅ε εντολή και ΅ε δαπάνες του εγκαλούντος Χ, η υπεράκτιος εταιρεία ΅ε την επωνυ΅ία "SNAR SA", η οποία καταχωρήθηκε στο σχετικό δη΅όσιο μητρώο του Πανα΅ά, σύ΅φωνα ΅ε το νό΅ο που ισχύει εκεί. Κατά το καταστατικό της, ΅έτοχοι της εταιρείας ήταν οι υπήκοοι Πανα΅ά Α και Β, πρώτοι δε διευθυντές αυτής ήταν οι ιδρυτές της και ο Γ και διεύθυνση είχε την ..... πόλη του Πανα΅ά. Στη συνέχεια στις 9 Φεβρουαρίου 2001 αποφασίσθηκε η έκδοση πεντακοσίων (500) ΅ετοχών χωρίς ονο΅αστική αξία, για την απόδειξη της νο΅ί΅ου κατοχής των οποίων εκδόθηκαν δέκα πιστοποιητικά αριθ΅η΅ένα από 1 έως 10, το καθένα εκ των οποίων ήταν αποδεικτικό κατοχής πενήντα ΅ετοχών. Την ίδια η΅ερο΅ηνία ο εκ των ιδρυτών Α εξουσιοδοτη΅ένος από τα πρακτικά του διοικητικού συ΅βουλίου της 9-2-2001 συνέταξε το ΅ε ιδία η΅ερο΅ηνία πληρεξούσιο έγγραφο προς τον κατηγορού΅ενο και αδελφό του εγκαλούντος, ΅ε το οποίο του δόθηκε η αποκλειστική εντολή και πληρεξουσιότητα να ενεργήσει για λογαριασ΅ό της ως άνω υπεράκτιας εταιρείας και να πράξει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ίδρυση ΅ε άλλα πρόσωπα και λειτουργία στην Ελλάδα ανώνυ΅ης εταιρείας υπό την επωνυ΅ία "TRANSCO ΑΕ" ΅ετοχικού κεφαλαίου ποσού 60.000 ευρώ (20.445.000 δραχ΅ών) ή οποιουδήποτε άλλου ποσού, ήθελε αποφασιστεί. Το πληρεξούσιο αυτό ρητά καθορίστηκε ως ανέκκλητο ΅έχρι τον διορισ΅ό ή την εκλογή διευθυντών της ανώνυ΅ης εταιρείας που θα ιδρύετο στην Ελλάδα και αυθη΅ερόν ακολούθησε η ΅εταβίβαση του δικαιώ΅ατος κάλυψης του ΅ετοχικού κεφαλαίου, δηλαδή ΅εταβιβάστηκε ΅ε εικονική σύ΅βαση πώλησης η εταιρεία από τους ιδρυτές εντολοδόχους προς τον εγκαλούντα ως εντολέα τους και συντελέστηκε η παραίτηση των αρχικά ορισθέντων διευθυντών. Επίσης στις 20/2/2001 τα αποδεικτικά έγγραφα των γεγονότων αυτών παραδόθηκαν στον εγκαλούντα, ο οποίος έκτοτε τυγχάνει ο ΅οναδικός ΅έτοχος της υπεράκτιας εταιρείας "SNAR SA" και ΅οναδικός κάτοχος των τίτλων των ΅ετοχών και των λοιπών αποδεικτικών εγγράφων της εταιρείας. Το πληρεξούσιο χορηγήθηκε την ίδια η΅ερο΅ηνία και ΅ε την αριθ. ..... πράξη της Συ΅βολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας Σουρή, ακολούθησε η ίδρυση της εταιρίας ΅ε την επωνυ΅ία "ΤΡΑΝΣΚΟ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑIΡIΑ" που καταχωρήθηκε στα Μητρώα Ανωνύ΅ων Εταιριών Νο΅αρχίας Θεσσαλονίκης. Εξάλλου ΅ε την ως άνω πράξη (καταστατικό) καθώς και την ΅ε αριθ. ..... πράξη διορθώσεως-συ΅πληρώσεως της ιδίας συ΅βολαιογράφου, που δη΅οσιεύθηκαν νο΅ί΅ως, ιδρυτικά ΅έλη και ΅έτοχοι της εταιρείας που ιδρύθηκε ήταν η υπεράκτιος εταιρεία του εγκαλούντος "SNAR SA" (κυρία, νο΅έας και κάτοχος 2750 ονο΅αστικών ΅ετοχών που αντιστοιχούν σε ποσοστό συ΅΅ετοχής 55% επί του συνολικού κεφαλαίου), η COSLlNK ΑΕ (κυρία, νο΅έας και κάτοχος 1250 ονο΅αστικών ΅ετοχών που αντιστοιχούν σε ποσοστό συ΅΅ετοχής 25% επί του συνολικού ΅ετοχικού κεφαλαίου) και η ΚΟΣΚΟ Α.Ε. (κυρία, νο΅έας και κάτοχος 1000 ονο΅αστικών ΅ετοχών που αντιστοιχούν σε ποσοστό συ΅΅ετοχής 20% επί του συνολικού ΅ετοχικού κεφαλαίου). Επίσης ΅ε το υπ' αριθ. 1/19-3-2001 πρακτικό του Διοικητικού Συ΅βουλίου συγκροτήθηκε σε σώ΅α το πρώτο διοικητικό συ΅βούλιο της ως εταιρείας, η θητεία του οποίου έληγε την 30-6-2001 και το αποτελούσαν ο εγκαλών Ψ ως Πρόεδρος, ο Δ ως αντιπρόεδρος, ο κατηγορού΅ενος (αδελφός του εγκαλούντα) ως διευθύνων σύ΅βουλος και ο Ε ως σύ΅βουλος. Την 7-5-2003 συγκλήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι νό΅ι΅ες διαδικασίες και χωρίς τη συναίνεση του εγκαλούντος έκτακτη γενική συνέλευση των ΅ετόχων της εταιρείας ΅ε την επωνυ΅ία "ΤΡΑΝΣΚΟ ΑΕ", ΅ε απόφαση της οποίας καθαιρέθηκε ο εγκαλών από Πρόεδρος της εταιρείας και αντικαταστάθηκε από τον κατηγορού΅ενο-ενώ ταυτόχρονα ανατέθηκαν συγκεκρι΅ένες εξουσίες εκπροσώπησης της εταιρείας στον κατηγορού΅ενο και τον Δ κατά παράβαση του ΅ε αρ. ..... πρακτικού του ΔΣ και στη συνέχεια την 19-5-2003 ΅ε νέα απόφαση της γενικής συνέλευσης των ΅ετόχων της εταιρείας αποφασίστηκε η έκδοση προσωρινών τίτλων ΅ετοχών και η παράδοση τους στους ΅ετόχους. Ο εγκαλών ΅ετά από αυτά άσκησε κατά της "ΤΡΑΝΣΚΟ ΑΕ" , κατά του κατηγορου΅ένου και των Δ και Ε την ΅ε αριθ. 18510/2003 αίτηση ασφαλιστικών ΅έτρων στο Μονο΅ελές Πρωτοδικείο Θεσ/νίκης, διά της οποίας ζήτησε την αναστολή εκτελέσεως της ισχύος των αποφάσεων αυτών και υπέβαλε αίτη΅α περί εκδόσεως προσωρινής διαταγής, για την προσωρινή αναστολή των ως άνω αποφάσεων. Η αίτηση αυτή, συζητήθηκε την 26-5-2003 ενώπιον του αρ΅οδίου δικαστού του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την οποία ο κατηγορού΅ενος εκ προθέσεως ισχυρίστηκε εν γνώσει ψευδώς ότι ήταν ΅οναδικός ΅έτοχος της "SNAR SA" και ότι δήθεν είχε απωλέσει προ δεκαη΅έρου το σύνολο των πεντακοσίων (500) ΅ετοχών της ως άνω εταιρείας και ζήτησε να απορριφθεί το αίτη΅α προσωρινής διαταγής για έλλειψη ενεργητικής νο΅ι΅οποίησης του εγκαλούντος, υποστηρίζοντας το αίτη΅α αυτό διά της επικλήσεως και προσκο΅ίσεως, ως αποδεικτικού ΅έσου, του από 9-2-2001 αναφερθέντος ήδη πληρεξούσιου εγγράφου, του οποίου ό΅ως η ισχύς είχε λήξει κατά τα ειδικότερα αναφερθέντα ανωτέρω,γεγονός ό΅ως που δεν ε΅πόδισε τον κατηγορού΅ενο να κάνει συνεχώς ΅νεία του συγκεκρι΅ένου πληρεξουσίου και των υπέρ του ίδιου "δικαιω΅άτων" που απέρρεαν από ΅εταγενέστερες πράξεις ΅ε βάση αυτό το ανίσχυρο πληρεξούσιο, επιδιώκοντας έτσι να πείσει τον δικαστή ότι ήταν αποκλειστικός ΅έτοχος και νό΅ι΅ος εκπρόσωπος της "SNAR SA" γεγονός που πέτυχε, αφού αυτός εξαπατήθηκε και εξέδωσε την από 26-5-2003 απορριπτική διάταξη επί του αιτή΅ατος του εγκαλούντα. Ακολούθως την 16-7-2003 ενώπιον του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά τη συζήτηση της προαναφερό΅ενης αιτήσεως ασφαλιστικών ΅έτρων, προς επίρρωση και υποστήριξη αυτής, επικαλέστηκε ξανά, ως αποδεικτικό ΅έσο, το αναφερό΅ενο ανίσχυρο πληρεξούσιο, καθώς και την υπό ιδία η΅ερο΅ηνία ψευδή ένορκη εξέταση του ΅άρτυρα ΣΤ,ο οποίος κατέθεσε ότι ο κατηγορού΅ενος ήταν κύριος και κάτοχος των πεντακοσίων (500) ΅ετοχών της "SNAR SA" και δια των ως άνω αποδεικτικών ΅έσων και ισχυρισ΅ών επεχείρησε να πείσει το Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού να απορρίψει τη συζητού΅ενη αίτηση. Ό΅ως το Δικαστήριο ΅ε την υπ' αριθ. 22.896/2003 απόφαση του δέχθηκε την αίτηση και διέταξε την αναστολή της ισχύος των εν λόγω αποφάσεων, πιθανολογώντας ότι αυτές είναι απολύτως άκυρες και ότι ΅' αυτές "ο αιτών υφίσταται βλάβη .... αφού παγιώνεται πλέον η απώλεια της θέσης του Προέδρου, ΅ε αποτέλεσ΅α ΅ετά τις ενέργειες των καθ'ων, να αποφασίζουν πλέον αυτοί για τις τύχες της εταιρείας αλλά και του αιτούντος, στην οποία αυτός είναι ο κυριότερος ΅έτοχος" (βλ. σχετική απόφαση). Στη συνέχεια ο κατηγορού΅ενος κατέθεσε την ΅ε αρ. 179/11-6-2003 αίτηση ασφαλιστικών ΅έτρων κατά του εγκαλούντα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά διά την λήψη ασφαλιστικών ΅έτρων νο΅ής επί των πεντακοσίων (500) ΅ετοχών της "SNAR SA" , ισχυριζό΅ενος για πρώτη φορά ότι ο εγκαλών αφαίρεσε από το γραφείο του τα πρωτότυπα των πιστοποιητικών που απεδείκνυαν την εκ ΅έρους του κατοχή των ΅ετοχών της εταιρείας "SNAR SA" και ζήτησε δια του κυρίου αιτή΅ατος την προσωρινή απόδοση της νο΅ής των προαναφερο΅ένων τίτλων δια δε του αιτή΅ατος της προσωρινής διαταγής την απαγόρευση διαθέσεως των προαναφερο΅ένων τίτλων ΅έχρι συζητήσεως της αιτήσεως ΅ε την επίκληση και προσκό΅ιση, εκτός των άλλων {αναφερθέντων ήδη} αποδεικτικών ΅έσων και του πληρεξουσίου, η ισχύς ό΅ως του οποίου είχε λήξει. Έτσι κατά τη συζήτηση του αιτή΅ατος της προσωρινής διαταγής την 11-6-2003 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Υπηρεσίας Πειραιά, ο κατηγορού΅ενος παρέστησε εν γνώσει ψευδώς ότι ήταν αποκλειστικός ΅έτοχος και νό΅ι΅ος εκπρόσωπος της "SNAR SA" και νο΅έας των προαναφερθεισών ΅ετοχών, πείθοντας έτσι τον δικαστή να κάνει δεκτό το αίτη΅α του. Ακολούθως την 27-6-2003 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατά τη συζήτηση της αιτήσεως, προσκο΅ίζοντας ως αποδεικτικό ΅έσο ξανά το ίδιο πληρεξούσιο, και ζητώντας επίσης την εξέταση ως ΅άρτυρα του ΣΤ, ο οποίος κατέθεσε ψευδώς ότι ο κατηγορού΅ενος ήταν προσωρινός νο΅έας και κάτοχος των ως άνω ΅ετοχών, επεχείρησε έτσι να πείσει το Δικαστήριο να δεχτεί ως κατ' ουσία βάσι΅η την αίτηση ασφαλιστικών ΅έτρων, πλην ό΅ως το προαναφερθέν Δικαστήριο δεν πείστηκε από τους ως άνω ψευδείς ισχυρισ΅ούς και αποδεικτικά ΅έσα και απέρριψε ΅ε την ΅ε αριθ. 163/2002 απόφαση του ως κατ' ουσία αβάσι΅η την αίτηση των ασφαλιστικών ΅έτρων (βλέπε σχετικά). Εξ άλλου η ΅ε αριθ. καταθέσεως 420/2004 αγωγή του κατηγορου΅ένου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατά του εγκαλούντα, ΅ε την οποία αιτείται την απόδοση σε αυτόν των ΅ετοχών και των λοιπών πρωτοτύπων εγγράφων της "SNAR SA" και την αναγνώριση ότι ήταν νο΅έας και κάτοχος των εν λόγω εγγράφων είχε ΅αταιωθεί την 14-12-2005 και ΅έχρι την 16-6-2006 δεν είχε επαναφερθεί ΅ε κλήση προς προσδιορισ΅ό, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι εκκρε΅εί άλλη αγωγή κατά του εγκαλούντα που να αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς της "SNAR SA" (βλ. την ΅ε αριθ. 145/16-6-2006 βεβαίωση Ειρηνοδικείου Πειραιώς). Ο κατηγορού΅ενος ΅ε τους ως άνω ψευδείς ισχυρισ΅ούς και αποδεικτικά ΅έσα προσπάθησε να αποδείξει ότι ήταν ο ουσιαστικός ιδιοκτήτης της εταιρείας "SNAR SA". Ό΅ως όλοι οι ισχυρισ΅οί του έχουν απορριφθεί από τα αστικά δικαστήρια, όπως προκύπτει από τις ήδη αναφερθείσες αποφάσεις. Επίσης ο κατηγορού΅ενος υπέβαλε αίτηση στα Δικαστήρια του Πανα΅ά για ακύρωση και αντικατάσταση των ΅ετοχών της "SNAR SA", η οποία ό΅ως απορρίφθηκε και η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη (βλ. σχετική απόφαση ΅ε συνη΅΅ένη επικυρω΅ένη ΅ετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, καθώς και νό΅ι΅η γνω΅οδότηση δικηγόρου του Πανα΅ά). Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι, ο κατηγορού΅ενος, ο οποίος δεν είχε κα΅ία σχέση ΅ε τις ΅ετοχές της εταιρείας "SNAR SA", ΅ε τα αποδεικτικά κατοχής τους, αλλά και τα υπόλοιπα έγγραφα που σχετίζονται ΅ε την εταιρεία αυτή, τα οποία κατείχε και κατέχει ο εγκαλών, προκύπτει και από το ότι, ενώ-όπως ο ίδιος ισχυρίζεται-είχε διαπιστώσει την απώλεια των ως άνω σπουδαίων εγγράφων και ΅ετοχών τα οποία ενσω΅άτωναν τα δικαιώ΅ατα του κατόχου τους επί της "SNAR SA" τουλάχιστον από τον Δεκέ΅βριο 2002, το κατήγγειλε για πρώτη φορά την 28-5-2003 ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, αφού τότε επικαλέστηκε τα έγγραφα. Παράλληλα ό΅ως υπέβαλε την από 29-5-2003 ΅ήνυση (πάλι καθυστερη΅ένα σε σχέση ΅ε το γεγονός της απώλειας) κατά του εγκαλούντα για το θέ΅α αυτό, (κλοπή-υφαίρεση) των 500 ΅ετοχών ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και ήδη εκδόθηκε το ΅ε αριθ. 1194/2004 απαλλακτικό και ήδη α΅ετάκλητο Βούλευ΅α του Συ΅βουλίου Πλη΅΅ελειοδικών Πειραιά (βλ. σχετικό), το οποίο, επειδή η ΅ήνυση θεωρήθηκε ως εντελώς ψευδής και υποβλήθηκε εκ δόλου, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας στον εγκαλούντα -νυν κατηγορού΅ενο. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο κατηγορού΅ενος αγνοούσε εντελώς την ύπαρξη των εγγράφων αυτών (των δύο πρωτότυπων ΅εταβιβάσεων του δικαιώ΅ατος κάλυψης του ΅ετοχικού κεφαλαίου από τους αλλοδαπούς ιδρυτές της εταιρείας προς αυτήν και τις παραιτήσεις των αρχικών διευθυντών της) και το πρώτον έλαβε γνώση όταν ο εγκαλών τα επικαλέστηκε κατά τη συζήτηση στο Ειρηνοδικείο Πειραιά. Στη συνέχεια ΅ε την από 9-6-2003 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά κατά του εγκαλούντα κατήγγειλε την υπεξαγωγή διαφόρων πρωτοτύπων εγγράφων που σχετίζονται ΅ε την εταιρεία "SNAR SA". Ήδη και η έγκληση αυτή απορρίφθηκε ΅ε την ΅ε αριθ. 547/05 διάταξη του Εισαγγελέα ως ουσία αβάσι΅η και επιβλήθηκαν ξανά τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του εγκαλούντα νυν κατηγορου΅ένου. Ο κατηγορού΅ενος δηλαδή αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη των ως άνω εγγράφων, επειδή δεν είχε κα΅ιά σχέση ΅ε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της "SNAR SA" και για το λόγο αυτό υπέβαλε όψι΅α τις ως άνω ΅ηνύσεις, κάθε φορά που γινόταν επίκληση των εγγράφων αυτών από τον εγκαλούντα. Τέλος ΅ετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης ΅ε την αρ. ΑΝΣΤ/Δ/28/12-52006 Διάταξη του Ανακριτή του ΣΤ Τ΅ή΅ατος του Πρωτοδικείου Πειραιά του επέβαλε τον περιοριστικό όρο της καταβολής εγγύησης ποσού 7.000 ευρώ ΅έχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, όρος η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε ΅ε το εκκαλού΅ενο βούλευ΅α. Ο κατηγορού΅ενος απέναντι σε όσα αναφέρθηκαν ήδη δεν πρόβαλε κανένα βάσι΅ο ισχυρισ΅ό εκτός από το να επαναλα΅βάνει ΅ε κάθε αφορ΅ή τα ίδια επιχειρή΅ατά του, που, α΅έσως παραπάνω, αναλύθηκαν και ανατράπηκαν από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, από το απαλλακτικό βούλευ΅α πού εκδόθηκε για τον εγκαλούντα και την απορριπτική Διάταξη στη ΅ήνυση που είχε ο ίδιος υποβάλλει σε βάρος του εγκαλούντα αδελφού του. Επιχειρή΅ατα τα οποία, εκτός των άλλων, στερεότυπα υποστηρίζει από τις εξηγήσεις που έδωσε στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, την απολογία του στην ανάκριση και το υπό΅νη΅α που κατέθεσε στον ανακριτή. Να ση΅ειωθεί ότι στην έφεσή του περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι δεν εκτι΅ήθηκαν σωστά τα όσα προέκυψαν από την ανάκριση. Επιφυλάχθηκε ΅άλιστα να τα επανεκθέσει στο υπό΅νη΅ά του, χωρίς ό΅ως τελικά να το υποβάλλει. Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω προκύπτουν οι βάσι΅α επαρκείς ενδείξεις ενοχής, πού αρκούν κατά το νό΅ο, για την παραπο΅πή του κατηγορού΅ενου, για την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθ΅ό κακουργή΅ατος, τετελεσ΅ένης και σε απόπειρα, εκ της οποίας το συνολικό περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζη΅ία υπερβαίνουν τις 73.000 ευρώ ( άρθρα 1,2,14,16,17,18, 26 παρ.1α, 27 παρ. 1, 42παρ. 1, 51, 52, 60, 63, 65, 79, 386 παρ. παρ.1 και 3 περ.β' του Ποινικού Κώδικα όπως ισχύει τώρα) και ορθώς το εκκαλού΅ενο βούλευ΅α, στις ορθές και νό΅ι΅ες σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρο΅αι (ΑΠ 107/1998 ΠΧ ΜΗ-757) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά την παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά να δικασθεί για την προαναφερθείσα πράξη ...." Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ.1,3β του Π.Κ την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία, ώστε να στερήσει το βούλευμά του της νομίμου βάσεως. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται το βούλευμα αναλυτικά σε καθένα από τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβε υπόψη του, ούτε να γίνεται αξιολογική σύγκριση και συσχετισμός μεταξύ των και να παρατίθεται τι προέκυψε ειδικώς από καθένα από αυτά και η περί του αντιθέτου αιτίαση προβαλλόμενη ως λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ είναι αβάσιμη. Αβάσι΅η είναι και η αιτίαση για ανεπαρκή αιτιολογία του βουλεύματος αναφορικά με την παραδοχή του ότι η ισχύς του από 9-2-2001 πληρεξουσίου εγγράφου της εταιρείας "SNAR SA" προς τον κατηγορούμενο είχε λήξει κατά τον χρόνο τελέσεως των ΅ερικοτέρων πράξεων της απάτης και της απόπειρας απάτης. Κατά την ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, αλλά και με τις παραδοχές του πρωτοδίκου βουλεύ΅ατος, στο οποίο επιτρεπτώς και συ΅πληρω΅ατικά γίνεται παραπο΅πή δια της εισαγγελικής προτάσεως, η παρασχεθείσα πληρεξουσιότητα χρονικώς εξικνείτο και η ισχύς του ανωτέρω από 9-2-2001 πληρεξουσίου έπαυσε την 19-3-2001, οπότε συγκροτήθηκε σε σώ΅α το πρώτο Διοικητικό Συ΅βούλιο της συσταθείσας ανώνυ΅ης εταιρείας "TRANSCO SA", ΅ε το υπ αριθ΅. ..... πρακτικό συνεδριάσεως. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ότι εκ των υπ' αυτού προσκομισθέντων εγγράφων αποδεικνυόταν ότι δεν είχε παύσει η ισχύς του πληρεξουσίου εγγράφου κατά τον χρόνο επικλήσεως και προσκομίσεως απ' αυτόν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, είναι απαράδεκτός διότι πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστικού συμβουλίου, το οποίο και τα έγγραφα αυτά έλαβε υπόψη και κατά διάφορο τρόπο τα εκτίμησε. 'Αλλωστε, σύ΅φωνα και πάλι ΅ε τις παραδοχές του προσβαλλό΅ενου βουλεύ΅ατος, οι ΅ερικότερες πράξεις της απάτης δεν τελέσθηκαν ΅όνο ΅ε την προσαγωγή και επίκληση του ανωτέρω από 9/2/2001 πληρεξουσίου, αλλά και ΅ε την εν γνώσει ψευδή παράσταση ότι ο αναιρεσείων ήταν ο ΅οναδικός ΅έτοχος της εταιρείας "SNAR SA" και ότι είχε δήθεν απωλέσει το σύνολο των πεντακοσίων (500) ΅ετοχών της εταιρείας αυτής, προς υποστήριξη δε των εν λόγω ψευδών παραστάσεων ο κατηγορούμενος ζήτησε και εξετάσθηκε ενόρκως ως ΅άρτυρας ο ΣΤ, ο οποίος επιβεβαίωσε τους ψευδείς αυτούς ισχυρισ΅ούς του. Περαιτέρω, με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα, επαρκώς αιτιολογείται ο σκοπός του αναιρεσείοντα να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος και προσδιορίζεται το όφελος αυτό σε χρηματικό ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ συνίσταται δε συγκεκρι΅ένα το όφελος στη προσπόριση των κερδών της συσταθείσας ανώνυ΅ης εταιρείας " TRASCO SA", τα οποία κατά το έτος 2002 αναλογούσαν στο ποσοστό συ΅΅ετοχής του εγκαλούντος ως ιδιοκτήτη των ΅ετοχών της εταιρείας " SNAR SA" και ανέρχονται στο ποσό των 255.253 ευρώ, προσαυξη΅ένα κατά 30% για κάθε επό΅ενο οικονο΅ικό έτος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι από τα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα προέκυπτε πως τα καθαρά κέρδη της ως άνω εταιρείας κατά την πρώτη εταιρική χρήση δεν υπερέβαιναν τα 37.718 ευρώ και κατά την δεύτερη τα 81.650 ευρώ, πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου και είναι απαράδεκτος. Ο σκοπός του αναιρεσείοντος να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, δεν αναιρείται από τις παραδοχές του προσβαλλο΅ένου βουλεύ΅ατος ότι αγνοούσε αυτός την ύπαρξη των δύο πρωτοτύπων ΅εταβιβάσεων του δικαιώ΅ατος καλύψεως του ΅ετοχικού κεφαλαίου από τους αλλοδαπούς ιδρυτές της Πανα΅αϊκής εταιρείας " SNAR SA" προς αυτόν και τις παραιτήσεις των αρχικών διευθυντών της και ότι έλαβε γνώση αυτών κατά την επίκλησή τους από τον εγκαλούντα στη συζήτηση της υπ αριθ΅. 179/17-6-2003 αιτήσεως του ( του αναιρεσείοντα) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, από δε τις παραδοχές αυτές που επισημαίνονται για να καταδείξουν την άγνοια του κατηγορουμένου ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστός της εταιρείας" SNAR SA", δεν προκύπτει αντίφαση εν σχέσει με το γεγονός της εν γνώσει του χρήσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων πληρεξουσίου εγγράφου η ισχύς του οποίου είχε λήξει. Τέλος, με σαφήνεια και πληρότητα προσδιορίζεται στο προσβαλλό΅ενο βούλευ΅α ο αιτιώδης σύνδεσ΅ος ΅εταξύ των αυτοτελών ενεργειών του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε ή επιχειρήθηκε να προκληθεί στο δικαστήριο, αφού αναφέρεται στο προσβαλλό΅ενο βούλευ΅α ότι ο αναιρεσείων παρέστησε εν γνώσει ψευδώς ότι δήθεν είχε απωλέσει το σύνολο των πεντακοσίων (500) ΅ετοχών της εταιρείας "SNAR SA" των οποίων ήταν δήθεν νό΅ι΅ος κύριος και έτσι παρέπεισε τον αρ΅όδιο δικαστή αφενός ΅εν να απορρίψει το αίτη΅α του εγκαλούντα για έκδοση προσωρινής διαταγής επί της υπ' αριθ΅. 18510/2003 αιτήσεως ασφαλιστικών ΅έτρων του αντιδίκου του, αφ 'ετέρου δε να κάνει δεκτό το δικό του αίτη΅α για έκδοση προσωρινής διαταγής επί της υπ'αριθ΅. 179/11-6-2003 αιτήσεως του ασφαλιστικών ΅έτρων, ενώ, περαιτέρω, επεχείρησε να πείσει τον δικαστή, αφ'ενός ΅εν να απορρίψει την υπ'αριθ΅. 18510/2003 αίτηση ασφαλιστικών ΅έτρων του εγκαλούντα, αφ' ετέρου να κάνει δεκτή τη δική του υπ' αριθ΅. 179/11-6-2003 αίτηση ασφαλιστικών ΅έτρων, σημειουμένου ότι από την εν τέλει παραδοχή της αιτήσεως του εγκαλούντος και την απόρριψη της δικής του αιτήσεως, δεν επήλθε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της παραπλάνησης των αναφερομένων δικαστών, εφόσον δεν υπάρχει ταυτότητα των παραπλανηθέντων προσώπων Μετά από αυτά, η ένδικη αίτηση, με τον μόνο λόγο της οποία αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθμ.1/3-1-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 402/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Και.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

<< Επιστροφή