Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Ανεπάρκεια αιτιολογίας βουλεύματος για κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη. ΠΟΠΔ για πλημμέλημα υπεξαίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 805/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., κατοίκου ....., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1189/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την ....., κάτοικο .....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1951/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 29/21.1.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω, κατ'αρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ., μετά της σχετικής δικογραφίας την υπ'αρ. 193/17-11-08 ημέρα Δευτέρα, αίτηση αναίρεσης του ......, κατοίκου ......, κατά του υπ'αρ. 1189/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απορρίφθηκε (Ι) κατ'ουσία η υπ'αρ. 88/29-2-08 έφεση του ανωτέρω κατηγορουμένου κατά του υπ'αρ. 398/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθεί για (α) απάτη κατά συρροή από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν τα 15.000 € και 73.000 ευρώ, (β) πλαστογραφία με χρήση κατ'εξακολούθηση κατ'επάγγελμα και συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ, (γ) υφαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και (δ) πλαστογραφία πιστοποιητικών (αρ. 13γ', στ', 26 § 1, 27 § 1, 94, 98, 216 § 1-3β, 217 § 2-1, 375 § 1-378 § 1,386 § 1-3 Π.Κ. ως ισχύουν) και (2) το αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του .... στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως (βλ. φωτ/φα αποδεικτικών επίδοσης του προσβαλλομένου βουλεύματος στον κατηγορούμενο την 24/11/08 και στον αντίκλητο δικηγόρο του Γεώργ. Ασημάκη την 7/11/08) σύμφωνα με τα άρθρα 473, 474, 482 § 1-3 Κ.Π.Δ. και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή. Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται (α) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν και (β) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος (αρ. 93 § 3 Συντ. 139, 484 § 1β'και δ' ΚΠΔ) -βλ αναλυτικά έκθεση αναίρεσης. Επειδή ο Άρειος Πάγος δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο αλλά ακυρωτικό τοιούτο και γι'αυτό ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος (ή απόφασης) και με βάση τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης, τουτέστι, πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το συμβούλιο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Ποιν.Δ. τομ. β σελ 95, ΑΠ 990/80, AΠ 88/82 κ. ά.).
Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τα εκτιθέμενα στα πρακτικά και στην απόφαση αναφερόμενα (βλ. ΑΠ 580/79) και τα οποία θεωρεί ως γενόμενα. Γι'αυτό και λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που δεν γίνονται δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. και ΑΠ 1349/2002, ΑΠ 2231/2002 Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Γ (1977) σελ. 289 κ.α.). Έτσι και λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος (βλ. ΑΠ 1918/2001, ΑΠ 1999/2002, ΑΠ 956/2003, ΑΠ 859/2001, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 2405/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 635/2001 κ.ά.).
Δεν δύναται ο Άρειος Πάγος να ελέγξει αν το Συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν δέχθηκε (βλ. ΑΠ 86782, ΑΠ 85/82, ΑΠ 1663/84 κ.ά.) κλπ.
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η μνεία του είδους τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται ειδική αναφορά καθενός από αυτά και τι συνήγαγε από το καθένα (βλ. ΑΠ.67/2006, ΑΠ 2170/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 86/2004, ΑΠ 1753/2002 κ.ά.) -πράγμα και που πρακτικά δεν είναι δυνατό- ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους (βλ. ΑΠ 1/2005 ολ, ΑΠ 159/2003, ΑΠ 1128/2002 κ.ά.) - πράγμα που όντως γίνεται πρακτικά για να βγει το αποτέλεσμα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα ή ορισμένο από τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα (βλ. ΑΠ 570/2006 κ.ά.).
Έτσι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 § 3 Συντ. και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και για το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, τα αποδεικτικά υέσα (αποδείξεις) από τα οποία προέκυψαν τα άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς-σκέψεις με τους οποίους έγινε η υπαγωγή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ότι προέκυψαν αποχρώσες (επαρκείς) ενδείξεις ενοχής, για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 1459/2004, ΑΠ 861/2004, ΑΠ 234/2003, ΑΠ 272/2002, ΑΠ 570/2006, ΑΠ 2413/2005, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 1269/2006 κ.ά.). όταν τουτέστιν καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί πόθεν και πώς ή χ θ η ο δικαστής στο εξαχθέν συμπέρασμα. Βέβαια ελέγχει ο Άρειος Πάγος αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, και όπως αυτά εκτίθενται, αντίκεινται στους κανόνες της κοινής λογικής, διότι άλλως το εξαχθέν συμπέρασμα θα εμφανίζεται να είναι προϊόν αυθαίρετης-εσφαλμένης κρίσης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Άλλο δηλαδή ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και άλλο αυθαίρετη εκτίμηση των αποδείξεων.
Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή (ΑΠ 2464/05 ΠΧρΝΣΤ/626) υιοθέτηση της πρότασής του παρ'αυτώ Εισαγγελέα δέχθηκε μετά από εκτίμηση όλων, άνευ εξαιρέσεων, των αποδεικτικών μέσων, τα οποία επαρκώς προσδιορίζει κατ'είδος τα εξής:
3.- Επειδή κατ' αρθ. 386.1ΠΚ τιμωρείται ποινικά με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών, όποιος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθονταςάλλον με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη αληθών σε πράξη παράλειψη ή ανοχή. Εξ άλλου με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών τιμωρείται ο δράστης της πράξης εάν η προκληθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Κατά την παρ. 3 επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών εάν α) ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία ξεπερνούν το ποσό των 5.000.000.- δρχ. ή β) εάν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσόν των 25.000.000.- δρχ. (κατά την νέα διατύπωση του άρθ. 386 παρ. 3 ΠΚ όπως ισχύει μετά το άρθ.14 παρ. 4 του Ν.2721/99). Αντικειμενικά απαιτείται α) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση (ΑΠ 1287/84), β) παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθών ή αθέμιτη παρασιώπηση αληθών και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της περιουσιακής βλάβης και της παραπλανητικής πράξεως (ΑΠ 938/84) και υποκειμενικά α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος και β) γνώση ότι ο δράστη παριστά ψευδή γεγονότα σαν αληθή ή αποκρύπτει αθέμιτα τα αληθή.
Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος με την κακουργηματική του μορφή απαιτείται επί πλέον α) ο δράστης να τελεί απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία ξεπερνούν το ποσό των 5.000.000.- δρχ. ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία να υπερβαίνει συνολικά το ποσόν των 25.000.000.- δρχ. (ΑΠ243/2000, ΠΧρ. Ν/781). Για τις πράξεις προ της 3-3-1999 πρέπει να ερευνάται εάν από την απάτη επήλθε όφελος ή ζημία υπερβαίνει τα 5.000.000.- δρχ. Για την κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης απαιτείται αντικειμενικά επανειλημμένη τέλεση χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί καταδίκη του δράστη και υποκειμενικά σκοπός του να προσπορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης υπάρχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά όχι όμως και ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 617/2005, ΑΠ 2332/2004). Το ύψος της ζημίας απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 190/2005 και 60/2005).
Κατ' αρθ. 375.1 ΠΚ όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθ. 14.3 α και β' Ν.2721/1999, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος εκείνος που ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του και εάν το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με βαρύτερη ποινή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικά α) κινητό πράγμα β) ξένο πράγμα, γ) περιέλευση του πράγματος στην-κατοχή του δράστη και δ) ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη καθ' όν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία (ΑΠ 263/88 ΠΧρ.ΛΗ 518, ομοίως ΑΠ 733/2001 Π.Χρ. ΝΒ, 228). Νομικό αντικείμενο του εγκλήματος (προστατευόμενο έννομο αγαθό) είναι η ιδιοκτησία και όχι η περιουσία (μη απαιτουμένης επελεύσεως ζημίας) ούτε η κατοχή όπως στην κλοπή, διότι εδώ ο δράστης είναι πάντοτε κάτοχος του πράγματος (Γάφος Π.Χρ. Α' 164 και ΚΑ' 245, ΑΠ 1175/83 ΠΧρ. ΛΔ' 146). Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του υπαιτίου, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό τρόπο το κατεχόμενο από αυτόν ξένο πράγμα (ΑΠ 1426/ 2004 (Συμβ) (Τμ.ΣΤ), ΠοινΔικ 2005: 11, ΑΠ 874/2004, ΠΔικ. 2004, 806, ΑΠ 728-2000, 1598-2000 σε Συμβούλίο ΠΧρ. ΝΑ σ. 64, 639).
Περαιτέρω κατά την παράγραφο 2 εδάφ. α' του ίδιου άρθρου 375 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν α) πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, β)που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας και συνιστά επιβαρυντική περίπτωση το γεγονός ότι το συνολικό αντικείμενο της πράξης του εδαφίου αυτού υπερβαίνει σε ποσό τα 25.000.000.- δρχ. Δηλαδή οι περιπτώσεις που καθιστούν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως κακούργημα, όταν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαριθμούνται πλέον ειδικά και περιοριστικά στο νόμο, αποκλειόμενης κάθε επεκτάσεως της εφαρμογής της διατάξεως αυτής και σε συμβάσεις άλλης μορφής.
Για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος με την κακουργηματική του μορφή απαιτείται α) ξένο κινητό πράγμα, τέτοιο δε θεωρείται εκείνο που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται κατά το αστικό δίκαιο (ΑΠ 1353-2000 σε συμβ. ΠΧρ.ΝΑ σ.514) β) του οποίου η κατοχή κατά το χρόνο της τέλεσης της πράξης να είχε περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη ή άλλο δικαίωμα παρεχόμενο σ' αυτόν από τον νόμο, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις περιοριστικά αναφερόμενες στην β' παρ. του άρθρου αυτού περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνης που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου ή διαχειριστή (ΑΠ. 1786/1997 σε Συμβούλιο ΠΧρ.ΜΗ/σ.594) και ε) το πράγμα κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία (ΑΠ 1123/2003 ΠΧρ. ΝΔ, σ. 243). Επί υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, αν οι μερικότερες πράξεις τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999 όπου άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου αυτών ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας θα γίνει με βάση το αντικείμενο κάθε μερικότερης πράξης, γιατί οι νέες με τον ως άνω νόμο ρυθμίσεις είναι δυσμενέστερες. (ΑΠ 1459 2004 ΑΠ (Τμ.ΣΤ) (Συμβ) ΠοινΔικ 2004: 1349). Για την αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, που δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας καθόσον ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου ως μεγάλης ή μικρής είναι ζήτημα πραγματικό (Α.Π. 311/2005 και ΑΠ 190/2005). Κινητό είναι εκείνο, που κατά την κοινή, τη φυσική αντίληψη, μπορεί να μετακινηθεί, ανεξάρτητα από την έννοια των διατάξεων του αστικού δικαίου. Η απόκτηση της κατοχής ειδικά χρημάτων δεν γίνεται μόνο με την παράδοση αλλά και με την λογιστική τους μεταφορά σε τραπεζικό λογαριασμό με τρόπο που να αποκτά ο δράστης δικαίωμα ανάληψης των χρημάτων κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του ΝΔ 177/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων των ανωνύμων εταιρειών" (Ολ.ΑΠ 1093-1991).
Σύμφωνα με την, διάταξη του άρθρου 378 ΠΚ διώκεται κατ' έγκληση η κλοπή ή η υπεξαίρεση που έγινε εκτός των άλλων και μεταξύ συγγενών και αγχιστέων σε ευθεία γραμμή, θετών γονέων και θετών τέκνων συζύγων και μνηστευμένων, αδελφών καθώς και των συζύγων και μνηστήρων τους.
Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται προνόμιο συνιστάμενο μόνον στην κατ' έγκληση δίωξη. Κατά τα λοιπά εφόσον υποβληθεί έγκληση τα οικεία άρθρα του ΠΚ εφαρμόζονται χωρίς διάκριση. Το προνόμιο αυτό ισχύει και στην περίπτωση της κλοπής και υπεξαίρεσης διωκομένων σε βαθμό κακουργήματος (ΑΠ 1080/1995, ΠΧ ΜΣΤ σ.203, ΑΠ 1732/1990 ΠΧ ΜΑ σ. 730). Η θέση αυτή ενισχύεται τόσο από την δικαιολογητική βάση του καθιερωμένου προνομίου, όσο και από την ρητή αναφορά των αδικημάτων της κλοπής και υπεξαίρεσης στο κείμενο του άρθρου 378 ΠΚ χωρίς εξαίρεση των κακουργηματικών τους μορφών. Σχετική εξαίρεση από το προνόμιο θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επαύξηση του αξιοποίνου.
Επιβαρυντική περίσταση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως υπάρχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 εδ: β' του Π.Κ., όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β' του ν. 2721/1999, όταν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατοχή κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 Π.Κ., που διαφέρει στην προκειμένη περίπτωση της αντίστοιχης έννοιας του άρθρου 974 Α.Κ. δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούληση του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούληση του, όπως συμβαίνει με το δικαιούχο λογαριασμού σε τράπεζα, στον οποίο ο ίδιος ή άλλος έχει καταθέσει ή εμβάσει χρήματα υπέρ αυτού. Με την κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα δημιουργείται μεταξύ του καταθέτη, και της. τράπεζας σχέση ανώμαλης, παρακαταθήκης, κατά την οποία τα μέρη συμφώνησαν κατά το άρθρο 830 ΑΚ να έχει ο θεματοφύλακας (τράπεζα) το δικαίωμα χρήσεως των παρακαταθέντων χρημάτων, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν το δάνειο και η τράπεζα κατά το άρθρο 806 Α. Κ. αποκτά την κυριότητα των χρημάτων, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να επιστρέψει στον καταθέτη ή τον τρίτο υπέρ του οποίου η κατάθεση άλλα χρήματα της ίδιας ποσότητας. (Α.Π. 1967/2006).
Κατ' αρθ. 216.1 ΠΚ τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, προκειμένου με την χρήση του να παραπλανήσει άλλον περί γεγονότος που έχει έννομες συνέπειες η δε χρήση από αυτόν του πλαστού θεωρείται σαν επιβαρυντική περίπτωση. Κατά την παρ. 2 με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος ο οποίος με τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει κάνει χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου. Κατά την παρ. 3 όπως αντ. με άρθ. 14.2α Ν.2721/1999, τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος ο υπαίτιος πλαστογραφίας ή χρήσεως πλαστού ο οποίος είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή άλλον δια βλάβης τρίτου περιουσιακό όφελος ή να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000.- δρχ. και ήδη το ποσό των 73.000.- ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000.- δρχ. και ήδη 15.000.- ευρώ. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξ αρχής κατάρτιση, από τον δράστη, εγγράφου που να εμφανίζεται ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου υποκειμενικά δε δόλος του δράστη, που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και επιπροσθέτως τον σκοπό αυτού να παραπλανήσει άλλον με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες δηλαδή που είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως (ΑΠ 518/2003 (Ποιν), ΠΛογ 2003, 562, ΑΠ 1753/2003, ΠΧρ. ΝΔ, σ. 635, ΑΠ.684/1998 ΠΧρ.ΜΘ/1999 σ.152).
Κατ' αρθ. 13 ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προσδιορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που μπορεί να έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' όπως ισχύει μετά τον Ν. 2408-1996, που ενσωμάτωσε σε νομοθετικό κείμενο τις πάγιες παραδοχές της νομολογίας "κατ' επάγγελμα τέλεση του αδικήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για προσπορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του που καταδεικνύει την ψυχική και βουλητική ροπή του δράστη προς την τέλεση του εγκλήματος αυτού (ΑΠ380|2001, ΠΧρ. ΝΑ 1096). Έτσι θεωρείται ότι είναι κακουργηματική η απάτη, όταν η πράξη τελείται κατ' εξακολούθηση αλλά βάσει σχεδίου (ΑΠ 1505-1998 σε συμβ. ΝοΒ 47, σ.644) ενώ η κατ' επανάληψη τέλεση της πράξης προς πορισμό εισοδήματος και η σταθερή ροπή του δράστη σε παρόμοιες πράξεις συντελούν στον χαρακτηρισμό της πράξης σαν κακούργημα (ΑΠ σε συμβ. 38-1999 ΠΧρ. 1999, 116).
Κατ' άρθ. 98 § 1 ΠΚ εάν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει την διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της οποίας το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων.
Σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως προσετέθη με το άρθ. 14.1 εδ.1 του Ν. 2721/3-6-1999 η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 29/2005). Η σχετική κρίση του δικαστηρίου πρέπει να αναφέρεται ρητά στο βούλευμα ή την απόφαση (Α.Π. 2103/2004, ΑΠ 2356/2004). Για τις πράξεις που τελέσθηκαν προ της 3-6-1999 η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο καθεμιάς των μερικότερων πράξεων (Ολ. ΑΠ 5/2002) (Α. Π. 1855/2006). Το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει την διάταξη του άρθ. 94.1 ΠΚ να καταγνώσει μία μόνο ποινή στην επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Πρόκειται για έγκλημα που αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς και μερικότερες πράξεις και συνιστά μορφή ομοειδούς πραγματικής συρροής στην οποία ενυπάρχει οπωσδήποτε το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης του ιδίου εγκλήματος (ΑΠ 812/2002 Ποιν. Λόγος 2002/986).
Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται, ότι η πράξη είχε σαν στόχο να αποφέρει τα οικονομικά οφέλη και να προκαλέσει την αντίστοιχη ζημία που προέκυψε από τις μερικότερες παράνομες πράξεις. Περαιτέρω, μεταξύ των εγκλημάτων πλαστογραφίας με χρήση και απάτης υφίσταται αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα αδίκημα από το άλλο, δεδομένου ότι καθένα είναι αυτοτελές, εφόσον η αντικειμενική του υπόσταση στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία πράξη συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης (ΑΠ 1368/03). Σχετικά με το ζήτημα της αληθούς ή φαινόμενης συρροής απάτης, υπεξαιρέσεως και πλαστογραφίας δεν θα πρέπει να επιλυθεί στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, προκειμένου το ζήτημα αυτό να αντιμετωπισθεί από το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο με πλήρη εικόνα της διαδοχής των πράξεων στο σύνολο τους θα αποφασίσει εάν πρόκειται για ποινικά αλληλοκαλυπτόμενες μεταξύ τους πράξεις,.
4.- Επειδή από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων, και πολιτικώς ενάγοντα, την απολογία του κατηγορουμένου και τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα λαμβανόμενα τα στοιχεία αυτά υπόψη μεμονωμένα και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αξιολογούμενα κατά το μέτρο της αξιοπιστίας των εξετασθέντων προσώπων και της ακρίβειας των εγγράφων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο κατηγορούμενος, αδελφός του ήδη θανόντος συζύγου της εγκαλούσης κατά μήνα Μάιο του έτους 2003 και συγκεκριμένα την 9-5-2003 μετά από επίσκεψη συμπαράστασης στην οικία του ήδη σοβαρά νοσούντος αδελφού του, τον απεμάκρυνε από την σύζυγο του και με πρόφαση ότι θα πήγαιναν έναν περίπατο, τον οδήγησε σε κατάσταση απώλειας μέρους.της συνειδήσεως στην Τράπεζα Πειραιώς, κατάστημα .... και αφού απέκρυψε από τους υπαλλήλους την απώλεια της συνείδησης των πραττομένων, στην οποία είχε περιέλθει ο αδελφός του λόγω της ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε, συνέταξε επιστολή αίτηση προς την τράπεζα, στην οποία ανέγραψε τα στοιχεία ταυτότητας του αδελφού του ..... και στο τέλος μάλλον οδηγώντας το χέρι του, (οράτε την σχετική έκθεση γραφολογικής εξετάσεως της υπογραφής), έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του επί αιτήσεως με την οποία ο αδελφός του ζητούσε να διαγραφεί η μηνύτρια ..... από τους συνδικαιούχους του προϊόντος "REPOS" (βεβαιωτικό σύμβασης πώλησης με σύμφωνο επαναγοράς αΰλων τίτλων του Ελληνικού. Δημοσίου). με αριθμ. ....συνολικής αξίας 431.194 ευρώ καθώς και του λογαριασμού φύλαξης χρεογράφων με αριθμ. αίτησης ...., αξίας 82.000 ευρώ, των οποίων ήταν συνδικαιούχοι και οι δύο σύζυγοι και στη θέση της να εγγραφεί ο κατηγορούμενος ως συνδικαιούχος. Το έγγραφο αυτό προσκομίσθηκε στους υπαλλήλους της τράπεζας από τους οποίους απεκρύβη το γεγονός ότι ο αιτών λόγω σοβαρής νόσου και της σχετικής φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε είχε απώλεια μέρους της συνειδήσεως και δεν ήταν πλήρως ικανός για δικαιοπραξία ούτε είχε συνείδηση των, τραπεζικών εργασιών που ζητούσε να γίνουν, διότι δεν είχε λόγο να αποκλείσει την σύζυγο του από την διαχείριση των κοινών τους χρημάτων. Οι υπάλληλοι της τράπεζας αγνοούντες την πραγματική κατάσταση του αιτούντος διέγραψαν την μηνύτρια από συνδικαιούχο ενώ στη θέση της ανεγράφη το όνομα του κατηγορουμένου και δημιουργήθηκε ο υπ' αριθμ. .... κοινός λογαριασμός στο όνομα του κατηγορουμένου και του .... Στον νέο αυτό λογαριασμό μεταφέρθηκαν δυνάμει του ιδίου εγγράφου τα ποσά των ως άνω αναφερομένων τραπεζικών προϊόντων και επί πλέον ποσό 4.424.23 ευρώ από το υπόλοιπο τόκων, που υπήρχε στον υπ'αριθμ. .... κοινό λογαριασμό, που διατηρούσε ο αδελφός του με την μηνύτρια. Με τον ίδιο ως άνω απατηλό τρόπο ο κατηγορούμενος, ο οποίος προφανώς είχε υποκλέψει την ταυτότητα του αδελφού του, εμφανίσθηκε στην τράπεζα επιδεικνύοντας το υπ'αριθμ. .... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του ...., παρουσιαζόμενος ο ίδιος αντί του αδελφού του πέτυχε να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τραπέζης σχετικά με την πραγματική του ταυτότητα και να εισπράξει την 11-6-2003, μετά από νέα πλαστογραφημένη αίτηση-εντολή πώλησης μετοχών, 5.020 κοινές μετοχές της εταιρίας ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε. και 27.190 μετοχές της εταιρίας ΜΟΧΛΟΣ Α.Ε, που ανήκαν στην συγκυριότητα του αδελφού του και της μηνύτριας συζύγου του συνολικής αξίας 24.817,52. Η τελευταία αυτή πράξη έγινε ενώ η υγεία του ..... είχε επιδεινωθεί δραματικά, δεδομένου ότι απεβίωσε αμέσως μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου του κατηγορουμένου την 16-7-2003. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος πέτυχε να ιδιοποιηθεί τις οικονομίες τόσο του αδελφού του όσο και της συζύγου του μηνύτριας χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα, εκμεταλλευόμενος κυρίως την φυσική αδυναμία του αδελφού του να επιμεληθεί των περιουσιακών του στοιχείων, εξ αιτίας σοβαρής ασθένειας, συνεπεία της οποίας δεν είχε τον απόλυτο έλεγχο των νοητικών του λειτουργιών. Η ωφέλεια που προέκυψε για τον κατηγορούμενο ήταν τουλάχιστον 513.194 ευρώ, ποσό του οποίου κατέστη δικαιούχος ήδη προ του θανάτου του αδελφού του μέσω του κοινού τραπεζικού λογαριασμού χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία και προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς: Θεωρεί ότι δεν εκτιμήθηκε ορθά το αποδεικτικό υλικό, διότι η έκθεση γραφολογικής εξέτασης τον απαλλάσσει από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας αλλά από την προσεκτική ανάγνωση του εγγράφου αυτού φαίνεται καθαρά ότι ο θανών αδελφός του κατηγορουμένου οδηγήθηκε μηχανικά στην υπογραφή της αιτήσεως. Επειδή όμως ουδείς άλλος ανεμείχθη στην μεταφορά των χρημάτων πλην του κατηγορουμένου, ο οποίος άλλωστε είναι και ο αμέσως ωφελούμενος από αυτήν είναι σαφές ότι εκείνος του οδήγησε το χέρι και ολοκλήρωσε την υπογραφή. Επίσης η κατάθεση των υπαλλήλων της τραπέζης ότι ο θανών, κατά την επίσκεψη του στη τράπεζα, δεν φαινόταν ασθενής ή ανίκανος προς δικαιοπραξία, ουδόλως απαλλάσσει τον κατηγορούμενον, διότι η μη εμφανής αδυναμία κάποιου προσώπου, δεν σημαίνει και πραγματική ικανότητα του. Ακριβώς αυτό το σημείο θεμελιώνει την ευθύνη του εκκαλούντος, ο οποίος γνώριζε την αληθή κατάσταση της υγείας του αδελφού του και την απέκρυψε από τους υπαλλήλους. Επίσης ο εκκαλών θεωρεί ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αγνόησε τις καταθέσεις που τον φέρουν την 11-6-2003 απόντα από τον γεωγραφικό χώρο της Αττικής αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποίησε άγνωστο συνεργό για την ολοκλήρωση της πράξης του, δοθέντος, ότι ο αδελφός του είναι λογικά αδύνατον να ησχολήθη με τραπεζικές εργασίες μόλις πέντε ημέρες προ του θανάτου του και μάλιστα χωρίς να έχει ισχυρό λόγο να το πράξει, αφού μάλιστα όχι μόνον δεν είχε λόγο αποκλεισμού της συζύγου του από τις κοινές τους οικονομίες αλλά είχε μαζί της αποκτήσει και δύο παιδιά, τα οποία τότε ήσαν σε βρεφική ηλικία και λογικά θα είχε κάθε λόγο να τα εξασφαλίσει οικονομικά. Πράγματι ενώ σταθερή θέση του κατηγορουμένου αποτελεί ότι τις υπό κρίσιν τραπεζικές πράξεις ενήργησε μόνος τους, αυτοβούλως και εν πλήρει συνειδήσει των πραττομένων ο αδελφός του, δεν εξηγεί το λόγο που θα μπορούσε να θεμελιώσει λογικά την εχθρική αυτή στάση του θανόντος προς την σύζυγο και κατ' ακολουθίαν και τα τέκνα του, οι οποίοι ζημιώθηκαν στο σύνολο των δικαιωμάτων τους επί των χρημάτων του θανόντος και μάλιστα λίγες μόλις ημέρες προ του θανάτου του.
Κατόπιν αυτών των σκέψεων κρίνουμε ότι οι θέσεις της υπεράσπισης του κατηγορουμένου δεν στηρίζονται σε σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία που να μπορούν να ανατρέψουν την εις βάρος του δημιουργηθείσα εικόνα από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων. Επομένως η κατηγορία είναι απόλυτα θεμελιωμένη και πρέπει να εξετασθεί δια ζώσης στο ακροατήριο. Σύμφωνα με όσα εξετέθησαν το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθώς εξετίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να επικυρωθεί, απορριπτόμενης της υπό κρίσιν εφέσεως. Επειδή όλα τα ανωτέρω ενισχύονται από τις ορθές και αιτιολογημένες σκέψεις του προσβαλλομένου βουλεύματος.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρ. 93 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε ο αναιρεσείων παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσδιορίζονται κατ'είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 § 1 β' και δ' Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν, ο δε δεύτερος από αυτούς, κατά το μέρος, με το οποίο, με την επίκληση, κατ'επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.
Επίσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα προβαλλόμενα ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρονται τα έγγραφα τα οποία έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε, γιατί το αναφερόμενο στο βούλευμα περί του ότι λήφθηκαν υπ'όψη "οι καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντα, η απολογία του κατηγορουμένου και τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα.......", δεν δημιουργεί ασάφεια ή κενά σχετικά με τα ποία έγγραφα λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν, γιατί με την αναφορά γενικά στα έγγραφα το προσβαλλόμενο βούλευμα εκθέτει κατ'επίταση ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα έγγραφα (η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, η έκθεση του γραφολόγου κ.λ.π.) που περιέχονται στη δικογραφία και ότι όπου απαιτούνταν, γινόταν ειδική μνεία και αναφορά εγγράφων όπως σε ιδιωτικά συμφωνητικά, λογαριασμούς Τραπεζών, έκθεση γραφολογικής εξέτασης υπογραφής κλπ (βλ. φύλ. 5 και 6 βουλεύματος). Συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση (αρ. 511 ΚΠΔ) πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω:
(Α) Να απορριφθεί η υπ 'αρ. 193/17-11-2008 αίτηση του ...., κατοίκου ....., για αναίρεση του υπ'αρ. 1189/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 29 Δεκεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή εισάγεται προς κρίση η υπ' αριθμ.193/17-11-2008 αίτηση του κατηγορουμένου ....., για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1189/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο επικύρωσε το υπ' αριθμ.398/2008 βούλευμα του πρωτοβαθμίου δικαστικού συμβουλίου, ως προς την διάταξή του, με την οποία ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών 1) για απάτες από δράστη που διαπράττει αυτές κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ 2)για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση από άτομο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και 3) για υπεξαίρεση (υφαίρεση) αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα την 10-6-2003. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, εφόσον ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση για τους λόγους της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 463, 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 στοιχ. α' και 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ). Κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320, 321, 339, 340, και 343 ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, και 484, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον ή αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτήν, ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται να κριθεί και βάσιμος, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/2003 δεν παραπέμπει για ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 Κ.Π.Δ., όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003. Στην προκειμένη περίπτωση η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πράξη της υπεξαίρεσης (υφαίρεσης) αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συγκεκριμένα 24.817,52 ευρώ (άρθρο 375 παρ.1α Π.Κ.), που φέρεται ότι τελέσθηκε την 10 -6-2003, φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος. Το αξιόποινο, συνεπώς, της πράξεως αυτής εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, διότι από της τελέσεώς της μέχρι και την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος (23-10-2008) έχει συμπληρωθεί, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, αφού δεν άρχισε ακόμη η κύρια διαδικασία για να συντρέξει χρόνος αναστολής. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτώς και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως που ανάγονται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ ΚΠΔ), πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί, κατά το μέρος που αφορά την παραπάνω αξιόποινη πράξη του αναιρεσείοντος και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τη πράξη αυτή, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.2α του ν. 2721/1999, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της κακουργηματικής πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση εγγράφου πλαστού ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση των περιστατικών, που θεμελιώνουν την πράξη και συνάμα σκοπός αυτού, όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου παραπλανηθεί άλλος για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευμένου δικαιώματος, με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των των 73.000 ευρώ χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός αν επιτεύχθηκε τελικώς η παραπλάνηση και το περιουσιακό όφελος ή η βλάβη ή αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Η περαιτέρω χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από το δράστη θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Περαιτέρω κατάρτιση πλαστού εγγράφου συνιστά η εξαρχής από το δράστη σύνθεση εγγράφου που δεν υπήρχε πριν και το οποίο εμφανίζεται ότι προέρχεται από άλλο πρόσωπο, ενώ νόθευση γνησίου εγγράφου αποτελεί η μεταγενέστερη της καταρτίσεως αυτού αλλοίωση του περιεχομένου του, ώστε να εμφανίζεται η εξαρχής δήλωση του εκδότη του εγγράφου Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη αυτής ως στοιχείο της προσωπικότητας αυτού. "Από την εν λόγω διάταξη, σε συνδυασμό προς αυτή του άρθρου 216 του Π.Κ., προκύπτει ότι για την "κατ' επάγγελμα" τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, είτε πρώτη φορά τέλεση της πράξεως, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά με διαμορφωμένη οργανωτική υποδομή για επανάληψη του εγκλήματος στο μέλλον, υποκειμενικά δε απαιτείται σκοπός του υπαιτίου να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων πλαστογραφίας. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ΕΥΡΩ. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ. του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται, αντικειμενικώς, επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει του από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι απ' αυτό συνήγαγε το Συμβούλιο, αλλά αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτήν, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά της τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο βούλευμα έχουν εμφιλοχωρήσει, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος, αδελφός του ήδη θανόντος συζύγου της εγκαλούσης κατά μήνα Μάιο του έτους 2003 και συγκεκριμένα την 9-5-2003 μετά από επίσκεψη συμπαράστασης στην οικία του ήδη σοβαρά νοσούντος αδελφού του, τον απεμάκρυνε από την σύζυγο του και με πρόφαση ότι θα πήγαιναν έναν περίπατο, τον οδήγησε σε κατάσταση απώλειας μέρους της συνειδήσεως στην Τράπεζα Πειραιώς, κατάστημα ... και αφού απέκρυψε από τους υπαλλήλους την απώλεια της συνείδησης των πραττομένων, στην οποία είχε περιέλθει ο αδελφός του λόγω της ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε, συνέταξε επιστολή αίτηση προς την τράπεζα, στην οποία ανέγραψε τα στοιχεία ταυτότητας του αδελφού του ... και στο τέλος μάλλον οδηγώντας το χέρι του,,οράτε την σχετική έκθεση γραφολογικής εξετάσεως της υπογραφής, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του επί αιτήσεως με την οποία ο αδελφός του ζητούσε να διαγραφεί η μηνύτρια .... από τους συνδικαιούχους του προϊόντος 'REPOS" (βεβαιωτικό σύμβασης πώλησης με το σύμφωνο επαναγοράς άυλων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου) με αριθμό ..... συνολικής αξίας 431.194 ευρώ καθώς και του λογαριασμού φύλαξης χρεογράφων με αριθμό αίτησης ..... αξίας 82000 ευρώ, των οποίων ήταν συνδικαιούχοι: οι δύο σύζυγοι και στη θέση της να εγγραφεί ο κατηγορούμενος ως συνδικαιούχος. Το έγγραφο αυτό προσκομίσθηκε στους υπαλλήλους της τράπεζας από τους οποίους απεκρύβει το γεγονός ότι ο αιτών λόγω σοβαρής 'νόσου και της σχετικής φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε είχε απώλεια μέρους της συνειδήσεως και δεν ήταν πλήρως ικανός για δικαιοπραξία ούτε είχε συνείδηση των, τραπεζικών εργασιών που ζητούσε να γίνουν, διότι δεν είχε λόγο να αποκλείσει την σύζυγο του από την διαχείριση των κοινών τους χρημάτων. Οι υπάλληλοι της τράπεζας αγνοούντες την πραγματική κατάσταση του αιτούντος διέγραψαν την μηνύτρια από συνδικαιούχο ενώ στη θέση της ανεγράφη το όνομα του κατηγορουμένου και δημιουργήθηκε ο υπ' αριθμ. .... κοινός λογαριασμός στο όνομα και του ..... Στον νέο αυτό λογαριασμό μεταφέρθηκαν δυνάμει του ίδιου εγγράφου τα ποσά των ως άνω αναφερομένων τραπεζικών προϊόντων και επιπλέον ποσό 4.424.23 ευρώ από το υπόλοιπο τόκων, που υπήρχε στον υπ'αριθμ. .... κοινό λογαριασμό, που διατηρούσε ο αδελφός του με την μηνύτρια. Με τον ίδιο ως άνω απατηλό τρόπο ο κατηγορούμενος, ο οποίος προφανώς είχε υποκλέψει την ταυτότητα του αδελφού του, εμφανίσθηκε στην τράπεζα επιδεικνύοντας το υπ'αριθμ. .... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του ....., παρουσιαζόμενος ο ίδιος αντί του αδελφού του πέτυχε να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τραπέζης σχετικά με την πραγματική του ταυτότητα και να εισπράξει την 11-6-2003, μετά από νέα πλαστογραφημένη αίτηση-εντολή πώλησης μετοχών, 5.020 κοινές μετοχές της εταιρίας ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε. και 27.190 μετοχές της εταιρίας ΜΟΧΛΟΣ Α.Ε, που ανήκαν στην συγκυριότητα του αδελφού του και της μηνύτριας συζύγου του συνολικής αξίας 24.817,52. Η τελευταία αυτή πράξη έγινε ενώ η υγεία του ..... είχε επιδεινωθεί δραματικά, δεδομένου ότι απεβίωσε αμέσως μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου του κατηγορουμένου την 16-7-2003. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος πέτυχε να ιδιοποιηθεί τις οικονομίες τόσο του αδελφού του όσο και της συζύγου του μηνύτριας χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα, εκμεταλλευόμενος κυρίως την φυσική αδυναμία του αδελφού του να επιμεληθεί των περιουσιακών του στοιχείων, εξ αιτίας σοβαρής ασθένειας, συνεπεία της οποίας δεν είχε τον απόλυτο έλεγχο των νοητικών του λειτουργιών. Η ωφέλεια που προέκυψε για τον κατηγορούμενο ήταν τουλάχιστον 513.194 ευρώ, ποσό του οποίου κατέστη δικαιούχος ήδη προ του θανάτου του αδελφού του μέσω του κοινού τραπεζικού λογαριασμού χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα. Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία και προβάλει τους εξής ισχυρισμούς: Θεωρεί ότι δεν εκτιμήθηκε ορθά το αποδεικτικό υλικό, διότι η έκθεση γραφολογικής εξέτασης τον απαλλάσσει από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας αλλά από την προσεκτική ανάγνωση του εγγράφου αυτού φαίνεται καθαρά ότι ο θανών αδελφός του κατηγορουμένου οδηγήθηκε μηχανικά στην υπογραφή της αιτήσεως. Επειδή όμως ουδείς άλλος ανεμείχθη στην μεταφορά των χρημάτων πλην του κατηγορουμένου, ο οποίος άλλωστε είναι και ο αμέσως ωφελούμενος από αυτήν είναι σαφές ότι εκείνος του οδήγησε το χέρι και ολοκλήρωσε την υπογραφή. Επίσης η κατάθεση των υπαλλήλων της τραπέζης ότι ο θανών, κατά την επίσκεψη του στη τράπεζα, δεν φαινόταν ασθενής ή ανίκανος προς δικαιοπραξία, ουδόλως απαλλάσσει τον κατηγορούμενον, διότι η μη εμφανής αδυναμία κάποιου προσώπου, δεν σημαίνει και πραγματική ικανότητα του. Ακριβώς αυτό το σημείο θεμελιώνει την ευθύνη του εκκαλούντος, ο οποίος γνώριζε την αληθή κατάσταση της υγείας του αδελφού του και την απέκρυψε από τους: υπαλλήλους. Επίσης ο εκκαλών θεωρεί ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αγνόησε τις καταθέσεις που τον φέρουν την 11-6-2003 απόντα από τον γεωγραφικό χώρο της Αττικής αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποίησε άγνωστο συνεργό για την ολοκλήρωση της πράξης του, δοθέντος, ότι ο αδελφός του είναι λογικά αδύνατον να ησχολήθη με τραπεζικές εργασίες μόλις πέντε ημέρες προ του θανάτου του και μάλιστα χωρίς να έχει ισχυρό λόγο να το πράξει, αφού μάλιστα όχι μόνον δεν είχε λόγο αποκλεισμού της συζύγου του από τις κοινές τους οικονομίες αλλά είχε μαζί της αποκτήσει και δύο παιδιά, τα οποία τότε ήσαν σε βρεφική ηλικία και λογικά θα είχε κάθε λόγο να τα εξασφαλίσει οικονομικά. Πράγματι ενώ σταθερή θέση του κατηγορουμένου αποτελεί ότι τις υπό κρίσιν τραπεζικές πράξεις ενήργησε μόνος τους, αυτοβούλως και εν πλήρει συνειδήσει των πραττομένων ο αδελφός του, δεν εξηγεί το λόγο που θα μπορούσε να θεμελιώσει λογικά την εχθρική αυτή στάση του θανόντος προς την σύζυγο και κατ' ακολουθίαν και τα τέκνα του, οι οποίοι ζημιώθηκαν στο σύνολο των δικαιωμάτων τους επί των χρημάτων του θανόντος και μάλιστα λίγες μόλις ημέρες προ του θανάτου του." Με βάση τα περιστατικά αυτά το Συμβούλιο Εφετών αποφάνθηκε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση από τον κατηγορούμενο των εγκλημάτων της διακεκριμένης πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και της διακεκριμένης απάτης, κατά συρροή, καθόσον στοιχειοθετούνται τα ανωτέρω εγκλήματα υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι τελέσθηκαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος με την αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο ο αναιρεσείων, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ.στ',216 και 386 ΠΚ, τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, ευθέως και εκ πλαγίου, για τους εξής ειδικότερα λόγους :α)Δεν αναφέρει με σαφήνεια εάν ο αναιρεσείων υπέγραψε την αίτηση προς την Τράπεζα Πειραιώς κατ' απομίμηση της υπογραφής του αδελφού του ή ο ίδιος ο αδελφός του καθόσον η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων "μάλλον οδηγώντας το χέρι του αδελφού του έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του" είναι ενδοιαστική, β) ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων απέκρυψε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της Τράπεζας "την απώλεια συνείδησης των πραττομένων του αδελφού του" χωρίς περαιτέρω να εξηγεί αν αυτή ήταν εμφανής και ποία η αιτία της καθόσον η παραδοχή ότι αυτή οφείλεται στην ισχυρή φαρμακευτική αγωγή που ελάμβανε χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίστατο δεν αρκεί, εντούτοις παραπέμπεται ότι παρέστησε με πρόθεση ψευδώς εν γνώσει του στους ανωτέρω υπαλλήλους ότι ο αδελφός του έχει πλήρη συνείδηση των πραττομένων και γ) δεν αναφέρονται καθόλου περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από τον αναιρεσείοντα των αποδιδομένων ως άνω αξιοποίνων πράξεων, υπό την έννοια που αναφέρθηκε αρχικά. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί, ως και κατ' ουσίαν βάσιμοι, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το με αριθ. 1189/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παύει οριστικώς την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος για υπεξαίρεση (υφαίρεση) αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανερχομένης στο ποσό των 24.817,52 ευρώ που φέρεται ότι τελέσθηκε απ' αυτόν στην Αθήνα την 10-6-2003. Και
Παραπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ