Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα απαλλακτικό.
Περίληψη:
Βούλευμα. Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ εξέλιπε το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1138/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανικολάου περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Με κατηγορούμενους τους 1. Χ1 και 2. Χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-πολιτικώς ενάγων ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 316/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 159/17-4-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την με αριθμ. 5/13-2-2007 αίτηση - αναίρεσης του Ψ1 κατά του με αριθμ 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης με το οποίο απορρίφθηκε σαν απαράδεκτη η με ημερομηνία 10-7-2006 έφεση του αναιρεσείοντα κατά του με αριθμ. 399/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Χανίων το οποίο αποφαινόταν ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία κατά των Χ1 και Χ2 για πλαστογραφία με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ για τον πρώτο και για ψευδή βεβαίωση με συνολικό όφελος πάνω των 73.000 ευρώ για τον δεύτερο και εκθέτω τα παρακάτω:
Από τις διατάξεις των άρθρων 463 και 476 § 1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη " Ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα........" κατά δε την δεύτερη " Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή .......το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο .....". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αναίρεση μπορεί ν'ασκήσει μόνο εκείνος στον οποίο ο νόμος δίνει τέτοιο δικαίωμα και αν ασκηθεί αναίρεση από μη δικαιούμενο στην άσκηση της, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο σε συμβούλιο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και επιβάλλει τα έξοδα στον ασκήσαντα το απαράδεκτο ένδικο μέσο. Τέτοια περίπτωση είναι και ή από μέρους του πολιτικώς ενάγοντα άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά βουλεύματος το οποίο κηρύσσει την ασκηθείσα έφεση του σαν απαράδεκτη για το οποίο στις διατάξεις των άρθρων 482 και 483 ΚΠΔ δεν προβλέπεται άσκηση αναίρεσης από τον πολιτικώς ενάγοντα.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων πολιτικώς ενάγων άσκησε την με αριθμ. 5/13-2-2007 αναίρεση κατά του με αριθ. 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης το οποίο απέρριψε την με ημερομηνία 10-7-2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 399/ βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Χανίων με την οποία αποφαινόταν ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία κατά των Χ1 και Χ2 για πλαστογραφία κατά της πρώτης και για ψευδή δήλωση με όφελος και στις δύο περιπτώσεις ποσού άνω των 73.000 ευρώ. Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 482 και 483 του ΚΠΔ στις οποίες αναφέρονται οι δικαιούμενοι σε άσκηση αναίρεσης κατά βουλεύματος δεν συμπεριλαμβάνεται και ο πολιτικώς ενάγων σαν δικαιούμενος της άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου και ως εκ τούτου η αίτηση αναίρεσης του παραπάνω πρέπει να απορριφθεί σαν απαράδεκτη εκ του λόγου αυτού και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα.
Δια ταύτα Προτείνω όπως: Α. Να κηρυχθεί απαράδεκτη η με 13-2-2007 αίτηση αναίρεσης του Ψ1 κατά του 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης με το οποίο απορρίφθηκε η με ημερομηνία 10-7-2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 399/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Χανίων σαν απαράδεκτη.
Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της άσκησης της αναίρεσης στην παραπάνω.
Αθήνα την 26-3-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΙωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τα άρθρα 38 και 41 παρ. 1 του Νόμου 3160/2003, η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 31 αυτού, άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 30 Ιουνίου 2003 (ΦΕΚ 165/306/2003, τεύχος Α') αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, τα άρθρα 476 παρ. 2 και 481 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Έτσι, μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Μετά δε την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση και του άρθρου 482 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εξέλιπε πλέον το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη ή την παύει οριστικώς ή προσωρινώς. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται η άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέως και, αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος, που έχει προσβληθεί, καθώς και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χανίων, με το 399/2006 βούλευμά του, αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένωνΧ1 και Χ2, για τις πράξεις της πλαστογραφίας, με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, για την πρώτη και για ψευδή βεβαίωση με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, για τον δεύτερο. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων, πολιτικώς ενάγων, Ψ1 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, το οποίο, με το 303/2006 βούλευμά του, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη. Ο ως άνω πολιτικώς ενάγων, άσκησε κατά του παραπάνω 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης την 5/13.2.2007 αίτηση αναιρέσεως. Όμως, αφού η αναίρεση αυτή ασκήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2007, δηλαδή μετά τις 30 Ιουνίου 2003, που άρχισε η ισχύς του Ν. 3160/2003, ήτοι ημερομηνία από την οποία, μετά την κατά τα ανωτέρω επελθούσα νομοθετική μεταβολή, εξέλιπε πλέον το με το προηγούμενο νομικό καθεστώς δικαίωμα του αναιρεσείοντος πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του προσβαλλόμενου 303/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα από πρόσωπο, που δεν έχει πλέον το δικαίωμα για την άσκησή της και εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται πλέον γενικά η άσκησή της. Επομένως και ενόψει των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 5/2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, κατά του 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ