Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Απόπειρα, Εκβίαση, Κατηγορίας μεταβολή, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Βούλευμα. Ποινική δίωξη για κακουργηματικής μορφής απόπειρα εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση. Μεταβολή της κατηγορίας σε πλημμέλημα, διότι πρόκειται για απειλές κατά σώματος ή ζωής, που διατυπώθηκαν φραστικά και με χειρονομίες, χωρίς όμως να συνοδεύονται και με άλλη ενέργεια του δράστη και αφορούν κακό που θα επέλθει, όχι κατά τη στιγμή που διατυπώνεται η απειλητική φράση, αλλά σε μελλοντική στιγμή. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα. Το Συμβούλιο του Α.Π. έχοντας αρμοδιότητες Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκτός μίας μερικότερης πράξεως, για την οποία παύει η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής. Αναιρεί. Παραπέμπει στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών.
Αριθμός 1168/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 164/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4.3.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 433/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 260/19.5.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν. Δ., την αριθμ. 48/4-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., οδ. ... αριθμ. ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών ΑΑ, δυνάμει της από 3-3-2008 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του αριθμ. 164/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το αριθμ. 818/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απόπειρας εκβίασης κατ' εξακολούθηση (άρθρα 385 παρ. 1α-98 Π.Κ.). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το με αριθμό 164/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 23-2-2008 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 Κ.Ποιν.Δ. και στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών ΑΑ την 21-2-2008 (ΑΠ 1936/2007), η δε αίτηση ασκήθηκε στις 4-3-2008 (Συμβ. ΑΠ 2124/2005 Πράξ. Λόγ. ΠΔ 2006, 50 επ. 51, ΑΠ 730/2002 ΠΧ, ΝΓ, 223) ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών ..., συνετάγη δε από εκείνη η αριθμ. 48/4-3-2008 έκθεση στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 385 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης απαιτείται α) εξαναγκασμός με βία ή απειλή, ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζόμενου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ίδιου ή τρίτου προσώπου και β) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή ότι δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος (ΑΠ 727/1998-σε Συμβούλιο- Π.Χ., ΜΘ, 246). Εάν ο απειλούμενος δεν υπέκυψε στην απειλή, δεν προέβη δηλαδή στην επιζήμια περιουσιακή διάθεση, το έγκλημα της εκβίασης δεν πραγματώνεται πλήρως, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ., υπάρχει απόπειρα τέλεσής του. Για τη θεμελίωση της από το άρθρο 385 παρ. 1 εδ. α' Π.Κ. προβλεπόμενης κακουργηματικής μορφής εκβίασης απαιτείται, οι απειλές να είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1 Π.Κ. Εάν οι απειλές δεν είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, πρόκειται περί πλημμεληματικής μορφής εκβίασης, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 εδ. γ' Π.Κ. Απειλή δε ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής είναι η προαγγελία κακού που πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν δεν ήθελε υποκύψει εκείνος κατά του οποίου απευθύνεται αυτή και επιχειρήσει να προβάλει αντίσταση. Τούτο σημαίνει τοπική και χρονική αμεσότητα του κακού με το σώμα ή τη ζωή του απειλούμενου (ΑΠ 829/2006). 'Αλλως, αν πρόκειται για απειλές κατά σώματος ή ζωής, που διατυπώθηκαν φραστικά και μόνο ή με χειρονομίες, χωρίς να συνοδεύονται και με άλλη ενέργεια του δράστη και αφορούν κακό που θα επέλθει, όχι κατά τη στιγμή της διατυπώσεως της απειλητικής φράσης ή τη στιγμή που γίνεται η απειλητική χειρονομία, αλλά σε μελλοντική στιγμή, υπάρχει πλημμεληματική εκβίαση που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 εδ. γ' Π.Κ..
Περαιτέρω η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει, όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή, παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, αλλά και με συμπληρωματική αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 1608/2001 -σε Συμβούλιο- Π.Χρ. ΝΒ, 623, ΑΠ 348/1996 Π.Χρ. ΜΖ, σελ. 33), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΓ, 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ, 978) και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και πολιτικώς ενάγοντα, τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο μηνυτής Ψ και ο πατέρας του κατηγορουμένου ΑΑ ήσαν συμμαθητές στο σχολείο και παιδικοί φίλοι. Το έτος 1988 ο μηνυτής καταδικάσθηκε και διέφυγε στο εξωτερικό για να μη εκτίσει την ποινή φυλακίσεως των 3 1/2 ετών που του είχε επιβληθεί για απάτη. Κατά την απουσία του στο εξωτερικό και όντας φυγόποινος είχε αναθέσει τις δικαστικές του υποθέσεις στο φίλο του δικηγόρο ΑΑ, ο οποίος είχε παραστεί άλλωστε και ως συνήγορος του στο ακροατήριο στη δίκη της απάτης, και του παρέδωσε όλους τους φακέλους και τα έγγραφα που αφορούσαν στις υποθέσεις του. Κατά τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος το έτος 1989, με προτροπή του ΑΑ, ο μηνυτής του έστειλε χρήματα, προκειμένου ο τελευταίος να αγοράσει για λογαριασμό του ένα ακίνητο στη θέση "..." στο ... του ..., εκτάσεως 16 στρεμμάτων, το οποίο και αγόρασε τελικά στο όνομα μιας off shore εταιρείας με την επωνυμία "Roppal Investments Corporation" και με έδρα στη ... της ..., διαχειριστής της οποίας ορίσθηκε ο ΑΑ. Αντιθέτως, κατά την άποψη του τελευταίου η αγορά του ακινήτου αυτού έγινε από τον ίδιο, το μηνυτή και τον κοινό φίλο τους ΒΒ στο όνομα της πιο πάνω ... εταιρείας, τις μετοχές της οποίας διένειμαν αναλόγως της οικονομικής συμμετοχής τούτων και ο καθένας τους έλαβε το 1/3 των μετοχών της εν λόγω εταιρείας και ότι στη συνέχεια, ύστερα από μεταβιβάσεις μεταξύ τους, κατέστη αυτός μόνος κύριος του συνόλου των μετοχών, και άρα κύριος του πιο πάνω ακινήτου. Η διαφορετική αυτή αντίληψη μεταξύ του μηνυτή και του ΑΑ ως προς το ζήτημα της κυριότητας των μετοχών της εταιρείας "Roppal Investments Corporation" έχει προκαλέσει σφοδρή δικαστική αντιδικία μεταξύ τους με πολλές ποινικές και πολιτικές δίκες. Μετά από μήνυση του και ήδη μηνυτή Ψ κατά του ΑΑ για το ζήτημα τούτο καταδικάσθηκε ο τελευταίος με την 2619/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας, και η οποία συνίστατο στο ότι ο ΑΑ ιδιοποιήθηκε παράνομα ως πληρεξούσιος δικηγόρος του μηνυτή Ψ 166 και 168 ανώνυμες μετοχές, που αποτελούσαν τα 2/3 των 500 μετοχών της ... εταιρείας "Roppal Investments Corporation", συνολικής αξίας 35.000.000 δρχ. Ωστόσο, κατόπιν εφέσεως του ΑΑ κατά της πιο πάνω απoφάσεως κηρύχθηκε αυτός αθώος λόγω ελαχίστων αμφιβολιών για την πιο πάνω πράξη με την 2014/2004 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη. Με την ένδικη μήνυση ο Ψ ισχυρίζεται ότι: α) στις 12-13/11-2001, μετά την έκδοση της πιο πάνω καταδικαστικής αποφάσεως σε βάρος του ΑΑ, ο κατηγορούμενος Χ1, γιος του καταδικασθέντος, απείλησε το μηνυτή με τη φράση "θα σε σκοτώσω", και β) στις 12-5-2004, μετά τη νέα αναβολή της υποθέσεως ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο ίδιος κατηγορούμενος απείλησε το μάρτυρα του μηνυτή ΓΓ, δείχνοντάς του το λαιμό του και κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση ότι θα του τον κόψει. Και ότι με τις ενέργειες του αυτές, δηλαδή τις απειλές κατά της ζωής του μηνυτή και των μαρτύρων του, σκόπευε να τον εξαναγκάσει να σταματήσει να διεκδικεί τα δικαιώματά του στα δικαστήρια και να απέχει του Εφετείου, με προφανή σκοπό την αθώωση του ΑΑ και τη μη επαναπόκτηση εκ μέρους του των μετοχών της εταιρείας που του είχε υπεξαιρέσει αυτός και οι οποίες αντιπροσωπεύουν σήμερα αξία άνω των 60.000.000 δρχ. Από το ανακριτικό υλικό που αναφέρθηκε παραπάνω προέκυψε πράγματι ότι ο κατηγορούμενος Χ1, γιος του ΑΑ, αμέσως μετά την έκδοση της 2619/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και συγχρόνως με την αποχώρηση των δικαστών από την αίθουσα του ακροατηρίου και πριν εγερθεί από το εδώλιο ο πατέρας του, απευθύνθηκε στο μηνυτή με τη φράση που προαναφέρθηκε, αποβλέποντας στον εκφοβισμό του, ώστε να τον εξαναγκάσει να σταματήσει τους δικαστικούς αγώνες κατά του πατέρα του. Αλλά και η απειλή του προς τον παραπάνω μάρτυρα σ' αυτό ακριβώς απέβλεπε, αφού, κατά τρόπο κατηγορηματικό ο εν λόγω μάρτυρας στην από 29-10-2004 ένορκη κατάθεσή του περιγράφει ως ακολούθως το σχετικό περιστατικό: "Στις 12-5-2004, μετά τη δεύτερη αναβολή του Εφετείου, στο ασανσέρ προς την κάθοδο μας, περιμένοντάς το, ο γιος του κατηγορουμένου ΑΑ, Χ, σκύβοντας και απευθυνόμενος σε μένα, παρουσία και λοιπών μαρτύρων, με απείλησε με χειρονομία, πιάνοντας το λαιμό του και δείχνοντας ότι θα μου τον κόψει, προσπαθώντας να με εκφοβίσει", Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο μάρτυρας ΓΓ είναι παντελώς άγνωστος τόσο σ' αυτόν όσο και στον πατέρα του, και δεν χρησιμοποιήθηκε ως μάρτυρας του μηνυτή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την 2628/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως του μηνυτή κατά του κατηγορουμένου ΑΑ, που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος κατά τη συζήτηση της στις 11-2-2004, ο παραπάνω ΓΓ εξετάσθηκε ως μάρτυρας του τότε αιτούντος και ήδη μηνυτή. Και είναι μεν αληθές ότι ο ΑΑ, κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία στην ένδικη υπόθεση, για τον οποίο ωστόσο το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία, ισχυρίσθηκε, και τους ισχυρισμούς του αυτούς υιοθετεί στην έφεσή του και ο κατηγορούμενος, έχοντας μάλιστα περιλάβει αυτούς και στο από 30-9-2007 υπόμνημα του προς το Συμβούλιο τούτο, ότι δεν υπάρχει το βασικό στοιχείο της εκβιάσεως, δηλαδή ο σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος, στην ιδιοποίηση δηλαδή των μετοχών της εταιρείας "Roppal Investments Corporation", κυρίας του ακινήτου στη θέση "..." στο ... του ..., για το λόγο ότι από το έτος 1993 ο ΑΑ έχει αγοράσει τα μερίδια και των άλλων μετόχων, γεγονός που έχει γίνει δεκτό και με δικαστικές αποφάσεις, και ειδικότερα με τις 1874/1994 και 1876/1994 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών και Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα. Πράγματι, από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι η μεν πρώτη εκδόθηκε επί αιτήσεως του μηνυτή Ψ για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής για τις μετοχές της πιο πάνω εταιρείας, η δε δεύτερη επί αιτήσεως της εταιρείας "Roppal Investments Corporation" με αίτημα την ανάκληση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων που είχε διατάξει την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης στο ακίνητο τούτο. Παρά το γεγονός ότι στο σκεπτικό και των δύο αυτών αποφάσεων γίνεται δεκτό ότι ο ΑΑ είχε καταστεί κύριος του συνόλου των μετοχών της ... εταιρείας, στην κυριότητα της οποίας ανήκει το ακίνητο στον ..., ωστόσο οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αποφασιστικής σημασίας επιχείρημα, για το λόγο ότι αφενός μεν έκριναν κατά πιθανολόγηση, αφετέρου δε δεν είχαν ως αντικείμενο δίκης την κυριότητα των μετοχών της ... αυτής εταιρείας, ζήτημα που δεν έχει καταστεί ακόμη κύριο αντικείμενο δίκης μεταξύ των διαδίκων. Κατά συνέπεια υπήρχε ενδιαφέρον από πλευράς ΑΑ να παύσει ο Ψ να διεκδικεί τα δικαιώματα του και ο κατηγορούμενος με τη συμπεριφορά του που εκτέθηκε παραπάνω σκόπευε να εξαναγκάσει το μηνυτή να απόσχει του Εφετείου με προφανή σκοπό να αθωωθεί ο ΑΑ και να παραιτηθεί ο μηνυτής των επιδιώξεων του να επαναποκτήσει μέρος των μετοχών της εταιρείας "Roppal Investments Corporation", που θεωρούσε ότι του έχει υπεξαιρέσει ο ΑΑ.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς (σοβαρές) ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 818/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με τις παραδοχές αυτές και την ως άνω κρίση του, το Συμβούλιο των Εφετών δεν διέλαβε σε αυτό την από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία με την έννοια που προεκτέθηκε. Ειδικότερα δεν αποσαφηνίζεται σε αυτό ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος γνώριζε ότι το περιουσιακό όφελος, που με τις εκτιθέμενες σε αυτό ενέργειές του (απειλητική φράση-απειλητική χειρονομία) επεδίωκε, δεν στηριζόταν σε νόμιμη αξίωση του πατέρα του ΑΑ, τότε κατηγορουμένου για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, μετοχών της ... εταιρίας με την επωνυμία "Roppal Investments Corporation" όταν μάλιστα δέχεται ότι στο σκεπτικό των αριθμ. 1874/1994 και 1876/1994 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών και Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα, που εκδόθηκαν η μεν πρώτη τούτων επί αιτήσεως του μηνυτή Ψ για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής για τις μετοχές της εταιρείας με την επωνυμία "Roppal Investments Corporation", η δε δεύτερη επί αιτήσεως της πιο πάνω εταιρείας με αίτημα την ανάκληση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων που είχε διατάξει την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης στο ακίνητο που βρίσκεται στη θέση "..." στο ... του ..., κυριότητας της ως άνω εταιρίας, γίνεται δεκτό ότι ο ΑΑ, πατέρας του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου είχε καταστεί κύριος του συνόλου των μετοχών της ... ως άνω εταιρείας, ότι δεν είχε ασκηθεί αγωγή από το μηνυτή με αντικείμενο την κυριότητα των μετοχών και ότι τελικά με την αριθμ. 2014/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη ο πατέρας του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, ΑΑ, κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας για την πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος των μετοχών.
Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του εσφαλμένα υπήγαγε την φραστική απειλή κατά της ζωής του μηνυτή Ψ και την με χειρονομία απειλή κατά της ζωής του μάρτυρα του ως άνω μηνυτή, ΓΓ, στην κακουργηματική μορφή της απόπειρας εκβίασης της παρ. 1 στοιχ. α' του άρθρου 385 Π.Κ., δεδομένου ότι από τις παραδοχές του Συμβουλίου προκύπτει, ότι οι απειλές αυτές δεν ήταν ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφού δεν επρόκειτο περί προαγγελίας κακού που επρόκειτο να επακολουθήσει αμέσως, δηλαδή κατά την αυτή χρονική στιγμή με την περιέλευση της φραστικής απειλής στο μηνυτή και της απειλής με την χειρονομία στο μάρτυρα ΓΓ, αλλά σε μελλοντική στιγμή. Κατ' ακολουθία οι προαναφερθείσες απειλές έπρεπε να υπαχθούν στην πλημμεληματική μορφή απόπειρας εκβίασης της παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου άρθρου.
Συνεπώς πρέπει, κατά παραδοχή των λόγων αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ Κ.Π.Δ.) να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρα 485 παρ. 1, 519 Κ.Π.Δ.), εκτός από την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα μερικότερη πράξη της απόπειρας εκβίασης κατ' εξακολούθηση, που φέρεται ως τελεσθείσα στις 12-13/11-2001 για την οποία δεν συντρέχει λόγος παραπομπής (άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) αφού, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, το Συμβούλιο Εφετών όφειλε, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την ανωτέρω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 385 Π.Κ. και εκείνες των άρθρων 111-113 Π.Κ. να υπαγάγει αυτή στην πλημμεληματική μορφή απόπειρας εκβίασης της παραγ. 1 στοιχ. γ του άρθρου 385 Π.Κ. και να παύσει την κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ποινική δίωξη, αφού από το χρόνο τελέσεως αυτής είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων, χωρίς να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε αναστολή αυτής, αφού δεν είχε επιδοθεί σ' αυτόν εντός πέντε (5) ετών από την τέλεση της μερικότερης αυτής πράξης κλήση για τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Στη συνέχεια, αφού η μερικότερη αυτή πράξη του διωκομένου κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της απόπειρας εκβίασης διαπιστώνεται ότι έχει παραγραφεί και η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται και από τον 'Αρειο Πάγο, πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 310 παρ. 1 εδ β' Κ.Ποιν.Δ, να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος για τη μερικότερη πράξη του κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της απόπειρας εκβίασης, για το οποίο έχει ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: 1) Να γίνει δεκτή η αριθμ. 48/4-3-2008 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ, κάτοικο ..., οδ. ... αριθμ. ..., κατά του αριθμ. 164/2008 βουλεύματος του Συμβουλίόυ Εφετών Αθηνών.
2) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό.
3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών, εκτός της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα μερικότερης πράξης του διωκομένου κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της απόπειρας εκβίασης, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα στις 12-13/11-2001.
4) Να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος Χ ποινική δίωξη για την μερικότερη πράξη του κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της απόπειρας εκβίασης, που φέρεται ότι τελέστηκε από αυτόν στην Αθήνα στις 12-13/11-2001, λόγω παραγραφής.
Αθήνα 15 Μαΐου 2008
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ευτέρπη Κουτζαμάνη
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, από τη διάταξη του άρθρου 385 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτείται α) εξαναγκασμός με βία ή απειλή, ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζόμενου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ίδιου ή τρίτου προσώπου και β) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Εάν ο απειλούμενος δεν υπέκυψε στην απειλή, δεν προέβη δηλαδή στην επιζήμια περιουσιακή διάθεση, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν πραγματώνεται πλήρως, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ. υπάρχει απόπειρα τέλεσής του. Για τη θεμελίωση της από το άρθρο 385 παρ. 1 εδ. α' Π.Κ. προβλεπόμενης κακουργηματικής μορφής εκβιάσεως απαιτείται οι απειλές να είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Εάν οι απειλές δεν είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, πρόκειται για πλημμεληματική μορφής εκβιάσεως, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 εδ. γ' Π.Κ. Απειλή δε ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής είναι η προαγγελία κακού που πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν δεν ήθελε υποκύψει εκείνος κατά του οποίου απευθύνεται αυτή και επιχειρήσει να προβάλει αντίσταση. Διαφορετικά, αν πρόκειται για απειλές κατά σώματος ή ζωής, που διατυπώθηκαν φραστικά και μόνο ή με χειρονομίες, χωρίς να συνοδεύονται και με άλλη ενέργεια του δράστη και αφορούν κακό που θα επέλθει, όχι κατά τη στιγμή που διατυπώνεται η απειλητική φράση, αλλά σε μελλοντική στιγμή, υπάρχει πλημμεληματική εκβίαση, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 εδ. γ' του Ποινικού Κώδικα. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά με τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από τον συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, αλλά και με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο μηνυτής Ψ και ο πατέρας του κατηγορουμένου ΑΑ ήσαν συμμαθητές στο σχολείο και παιδικοί φίλοι. Το έτος 1988, ο μηνυτής καταδικάσθηκε και διέφυγε στο εξωτερικό για να μην εκτίσει την ποινή φυλακίσεως των 31/2 ετών που του είχε επιβληθεί για απάτη. Κατά την απουσία του στο εξωτερικό και όντας φυγόποινος, είχε αναθέσει τις δικαστικές του υποθέσεις στον φίλο του δικηγόρο ΑΑ, ο οποίος είχε παραστεί άλλωστε και ως συνήγορός του στο ακροατήριο στη δίκη της απάτης και του παρέδωσε όλους τους φακέλους και τα έγγραφα που αφορούσαν στις υποθέσεις του. Κατά τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, το έτος 1989, με προτροπή του ΑΑ, ο μηνυτής τού έστειλε χρήματα, προκειμένου ο τελευταίος να αγοράσει για λογαριασμό του ένα ακίνητο στη θέση "..." στο ... του ..., εκτάσεως 16 στρεμμάτων, το οποίο και αγόρασε τελικά στο όνομα μίας off shore εταιρείας με την επωνυμία "Roppal Investments Corporation" και με έδρα στη ... της ..., διαχειριστής της οποίας ορίσθηκε ο ΑΑ. Αντιθέτως, κατά την άποψη του τελευταίου, η αγορά του ακινήτου αυτού έγινε από τον ίδιο τον μηνυτή και τον κοινό φίλο τους ΒΒ στο όνομα της πιο πάνω ... εταιρείας, τις μετοχές της οποίας διένειμαν αναλόγως της οικονομικής συμμετοχής τούτων και ο καθένας του έλαβε το 1/3 των μετοχών της εν λόγω εταιρείας και ότι στη συνέχεια, υστέρα από μεταβιβάσεις μεταξύ τους, κατέστη αυτός μόνος κύριος του συνόλου των μετοχών και άρα κύριος του πιο πάνω ακινήτου. Η διαφορετική αυτή αντίληψη μεταξύ του μηνυτή και του ΑΑ ως προς το ζήτημα της κυριότητας των μετοχών της εταιρείας "Roppal Investments Corporation" έχει προκαλέσει σφοδρή δικαστική αντιδικία μεταξύ τους, με πολλές ποινικές και πολιτικές δίκες. Μετά από μήνυση του και ήδη μηνυτή Ψ κατά του ΑΑ για το ζήτημα τούτο, καταδικάσθηκε ο τελευταίος με την 2619/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας και η οποία συνίστατο στο ότι ο ΑΑ ιδιοποιήθηκε παράνομα ως πληρεξούσιος δικηγόρος του μηνυτή Ψ 166 και 169 ανώνυμες μετοχές, που αποτελούσαν τα 2/3 των 500 μετοχών της ... εταιρείας "Roppal Investments Corporation", συνολικής αξίας 35.000.000 δρχ. Ωστόσο, κατόπιν εφέσεως του ΑΑ κατά της πιο πάνω αποφάσεως, κηρύχθηκε αυτός αθώος λόγω ελαχίστων αμφιβολιών για την πιο πάνω πράξη με την 2014/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη. Με την ένδικη μήνυση, ο Ψ ισχυρίζεται ότι: α) στις 12-13/11-2001, μετά την έκδοση της πιο πάνω καταδικαστικής αποφάσεως σε βάρος του ΑΑ, ο κατηγορούμενος Χ, γιος του καταδικασθέντος, απείλησε τον μηνυτή με τη φράση "θα σε σκοτώσω" και β) στις 12.5.2004, μετά τη νέα αναβολή της υποθέσεως ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο ίδιος κατηγορούμενος απείλησε το μάρτυρα του μηνυτή ΓΓ δείχνοντας του το λαιμό του και κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση ότι θα του τον κόψει. Και ότι με τις ενέργειές του αυτές, δηλαδή τις απειλές κατά της ζωής του μηνυτή και των μαρτύρων του, σκόπευε να τον εξαναγκάσει να σταματήσει να διεκδικεί τα δικαιώματά του στα δικαστήρια και να απέχει του Εφετείου, με προφανή σκοπό την αθώωση του ΑΑ και τη μη επαναπόκτηση εκ μέρους του των μετοχών της εταιρείας που του είχε υπεξαιρέσει αυτός και οι οποίες αντιπροσωπεύουν σήμερα αξία άνω των 60.000.000 δρχ. Από το ανακριτικό υλικό που αναφέρθηκε παραπάνω, προέκυψε πράγματι ότι ο κατηγορούμενος Χ, γιος του ΑΑ, αμέσως μετά την έκδοση της 2619/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και συγχρόνως με την αποχώρηση των δικαστών από την αίθουσα του ακροατηρίου και πριν εγερθεί από το εδώλιο ο πατέρας του, απευθύνθηκε στο μηνυτή με τη φράση που προαναφέρθηκε, αποβλέποντας στον εκφοβισμό του, ώστε να τον εξαναγκάσει να σταματήσει τους δικαστικούς αγώνες του πατέρα του. Αλλά και η απειλή του προς τον παραπάνω μάρτυρα σ' αυτό ακριβώς απέβλεπε, αφού κατά τρόπο κατηγορηματικό, ο εν λόγω μάρτυρας στην από 29.10.2004 ένορκη κατάθεσή του περιγράφει ως ακολούθως το σχετικό περιστατικό: "Στις 12.5.2004, μετά τη δεύτερη αναβολή του Εφετείου, στο ασανσέρ, προς την κάθοδό μας, περιμένοντάς το, ο γιος του κατηγορουμένου ΑΑ, Χ, σκύβοντας και απευθυνόμενος σε μένα, παρουσία και λοιπών μαρτύρων, με απείλησε με χειρονομία, πιάνοντας το λαιμό του και δείχνοντας ότι θα μου τον κόψει, προσπαθώντας να με εκφοβίσει". Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο μάρτυρας ΓΓ είναι παντελώς άγνωστος τόσο σ' αυτόν, όσο και στον πατέρα του και δεν χρησιμοποιήθηκε ως μάρτυρας του μηνυτή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την 2628/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως του μηνυτή κατά του κατηγορουμένου ΑΑ, που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος κατά τη συζήτηση της στις 11.2.2004, ο παραπάνω ΓΓ εξετάσθηκε ως μάρτυρας του τότε αιτούντος και ήδη μηνυτή. Και είναι μεν αληθές ότι ο ΑΑ, κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία στην ένδικη υπόθεση, για τον οποίο ωστόσο το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία, ισχυρίσθηκε και τους ισχυρισμούς του αυτούς υιοθετεί στην έφεσή του και ο κατηγορούμενος, έχοντας μάλιστα περιλάβει αυτούς και στο από 30.9.2007 υπόμνημά του προς το Συμβούλιο τούτο, ότι δεν υπάρχει το βασικό στοιχείο της εκβιάσεως, δηλαδή ο σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος, στην ιδιοποίηση δηλαδή των μετοχών της εταιρείας "Roppal Investments Corporation", κυρίας του ακινήτου στη θέση "..." στο ... του ..., για τον λόγο ότι από το έτος 1993 ο ΑΑ έχει αγοράσει τα μερίδια και των άλλων μετόχων, γεγονός που έχει γίνει δεκτό και με δικαστικές αποφάσεις και ειδικότερα με τις 1874/11994 και 1876/1994 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών και Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα. Πράγματι, από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει, ότι η μεν πρώτη εκδόθηκε επί αιτήσεως του μηνυτή Ψ για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής για τις μετοχές της πιο πάνω εταιρείας, η δε δεύτερη επί αιτήσεως της εταιρείας "Roppal Investments Corporation" με αίτημα την ανάκληση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων που είχε διατάξει την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης στο ακίνητο τούτο. Παρά το γεγονός ότι στο σκεπτικό και των δύο αυτών αποφάσεων γίνεται δεκτό ότι ο ΑΑείχε καταστεί κύριος του συνόλου των μετοχών της ... εταιρείας, στην κυριότητα της οποίας ανήκει το ακίνητο στον Πόρο, ωστόσο οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αποφασιστικής σημασίας επιχείρημα, για τον λόγο ότι αφ' ενός μεν έκριναν κατά πιθανολόγηση, αφετέρου δε δεν είχαν ως αντικείμενο δίκης την κυριότητα των μετοχών της ... αυτής εταιρείας, ζήτημα που δεν είχε καταστεί ακόμη κύριο αντικείμενο δίκης μεταξύ των διαδίκων. Κατά συνέπεια, υπήρχε ενδιαφέρον από πλευράς ΑΑ να παύσει ο Ψ να διεκδικεί τα δικαιώματά του και ο κατηγορούμενος με τη συμπεριφορά του, που εκτέθηκε παραπάνω, σκόπευε να εξαναγκάσει το μηνυτή να απόσχει του Εφετείου, με προφανή σκοπό να αθωωθεί ο ΑΑ και να παραιτηθεί ο μηνυτής των επιδιώξεών του να επαναποκτήσει μέρος των μετοχών της εταιρείας "Roppal Investments Corporation", που θεωρούσε ότι του είχε υπεξαιρέσει ο ΑΑ". Με τις ως άνω σκέψεις και παραδοχές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς (σοβαρές) ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος -κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος και για τον λόγο αυτόν απέρριψε την έφεση που αυτός άσκησε κατά του 818/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού παραπέμπεται μ' αυτό ο κατηγορούμενος για να δικασθεί ως υπαίτιος κακουργηματικής μορφής απόπειρας εκβιάσεως (άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. α' του Ποινικού Κώδικα), ενώ σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές προκύπτει ότι η φραστική απειλή κατά της ζωής του μηνυτή Ψ και η απειλή με χειρονομία κατά της ζωής του μάρτυρος του ως άνω μηνυτή, ΓΓ, δεν ήταν, σύμφωνα με την ως άνω μείζονα σκέψη, ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφού δεν επρόκειτο για προαγγελία κακού, που θα επακολουθούσε αμέσως, δηλαδή κατά την αυτή χρονική στιγμή με την περιέλευση της φραστικής απειλής στον μηνυτή και της απειλής με τη χειρονομία στον μάρτυρα ΓΓ, αλλά σε μελλοντική στιγμή. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή των λόγων αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ.), να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Ακολούθως και κατ' εφαρμογή των άρθρων 309 παρ. 1 περ. ε' και 313 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που εφαρμόζονται εν προκειμένω, όπως σαφώς συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 2 και 318 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο να δικάσει την πράξη που προαναφέρθηκε, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 στοιχ. β', 112 παρ. 1, 119 και 122 παρ. Κ.Π.Δ., εκτός από την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα μερικότερη πράξη της απόπειρας εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση, που φέρεται ως τελεσθείσα στις 12-13 Νοεμβρίου 2001, για την οποία δεν συντρέχει λόγος παραπομπής (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ), αφού σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, το Συμβούλιο Εφετών όφειλε, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθώς την παραπάνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 385 Π.Κ. και εκείνες των άρθρων 11 - 113 του ίδιου Κώδικα, να υπαγάγει αυτή στην πλημμεληματική μορφή της απόπειρας εκβιάσεως της παραγράφου 1 στοιχ. γ' του άρθρου 385 του Ποινικού Κώδικα και να παύσει την κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ποινική δίωξη, αφού από τον χρόνο τελέσεως αυτής είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων, χωρίς να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε αναστολή αυτής, αφού δεν είχε επιδοθεί σ' αυτόν εντός πέντε (5) ετών από την τέλεση της μερικότερης αυτής πράξεως κλήση για τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Στη συνέχεια, αφού η μερικότερη αυτή πράξη του διωκομένου κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της απόπειρας εκβιάσεως διαπιστώνεται ότι έχει παραγραφεί και η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται και από τον Άρειο Πάγο, πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 310 παρ. 1 εδ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για τη μερικότερη πράξη του κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της απόπειρας εκβιάσεως, για το οποίο έχει ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 164/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει, στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τον Χ, κάτοικο ..., οδός ... αριθ. ..., για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι στην ..., στις 12 Μαΐου 2004, επιχείρησε να εξαναγκάσει κάποιον με απειλή σε παράλειψη, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, σε δίκη μεταξύ του μηνυτή Ψ και του πατέρα του (κατηγορουμένου) ΑΑ, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μετά την αναβολή της δίκης, απείλησε τον μάρτυρα ΓΓ, δείχνοντάς του τον λαιμό του και κάνοντας την χαρακτηριστική κίνηση ότι θα του τον κόψει, με σκοπό της ενεργείας του αυτής (του κατηγορουμένου) να φοβηθεί ο μάρτυς και να μη συνεχίσει ο μηνυτής τη δικαστική αντιδικία εις βάρος του πατέρα του (κατηγορουμένου) για την επαναπόκτηση των υπεξαιρεθεισών μετοχών της εταιρείας του (του μηνυτή), που αντιπροσώπευαν αξία, κατά τον χρόνο υποβολής της μηνύσεως άνω των 176.082,17 ευρώ, σκοπός που, όμως, δεν επιτεύχθηκε, διότι ο μηνυτής συνέχισε τους δικαστικούς αγώνες κατ' αυτού.
Παύει οριστικά την ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος Χ ποινική δίωξη για τη μερικότερη πράξη του διωκομένου κατ' εξακολούθηση πλημμελήματος της απόπειρας εκβιάσεως, που φέρεται ότι τέλεσε στην ... στις 12-12 Νοεμβρίου 2001, και ειδικότερα του ότι κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, επιχείρησε να εξαναγκάσει κάποιον με απειλή σε παράλειψη, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Συγκεκριμένα, την ως άνω ημερομηνία, αμέσως μετά το πέρας της δίκης ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) μεταξύ του μηνυτή Ψ και του πατέρα του, ΑΑ, απείλησε τον μηνυτή με τη φράση "θα σε σκοτώσω", με σκοπό να φοβηθεί ο μηνυτής και να μη συνεχίσει (ο μηνυτής) τη δικαστική αντιδικία εις βάρος του πατέρα του (κατηγορουμένου) για την επαναπόκτηση των υπεξαιρεθεισών μετοχών της εταιρείας του (του μηνυτή), που αντιπροσώπευαν αξία, κατά τον χρόνο υποβολής της μηνύσεως άνω των 176.082,17 ευρώ, σκοπός που, όμως, δεν επιτεύχθηκε, διότι ο μηνυτής συνέχισε τους δικαστικούς αγώνες κατ' αυτού.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ