Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας, ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και απόρριψη αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική απάτη.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2008/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγορίου Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοϊνη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 120/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 427/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 207/18-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατ'άρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθ. 40/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου X1, κατά του υπ'αριθμ. 120/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
1) Το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε κατ'ουσίαν την υπ'αριθμ. 467/2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 2703/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για απάτη, από την οποία το περιουσιακό όφελος του δράστη και η αντίστοιχη ζημία του παθόντος υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (αρ. 386 παρ. 1, 3 β' ΠΚ), ενώ έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη κατ'αυτού (αναιρεσείοντος) για το πλημμέλημα της απόπειρας εκβίασης, αφού προηγουμένως μεταρρύθμισε το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς την εν λόγω παραπεμπτική του διάταξη.
Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από τον δικηγόρο Αθηνών Βασίλειο Πελεκάνο για λογαριασμό του κατηγορουμένου, δυνάμει της επισυναπτόμενης από 25-2-2008 εξουσιοδοτήσεως του τελευταίου, νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο με θυροκόλληση, στις 29-2-2008, στον δε αντίκλητο αυτού, ως άνω δικηγόρο, στις 20-2-2008, ενώ η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 28-2-2008. Περιέχει δε ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ). Το βούλευμα δε αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στο ακροατήριο για κακούργημα (αρ. 412, 463, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α, 2 ΚΠΔ) Επομένως η κρινομένη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ'ουσίαν.
2) Η έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον κατ'άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανακριτική διαδικασία και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής και την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ'αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε, στην διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ποινικής διάταξης που συνιστά λόγον αναίρεσης κατ'άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώραν εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου από την ανακριτική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού του βουλεύματος, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμη βάσης.
Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1, 3β' ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, το δε περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και με δικές του σκέψεις (ΑΠ 1608/01, ΑΠ 348/96) δέχθηκε ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εγκαλούσα Ψ1 , το μήνα Οκτώβριο του έτους 2001 , γνώρισε , μέσω των φίλων της Γ1 και Γ2, τον κατηγορούμενο X1 ο οποίος της δήλωσε ότι είχε τη δυνατότητα να της δώσει οικονομικές συμβουλές, λόγω της ενασχόλησής του με τραπεζικές εργασίες. Επίσης τη διαβεβαίωσε ότι εκπροσωπούσε νόμιμα και τη Διεύθυνση της Τράπεζας "ASPIS BANK" και με την ιδιότητα του αυτή είχε τη δυνατότητα να της εξασφαλίσει προνομιακό επιτόκιο 10% ετησίως, εφόσον δεχόταν να καταθέσει τα χρήματα της στην εν λόγω Τράπεζα για χρονικό διάστηκα ενός έτους και να προβεί στις επενδύσεις τις οποίες εκείνος θα τις υπεδείκνυε. Προκειμένου δε να την πείσει περί της αληθείας των ισχυρισμών του, της παρέδωσε την από 16-11-2001 Υπεύθυνη Δήλωση του, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 1599/86, στην οποία ο ίδιος είχε γράψει επακριβώς "... εκπροσωπώντας νομίμως τη Δ/νση της Τράπεζας υποχρεούμαστε να καταβάλλουμε στην κ. Ψ1 στις 17/ΝΟΕΒ/2002 το ποσό των 140.000.000. δρχ. + τόκο 10% επί του κεφαλαίου ΣΥΝΟΛΟ 154.000.000 ΕΝΤΟΚΩΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΩΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΕΝΟΣ ΕΤΟΥΣ ". Η εγκαλούσα αφού πείστηκε στις παραπάνω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, στις 16-11-2001, μετέβη μαζί του στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων , ανέλαβε το ποσόν των 140.000.000 δρχ. και αυθημερόν το κατέθεσε στο κατάστημα της προαναφερόμενης Τράπεζας στη Γλυφάδα, σε λογαριασμό που άνοιξε στο όνομα της με συνδικαιούχο τον κατηγορούμενο, όπως αυτός της είχε ζητήσει. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 19-11-2001 και στις 13-12-2001 ο κατηγορούμενος της κατέβαλε το ποσόν των 7.000.000.δρχ. κάθε φορά, δηλ. συνολικά 14.000.000. δρχ., δηλώνοντας της ότι πρόκειται για την εξόφληση του ετήσιου τόκου, ύψους 10% επί του ποσού που είχε καταθέσει, όπως την είχε διαβεβαιώσει ότι θα ελάμβανε. Μετά την ενέργειά του αυτή και συγκεκριμένα στις 15-12-2001 της παρέδωσε ένα "ομόλογο προθεσμιακής κατάθεσης" αξίας 205.429,20 ευρώ, πλέον τόκων, με την υπόδειξη να μην το επιδείξει πουθενά. Το γεγονός όμως αυτό δημιούργησε υποψίες στην εγκαλούσα, η οποία απευθύνθηκε στην εν λόγω Τράπεζα. Εκεί την πληροφόρησαν ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε υπήρξε εκπρόσωπος της Διεύθυνσης της Τράπεζας, αλλά απλός πελάτης και ουδέποτε είχε ανοίξει προθεσμιακό λογαριασμό με τα χρήματα της, όπως την είχε διαβεβαιώσει. Aντίθετα, κάνοντας χρήση του δικαιώματος του εκ του προαναφερόμενου κοινού με αυτήν λογαριασμού, εξέδωσε κάρτα ανάληψης χρημάτων και από την επομένη ημέρα του ανοίγματος του απέσυρε συνεχώς χρήματα για την ικανοποίηση δικών του αποκλειστικά βιοτικών αναγκών και όχι για να τα επενδύσει για λογαριασμό της εγκαλούσης, όπως είχε συμφωνήσει μαζί της. Επίσης διαπίστωσε ότι το προαναφερόμενο ποσόν των 14.000.000. δρχ., που της κατέβαλε, δήθεν , ως ετήσιο τόκο του κεφαλαίου της, το είχε αναλάβει με την κάρτα ανάληψης χρημάτων από τον κοινό τους λογαριασμό, ο οποίος, όπως προαναφέρεται, είχε ανοιχθεί με δικά της χρήματα, δηλ. με το ποσόν των 140.000.000. δρχ., όπως δε τη διαβεβαίωσαν αρμοδίως, η Τράπεζα δεν προσέφερε στους πελάτες της επενδυτές οποιοδήποτε Τραπεζικό προϊόν , το οποίο είχε ως απόδοση ετήσιο τόκο ύψους 10%. Κατόπιν τούτων η εγκαλούσα απέσυρε αμέσως την ίδια ημέρα από τον κοινό με τον κατηγορούμενο λογαριασμό το υπόλοιπο ποσόν της κατάθεσής της ύψους 75.490.719 δρχ., ή 221.542,83 ευρώ, έχουσα υποστεί, από τις ενέργειες του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της , περιουσιακή ζημία ύψους 50.509.281 δρχ. ή 148.229,73 ευρώ. Όπως δε αναφέρει στο δικόγραφο της εγκλήσεώς της η ζημία αυτή αναλύεται ως εξής " Αρχική κατάθεση 140.000.000.δρχ. ή 410.858,40 ευρώ μείον το ποσόν που απέσυρα των 75.490.719 δρχ. ή 221.542,83 ευρώ μείον το ποσό των 14.000.000.δρχ. ή ευρώ 41.085,84 που μου κατέβαλε ίσον 148.229,73 ευρώ". Τέλος δε στην ίδια έγκληση αναφέρει η ως άνω εγκαλούσα "... το δεύτερο δε δεκαήμερο του Ιανουαρίου του 2003 σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα μαζί του αξίωσε να του δώσω το ποσόν των 4.000.000 προκειμένου να μου επιστρέψει τα οφειλόμενα , αποπειραθείς έτσι να με εκβιάσει " .
Στη συγκεκριμένη υπόθεση , όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, ο κατηγορούμενος διαβεβαίωσε την εγκαλούσα Ψ1: α) ότι είναι εκπρόσωπος της προαναφερόμενης Τράπεζας και β) λόγω της ιδιότητάς του αυτής είχε τη δυνατότητα να της εξασφαλίσει προνομιακό επιτόκιο,......10%-ετησίως, εάν δεχόταν να καταθέσει τα χρήματα της για χρονικό διάστημα ενός έτους στην εν λόγω Τράπεζα και να προβεί στις επενδύσεις, που ο ίδιος θα της υπεδείκνυε. Όπως προκύπτει όμως από το επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της σχετικής με ημερομηνία ..... επιστολής της Τράπεζας προς τον Δημ. ΠΑΤΡΑ, δικηγόρο της εγκαλούσης, σε απάντηση σχετικής αιτήσεως του, το οποίο και επισυνάπτεται στη δικογραφία, ο κατηγορούμενος... δεν έχει καμία άλλη συνεργασία με την Τράπεζά μας πέρα της πελατειακής σχέσης ". Κατόπιν τούτου είναι αυτονόητο ότι ουδεμία δυνατότητα είχε να της εξασφαλίσει και το προαναφερόμενο προνομιακό επιτόκιο, ούτε και η Τράπεζα διέθετε στους επενδυτές επενδυτικό προϊόν με απόδοση τόσο μεγάλου ύψους. Κατά συνέπεια, είναι απολύτως βέβαιο ότι και οι δύο παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς. Αποτέλεσμα της εκ μέρους του εν γνώσει παράστασης προς την εγκαλούσα Ψ1 των παραπάνω ψευδών γεγονότων ως αληθινών ως μόνης και αποκλειστικής αιτίας, ήταν να παραπλανηθεί αυτή και να καταθέσει στις 16-11-2001, με την υπ' αριθ. ....... επιταγή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, απ' όπου και ανέλαβε τα χρήματα, στο υποκατάστημα της Τράπεζας. "ASΡIS ΒΑΜΚ" στη Γλυφάδα το χρηματικό ποσόν·, των 140.000.000. δρχ. ή 410.858,40 ευρώ , στον υπ'αριθ. ..... κοινό λογαριασμό που δέχτηκε να ανοίξει μαζί με τον κατηγορούμενο, "... για να είναι εύχερος στη διακίνηση των"χρημάτων προκειμένου να επιτύχει τις πλέον επωφελείς τοποθετήσεις στον όμιλο επιχειρήσεων της τράπεζας" , όπως η ίδια αναφέρει επακριβώς στο δικόγραφο της εγκλήσεώς της, Μάλιστα δε με ιδιαίτερη έμφαση αναφέρει ότι "... δεν θα είχα προβεί στην ανάληψη των χρημάτων μου από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και στην κατάθεση τους στην Τράπεζα " ASPIS BANK " αν δεν με έπειθε ο μηνυόμενος ότι εκπροσωπούσε τη Δ/νση της Τράπεζας και ήταν σε θέση να μου εξασφαλίσει επωφελείς τοποθετήσεις των χρημάτων μου με τόκο 10% ετησίως." Είναι δε γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος πέτυχε να έχει απόλυτη πρόσβαση στα χρήματα που είχε καταθέσει η εγκαλούσα. Τη δυνατότητα δε αυτή την εκμεταλλεύτηκε πλήρως, αφού, όπως η ίδια διαπίστωσε, μέχρι τις 20-11-2001 ανέλαβε από τον κοινό λογαριασμό τους για την ικανοποίηση δικών του αναγκών, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη επωφελή γι' αυτήν επενδυτική τοποθέτηση, όπως είχαν συμφωνήσει, το συνολικό χρηματικό ποσόν των 50.509.281 δρχ. ή 148.230.00 ευρώ, σύμφωνα με την ανάλυση που ήδη έχει γίνει παραπάνω. Μάλιστα δε χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι στις 19-11-2001 με την υπ' αριθ. ..... επιταγή της ίδιας Τράπεζας κατέβαλε στην εγκαλούσα το ποσόν των 2.000.000 δρχ. και στις 13-12-2001 με την υπ' αριθ. ..... επιταγή το ίδιο ποσόν , δηλώνοντας της ότι είναι ο ετήσιος τόκος 10% που την είχε διαβεβαιώσει ότι θα έπαιρνε από το κεφάλαιο της. Όπως όμως στη συνέχεια η ίδια εξακρίβωσε κατά τον έλεγχο του λογαριασμού της, ο δήθεν τόκος της Τράπεζας είχε εξοφληθεί με χρήματα που ο κατηγορούμενος είχε αναλάβει από το δικό της λογαριασμό. Μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις η εγκαλούσα αυθημερόν απέσυρε από τον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό της με τον κατηγορούμενο το υπόλοιπο ποσόν της κατάθεσης ανερχόμενο στις 75.490.719 δρχ. ή 221.542,83 ευρώ. Σύμφωνα δε με τους υπολογισμούς της, η ζημία που πράγματι προκλήθηκε στην περιουσία της από τις παράνομες ενέργειες του κατηγορουμένου, ανέρχεται στο προαναφερόμενο ποσόν των 50.509.281 δρχ. ή 148.229,73 ευρώ και είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου προς αυτήν. Μάλιστα δε , όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθ. 6257/2005. οριστική απόφαση του, έκανε δεκτή αγωγή της εγκαλούσης Ψ1 κατά του κατηγορουμένου X1, ανεγνώρισε την απαίτηση της κατ' αυτού, έκρινε ότι με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του έχει προξενήσει ζημία σε βάρος της περιουσίας της και τον υποχρέωσε να της καταβάλει ολόκληρο το χρηματικό ποσόν της απαίτησης της, δηλ. 148.229,75 ευρώ καθώς και τη σχετική δικαστική δαπάνη, ενώ το Εφετείο Αθηνών με την υπ'αριθ. 4325/2006 απόφαση του απέρριψε την έφεση του κατά της εν λόγω πρωτοδίκου αποφάσεως ,την οποία και επικύρωσε ως προς την ουσία της.
Από την άλλη πλευρά ο κατηγορούμενος αρνείται ότι με οποιονδήποτε τρόπο προξένησε ζημία στη περιουσία της εγκαλούσης. Ειδικότερα, όπως αναφέρει στην σχετική έκθεση εφέσεως, στην οποία νομότυπα εκθέτει τους λόγους για τους οποίους την ασκεί, πέντε ημέρες μετά το άνοιγμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού με την εγκαλούσα και συγκεκριμένα στις 22-11-2001, ο ίδιος κατέθεσε το συνολικό χρηματικό ποσόν των 88.000.000.δρχ. ή 258.253,85 ευρώ, με τη μεταβίβαση σε αυτήν δύο επιταγών και πίστωση του υπ' αριθ. ...... λογαριασμού της στην Τράπεζα Πειραιώς και ειδικότερα: α) με την υπ' αριθ. .... επιταγή, εκδόσεως της "ASPIS BANK", σε διαταγή του, την οποία αυτός οπισθογράφήσε και μεταβίβασε στην εγκαλούσα, ποσού 75.000.000και β) με την υπ' αριθ. ..... επιταγή, ποσού 13.000.000 δρχ., την οποία αυτός εξέδωσε σε διαταγή του στις 21-11-2001 και οπισθογράφησε στην εγκαλούσα, πληρωτέα επί της Τράπεζας " NOVA BANK ". Όμως παρατηρήθηκε ότι ενώ η κατάθεση των εν λόγω και μάλιστα ιδιαίτερα μεγάλων χρηματικών ποσών έχει γίνει σχεδόν αμέσως μετά τη σχετική συμφωνία και το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού μεταξύ των αντιδίκων και συγκεκριμένα στις 22-11-2001 με την έγκληση της , την οποία υπέβαλε πολύ αργότερα και συγκεκριμένα στις 21-3-2003, ούτε και κατά την ένορκη κατάθεση της ενώπιον του Ανακριτή αναφέρει οτιδήποτε για το εξαιρετικά κρίσιμο αυτό γεγονός. Επίσης και ο κατηγορούμενος, όλως περιέργως, κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή δεν αναφέρει οτιδήποτε σχετικό. Μάλιστα δε με το από 16-5-2005 απολογητικό υπόμνημα του παραδέχεται ότι οφείλει στην εγκαλούσα το ποσόν των 126.192,36 ευρώ. Πέραν τούτου το γεγονός αυτό φαίνεται ότι είναι άγνωστο τόσο Αθηνών, το οποίο με την υπ' 6257/2005 απόφαση ανεγνώρισε την απαίτηση της εγκαλούσης και υποχρέωσε τον κατηγορούμενο και τότε εναγόμενο να της καταβάλει το ποσόν των 148.229,75 ευρώ, όσο και στο Εφετείο Αθηνών , το οποίο με την υπ' αριθ. 4325/2006 απόφαση του απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης. Για πρώτη φορά ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου περί καταβολής στην εγκαλούσα του ως άνω συνολικού χρηματικού ποσού των 88.000.000 δρχ. προβάλλεται στις 1-9-2006, με την κατάθεση εκ μέρους του ενώπιον του Εφετείού Αθηνών σχετικής αιτήσεως για αναψηλά7|τηση~της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω αναφερόμενη απόφαση του. Μάλιστα δε αποδίδοντας , εμμέσως πλην σαφώς, μομφή αναξιοπιστίας σε βάρος της εγκαλούσης στην αίτηση αυτή, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι "Η τελευταία εν αγνοία μου, εμφάνισε αυτές συμψηφιστικά στην Τράπεζα Πειραιώς και πίστωσε με το αντίστοιχο ποσόν των 88.000.000 δρχ. (258.253,85 ευρώ ) τον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό της στην παραπάνω Τράπεζα. Όμως εξ αιτίας απώλειας των παραστατικών παράδοσης στην αντίδικο των πιο πάνω δύο επιταγών σε μερική · επιστροφή του ποσού που είχα καταθέσει στον ως άνω κοινό λογαριασμό αλλά και άγνοιας για τον παραπάνω συμψηφιστικό τρόπο πίστωσης του λογαριασμού που διατηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς με το ποσόν των 88.000.000. δρχ., δεν είχα τη δυνατότητα να αποδείξω την καταβολή αυτή ιδία ενόψει της αρνήσεως της αντιδίκου να παραδεχθεί το γεγονός αυτό.". Ο σχετικός ισχυρισμός του ότι δεν ανέφερε ποτέ περί του γεγονότος αυτού λόγω απώλειας των σχετικών παραστατικών , κατά την άποψη μας, κρίνεται αβάσιμος, καθόσον και στην περίπτωση αυτή οι αρμόδιες ανακριτικές αρχές οι οποίες επελήφθησαν της υποθέσεως, ασφαλώς και είχαν τη δυνατότητα να εξακριβώσουν την ουσιαστική ή μη βασιμότητα του με πολλούς τρόπους.
Με βάση όσα αναφέρονται παραπάνω , επειδή υπήρχε ασάφεια και αοριστία αν πράγματι προκλήθηκε ζημία στην περιουσία της εγκαλούσης από τις καταγγελλόμενες πράξεις του κατηγορουμένου σε βάρος της και σε θετική περίπτωση ποίο είναι το ακριβές ύψος της ζημίας αυτής , για να καταστεί εφικτός ο πλήρης έλεγχος της υπό κρίση υποθέσεως , χωρίς την ύπαρξη κενών και αντιφάσεων τα οποία θα καθιστούσαν αναιρετέο το σχετικό Βούλευμα , έγινε δεκτή η σχετική πρόταση μας και με το προαναφερόμενο Βούλευμα του Συμβουλίου Σας διατάχθηκε περαιτέρω κύρια ανάκριση από τον Ανακριτή του 25ου Τμήμ. Αθηνών, ώστε να διενεργηθούν από αυτόν συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις και να διευκρινιστούν τα εξής ζητήματα : "Περί του αν η με αρ. .... επιταγή της Τράπεζας ASPIS BANK ποσού 75.000.000 δραχμών που η τελευταία (ASPIS BANK) είχε εκδώσει στις 21-11-2001 σε διαταγή του κατηγορουμένου καθώς και η με αριθ. .... επιταγή της Τράπεζας NOVA BANK A.E. εκδόσεως του κατηγορουμένου στις 22-11-2001 σε διαταγή του , πληρωτέας επί της Τράπεζας"ΝOVΑ BANK A.E." οπισθογραφήθηκαν και παραδόθηκαν από τον κατηγορούμενο στη μηνύτρια Ψ1, αυτή δε εμφάνισε τις εν λόγω επιταγές συμψηφιστικά στην Τράπεζα ΠΕΙΡΑΙΩΣ και πίστωσε με το συνολικό ποσόν των 8-8.000.000 δραχμών τον τηρούμενο υπ' αυτής στην ανωτέρω Τράπεζα υπ' αριθ. ..... λογαριασμό της και σε καταφατική περίπτωση : 1. αν η δι' οπισθογραφήσεως μεταβίβαση στη μηνύτρια των επιταγών αυτών πραγματοποιήθηκε σε μερική επιστροφή του ποσού των 140.000.000 δραχμών που είχε κατατεθεί στον υπ' αριθμ. ..... κοινό λογαριασμό της μηνύτριας και του κατηγορουμένου στην Τράπεζα ASPIS BANK και 2. με ποίο ακριβώς τρόπο ζημιώθηκε η περιουσία της και ποιο είναι ακριβώς το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε σ' αυτήν από την καταγγελλόμενη σε βάρος της συμπεριφορά του κατηγορουμένου και περαιτέρω , να επισυναφθούν στη δικογραφία επικυρωμένα αντίγραφα της υπ' αριθ. 6257/2005 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών , της υπ' αριθ. 4325/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών , καθώς και της αποφάσεως που τυχόν θα έχει εκδοθεί επί της από 1-9-2006 αιτήσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών για αναψηλάφηση της υπ' αριθ. 4325/2006 αποφάσεως του." Στο πλαίσιο της συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης η πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, κατά τη συμπληρωματική, χωρίς όρκο, κατάθεσή της ενώπιον του ενώπιον του Ανακριτή του 25ου Τμήμ. Αθηνών στις 25-4-2007 εξηγώντας το γεγονός της κατάθεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου με δύο επιταγές του συνολικού ποσού των ογδόντα οκτώ εκατομμυρίων (88.000.000) δρχ. στον κοινό υπ' αριθ. ....... λογαριασμό τους στην Τράπεζα Πειραιώς, κατέθεσε , μεταξύ των άλλων, ότι : " Η ουσία είναι τελικά όπως διαπίστωσα τώρα , ότι ο κατ/νος στις 21-11-2001 με την ..... επιταγή απέσυρε από τον κοινό μας λογαριασμό της ΑΣΠΙΣ ΜΠΑΝΚ 75.000.000 δρχ. και μαζί με άλλα 13.000.000 δρχ. τα κατέθεσε στην Τράπεζα Πειραιώς . Στη συνέχεια στις 5-12-2001 απέσυρε από την Τράπεζα Πειραιώς 88.000.000 δρχ. ή 258.253,58 ευρώ , τα οποία την ίδια ημέρα (5-12-2001) κατέθεσε πάλι στον κοινό μας λογαριασμό στην ΑΣΠΙΣ ΜΠΑΝΚ και στη συνέχεια το ιδιοποιήθηκε." Η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών της πολιτικώς εναγούσης ενισχύεται και από τα σχετικά έγγραφα της Τράπεζας Πειραιώς που προσκόμισε η ίδια και επισυνάπτεται στη δικογραφία. Κατόπιν τούτων καθίσταται σαφές ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί καταβολής εκ μέρους του στο λογαριασμό της πολιτικώς εναγούσης του ποσού των ογδόντα οκτώ εκατομμυρίων (88.000.000) δραχμών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και η ζημία που προκλήθηκε στην περιουσία της από την καταγγελόμενη αξιόποινη συμπεριφορά του ανέρχεται στο ποσόν των 50.509.281 δραχμών η 148.230,00 ευρώ, όπως άλλωστε έχουν δεχτεί τόσο η υπ'αριθμ. 6257/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και η υπ'αριθ. 4325/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε, κατ'ουσία, η έφεση του κατηγορουμένου κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης. Τέλος σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από το υπ'αριθ. πρωτ. .... Πιστοποιητικό του αρμόδιου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, δεν έχει εκδοθεί απόφάση επί της σχετικής αιτήσεως του κατηγορουμένου για αναψηλάφηση της εν λόγω αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Περαιτέρω συνεχίζει το Συμβούλιο Εφετών Επιπρόσθετα, για τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί καταβολής εκ μέρους του 88.000.000 δραχμών σε λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας στην Τράπεζα Πειραιώς, με την μεταβίβαση σ' αυτήν δύο επιταγών, προς μερική επιστροφή του ποσού των 140.000.000 δραχμών, που είχε κατατεθεί στον κοινό λογαριασμό τους (κατηγορουμένου και πολιτικώς ενάγουσας) στην ASPIS BANK πρέπει να ειπωθούν τα εξής: Στο πλαίσιο της διαταχθείσας κατά τα άνω συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης, η πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, στην ανωμοτί κατάθεση της ενώπιον της 25ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών την 25.4.2007, εξηγώντας το γεγονός της κατάθεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου, με δύο επιταγές, του συνολικού ποσού των 88.000.000 δραχμών στον υπ' αριθμό ...... λογαριασμό της στη Τράπεζα Πειραιώς την 22.11.2001, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, "Η ουσία είναι τελικά, όπως διαπίστωσα τώρα, ότι ο κατηγορούμενος στις 21.11.2001 με την ..... επιταγή απέσυρε από τον κοινό μας λογαριασμό στην ASPIS BANK, 75.000.000 δραχμές και μαζί με άλλα 13.000.000 δραχμές τα κατάθεσε στην Τράπεζα Πειραιώς. Στη συνέχεια, στις 5.12.2001, απέσυρε από την Τράπεζα Πειραιώς 88.000.000 δραχμές ή 258.253,85 ευρώ, τα οποία την ίδια ημέρα (5.12.2001) κατέθεσε πάλι στον κοινό μας λογαριασμό στην ASPIS BANK και στην συνέχεια τα ιδιοποιήθηκε". Η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών της πολιτικώς ενάγουσας ενισχύεται και από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την κίνηση του κοινού λογαριασμού της με τον κατηγορούμενο στην ASPIS BANK (αριθμοί 104-01-0004023), στις 21.11.2001 έγινε ανάληψη από το λογαριασμό αυτό του ανωτέρω ποσού των 75.000.000 δραχμών ή 220.102,72 ευρώ (επίμαχη επιταγή .... ASPIS BANK), το οποίο μαζί με τα 13.000.000 δραχμές ή 38.151,14 ευρώ (επίμαχη επιταγή ..... NOVA BANK), δηλαδή συνολικά 88.000.000 δραχμές ή 258.253,85 ευρώ, κατατέθηκαν την επομένη, στις 22.Π.2001, στον άνω λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας στην Τράπεζα Πειραιώς (βλ. σχετική βεβαίωση της Τράπεζας αυτής). Ακολούθως, στις 5.12.2001, αναλήφθηκε από το λογαριασμό αυτό της πολιτικώς ενάγουσας στην Τράπεζα Πειραιώς το πιο πάνω συνολικό ποσό των 88.000.000 δραχμών ή 258.253,85 ευρώ (βλ. την κίνηση του λογαριασμού τούτου στην εν λόγω Τράπεζα Πειραιώς), και κατατέθηκε τούτο αυθημερόν στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό της με τον κατηγορούμενο στην ASPIS BANK. Επομένως, το επίδικο ποσό των 88.000.000 δραχμών (258.253,85 ευρώ) επανήλθε στον κοινό λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας και του κατηγορουμένου στην ASPIS BANK, από τον οποίο ο τελευταίος στη συνέχεια7φθέβη σε σειρά συναλλαγών αναλήψεων μέσω ATM, για την ικανοποίηση δικών του αποκλειστικά βιοτικών αναγκών. Έτσι, η πολιτικώς ενάγουσα στις 19.12.2001, όταν ανέλαβε όλο το υπόλοιπο ποσό του κοινού αυτού λογαριασμού, αυτό ανερχόταν σε 75.490.719 δραχμές ή 221.542,83 ευρώ, ζημιωθείσα ούτω από τις ενέργειες του κατηγορουμένου - που εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση - κατά το ποσό των 50.509.281 δραχμών ή 148.858,40 ευρώ (140.000.000 δραχμές αρχικά κατατεθειμένο ποσό, μείον 75.490.719 δραχμές, μείον καταβληθέν από τον κατηγορούμενο ποσό 14.000.000 δρχ., ίσον 50.509.281 δρχ. ή 148.858,40 ευρώ). Επομένως, ο προαναφερθείς ισχυρισμός του κατηγορουμένου είναι αβάσιμος, και η ζημία που προξενήθηκε στην περιουσία της πολιτικώς ενάγουσας από την καταγγελλόμενη σε βάρος της αξιόποινη συμπεριφορά του κατηγορουμένου (κακουργηματική απάτη) ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό των 50.509.281 δρχ. ή 148.230 ευρώ, όπως άλλωστε έχουν δεχτεί τόσο η 6257/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και η 4325/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης απόφασης. Τέλος, σύμφωνα με το ..... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί της σχετικής αίτησης του κατηγορουμένου για αναψηλάφηση της άνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κατόπιν τούτων προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας εναντίον του εκκαλούντος κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης, από την οποία το περιουσιακό όφελος του δράστη και η αντίστοιχη ζημία της παθούσας υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (ΠΚ 386 παρ. 1, 3β)
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου 2703/2006 βουλεύματος, το οποίο και επικύρωσε ως προς την ως άνω παραπεμπτική του διάταξη αφενός διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που εκτέθηκε στη νόμιμη σκέψη της παρούσας, αφετέρου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 386 παρ. 1, 3β ΠΚ (όπως το τελ. αντικ. με αρ. 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999), τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω πράξεως της διακεκριμένης απάτης. Δεν εμφιλοχώρησε δε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να εμποδίζεται ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα συνεκτίμησε και συναξιολόγησε όλα τα κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ενώ αιτιολογημένα απέκρουσε και τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί καταβολής εκ μέρους του στο λογαριασμό της παθούσας και πολιτικώς ενάγουσας του ποσού των 88.000.000 δραχμών, προσδιορίζοντας με σαφήνεια τη ζημία της τελευταίας από την αξιόποινη συμπεριφορά αυτού, στο ύψος των 50.509.281 δρχ. ή 148.230 ευρώ.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του με το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι απαράδεκτες.
Κατ' ακολουθία αυτών, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως που προβλέπονται από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ είναι αβάσιμοι και η κρινομένη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Για τους λόγους αυτούς-------------------
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 40/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου X1, κατά του υπ' αριθμ. 120/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 31 Μαρτίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (25.000.000 δρχ.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων για την συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για την πράξη για την οποία ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από τη ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά αυτή έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτήν, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά της τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο βούλευμα έχουν εμφιλοχωρήσει, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθ. 120/2008 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και με δικές του σκέψεις, δέχτηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτό αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά? "Η εγκαλούσα Ψ1, το μήνα Οκτώβριο του έτους 2001, γνώρισε, μέσω των φίλων της Γ1 και Γ2, τον κατηγορούμενο X1, ο οποίος της δήλωσε ότι είχε τη δυνατότητα να της δώσει οικονομικές συμβουλές, λόγω της ενασχόλησής του με τραπεζικές εργασίες. Επίσης τη διαβεβαίωσε ότι εκπροσωπούσε νόμιμα και τη Διεύθυνση της Τράπεζας "ASPIS BANK" και με την ιδιότητα του αυτή είχε τη δυνατότητα να της εξασφαλίσει προνομιακό επιτόκιο 10% ετησίως, εφόσον δεχόταν να καταθέσει τα χρήματά της στην εν λόγω Τράπεζα για χρονικό διάστηκα ενός έτους και να προβεί στις επενδύσεις τις οποίες εκείνος θα τις υπεδείκνυε. Προκειμένου δε να την πείσει περί της αληθείας των ισχυρισμών του, της παρέδωσε την από 16-11-2001 Υπεύθυνη Δήλωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 1599/86, στην οποία ο ίδιος είχε γράψει επακριβώς "... εκπροσωπώντας νομίμως τη Δ/νση της Τράπεζας υποχρεούμαστε να καταβάλλουμε στην κ. Ψ1 στις 17 ΝΟΕΜΒ 2002 το ποσό των 140.000.000. δρχ. + τόκο 10% επί του κεφαλαίου ΣΥΝΟΛΟ 154.000.000, ΕΝΤΟΚΩΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΩΣ, ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΕΝΟΣ ΕΤΟΥΣ". Η εγκαλούσα, αφού πείστηκε στις παραπάνω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, στις 16-11-2001, μετέβη μαζί του στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ανέλαβε το ποσό των 140.000.000 δρχ. και αυθημερόν το κατέθεσε στο κατάστημα της προαναφερόμενης Τράπεζας στη Γλυφάδα, σε λογαριασμό που άνοιξε στο όνομα της, με συνδικαιούχο τον κατηγορούμενο, όπως αυτός της είχε ζητήσει. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 19-11-2001 και στις 13-12-2001 ο κατηγορούμενος της κατέβαλε το ποσό των 7.000.000.δρχ. κάθε φορά, δηλ. συνολικά 14.000.000. δρχ., δηλώνοντάς της ότι πρόκειται για την εξόφληση του ετήσιου τόκου, ύψους 10% επί του ποσού που είχε καταθέσει, όπως την είχε διαβεβαιώσει ότι θα ελάμβανε. Μετά την ενέργειά του αυτή και συγκεκριμένα στις 15-12-2001 της παρέδωσε ένα "ομόλογο προθεσμιακής κατάθεσης", αξίας 205.429,20 ευρώ, πλέον τόκων, με την υπόδειξη να μην το επιδείξει πουθενά. Το γεγονός όμως αυτό δημιούργησε υποψίες στην εγκαλούσα, η οποία απευθύνθηκε στην εν λόγω Τράπεζα. Εκεί την πληροφόρησαν ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε υπήρξε εκπρόσωπος της Διεύθυνσης της Τράπεζας, αλλά απλός πελάτης και ουδέποτε είχε ανοίξει προθεσμιακό λογαριασμό με τα χρήματα της, όπως την είχε διαβεβαιώσει. Aντίθετα, κάνοντας χρήση του δικαιώματός του εκ του προαναφερόμενου κοινού με αυτήν λογαριασμού, εξέδωσε κάρτα ανάληψης χρημάτων και από την επόμενη ημέρα του ανοίγματός του απέσυρε συνεχώς χρήματα για την ικανοποίηση δικών του αποκλειστικά βιοτικών αναγκών και όχι για να τα επενδύσει για λογαριασμό της εγκαλούσης, όπως είχε συμφωνήσει μαζί της. Επίσης, διαπίστωσε ότι το προαναφερόμενο ποσόν των 14.000.000. δρχ., που της κατέβαλε, δήθεν, ως ετήσιο τόκο του κεφαλαίου της, το είχε αναλάβει με την κάρτα ανάληψης χρημάτων από τον κοινό τους λογαριασμό, ο οποίος, όπως προαναφέρεται, είχε ανοιχθεί με δικά της χρήματα, δηλ. με το ποσό των 140.000.000. δρχ., όπως δε τη διαβεβαίωσαν αρμοδίως, η Τράπεζα δεν προσέφερε στους πελάτες της - επενδυτές οποιοδήποτε Τραπεζικό προϊόν, το οποίο είχε ως απόδοση ετήσιο τόκο ύψους 10%. Κατόπιν τούτων η εγκαλούσα απέσυρε αμέσως την ίδια ημέρα από τον κοινό με τον κατηγορούμενο λογαριασμό το υπόλοιπο ποσό της κατάθεσής της, ύψους 75.490.719 δρχ., ή 221.542,83 ευρώ, έχουσα υποστεί, από τις ενέργειες του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, περιουσιακή ζημία ύψους 50.509.281 δρχ. ή 148.229,73 ευρώ. Όπως δε αναφέρει στο δικόγραφο της εγκλήσεώς της η ζημία αυτή αναλύεται ως εξής? " Αρχική κατάθεση 140.000.000.δρχ. ή 410.858,40 ευρώ μείον το ποσό που απέσυρα των 75.490.719 δρχ. ή 221.542,83 ευρώ, μείον το ποσό των 14.000.000.δρχ. ή ευρώ 41.085,84 που μου κατέβαλε ίσον 148.229,73 ευρώ". Τέλος δε στην ίδια έγκληση αναφέρει η ως άνω εγκαλούσα "... το δεύτερο δε δεκαήμερο του Ιανουαρίου του 2003 σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα μαζί του αξίωσε να του δώσω το ποσό των 4.000.000 προκειμένου να μου επιστρέψει τα οφειλόμενα, αποπειραθείς έτσι να με εκβιάσει... Στη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, ο κατηγορούμενος διαβεβαίωσε την εγκαλούσα Ψ1: α) ότι είναι εκπρόσωπος της προαναφερόμενης Τράπεζας και β) λόγω της ιδιότητάς του αυτής είχε τη δυνατότητα να της εξασφαλίσει προνομιακό επιτόκιο,......10% ετησίως, εάν δεχόταν να καταθέσει τα χρήματά της για χρονικό διάστημα ενός έτους στην εν λόγω Τράπεζα και να προβεί στις επενδύσεις, που ο ίδιος θα της υπεδείκνυε. Όπως προκύπτει όμως από το επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της σχετικής με ημερομηνία .... επιστολής της Τράπεζας προς τον Δημ. ΠΑΤΡΑ, δικηγόρο της εγκαλούσης, σε απάντηση σχετικής αιτήσεώς του, το οποίο και επισυνάπτεται στη δικογραφία, ο κατηγορούμενος "... δεν έχει καμία άλλη συνεργασία με την Τράπεζά μας πέρα της πελατειακής σχέσης ". Κατόπιν τούτου είναι αυτονόητο ότι ουδεμία δυνατότητα είχε να της εξασφαλίσει και το προαναφερόμενο προνομιακό επιτόκιο, ούτε και η Τράπεζα διέθετε στους επενδυτές επενδυτικό προϊόν με απόδοση τόσο μεγάλου ύψους. Κατά συνέπεια, είναι απολύτως βέβαιο ότι και οι δύο παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς. Αποτέλεσμα της εκ μέρους του εν γνώσει παράστασης προς την εγκαλούσα Ψ1 των παραπάνω ψευδών γεγονότων ως αληθινών ως μόνης και αποκλειστικής αιτίας, ήταν να παραπλανηθεί αυτή και να καταθέσει στις 16-11-2001, με την υπ' αριθ...... επιταγή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, απ' όπου και ανέλαβε τα χρήματα, στο υποκατάστημα της Τράπεζας. "ASΡIS ΒΑΝΚ" στη Γλυφάδα το χρηματικό ποσό των 140.000.000 δρχ. ή 410.858,40 ευρώ, στον υπ' αριθ. .... κοινό λογαριασμό που δέχτηκε να ανοίξει μαζί με τον κατηγορούμενο, "... για να είναι εύχερος στη διακίνηση των χρημάτων προκειμένου να επιτύχει τις πλέον επωφελείς τοποθετήσεις στον όμιλο επιχειρήσεων της τράπεζας", όπως η ίδια αναφέρει επακριβώς στο δικόγραφο της εγκλήσεώς της. Μάλιστα δε με ιδιαίτερη έμφαση αναφέρει ότι "... δεν θα είχα προβεί στην ανάληψη των χρημάτων μου από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και στην κατάθεσή τους στην Τράπεζα " ASPIS BANK " αν δεν με έπειθε ο μηνυόμενος ότι εκπροσωπούσε τη Δ/νση της Τράπεζας και ήταν σε θέση να μου εξασφαλίσει επωφελείς τοποθετήσεις των χρημάτων μου με τόκο 10% ετησίως." Είναι δε γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος πέτυχε να έχει απόλυτη πρόσβαση στα χρήματα που είχε καταθέσει η εγκαλούσα. Τη δυνατότητα δε αυτή την εκμεταλλεύτηκε πλήρως, αφού, όπως η ίδια διαπίστωσε, μέχρι τις 20-11-2001 ανέλαβε από τον κοινό λογαριασμό τους για την ικανοποίηση δικών του αναγκών, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη επωφελή γι' αυτήν επενδυτική τοποθέτηση, όπως είχαν συμφωνήσει, το συνολικό χρηματικό ποσόν των 50.509.281 δρχ. ή 148.230,00 ευρώ, σύμφωνα με την ανάλυση που ήδη έχει γίνει παραπάνω. Μάλιστα δε χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι στις 19-11-2001 με την υπ' αριθ. ....επιταγή της ίδιας Τράπεζας κατέβαλε στην εγκαλούσα το ποσό των 2.000.000 δρχ. και στις 13-12-2001 με την υπ' αριθ..... επιταγή το ίδιο ποσό , δηλώνοντας της ότι είναι ο ετήσιος τόκος 10% που την είχε διαβεβαιώσει ότι θα έπαιρνε από το κεφάλαιό της. Όπως όμως στη συνέχεια η ίδια εξακρίβωσε κατά τον έλεγχο του λογαριασμού της, ο δήθεν τόκος της Τράπεζας είχε εξοφληθεί με χρήματα που ο κατηγορούμενος είχε αναλάβει από το δικό της λογαριασμό. Μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις η εγκαλούσα αυθημερόν απέσυρε από τον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό της με τον κατηγορούμενο το υπόλοιπο ποσό της κατάθεσης ανερχόμενο στις 75.490.719 δρχ. ή 221.542,83 ευρώ. Σύμφωνα δε με τους υπολογισμούς της, η ζημία που πράγματι προκλήθηκε στην περιουσία της από τις παράνομες ενέργειες του κατηγορουμένου, ανέρχεται στο προαναφερόμενο ποσόν των 50.509.281 δρχ. ή 148.229,73 ευρώ και είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου προς αυτήν. Μάλιστα δε, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθ. 6257/2005 οριστική απόφαση του, έκανε δεκτή αγωγή της εγκαλούσης Ψ1 κατά του κατηγορουμένου Χ1, αναγνώρισε την απαίτησή της κατ' αυτού, έκρινε ότι με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του έχει προξενήσει ζημία σε βάρος της περιουσίας της και τον υποχρέωσε να της καταβάλει ολόκληρο το χρηματικό ποσό της απαίτησης της, δηλ. 148.229,75 ευρώ καθώς και τη σχετική δικαστική δαπάνη, ενώ το Εφετείο Αθηνών με την υπ' αριθ. 4325/2006 απόφαση του απέρριψε την έφεσή του κατά της εν λόγω πρωτοδίκου αποφάσεως, την οποία και επικύρωσε ως προς την ουσία της.
Από την άλλη πλευρά ο κατηγορούμενος αρνείται ότι με οποιονδήποτε τρόπο προξένησε ζημία στη περιουσία της εγκαλούσης. Ειδικότερα, όπως αναφέρει στην σχετική έκθεση εφέσεως, στην οποία νομότυπα εκθέτει τους λόγους για τους οποίους την ασκεί, πέντε ημέρες μετά το άνοιγμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού με την εγκαλούσα και, συγκεκριμένα, στις 22-11-2001, ο ίδιος κατέθεσε το συνολικό χρηματικό ποσόν των 88.000.000.δρχ. ή 258.253,85 ευρώ, με τη μεταβίβαση σε αυτήν δύο επιταγών και πίστωση του υπ' αριθ. .... λογαριασμού της στην Τράπεζα Πειραιώς και ειδικότερα: α) Με την υπ' αριθ. ... επιταγή, εκδόσεως της "ASPIS BANK", σε διαταγή του, την οποία αυτός οπισθογράφησε και μεταβίβασε στην εγκαλούσα, ποσού 75.000.000και β) με την υπ' αριθ. .... επιταγή, ποσού 13.000.000 δρχ., την οποία αυτός εξέδωσε σε διαταγή του στις 21-11-2001 και οπισθογράφησε στην εγκαλούσα, πληρωτέα επί της Τράπεζας " NOVA BANK "... Όμως παρατηρείται ότι, ενώ η κατάθεση των εν λόγω και μάλιστα ιδιαίτερα μεγάλων χρηματικών ποσών έχει γίνει σχεδόν αμέσως μετά τη σχετική συμφωνία και το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού μεταξύ των αντιδίκων και συγκεκριμένα στις 22-11-2001, εντούτοις η εγκαλούσα ούτε με την έγκλησή της , την οποία υπέβαλε πολύ αργότερα και συγκεκριμένα στις 21-3-2003, ούτε και κατά την ένορκη κατάθεσή της ενώπιον του Ανακριτή αναφέρει οτιδήποτε για το εξαιρετικά κρίσιμο αυτό γεγονός. Επίσης και ο κατηγορούμενος, όλως περιέργως, κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή δεν αναφέρει οτιδήποτε σχετικό. Μάλιστα δε με το από 16-5-2005 απολογητικό υπόμνημά του παραδέχεται ότι οφείλει στην εγκαλούσα το ποσόν των 126.192,36 ευρώ. Πέραν τούτου, το γεγονός αυτό φαίνεται ότι είναι άγνωστο τόσο στο Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο με την υπ' 6257/2005 απόφαση αναγνώρισε την απαίτηση της εγκαλούσης και υποχρέωσε τον κατηγορούμενο και τότε εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 148.229,73 ευρώ, όσο και στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο με την υπ' αριθ. 4325/2006 απόφασή του απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης. Για πρώτη φορά ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου περί καταβολής στην εγκαλούσα του ως άνω συνολικού χρηματικού ποσού των 88.000.000 δρχ. προβάλλεται την 1-9-2006, με την κατάθεση εκ μέρους του ενώπιον του Εφετείου Αθηνών σχετικής αιτήσεως για αναψηλάφηση της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω αναφερόμενη απόφαση του. Μάλιστα δε αποδίδοντας , εμμέσως πλην σαφώς, μομφή αναξιοπιστίας σε βάρος της εγκαλούσης στην αίτηση αυτή, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι? "Η τελευταία, εν αγνοία μου, εμφάνισε αυτές συμψηφιστικά στην Τράπεζα Πειραιώς και πίστωσε με το αντίστοιχο ποσό των 88.000.000 δρχ. (258.253,85 ευρώ ) τον υπ' αριθμ. .... λογαριασμό της στην παραπάνω Τράπεζα. Όμως, εξ αιτίας απώλειας των παραστατικών παράδοσης στην αντίδικο των πιο πάνω δύο επιταγών σε μερική επιστροφή του ποσού που είχα καταθέσει στον ως άνω κοινό λογαριασμό, αλλά και άγνοιας για τον παραπάνω συμψηφιστικό τρόπο πίστωσης του λογαριασμού που διατηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς με το ποσόν των 88.000.000. δρχ., δεν είχα τη δυνατότητα να αποδείξω την καταβολή αυτή ιδία ενόψει της αρνήσεως της αντιδίκου να παραδεχθεί το γεγονός αυτό". Ο σχετικός ισχυρισμός του ότι δεν ανέφερε ποτέ περί του γεγονότος αυτού, λόγω απώλειας των σχετικών παραστατικών, κατά την άποψή μας, κρίνεται αβάσιμος, καθόσον και στην περίπτωση αυτή οι αρμόδιες ανακριτικές αρχές, οι οποίες επελήφθησαν της υποθέσεως, ασφαλώς και είχαν τη δυνατότητα να εξακριβώσουν την ουσιαστική ή μη βασιμότητά του, με πολλούς τρόπους".
Με βάση όσα αναφέρονται παραπάνω, επειδή υπήρχε ασάφεια και αοριστία αν πράγματι προκλήθηκε ζημία στην περιουσία της εγκαλούσης από τις καταγγελλόμενες πράξεις του κατηγορουμένου σε βάρος της και σε θετική περίπτωση ποιο είναι το ακριβές ύψος της ζημίας αυτής, για να καταστεί εφικτός ο πλήρης έλεγχος της υπό κρίση υποθέσεως, χωρίς την ύπαρξη κενών και αντιφάσεων, τα οποία θα καθιστούσαν αναιρετέο το σχετικό Βούλευμα, έγινε δεκτή η σχετική Εισαγγελική πρόταση και με το 208/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών διατάχθηκε περαιτέρω κύρια ανάκριση από τον Ανακριτή του 25ου Τμήματος Αθηνών, ώστε να διενεργηθούν από αυτόν συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις και να διευκρινιστούν τα εξής ζητήματα : "Περί του αν η με αρ. .... επιταγή της Τράπεζας ASPIS BANK, ποσού 75.000.000 δραχμών, που η τελευταία (ASPIS BANK) είχε εκδώσει στις 21-11-2001 σε διαταγή του κατηγορουμένου, καθώς και η με αριθ. .... επιταγή της Τράπεζας NOVA BANK A.E. εκδόσεως του κατηγορουμένου στις 22-11-2001 σε διαταγή του , πληρωτέας επί της Τράπεζας"ΝOVΑ BANK A.E." οπισθογραφήθηκαν και παραδόθηκαν από τον κατηγορούμενο στη μηνύτρια Ψ1, αυτή δε εμφάνισε τις εν λόγω επιταγές συμψηφιστικά στην Τράπεζα ΠΕΙΡΑΙΩΣ και πίστωσε με το συνολικό ποσόν των 88.000.000 δραχμών τον τηρούμενο υπ' αυτής στην ανωτέρω Τράπεζα υπ' αριθ. .... λογαριασμό της και σε καταφατική περίπτωση : 1. αν η δι' οπισθογραφήσεως μεταβίβαση στη μηνύτρια των επιταγών αυτών πραγματοποιήθηκε σε μερική επιστροφή του ποσού των 140.000.000 δραχμών που είχε κατατεθεί στον υπ' αριθμ. .... κοινό λογαριασμό της μηνύτριας και του κατηγορουμένου στην Τράπεζα ASPIS BANK και 2. με ποιο ακριβώς τρόπο ζημιώθηκε η περιουσία της και ποιο είναι ακριβώς το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε σ' αυτήν από την καταγγελλόμενη σε βάρος της συμπεριφορά του κατηγορουμένου και περαιτέρω, να επισυναφθούν στη δικογραφία επικυρωμένα αντίγραφα της υπ' αριθ. 6257/2005 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της υπ' αριθ. 4325/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, καθώς και της αποφάσεως που τυχόν θα έχει εκδοθεί επί της από 1-9-2006 αιτήσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών για αναψηλάφηση της υπ' αριθ. 4325/2006 αποφάσεως του.
"Στο πλαίσιο της συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης η πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, κατά τη συμπληρωματική, χωρίς όρκο, κατάθεσή της ενώπιον του ενώπιον του Ανακριτή του 25ου Τμήματος Αθηνών, στις 25-4-2007, εξηγώντας το γεγονός της κατάθεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου με δύο επιταγές του συνολικού ποσού των ογδόντα οκτώ εκατομμυρίων (88.000.000) δρχ. στον κοινό υπ' αριθ. ..... λογαριασμό τους στην Τράπεζα Πειραιώς, κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι : " Η ουσία είναι τελικά όπως διαπίστωσα τώρα, ότι ο κατηγορούμενος στις 21-11-2001 με την .... επιταγή απέσυρε από τον κοινό μας λογαριασμό της ΑΣΠΙΣ ΜΠΑΝΚ 75.000.000 δρχ. και μαζί με άλλα 13.000.000 δρχ. τα κατέθεσε στην Τράπεζα Πειραιώς. Στη συνέχεια στις 5-12-2001 απέσυρε από την Τράπεζα Πειραιώς 88.000.000 δρχ. ή 258.253,58 ευρώ, τα οποία την ίδια ημέρα (5-12-2001) κατέθεσε πάλι στον κοινό μας λογαριασμό στην ΑΣΠΙΣ ΜΠΑΝΚ και στη συνέχεια το ιδιοποιήθηκε." Η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών της πολιτικώς εναγούσης ενισχύεται και από τα σχετικά έγγραφα της Τράπεζας Πειραιώς που προσκόμισε η ίδια και επισυνάπτεται στη δικογραφία. Κατόπιν τούτων καθίσταται σαφές ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί καταβολής εκ μέρους του στο λογαριασμό της πολιτικώς εναγούσης του ποσού των ογδόντα οκτώ εκατομμυρίων (88.000.000) δραχμών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και η ζημία που προκλήθηκε στην περιουσία της από την καταγγελόμενη αξιόποινη συμπεριφορά του ανέρχεται στο ποσόν των 50.509.281 δραχμών η 148.229,73 ευρώ, όπως άλλωστε έχουν δεχτεί τόσο η υπ'αριθμ. 6257/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και η υπ'αριθ. 4325/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε, κατ'ουσία, η έφεση του κατηγορουμένου κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης. Τέλος σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από το υπ'αριθ. πρωτ. ..... Πιστοποιητικό του αρμόδιου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, δεν έχει εκδοθεί απόφάση επί της σχετικής αιτήσεως του κατηγορουμένου για αναψηλάφηση της εν λόγω αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών".
Περαιτέρω, συνεχίζει το Συμβούλιο Εφετών, "επιπρόσθετα, για τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί καταβολής εκ μέρους του 88.000.000 δραχμών σε λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας στην Τράπεζα Πειραιώς, με τη μεταβίβαση σ' αυτήν δύο επιταγών, προς μερική επιστροφή του ποσού των 140.000.000 δραχμών, που είχε κατατεθεί στον κοινό λογαριασμό τους (κατηγορουμένου και πολιτικώς ενάγουσας) στην ASPIS BANK πρέπει να ειπωθούν τα εξής: Στο πλαίσιο της διαταχθείσας κατά τα άνω συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης, η πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, στην ανωμοτί κατάθεσή της ενώπιον της 25ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, την 25.4.2007, εξηγώντας το γεγονός της κατάθεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου, με δύο επιταγές, του συνολικού ποσού των 88.000.000 δραχμών στον υπ' αριθμό ..... λογαριασμό της στη Τράπεζα Πειραιώς την 22.11.2001, κατέθεσε, μεταξύ άλλων? "Η ουσία είναι τελικά, όπως διαπίστωσα τώρα, ότι ο κατηγορούμενος στις 21.11.2001 με την .... επιταγή απέσυρε από τον κοινό μας λογαριασμό στην ASPIS BANK, 75.000.000 δραχμές και μαζί με άλλα 13.000.000 δραχμές τα κατάθεσε στην Τράπεζα Πειραιώς. Στη συνέχεια, στις 5.12.2001, απέσυρε από την Τράπεζα Πειραιώς 88.000.000 δραχμές ή 258.253,85 ευρώ, τα οποία την ίδια ημέρα (5.12.2001) κατέθεσε πάλι στον κοινό μας λογαριασμό στην ASPIS BANK και στην συνέχεια τα ιδιοποιήθηκε". Η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών της πολιτικώς ενάγουσας ενισχύεται και από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την κίνηση του κοινού λογαριασμού της με τον κατηγορούμενο στην ASPIS BANK (αριθμοί .....), στις 21.11.2001 έγινε ανάληψη από το λογαριασμό αυτό του ανωτέρω ποσού των 75.000.000 δραχμών ή 220.102,72 ευρώ (επίμαχη επιταγή ... ASPIS BANK), το οποίο μαζί με τα 13.000.000 δραχμές ή 38.151,14 ευρώ (επίμαχη επιταγή .... NOVA BANK), δηλαδή συνολικά 88.000.000 δραχμές ή 258.253,85 ευρώ, κατατέθηκαν την επομένη, στις 22.Π.2001, στον άνω λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας στην Τράπεζα Πειραιώς (βλ. σχετική βεβαίωση της Τράπεζας αυτής). Ακολούθως, στις 5.12.2001, αναλήφθηκε από το λογαριασμό αυτό της πολιτικώς ενάγουσας στην Τράπεζα Πειραιώς το πιο πάνω συνολικό ποσό των 88.000.000 δραχμών ή 258.253,85 ευρώ (βλ. την κίνηση του λογαριασμού τούτου στην εν λόγω Τράπεζα Πειραιώς), και κατατέθηκε τούτο αυθημερόν στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό της με τον κατηγορούμενο στην ASPIS BANK. Επομένως, το επίδικο ποσό των 88.000.000 δραχμών (258.253,85 ευρώ) επανήλθε στον κοινό λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας και του κατηγορουμένου στην ASPIS BANK, από τον οποίο ο τελευταίος στη συνέχεια προέβη σε σειρά συναλλαγών αναλήψεων μέσω ATM, για την ικανοποίηση δικών του αποκλειστικά βιοτικών αναγκών. Έτσι, η πολιτικώς ενάγουσα στις 19.12.2001, όταν ανέλαβε όλο το υπόλοιπο ποσό του κοινού αυτού λογαριασμού, αυτό ανερχόταν σε 75.490.719 δραχμές ή 221.542,83 ευρώ, ζημιωθείσα ούτω από τις ενέργειες του κατηγορουμένου - που εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση - κατά το ποσό των 50.509.281 δραχμών ή 148.229,73 ευρώ (140.000.000 δραχμές αρχικά κατατεθειμένο ποσό, μείον 75.490.719 δραχμές, μείον καταβληθέν από τον κατηγορούμενο ποσό 14.000.000 δρχ., ίσον 50.509.281 δρχ. ή 148.229,73 ευρώ). Επομένως, ο προαναφερθείς ισχυρισμός - άρνηση του κατηγορουμένου είναι αβάσιμος, και η ζημία που προξενήθηκε στην περιουσία της πολιτικώς ενάγουσας από την καταγγελλόμενη σε βάρος της αξιόποινη συμπεριφορά του κατηγορουμένου (κακουργηματική απάτη) ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό των 50.509.281 δρχ. ή 148.229,73 ευρώ, όπως άλλωστε έχουν δεχτεί τόσο η 6257/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και η 4325/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης απόφασης. Τέλος, σύμφωνα με το ..... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί της σχετικής αίτησης του κατηγορουμένου για αναψηλάφηση της άνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κατόπιν τούτων προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας εναντίον του εκκαλούντος κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης, από την οποία το περιουσιακό όφελος του δράστη και η αντίστοιχη ζημία της παθούσας υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (ΠΚ 386 παρ. 1, 3β)".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου 2703/2006 βουλεύματος, το οποίο και επικύρωσε ως προς την ως άνω παραπεμπτική του διάταξη αφενός διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που εκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, αφετέρου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 και 386 παρ. 1, 3β ΠΚ, (όπως το τελ. αντικ. με αρ. 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999), τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω πράξεως της διακεκριμένης απάτης. Δεν εμφιλοχώρησε δε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να εμποδίζεται ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα συνεκτίμησε και συναξιολόγησε όλα τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ενώ αιτιολογημένα απέκρουσε και τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί καταβολής εκ μέρους του στο λογαριασμό της παθούσας και πολιτικώς ενάγουσας του ποσού των 88.000.000 δραχμών, προσδιορίζοντας με σαφήνεια τη ζημία της τελευταίας από την αξιόποινη συμπεριφορά αυτού, στο ύψος των 50.509.281 δρχ. ή 148.229,73 ευρώ. Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, οι προβαλλόμενοι δε λόγοι αναιρέσεως που προβλέπονται από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ είναι αβάσιμοι. Κατά το μέρος δε που με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται με το σχετικό λόγο η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, είναι αυτός απαράδεκτος και, ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-2-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 120/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Αυγούστου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ