Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Στοιχεία αυτής. Παραπεμπτικό βούλευμα. Επαρκής αιτιολογία και ορθή εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη αναίρεσης κατ' αυτού ως αβασίμων των από το άρθρο 484 §1 στοιχ. β και δ ΚΠΔ λόγων της.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1234/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 69/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Με συγκατηγορούμενο τον Ζ. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 699/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 350/30-6-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το υπ'αριθμ. 69/14-3-2008 βούλευμά του απέρριψε ως αβάσιμη την υπ'αριθμ. 60/26-10-2007 έφεση του Χ κατά του υπ'αριθμ. 742/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο αυτός είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως (από κοινού) απάτης κατ'επάγγελμα, το δε όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ και δη ανέρχεται στο ποσό των 70.000 Ευρώ.
Το άνω βούλευμα του συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 27-3-2008 (βλ. το από 27-3-2008 αποδεικτικό της Επιμελητρίας ...., όπου και η διεύθυνση της επιδόσεως συμπίπτει με την δηλωθείσα στην ανακριτική απολογία τέτοια? άρθρο 273 εδ. α ΚΠοινΔ) με θυροκόλληση και επίδοση στον αντίκλητό του (βλ. το από 26-3-2008 αποδεικτικό της επιμελήτριας ....) - οπότε λαμβάνεται υπόψη η χρονολογικά τελευταία (153 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠΔ). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ενώπιον του γραμματέα Εφετών Πειραιά - δια του πληρεξουσίου δικηγόρο Ιακώβου Απέργη, με βάση το υπ'αριθμ. 18358/3-4-2008 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Γεωργίου Παπαθανασίου - στις 7-4-2008 την υπ'αριθμ. 3/2008 έκθεση αναίρεσης προβάλλων ως λόγους αναίρεσης: έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας? α) "Συγκεκριμένα το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι "Την παραπάνω πράξη της απάτης ο εκκαλών τη διέπραξε μαζί με το συγκατηγορούμενό του Ζ, κατ' επάγγελμα, με την έννοια, ότι από την επανειλλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος", χωρίς να αναφέρει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η ανωτέρω αποδοχή του, και κυρίως πως αιτιολογεί την "επανειλλημμένη" τέλεση του αδικήματος εκ μέρους μου και τη διαμόρφωση υποδομής, εκ της οποίας προκύπτει πρόθεση εκ μέρους μου επανειλλημμένης τέλεσης της πράξης, αρκούμενο ή αναφορά των όρων της διάταξης του άρθρου 13 περ. στ ΠΚ β) Επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα περιλαμβάνει αντιφατική αιτιολογία, αναφορικά με το στοιχείο του δόλου που μου αποδίδεται, καθόσον, αφενός δέχεται στην αιτιολογία αυτού, ότι εγώ και ο συγκατηγορούμενός μου Ζ, είχαμε κερδίσει την εμπιστοσύνη της συζύγου και άλλων προσώπων του φιλικού περιβάλλοντος του παθόντος, δεδομένου ότι είχαμε επιστρέψει σε σύντομο χρονικό διάστημα με τις αποδόσεις τους διαφορά μικροποσά στο Ξ αφετέρου στο διατακτικό δέχεται ότι ο συγκατηγορούμενός μου Ζ, ο οποίος και με συνέστησε στον εγκαλούντα Ψ, είχε επιστρέψει στο Ξ, διάφορα ποσά που είχε λάβει ως κεφάλαιο και τις αποδόσεις τους, με συνέπεια να καταλείπεται αμφιβολία και αντίθετα να μην προκύπτει πλήρης δικανική πεποίθηση, εάν εγώ πράγματι, στο παρελθόν και πριν από την συναλλαγή μου με τον Ψ, είχα οιαδήποτε ασχολία με επενδυτικές "δραστηριότητες" και με άτομα του φιλικού περιβάλλοντος του μηνυτή, όπως κατηγορούμαι, και εάν εν τέλει ήμουν σε θέση να παράσχω πειστικά οιαδήποτε διαβεβαίωση στο μηνυτή, για συνεργασία με αλλοδαπούς επιχειρηματίες και κερδοφόρες επενδύσεις και εάν οι "διαβεβαιώσεις" αυτές ήταν όντως ψευδείς ή όχι.
Συνάγεται επομένως, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιλαμβάνει ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία, αναφορικά με τα κρίσιμα και απαιτούμενα περιστατικά και στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος που κατηγορούμαι ότι τέλεσα, και δεν προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, έλαβε υπόψιν του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία" (βλ. έκθεση αναίρεσης).
ΙΙ) Το προσβαλλόμενο 69/2008 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Πειραιώς δέχθηκε - με υιοθέτηση της πρότασης του Εισαγγελέα Εφετών και με δικές του σκέψεις - ότι "από τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένων" - "προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για το ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος στον ... εντός του μηνός Ιουλίου 2002, ενεργώντας από κοινού κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο με τον συγκατηγορούμενό του Ζ, ο οποίος προβαλλόταν ως απόφοιτος οικονομικού Πανεπιστημίου με μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμιο της Αμερικής, ως οικονομικός σύμβουλος σε ναυτιλιακές εταιρείες και συνεργαζόμενος με την χρηματιστηριακή εταιρεία ...., έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του εγκαλούντος Ψ και άλλων προσώπων του φιλικού περιβάλλοντος του, δεδομένου ότι είχε επιστρέψει στον οικογενειακό του φίλο Ξ διάφορα ποσά, που είχε λάβει ως κεφάλαιο προκειμένου να τα επενδύσει σε χρηματιστηριακά προγράμματα, μαζί με τις αποδόσεις τους, εμφανίστηκε στον εγκαλούντα Ψ, στον οποίο τον συνέστησε ο Ζ και με τις ψευδείς διαβεβαιώσεις ότι διενεργεί χρηματιστηριακές επενδύσεις, συνεργαζόμενος με τον ελβετό σύμβουλο επιχειρήσεων ..., ο οποίος συνεργάζεται με το ειδικό τμήμα επενδύσεως της Τράπεζας Commerzbank, και ότι μπορούσε να του εξασφαλίσει σίγουρα και υψηλά κέρδη από επενδύσεις των κεφαλαίων του σε σχετικά χρηματοοικονομικά προγράμματα της απολύτου επιλογής και αρεσκείας του, καθώς και μερίδιο μετοχών σε μεγάλες, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που θα δημιουργούσε από τα κέρδη των επενδύσεων του στα ανωτέρω προγράμματα, δίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στον εγκαλούντα την εντύπωση ότι, λόγω των γνώσεων και των ικανοτήτων του, είναι αξιόπιστος και έμπειρος μεσολαβητής επενδύσεων, τον οποίο εμπιστεύεται και, πείθοντας τον ότι, εφόσον του παρέδιδε το χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ, ώστε να το τοποθετήσει σε χρηματοοικονομικό πρόγραμμα της δικής του επιλογής, σε χρονικό διάστημα δύο μηνών η επένδυση του θα απέδιδε περίπου 10.000 ευρώ, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα ξενόγλωσσο έγγραφομε δήθεν περιεχόμενο τη συμφωνία του με τον ελβετό τραπεζικό σύμβουλο. Έτσι, οι κατηγορούμενοι από κοινού έπεισαν τον εγκαλούντα να παραδώσει στον εκκαλούντα το ποσό των 70.000 ευρώ, προκειμένου να το επενδύσει και να του επιστρέψει στις 30-9-2002 με τη συμφωνηθείσα απόδοση, μετά την αφαίρεση της προμήθειας αμφοτέρων των κατηγορουμένων. Τα παραπάνω όμως ήσαν, εν γνώσει των κατηγορουμένων, ψευδή, δεδομένου ότι ο εκκαλών δεν συνεργαζόταν με ελβετό τραπεζικό σύμβουλο, ούτε είχε εμπειρία ή γνώση ή δυνατότητα επιλογής χρηματοοικονομικού προγράμματος με την προαναφερθείσα απόδοση, μετά ταύτα δε ουδέποτε επέστρεψε στον εγκαλούντα το παραδοθέν προς επένδυση ποσό των 70.000 ευρώ, αν και οχλήθηκε επανειλημμένως προς τούτο, ισχυριζόμενος ότι το χρηματοοικονομικό πρόγραμμα, που είχε επιλέξει, απέτυχε, με αποτέλεσμα να του οφείλει μόνο το ποσό των 46.500 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε παραδοθέν ποσό 40.000 ευρώ πλέον των νομίμων τόκων, το οποίο θα του επέστρεφε μέχρι την 15-11-2002, πλην όμως, κατά την ημερομηνία αυτή, αρνήθηκε ότι έλαβε χώρα η ανωτέρω συναλλαγή και ότι του οφείλει οποιοδήποτε ποσό, με αποτέλεσμα να αποκομίσουν έτσι οι κατηγορούμενοι το παραπάνω όφελος των 70.000 με αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντος.
Εν συνεχεία και εξ αιτίας της συνεχιζόμενης άρνησης των κατηγορουμένων να επιστρέψουν τα χρήματα, που δολίως απέσπασαν από τον Ψ, ο τελευταίος προσέφυγε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων ........... ενώπιον της δικαιοσύνης. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων έκρινε τον εκκαλούντα Χ, πειθαρχικά ελεγκτέο για το πειθαρχικό παράπτωμα της ενασχόλησης του με έργα ασυμβίβαστα με το λειτούργημα του δικηγόρου, όπως η διαμεσολάβηση σε κατάρτιση δανείων, σε μεσιτικές και χρηματιστηριακές εργασίες. Εν όψει των ανωτέρω και της παρούσας εκκρεμούσας ποινικής διαδικασίας συνετάγη ανάμεσα στον ως άνω εκκαλούντα και τον παθόντα το από 14-2-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο - εκτός των άλλων - ο τελευταίος δήλωσε ότι το ποσό απαίτησης που διατηρεί εις βάρος του Χ ανέρχεται στο ποσό των 46.500 € κατά κεφάλαιο και τόκους υπερημερίας, ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα και ότι "εκ πλάνης και εσφαλμένης πεποιθήσεως, πίστευσαν ότι ο Χ είχε επιδείξει εις βάρος τους αντισυμβατική και ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά", ότι "ουδέποτε είχε εκδηλώσει πρόθεση ιδιοποίησης του ανωτέρω ποσού των 46.500 € και προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους στον εαυτό του ή τρίτους", ότι "καμία απαίτηση δεν διατηρεί εις βάρος του πλέον από καμία αιτία..." και ότι δεν επιθυμεί την ποινική του δίωξη. Όμως η παραπάνω ολοσχερής ικανοποίηση του εγκαλούντα Ψ, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης, διότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το ποσό που παρανόμως ιδιοποιήθηκαν οι κατηγορούμενοι, δεν ήταν εκείνο των 70.000 ευρώ, αλλά των 46.500 ευρώ, ή 40.000 ευρώ, η πράξη τους εξακολουθεί να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 393 παρ. 2 Ποιν. Κ., κατά την οποία ο υπαίτιος της πράξεως της απάτης, εφ'όσον δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποιήσει πλήρως τον ζημιωθέντα, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας και δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του. Την παραπάνω πράξη της απάτης ο εκκαλών την διέπραξε μαζί με τον συγκατηγορούμενό του Ζ, κατ'επάγγελμα με την έννοια ότι, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδοχή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω από το περιεχόμενο της εφέσεως του ο εκκαλών δεν αναφέρει κάποιο άλλο στοιχείο πέραν της τυπικής διατυπώσεως για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που τον παρέπεμψε. Επομένως το εν λόγω Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, κρίνοντας επαρκείς τις ενδείξεις για ακροαματικό έλεγχο της υπόθεσης και η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της (άρθρο 318, 585 ΚΠοινΔ".
Στο πρωτόδικο βούλευμα (933/2007) και προς αιτιολογία του "κατ'επάγγελμα" - ρητά και με παραπομπή στην οικεία εισαγγελική πρόταση- αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι ενεργούντες με τον ίδιο τρόπο, όπως εκτίθεται ανωτέρω, απέσπασαν ποσά και από άλλα άτομα, όπως ο Ξ και η σύζυγός του, Θ, τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα και σε βλάβη της περιουσίας των ανωτέρω εξαπατημένων. Για λογαριασμό του ζεύγους ΞΘ είχαν αρχικά μια δυο φορές επενδύσει μικρά ποσά της τάξεως των 3.000 € και τους είχαν αποδώσει σε διάστημα δέκα ήμερων μικρού ύψους κέρδη. Όταν όμως το ζεύγος ΞΘ τους κατέβαλλε το ποσό των 13.000 €, δεν του το επέστρεψαν ποτέ.
Προκειμένου δε να πείθουν τους αντισυμβαλλομένους τους για την αλήθεια των ισχυρισμών τους, τους επιδείκνυαν δύο ιδιωτικά συμφωνητικά με ημερομηνίες 22-2-2002 και 19-3-2002 μεταξύ των Χ, ..., .... · και Ζ, στα οποία γίνονται αναφορές σε δύο συμφωνίες μεταξύ των Χ και ... για "μη αποκάλυψη, μη παράκαμψη, προμήθεια, προστασία των αμοιβών και εντολή πληρωμών", όπου συμφωνείται η συμμετοχή του ... σε επενδυτικά προγράμματα της Τράπεζας COMMERZBANK της Γερμανίας μέσω του γραφείου του συμβούλου επενδύσεων .... στην Γαλλία, με τον οποίο συνεργάζεται ο Χ. Ενώ παράλληλα ο Ζ με ευκολία υπέγραφε υπεύθυνες δηλώσεις του ν. 1599/1986 απευθυνόμενες προς τους εξαπατηθέντες αντισυμβαλλομένους τους, στις οποίες βεβαίωνε τη λήψη των χρηματικών ποσών, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του από Αστυνομική Αρχή.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθειμένων οι κατηγορούμενοι έχοντας κοινό δόλο για την τέλεση του αποδιδόμενου σ' αυτούς εγκλήματος της απάτης κατ' επάγγελμα και αποβλέποντας και οι δύο στην περιποίηση προς εαυτούς, του επιδιωκόμενου παράνομου περιουσιακού οφέλους, προερχόμενου από τις περιουσίες των παθόντων, και εν προκειμένω του ποσού των 70.000 € εκ της περιουσίας του παθόντος Ψ, είχαν προβεί σε κατανομή εργασιών : Αρχικά ο Ζ προσέγγιζε τους υποψήφιους αντισυμβαλλομένους τους, εντυπωσιάζοντας και δελεάζοντάς τους παρέχοντας σ' αυτούς πληροφορίες περί της δραστηριότητας του Χ αναφορικά με τα επενδυτικά προγράμματα εξωτερικού, ενισχύοντας δε αυτές και με αναφορές περί των σπουδών και των σημαντικών γνωριμιών αμφοτέρων και περί της αποτελεσματικότητας του χειρισμού των επενδύσεων από τον Χ, οι οποίες και επέφεραν βέβαια και υψηλά κέρδη. Στη συνέχεια τους έφερνε σε επικοινωνία με τον ίδιο, τον Χ, ο οποίος - τη παρουσία και μαρτυρία του Ζ - επιβεβαίωνε δι' εγγράφων (δύο ιδιωτικά συμφωνητικά) τις γνωριμίες και συνεργασίες του, κατήρτιζε εν τέλει τη σύμβαση επένδυσης σε προγράμματα εξωτερικού της απολύτου, ελεύθερης και αποκλειστικής του επιλογής, παραλάμβανε τα χρήματα προς επένδυση με την έγγραφη αιτιολογία του ατόκου δανείου και την διαβεβαίωση ότι στην περίπτωση αποτυχίας της επένδυσης θα τους επέστρεφε το κεφάλαιο. Στην δε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος αμφέβαλλε, έσπευδε ο Ζ και του παραχωρούσε επιπλέον υπεύθυνη δήλωση του, με την οποία αναγνώριζε την οφειλή του ποσού. Από την παραπάνω δράση των κατηγορουμένων προκύπτει αβίαστα ότι έπρατταν ως συναυτουργοί, με συγκλίνουσες ταυτόχρονες ή διαδοχικές πράξεις, καθ' όσον είχαν καταμερίσει μεταξύ τους τους ρόλους προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της παράνομης ιδιοποίησης από αυτούς των χρηματικών ποσών, που θα διέθεταν οι εξαπατώμενοι "αντισυμβαλλόμενοι" τους. Πέραν των ανωτέρω ο ίδιος ο Ζ στην απολογία του προσδιορίζει ότι το ποσοστό της προμήθειας του από τα θύματα που θα έφερνε σε επικοινωνία με τον Χ ανερχόταν στο ποσοστό του 2%.
Από το παραπάνω σχέδιο δράσης των κατηγορουμένων, το οποίο εφάρμοσαν προς εξαπάτηση πολλών προσώπων και το λειτούργησαν όχι ευκαιριακά, αλλά με τακτική, έχοντας δημιουργήσει την κατάλληλη υποδομή (π.χ. τα από 22-2-2002 και 19-3-2002 δύο ιδιωτικά συμφωνητικά) και ενεργώντας με οργανωμένη ετοιμότητα,· ευκρινώς διαφαίνεται η κατ' επάγγελμα τέλεση του αδικήματος για το οποίο κατηγορούνται, και δη, ο σκοπός του πορισμού εισοδήματος και η πρόθεση επανειλημμένης τελέσεώς του".
ΙΙΙ) Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη (για την οποία χώρησε η παραπομπή), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν οι απαιτούμενες επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
-βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007 κ.ά.- Εξ άλλου η αιτιολογία του δευτεροβαθμίου βουλεύματος συμπληρώνεται (ως προς τις ελλείψεις που τυχόν υπάρχουν και από το πρωτοβάθμιο βούλευμα όταν το τελευταίο επικυρώνεται από το πρώτο - βλ. μόνο ΑΠ 429/86.
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί ο προσδιορισμός αυτών κατ' είδος (π.χ. μάρτυρες, έγγραφα) και δεν προσαπαιτείται να γίνεται αναλυτική της παράθεση και μνεία του τί προέκυψε ή προκύπτει από το καθένα χωριστά, ή η θετική αναφορά από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή.
-βλ. ΑΠ 2/2003 ολ, ΑΠ 1468/2007, ΑΠ 561/2006, ΑΠ 567/2006, ΑΠ 1331/2006, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 1698/2007 κ.ά.-
Εξ άλλου, και δεδομένου ότι ο 'Αρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριο (τρίτου βαθμού) ουσίας, δεν συνιστούν λόγους αναίρεσης ή μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το συμβούλιο και δη, η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτύρων.
-βλ. ΑΠ 501/2006, ΑΠ 567/2006, ΑΠ 1468/2007, ΑΠ 1573/2007 κ.ά.-
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτούμενη (όπως ήδη γίνεται δεκτόν ποιά είναι αυτή) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεδομένου ότι αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη της απάτης (πρβλ. για την έννοια του "γεγονότος" ΑΠ 1167/2006, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 610/2002, ΑΠ 382/2006, ΑΠ 1820/2003, ΑΠ 299/98, ΑΠ 691/97 κ.ά.) με την επιβαρυντική περίσταση της κατ'επάγγελμα τέλεσης (πρβλ. ΑΠ 382/2006, ΑΠ 2200/2002, ΑΠ 1539/2003, ΑΠ 1744/2002, ΑΠ 2243/2003 κ.ά.) - τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και τους λόγους για τους οποίους προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος.
'Ετσι ο λόγος αναίρεσης αυτού είναι αφενός μεν αβάσιμος αφετέρου απαράδεκτος.
Απαράδεκτος δε διότι δεν απαιτείται, όπως ελέχθη να αναφέρεται από ποιό αποδεικτικό μέσο ή ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η αποδοχή του κατ'επάγγελμα, αβάσιμος δε γιατί όντως περιέχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την επιβαρυντική αυτή περίσταση.
Εξ άλλου δεν υπάρχει η φερόμενη αντίφαση σε σχέση με το δόλο, όχι μόνο διότι όντως δεν υπάρχει καν η αναφερόμενη αντίφαση - άλλωστε δεν υπάρχει στο προσβαλλόμενο βούλευμα διατακτικό (πρβλ και το διατακτικό του επικυρούμενου πρωτόδικου βουλεύματος) - αλλά και διότι αυτή (φερόμενη αντίφαση) δεν αναφέρεται στο δόλο ή σε άλλο στοιχείο του εγκλήματος και διότι η γενόμενη αναφορά μόνο στον αναιρεσείοντα οφειλέτη στο ότι μόνος αυτός άσκησε έφεση.
Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίμησε όλα τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αναφέρει κατ'είδος, όπως ελέχθη.
'Αλλωστε ο αναιρεσείων δεν αναφέρει ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν εκτιμήθησαν.
Πρέπει επομένως να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α-------------------------------------
Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως απορριφθεί η υπ'αριθμ. 3/2008 έκθεση αναίρεσης του Χ κατά του υπ'αριθμ. 69/2008 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Πειραιά, και να καταδικαστεί στα έξοδα.
Αθήνα 3 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κ. Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 7-4-2008 αίτηση του Χ ζητείται η αναίρεση του υπ'αριθμ. 69/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Η αίτηση αυτή ασκήθηκε παραδεκτά και νόμιμα και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, μετά την τήρηση και των οριζομένων από τα άρθρα 308 παρ.2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ ως προς τη γνώση της Εισαγγελικής πρότασης προς το Δικαστικό τούτο Συμβούλιο από τον αναιρεσείοντα (βλ. την ενυπόγραφη από 1-7-2008 σημείωση στην αρχή της εισαγγελικής πρότασης).
Κατά το άρθρο 386 παρ.1 του ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη ή ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς το σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχα παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, επιπλέον, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του ν.2721/1999 και ισχύει από τις 3-6-1999 και εντεύθεν, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δραχμών), είτε χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (2.500.000 δραχμών). Ακόμη κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος (Ολ.ΑΠ 50/1990). Καθένας δε των συμμετόχων τιμωρείται ως αυτουργός της αξιόποινης πράξης που τέλεσαν.
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ, δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου σο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δ'εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ'άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.Β του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά γεγονότα ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 69/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη την υπ'αριθμ. 60/26-10-2007 έφεση του αναιρεσείοντος Χ κατά του υπ'αριθμ. 933/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς για να δικασθεί ως υπαίτιος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης κατά συναυτουργία με τον Ζ, σε βαθμό κακουργήματος, ήτοι για πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε απ'αυτούς στον ... εντός του μηνός Ιουλίου του έτους 2002 σε βάρος του εγκαλούντος Ψ. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς δέχθηκε, με αναφορά και στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ότι "Από τα στοιχεία της δικογραφίας και συγκεκριμένα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένων προκύπτουν και αξιολογούνται τ'ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ, προβαλλόταν υπό την ιδιότητα του δικηγόρου ως ασχολούμενος με τη διενέργεια χρηματιστηριακών επενδύσεων σε συνεργασία με τον σύμβουλο επενδύσεων ... στη Γαλλία, ο οποίος συνεργαζόταν με τη Γερμανική Τράπεζα Commerzbank. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ζ, προβαλλόταν ως απόφοιτος Οικονομικού Πανεπιστημίου με μεταπτυχιακές σπουδές σε Πανεπιστήμιο της Αμερικής, ως οικονομικός σύμβουλος σε ναυτιλιακές εταιρίες και συνεργαζόμενος με τη χρηματιστηριακή εταιρεία .... Αμφότεροι από κοινού ενεργούντες, αφού είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη της συζύγου και άλλων προσώπων του φιλικού περιβάλλοντος του παθόντος, Ψ, δεδομένου ότι είχαν επιστρέψει σε σύντομο χρονικό διάστημα με τις αποδόσεις τους μικροποσά που είχαν επενδύσει σε χρηματιστηριακά προγράμματα στο συνάδελφο της συζύγου του παθόντος, Ξ, κατά τον μήνα Ιούλιο 2002 εμφανίστηκαν στον παθόντα υποστηρίζοντας τις ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, ότι ο μεν πρώτος αυτών, ως δικηγόρος που ασχολείται με τη διενέργεια χρηματιστηριακών επενδύσεων σε συνεργασία με έναν σύμβουλο επενδύσεων ονόματι .... στη Γαλλία, ο οποίος συνεργαζόταν με τη Γερμανική Τράπεζα Commerzbank, μπορούσε να του εξασφαλίσει σίγουρα και υψηλά κέρδη από επενδύσεις κεφαλαίων του σε σχετικά χρηματοοικονομικά προγράμματα της απολύτου, ελεύθερης και αποκλειστικής επιλογής του, επιδεικνύοντας του ταυτόχρονα και έγγραφο στη γερμανική γλώσσα, του οποίου το περιεχόμενο μετέφρασε προφορικώς στον παθόντα και αφορούσε την προπεριγραφείσα συνεργασία με τον σύμβουλο επιχειρήσεων και τη γερμανική τράπεζα δίνοντας έτσι την εντύπωση στον παθόντα ότι εφ' όσον τους παρέδιδε το χρηματικό ποσό των 70.000 €, προκειμένου να το τοποθετήσει ο πρώτος κατηγορούμενος σε επενδυτικό χρηματοοικονομικό πρόγραμμα, θα του απέδιδε μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών κέρδος 10.000 €. Κατ' αυτόν τον τρόπο και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τόσο ο πρώτος κατηγορούμενος εμφανιζόταν να διαθέτει ιδιαίτερες γνώσεις και τις κατάλληλες γνωριμίες και συνεργασίες, όσο και ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος εμφανιζόταν ως έμπειρος χρηματιστής και μεσολαβητής επενδύσεων, έπεισαν τον παθόντα και τους παρέδωσε το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ, προκειμένου ο πρώτος των κατηγορουμένων να το επενδύσει και να του το αποδώσει μαζί με το κέρδος, αφαιρούμενης της προμήθειά του, την 30-9-2002. Τα παραπάνω ήταν ψευδή, δεδομένου ότι ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοια επένδυση και δεν επεστράφη ποτέ στον παθόντα το παραδοθέν στους κατηγορουμένους ποσό των 70.000 €. Κατόπιν οχλήσεως του παθόντος, ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το χρηματοοικονομικό πρόγραμμα απέτυχε, με αποτέλεσμα να του οφείλει μόνο το ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων (46.500) ευρώ, το οποίο θα του επέστρεφε δε δύο δόσεις, η πρώτη ποσού δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ καταβλητέα την 15-10-2002, και η δεύτερη ποσού τριάντα μία χιλιάδων πεντακοσίων (31.500) ευρώ καταβλητέα την 15-11-2002, πλην όμως ούτε τα ποσά αυτά επεστράφησαν, με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να αποκομίσουν παράνομο όφελος ποσού 70.000 € με αντίστοιχη ζημία του παθόντος. Την πράξη της απάτης διέπραξαν κατ' επάγγελμα, ήτοι από την επανειλημμένη τέλεση της, από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος.
Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος κατηγορουμένου περί ολοσχερούς ικανοποίησης του Ψ, η οποία έλαβε χώρα την 14-2-2007 κατόπιν συντάξεως του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης του, διότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το ποσό που παρανόμως ιδιοποιήθηκαν οι κατηγορούμενοι δεν ήταν εκείνο των 70.000 €, αλλά των 46.500 € ή 40.000 €, η πράξη τους εξακολουθεί να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να εφαρμοστεί η παράγραφος 2 του άρθρου 393 Π.Κ.
Κατόπιν αυτών, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες και έχοντες κοινό δόλο, επιδιώκοντας να αποκομίσουν δι' εαυτούς το ποσό των 70.000 €, σε βλάβη της περιουσίας του Ψ, έπεισαν αυτόν να τους διαθέσει το ανωτέρω ποσό παριστάνοντάς του ψευδή γεγονότα ως αληθή, τα οποία συνίσταντο από την υπόσχεση απολαβής κερδών ύψους 10.000 € μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών, η οποία (υπόσχεση) παρίσταται ως απλή συνέπεια των συγχρόνως δηλούμενων και αναφερόμενων στο παρελθόν και παρόν γεγονότων, ήτοι της ικανότητας των κατηγορουμένων, της εμπειρίας τους στις επενδύσεις, των ιδιαίτερων σπουδών και γνωριμιών τους, της συνεργασίας του Χ με τον σύμβουλο επενδύσεων ... στην Γαλλία για επενδύσεις σε προγράμματα της Τράπεζας COMMERZBANK της Γερμανίας και της μεταξύ των δύο τελευταίων υφιστάμενης συμφωνίας περί κατανομής των επιτευχθέντων κερδών. Το γεγονός αυτό, ιδιαίτερα, αποπνέει, αφ' ενός τη βεβαιότητα ότι τα προγράμματα προς επένδυση είναι ασφαλή για τα κεφάλαια που επενδύονται και κερδοφόρα, αφ' ετέρου δε, το ενδεχόμενο ότι στο παρελθόν να έχουν διαμενηθεί μεταξύ τους κέρδη. Η υπόσχεση, λοιπόν, των κατηγορουμένων προς τον παθόντα, συνδέθηκε απ' αυτούς με τα παραπάνω ψευδή γεγονότα, ώστε, με βάση αυτά, να δημιουργείται πεπλανημένα η πεποίθηση μελλοντικής εκπλήρωσης. Η συμφωνηθείσα επένδυση δεν έγινε, ούτε οι κατηγορούμενοι είχαν πρόθεση να προβούν σε επενδύσεις τέτοιου είδους. Η επένδυση αποτελούσε μόνο το δέλεαρ για να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομα το ποσό των 70.000 € από την περιουσία του παθόντος.
Περαιτέρω με το περιεχόμενο της εφέσεώς του ο εκκαλών κατηγορούμενος ουδέν νέο αξιολογήσιμο στοιχείο είτε κάποιον ενδιαφέροντα ισχυρισμό καταγράφει με την τυπική διατύπωση μόνο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο.
Συνεπώς το εν λόγω Συμβούλιο Πλημ/κων Πειραιώς ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις κρίνοντας επαρκείς τις ενδείξεις για τον ακροαματικό έλεγχο της υπόθεσης και γι' αυτό η κρινόμενη έφεση πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία της (αρθρ. 318, 585 ΚΠΔ). Ακόμη στο υπ'αριθμ. 933/2007 πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατά του οποίου εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, και προς αιτιολογία της "κατ'επάγγελμα" τέλεσης της απάτης από τον αναιρεσείοντα ρητά και με παραπομπή στην οικεία εισαγγελική πρόταση αναφέρεται ότι "οι κατηγορούμενοι ενεργούντες με τον ίδιο τρόπο, όπως εκτίθεται ανωτέρω, απέσπασαν ποσά και από άλλα άτομα, όπως ο Ξ και η σύζυγός του Θ, τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα και σε βλάβη της περιουσίας των ανωτέρω εξαπατημένων. Για λογαριασμό του ζεύγους ΞΘ είχαν αρχικά μία-δύο φορές επενδύσει μικρά ποσά της τάξεως των 3.000 € και τους είχαν αποδώσει σε διάστημα δέκα ημερών μικρού ύψους κέρδη. 'Όταν όμως το ζεύγος ΞΘ τους κατέβαλε το ποσό των 13.000 €, δεν τον επέστρεψαν ποτέ. Προκειμένου δε να πείθουν τους αντισυμβαλλομένους τους για την αλήθεια των ισχυρισμών τους, τους επιδείκνυαν δύο ιδιωτικά συμφωνητικά με ημερομηνίες 22-2-2002 και 19-3-2002 μεταξύ των Χ, ..., ... και Ζ, στα οποία γίνονται αναφορές σε δύο συμφωνίες μεταξύ των Χ και ... για "μη αποκάλυψη, μη παράκαμψη, προμήθεια", προστασία των αμοιβών και εντολή πληρωμών", όπου συμφωνείται η συμμετοχή του ... σε επενδυτικά προγράμματα της Τράπεζας COMMERZBANK της Γερμανίας μέσω του γραφείου του συμβούλου επενδύσεων ... στην Γαλλία, με τον οποίο συνεργάζεται ο Χ. Ενώ παράλληλα ο Ζ με ευκολία υπέγραφε υπεύθυνες δηλώσεις του ν. 1599/1986 απευθυνόμενες προς τους εξαπατηθέντες αντισυμβαλλομένους τους, στις οποίες βεβαίωνε τη λήψη των χρηματικών ποσών, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του από Αστυνομική Αρχή".
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθειμένων οι κατηγορούμενοι έχοντας κοινό δόλο, για την τέλεση του αποδιδόμενου σ' αυτούς εγκλήματος της απάτης κατ' επάγγελμα και αποβλέποντας και οι δύο στην περιποίηση προς εαυτούς, του επιδιωκόμενου παράνομου περιουσιακού οφέλους, προερχόμενου από τις περιουσίες των παθόντων, και εν προκειμένω του ποσού των 70.000 € εκ της περιουσίας του παθόντος Ψ, είχαν προβεί σε κατανομή εργασιών : Αρχικά ο Ζ προσέγγιζε τους υποψήφιους αντισυμβαλλομένους τους, εντυπωσιάζοντας και δελεάζοντάς τους, παρέχοντας σ'αυτούς πληροφορίες περί της δραστηριότητας του Χ αναφορικά με τα επενδυτικά προγράμματα εξωτερικού, ενισχύοντας δε αυτές και με αναφορές περί των σπουδών και των σημαντικών γνωριμιών αμφοτέρων και περί της αποτελεσματικότητας του χειρισμού των επενδύσεων από τον Χ, οι οποίες και επέφεραν βέβαια και υψηλά κέρδη. Στη συνέχεια τους έφερνε σε επικοινωνία με τον ίδιο, τον Χ, ο οποίος - τη παρουσία και μαρτυρία του Ζ - επιβεβαίωνε δι' εγγράφων (δύο ιδιωτικά συμφωνητικά) τις γνωριμίες και συνεργασίες του, κατήρτιζε εν τέλει τη σύμβαση επένδυσης σε προγράμματα εξωτερικού της απολύτου, ελεύθερης και αποκλειστικής του επιλογής, παραλάμβανε τα χρήματα προς επένδυση με την έγγραφη αιτιολογία του ατόκου δανείου και την διαβεβαίωση ότι στην περίπτωση αποτυχίας της επένδυσης θα τους επέστρεφε το κεφάλαιο. Στην δε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος αμφέβαλλε, έσπευδε ο Ζ και του παραχωρούσε επιπλέον υπεύθυνη δήλωση του, με την οποία αναγνώριζε την οφειλή του ποσού. Από την παραπάνω δράση των κατηγορουμένων προκύπτει αβίαστα ότι έπρατταν ως συναυτουργοί, με συγκλίνουσες ταυτόχρονες ή διαδοχικές πράξεις, καθ' όσον είχαν καταμερίσει μεταξύ τους τους ρόλους προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της παράνομης ιδιοποίησης από αυτούς των χρηματικών ποσών, που θα διέθεταν οι εξαπατώμενοι "αντισυμβαλλόμενοι" τους. Πέραν των ανωτέρω ο ίδιος ο Ζ στην απολογία του προσδιορίζει ότι το ποσοστό της προμήθειάς του από τα θύματα που θα έφερνε σε επικοινωνία με τον Χ ανερχόταν στο ποσοστό του 2%.
Από το παραπάνω σχέδιο δράσης των κατηγορουμένων, το οποίο εφάρμοσαν προς εξαπάτηση πολλών προσώπων και το λειτούργησαν όχι ευκαιριακά, αλλά με τακτική, έχοντας δημιουργήσει την κατάλληλη υποδομή (π.χ. η από 22-2-2002 και 19-2-2002 δύο ιδιωτικά συμφωνητικά) και ενεργώντας με οργανωμένη ετοιμότητα, ευκρινώς διαφαίνεται η κατ'επάγγελμα τέλεση του αδικήματος για το οποίο κατηγορούνται (ο αναιρεσείων και ο Ζ) και δη ο σκοπός του πορισμού εισοδήματος και η πρόθεση επανειλημμένης τελέσεώς του. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το προαναφερθέν έγκλημα της κακουργηματικής απάτης, αφού εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του για η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και πείστηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, παραθέτει δε, τέλος τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 98 και 386 παρ.1 και 3 ΠΚ, όπως τα δύο τελευταία των άρθρων αυτών συμπληρώθηκαν και αντικαταστάθηκαν εν μέρει αντίστοιχα, με το άρθρο 14 παρ.1 και 4 του ν. 2721/1999, τις οποίες (διατάξεις) ως και αυτή του άρθρου 393 παρ.2 του ίδιου Κώδικα στη συγκεκριμένη περίπτωση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις πιο πάνω παραδοχές διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των περιστάσεων εκείνων της κατ'εξακολούθηση και σε βαθμό κακουργήματος τέλεσης της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαλάβει το βούλευμα ειδικότερες αναφορές για το τι προέκυψε χωριστά από το καθένα αποδεικτικό μέσο και να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων αρκούντος του γεγονότος ότι αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους, όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα της δικογραφίας και απολογία των κατηγορουμένων). Εξάλλου οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ως προς τη δραστηριότητα καθενός συμμετόχου στην αποδιδομένη σ'αυτούς αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης και ειδικότερα ως τις οικονομικές δραστηριότητες μεταξύ Ζ και Ξ είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες ως στρεφόμενες κατά της αναιρετικά ανέλεγκτης περί τα πράγματα κρίσης του Συμβουλίου Εφετών. Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και δ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-4-2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 69/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ