Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Πραγματογνωμοσύνη.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει για ανθρωποκτονία από πρόθεση και περιύβριση νεκρού. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα η έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και έκθεσης αυτοψίας, ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα Προκύπτει, εντούτοις, ότι λήφθηκαν υπόψη. Απόρριψη όλων των ισχυρισμών Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1471/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ... και προσωρινά κρατουμένης στη Δικαστική Φυλακή ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 295/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 664/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 186/19.52009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 ΚΠΔ, την 1/16-4-09 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, κρατούμενης στη Δ. Φ. ..., κατά του 295/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο την παραπέμπει ενώπιον του ΜΟΔ της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης για ανθρωποκτονία με πρόθεση και περιύβριση νεκρού [άρθρα 60, 94 παρ.1, 201 και 299 παρ.1 ΠΚ,], και εκθέτω τα ακόλουθα.
1- Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται 1) δικαιωματικά από την κατηγορουμένη, καθόσον ο νόμος [άρθρο 482 παρ.2 ΚΠΔ] επιτρέπει στον κατηγορούμενο να ασκεί αναίρεση κατά του βουλεύματος που τον παραπέμπει για κακούργημα και για τα συναφή με αυτό εγκλήματα, 2) εμπρόθεσμα, καθόσον ασκείται μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του βουλεύματος, η οποία έγινε σ' αυτή στις 31-3-09 με παράδοση στα χέρια της [βλ. την από 31-3-09 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας ...], και 3) νομότυπα, αφού έγινε με δήλωση της ειδικά εξουσιοδοτημένης δικηγόρου της Χρήστου Λαμπράκη στη γραμματέα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που το εξέδωσε, με τη σύνταξη υπ' αυτής της οικείας εκθέσεως, που συνέταξε σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 151 και 474 ΚΠΔ, και με τη συμπερίληψη σ' αυτή τού λόγου για τον οποίο την ασκεί, συνιστάμενο στην έλλειψη της αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ' ΚΠΔ. Είναι επομένως τυπικά δεκτή.
2-Αναιρετικός έλεγχοςΑ-Νομικές διατάξεις
α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [Α.Π. 19/01 ΟΛΟΜ-Π.ΔΙΚ. 01/1225, Π.ΧΡ. 02/402, Π.ΛΟΓ. 01/1693].
Κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ, η απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά όμως τα αποδεικτικά μέσα της πραγματογνωμοσύνης, η oποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Π.Δ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, και η αυτοψία, η οποία συντάσσεται από τους ανακριτικούς υπαλλήλους, κατά το άρθρο 180 ΚΠΔ, αποτελούν ιδιαίτερα και αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, διακρινόμενα των εγγράφων, και πρέπει το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο να τα αναφέρει ειδικά ότι τα έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης ή να προκύπτει από το περιεχόμενο των περιστατικών που εκθέτει ότι τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα κατά τρόπο αναμφισβήτητο. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρονται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, οπότε ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. [Α.Π. 804/08 Π.ΛΟΓ. 08/519, Α.Π. 956/03 Π.ΛΟΓ. 03/1034]]
β- Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. [Α.Π. 1630/02, Π.Δικ. 02/1256 Π.Λογ. 02/1825]. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 § 1 Π.Κ. που ορίζει ότι "με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου 299 του ΠΚ προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλ. για την επιβολή της πρόσκαιρης, αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλ' απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάνει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλ. τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν απ' αυτήν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. [Α.Π. 1630/02, Π.Δικ. 02/1256 Π.Λογ. 02/1825]. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 § 1 Π.Κ. που ορίζει ότι "με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και σε ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το "αποδέχεται". Κατά τον προσδιορισμό της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου ο ποινικός κώδικας ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μορφής υπαιτιότητας πρέπει να διακριβωθεί πρώτον μεν ότι ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και δεύτερον ότι το αποδέχθηκε. Η αποδοχή εκφράζει το βουλητικό στοιχείο του δόλου και υποδηλώνει τη συγκατάθεση του δράστη στην επέλευση του αποτελέσματος, χωρίς να ασκεί επιρροή το αν το αποτέλεσμα που προέβλεψε ως πιθανό του ήταν επιθυμητό ή όχι. Σε όσες όμως περιπτώσεις ο δράστης προέβη στην πράξη του, αν και δεν επιθυμούσε πράγματι το αποτέλεσμα, το βουλητικό στοιχείο αναζητείται στην εκ μέρους του στάθμιση των αιτίων που τον ώθησαν και του σκοπού που επιδίωξε, προκειμένου να κριθεί αν αυτά συνιστούν λόγο ικανό να δικαιολογήσει την αποδοχή του. Έτσι, η αποδοχή αυτή, στην οποία αποτυπώνεται ο ψυχικός σύνδεσμος του δράστη με το παράνομο αποτέλεσμα, πρέπει πάντοτε να αποδεικνύεται και δεν τεκμαίρεται από το βαθμό πιθανότητας με την οποία τούτο προβλέφθηκε. Ο βαθμός αυτός, όταν μάλιστα αξιολογείται ως ιδιαίτερα υψηλός, παρέχει ισχυρή ένδειξη για την ψυχική στάση του δράστη και συνεκτιμάται με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο τελευταίος αποδέχθηκε το αποτέλεσμα, ουδέποτε όμως υποκαθιστά το βουλητικό στοιχείο του δόλου. [Α.Π. Ολομ. 8/95].
Β)- Περιστατικά και κρίσεις του βουλεύματος
Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό και διατακτικό του, από την καθολική αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, στις σκέψεις της οποίας συμπληρωματικά αναφέρεται, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ` αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, απολογίες κατηγορουμένων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας),δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη από το έτος 1996 διατηρούσε ερωτική δεσμό με τον ΑΑ. Στα πλαίσια αυτής της σχέσης ο ΑΑ (γεννηθείς το έτος 1927) στις 5-1-2009 την επισκέφθηκε στην οικία της στην ... προτείνοντας της να προβούν σε ερωτικές πράξεις, ενώ ακολούθως της έκανε χειρονομίες υποδηλώνοντας την ερωτική του διάθεση. Τούτο προκάλεσε δυσαρέσκεια στην κατηγορούμενη, η οποία αντέδρασε στην ερωτική διάθεση του ΑΑ χτυπώντας τον με γροθιά στο πρόσωπο με αποτέλεσμα αυτός να πέσει στο έδαφος. Μόλις αυτός σηκώθηκε, η κατηγορούμενη τον έσπρωξε με δύναμη και έτσι αυτός έπεσε ξανά στο έδαφος. Κατά την πτώση του το κεφάλι του χτύπησε σε ένα έπιπλο με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις του. Στη συνέχεια, η κατηγορούμενη εκμεταλλευόμενη την απώλεια των αισθήσεων του ΑΑ του έδεσε τα χέρια και τα πόδια με ταινία, ενώ επίσης τύλιξε και το κεφάλι του θύματος με την ταινία αυτή. Περαιτέρω τοποθέτησε στο κεφάλι του μία πλαστική σακούλα στερώντας του τη δυνατότητα να αναπνέει. Κατόπιν τούτου το θύμα εξέπνευσε από ασφυξία μετά από λίγα λεπτά. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η κατηγορούμενη με την προαναφερθείσα συμπεριφορά της επεδίωξε να επιφέρει το θάνατο του ΑΑ, καθόσον η ίδια δεν αρκέστηκε να τον χτυπήσει προκειμένου να αποκλείσει την πιθανότητα τέλεσης ερωτικών πράξεων μαζί του, αλλά αφού τον ακινητοποίησε ρίχνοντας τον στο έδαφος, προέβη σε πράξεις που έκαμψαν τις ζωτικές λειτουργίες του σώματος του και ειδικότερα σε δέσιμο των χεριών και των ποδιών του και σε φίμωση μου με πλαστική σακούλα, ώστε αυτός να μην μπορεί να ανακάμψει από τα χτυπήματα της και να μην είναι σε θέση να αναπνέει. Επιπλέον η κατηγορούμενη προέβη στην ανωτέρω περιγραφείσα πράξη της βρισκόμενη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά την απόφαση και κατά την εκτέλεση της πράξης αυτής. Τούτο προκύπτει από το ότι η ίδια δεν εξάντλησε τη βίαιη συμπεριφορά της μόνο σε χτυπήματα με τα χέρια της σε βάρος του θύματος, αλλά αφού αυτό είχε χάσει τις αισθήσεις του κατά την πτώση του στο έδαφος μετά την απώθηση του από αυτή, συνέχισε με διαύγεια να αναπτύσσει συμπεριφορά που κατέτεινε στην απώλεια της ζωής του και ειδικότερα στο δέσιμο των χεριών και των ποδιών του, ώστε εκείνος να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να αντισταθεί και στη συνέχεια σε κάλυψη του προσώπου με πλαστική σακούλα για να εκπνεύσει. Οι ενέργειες της αυτές καταδεικνύουν την καθαρότητα της σκέψης της για το πώς θα εξασφάλιζε με σιγουριά την απώλεια της ζωής του ΑΑ, ενώ η εμμονή της να εξασφαλίσει την κάμψη των κινήσεων του θύματος με το να το δέσει και να τυλίξει ταινία στο πρόσωπο του και ακολούθως να το φιμώσει με πλαστική σακούλα, που τοποθέτησε στο κεφάλι του, φανερώνει, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν αποτέλεσμα συναισθηματικής έξαρσης, αλλά εκδήλωση νηφάλιας απόφασης να επιφέρει το θάνατο του Α, την οποία υλοποίησε με ενέργειες καθοριστικές για την απώλεια των ζωτικών του λειτουργιών. Η ίδια στο απολογητικό υπόμνημα, που κατέθεσε ενώπιον της Ανακρίτριας του Β' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ανέφερε, ότι στην ανωτέρω πράξη της προέβη βρισκόμενη σε κατάσταση άμυνας, ενόψει του ότι κατά τους ισχυρισμούς της ο ΑΑ της επιτέθηκε για να έρθουν σε ερωτική επαφή. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί, ότι η ίδια κατά την απολογία της ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της Υπ/σης Εγκλημάτων κατά Ζωής Θεσσαλονίκης, ομολόγησε, ότι επέφερε το θάνατο του ΑΑ, χωρίς να κάνει μνεία η ίδια βρισκόταν σε κατάσταση άμυνας λόγω προηγούμενης βίαιης επίθεσης του θύματος. Αντίθετα ανέφερε ότι μόλις την πλησίασε για να κάνουν έρωτα τότε εκείνη τον χτύπησε στο δεξιό κρόταφο, επειδή ένιωσε προσβολή, ενώ αφού το θύμα έπεσε στο έδαφος και προσπάθησε να σηκωθεί, η ίδια τον έσπρωξε και έτσι αυτό χτύπησε το κεφάλι του σε ένά έπιπλο και έπεσε πάλι στο έδαφος. Από τα ανωτέρω περιστατικά, που η ίδια εξέθεσε κατά την απολογία της ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της Υπ/σης Εγκλημάτων κατά Ζωής Θεσσαλονίκης δεν προκύπτει η βασιμότητα του ισχυρισμού της περί άμυνας, που διατύπωσε για πρώτη φορά με το απολογητικό της υπόμνημα ενώπιον της Ανακρίτριας του Β' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Εξάλλου αν η ίδια δεν ήθελε να ενδώσει στην ερωτική διάθεση του θύματος μπορούσε να ειδοποιήσει την αστυνομία τηλεφωνικώς, όπως επίσης μπορούσε να εξέλθει από την οικία της. Μετά την πιο πάνω πράξη από την πλευρά της κατηγορουμένης, την επισκέφθηκε στην οικία της ο κατηγορούμενος ΒΒ, με τον οποίο, διατηρούσαν φιλική σχέση. Αφού γευμάτισε μαζί του, στη συνέχεια του ανέφερε, ότι είχε σκοτώσει τον ΑΑ επιδεικνύοντας του το πτώμα αυτού. Ακολούθως, τύλιξαν το πτώμα του ΑΑ με ένα πλαστικό αδιάβροχο κάλυμμα και αφού το τοποθέτησαν στο όχημα του κατηγορούμενου, το μετέφεραν με αυτό στην περιοχή ... και το άφησαν σε αγροτική περιοχή, όπου εντοπίστηκε από διερχόμενα άτομα. Η ενέργεια των κατηγορουμένων να μεταφέρουν από την οικία της πρώτης εξ αυτών με το όχημα του δευτέρου εξ αυτών το πτώμα του ΑΑ σε αγροτική περιοχή, όπου το τοποθέτησαν, αφού προηγουμένως το είχαν καλύψει με αδιάβροχο πανί, συνιστά περιύβριση νεκρού. Τούτο διότι η συμπεριφορά τους αυτή δεν ταιριάζει σύμφωνα με την κοινωνική ηθική στο σεβασμό στο άψυχο σώμα κάποιου και αποτελεί έντονη προσβολή του. Η πιο πάνω αναφερθείσα συμπεριφορά τους έγινε με πρόθεση, αφού οι ίδιοι ως μέλη της κοινωνίας ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι η κοινωνική ηθική αποδοκιμάσει ως ασέβεια στο νεκρό την περιτύλιξη του με πανί και την τοποθέτηση του σε αγροτική περιοχή. Εξάλλου και οι δυο τους έχουν γεννηθεί το έτος 1942 και με βάση την εμπειρία τους γνώριζαν την αποδοκιμασία από την κοινωνική ηθική της προαναφερθείσας συμπεριφοράς τους στο άψυχο σώμα του ΑΑ. Επιπρόσθετα πρέπει να αναφερθεί ότι ο κατηγορούμενος ΒΒ με τη συμπεριφορά του να μεταφέρει με το όχημα του το πτώμα του ΑΑ από την οικία της κατηγορουμένης Χ και να το τοποθετήσει σε αγροτική στο ..., αφού προηγουμένως αυτή είχε προβεί στην κακουργηματική πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του, κατέστησε ανέφικτη από τις αρμόδιες αρχές την καταδίωξη της, δηλαδή την επ' αυτοφώρω σύλληψη της από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα και την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για την εν λόγω πράξη. Η αδυναμία των αστυνομικών αρχών να συλλάβουν την κατηγορούμενη Χ και να τη θέσουν στην εξουσία των δικαστικών αρχών διήρκεσε μέχρι τις g-i-2009, οπότε μετά το πέρας της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης, η δικογραφία διαβιβάστηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και μετά την άσκηση ποινικής δίωξης από αυτόν για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και τη σύμφωνη γνώμη του για την έκδοση εντάλματος σύλληψης, η Ανακρίτρια του Β' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης εξέδωσε ένταλμα σύλληψης σε βάρος της κατηγορουμένης, με το οποίο τα αστυνομικά όργανα της Υπ/σης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής τη συνέλαβαν και την έθεσαν στην εξουσία των δικαστικών αρχών. Επιπλέον ο κατηγορούμενος ΒΒ προέβη στη πιο πάνω πράξη εν γνώσει του, ότι με αυτή ματαίωσε έστω και προσωρινά, την καταδίωξη της πιο πάνω κατηγορούμενης για την κακουργηματική πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, στην οποία εκείνος δεν είχε συμμετοχή, αφού η ανωτέρω συμπεριφορά του αποτελούσε υλοποίηση της απόφασης του να μην εντοπιστεί το πτώμα του ΑΑ από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα. Εξάλλου γι' αυτό επέλεξε να το μεταφέρει σε αγροτική περιοχή, ώστε να μην είναι εφικτός ο άμεσος εντοπισμός του και έτσι η κατηγορούμενη Χ να μην υποστεί άμεσα την καταδίωξη της από τις αρμόδιες αρχές για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Ο ίδιος γνώριζε ότι η Χ είχε διαπράξει την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του ΑΑ, αφού όπως προεκτέθηκε, αφού εκείνη τον προσκάλεσε στις 5-1-2009 στην οικία της για γεύμα και στη συνέχεια του ανέφερε, ότι είχε σκοτώσει τον ΑΑ.
Μετά από αυτά το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος των κατηγορουμένων και τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, την πρώτη μεν για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της περιύβρισης νεκρού, το δεύτερο δε για τα εγκλήματα της περιύβρισης νεκρού και της υπόθαλψης εγκληματία, σύμφωνα με τα άρθρα 109, 122, 128, 129, 309 παρ. 1ε, 313 ΚΠΔ.
Γ-Αναιρετικός έλεγχος
Με τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ`αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων που φέρεται ότι τέλεσαν οι κατηγορούμενοι και δη η πρώτη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της περιύβρισης νεκρού και ο δεύτερος της περιύβρισης νεκρού και της υπόθαλψης εγκληματία, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 201, 231 και 299 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα συνήγαγε και παραθέτει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο.
Όσον αφορά την έκθεση αυτοψίας του Αστυνόμου Α ΓΓ και της Υπαστυνόμου Β ΔΔ, αυτή μνημονεύεται ρητά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το δικαστικό συμβούλιο ολοκληρωτικά αναφέρεται με τη φράση ότι 'από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης καθώς και της προηγηθείσας προανάκρισης και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις και τα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων, αξιολογούμενων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, το παρόν Συμβούλιο κρίνει ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονονται στην εισαγγελική πρόταση, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας το Συμβούλιο παραδεκτά αναφέρεται, προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεως [Α.Π. ΟΛΟΜ. 1227/79 Π.ΧΡ. Λ/255, Α.Π. 303/88 Π.ΧΡ. ΛΗ/528].
Όσον αφορά την ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή ΕΕ, την οποία διενήργησε τούτος κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης, κατόπιν της ... παραγγελίας του Διευθυντή Ασφαλείας 1ου Τμήματος Εγκλημάτων κατά ζωής, που αποτελεί ιδιαίτερο και αυτή αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία, ναι μεν δεν γίνεται καμία αναφορά στην αρχή της αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ` είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, πλην όμως από το όλο περιεχόμενο αυτού προκύπτει αδιστάκτως ότι αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Και τούτο γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής προκύπτει ότι το συμπέρασμά της ότι ο θάνατος του παθόντος προήλθε από ασφυξία, αποτελεί παραδοχή του προσβαλλόμενου βουλεύματος.
Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως ότι το βούλευμα στερείται από την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με την παραπομπή της για τα ανωτέρω εγκλήματα, και δη διότι δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και τις εκθέσεις αυτοψίας και της ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
3-Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο πρέπει αφενός μεν να απορρίψει την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης κατά του ανωτέρω βουλεύματος αφετέρου δε να επιβάλει σ' αυτή τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενεα στο πόσό των 220 Ε. [άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α- Να απορριφθεί 1/16-4-09 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, κρατούμενης στη Δ. Φ. ..., κατά του 295/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, Και
Β- Να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 €.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη 1/16-4-2009 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως της Χ, κατά του 295/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο την παραπέμπει ενώπιον του ΜΟΔ της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης για ανθρωποκτονία με πρόθεση και περιύβριση νεκρού [άρθρα 60, 94 παρ.1, 201 και 299 παρ.1 ΠΚ,], έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (καθώς δεν ασκήθηκε έφεση, και η προθεσμία για άσκηση αναίρεσης άρχισε από τη λήξη για την προθεσμία της έφεσης - άρ. 473 παρ.1 εδ. τελ. του ΚΠΔ) και από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα , έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, περιλαμβάνει δε, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, την πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Για την πληρότητα, όμως, της αιτιολογίας, δεν είναι απαραίτητη ειδική μνεία και ιδιαίτερη αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης και δύναται να συναχθεί εκ τούτου αναμφίβολα ότι έχει ληφθεί υπόψη. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αυτό έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της για την παραπομπή της στο αρμόδιο Δικαστήριο προκειμένου να δικασθεί για ανθρωποκτονία με πρόθεση και περιύβριση νεκρού, "... από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά την διαδικασία της κυρίας ανάκρισης, καθώς και της προηγηθείσης προανάκρισης και ειδικότερα από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων ..." και ότι η αιτιολογία αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθώς, όπως από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος προκύπτει, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης δεν έλαβε υπόψη του, για την πιο πάνω κρίση του, τα εξής αυτοτελή αποδεικτικά μέσα: "α) Την με αρ. πρωτ. ... Ιατροδικαστική Έκθεση του ιατροδικαστή ΕΕ, β) Την από 6-1-2009 έκθεση - αυτοψίας του Αστυνόμου ΓΓ και της Υπαστυνόμου Β' ΔΔ", που διενεργήθηκαν σε εκτέλεση σχετικής παραγγελίας στα πλαίσια της ενεργηθείσας προανάκρισης και αποτελούν κατά την διάταξη του άρθρου 178 περ. β και γ ΚΠΔ ιδιαίτερα αυτοτελή αποδεικτικά μέσα.
Από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η αναγνωσθείσα 14/7-1-2009 Ιατροδικαστική Έκθεση του ιατροδικαστή ΕΕ , την οποία αυτός διενήργησε κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης, κατόπιν της ... παραγγελίας του Διευθυντή Ασφαλείας, 1ου Τμήματος Εγκλημάτων κατά ζωής, αφορά την εξέταση του πτώματος του θύματος ΑΑ, για την διαπίστωση της αιτίας του θανάτου του, κατά δε το σχετικό συμπέρασμα αυτής ο θάνατος του παθόντος "οφείλεται σε ασφυξία συνεπεία απόφραξης των ανωτέρων αναπνευστικών οδών με πλαστική σακούλα και μονωτική ταινία και ταξινομείται ως ανθρωποκτονία". Η έκθεση αυτή δεν μνημονεύεται στην αρχή του σκεπτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όμως, το Συμβούλιο την έλαβε υπόψη του, όπως προκύπτει από το αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό, του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αφού τα όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό ότι, δηλαδή, πρόκειται για ανθρωποκτονία και ο θάνατος του παθόντος οφείλεται σε ασφυξία που επήλθε κατά τον πιο πάνω τρόπο, έγιναν αποδεκτά (και μάλιστα σχεδόν κατά λέξη) από το Συμβούλιο. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται ότι η κατηγορουμένη κτύπησε με γροθιά τον παθόντα ΑΑ, με συνέπεια την πτώση αυτού επί τους εδάφους και όταν ο τελευταίος κατάφερε να σηκωθεί, τον έσπρωξε με δύναμη με τα χέρια της, με συνέπεια την εκ νέου πτώση αυτού επί του εδάφους, κατά την οποία αυτός χτύπησε το κεφάλι του σε έπιπλο και έχασε τις αισθήσεις του και ενόσω ο παραπάνω βρισκόταν στο δάπεδο, "η κατηγορουμένη του έδεσε τα μάτια και τα άκρα του και απέφραξε το στόμα του με μονωτική ταινία, ακολούθως τοποθέτησε στο κεφάλι του μία πλαστική σακούλα, αποφράσσοντας, με τον τρόπο αυτό, τις αεροφόρες οδούς του, προκαλώντας του ασφυξία, από την οποία, ως μόνη αιτία, επήλθε ο θάνατος του", παραδοχές από τις οποίες ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται, ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έλαβε υπόψη του την πιο πάνω ιατροδικαστική έκθεση. Εξάλλου, η από 6-1-2009 έκθεση αυτοψίας του Αστυνόμου ΓΓ και της Υπαστυνόμου Β' ΔΔ, που διενεργήθηκαν σε εκτέλεση σχετικής παραγγελίας στα πλαίσια της ενεργηθείσας προανάκρισης, αφορά την περιγραφή του τόπου της διαπραχθείσας ανθρωποκτονίας και του πτώματος του θύματος καθώς τα αντικείμενα που βρέθηκαν πάνω του και στην πλησίον περιοχή. Η εν λόγω αυτοψία δεν αποτελεί καθ' εαυτή αποδεικτικό μέσο, αλλά ενέργεια των πιο πάνω προανακριτικών υπαλλήλων σκοπούσα στη συλλογή αποδεικτικού υλικού, η δε συνταχθείσα πιο πάνω έκθεση αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο και σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο, την έλαβε υπόψη του, αφού, όπως εξ αυτής προκύπτει, οι παραδοχές του βουλεύματος δεν είναι αντίθετες με το περιεχόμενο αυτής της εκθέσεως, ούτε, άλλωστε, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Eξάλλου η εν λόγω αυτοψία ρητώς μνημονεύεται στην εισαγγελική πρόταση, στις σκέψεις της οποία παραπέμπει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη της . Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, λόγω του ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης δεν έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 1/16-4-2009 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως της Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενης στη Δ. Φ. ..., κατά του 295/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ