Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
Περίληψη:
Απορρίπτει αιτήσεις για αναίρε-ση παραπεμπτικού βουλεύματος. Απάτη κατ’ εξακολούθηση κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Πότε υπάρχει και επί μελλοντικού γεγονότος. Λόγοι αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 β΄ και δ΄ του ΚΠΔ
ΑΡΙΘΜΟΣ 2055/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση και Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2006, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. x1, 2. χ2 και 3. χ3, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17/3/2006, 20/3/2006 και 7/3/2006 τρεις χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 809/2006.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη με αριθμό 379/20.9.2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ'άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αρ.34/7-3-2006, 43/17-3-2006 και 46/20-3-2006 αιτήσεις αναίρεσης των: α) χ1 (δυνάμει της από 2-3-2006 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Αθανάσιο Παπαθανασίου), β) χ2 (δυνάμει του υπ΄αρ. ........ ειδικού πληρεξουσίου) και γ) χ3, κατά του υπ'αριθ. 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ'ουσία (και εν μέρει έγιναν δεκτές) οι αντίστοιχες εφέσεις των τώρα αναιρεσειόντων κατά του υπ'αρ. 1086/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για απάτη τελεσθείσα από κοινού κατά συρροή και κατ΄εξακολούθηση από δράστη που ενεργεί κατ΄επάγγελμα και συνήθεια με συνολικό όφελος του δράστη και αντίστοιχη ζημία των παθόντων που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και επικυρώθηκε (με κάποια τροποποίηση) το πρωτόδικο βούλευμα. Β) Οι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473§1, 474 και 482 παρ.1 & 3 Κ.Π.Δ., με τις ως άνω από 7-3-2006, 17-3-2006 και 20-3-2006 δηλώσεις των αναιρεσειόντων στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ'αρ.34, 43 και 46/2006 εκθέσεις αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμά τους είχε επιδοθεί την 20-2-2006, 2-3-2006 (και 13-3-06 προς τον αντίκλητο δικηγόρο) και 24-2-06, αντίστοιχα και είναι τυπικά δεκτές. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρ.93§3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π.252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762).
Ε) Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στις αιτήσεις αναίρεσης ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός των αιτήσεων είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π.1457/2000 & 591/2001, Π.Χ. ΝΑ/537 & ΝΒ/131).
ΣΤ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα κατ΄ είδος τ΄ αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι εκκαλούντες χ1, χ2 και χ3, είχαν στην ανώνυμη εταιρία "Θεσσαλική Οινοπνευματική ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και δραστηριοποιόταν στην παρασκευή και εμπορία οίνου και οινοπνευματοδών ποτών, τις ιδιότητες, ο πρώτος του Γενικού Διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου, ο δεύτερος του μέλους του διοικητικού συμβουλίου και ο τρίτος του τεχνικού διευθυντή. Η μετοχή της εταιρίας ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ). Δυνάμει της από 15.1.1998 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας αυξήθηκε το μετοχικό της κεφάλαιο κατά ποσό ενός δισεκατομμυρίου διακοσίων δέκα εκατομμυρίων (1.210.000.000) δρχ., ενώ στις 4-4-1999, αποφασίστηκε από την ΄Εκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων, αύξηση, νέα, του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, ποσού τεσσάρων δισεκατομμυρίων οκτακοσίων σαράντα εκατομμυρίων (4.840.000.000) δραχμών. Ήδη όμως, τουλάχιστον από το έτος 1997, η οικονομική κατάσταση της εταιρίας ήταν κακή, είχε σχεδόν διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα, μεγάλο μέρος κεφαλαίων της είχαν διοχετευθεί με αδιαφανείς και παράνομες ενέργειες σε τρίτους, όπως ποσό επτακοσίων εννέα εκατομμυρίων (709.000.000) δρχ. στην εταιρία ........, όφειλε τεράστια ποσά στο Δημόσιο, από φόρους, τέλη κλπ, σε Τράπεζες και σε τρίτους, ενώ με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είχε ανασταλεί η διαπραγμάτευση της τιμής της μετοχής της εταιρίας, λόγω της κακής οικονομικής καταστάσεως της εταιρίας και σοβαρών παραβάσεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας. Παρόλα αυτά οι εκκαλούντες, με σκοπό να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος στην ίδια εταιρία, διαδοχικά, με απατηλές διαβεβαιώσεις και παραστάσεις, που οδηγούσαν σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση κάθε φορά, στην Αθήνα, ενεργώντας από κοινού, εμφάνισαν εν γνώσει ψευδώς, στις 17-8-1999 και στις 22-9-1999 στον ψ1, οδός ....... και στις 18-8-1999 στον ψ2, οδός ......., ότι η αυτή εταιρία ήταν οικονομικά εύρωστη, συνέχιζε με επιτυχία την παραγωγική και επιχειρηματική της δραστηριότητα, ότι η συμμετοχή τους στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που αποφασίστηκε στις 14-4-1999 θα απέφερε με βεβαιότητα κέρδη, ότι η αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής δεν συνδεόταν με σοβαρές παραβάσεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και ότι άμεσα θα αποφασιζόταν η άρση της αναστολής διαπραγμάτευσης της μετοχής και, έτσι, τους έπεισαν να συμμετάσχουν, τους αντιστοίχους χρόνους, στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, καταβάλλοντας, για το σκοπό αυτό, τους ίδιους χρόνους, στην εταιρία, για αγορά μετοχών, ο ψ1, στις 17-8-1999 ποσό πεντακοσίων εβδομήντα δύο χιλιάδων (572.000) δρχ. και στις 22-9-1999 ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών και ο ψ2 στις 18-8-1999 το ποσό των ενός εκατομμυρίου εκατό χιλιάδων (1.100.000) δρχ., με συνέπεια οι παθόντες να υποστούν ζημία ανάλογη του καταβληθέντος κάθε φορά ποσού, αφού λόγω των εκτεθέντων προβλημάτων της εταιρίας και της χρηματιστηριακής ανωμαλίας της μετοχής τα απαιτηθέντα μετοχικά δικαιώματα στερούνταν, ουσιαστικά, κάθε οικονομικού αποτελέσματος. Οι τρεις συγκεκριμένες, εκτεθείσες αξιόποινες μερικώτερες πράξεις απάτης συνδέονται με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ΄εξακολούθηση έγκλημα απάτης, το συνολικό δε όφελος που απέβλεπαν, με τις μερικώτερες αυτές πράξεις, να προσπορίσουν, οι εκκαλούντες, στην εταιρία και η αντίστοιχη συνολική ζημία των παθόντων, είναι ανώτερη των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ανερχόμενη στο ποσό των 37.188,55 ευρώ (12.672.000 δραχμές). Μαρτυρείται δε από την κατ΄ επανάληψη τέλεση των μερικωτέρων πράξεων, σε βάρος διαφορετικών παθόντων, σκοπός πορισμού εισοδήματος και ακόμη σταθερή ροπή, των ιδίων, προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Στον κατά τα ανωτέρω υπολογισμό του οφέλους και της ζημίας, δεν μπορούν να προστεθούν, σύμφωνα με όσα στη μείζονα νομική σκέψη διαλαμβάνονται, ποσά τόκων, εξόδων κλπ που διατείνεται, ο από τους παθόντες ψ1, ότι υπέστη, ενώ δεν αναιρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, η, στην πραγματικότητα μη καταβολή, από τους παθόντες, συνήθους επιμελείας, ώστε ν΄αποφύγουν την παραπλάνησή τους.
Περαιτέρω και όσον αφορά την μερικώτερη πράξη της απάτης σε βάρος του ψ2, που φέρει χρόνο τελέσεως 17-5-1999 και ζημία 4.525.000 δρχ., επήλθε ήδη, κατ΄εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/99), παραγραφή, αφού η πράξη έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η απ΄αυτή ζημία με βάση και το χρόνο τελέσεως, δεν υπερβαίνει, συνολικώς το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθά παραπέμφθηκαν με το πρωτόδικο βούλευμα οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο για την ως άνω πράξη.
Ζ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ. 1α, 27, 45, 94 παρ. 2, 98 και 386 παρ. 1 και 3α Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρ.484§1 στοιχ.β' και δ' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: Η) Δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση (Α.Π.193/88, Π.Χ. ΛΗ/498) του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1334 & 1424/89, Π.Χ. Μ/586 & 705), καθόσον αρκεί η λήψη αυτών συνολικά (Α.Π. 798/88, Π.Χ. ΛΗ/889) και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνήχθη από το καθένα (ΑΠ 1140/89, Π.Χ. Μ/424), όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (ανωτέρω υπό ΣΤ'), το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα κατ'είδος τ'αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 1825/99, Π.Χ. Ν/810) και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες.
ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ:
Θ) Καταρχήν δεν είναι ασαφής και αόριστη η επίκληση των αποδεικτικών μέσων, όπως υποστηρίζεται, αφού όπως προαναφέρθηκε αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των αποδείξεων και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους (ΑΠ 396 και 685/2004, Π.Χ. ΝΕ/133 και 233).
Ι) Όταν μνημονεύονται οι χωρίς όρκο εξετάσεις των πολιτικώς εναγόντων (ή οι απολογίες των κατηγορουμένων) συμπεριλαμβάνονται και τα αντίστοιχα υπομνήματά τους, χωρίς άλλη ειδικότερη μνεία. Κατ΄ακολουθία, είναι αβάσιμη, ως έλλειψη αιτιολογίας, η αιτίαση ότι δεν συνεκτιμήθηκε το από 7-3-2001 υπόμνημα του μηνυτή ψ1.
ΙΑ) Επίσης είναι εκτός αναιρετικού ελέγχου, ως απτόμενες της ουσίας, οι εκτιμήσεις για μη ανάμιξη των αναιρεσειόντων στις εταιρικές εργασίες της επίμαχης εταιρίας.
ΙΒ) Ομοίως αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση εκτίθενται οι έννοιες της κατ΄εξακολούθηση, κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της απάτης και δεν πρόκειται για απλή αντιγραφή των νομικών διατάξεων, όπως υποστηρίζεται, ενώ εξάλλου εκτίθενται πλήρως και τα πραγματικά περιστατικά, έστω και συνοπτικά, αλλά με σαφήνεια, που συγκροτούν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης, έτσι ώστε οι αντίθετες αιτιάσεις της αίτησης αναίρεσης ν΄αποδεικνύονται και πάλι αβάσιμες.
ΙΓ) Κατ΄ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει ν΄απορριφθούν και οι 3 ως άνω αιτήσεις αναίρεσης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες.
Γ Ι΄ Α Υ Τ Ο------------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Ν΄απορριφθούν οι υπ΄αρ. 34/7-3-2006, 43/17-3-2006 και 46/20-3-2006 αιτήσεις αναίρεσης των: α)χ3 (δυνάμει της από 2-3-2006 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Αθανάσιο Παπαθανασίου, β) χ1 (δυνάμει του υπ΄αρ. ...... ειδικού πληρεξουσίου) και γ) χ2, κατά του υπ΄αρ. 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους ως άνω αναιρεσείοντες.
Αθήνα, 23 Ιουνίου 2006
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) τρεις αιτήσεις αναιρέσεως: α) η πρώτη με χρονολογία 17 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου χ1, β) η δεύτερη με χρονολογία 20 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου χ2 και γ) η τρίτη με χρονολογία 7 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου χ3, οι οποίες στρέφονται κατά του υπ' αριθ. 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 386 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης. Για τη στοιχειοθέτηση περαιτέρω της απάτης και για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, το ουσιώδες είναι η πρόκληση της παραπλανήσεως και δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάνης. Γι' αυτό, είναι γενικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Η τυχόν συντρέχουσα αμέλεια τούτου δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, αλλά μπορεί να συνταξιολογηθεί στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής. Εξάλλου, από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Ετσι επί απάτης, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Κατά δε την παράγραφο 3 εδάφ. α' του ιδίου πιο πάνω άρθρου 386 του ΠΚ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ. που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος της απάτης κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην εν λόγω πρόταση. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή η ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2452/2005 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι εκκαλούντες χ1, χ2 και χ3, είχαν στην ανώνυμη εταιρία "Θεσσαλική Οινοπνευματική ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και δραστηριοποιόταν στην παρασκευή και εμπορία οίνου και οινοπνευματοδών ποτών, τις ιδιότητες, ο πρώτος του Γενικού Διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου, ο δεύτερος του μέλους του διοικητικού συμβουλίου και ο τρίτος του τεχνικού διευθυντή. Η μετοχή της εταιρίας ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ). Δυνάμει της από 15.1.1998 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας αυξήθηκε το μετοχικό της κεφάλαιο κατά ποσό ενός δισεκατομμυρίου διακοσίων δέκα εκατομμυρίων (1.210.000.000) δρχ., ενώ στις 4-4-1999, αποφασίστηκε από την ΄Εκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων, αύξηση, νέα, του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, ποσού τεσσάρων δισεκατομμυρίων οκτακοσίων σαράντα εκατομμυρίων (4.840.000.000) δραχμών. Ήδη, όμως, τουλάχιστον από το έτος 1997, η οικονομική κατάσταση της εταιρίας ήταν κακή, είχε σχεδόν διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα, μεγάλο μέρος κεφαλαίων της είχε διοχετευθεί με αδιαφανείς και παράνομες ενέργειες σε τρίτους, όπως ποσό επτακοσίων εννέα εκατομμυρίων (709.000.000) δρχ. στην εταιρία .........., όφειλε τεράστια ποσά στο Δημόσιο, από φόρους, τέλη κλπ, σε Τράπεζες και σε τρίτους, ενώ με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είχε ανασταλεί η διαπραγμάτευση της τιμής της μετοχής της εταιρίας, λόγω της κακής οικονομικής καταστάσεώς της (εταιρίας) και σοβαρών παραβάσεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας. Παρόλα αυτά οι εκκαλούντες, με σκοπό να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος στην ίδια εταιρία, διαδοχικά, με απατηλές διαβεβαιώσεις και παραστάσεις, που οδηγούσαν σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση κάθε φορά, στην Αθήνα, ενεργώντας από κοινού, εμφάνισαν εν γνώσει ψευδώς, στις 17-8-1999 και στις 22-9-1999 στον ψ1, οδός....... , και στις 18-8-1999 στον ψ2, οδός ........, ότι η αυτή εταιρία ήταν οικονομικά εύρωστη, συνέχιζε με επιτυχία την παραγωγική και επιχειρηματική της δραστηριότητα, ότι η συμμετοχή τους στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που αποφασίστηκε στις 14-4-1999 θα απέφερε με βεβαιότητα κέρδη, ότι η αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής δεν συνδεόταν με σοβαρές παραβάσεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και ότι άμεσα θα αποφασιζόταν η άρση της αναστολής διαπραγμάτευσης της μετοχής και, έτσι, τους έπεισαν να συμμετάσχουν, τους αντιστοίχους χρόνους, στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, καταβάλλοντας, για το σκοπό αυτό, τους ίδιους χρόνους, στην εταιρία, για αγορά μετοχών, ο ψ1, στις 17-8-1999 ποσό πεντακοσίων εβδομήντα δύο χιλιάδων (572.000) δρχ. και στις 22-9-1999 ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών και ο ψ2 στις 18-8-1999 το ποσό των ενός εκατομμυρίου εκατό χιλιάδων (1.100.000) δρχ., με συνέπεια οι παθόντες να υποστούν ζημία ανάλογη του καταβληθέντος κάθε φορά ποσού, αφού λόγω των εκτεθέντων προβλημάτων της εταιρίας και της χρηματιστηριακής ανωμαλίας της μετοχής τα αποκτηθέντα μετοχικά δικαιώματα στερούνταν, ουσιαστικά, κάθε οικονομικού αποτελέσματος. Οι τρεις συγκεκριμένες, εκτεθείσες αξιόποινες μερικότερες πράξεις απάτης συνδέονται με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ΄εξακολούθηση έγκλημα απάτης, το συνολικό δε όφελος που απέβλεπαν, με τις μερικότερες αυτές πράξεις, να προσπορίσουν, οι εκκαλούντες, στην εταιρία και η αντίστοιχη συνολική ζημία των παθόντων, είναι ανώτερη των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ανερχόμενη στο ποσό των 37.188,55 ευρώ (12.672.000 δραχμές). Μαρτυρείται δε από την κατ΄ επανάληψη τέλεση των μερικοτέρων πράξεων, σε βάρος διαφορετικών παθόντων, σκοπός πορισμού εισοδήματος και ακόμη σταθερή ροπή, των ιδίων, προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Στον κατά τα ανωτέρω υπολογισμό του οφέλους και της ζημίας, δεν μπορούν να προστεθούν, σύμφωνα με όσα στη μείζονα νομική σκέψη διαλαμβάνονται, ποσά τόκων, εξόδων κλπ που διατείνεται, ο από τους παθόντες ψ1, ότι υπέστη, ενώ δεν αναιρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, η, στην πραγματικότητα, μη καταβολή, από τους παθόντες, συνήθους επιμελείας, ώστε ν΄αποφύγουν την παραπλάνησή τους".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2452/2005 βούλευμά του έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής απάτης κατ΄εξακολούθηση (με χρόνους τελέσεως των πιο πάνω μερικοτέρων πράξεών της την 17-8-1999, 22-9-1999 και 18-8-1999) και για το λόγο αυτόν απέρριψε, αναφορικά με την άνω εξακολουθητική κακουργηματική απάτη, τις απ' αυτούς ασκηθείσες κατά του υπ' αριθ. 1086/2005 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εφέσεώς τους ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε ως προς το αντίστοιχο κεφάλαιό του το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως προέβη στην επαναδιατύπωση της κατηγορίας στο διατακτικό του, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες παραδοχές του. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', και 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 98 και 386 παρ. 1 και 3α του ΠΚ (όπως το εδάφιο στ' του άρθρου 13 προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 και όπως το εδάφιο α' της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999), τις οποίες ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος (με επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε, αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση). Τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, ("καταθέσεις των μαρτύρων, η χωρίς όρκο εξέταση των πολιτικώς εναγόντων ψ1 και ψ2, απολογίες των εκκαλούντων κατηγορουμένων και όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα"), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Ο ισχυρισμός δε των αναιρεσειόντων ότι δεν έχει το προσβαλλόμενο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί το Συμβούλιο Εφετών, που το εξέδωσε, δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και το από 7-3-2001 υπόμνημα του πολιτικώς ενάγοντος ψ1, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον συμπεριλαμβάνεται το εν λόγω υπόμνημα στα "συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα", που μνημονεύονται, όπως προαναφέρθηκε, στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και ως εκ τούτου λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε. Σε κάθε δε περίπτωση δεν έχουν τα υποβαλλόμενα από τους διαδίκους υπομνήματα οποιαδήποτε αποδεικτική δύναμη και δεν θεωρούνται ως αποδεικτικά μέσα, ώστε να είναι απαραίτητο να συμπεριλαμβάνονται στα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις των αναιρεσειόντων, ότι δηλαδή η άνω εταιρία "Θεσσαλική Οινοπνευματική Α.Ε.", στην οποία είχαν αυτοί τις προαναφερθείσες ιδιότητες, ήταν οικονομικά εύρωστη και συνέχιζε με επιτυχία των παραγωγική και επιχειρηματική της δραστηριότητα, ότι η συμμετοχή των μηνυτών στην αποφασισθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας θα απέφερε με βεβαιότητα κέρδη, ότι η αναστολή της διαπραγματεύσεως της μετοχής της δεν συνδεόταν με σοβαρές παραβάσεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και ότι άμεση θα αποφασιζόταν η άρση της αναστολής αυτής, με τις οποίες (απατηλές διαβεβαιώσεις και παραστάσεις) πέτυχαν να δημιουργήσουν στους μηνυτές την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως όσων είχαν συμφωνηθεί με βάση τη ψευδή κατάσταση που είχαν εμφανίσει, έτσι δε έπεισαν τους μηνυτές να συμμετάσχουν, κατά τους αντίστοιχους χρόνους, στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας καταβάλλοντας για το σκοπό αυτό σ' αυτή, για αγορά μετοχών τα αναφερόμενα για καθένα απ' αυτούς πιο πάνω χρηματικά ποσά, με συνέπεια οι παθόντες να υποστούν ζημία ανάλογη του καταβληθέντος κάθε φορά ποσού, αφού λόγω των αναφερομένων προβλημάτων της εταιρίας και της χρηματιστηριακής ανωμαλίας της μετοχής της τα αποκτηθέντα μετοχικά δικαιώματα στερούνταν, ουσιαστικά, κάθε οικονομικού αποτελέσματος. Η βλάβη δε αυτή βρίσκεται σε πρόδηλη αιτιώδη συνάφεια προς τις παραπλανητικές ενέργειες των αναιρεσειόντων και προς την αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια της άνω εταιρίας, στην οποία αυτοί αποσκοπούσαν και πράγματι πέτυχαν, το συνολικό δε αυτό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία των παθόντων υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, και δη ανέρχονται στο ποσό των 37.188,55 ευρώ (12.672.000 δρχ.). Ακόμη, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών (με επιτρεπτή αναφορά του στην εισαγγελική πρόταση) με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, από την οποία προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς και τις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως, στις οποίες το Συμβούλιο αυτό κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, όλοι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στις κρινόμενες αιτήσεις διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ α) την από 17 Μαρτίου 2006 αίτηση του χ1, β) την από 20 Μαρτίου 2006 αίτηση του χ2 και γ) την από 7 Μαρτίου 2006 αίτηση του χ3 για αναίρεση του 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ