Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2006 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας, ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και απόρριψη αναιρέσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική απάτη. Επαρκής αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα με παραπομπή από το Συμβούλιο Εφετών εξ ολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση. Στην τελευταία περιέχεται παραπομπή στην πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση και το βούλευμα, όπου αιτιολογείται η κατ’ επάγγελμα τέλεση της απάτης, όπως και η β΄ περίπτωση της παρ. 3 του άρθρ. 386 ΠΚ. Αιτιολογημένα απορρίφθηκε το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος στο Συμβούλιο Εφετών.





Αριθμός 2006/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 559/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3(αγνώστων λοιπών στοιχείων).
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 12/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 233/8.5.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 23/10-9-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 559/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα εξής:
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι υπ'αριθμ. 8/8-2-2007 και 12/9-2-2007 εφέσεις του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 9/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικασθούν ο μεν αναιρεσείων για απάτη κατ'εξακολούθηση από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα με ζημία που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ, ο δε συγκατηγορούμενός του Χ2 για άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή (αρ. 13στ', 46 παρ. 1β, 98, 386 παρ. 1, 3 εδ. α', β' ΠΚ).
Η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ΚΠΔ, καθόσον ασκήθηκε στις 10-9-2007 με δήλωση του αντιπροσώπου του αναιρεσείοντος δικηγόρου Θεσσαλονίκης Αντωνίου Κούδρογλου, (δυνάμει της από 20-8-2007 εξουσιοδοτήσεως αυτού) ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης, για την οποία συντάχθηκε η υπ'αριθμ. 23/2007 σχετική έκθεση, με αναιρετικούς λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την απόλυτη ακυρότητα (αρ. 171 παρ. 1δ, 484 παρ. 1 στοιχ. α', β' και δ' ΚΠΔ), ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα με θυροκόλληση στις 16-8-2007 και στον αντίκλητο δικηγόρο του Μιχαήλ Κούκουνα στις 23-10-2007. Κατόπιν αυτών, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 3 του ΠΚ (όπως αντικ. αρχικώς με το αρ. 1 παρ. 11 του ν. 2408/96 και στη συνέχεια με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99) επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 13 στ' του ΠΚ κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος.
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί, βάσει των οποίων το συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί η γενική κατά το είδος αναφορά τούτων, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για να μορφώσει την κρίση του, όλα τα αποδεικτικά μέσα - και όχι μόνο μερικά από αυτά, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/05). Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και ως προς την κρίση του Συμβουλίου για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα τελέσεως από το δράστη του εγκλήματος, η οποία επιτείνει την τιμώρηση αυτού.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα:
Αναφορικά, όμως, με την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που αν αξιολογεί το ορθώς, κατά τους ισχυρισμούς τους, θα οδηγούσε σε απαλλακτική κρίση, πρέπει οι εφέσεις να απορριφθούν ως αβάσιμες, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα και στην εισαγγελική πρόταση, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας και το Συμβούλιο αναφέρεται για την αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Ειδικότερα δε από το αποδεικτικό υλικό της σχηματισθείσης σχετικά δικογραφίας προκύπτει, σε βαθμό σοβαρών ενδείξεων, ότι: Ο πρώτος εκκαλών-κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του έτους 2004, προκειμένου να πείσει την εγκαλούσα εταιρία "ΑΒΕΖ ΑΕ" να πουλήσει στην εκπροσωπούμενη από τον ίδιο ομόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία "...... ΟΕ", ποσότητες ζυμαρικών για να τις διαθέσει στην αγορά και προκειμένου να κάμψει τις επιφυλάξεις των εκπροσώπων της εγκαλούσας, αναφορικά με την φερεγγυότητα του και την εν γένει δυνατότητα της εταιρίας του να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, η οποία ζήτησε εγγυήσεις για τη διασφάλιση της αποπληρωμής του τιμήματος, ενόψει και του μεγάλου ύψους της αξίας των εμπορευμάτων που ζήτησε αυτός να αγοράσει, παρέστησε ψευδώς ότι είναι σε θέση να της οπισθογραφήσει επιταγές τρίτων-πελατών της εκπροσωπούμενης από τον ίδιο εταιρίας, επιδεικνύοντας και τα αντίστοιχα σώματα των επιταγών που είχε στα χέρια του, ενώ γνώριζε ότι αυτές δεν αντιπροσώπευαν πραγματικές συναλλαγές. Κατόπιν αυτών η εγκαλούσα πώλησε και παρέδωσε στην εταιρία του, διαδοχικά, κατά το χρονικό διάστημα από 4/2 έως 20/7/2004 εμπορεύματα (περίπου 200.000 κιλά ζυμαρικών) συνολικής αξίας 196.416,38 ευρώ με πίστωση του τιμήματος και ο κατηγορούμενος με την παραλαβή κάθε μερικότερης ποσότητας της μεταβίβαζε κάθε φορά με οπισθογράφηση επιταγές τρίτων δήθεν πελατών του, και συνολικά δέκα (10) μεταχρονολογημένες επιταγές συνολικής αξίας 171.772 ευρώ, εκ των οποίων πληρώθηκε μόνον μία, ύψους 13.215 ευρώ, ενώ οι υπόλοιπες εννέα, εμφανισθείσες νομότυπαι και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης των αντιστοίχων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να ζημιώσει την εγκαλούσα εταιρία κατά το ποσό των 183.201,38 ευρώ, που αντιπροσώπευε το ύψος του υπολοίπου και οφειλομένου τιμήματος (196.416,38-13.215), η οποία δεν θα συναλλασσόταν μαζί του αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος (πρώτος) κατηγορούμενος δεν είχε συναλλαγές με τους εμφανιζόμενους ως εκδότες των επιταγών, αλλά αυτές εκδόθηκαν προς τον σκοπό παραπλάνησης της εγκαλούσας. Ε£ άλλου, ο δεύτερος εκκαλών-κατηγορούμενος παρέσχε με πρόθεση άμεση συνδρομή στον πρώτο στην εκτέλεση της ανωτέρω πράξης της κακουργηματικής απάτης και κατά τη διάρκεια αυτής, καθόσον με την ιδιότητα του, του νομίμου εκπροσώπου αφενός της "..... ΕΠΕ" και αφετέρου της "..... ΕΠΕ" εξέδωσε τις αναφερόμενες στη κατηγορία μεταχρονολογημένες επιταγές, την πρώτη σε διαταγή της εκπροσωπούμενης από τον πρώτο κατηγορούμενο εταιρίας, τις τέσσερις σε διαταγή του Γ1 και την Πέμπτη σε διαταγή του Χ3, oι onoioι με τη σειρά τους τις μεταβίβασαν στον πρώτο κατηγορούμενο που τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση προς την εγκαλούσα εταιρία για την κάλυψη του τιμήματος των αγορασθέντων από αυτόν ζυμαρικών. Oι εν λόγω επιταγές, όμως, δεν πληρώθηκαν "λόγω απώλειας" των τεσσάρων πρώτων όπως βεβαιώθηκε στο σώμα αυτών με σφραγίδα της Τράπεζας ενώ η πέμπτη επίσης δεν πληρώθηκε κατά την εμφάνιση της, η δε εγκαλούσα που κατέβαλε την αξία της στον προς ον την είχε οπισθογραφήσει, κατέστη και πάλι νόμιμη εξ αναγωγής κομίστρια αυτής. Και ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε γνώση, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης των επιταγών, ότι αυτές δεν αντιπροσωπεύουν πραγματικές συναλλαγές του με τον πρώτο, αλλά ότι αυτές εκδίδονται προκειμένου αυτός (πρώτος κατηγορούμενος) να τις χρησιμοποιήσει για να παραπλανήσει την εγκαλούσα εταιρία σχετικά με την πιστοληπτική του ικανότητα, ώστε να πεισθεί να του πουλήσει ζυμαρικά, όπως και έγινε με βάση τα προαναφερόμενα, ενώ στη συνέχεια προφασίστηκε ότι απώλεσε το μπλοκ των επιταγών του προκειμένου να προβεί στην ανάκληση αυτών παρέχοντας με τον τρόπο αυτό, με πρόθεση, άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο στην εκτέλεση της κακουργηματικής απάτης σε βάρος της εγκαλούσας που του αποδίδεται. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου, ότι οι συναλλαγές του με τον δεύτερο ήταν πραγματικές (τις οποίες πρέπει να σημειωθεί αρνείται κατηγορηματικά ο δεύτερος) και ότι ο ίδΙιος υπήρξε θύμα αυτού, ο οποίος στη συνέχεια ανακάλεσε τις επιταγές, δεν ευσταθεί, κατά την κρίση του Συμβουλίου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι αφενός δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο και αφετέρου αυτός δεν προέβη σε καμία δικαστική ενέργεια εναντίον του δευτέρου για την ικανοποίηση των επικαλουμένων αξιώσεων του σε βάρος του. Μη πειστικός, εξ άλλου, αξιολογείται και ο ισχυρισμός του δευτέρου ότι χάθηκε το μπλοκ των επιταγών του, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του προφανώς χρησιμοποίησαν οι συγκατηγορούμενοι του καθόσον οι συγκεκριμένες επιταγές εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες και μάλιστα μερικούς μήνες από την πραγματική ημερομηνία έκδοσης αυτών σε σχέση και με την ημερομηνία δήλωσης της δήθεν απώλειας αυτών (στις ... σύμφωνα με την προσκομιζόμενη βεβαίωση του Α.Τ. Ζαγκλιβερίου) , την εισαγγελική πρόταση στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται. Κατά συνέπεια, πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν ως αβάσιμες στην ουσία τους και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του (άρθρο 319§3 Κ.Ποιν.Δ.). Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του πρώτου εκκαλούντος-κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου αυτού, ως μη αναγκαίο, δοθέντος ότι αυτός έχει ήδη διατυπώσει αρκούντως και διεξοδικώς όλους τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του τόσο με το απολογητικό του υπόμνημα όσο και με την έκθεση έφεσης του. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων (άρθρο 585 Κ.Ποιν.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Όμως, πουθενά στο βούλευμα δεν γίνεται μία γενική αναφορά των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη, ενώ από την αναφορά του βουλεύματος ότι "από το αποδεικτικό υλικό της σχηματισθείσης σχετικά δικογραφίας προκύπτει, σε βαθμό σοβαρών ενδείξεων, ότι" δεν προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1/2002, Συμ. ΑΠ 97/2002). Επίσης, η αποδοχή στο βούλευμα των σκέψεων της εισαγγελικής πρότασης δεν καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, αφού δεν γίνεται καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, αλλά αναφορά μόνον ως προς τα εκτιθέμενα σ'αυτή πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η έφεση του αναιρεσείοντος, όπως και του συγκατηγορουμένου του Χ2 (Συμ. ΑΠ 1554/01, Συμ. ΑΠ 1608/01).
Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα τέλεσης της απάτης, αφού δεν εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την εν λόγω επιβαρυντική περίσταση, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, που επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα, η κατ'επάγγελμα τέλεση της απάτης, συνίσταται στο ότι από την επανειλημμένη τέλεση και από την οργάνωση και υποδομή που είχε διαμορφώσει, αλλά και από τη μέθοδο και τον τρόπο που ενήργησε προκύπτει σκοπός του αναιρεσείοντος να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος.
Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών αιτιολογημένα απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο τούτο και ως εκ τούτου ο συναφής λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Συνεπώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει κατά παραδοχή του συναφούς προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ), να αναιρεθεί και ως προς τον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος Χ2, κατ'αρ. 469 ΚΠΔ αφού ο λόγος αυτός ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων δεν αρμόζει αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (αρ. 513 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω να γίνει δεκτή η υπ'αριθμ. 23/2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 559/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο αυτό ως άνω Συμβούλιο Εφετών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήνα 25 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β)αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (25.000.000 δρχ.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ)βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων για την συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για την πράξη για την οποία ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από τη ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά αυτή έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτήν, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά της τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο βούλευμα έχουν εμφιλοχωρήσει, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθ. 559/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και με δικές του σκέψεις, δέχτηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτό αποδεικτικών μέσων, ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως, εκτιμώμενες καθ' εαυτές και στο σύνολο τους, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων-εκκαλούντων, προέκυψαν, κατά την άποψη μας, τα εξής: Ο εκκαλών- κατηγορούμενος, Χ1, γνωστός στην εγκαλούσα εταιρεία ΑΒΕΖ ΑΕ από τη χρησιμοποίησή του ως πωλητή των προϊόντων της ( ζυμαρικών) , θέλησε να συνεργασθεί, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "..... ΟΕ", με την εγκαλούσα εταιρεία αγοράζοντας στο εξής μεγάλες ποσότητες ζυμαρικών διαφόρων τύπων, τις οποίες θα διέθετε ο ίδιος, η εταιρεία του δηλαδή, στην αγορά. Επειδή όμως η αξία των εμπορευμάτων που ενδιαφερόταν ο Χ1 ν' αγοράσει ήταν πολύ μεγάλη και επειδή, σ' αυτό το επίπεδο, δεν υπήρξε στο παρελθόν συνεργασία μεταξύ τους, η εγκαλούσα εταιρεία, ζήτησε να λάβει επιπλέον εγγυήσεις, καθώς και χρονοδιάγραμμα της αποπληρωμής της αξίας των εμπορευμάτων, Ο άνω εκκαλών προκειμένου να πείσει τους εκπροσώπους της εγκαλούσας εταιρείας και να κάμψει τους οποιουσδήποτε ενδοιασμούς της, παρέστησε ότι είναι φερέγγυο πρόσωπο και αξιόπιστο, ότι έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία, χωρίς χρέη και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις και ότι διαθέτει χρηματοπιστωτική ικανότητα. Ακόμη παρέστησε ότι έχει εμπορικές συναλλαγές με διάφορα άλλα πρόσωπα φερέγγυα και αξιόπιστα, επιδεικνύοντας αντίστοιχα σώματα επιταγών που τα πρόσωπα αυτά είχαν εκδώσει, και ότι θα τις οπισθογραφούσε προς την εγκαλούσα εταιρεία, προκειμένου να διασφαλίσει τις απαιτήσεις της. Με τον τρόπο αυτόν έπεισε τους αρμοδίους υπαλλήλους της εγκαλούσας εταιρείας και κατήρτισαν συμφωνία, σύμφωνα με την οποία η εγκαλούσα εταιρεία, κατά το χρονικό διάστημα από 4-2-2004 μέχρι 20-7-2004 πώλησε στο Χ1 ποσότητες ζυμαρικών αξίας 196.416,38 ευρώ, με πίστωση του τιμήματος. Προς κάλυψη του τιμήματος ο Χ1 οπισθογράφησε προς την εγκαλούσα εταιρεία επιταγές της ΕΤΕ, ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ και της CΙΤΙΒΑΝΚ, συνολικής αξίας 171.772 ευρώ, τις οποίες είχαν εκδώσει και είχαν μεταβιβάσει σ' αυτόν οι συγκατηγορούμενοί του, μεταξύ των οποίων και ο δεύτερος εκκαλών Χ2. Από τις παραπάνω οπισθογραφείσες επιταγές μόνο μία πληρώθηκε, αξίας 13.215,00 ευρώ, ενώ οι υπόλοιπες εμφανισθείσες από τους κομιστές αυτών εμπροθέσμως δεν πληρώθηκαν, είτε γιατί αυτές ανεκλήθησαν, λόγω "απωλείας" είτε γιατί δεν υπήρχαν υπόλοιπα χρήματα στο λογαριασμό στον οποίο αυτές εσύροντο. Έτσι λοιπόν η εγκαλούσα εταιρεία υπέστη ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 183.201,38 ευρώ, όσο δηλαδή ήταν η αξία του μη καταβληθέντος τιμήματος. Όπως αποδείχθηκε οι προαναφερθείσες επιταγές είχαν εκδοθεί με αποκλειστικό σκοπό να παραπλανηθεί η εγκαλούσα και να πεισθεί να πωλήσει, με πίστωση, εμπορεύματα προς το Χ1, γεγονός το οποίο και επέτυχαν. Το ότι οι επίδικες επιταγές είχαν εκδοθεί, ύστερα από συνεννόηση όλων των κατηγορουμένων, προς το σκοπό να παραπλανήσουν την εγκαλούσα εταιρεία, αποδεικνύεται, αφ' ενός μεν από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ...., ..... και ....., όλων υπαλλήλων της εγκαλούσας εταιρείας, οι οποίοι είχαν άμεση επαφή και συναλλαγή με το Χ1 (βλ. αυτές τις καταθέσεις) και αφ' ετέρου από το απολογητικό υπόμνημα του Χ1, ο οποίος ομολογεί την έλλειψη φερεγγυότητάς του, καθώς, κατά την έναρξη της συνεργασίας του με την εγκαλούσα εταιρεία, είχαν εκδοθεί σε βάρος του πολλές διαταγές πληρωμής και είχε κατασχεθεί η ακίνητη περιουσία του. Ο ισχυρισμός του δε ότι πράγματι διατηρούσε εμπορικές συναλλαγές με τους συγκατηγορουμένους του, βάσει των οποίων είχαν εκδοθεί σε διαταγή του ή είχαν οπισθογραφηθεί προς αυτόν οι επίδικες επιταγές, είναι αβάσιμος και έωλος για το λόγο ότι, αν τούτο ήταν αληθές, γιατί δεν κινήθηκε δικαστικά εναντίον του, ώστε να ικανοποιήσει τις οικονομικές αξιώσεις του. Αλλά και ο ισχυρισμός του δευτέρου εκκαλούντος, Χ2, ότι δήθεν είχε χαθεί το μπλοκ των επιταγών του, το οποίο δήθεν χρησιμοποίησαν οι συγκατηγορούμενοί του, είναι αλυσιτελής, καθώς οι επιταγές αυτές έχουν ημερομηνία μεταγενέστερη, κατά μερικούς μήνες, από την πραγματική ημερομηνία έκδοσης των επιταγών και σε σχέση με την ημερομηνία δήλωσης της απώλειας του μπλοκ. Εξάλλου, η κατάφαση σοβαρών ενδείξεων στην ενδιάμεση διαδικασία (προδικασία), η οποία συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση, είναι η προαπαιτούμενη στον ανάλογο βαθμό αποδεικτική παραδοχή, ώστε να δικαιολογηθεί η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και δε χρειάζεται για την υποστήριξή της ποσοτικά υπέρτερη αποδεικτική θεμελίωση, η οποία αναζητείται οπωσδήποτε για την εκφορά της καταδικαστικής απόφασης. Ενόψει των προηγουμένων παραδοχών υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των εκκαλούντων κατηγορουμένων για τις διωκόμενες πράξεις και ορθά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, στις σκέψεις του οποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, κατά τα λοιπά, αναφέρομαι, αποφάνθηκε για την παραπομπή τους στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, για να δικαστούν γι' αυτές". Αναφορικά με την παράβαση από τον αναιρεσείοντα της πρώτης περιπτώσεως της παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ διαλαμβάνεται στη μεν πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση ότι "από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης διαπιστώνεται ο σκοπός του πρώτου κατηγορουμένου για τον πορισμό εισοδήματος, καθόσον προέβη συστηματικά και κατ' εξακολούθηση στην πράξη της απάτης, στο δε αιτιολογικό του πρωτοδίκου βουλεύματος ότι ενήργησε κατ' επάγγελμα, αφού από την υποδομή που διαμόρφωσε, όπως πιο πάνω περιγράφεται, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, αλλά και από τη μεθόδευση που χρησιμοποίησε και τον τρόπο που ενήργησε, διαπιστώνεται ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, όπως και στο διατακτικό διαλαμβάνεται.
Επίσης αιτιολογείται με το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας εναντίον του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της απάτης, από την οποία το περιουσιακό όφελος του δράστη και η αντίστοιχη ζημία της παθούσας ανέρχεται σε 183.201,38 ευρώ, δηλαδή υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ.3 περ. β του ΠΚ).
Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών, εκτός από τα ανωτέρω, με την εξ ολοκλήρου δύο φορές παραπομπή του στην Εισαγγελική πρόταση, συμπληρωματικά προσέθεσε και τα εξής? "Αναφορικά, όμως, με την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που αν αξιολογείτο ορθά, κατά τους ισχυρισμούς τους, θα οδηγούσε σε απαλλακτική κρίση, πρέπει οι εφέσεις να απορριφθούν ως αβάσιμες, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα και στην εισαγγελική πρόταση, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας και το Συμβούλιο αναφέρεται για την αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Ειδικότερα, δε από το αποδεικτικό υλικό της σχηματισθείσης σχετικά δικογραφίας προκύπτει, σε βαθμό σοβαρών ενδείξεων, ότι: Ο πρώτος εκκαλών-κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του έτους 2004, προκειμένου να πείσει την εγκαλούσα εταιρία "ΑΒΕΖ ΑΕ" να πουλήσει στην εκπροσωπούμενη από τον ίδιο ομόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία "......ΟΕ", ποσότητες ζυμαρικών για να τις διαθέσει στην αγορά και προκειμένου να κάμψει τις επιφυλάξεις των εκπροσώπων της εγκαλούσας, αναφορικά με τη φερεγγυότητά του και την εν γένει δυνατότητα της εταιρίας του να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, η οποία ζήτησε εγγυήσεις για τη διασφάλιση της αποπληρωμής του τιμήματος, ενόψει και του μεγάλου ύψους της αξίας των εμπορευμάτων που ζήτησε αυτός να αγοράσει, παρέστησε ψευδώς ότι είναι σε θέση να της οπισθογραφήσει επιταγές τρίτων-πελατών της εκπροσωπούμενης από τον ίδιο εταιρίας, επιδεικνύοντας και τα αντίστοιχα σώματα των επιταγών που είχε στα χέρια του, ενώ γνώριζε ότι αυτές δεν αντιπροσώπευαν πραγματικές συναλλαγές. Κατόπιν αυτών η εγκαλούσα πώλησε και παρέδωσε στην εταιρία του, διαδοχικά, κατά το χρονικό διάστημα από 4/2 έως 20/7/2004 εμπορεύματα (περίπου 200.000 κιλά ζυμαρικών) συνολικής αξίας 196.416,38 ευρώ με πίστωση του τιμήματος και ο κατηγορούμενος με την παραλαβή κάθε μερικότερης ποσότητας της μεταβίβαζε κάθε φορά με οπισθογράφηση επιταγές τρίτων δήθεν πελατών του, και συνολικά δέκα (10) μεταχρονολογημένες επιταγές συνολικής αξίας 171.772 ευρώ, εκ των οποίων πληρώθηκε μόνον μία, ύψους 13.215 ευρώ, ενώ οι υπόλοιπες εννέα, εμφανισθείσες νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης των αντιστοίχων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να ζημιώσει την εγκαλούσα εταιρία κατά το ποσό των 183.201,38 ευρώ, που αντιπροσώπευε το ύψος του υπολοίπου και οφειλομένου τιμήματος (196.416,38-13.215), η οποία δεν θα συναλλασσόταν μαζί του αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος (πρώτος) κατηγορούμενος δεν είχε συναλλαγές με τους εμφανιζόμενους ως εκδότες των επιταγών, αλλά αυτές εκδόθηκαν προς τον σκοπό παραπλάνησης της εγκαλούσας. Εξ άλλου, ο δεύτερος εκκαλών-κατηγορούμενος παρέσχε με πρόθεση άμεση συνδρομή στον πρώτο στην εκτέλεση της ανωτέρω πράξης της κακουργηματικής απάτης και κατά τη διάρκεια αυτής, καθόσον με την ιδιότητά του, του νομίμου εκπροσώπου αφενός της ".....ΕΠΕ" και αφετέρου της "..... ΕΠΕ" εξέδωσε τις αναφερόμενες στην κατηγορία μεταχρονολογημένες επιταγές, την πρώτη σε διαταγή της εκπροσωπούμενης από τον πρώτο κατηγορούμενο εταιρίας, τις τέσσερις σε διαταγή του Γ1 και την Πέμπτη σε διαταγή του Χ3, oι oπoioι με τη σειρά τους τις μεταβίβασαν στον πρώτο κατηγορούμενο, που τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση προς την εγκαλούσα εταιρία για την κάλυψη του τιμήματος των αγορασθέντων από αυτόν ζυμαρικών. Oι εν λόγω επιταγές, όμως, δεν πληρώθηκαν "λόγω απώλειας" των τεσσάρων πρώτων, όπως βεβαιώθηκε στο σώμα αυτών, με σφραγίδα της Τράπεζας, ενώ η πέμπτη επίσης δεν πληρώθηκε κατά την εμφάνιση της, η δε εγκαλούσα που κατέβαλε την αξία της στον προς ον την είχε οπισθογραφήσει, κατέστη και πάλι νόμιμη εξ αναγωγής κομίστρια αυτής. Και ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε γνώση, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης των επιταγών, ότι αυτές δεν αντιπροσωπεύουν πραγματικές συναλλαγές του με τον πρώτο, αλλά ότι αυτές εκδίδονται προκειμένου αυτός (πρώτος κατηγορούμενος) να τις χρησιμοποιήσει για να παραπλανήσει την εγκαλούσα εταιρία σχετικά με την πιστοληπτική του ικανότητα, ώστε να πεισθεί να του πουλήσει ζυμαρικά, όπως και έγινε με βάση τα προαναφερόμενα, ενώ στη συνέχεια προφασίστηκε ότι απώλεσε το μπλοκ των επιταγών του, προκειμένου να προβεί στην ανάκληση αυτών παρέχοντας με τον τρόπο αυτό, με πρόθεση, άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο στην εκτέλεση της κακουργηματικής απάτης σε βάρος της εγκαλούσας που του αποδίδεται. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου, ότι οι συναλλαγές του με τον δεύτερο ήταν πραγματικές (τις οποίες πρέπει να σημειωθεί αρνείται κατηγορηματικά ο δεύτερος) και ότι ο ίδιος υπήρξε θύμα αυτού, ο οποίος στη συνέχεια ανακάλεσε τις επιταγές, δεν ευσταθεί, κατά την κρίση του Συμβουλίου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι αφενός δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο και αφετέρου αυτός δεν προέβη σε καμία δικαστική ενέργεια εναντίον του δευτέρου για την ικανοποίηση των επικαλουμένων αξιώσεών του σε βάρος του. Μη πειστικός, εξ άλλου, αξιολογείται και ο ισχυρισμός του δευτέρου ότι χάθηκε το μπλοκ των επιταγών του, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του προφανώς χρησιμοποίησαν οι συγκατηγορούμενοί του, καθόσον οι συγκεκριμένες επιταγές εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες και μάλιστα μερικούς μήνες από την πραγματική ημερομηνία έκδοσης αυτών σε σχέση και με την ημερομηνία δήλωσης της δήθεν απώλειας αυτών (στις .... σύμφωνα με την προσκομιζόμενη βεβαίωση του Α.Τ. Ζαγκλιβερίου) , την εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται. Κατά συνέπεια, πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν ως αβάσιμες στην ουσία τους". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 παρ. στ, 26 παρ. 1α, 27, 98 και 386 παρ. 1 και 3α,β του ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια, με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε, που με το δεύτερο από αυτούς, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, είναι απαράδεκτος και, ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ και 309 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών προς παροχή διασαφήσεων. Πλην, όμως, όπως προκύπτει από το κείμενο του βουλεύματος το παραπάνω αίτημα απορρίφθηκε "ως μη αναγκαίο, δοθέντος ότι αυτός έχει ήδη διατυπώσει αρκούντως και διεξοδικά τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά του, τόσο με το απολογητικό υπόμνημα όσο και με την έκθεση έφεσής του". Με βάση τις ως άνω παραδοχές το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτολογημένα απέρριψε και το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του.
Συνεπώς δεν παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος και ο ως άνω λόγος περί απολύτου ακυρότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-9-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 559/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Αυγούστου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή