Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 925 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δωροδοκία, Πολιτική αγωγή, Παράβαση καθήκοντος, Πρόσθετοι λόγοι.




Περίληψη:
Α. Παράβαση καθήκοντος (259 ΠΚ) Β. Παθητική Δωροδοκία (235 ΠΚ). 1. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. Η πρώτη αναιρεσείουσα ορθά καταδικάστηκε για παθητική δωροδοκία, γιατί, κατά τις παραδοχές, ζήτησε με τη μεσολάβηση τρίτου για τον εαυτό της ωφελήματα και κατά τη συζήτηση του συμβιβασμού των φορολογικών υποθέσεων του πολιτικώς ενάγοντος φορολογουμένου, δέχθηκε πρόταση της συζύγου του άνω φορολογουμένου να της καταβάλει το ποσό των 7.336,76 ευρώ, προκειμένου να συμβιβάσει την υπόθεση προς όφελος του φορολογουμένου, χωρίς να προβεί στις υπό του νόμου προβλεπόμενες ενέργειες, ήτοι για μελλοντικές φορολογικές ενέργειες και παραλείψεις της κατά την προβλεπόμενη και ακολουθούσα διαδικασία συμβιβασμού, επί εκκρεμούς υποθέσεως επιβολής στον άνω πολιτικώς ενάγοντα φορολογούμενο προστίμων του ΚΒΣ και όχι «για τελειωμένη ήδη υπηρεσιακή ενέργεια αυτής», οπότε και μόνον θα ήταν η ανωτέρω αξιόποινη πράξη, μετά την προαναφερθείσα τροποποίηση του άρθρου 235 ΠΚ δια του ν. 2802/2000, ανέγκλητη. 2. Ο πολιτικώς ενάγων, είναι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από τα άνω εγκλήματα, διότι παράλληλα με το Δημόσιο πλήττεται και το ιδιωτικό έννομο συμφέρον του ως φορολογούμενου και εδικαιούτο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη της κατά των κατηγορουμένων δημοσίων υπαλλήλων κατηγορίας. Όμως, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παράσταση προς αξίωση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, αλλά για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, δεν ισχύει επ’ αυτής η ως άνω προθεσμία παραγραφής του άρθρου 937 του ΑΚ. Το δε πολιτικώς ενάγον Δημόσιο, νομιμοποίητο σε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου υπαλλήλου αυτού, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τα αδικήματα αυτά, συνεπεία μειώσεως του κύρους των υπηρεσιών του, ενώ από τότε, που κατά τις παραδοχές, που δεν ελέγχονται αναιρετικά, στις 23-11-2004 έλαβε για πρώτη φορά γνώση της ζημίας του με την πορισματική έκθεση του οικονομικού επιθεωρητή, μέχρι και της 30-3-2006, που δηλώθηκε το πρώτον η πολιτική αγωγή ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν είχε παρέλθει ο νόμιμος χρόνος παραγραφής της κατά τον ΑΚ σχετικής αξιώσεώς του. Συνεπώς, ορθά απορρίφθηκαν οι προβληθείσες ενστάσεις των κατηγορουμένων και οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. 3. Ο πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί, διότι ορθά λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε, παρά τη σχετική ένσταση των κατηγορουμένων, το πόρισμα του επιθεωρητή του Υπουργείου Οικονομικών, που διενήργησε στο πλαίσιο διαταχθείσας σχετικής ΕΔΕ, ανεξάρτητα του ότι το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν εξέτασε τον άνω επιθεωρητή ως μάρτυρα και αιτιολογημένα απορρίφθηκε προβληθείσα σχετική ένσταση των κατηγορουμένων, ορθά όμως συνεκτίμησε και την κατάθεση του άνω επιθεωρητή ως μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που περιλαμβάνεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά, όπως προκύπτει και αναφέρεται στη σελίδα 47 και 77 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως και της αναγνωσθείσας και στο πλαίσιο της ιδίας ΕΔΕ δοθείσας ενόρκου καταθέσεως δύο άλλων εφοριακών, αδιαφόρου όντος του ότι το ίδιο Δικαστήριο, εσφαλμένα κατά τα προεκτεθέντα δέχτηκε σχετική ένσταση των κατηγορουμένων και δεν εξέτασε τους παραπάνω ως μάρτυρες και στο ακροατήριό του. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 925/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κάτοικο ... και 2. Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καλλίγερο, περί αναιρέσεως της 711, 712, 713, 714/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε και 2. Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Δημήτριο Μακαρονίδη.

Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουλίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, καθώς και στους από 23 Ιανουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1263/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, αυτουργός του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263Α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση, όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας, β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος, αφενός μεν στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και, αφετέρου, στη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να παραβεί το καθήκον του αυτό και γ) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, αδιαφόρου όντος, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του ισχύοντος από 3-3-2000 Ν. 2802/2000, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος που απαιτεί ή δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα που δεν δικαιούται ή την υπόσχεση τέτοιων δώρων ή ανταλλαγμάτων για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά του ή ανάγεται στην υπηρεσία του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263Α του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ιδίου ή δια μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψή του που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολ. ΑΠ 6/1998). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του που ορίζονται στο νόμο, μπορούν να εναλλαχθούν, και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων, πραγματώνεται ένα μόνον έγκλημα. Οι πλείονες δε τρόποι πραγματώσεως του εγκλήματος, είναι: α') η απαίτηση του ωφελήματος, β') η αποδοχή και γ') η αποδοχή υπόσχεσης για την παροχή του ωφελήματος. Από την άποψη αυτή, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, προϋποθέτει και αναφορά και διευκρίνιση του συγκεκριμένου τρόπου (ενός ή περισσότερων εκ των πλειόνων) με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη. Μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο δεύτερο του Ν. 2802/2000 η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 235 ΠΚ, ορίζει ότι τιμωρείται με την πιο πάνω ποινή ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιαδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του Ν. 2802/2000 η προβλεπόμενη από το άρθρο 235 ΠΚ αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας του υπαλλήλου στοιχειοθετείται μόνον για τις μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις αυτού, ενώ προκειμένου για ήδη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη, η πράξη αυτή κατέστη ανέγκλητη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ που ορίζει ότι, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, προκύπτει ότι καθιερώνεται από αυτή η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, ο οποίος ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, προδήλως δε είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο κατά την εκδίκαση ισχύων μεταγενέστερος νόμος, όταν χαρακτηρίζει την πράξη ανέγκλητη.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.ΠοινΔ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις του Δικαστηρίου, όπως είναι εκείνη που απορρίπτει αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, αλλά και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιον ισχυρισμό αποτελεί και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής:
"Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επιδοθέντα στους κατηγορουμένους κλητήρια θεσπίσματα προκύπτει ότι στους τελευταίους αποδίδονται οι πράξεις της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση και της παράβασης καθήκοντος κατ1 εξακολούθηση από κοινού και μεμονωμένα στην πρώτη κατηγορούμενη και η πράξη της παράβασης καθήκοντος από κοινού κατ' εξακολούθηση στο δεύτερο κατηγορούμενο. Ειδικότερα ως προς την προδιαλαμβανόμενη πράξη της δωροδοκίας, με το υπό κρίση κλητήριο θέσπισμα προσδιορίζεται επαρκώς και με ακρίβεια: α) η εξακολουθητική της μορφή, ήτοι δύο πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, β) η ιδιότητα της κατηγορουμένης ως δημόσιας υπαλλήλου, ο τρόπος τέλεσης κάθε μίας εκ των ειδικότερα μνημονευομένων πράξεων, ήτοι με την απαίτηση ωφελημάτων με τη μεσολάβηση τρίτου και η αποδοχή υπόσχεσης ωφελημάτων ως ειδικώς αναλύονται κατά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νομοτυπικής τους μορφής (αντικειμενική υπόσταση και πρόθεση) γ) ο χρόνος τέλεσης κάθε μίας εξ αυτών ήτοι αρχές Ιουλίου του έτους 2000 για την πρώτη και 14 Ιουλίου 2000 για τη δεύτερη και δ) ο τόπος τέλεσης, ήτοι η ..., ως σημειώνεται ενιαία για όλες τις πράξεις στην αρχή του κλητηρίου θεσπίσματος. Ωσαύτως, προκύπτει ότι στα εν λόγω κλητήρια θεσπίσματα μνημονεύονται επαρκώς οι μερικότερες πράξεις για κάθε κατηγορούμενο που αφορούν στις αποδιδόμενες κατά τα ανωτέρω σε αυτούς κατηγορίες της παράβασης καθήκοντος κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα αναφέρονται, αφενός μεν η πρόθεση των κατηγορουμένων, αφετέρου δε η αντικειμενική υπόσταση των εν λόγω πράξεων κατά τα στο διατακτικό διαλαμβανόμενα και δη : α) η εξακολουθητική μορφή των πράξεων, β) οι ιδιότητες των κατηγορουμένων ως δημοσίων υπαλλήλων και δη της πρώτης ως Προϊστάμενη της ΔΟΥ ... και του δεύτερου ως υπαλλήλου αυτής, γ) οι επιμέρους τρόποι τέλεσης των μερικότερων εν λόγω πράξεων ως προς αυτούς και ειδικότερα οι παραβάσεις των καθηκόντων τους περί την άσκηση της δημόσιας υπηρεσίας ως αυτά προβλέπονται από τη φορολογική νομοθεσία έτσι ώστε: ι) να επιβληθούν κατά τη διάρκεια των ειδικώς αναφερομένων φορολογικών ελέγχων κατά τους χρόνους που διαλαμβάνονται στα κλητήρια θεσπίσματα (16-6-2000, Φεβρουάριο του 2001) στον εγκαλούντα Ψ ανύπαρκτες παραβάσεις του ΚΒΣ με αντίστοιχα σε αυτόν μη νόμιμα πρόστιμα και να μην επιβληθούν παραβάσεις που έπρεπε να επιβληθούν με αντίστοιχη βλάβη του Δημοσίου και του ανωτέρω διοικούμενου, ιι) να μην προβεί (η πρώτη κατηγορούμενη) ως όφειλε λόγω της ιδιότητας της ως Προϊστάμενη της ΔΟΥ ... στη διαγραφή μη νομίμως επιβληθέντων προστίμων ύστερα από τις προβληθείσες κατά νόμο προσφυγές του ανωτέρω διοικούμενου και σε αντίστοιχη μείωση των προσδιορισθέντων ακαθαρίστων εσόδων και καθαρών κερδών και ιιι) να αρνηθεί να χορηγήσει φορολογική ενημερότητα παρότι δεν είχε προς τούτο δικαίωμα, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο της κατηγορίας η εξαντλητική απαρίθμηση των παραβάσεων του ΚΒΣ που ψευδώς βεβαίωσαν οι ανωτέρω σε βάρος του Ψ, αρκουμένων των ανωτέρω στοιχείων τα οποία προσδιορίζουν με ακρίβεια την κατηγορία ώστε να δύνανται οι κατηγορούμενοι να αμυνθούν. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο σχετικός ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να απορριφθεί. Αναφορικά με το αίτημα των κατηγορουμένων: α) να μην αναγνωσθεί η υπ' αριθμ. ... πορισματική έκθεση του ΓΓ Οικονομικού Επιθεωρητή Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος και β) να μην αναγνωσθεί η από 17-3-2003 έκθεση τακτικού επανελέγχου των εφοριακών υπαλλήλων ΔΔ και ΕΕ και να μην ληφθούν υπόψιν τα πορίσματα του εν λόγω επανελέγχου, πρέπει ν' απορριφθούν καθόσον τα έγγραφα αυτά δεν έχουν συνταχθεί παρανόμως, είναι έγγραφα της δικογραφίας, εκ των οποίων το πόρισμα του ΓΓ μάλιστα, συμπεριλαμβάνεται στα αναγνωστέα τόσο στο πρωτόδικο όσο και στο παρόν δικαστήριο και θα συνεκτιμηθούν μαζί με τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας. Το αίτημα τέλος της διενέργειας δικαστικής πραγματογνωμοσύνης αποδείχτηκε στερείται βασιμότητας κατ' ουσίαν και πρέπει ν' απορριφθεί. Από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ, από τις ένορκες επ' ακροατηρίου καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας καθώς και των μαρτύρων υπεράσπισης, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς και την απολογία των κατηγορουμένων, καθώς και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη Χ1 υπηρετούσε κατά το διάστημα των ετών 1999 και 2000 στη ΔΟΥ ... ως Προϊσταμένη αυτής. Κατά το ίδιο διάστημα ως υπάλληλος της ίδιας Υπηρεσίας υπηρετούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2. Το καλοκαίρι του έτους 1999 η ΔΟΥ ... άρχισε να ενεργεί φορολογικούς ελέγχους εφαρμόζοντας την ΠΟΛ 1144/1998 ΑΥΟ, στους οποίους ελάμβαναν μέρος πρωταρχικά (και ενδεχομένως και μόνον) οι δύο κατηγορούμενοι, ο δεύτερος ως ελεγκτής της εν λόγω Υπηρεσίας και η δεύτερη ως προϊσταμένη αυτής που είχε την αρμοδιότητα της διοικητικής επίλυσης των φορολογικών διαφορών ήτοι τον κυρίαρχο ρόλο στην τηρούμενη και κοινώς λεγόμενη διαδικασία του συμβιβασμού με τον φορολογούμενο. Ούτως, την 16-8-1999 η πρώτη κατηγορούμενη εξέδωσε προς το δεύτερο κατηγορούμενο εντολή ελέγχου με την οποία του ανέθεσε το φορολογικό έλεγχο 21 επιτηδευματιών αρμοδιότητας της ΔΟΥ ... για την ελεγχόμενη περίοδο 1993-1998, μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση (κρεοπωλείο) του εγκαλούνται και ήδη πολιτικώς ενάγοντα Ψ. Στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου ο δεύτερος κατηγορούμενος επέδωσε την 27-9-1999 στην ανωτέρω επιχείρηση την από 17-8-1999 πρόσκληση του προκειμένου να του προσκομίσει ο εγκαλών για έλεγχο τα τηρούμενα βιβλία. Την 30-9-1999 ο λογιστής της επιχείρησης ΣΤ μετά από προφορική πρόσκληση της 1ης κατηγορουμένης μαζί με τον ΑΑ, υιό του εγκαλούντα, προσήλθαν στη ΔΟΥ και άφησαν στο γραφείο της τελευταίας, τα βιβλία προκειμένου να διενεργήσει η ίδια σχετικό έλεγχο αυτών. Ούτως η εν λόγω κατηγορούμενη παρέλαβε τα εμπορικά βιβλία του εγκαλούντα μέσα στο γραφείο της, χωρίς να εκδώσει εκείνη την ημέρα σχετικό παραστατικό παραλαβής αυτών, ως όφειλε. Την ίδια περίοδο, δηλαδή Σεπτέμβριο του έτους 1999, κατόπιν αιτήματος της συναντήθηκε σε καφενείο της ... με το λογιστή του εγκαλούντα, ο οποίος σημειωτέον ήταν και λογιστής άλλων επιχειρήσεων, και του πρότεινε να της πάει τους πελάτες του το γραφείο της, προκειμένου να κλείσει με όφελος (χρηματικό κέρδος) τόσο των επιτηδευματιών -ως προς τα ποσά των οφειλόμενων φόρων 5ετίας 1993-1998 τα οποία προφανώς θα φρόντιζε να μην εισπράττονται- όσο και της ίδιας (βλ. σχετ. ένορκη κατάθεση εν λόγω μάρτυρα σε ταυτάριθμα με υπ' αριθμ. 508/2005 πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου). Περί τα τέλη (Δεκέμβριο) του 1999 και πριν καν αρχίσει ο έλεγχος των βιβλίων απαίτησε μέσω του ανωτέρω λογιστή (ΣΤ) να της καταβάλει ο εγκαλών (4.000.000 δρχ. για φόρους στο Δημόσιο και 3.500.000 δρχ. για την ίδια σε τόπο και χρόνο που η ίδια θα όριζε, προκειμένου να μην προχωρήσει στην κατά νόμο επιβολή ων προστίμων όπως όφειλε από την υπηρεσία σε βάρος του εγκαλούντα. Για την πράξη της δε αυτή της απόπειρας εκβίασης (φερόμενη ότι την τέλεσε κατά συναυτουργία με τον ήδη δεύτερο κατηγορούμενο και κατ' εξακολούθηση ήτοι και σε βάρος τρίτου προσώπου και συγκεκριμένα του ΖΖ που επίσης διατηρούσε στην περιοχή κρεοπωλείο) οι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν αμετάκλητα με την υπ' αριθμ. 481, 522, 523, 525, 526, 527 και 544/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε μηνών η πρώτη και δέκα μηνών ο δεύτερος κατηγορούμενος. Ο τελευταίος αρνήθηκε να υποκύψει στον κατά τα ανωτέρω εκβιασμό και να καταβάλει μη οφειλόμενα χρήματα, οπότε η κατηγορούμενη σε συνεργασία με το συγκατηγορούμενό της, προέβη σε έλεγχο της υπόθεσης με βάση τις διατάξεις της ΠΟΛ 1144/98 ΑΥΟ. Στις αρχές Ιουλίου του έτους 2000 (και πριν από το στάδιο του συμβιβασμού των φορολογικών υποθέσεων του εγκαλούντα) ενημέρωσε ψευδώς τον τελευταίο, ότι από τον έλεγχο που διενήργησαν προέκυπταν φόροι 56.000.000 δρχ. ή 58.000.000 δρχ. ενώ το αληθές ήταν ότι με βάση τα με ημερομηνία 16-6-2000 ειδικά σημειώματα ελέγχου όλων των φορολογιών, με τα οποία προσδιορίζονταν τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης και κατ' επέκταση και οι οφειλόμενοι φόροι, που είχαν υπογράψει και οι δύο κατηγορούμενοι προέκυπταν φόροι 30.536.975 δρχ. Στη συνέχεια δε (κατά την ίδια χρονική περίοδο ήτοι αρχές Ιουλίου 2000) απαίτησε μέσω τρίτων και ειδικότερα μέσω των ΣΤ (λογιστή της επιχείρησης του), ΒΒ (σύζυγο του) και άλλων, να λάβει από τον εγκαλούντα το ποσό των 3.500.000 δρχ. προκειμένου να μειώσει προς όφελος του το ποσό των καταλογισθέντων φόρων κατά το δοκούν σε 3ύν σε 35.000.000 δρχ. ή σε 25.000.000 δρχ. ή σε 18.000.000 δρχ., τα οποία ο εγκαλών πάλι αρνήθηκε να καταβάλει απορρίπτοντας ρητά την πρόταση της κατηγορουμένης. Στις 7-7-2000 οι κατηγορούμενοι κοινοποίησαν στον ελεγχόμενο - εγκαλούντα τα ανωτέρω δύο σημειώματα ελέγχου και ο κατηγορούμενος, αυθημερόν, υπέβαλε αίτηση διοικητικού συμβιβασμού. Στις 14 Ιουλίου 2000, οπότε θα ελάμβανε χώρα η συζήτηση περί φορολογικού συμβιβασμού των υποθέσεων του εγκαλούντα, η σύζυγος του τελευταίου, ΒΒ, επισκέφθηκε την πρώτη κατηγορούμενη στο γραφείο της στη ΔΟΥ ... και της πρότεινε να δεχθεί να συμβιβάσει την υπόθεση του συζύγου της προς όφελος του, χωρίς να προβεί στις υπό του Νόμου οφειλόμενες ενέργειες έναντι ποσού 2.500.000 δρχ. το οποίο θα της κατέβαλε. Η κατηγορουμένη δεν εναντιώθηκε στην πρόταση της ΒΒ, της έδωσε μάλιστα χρόνο να το σκεφθεί και να μελετήσει το φάκελο. Κατά την κατάθεσή της η ΒΒ σε μία από τις επισκέψεις της στο γραφείο της κατηγορουμένης (2-3 τον αριθμό) ήταν παρών και ο σύζυγός της που φαίνεται να είχε παράνομη ανάμειξη στην εργασία της (κατ/νης), καθόσον προσφερθείς να την συνοδεύσει με το αυτοκίνητό του στο κρεοπωλείο του συζύγου της προσπαθούσε να την πείσει ότι την συμφέρει να κλείσει μ' αυτόν τον τρόπο η υπόθεσή της γιατί διαφορετικά θα πλήρωνε πολλά λεφτά. Την ανάμειξη του συζύγου της πρώτης κατ/νης στις υπηρεσιακές της υποχρεώσεις επιβεβαιώνει και ο δεύτερος κατ/νος, ο οποίος στην από 15-10-2003 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του οικονομικού επιθεωρητή ΓΓ αναφέρει ότι "... ο σύζυγος της Χ1 ερχότανε από την ..., όπου κατοικούσε μονίμως κατά τις ημέρες που επρόκειτο να γίνει συμβιβασμός με φορολογούμενους κατά τα έτη τέλη 2000 μέχρι την ημέρα που μετετέθη 14-1-2003 και περιεφέρετο στα γραφεία της Δ.Ο.Υ. ... η Χ1 με το σύζυγό της πήραν αντίγραφα των λογαριασμών ΗΗ από την ΕΤΕ αλλά και από άλλες προκειμένου να τους αποδείξουν ότι έχουν χρήματα και με αυτά τους εκβίαζαν για να εισπράξουν χρήματα για το κλείσιμο των φορολογικών τους υποθέσεων. Ο ίδιος κατηγορούμενος (δεύτερος) εξάλλου στην από 16-10-2003 ανωμοτί κατάθεσή του στον Επιθεωρητή ΓΓ καταθέτει για την 1η κατηγορουμένη ότι: "η πρώτη κατ/νη τον εκάλεσε στο γραφείο της και του επρότεινε να συνεργαστεί μαζί της προκειμένου να εισπράττουν από τους φορολογουμένους ποσά πέραν των νομίμων φόρων που προέκυπταν από τους ελέγχους προς ίδιο όφελος, τα οποία θα εμοίραζαν εξ ημισείας και ότι αυτός απέρριψε την μη νόμιμη πρότασή της ... . Αυτό δεν το ανέφερε στην υπερκείμενη αρχή γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μετά από πολύ καιρό τον εκάλεσε πάλι στο γραφείο της και του είπε ότι επειδή αυτή βάζει τις υπογραφές και έχει την αποκλειστική ευθύνη και αυτός κάνει μόνο έλεγχο θα μοιράζουνε σε ποσοστό 80% εκείνη και 20% αυτός το προϊόν των παράνομων συναλλαγών. Αυτός ουδέποτε είχε εισπράξει χρήματα παράνομων συναλλαγών, της απάντησε ότι δεν τον απασχολούσε οποιοδήποτε ποσοστό". Περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι συνέταξαν και υπέγραψαν τα από 16-6-2000 ειδικά σημειώματα ελέγχου όλων των φορολογιών, με τα οποία προσδιορίζονταν τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης του εγκαλούντα και κατ' επέκταση οι οφειλόμενοι φόροι, δεν εφάρμοσαν σωστά τις διατάξεις της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να επιβάλλουν ανύπαρκτες παραβάσεις ΚΒΣ και σε διαφορετική περίπτωση να μην επιβάλλουν παραβάσεις ΚΒΣ, οι οποίες έπρεπε να επιβληθούν, με συνέπεια να καταλογίσουν στον εγκαλούντα ποσό φόρων 30.536.975 δρχ. ενώ έπρεπε να καταλογίσουν σε αυτόν ποσό φόρων 40.801.612 δρχ. βλάπτοντας ούτως το Δημόσιο κατά το ποσό των, μετά το ακριβέστερο υπολογισμό, 8.611.005 δρχ. ή 25.270,74 ευρώ, σύμφωνα και με διορθωτική δήλωση της νομικής εκπροσώπου του Δημοσίου, όπως προέκυψε από το νομοτύπως διενεργηθέντα επανέλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων του εγκαλούντα από τους εφοριακούς ΔΔ και ΕΕ υπό τον έλεγχο και του ΓΓ, οικονομικού επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, για τις χρήσεις των ετών 1994-1999, (βλ.υπ' αριθμ. πρωτ. ... πόρισμα ανωτέρω επιθεωρητή). Περαιτέρω, καθόσον δεν ευοδώθηκε ο συμβιβασμός των φορολογικών υποθέσεων του διοικούμενου εγκαλούντα και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. Β' της ΠΟΛ 1144/98 η πρώτη κατηγορούμενη εξέδωσε εντολή τακτικού ελέγχου αυτού. Ο εν λόγω τακτικός έλεγχος διεξήχθη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 66 Ν. 2238/1994 βασιζόμενος στα βιβλία και στοιχεία που είχαν ήδη προσκομισθεί από τον ελεγχόμενο για τον έλεγχο της ΠΟΛ 1144/98 χωρίς να κοινοποιηθεί, πριν την έναρξη αυτού, πρόσκληση στον ελεγχόμενο να προσκομίσει βιβλία και στοιχεία που αρχικά δεν είχε επιδείξει. Προς τούτο συντάχθηκε από τους κατηγορουμένους η από 22-2-2001 έκθεση ελέγχου ΚΒΣ, η οποία υπογράφηκε από το δεύτερο κατηγορούμενο και θεωρήθηκε από την πρώτη στις 26-2-2001 και εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. ... και ... αποφάσεις επιβολής προστίμων ΚΒΣ, οι οποίες θυροκολλήθηκαν στις 2-4-2001 στην οικία του ελεγχόμενου - εγκαλούντα από τον επιμελητή της ΔΟΥ ... παρουσία τον δεύτερου κατηγορουμένου. Και στην περίπτωση αυτή, οι κατηγορούμενοι με πρόθεση κατά τον έλεγχο των φορολογικών παραβάσεων της επιχείρησης του εγκαλούντα δεν εφάρμοσαν σωστά τις διατάξεις της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις να επιβάλλουν ανύπαρκτες παραβάσεις ΚΒΣ με συνέπεια να καταλογίσουν στον εγκαλούντα, και με σκοπό να βλάψουν αυτόν φόρους συνολικού ύψους 184.606.873 δρχ. ήτοι 541.766,32 ευρώ, ενώ έπρεπε να καταλογίσουν σε αυτόν φόρους συνολικού ύψους 175.747.018 δρχ. ήτοι 515.765,28 ευρώ, δηλαδή καταλόγισαν ποσό φόρων 8.859.855 δρχ. ήτοι 26.001,04 ευρώ επιπλέον. Ειδικότερα από τον επανέλεγχο του Οικονομικού Επιθεωρητή ΓΓ, διαπιστώθηκε ότι οι κατηγορούμενοι δεν έπρεπε να είχαν εκδώσει αποφάσεις και να επιβάλουν τα πρόστιμα ΚΒΣ των εξής περιπτώσεων: α) Της ΑΕΠ ... εκ δρχ. 606.350 η οποία αφορά την διαχειριστική περίοδο 1993 γιατί έχουν εκδοθεί τιμολόγια πώλησης - Δελτία αποστολής από το στέλεχος με Π.Θ ... φύλλα 51-100 το οποίο δεν επεδείχθη στον αρχικό έλεγχο, β) Της ΑΕΠ ..., η οποία αφορά την διαχειριστική περίοδο 1994 δεν έπρεπε να καταλογισθούν τα πρόστιμα των περιπτώσεων 2 και 3 εκ δρχ. 400.000 γιατί τα τιμολόγια εκδόθηκαν εκτός έδρας της επιχείρησης και συνεπώς δικαιολογείται η εκπρόθεσμη ενημέρωση των βιβλίων, γ) Της ΑΕΠ ..., η οποία αφορά την διαχειριστική περίοδο 1995 δεν έπρεπε να καταλογισθεί το πρόστιμο της περίπτωσης 1 εκ δρχ. 200.000 γιατί το ποσό της μη καταχώρησης εσόδων είναι ο ΦΠΑ ο οποίος δεν αποτελεί έσοδο, δ) Της ΑΕΠ ..., η οποία αφορά την διαχειριστική περίοδο 1996 η περίπτωση 1 η οποία αφορά πρόστιμο 200.000 δρχ για τον ίδιο ως άνω λόγο. ε) Της ΑΕΠ ..., η οποία αφορά την ίδια ως άνω διαχειριστική περίοδο 1996 τα πρόστιμα όλων των περιπτώσεων 1,2,3 εκ δρχ. 600.000 γιατί αυτές ευρίσκονται εκτός των ορίων εφαρμογής της ΠΟΛ 1144/98 Α.Υ.Ο. στ) Της ΑΕΠ ..., η οποία αφορά τη διαχειριστική περίοδο 1997 το πρόστιμο της περίπτωσης 1 εκ δρχ 200.000 για τον ίδιο λόγο που αναφέρεται στην περίπτωση γ της χρήσης 1995. ζ) Της ΑΕΠ ..., η οποία αφορά την διαχειριστική περίοδο 1998 το πρόστιμο εκ δρχ. 200.000 για τον ίδιο ως άνω λόγο (βλ. πόρισμα ΓΓ σελ. 17). Με βάση τις παραπάνω ανύπαρκτες παραβάσεις, οι κατηγορούμενοι καταλόγισαν ποσά φόρων για ελεγχόμενη περίοδο οικονομικών ετών 1994 έως 1999 διαχειρίσεων ετών 1993 έως 1998, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2238/1994 ως εξής: α) ΚΒΣ: 86.130.700 δρχ. (συνολικά για έτη 1993 έως και 1998), β) ΕΙΣΟΔΗΜΑ: 29.827.871 δρχ. (συνολικά για έτη 1994 έως και 1999), γ) ΦΠΑ: 67.765.855 (συνολικά για έτη 1993 έως και 1998) και δ) ΕΛΓΑ: 882.447 δρχ. (συνολικά για έτη 1993 έως και 1998), ενώ όπως προέκυψε από το νομοτύπως διενεργηθέντα επανέλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων του εγκαλούντα από τους εφοριακούς ΔΔ και ΕΕ υπό τον έλεγχο και του ΓΓ, οικονομικού Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, τα ποσά που έπρεπε να καταλογισθούν κατά τις διατάξεις του Ν. 2238/1994 ανέρχονται συνολικά και για τις ίδιες ως άνω χρονικές περιόδους σε α) ΚΒΣ: 63.874.170 δρχ., β) ΕΙΣΟΔΗΜΑ: 35.205.577 δρχ., γ) ΦΠΑ: 73.643.840 δρχ. και δ) ΕΛΓΑ: 3.023.431 δρχ. (βλ. μεταξύ άλλων ιδίως ενημερωτικό σημείωμα τακτικού ελέγχου ανωτέρω δύο εφοριακών υπαλλήλων επιχείρησης του εγκαλούντα, που προσκομίσθηκε και αναγνώσθηκε κατά πρόταση του πολιτικώς ενάγοντα. Δημοσίου σε συνδ. με κατάθεση μάρτυρα ΓΓ σε ταυτάριθμα πρακτικά και με υπ' αριθμ. πρωτ. ... πόρισμα ανωτέρω επιθεωρητή). Ο εγκαλών υπέβαλε εμπρόθεσμα την 31-5-2001 προσφυγές με αίτημα συμβιβασμού και ορίσθηκε από την πρώτη κατηγορούμενη η 11 Ιουνίου 2001 ως ημερομηνία συζήτησης αυτού. Την ορισθείσα ως άνω ημερομηνία προσήλθαν στη ΔΟΥ οι υιοί του εγκαλούντα μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΘΘ και άρχισε η συζήτηση, η οποία διακόπηκε λόγω πέρατος ωραρίου εργασίας και μετά από αίτημα του Δικηγόρου του εγκαλούντος ο οποίος ζήτησε να συνεχιστεί η συζήτηση σε κάποια από τις επόμενες ημέρες και, συμφωνήθηκε να ορισθεί νέα συνάντηση, το χρόνο της οποίας θα καθόριζε η πρώτη κατηγορούμενη και θα ανακοίνωνε τηλεφωνικά στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εγκαλούντα, πλην όμως η τελευταία, ενώ εγνώριζε το χρόνο λήξεως της προθεσμίας για την ολοκλήρωση του συμβιβασμού, δεν όρισε νέα συνάντηση μέσα στη νόμιμη αυτή προθεσμία που επίσης γνώριζε ότι ήταν καταλυτική, όταν δε ο ως άνω Δικηγόρος της τηλεφώνησε σχετικά μ' αυτό, του ανακοίνωσε να μην προσέλθει στη ΔΟΥ διότι είχε παρέλθει οριστικά η προθεσμία του συμβιβασμού (βλ. την από 3-12-2003 ένορκη εξέταση του Δικηγόρου ΘΘ ενώπιον της Επιθεωρήτριας ΚΚ). Στις εκδηλωθείσες δε αντιρρήσεις του τελευταίου, η κατηγορούμενη επικαλέσθηκε σχετική εντολή της Προϊστάμενης της Οικονομικής Επιθεώρησης Πελοποννήσου ΛΛ, γεγονός το οποίο η ίδια αρνείται (βλ. σχετ. ένορκη κατάθεση της σε ταυτάριθμα πρακτικά). Ούτως η τελευταία ενήργησε κατά παράβαση των οριζομένα στις διατάξεις του άρθρου 70 του Ν. 2238/1994 και της ΠΟΑ 1206/1990 ΑΥΟ, που αναφέρεται στον τρόπο λειτουργίας των οικείων επιτροπών και αναβάλλοντας επί σκοπώ ματαιώσεως τη διοικητική επίλυση των φορολογικών υποθέσεων του εγκαλούντα, παρέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρίπολης, όπου εισέτι εκκρεμεί, αρνούμενη να ολοκληρώσει τη διαδικασία του συμβιβασμού προς βλάβη των συμφερόντων του διοικούμενου - εγκαλούντα. Περαιτέρω απεδείχθη ότι κατά τη συζήτηση της 11ης-6-01 για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, από τον έλεγχο των νέων στοιχείων που είχε προσκομίσει κατ' αυτών ο εγκαλών, διεπιστώθη ότι είχαν επιβληθεί από τους κατηγορουμένους σε βάρος του τελευταίου μη νόμιμα πρόστιμα τα οποία όμως η πρώτη κατηγορουμένη μετά από την διασταύρωση των στοιχείων αυτών τα διέγραψε με κόκκινο στυλό. Στη συνέχεια μετά την κατά τα ανωτέρω διακοπή της συζήτησης του συμβιβασμού η πρώτη κατηγορουμένη παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο χωρίς όμως να προβεί στην επίσημη διαγραφή των παρανόμως επιβληθέντων προστίμων και της αντίστοιχης μείωσης των προσδιορισθέντων ακαθαρίστων εσόδων και καθαρών κερδών, ισχυριζόμενη κατά την απολογία της ότι τούτο δεν επιτρέπεται από τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.4 του ΚΒΣ. Από την ανάγνωση όμως του κειμένου της επικαλούμενης από την κατηγορούμενη ως άνω διατάξεως που ρυθμίζει την εξώδικη λύση της διαφοράς, και ορίζει ότι " ... οι Δ.Ο.Υ. δεν έχουν εξουσία ανάκλησης των καταλογιστικών τους πράξεων (έστω και μη νομίμων), μπορούν όμως κατά την εξώδικη λύση της διαφοράς να περιορίσουν ή να διαγράψουν το επιβληθέν πρόστιμο.", προκύπτει ότι η κατηγορουμένη μπορούσε να προβεί στη διαγραφή των μη νομίμως επιβληθέντων προστίμων, πράγμα το οποίο δεν έπραξε παρότι η ίδια και ο β' κατηγορούμενος τα είχαν επιβάλει. Τέλος, αναφορικά με την κατηγορία που βαρύνει την πρώτη κατηγορουμένη περί αρνήσεως της να χορηγήσει στον εγκαλούντα φορολογική ενημερότητα (υπό στοιχεία Αδ πράξη του κλητηρίου θεσπίσματος), προκειμένου να προβεί στην πώληση ενός αυτοκινήτου-ψυγείου (ήτοι κινητού πράγματος), αυτή δεν απεδείχθη. Ειδικότερα δεν απεδείχθη ότι ο εγκαλών υπέβαλε έγγραφη αίτηση στις αρχές του 2002 όπως απαιτείται, στην οποία να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο εζητείτο και που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί το εν λόγω πιστοποιητικό, ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί άρνηση της κατηγορουμένης περί την έκδοση του. Τούτο δε ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. ... " η Δ.Ο.Υ. δεν χορηγεί ΑΦΕ εάν δεν υποβληθεί γραπτή, ενυπόγραφη αίτηση στην οποία να αναφέρεται ο σκοπός χρήσης των ΑΦΕ (σύμφωνα με το άρθρο 9 παραγρ. 1 ΑΥΟ 1109793/ 6134-11/ 0016/ ΠΟΛ 1223/ 24-11-99). Η Δ.Ο.Υ. δεν χορηγεί ΑΦΕ για πώληση επαγγελματικών αυτοκινήτων, ακόμη κι αν έχει υποβληθεί γραπτή αίτηση για το λόγο αυτό, γιατί η διαταγή του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ΠΟΛ 1223/99 άρθρο 1 παρ.5 ορίζει ότι δεν απαιτείται ΑΦΕ στην μεταβίβαση επαγγελματικού αυτοκινήτου ...". Κατόπιν αυτού δεν διακρίνει συνεπώς στην κατηγορουμένη παραβατική συμπεριφορά για την πράξη αυτή που κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί αθώα. Αναφορικά τώρα με τις λοιπές πράξεις που βαρύνονται ότι τέλεσαν οι κατηγορούμενοι πρέπει σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές να κηρυχθούν ένοχοι ως ακολούθως: Α) Η πρώτη κατηγορουμένη α) για τις υπό στοιχ. Αβ και Αγ πράξεις της παράβασης καθήκοντος (από κοινού η πρώτη) κατ' εξακολούθηση και β) για την υπό στοιχ. Ββ πράξη της παθητικής δωροδοκίας και Β) ο δεύτερος κατηγορούμενος της υπό στοιχ. Αβ πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος από κοινού και να τους αναγνωριστεί κατά την κρατήσασα άποψη του Δικαστηρίου το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του ΠοινΚ, διότι όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των ποινικών μητρώων των κατηγορουμένων αυτοί έζησαν έως το χρόνο των ως άνω πράξεων τους έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων και το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ενώ η καλή διαγωγή τους μετά την τέλεση των πράξεων, ήταν αποκλειστικά απότοκη των συνεπειών που ακολούθησαν τις πράξεις τους αυτές. Ενός όμως μέλους του Δικαστηρίου και ειδικότερα του εκ δεξιού Εφέτη Παναγιώτη Αθανασόπουλου έχοντας την άποψη ότι δεν έπρεπε να αναγνωριστεί στους κατηγορουμένους κανένα ελαφρυντικό. Τέλος το Δικαστήριο ομόφωνα έκρινε ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο των κατηγορουμένων η ζητούμενη ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2ε του ΠοινΚ και πρέπει ν' απορριφθεί το σχετικό αίτημα των κατηγορουμένων".
Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ενόχους τους δύο κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, την Χ1, για τις πράξεις α) της παραβάσεως καθήκοντος κατ'εξακολούθηση, τη μία επί μέρους πράξη τελεσθείσα από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της Χ2 κατά μήνα Φεβρουάριο του 2001 και τη δεύτερη πράξη, τελεσθείσα από αυτή μόνη στις 11-6-2001 και β) για παθητική δωροδοκία, τελεσθείσα στις 14-7-2000 και, αφού αναγνώρισε, κατά πλειοψηφία, ότι συντρέχει στο πρόσωπο και των δύο κατηγορουμένων η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδάφ. α' του ΠΚ, τους επέβαλε, συνολική ποινή φυλακίσεως 26 μηνών στην πρώτη και φυλακίσεως 12 μηνών στο δεύτερο, της οποίας ποινής η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη και για τους δύο κατηγορουμένους. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1,45, 84 παρ.2 α, 94 παρ.1, 98, 235, 259 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση νόμιμης βάσεως.
Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (ανωμοτί κατάθεση πολιτικώς ενάγοντος, μάρτυρες, έγγραφα, πρακτικά και απολογία των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ, δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Όσον αφορά δε τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, α) η πρώτη αναιρεσείουσα ορθά καταδικάσθηκε για παθητική δωροδοκία, γιατί, κατά τις παραδοχές, ζήτησε με τη μεσολάβηση τρίτου για τον εαυτό της ωφελήματα και κατά τη συζήτηση του συμβιβασμού των φορολογικών υποθέσεων του πολιτικώς ενάγοντος φορολογουμένου Ψ, δέχθηκε πρόταση της συζύγου του άνω φορολογουμένου να της καταβάλει το ποσό των 7.336,76 ευρώ, προκειμένου να συμβιβάσει την υπόθεση προς όφελος του φορολογουμένου, χωρίς να προβεί στις υπό του νόμου προβλεπόμενες ενέργειες, ήτοι για μελλοντικές φορολογικές ενέργειες και παραλείψεις της κατηγορουμένης εφοριακού υπαλλήλου κατά την προβλεπόμενη και ακολουθούσα διαδικασία συμβιβασμού, επί εκκρεμούς υποθέσεως επιβολής στον άνω πολιτικώς ενάγοντα φορολογούμενο προστίμων του ΚΒΣ και όχι " για τελειωμένη ήδη υπηρεσιακή ενέργεια αυτής", οπότε και μόνον θα ήταν η ανωτέρω αξιόποινη πράξη, μετά την προαναφερθείσα τροποποίηση του άρθρου 235 ΠΚ, δια του ν. 2802/2000, ανέγκλητη, β) δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, με την παραδοχή ότι η κατηγορουμένη στις 14-7-2000 ζήτησε ωφελήματα και στη συνέχεια δέχθηκε συγκεκριμένη υπόσχεση χρηματισμού με συγκεκριμένο ποσό από τη σύζυγο του φορολογουμένου, που ενεργούσε για λογαριασμό του φορολογούμενου, και του ότι δεν εναντιώθηκε στην άνω πρόταση, ενόψει της διαδικασίας συμβιβασμού και της δυνατότητας που είχαν οι ΔΟΥ, κατά τον ΚΒΣ, και οι κατηγορούμενοι υπάλληλοι, ως εκ των ειδικών καθηκόντων τους, περί διαγραφής ή περιορισμού των επιβληθέντων υπό των ιδίων στον εν λόγω φορολογούμενο Ψ προστίμων, για ανύπαρκτες μάλιστα παραβάσεις και δηλωθέντα μικρότερα έσοδα και κέρδη, ούτε υπάρχει αντίφαση από την παραδοχή ότι η πρώτη κατηγορουμένη στις 11-6-2001 διέκοψε τη συζήτηση και τη διαδικασία του διοικητικού συμβιβασμού και του ότι παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο, γ) δεν υπάρχει καμία ασάφεια ως προς τους χρόνους τελέσεως ως παραπάνω των εγκλημάτων, δ) αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι υπάλληλοι της ΔΟΥ ..., προέβησαν σε πράξεις και παραλείψεις που περιλαμβάνονταν στον κύκλο των αρμοδιοτήτων τους και των καθηκόντων τους ως εφοριακών υπαλλήλων, Προϊσταμένης και Ελεγκτή αντίστοιχα αυτών στη ΔΟΥ ..., ε) δεν υφίσταται ασάφεια και αντίφαση ως προς την εφαρμογή των οριζομένων στις διατάξεις του άρθρου 70 του ν.2238/1994, 34 παρ.4 ΚΒΣ και της ΠΟΛ 1206/1990 ΑΥΟ, που αναφέρονται στον τρόπο λειτουργίας των Ελεγκτών και των Επιτροπών των ΔΥΟ, στ) αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η απόρριψη των αιτημάτων των κατηγορουμένων, για μη αξιοποίηση αποδεικτικά της από 23-11-2004 Πορισματικής Εκθέσεως του Επιθεωρητή ΓΓ και για διενέργεια δικαστικής πραγματογνω-μοσύνης, ζ) ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας ή παραβίαση υπερασπιστικού δικαιώματος των κατηγορουμένων και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για δίκαιη δίκη, επήλθεν εκ του γεγονότος ότι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ο Εισαγγελέας της έδρας, λαβών το λόγο, πρότεινεν επί της ουσίας, πριν αποφασίσει προηγουμένως, κατά τους αναιρεσείοντες, το Δικαστήριο επί προβληθείσας στην αρχή της διαδικασίας ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ζήτημα για το οποίο, μετά απορριπτική πρόταση του Εισαγγελέα είχεν επιφυλαχθεί το Δικαστήριο, καθόσον από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που δεν προσβάλλονται ως πλαστά, προκύπτει ότι η όλη διαδικασία της δίκης κράτησε επί τρεις ημέρες και το Δικαστήριο, κατά την τελευταία προ της απολογίας του δευτέρου κατηγορουμένου ζητηθείσα και δοθείσα εικοσάλεπτη διακοπή της συνεδριάσεως, διασκέφθηκε και αποφάσισε δημόσια την απόρριψη της άνω ενστάσεως και όλων των λοιπών αυτοτελών ισχυρισμών για τους οποίους είχεν επιφυλαχθεί, πριν δηλαδή δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα για την υποβολή της περί της ενοχής ή μη ως άνω προτάσεώς του (βλ. σελ. 66 πρακτικών). η) από το όλο περιεχόμενο του εν λόγω αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δια της οποίας αναγνωρίστηκε στους κατηγορουμένους η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α του ΠΚ, συνάγεται ότι αιτιολογείται επαρκώς και ειδικώς η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως στην πρώτη κατηγορουμένη του αιτηθέντος δευτέρου ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 ε του ΠΚ.
Συνεπώς, όλοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α, Δ και Ε του ΚΠοινΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και των προσθέτων λόγων, πρέπει να απορριφθούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες (Ολ. ΑΠ 762/1992) μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου αυτού απόσβεση της σχετικής αξιώσεως λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό Δικαστήριο κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Περαιτέρω, στο άρθρο 937 του Α.Κ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση, εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία προκειμένου για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ.1 Α.Κ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ.3 του άρθρου 113 του Π.Κ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Ολ. ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου και κατά το άρθρο 270 ΑΚ αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επίσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68 και 82 του ΚΠοινΔ, εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα από την αξιόποινη πράξη ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτή, δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίηση της σχετικής απαιτήσεώς του παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου. Η δήλωση αυτή, πρέπει, να γίνει ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, αν δε αφορά χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου χωρίς έγγραφη προδικασία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 παρ.1 του Υπαλληλικού Κώδικα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 611/1977, προκύπτει, ότι ο υπαγόμενος στις διατάξεις αυτού δημόσιος υπάλληλος δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις που οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια και έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ' αυτόν δημόσιας εξουσίας, αλλά υπέχει ευθύνη μόνο το Δημόσιο για την αποζημίωση, ως αστικώς πλέον υπεύθυνο, την οποία, κατά το άρθρο 105 εδ. α' του Εισ.Ν.ΑΚ, υποχρεούται να καταβάλει στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ.2 ΚΠοινΔ, "με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 παρ.1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικά, σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο νομιμοποιούμενος, κατά το άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα, σε άσκηση πολιτικής αγωγής, μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα, όταν ταυτόχρονα ή παράλληλα με το Δημόσιο πλήττεται και ιδιωτικό έννομο συμφέρον, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου κατηγορίας, χωρίς να είναι αναγκαίο στην περίπτωση αυτή να διευκρινίζει αν παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή για αποκατάσταση υλικής ζημίας, αφού τέτοια δικαιώματα δεν έχει έναντι του κατηγορουμένου υπαλλήλου. Όμως, η προς υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας παράσταση, αναγκαία έχει προϋπόθεση ο παριστάμενος να είναι αμέσως παθών από την αξιόποινη πράξη και δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παράσταση, προς αξίωση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, αλλά για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, δεν ισχύει επ'αυτής η ως άνω προθεσμία παραγραφής του άρθρου 937 του ΑΚ. Το Δημόσιο δε, όταν δικάζεται υπάλληλός του ως άνω για αδίκημα παραβάσεως καθήκοντος ή παθητικής δωροδοκίας, νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου υπαλλήλου αυτού, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τα αδικήματα αυτά, συνεπεία μειώσεως του κύρους των υπηρεσιών του, διότι επί της παραβάσεως καθήκοντος και της δωροδοκίας, η διάπραξη αυτών προσβάλλει προεχόντως το γενικότερου ενδιαφέροντος έννομο αγαθό της διατήρησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και καθαρότητα της υπηρεσίας, η οποία μπορεί να κλονισθεί ή και κλονίζεται από τις πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλων που ανάγονται στα καθήκοντά τους, εκ τούτου όμως δεν αποκλείεται η επαγωγή ζημίας και σε βάρος τρίτων, όταν ταυτόχρονα και παράλληλα με το Δημόσιο πλήττεται και ιδιωτικό έννομο συμφέρον, οπότε είναι δυνατή η παράσταση του τρίτου ως πολιτικώς ενάγοντος ή προκειμένου περί κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου η παράσταση προς μόνη την υποστήριξη της κατηγορίας, ακόμη και αν έχει παραγραφεί η κατά τον ΑΚ σχετική αξίωσή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τον έλεγχο της βασιμότητας του από την πρώτη αναιρεσείουσα προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, ο Ψ δήλωσε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παράσταση πολιτικής αγωγής κατά της κατηγορουμένης εφοριακής υπαλλήλου Χ1, προς υποστήριξη της κατηγορίας σχετικώς με την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, δια την οποίαν αυτή είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό. Κατά της τοιαύτης παραστάσεως αντέλεξε ο συνήγορος της κατηγορουμένης με κατατεθείσα έγγραφη προς το Δικαστήριο ένσταση, την οποία ανέπτυξε και προφορικά, ισχυρισθείς ότι η αξίωση τούτου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του αστικώς υπευθύνου Δημοσίου, είχε παραγραφεί, λόγω παρόδου πενταετίας, από της 28-7-2000 ότε και έλαβε αυτός γνώση της ζημίας και βλάβης του και του υπόχρεου σε αποζημίωση, μέχρι και της 30-3-2006, που το πρώτον δηλώθηκε υπ'αυτού ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου παράσταση πολιτικής αγωγής προς υποστήριξη της κατηγορίας. Κατά της παραστάσεως του Δημοσίου, το πρώτον στις 30-3-2006, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αντέλεξαν, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που ανέπτυξαν και προφορικά οι συνήγοροί τους, ομοίως και οι δύο κατηγορούμενοι, για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως, συνεπεία παραγραφής της σχετικής αξιώσεώς του. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επιφυλάχθηκε να αποφασίσει επί των άνω ενστάσεων των κατηγορουμένων και επέτρεψε την παράσταση της άνω πολιτικής αγωγής του Ψ προς υποστήριξη της κατηγορίας και του Δημοσίου για χρηματική ικανοποίηση και μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν την περί ενοχής απόφασή του, απέρριψε τις άνω ενστάσεις αποβολής της πολιτικής αγωγής, με την παρακάτω αιτιολογία: Ως προς την υποβληθείσα ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής του Δημοσίου αυτή θα πρέπει ν' απορριφθεί καθ' όσον αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο έλαβε γνώση για α' φορά της ζημίας του, με την από 23/11/2004 υπ' αριθ. ... πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή ΓΓ που απεστάλη την ανωτέρω ημερομηνία στο αρμόδιο Υπουργείο Οικονομίας από τον συντάκτη της.
Συνεπώς, δεν έχει παρέλθει η νόμιμη προθεσμία της 2ετίας, άλλως 5ετίας, από τον χρόνο αυτόν μέχρι την 30/3/2006, οπότε δηλώθηκε η παράσταση πολιτικής αγωγής. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68 και 82 ΚΠΔ, εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα από την αξιόποινη πράξη ή υπέστη την ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτή, δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίηση της σχετικής απαιτήσεως του παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων στα ακροατήρια του ποινικού δικαστηρίου. Η δήλωση αυτή πρέπει να γίνει ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, αν δεν αφορά χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου χωρίς έγγραφη προδικασία. Σύμφωνα με το άρθρο 84 του ίδιου Κώδικα, η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος πρέπει να περιέχει επί ποινή απαραδέκτου, εκτός από άλλα, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ο δηλών και τους λόγους στους οποίους στηρίζει το δικαίωμα παραστάσεως του. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής στη δήλωση πρέπει να προσδιορίζεται και το είδος της ζημιάς που υπέστη ο δηλών και αν παρίσταται για αποζημίωση για υλική ζημία ή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, διαφορετικά η δήλωση δεν είναι νόμιμη και ο δηλών δεν αποκτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 παρ.1 του Υπαλληλικού Κώδικα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 611/1977, προκύπτει, ότι ο υπαγόμενος στις διατάξεις αυτού δημόσιος υπάλληλος δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις του, προελθούσες εκ δόλου ή βαρείας αμέλειας του που έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ' αυτόν δημοσίας εξουσίας, αλλά υπέχει ευθύνη μόνο έναντι του Δημοσίου για την αποζημίωση, την οποία κατά το άρθρο 105 εδ. α' του ΕισΝΑΚ, κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ.2 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ.1 του ν. 2145/1993, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 παρ.1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο, κατά το άρθρο 63, νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας μόνο. Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 84. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου κατηγορίας, χωρίς να είναι αναγκαίο στην περίπτωση αυτή να διευκρινίζει αν παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή για αποκατάσταση υλικής ζημίας, αφού τέτοια δικαιώματα δεν έχει έναντι του κατηγορουμένου υπαλλήλου (ΑΠ 1586/2004 ΝοΒ 2005.735, ΑΠ 668/2004 ΠοινΛογ 2004.762, ΑΠ 2359/2003 ΠοινΛογ 2003.2540, ΑΠ 1140/2003 ΠοινΛογ 2003.1198, ΑΠ 1169/2002 ΠοινΛογ 2002.37, ΑΠ 17/2002 ΠοινΛογ 2002.37). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63, 68, 83 και 84 του ΚΠΔ, 914 και 932 του ΑΚ, δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο έχει εκείνος που ζημιώθηκε ή έχει υποστεί ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη αμέσως από την αξιόποινη πράξη, που συμβαίνει όταν προσβάλλεται ορισμένο δικαίωμα του ή συμφέρον του που προστατεύεται από τη διάταξη που παραβιάστηκε, όχι όμως και όταν η διάταξη αυτή προστατεύει αποκλειστικά το δημόσιο συμφέρον. Τέλος, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, υπάλληλος, που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τα ανωτέρω και δεδομένου ότι η εν λόγω πράξη συνδέεται κατά την αντικειμενική της υπόσταση και με άμεση βλάβη τρίτου, συνάγεται ότι επί παραβάσεως καθήκοντος που τελείται από δημόσιο διοικητικό υπάλληλο και με την ιδιότητα του αυτή χωρεί πολιτική αγωγή ιδιώτη, εφόσον εξαιτίας αυτής ζημιώθηκε άμεσα (ΑΠ 337/1996 ΠΧρ ΜΣΓ.1687, ΕΠατρ 306/1998 ΠΧρ ΜΗΜ002). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο εγκαλών Ψ, παραδεκτά και νόμιμα, με βάση τις ρηθείσες διατάξεις, παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων μόνον για τη στήριξη της κατηγορίας της παράβασης καθήκοντος κατ' εξακολούθηση, από κοινού και μεμονωμένα που φέρεται ότι τέλεσαν οι κατηγορούμενοι απορριπτόμενων των σχετικών αντιρρήσεων της πρώτης κατηγορούμενης ως μη νομίμων".
Σύμφωνα, με αυτά που προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη και τις άνω παραδοχές του Δικαστηρίου, ο πολιτικώς ενάγων Ψ, είναι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από τα άνω εγκλήματα, διότι παράλληλα με το Δημόσιο πλήττεται και το ιδιωτικό έννομο συμφέρον του ως φορολογούμενου και εδικαιούτο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη της κατά των κατηγορουμένων δημοσίων υπαλλήλων κατηγορίας. Όμως, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παράσταση προς αξίωση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, αλλά για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, δεν ισχύει επ'αυτής η ως άνω προθεσμία παραγραφής του άρθρου 937 του ΑΚ. Το δε πολιτικώς ενάγον Δημόσιο, νομιμοποιείτο σε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου υπαλλήλου αυτού Χ2, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τα αδικήματα αυτά, συνεπεία μειώσεως του κύρους των υπηρεσιών του, ενώ από τότε, που κατά τις παραδοχές, που δεν ελέγχονται αναιρετικά, στις 23-11-2004 έλαβε για πρώτη φορά γνώση της ζημίας του με την με αριθ. ... πορισματική έκθεση του οικονομικού επιθεωρητή ΓΓ, μέχρι και της 30-3-2006, που δηλώθηκε το πρώτον η πολιτική αγωγή ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν είχε παρέλθει ο νόμιμος χρόνος παραγραφής της κατά τον ΑΚ σχετικής αξιώσεώς του.
Συνεπώς, ορθά απορρίφθηκαν οι προβληθείσες ενστάσεις των κατηγορουμένων και οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ α' του ΚΠοινΔ, ''Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α') όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης και όχι η ενέργεια οιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος, στα πλαίσια ένορκης ή μη διοικητικής εξέτασης. Ο λόγος δε της εξαιρέσεως των προσώπων αυτών που άσκησαν ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Το επιχείρημα ότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και στην περίπτωση των ενεργησάντων διοικητική εξέταση δεν είναι αρκετό να οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν πρέπει να εξετάζονται και αυτοί ως μάρτυρες ενόψει του ότι α) ανακριτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι δεν ταυτίζονται β) στόχος της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αληθείας και οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση χρήσεως ενός αποδεικτικού μέσου, όπως είναι η ανωτέρω διάταξη πρέπει να ερμηνεύονται στενώς γ) ο νομοθέτης του ν. 3160/2003 που με τα άρθρα 5 και 6 αυτού αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 43 παρ.1 εδ. β και γ και 47 παρ.2 ΚΠοινΔ. αντιστοίχως, οι οποίες ορίζουν η μεν πρώτη ότι είναι δυνατόν να μη διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, όταν τούτο επιβάλλεται για να κινηθεί η ποινική δίωξη, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, η δε δεύτερη ότι ο Εισαγγελέας προβαίνει στην απόρριψη της εγκλήσεως, όταν κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής διώξεως, εφόσον έχει διενεργηθεί εκτός από προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις και ένορκη διοικητική εξέταση, δεν τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 211, ώστε να περιληφθούν σ' αυτή και οι διενεργήσαντες διοικητικοί εξέταση υπάλληλοι και δ)όταν ο ίδιος ο νομοθέτης κάμπτει σε πολλές περιπτώσεις την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και επιτρέπει την εξέταση ως μαρτύρων και των ενεργησάντων ακόμη ανακριτικά καθήκοντα (περιπτώσεις ανακριτικών πράξεων για λαθρεμπορία άρθρο 63 παρ.1 Αγορ. Κωδ. 122 Ν 3030/1954,7 παρ.4 Ν 2331/1995, 421 παρ. 3 ΚΠοινΔ) θα είναι εκτός του γράμματος και του σκοπού της διατάξεως η επέκταση εφαρμογής της σε περιπτώσεις που δεν ορίζει ρητώς η ίδια η διάταξη.(Ολ. ΑΠ 4/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, από το Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας ή μη των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει, σύμφωνα και με αυτά που προαναφέρθηκαν, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, προς σχηματισμό της άνω καταδικαστικής για την ενοχή των κατηγορουμένων κρίσεώς του, ορθά λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε, μεταξύ άλλων, παρά τη σχετική ένσταση των κατηγορουμένων, το με αριθ. ... πόρισμα του οικονομικού επιθεωρητή περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος του Υπουργείου Οικονομικών ΓΓ, που διενήργησε στο πλαίσιο διαταχθείσας αρμοδίως σχετικής ΕΔΕ, ανεξάρτητα του ότι το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν εξέτασε τον άνω οικονομικό επιθεωρητή ως μάρτυρα, και αιτιολογημένα απορρίφθηκε προβληθείσα σχετική ένσταση των κατηγορουμένων, ορθά όμως συνεκτίμησε και την κατάθεση του άνω επιθεωρητή ως μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που περιλαμβάνεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά, όπως προκύπτει και αναφέρεται στη σελίδα 47 και 77 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως και της αναγνωσθείσας και στο πλαίσιο της ιδίας ΕΔΕ δοθείσας ενόρκου καταθέσεως της ΛΛ, προϊσταμένης Οικονομικής Επιθεωρήσεως Πελοποννήσου και του ελεγκτή ΜΜ, αδιαφόρου όντος του ότι το ίδιο Δικαστήριο, εσφαλμένα κατά τα προεκτεθέντα, δέχτηκε σχετική ένσταση των κατηγορουμένων και δεν εξέτασε τους παραπάνω ως μάρτυρες και στο ακροατήριό του. Άρα ο συναφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί. Κατ'ακολουθίαν των παραπάνω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου (176,183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 10-7-2008 αίτηση της Χ1 και του Χ2 και τους από 23-1-2009 προσθέτους λόγους αυτής, για αναίρεση της με αριθμ. 711,712,713,714/9-7-2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για καθένα από αυτούς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου εκ ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή