Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση όπου το αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Στοιχεία εγκλήματος. Αίτηση για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Αιτιολογία βουλεύματος. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης ως προς το αν το φερόμενο ως υπεξαιρεθέν πράγμα ανήκε στην κυριότητα της εγκαλούσας εταιρείας και αν αυτό είχε περιέλθει στην κατοχή του κατηγορουμένου. Ισχυρισμοί περί απώλειας της κυριότητας από τον κύριο κατά το άρθρο 1058 ΑΚ. Λόγοι αναίρεσης που αφορούν εκτίμηση πραγμάτων από το Συμβούλιο. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος.
Αριθμός 738/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1466/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΘΗΝΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", που εδρεύει στο .....και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1862/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, με αριθμό 34/27-1-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθμ. 192/17-11-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., την οποία άσκησε στο όνομα και για λογαριασμό του ο δικηγόρος Αθηνών Μιχαήλ Μπριντάκης, δυνάμει της από 14-11-2008 προσαρτημένης στην αίτηση εξουσιοδοτήσεως του ιδίου (κατηγορουμένου), το γνήσιο της υπογραφής του οποίου έχει βεβαιωθεί από τον δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Καραγιάννη, κατά του υπ'αριθμ. 1466/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως και το αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου σας, και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ'αριθμ. 3668/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για το κακούργημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (αρ. 375 παρ. 1 εδ. τελ. ΠΚ, όπως προσ. με αρ. 14 παρ. 3α ν. 2721/99), που συνίσταται στο ότι στο ....., τον Απρίλιο του έτους 2004, από πρόθεση, ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας στην περιουσία του, ξένο ολικά γι'αυτόν κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η οποία συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, από πρόθεση, ως νόμιμος εκπρόσωπος και συνδιαχειριστής της εδρεύουσας στην Αθήνα, δραστηριοποιούμενης επιχειρηματικά στην εισαγωγή, εμπορία, μίσθωση, αντιπροσώπευση οίκων κατασκευής μηχανημάτων, εξαρτημάτων, αυτοκινήτων πάσης φύσεως, συντήρηση και επισκευή, μηχανημάτων οικοδομικών γερανών, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ATCO ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ-ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" (ΑΤCΟ ΕΠ.Ε.), η οποία, βάσει της από 08-04-2003 συμβάσεως μισθώσεως έργου, ως υπεργολάβος, για λογαριασμό της δραστηριοποιούμενης επιχειρηματικά σε τεχνικά έργα, εδρεύουσας στο ....., με την επωνυμία "ΑΘΗΝΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" υπεργοδότριας, εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, είχε αναλάβει την εκτέλεση του έργου της συναρμολόγησης, εγκατάστασης, συντήρησης και αποσυναρμολόγησης δύο (2) , μάρκας ΡΟΤΑΙΝ, ιδιοκτησίας της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, οικοδομικών γερανών, που απαιτούνταν για την εκτέλεση από την εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία, ως εργολάβου, του Ολυμπιακού έργου "....." κατασκευής των κτιριακών εγκαταστάσεων-καταλυμάτων διαμονής των δημοσιογράφων, που κάλυπταν στην Ελλάδα τους Ολυμπιακούς αγώνες του έτους 2004, μετά την εκτέλεση από την εκπροσωπούμενη νόμιμα από αυτά προαναφερόμενη υπεργολάβο, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, της ανατεθείσας σε αυτήν υπεργολαβίας, κατά την αποσυναρμολόγηση των εξαρτημάτων των δύο (2) οικοδομικών αυτών γερανών της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, που κατείχε στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα του, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης τους, ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας στην περιουσία του, τα ξένα ολικά γι'αυτόν, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητά πράγματα από τα αποσυναρμολογημένα εξαρτήματα των οικοδομικών αυτών γερανών της εγκαλούσας, ήτοι ενός (1) τεμαχίου-πλαισίου, με κωδικό αριθμό ....., αποτελούμενου από έξι (6) επιμέρους τεμάχια και ενός (1) πλαισίου αγκυρώσεως με κλίμακα και πλατφόρμα, η συνολική αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 83.895 ευρώ, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, τα οποία και δεν επέστρεψε στις αποθήκες της ιδιοκτήτριας τους, εγκαλούσας, αλλά περαιτέρω τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του, εναποθέτοντας αυτά σε οικόπεδο, κείμενο στην παλιά οδό που συνδέει την Κοινότητα ..... με το ..... (.....), έναντι των αμαξωμάτων Α, ιδιοκτησίας της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Κατασκευαστική Άνοιξη Ε.Π.Ε." η οποία κατά ποσοστά 51% και 49% των 2.499 και 2.401 εταιρικών της μεριδίων, ανήκει σ'αυτόν και τη διαχειρίστρια της σύζυγο του, Β, αντίστοιχα. Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1446/2008 βούλευμα, το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση αυτού και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων, με την κρινομένη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως [εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στις 7-11-2008 (βλ. σχετικό αποδεικτικό) και η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε απ'αυτόν στις 17-11-2008] και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως, ήτοι της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 484 παρ. 1β' και δ' ΚΠΔ). Το βούλευμα δε αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για κακούργημα (αρ. 462, 463, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α, 2 ΚΠΔ).
Συνεπώς η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στη. διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής, διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από: την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών, υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Περαιτέρω υπάρχει, στο παραπεμπτικό βούλευμα, η. από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν, την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται ν' αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (Α.Π. (σε Συμβ.) 1303/2002 Π.Χ. ΝΓ, 496, Α.Π. (σε Συμβ.) 1425/2002 Π.Χ. ΝΓ, 510). Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2253/02, ΠΧ ΝΓ 795, ΑΠ 1381/05, ΑΠ 1273/05, ΑΠ 1103/2005).
Το έγκλημα της υπεξαίρεσης προβλέπεται από το άρθρο 375 του Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο: Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται, με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσά των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. (Όπως προστέθηκε το τελευτ. εδ. με το άρθρο 14 παρ, 3α του ν.2721/1999). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατάφαση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην κατά τα άνω κακουργηματική μορφή της απαιτείται να συντρέχουν τα εξής στοιχεία: α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, τέτοιο δε θεωρείται εκείνο που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο, β) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον κάτοχο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, γ) δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία το κατεχόμενο απ'αυτόν ξένο κινητό πράγμα και δ) να υπερβαίνει η συνολική αξία το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (ΑΠ 347/2006 Π.Χ. ΝΣΤ 831, ΑΠ 1050/2005 Π.Χ. ΝΣΤ 130, ΑΠ 113/2005 Π.Χ. ΝΕ 907). Ο χαρακτήρας και το ύψος της αξίας του πράγματος αποτελεί ζήτημα πραγματικό και κρίνεται κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας ή το δικαστικό συμβούλιο, με βάση τις συνθήκες της αγοράς που διαμορφώνουν κάθε φορά την αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την απλή συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η αξία του αντικειμένου της πράξεως της υπεξαιρέσεως (ΑΠ 30/2006 Ποιν.Δικ. σελ. 794, ΑΠ 954/2006 Π.Χ. ΝΖ 330, ΑΠ 311/2005 Π.Χ. ΝΕ 971, ΑΠ 793/2004 Π.Χ. ΝΕ 309). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα ειδικά αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, που μνημονεύει όλα τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "ΑΘΗΝΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στο ....., έχει ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητος και την εκτέλεση τεχνικών έργων. Το έτος 2003, ενόψει της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, στην Αθήνα, ανέλαβε την κατασκευή του έργου ".....". Τόπος εκτέλεσης του έργου ήταν το ..... . Για την πραγματοποίηση των οικοδομικών εργασιών κρίθηκε ως αναγκαία η εγκατάσταση (στήσιμο-συναρμολόγηση) τριών οικοδομικών γερανών. Την συναρμολόγηση-αποσυναρμολόγηση των γερανών αυτών πραγματοποιούν εξειδικευμένες εταιρείες, οι οποίες μάλιστα διαθέτουν και ιδιόκτητους γερανούς, τους οποίους και εκμισθώνουν σε τεχνικές εταιρείες. Έτσι, η εγκαλούσα τεχνική εταιρεία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. απευθύνθηκε στην εξειδικευμένη εταιρεία "ATCO ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", της οποίας συνδιαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο κατηγορούμενος-εκκαλών, προκειμένου αυτή να αναλάβει υπεργολαβικά την συναρμολόγηση, εγκατάσταση, συντήρηση διαρκούντος του έργου και στην συνέχεια την αποσυναρμολόγηση δύο οικοδομικών γερανών, ιδιοκτησίας της εγκαλούσας εταιρείας και ενός οικοδομικού γερανού, δικής της ιδιοκτησίας, τον οποίο αυτή εξεμίσθωσε στην εγκαλούσα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο κατηγορούμενος-εκκαλών μετέβη στις αποθήκες της εγκαλούσας, που βρίσκονται στα ..... και παρέλαβε τα εξαρτήματα των δύο αποσυναρμολογημένων και αποθηκευμένων γερανών ιδιοκτησίας της, τα οποία μετέφερε στο εργοτάξιο του ....., όπου έγινε η τοποθέτηση-συναρμολόγηση αυτών κατά τους μήνες Μάρτιο-Απρίλιο 2003. Μεταξύ των εξαρτημάτων που παρελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο εργοτάξιο ήταν και ένα πλαίσιο γερανού, αποτελούμενο από έξι τεμάχια κορμού, με κωδικό εταιρείας ....., με πλαίσιο αγκυρώσεως, σκάλα και πλατφόρμα, συνολικής αξίας 93.895 ευρώ (Για την εκτίμηση της αξίας βλ. την υπ'αριθμ. ..... προσφορά της εταιρείας Γ Δομική Ανυψωτική ΕΠΕ). Τα ως άνω εξαρτήματα, επειδή περίσσεψαν κατά την συναρμολόγηση των δύο γερανών ιδιοκτησίας της εγκαλούσας, χρησιμοποιήθηκαν από τον κατηγορούμενο στην συναρμολόγηση του τρίτου γερανού, ιδιοκτησίας της εταιρείας του. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός αυτό ο κατηγορούμενος, όταν, περί τον Απρίλιο του έτους 2004, μετά το πέρας των οικοδομικών εργασιών αποσυναρμολόγησε τους δύο γερανούς ιδιοκτησίας της εγκαλούσας εταιρείας και τους επέστρεψε αποσυναρμολογημένους στις αποθήκες της, δεν έπραξε το ίδιο και με τα πιο πάνω εξαρτήματα, τα οποία κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Συγκεκριμένα, αντί να τα επιστρέψει, όπως όφειλε, στην εγκαλούσα, τα μετέφερε και τα απέκρυψε σε οικόπεδο, που βρίσκεται στα ..... και ανήκει στην εταιρεία "Άνοιξη ΕΠΕ", στο εταιρικό κεφάλαιο της οποίας μετέχει ο ίδιος κατά 51%, ενώ κατά το υπόλοιπο 49% μετέχει η σύζυγός του Β. Τα ως άνω υπεξαιρεθέντα εξαρτήματα η εγκαλούσα εντόπισε στις 7-10-2005 στο εν λόγω οικόπεδο, υπάλληλος της οποίας μετέβη στο σημείο και προέβη στην φωτογράφησή τους. Ακόμη διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε επικαλύψει με μαύρη μπογιά τα σημεία των εξαρτημάτων, πάνω στα οποία ήταν αναγεγραμμένος ο κωδικός αριθμός ....., που τα χαρακτήριζε, γεγονός που φανερώνει και την δόλια προαίρεσή του για την παράνομη ιδιοποίησή τους. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, σαφώς προκύπτει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ'αυτόν πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρ. 375 παρ. 1 εδαφ. τελευταίο του Π.Κ., το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α Ν. 2721/99). Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστεί για την ανωτέρω πράξη, ορθώς εκτίμησε και αξιολόγησε τα εκ του αποδεικτικού υλικού προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, αφενός διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1 εδ. τελ. ΠΚ (όπως προστ. με αρ. 14 παρ. 3α ν. 2721/99), τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερομένου εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων. Δεν εμφιλοχώρησε δε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος, ώστε να εμποδίζεται ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα αιτιολογείται πλήρως ότι η κυριότητα των επίμαχων εξαρτημάτων ανήκε στην εγκαλούσα εταιρεία, καθώς επίσης και ο δόλος του αναιρεσείοντος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτά, αφού δέχεται ότι αντί να τα επιστρέψει, όπως όφειλε, στην εγκαλούσα, τα απέκρυψε σε οικόπεδο της εταιρείας του, έχοντας επικαλύψει με μαύρη μπογιά τα σημεία των εξαρτημάτων, πάνω στα οποία ήταν αναγεγραμμένος ο κωδικός αριθμός (.....) που τα χαρακτήριζε. Τέλος, προσδιορίζεται σαφώς και η συνολική αξία των υπεξαιρεθέντων αντικειμένων αφού δέχεται ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ευρώ. Επομένως οι αντίθετοι λόγοι αναιρέσεως από τις διατάξεις του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ με τους οποίους βάλλεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1 εδ. τελ. ΠΚ (όπως προσ. Με αρ. 14 παρ. 3α ν. 2721/99) και για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε αιτιάσεις που πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Συνακόλουθα η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Τέλος, το αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου σας πρέπει να απορριφθεί, αφού με πληρότητα στην αίτηση αναιρέσεως αναπτύσσει τις απόψεις του και δεν χρειάζεται να δώσει οποιαδήποτε διευκρίνιση.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω Α) να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου σας,
Β) να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 192/17-11-2008 αίτηση αναιρέσεως του ως άνω κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..... κατά του υπ'αριθμ. 1466/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 12 Ιανουαρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη 192/17-11-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ....., κατά του 1466/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η έφεση αυτού κατά του 3668/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικυρώθηκε το βούλευμα αυτό, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για το κακούργημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (αρ. 375 παρ. 1 εδ. τελ. ΠΚ, όπως προσ. με αρ. 14 παρ. 3α ν. 2721/99), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
II. Ο αναιρεσείων, με την εμπεριεχόμενη στο δικόγραφο της εκθέσεως αναίρεσης αίτησή του, ζητεί την εμφάνισή του στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, προκειμένου, όπως κατά λέξη αναφέρει, "να παρασχεθεί κάθε εξήγηση για την αποδιδόμενη στο πρόσωπό μου σοβαρή κατηγορία". Η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί, ως κατ' ουσία αβάσιμη, αφού με τις κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις του και οι ισχυρισμοί του αναπτύσσονται επαρκώς σε αυτή, ενώ, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση, για αυτοπρόσωπη αυτού εμφάνιση, δεν προσδιορίζει και δεν εξειδικεύει, πλέον εκείνων που εξαντλητικώς ήδη έχει εκθέσει, για ποια θέματα ζητεί να παράσχει επιπλέον διευκρινήσεις, που να αφορούν μόνον στους προβαλλόμενους υπ' αυτού λόγους αναίρεσης και όχι την ουσία της υποθέσεως.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του άνω ν. 1721/1999, αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ( 73.000 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια [25.000.000] δραχμές (73.000 ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόφου, και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Η ταυτότητα του ξένου κινητού πράγματος, το οποίο αποτελεί το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτής. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τoυ παραπεμπτικού βουλεύματος, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το συμβούλιο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο 1466/2008 βούλευμα, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού ( μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου) δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του,τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "ΑΘΗΝΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στο ....., έχει ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητος και την εκτέλεση τεχνικών έργων. Το έτος 2003, ενόψει της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, στην Αθήνα, ανέλαβε την κατασκευή του έργου ".....". Τόπος εκτέλεσης του έργου ήταν το ..... . Για την πραγματοποίηση των οικοδομικών εργασιών κρίθηκε ως αναγκαία η εγκατάσταση (στήσιμο-συναρμολόγηση) τριών οικοδομικών γερανών. Την συναρμολόγηση-αποσυναρμολόγηση των γερανών αυτών πραγματοποιούν εξειδικευμένες εταιρείες, οι οποίες μάλιστα διαθέτουν και ιδιόκτητους γερανούς, τους οποίους και εκμισθώνουν σε τεχνικές εταιρείες. 'Ετσι, η εγκαλούσα τεχνική εταιρεία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. απευθύνθηκε στην εξειδικευμένη εταιρεία "ATCO ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", της οποίας συνδιαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο κατηγορούμενος-εκκαλών, προκειμένου αυτή να αναλάβει υπεργολαβικά την συναρμολόγηση, εγκατάσταση, συντήρηση διαρκούντος του έργου και στην συνέχεια την αποσυναρμολόγηση δύο οικοδομικών γερανών, ιδιοκτησίας της εγκαλούσας εταιρείας και ενός οικοδομικού γερανού, δικής της ιδιοκτησίας, τον οποίο αυτή εξεμίσθωσε στην εγκαλούσα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο κατηγορούμενος-εκκαλών μετέβη στις αποθήκες της εγκαλούσας, που βρίσκονται στα ..... και παρέλαβε τα εξαρτήματα των δύο αποσυναρμολογημένων και αποθηκευμένων γερανών ιδιοκτησίας της, τα οποία μετέφερε στο εργοτάξιο του ....., όπου έγινε η τοποθέτηση-συναρμολόγηση αυτών κατά τους μήνες Μάρτιο-Απρίλιο 2003. Μεταξύ των εξαρτημάτων που παρελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο εργοτάξιο ήταν και ένα πλαίσιο γερανού, αποτελούμενο από έξι τεμάχια κορμού, με κωδικό εταιρείας ....., με πλαίσιο αγκυρώσεως, σκάλα και πλατφόρμα, συνολικής αξίας 93.895 ευρώ (Για την εκτίμηση της αξίας βλ. την υπ'αριθμ. ..... προσφορά της εταιρείας Γ Δομική Ανυψωτική ΕΠΕ). Τα ως άνω εξαρτήματα, επειδή περίσσεψαν κατά την συναρμολόγηση των δύο γερανών ιδιοκτησίας της εγκαλούσας, χρησιμοποιήθηκαν από τον κατηγορούμενο στην συναρμολόγηση του τρίτου γερανού, ιδιοκτησίας της εταιρείας του. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός αυτό ο κατηγορούμενος, όταν, περί τον Απρίλιο του έτους 2004, μετά το πέρας των οικοδομικών εργασιών αποσυναρμολόγησε τους δύο γερανούς ιδιοκτησίας της εγκαλούσας εταιρείας και τους επέστρεψε αποσυναρμολογημένους στις αποθήκες της, δεν έπραξε το ίδιο και με τα πιο πάνω εξαρτήματα, τα οποία κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Συγκεκριμένα, αντί να τα επιστρέψει, όπως όφειλε, στην εγκαλούσα, τα μετέφερε και τα απέκρυψε σε οικόπεδο, που βρίσκεται στα ..... και ανήκει στην εταιρεία "Άνοιξη ΕΠΕ", στο εταιρικό κεφάλαιο της οποίας μετέχει ο ίδιος κατά 51%, ενώ κατά το υπόλοιπο 49% μετέχει η σύζυγός του Β. Τα ως άνω υπεξαιρεθέντα εξαρτήματα η εγκαλούσα εντόπισε στις 7-10-2005 στο εν λόγω οικόπεδο, υπάλληλος της οποίας μετέβη στο σημείο και προέβη στην φωτογράφησή τους. Ακόμη διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε επικαλύψει με μαύρη μπογιά τα σημεία των εξαρτημάτων, πάνω στα οποία ήταν αναγεγραμμένος ο κωδικός αριθμός ....., που τα χαρακτήριζε, γεγονός που φανερώνει και την δόλια προαίρεσή του για την παράνομη ιδιοποίησή τους. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, σαφώς προκύπτει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ'αυτόν πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρ. 375 παρ. 1 εδαφ. τελευταίο του Π.Κ., το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α Ν. 2721/99). Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστεί για την ανωτέρω πράξη, ορθώς εκτίμησε και αξιολόγησε τα εκ του αποδεικτικού υλικού προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί κατά τα διαλαμβανόμενα στο 3668/2007 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για υπεξαίρεση αντικειμένου αξίας που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των άνω των 73.000 ευρώ, ( άρθρα 26 παρ.1, 27 παρ.1, 375 παρ.1 εδ. τελ. ΠΚ, όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 375 προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του ν. 2721/1999). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 3668/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών . Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ' όσον εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορούμενου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ.1 εδ.τελ. του ΠΚ. Ειδικότερα αιτιολογείται πλήρως ότι η κυριότητα των επίμαχων εξαρτημάτων ανήκε στην εγκαλούσα εταιρεία, καθώς επίσης και ο δόλος του αναιρεσείοντος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτά, αφού δέχεται ότι αντί να τα επιστρέψει, όπως όφειλε, στην εγκαλούσα, τα απέκρυψε σε οικόπεδο της εταιρείας του, έχοντας επικαλύψει με μαύρη μπογιά τα σημεία των εξαρτημάτων, πάνω στα οποία ήταν αναγεγραμμένος ο κωδικός αριθμός που τα χαρακτήριζε.
ΙV. Ο αναιρεσείων με τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα προέβη, όπως κατά λέξη αναφέρει σε "εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διατάξεως σχέσιν έχουσα με διάταξη του Αστικού Νόμου και δη των διατάξεων περί κυριότητας (έλλειψη νόμιμης βάσεως)" και ότι υπάρχει "έλλειψη κυριότητας και νομής των δήθεν ιδιοποιηθέντων κινητών πραγμάτων παρά της εγκαλούσης". Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, εκτιμάται ότι αναφέρονται σε εσφαλμένη εφαρμογή της ποινικής διατάξεως, ως προς την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της υπεξαίρεσης ( 375 ΠΚ) και ειδικότερα ότι το φερόμενο ως υπεξαιρεθέν πράγμα δεν ανήκε στην κυριότητα της εγκαλούσας εταιρείας, όπως η έννοια της κυριότητας αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, και ότι η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, δεν είχε περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα. Προς θεμελίωση του λόγου αυτού αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλει ότι "μηδέποτε εχρησιμοποιήθησαν παρά της εταιρείας του ή του ίδιου ατομικά μεταφορικά μέσα, καθότι στερείται τούτων για να παραληφθούν οικοδομικοί γερανοί από τις αποθήκες ή το εργοτάξιο της εγκαλούσης, ούτε και μετέβη ποτέ ατομικά ή με την ιδιότητα του συνδιαχειριστή της εταιρείας ΑΤCΟ για την αιτία αυτή ή για εποπτεία στις αποθήκες ή στο εργοτάξιο της", το προσβαλλόμενο δε βούλευμα επεκτείνεται "όλως αυθαιρέτως και αναιτιολογήτως σε μη γεγενημένη συμβατική υποχρέωση" του ίδιου και της εταιρείας του, ενώ την ευθύνη της μεταφοράς των γερανών κατόπιν της αποσυναρμολογήσεώς τους, λόγω ολοκληρώσεως του έργου, είχε η εγκαλούσα, από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ανατέθηκε σε αυτόν ή την εταιρεία του "η ευθύνη της επιλογής, αναλήψεως και μεταφοράς παρά των αποθηκών της των οικοδομικών γερανών ιδιοκτησίας της μηνύτριας ...", όπως επίσης δεν προέκυψε "η κυριότης της εγκαλούσης επί του οικοδομικού γερανού, εξαρτήματα του οποίου απετέλεσαν τα δήθεν ιδιοποιηθέντα υπ' εμού κινητά μέρη". Με τις αιτιάσεις του αυτές ο αναιρεσείων αμφισβητεί ότι από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών προέκυπτε ότι τα αναφερόμενα ως υπεξαιρεθέντα κινητά ανήκαν στην κυριότητα της εγκαλούσας εταιρείας και ότι περιήλθαν οποτεδήποτε στην κατοχή του ίδιου ή της εταιρείας του, ώστε να δύναται να στοιχειοτηθεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης για το οποίο παραπέμπεται. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας της πιο πάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (έλλειψη νομίμου βάσεως) πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου Εφετών.
V. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει ότι "το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε εν σιγή τον αυτοτελή ισχυρισμό, όστις προεβλήθη δια του εφετηρίου μου αναφορικά με την έκπτωση της εγκαλούσης από το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητος". Ο ισχυρισμός όμως αυτός του κατηγορουμένου, κατά τον οποίο "επήλθε απώλεια της "κυριότητος" από την "έλκουσα" εμπράγματα δικαιώματα έως τον χρόνο της ενσωματώσεως τους, στον μεταγενέστερο κύριο του πράγματος, εις όν ανήκει το ανυψωτικό μηχάνημα", των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων πραγμάτων-εξαρτημάτων, κατά το άρθρο 1058 του ΑΚ, καθόσον "τα ενσωματωθέντα εξαρτήματα έχουν δευτερεύουσα συμβολή στην συναρμολόγηση και λειτουργία ενός οικοδομικού γερανού", δεν αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό στον οποίο το Συμβούλιο είχε υποχρέωση να απαντήσει ειδικώς, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό. Ανεξαρτήτως αυτού, το Συμβούλιο Εφετών, με τις πιο πάνω παραδοχές του, κατά τις οποίες τα επίμαχα εξαρτήματα συναρμολογήθηκαν και στη συνέχεια αποσυναρμολογήθηκαν αυτούσια, όπως ειδικότερα περιγράφεται στο σκεπτικό του βουλεύματος, απέρριψε εκ των πραγμάτων τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι αυτά ενώθηκαν κατά τρόπο ώστε να γίνουν συστατικά ενιαίου πράγματος, με συνέπεια να απωλέσει την κυριότητα επ' αυτών η εγκαλούσα εταιρεία, κατά άρθρο 1058 παρ.2 του ΑΚ, κατά τους αβασίμους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος .
VΙ. Οι περαιτέρω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που διαλαμβάνονται στον τέταρτο, από το άρθρο 484 παρ.1 περ. β του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης του βουλεύματος, επειδή από την αξιολόγηση του αποδεικτικού μέσου, και συγκεκριμένα του ..... τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, "προκύπτει ασάφεια, αντίφαση και λογικό κενό στο σκεπτικό", και τούτο διότι, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, το Συμβούλιο Εφετών δεν αξιολόγησε όπως ώφειλε το έγγραφο αυτό από το οποίο " "προκύπτει αναντίλλεκτα πως ο μεμισθωμένος γερανός απεσυναρμολογήθη την 20η/10/2003 και ουχί τον Απρίλιο του έτους 2004", απαραδέκτως προβάλλονται, αφενός, διότι η μη γενόμενη ειδική αναφορά και αξιολόγηση εγγράφου και, αφετέρου, η μη αποδοχή ως βασίμων από το Συμβούλιο, όσα εκ του εγγράφου αυτού προκύπτουν, δεν συνιστούν παραδεκτό λόγο αναίρεσης, αφού πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Επίσης για την πληρότητα της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, ως προς την συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου (δόλου) του αποδιδόμενου για κατηγορούμενο αδικήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, δεν απαιτείτο η αναφορά και των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στον πέμπτο από το άρθρο 484 παρ.1 περ.εδ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης (αν δηλαδή αυτός προέβη στην επικάλυψη με μαύρη μπογιά του κωδικού αριθμού και στα λοιπά εξαρτήματα - πλαίσιο αγκυρώσεως, σκάλα, πλατφόρμα κλπ), και συνεπώς είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο σχετικός λόγος αναίρεσης, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Εξάλλου, προσβαλλόμενο βούλευμα με την παραδοχή του ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που στην αρχή του σκεπτικού του κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε ότι η συνολική αξία των υπεξαιρεθέντων κινητών ανερχόταν στο ποσό των 93.895 ευρώ, με ειδική αναφορά, ως προς την εκτίμηση της αξίας αυτής, στην "υπ' αριθμ. ..... προσφορά της εταιρείας Γ Δομική Ανυψωτική ΕΠΕ", αιτιολόγησε με πληρότητα την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 375 παρ.1 εδ. τελευταίο του ΠΚ , ως προς το στοιχείο ότι το συνολικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που διαλαμβάνονται στον έκτο, από την αυτή διάταξη του αρ. 484 παρ.1 περ. δ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας αυτοτελούς ισχυρισμού του, ως προς την αξία των υπεξαιρεθέντων πραγμάτων, διότι " από τα προσαχθέντα και επικληθέντα αποδεικτικά στοιχεία, ιδία δε των εγγράφων προσφορών της ιδίας της εγκαλούσης για πώληση μηχανολογικού εξοπλισμού σε τρίτους, προκύπτει πως η αξία ενός εκάστου των δήθεν υπεξαιρεθέντων δεν υπερβαίνει το ποσόν των χιλίων ευρώ (1000€) και συνολικά .... δεν υπερβαίνει το ποσόν των 8.000-10.000 ευρώ σήμερα", συνιστούν άρνηση της συνδρομής της πιο πάνω επιβαρυντικής της πράξεως της υπεξαίρεσης περιπτώσεως (και όχι αυτοτελή ισχυρισμό, όπως ο αναιρεσείων υποστηρίζει), και το Συμβούλιο Εφετών, αν και δεν είχε την υποχρέωση να απαντήσει ειδικώς, αιτιολογημένα τον απέρριψε, δεχόμενο ότι η συνολική αξία των υπεξαιρεθέντων κινητών ανερχόταν στο ποσό των 93.895 ευρώ.
Συνεπώς και ο εξεταζόμενος σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VII. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠοινΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 192/17-11-2008 αίτηση (εκθέση) αναίρεσης αναιρεσείοντος Χ, κατοίκου ....., κατά του 1466/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και το αίτημα του αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ