Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Δικαστήριο Αναθεωρητικό.
Περίληψη:
Παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου Υποπλοιάρχου του Πολεμικού Ναυτικού στο Πενταμελές Ναυτοδικείο Πειραιώς για να δικαστεί: α) για κακουργηματική πλαστογραφία (216 παρ. παρ. 1 και 3 εδ. α΄ ΠΚ) και β) για κακουργηματική απάτη (386 παρ. παρ. 1 και 3 εδ. β΄ ΠΚ). Το προσβαλλόμενο βούλευμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και έτσι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι αναιρέσεως. Απορριπτέα, επίσης, η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί μη αναφοράς στο βούλευμα των σχετικών άρθρων του ΠΚ, αφού, ανεξαρτήτως του ότι η παράλειψη αυτή δεν προβλέπεται πλέον ως λόγος αναιρέσεως μετά την τροποποίηση του άρθρου 484 παρ. 1 ΚΠΔ από το άρθρο 42 ν. 3160/03, εν προκειμένω στο σκεπτικό του επικυρωθέντος από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος μνημονεύονται τα άνω σχετικά άρθρα του ΠΚ.
Αριθμός 569/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ----
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του με αριθμό 5/2007 βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 917/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 314/09.3.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 204 παρ. 2 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, την υπ' αριθ. 4/11-5-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ' αριθ. 5/2007 βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Το Δικαστικό Συμβούλιο του Ναυτοδικείου Πειραιά με το υπ' αριθ. 210/2006 βούλευμα του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά , για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον προσπορισμό στον εαυτό του περιουσιακού οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) απάτης από την οποία η προξενηθείσα περιουσιακή ζημία του Ελλ. Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση (άρθρα 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1 και 3 α' και 386 παρ. 1 και 3 β' ΠΚ). Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αριθ. 47/27-11-2006 έφεση του, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 5/2007 βούλευμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, με το οποίο έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του. Κατά του ως άνω βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκηση της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ.1, 473 παρ.1, 474 παρ. 1 και 482 παρ Ια του ΚΠΔ, όπως η παρ.1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ.1 του ν. 3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης γ) της απόλυτης ακυρότητας ( άρθρο 484παρ. Ιδ', β' και α' και 171 παρ. 1δ' ΚΠΔ). Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 501/2006 Ποιν.Χρ.ΝΖ/39,ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ.ΝΣΤ/627). Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 747/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/69). Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, με την μορφή καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 1505/2004, Ποιν.Χρ. ΝΕ/622, ΑΠ 858/2004, Ποιν.Χρ.ΝΕ/322, ΑΠ 1753/2003, Ποιν.Χρ. ΝΔ/635 ΑΠ 1303/2003, Ποιν.Χρ. ΝΔ/335). Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ, ή β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (παρ. 3 αρθ. 216 ΠΚ, ως αντικ. με αρθ. 14 παρ. 2 και 2β Ν.2721/1999), (δειτ. ΑΠ 858/2004, Ποιν.Χρ. ΝΕ/322). Ως περιουσιακό όφελος (επί των ως άνω α' και β' περιπτώσεων) νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ ή 15.000 ευρώ αντίστοιχα( ΑΠ 725/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ/59). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ προκύπτει, ότι το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγει (ΑΠ 911/2004, Ποιν.Χρ.ΝΕ/419 ΑΠ 858/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ/322). Η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (η παράγραφος 3 του άρθρου 386 όπως αντικ. με το άρθρο 14 του ν. 2721/1999 ). Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε, δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή (ΑΠ 1506/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ7308). Μεταξύ δε των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και της απάτης υπάρχει αληθής συρροή (ΑΠ 1265/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ7228, ΑΠ 1753/2003, Ποιν.Χρ. ΝΔ/635 ). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 98παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο14 παρ. 1 του νόμου 2721/1999,ορίζεται ότι αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. Ι, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπισθεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων (ΑΠ 59/2004,Ποιν.Χρ.ΝΔ/512). Κατά δε την παρ. 2 του αρ. 98 ΠΚ, όπως προστέθηκε με αρ. 14 παρ. 1 Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό, και στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, το συμβούλιο που το εξέδωσε με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέα, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από την διενεργηθείσα συνολικά ανάκριση (τόσο την κυρία όσο και την προκαταρκτική εξέταση) και ειδικότερα τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν νομίμως, τα λοιπά έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες του εφεσείοντος κατηγορουμένου, αλλά και των λοιπών συγκατηγορουμένων του προέκυψαν τα παρακάτω: Ο εκκαλών που ήταν Υποπλοίαρχος (ΠΤ) του Πολεμικού Ναυτικού, τοποθετήθηκε για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών σε ειρηνευτικές αποστολές στρατιωτικών παρατηρητών της πρώην ECMM (European Community Monitoring Mission) και της διαδόχου της EUMM (European Union Monitoring Mission) στη Βοσνία/Ερζεγοβίνη, αρχικώς στην περιοχή ...... και ακολούθως στην περιοχή της ......, για το χρονικό διάστημα από 15-12-2002 έως 16-7-2004. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 22 του Ν.2685/99 και τις σχετικές ερμηνευτικές εγκυκλίους, (βλ. ιδίως την Φ.453.1/20/2004/Σ 2136/12-8-04/ ΓΕΝ/Β3 προς Δ/ΒΟΤ, οι συμμετέχοντες σε αποστολές παρατηρητών της EUMM 'Ελληνες στρατιωτικοί, λαμβάνουν έξοδα μετακινήσεως, ημερήσια αποζημίωση εξωτερικού και έξοδα διαμονής ξενοδοχείου, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εντάσσονται. Έτσι οι στρατιωτικοί με βαθμούς Ανθυποπλοιάρχου και Υποπλοιάρχου, όπως και ο εκκαλών εντάσσονται στις κατηγορίες ιιι και ιν του άρθρου 4 και δικαιολογείται γι' αυτούς διαμονή σε ξενοδοχεία τριών (3) αστέρων. Στη δεύτερη όμως παράγραφο του άρθρου 22 (Ν.2685/99), αναφέρεται ότι "προκειμένου περί μετακινήσεων σε χώρες στις οποίες επικρατούν ειδικές συνθήκες διαβίωσης, επιτρέπεται η διανυκτέρευση σε ξενοδοχεία κατηγορίας ανώτερης από εκείνη που δικαιούται ο μετακινούμενος, κατά τις προαναφερόμενες διακρίσεις". Τα έξοδα διαμονής σε ξενοδοχεία (δαπάνες διανυκτερεύσεως) καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας που μεταβαίνει ο μετακινούμενος, όταν αυτό εντάσσεται στην κατηγορία των σταθερών ισοτιμιών, αλλιώς σε ΕΥΡΩ, (βλ. ερμηνευτική εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, Αριθμ. Πρωτ. 2/54866/0022/20-7-99). Η δικαιολόγηση της δαπάνης ξενοδοχείου γίνεται βάσει αποδείξεων, (βλ. Φ. 843/2/288543/6-2-01 και Φ. 843/5/2899969/Σ. 1630/27-3-01 ΓΕΣ/ΔΝΣΗ Οικονομικού/ 3Β, ενώ όπου είναι διαθέσιμα καταλύματα (οικίες ή διαμερίσματα) στις εγκαταστάσεις της EUMM, πρέπει αυτά να χρησιμοποιούνται από τους στρατιωτικούς της αποστολής, οι οποίοι θα πρέπει να καταβάλλουν στην EUMM, για τη χρήση της κρεβατοκάμαρας και των συναφών εγκαταστάσεων, το ποσό των 8 ΕΥΡΩ ανά διανυκτέρευση (μέχρι 31-5-04, οπότε καθιερώθηκε σταθερή τιμή 250 ΕΥΡΩ το μήνα). Όταν δεν υπάρχει διαθέσιμο κατάλυμα στις λειτουργικές εγκαταστάσεις της EUMM, οι στρατιωτικοί είναι υπεύθυνοι για την ενοικίαση και πληρωμή του καταλύματός τους. Συνήθως παρέχεται κατάλυμα σε όλες τις τοποθεσίες των μονάδων και στα γραφεία της αποστολής/περιφερειακά γραφεία, εάν αυτό υπαγορεύεται από τις συνθήκες ασφαλείας, (βλ. το από 24-3-2006 έγγραφο του Προϊσσταμένου Προσωπικού του Στρατηγείου της EUMM). Να σημειωθεί εδώ ότι κατά την πάγια τακτική εκκαθαρίσεως των δαπανών μετακινήσεως των στρατιωτικών και ειδικότερα των ανηκόντων στο Πολεμικό Ναυτικό, που μεταβαίνουν σε ειρηνευτικές αποστολές, οι τελευταίοι, προ της αναχωρήσεως τους, προσκομίζουν στην Γ' Χρηματική Διαχείριση της Δ/ΓΕΝ, τη διαταγή συμμετοχής τους στις ειρηνευτικές αποστολές και το φύλλο πορείας τους και λαμβάνουν σε μετρητά, ως προκαταβολή, χρηματικό ποσό δύο έως τριών μηνών, το οποίο περιλαμβάνει την πλήρη αποζημίωση που δικαιούνται για το χρονικό αυτό διάστημα και επιπλέον προκαταβολή για τις δαπάνες διαμονής του σε ξενοδοχείο. Στην συνέχεια κάνοντας χρήση της κανονικής τους αδείας, έρχονται στην Ελλάδα (ανά χρονικά διαστήματα διαρκείας δύο με τριών μηνών περίπου) και εμφανιζόμενοι στην αρμόδια Γ1 Χρηματική Διαχείριση της Δ/ΓΕΝ, προσκομίζουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά δηλ. τις αποδείξεις των ξενοδοχείων, στα οποία είχαν διαμείνει και υπεύθυνη δήλωση για την κατηγορία των ξενοδοχείων, προβαίνοντας κάθε φορά σε οικονομική εκκαθάριση του χρονικού διαστήματος που είχε παρέλθει στη χώρα τοποθετήσεως τους και λαμβάνοντας νέα προκαταβολή αποζημίωσης και δαπάνης ξενοδοχείων για το επόμενο διάστημα κοκ. Η πιο πάνω διαδικασία ακολουθείται μέχρι τον οριστικό επαναπατρισμό τους, οπότε γίνεται η τελική εκκαθάριση, (βλ. την από 3-6-2004 μαρτυρική κατάθεση του Οικονομικού Αξκού Υποπλοιάρχου .....). Περί το μήνα Δεκέμβριο του 2002, περιήλθε στην Εισαγγελία του Στρατοδικείου Αθηνών, ανώνυμη επιστολή, η οποία ανέφερε, ότι αξιωματικοί και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι τοποθετούνταν ως παρατηρητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αλβανία και στις πρώην Επαρχίες της Γιουγκοσλαβίας (Κροατία, Βοσνία, Σκόπια, Κοσσυφοπέδιο), ενώ διέμεναν σε οικίες ή άλλου είδους ενδιαιτήσεις που τους παραχωρούσε η EUMM, αντί συμβολικού τιμήματος (200-250 ΕΥΡΩ τον μήνα), επιστρέφοντας στην Ελλάδα εμφάνιζαν στις αρμόδιες οικονομικές διαχειρίσεις, πλαστές αποδείξεις διαμονής σε ανύπαρκτα πολυτελή ξενοδοχεία των ως άνω περιοχών, με κόστος ανά διανυκτέρευση που κυμαινόταν από 150 έως 200 ευρώ. Κατ' αυτόν δε τον τρόπο εξαπατούσαν τις οικονομικές διαχειρίσεις και εισέπρατταν υπερβολικά ποσά. Η πιο πάνω επιστολή απετέλεσε το έναυσμα για εισαγγελική έρευνα σχετικά με τις πιο πάνω συμπεριφορές και επεκτάθηκε και στους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος μολονότι, όπως προκύπτει από το από 24-3-06 έγγραφο του προϊσταμένου προσωπικού του Στρατηγείου της EUMM, διέμεινε σε κατάλυμα που του παραχωρήθηκε έναντι 8 ευρώ η διανυκτέρευση, για όλο το χρονικό διάστημα της παραμονής του στην Αποστολή (δηλαδή από 15-12-2002 έως 16-7-2004), αρχικά από 15-12-02 έως 19-12-02 στο Ελληνικό Γραφείο Προσωπικού που εδρεύει εντός του κτηρίου της EUMM (Greek Delegation Office) αλλά και στη συνέχεια ως ομάδες από 19-12-02 έως 15-3-04 στο .... και από 15-3-01 έως 16-7-04 στην ...., προσκόμισε στη Γ1 Διαχείριση της Δ/ΓΕΝ αποδείξεις διαμονής του σε ξενοδοχεία των πόλεων ..... και .... και μάλιστα για χρονικό διάστημα από 15-12-2002 έως 30-4-2004, για ίδιο διάστημα δηλαδή κατά το οποίο εφέρετο ότι διέμενε σε καταλύματα της EUMM. Οι πιο πάνω προσκομισθείσες αποδείξεις όμως ήταν πλαστές, γιατί δεν προέρχονταν από ξενοδοχεία είτε γιατί τα τελευταία ήταν ανύπαρκτα, είτε αν υπήρχαν, ο κατηγορούμενος δεν είχε διαμείνει σε αυτά, αλλά και στην περίπτωση που είχε τυχόν διαμείνει, η διανυκτέρευση κόστιζε το πολύ μέχρι 30 ευρώ, αντί των 170 και 150 ευρώ που εμφανίζονταν στις αποδείξεις. Επισημαίνεται ότι εκτός από τον κατηγορούμενο, ο οποίος εφεσίβαλε το. βούλευμα επειδή οι πράξεις του διώκονται σε βαθμό κακουργήματος, συμπαραπέμπονται μαζί του και άλλοι 6 κατηγορούμενοι στρατιωτικοί του Πολεμικού Ναυτικού για τις ίδιες, σε βαθμό πλημμελήματος όμως, πράξεις και πιο συγκεκριμένα για υποβολή στις οικονομικές διαχειρίσεις του Πολεμικού Ναυτικού, πλαστών αποδείξεων διαμονής σε ξενοδοχεία, τις οποίες κατάρτισαν κατά τον ίδιο τρόπο με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή σε φύλλα χάρτου Α4 (ιδίου μεγέθους) και σχεδόν όλοι με την ίδια γραμματοσειρά. Η κατάρτιση των πιο πάνω πλαστών αποδείξεων δεν ήταν για τον κατηγορούμενο (αλλά και για τους υπόλοιπους συγκατηγορουμένους του που, ενήργησαν με πανομοιότυπο τρόπο), δύσκολη υπόθεση έστω και εάν δεν εγνώριζε την τοπική διάλεκτο, όπως ισχυρίζεται στην απολογία του, αφού αρκούσε η αντιγραφή όλων των εγγραφών μιας γνήσιας απόδειξης ενός υπαρκτού ξενοδοχείου της περιοχής, την οποία με οποιοδήποτε νόμιμο ή παράνομο τρόπο θα μπορούσε να αποκτήσει κάποιος εκ των εμπλεκομένων Ελλήνων στρατιωτικών. Η κατάρτιση δε τέτοιων (πλαστών) αποδείξεων τείνει να γίνει μάστιγα τα τελευταία χρόνια - από τότε που άρχισαν με πολύ μεγάλη συχνότητα να λαμβάνουν μέρος Έλληνες στρατιωτικοί σε αποστολές του εξωτερικού - αν κρίνει κανείς και από άλλες όμοιες υποθέσεις που απασχόλησαν τα στρατιωτικά δικαστήρια. Σ' αυτό βεβαίως συνέβαλε τα μέγιστα η ανάπτυξη της τεχνολογίας (Ηλεκτρονικών Υπολογιστών), σε σημείο που σχεδόν ο καθένας να μπορεί να κατασκευάσει από κάποια γνήσια (πρωτότυπη) απόδειξη ξενοδοχείου, μία πλαστή με σαφώς υψηλότερο αντίτιμο για την ημερήσια χρέωση (του ξενοδοχείου). Πράγματι καμμία από τις αποδείξεις (πλαστές) που συγκέντρωσε η ανάκριση, δεν αναγράφει χρηματικό ποσό ίσο με αυτό που τα ξενοδοχεία της περιοχής πράγματι κοστολογούσαν το δωμάτιο ανά διανυκτέρευση, αλλά κατά πολύ μεγαλύτερο από διπλάσιο έως και πενταπλάσιο. Κατόπιν των προαναφερθέντων, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου στην απολογία του, ότι επειδή οι πλαστές αποδείξεις είναι συντεταγμένες στη γιουγκοσλαβική γλώσσα, είναι αδύνατο να τις κατάρτισε αυτός, λόγω αγνοίας της συγκεκριμένης γλώσσας, όχι μόνο εμφανίζεται αβάσιμος, αφού ο μόνος που είχε συμφέρον στη σύνταξη τους ήταν ο ίδιος αλλά αναιρείται και από την απλή ανάγνωση αυτών, όπου κάτω ακριβώς από τα γιουγκοσλαβικά, αναγράφονται όλα τα στοιχεία των επίδικων αποδείξεων και στην αγγλική γλώσσα, η γνώση της οποίας, ήταν απαραίτητο στοιχείο για τη συμμετοχή τους στις αποστολές των παρατηρητών της EUMM. Με τη συμπεριφορά του αυτή ο κατηγορούμενος παραπλανώντας τα αρμόδια οικονομικά όργανα, επιτύγχανεν την καταβολή σ' αυτόν των αναγραφομένων στις αποδείξεις χρηματικών ποσών. Ο εκκαλών, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι, προέβη σε τμηματική εκκαθάριση των δαπανών ημερήσιας αποζημίωσης και εξόδων διαμονής του, οι δαπάνες δε αυτές υποβλήθηκαν μέσω ΓΕΝ/Ε4 με χρηματικά εντάλματα προπληρωμής (ΧΕΠ) στο ελεγκτικό υπηρεσιακό όργανο του Πολεμικού Ναυτικού, δηλ. το ΓΕΝ/ΟΕΠΝ/ΑΕΔ για έλεγχο και στη συνέχεια προώθηση στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σημειώνεται ότι τα χρήματα που καταβάλλονται σταδιακά στον μετακινούμενο απορρέουν από κάποιο ΧΕΠ, το οποίο παραμένει ανοικτό μέχρι να συμπληρωθούν τα δικαιολογητικά που αντιστοιχούν στο χρηματικό ποσό ανοίγματος του και το οποίο όταν <<εξαντληθεί>>, υποβάλλεται στο ΓΕΝ/ΟΕΠΝ/ΔΕΔ και ανοίγει άλλο ΧΕΠ από το ΓΕΝ/Ε4. Στον πίνακα που επισυνάπτεται στο αυτό 15-5-2006 έγγραφο της Υπηρεσίας του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ) προς τον Ανακριτή του Ναυτοδικείου Πειραιώς, εμφαίνονται (ανά όνομα κατηγορουμένου) όλα τα ΧΕΠ που απεστάλησαν στο ΕΣ για έλεγχο, τα δικαιολογητικά των οποίων έχουν πολτοποιηθεί σύμφωνα με σχετική απόφαση της Ολομέλειας του ΕΣ, εκτός των υπ' αριθμ, 418/2002, 3566/2002 και 597/2002, τα οποία δεν έχουν ελεγχθεί ακόμη. Ειδικότερα ο εκκαλών (Χ), ο οποίος όπως προαναφέρθηκε, τοποθετήθηκε ως παρατηρητής στις περιοχές .... και .... της ..., κατάρτισε και προσκόμισε στη Γ' Διαχείριση της Δ/ΓΕΝ, τις παρακάτω αποδείξεις διαμονής σε ξενοδοχεία, εισπράττοντας με την προαναφερθείσα διαδικασία τα αντιστοίχως αναφερόμενα ποσά ως δαπάνες διαμονής. Κατά το από 15-12-2002 έως 16-7-2004 χρονικό διάστημα, φέρεται ότι διέμεινε από 15-12-02 έως και 31-12-03 σε ξενοδοχείο ονόματι "...." περιοχής ...., αρχικώς έναντι 170 ευρώ τη διανυκτέρευση (βλ. τις συνημμένες στη δικογραφία αποδείξεις), εν συνεχεία όμως το ποσό μειώθηκε στα 150 ευρώ ανά διανυκτέρευση (βλ. τις λοιπές αποδείξεις του ιδίου ξενοδοχείου από 1-7-03 έως 31-12-03, με διαφορετικό όμως χρώμα στο λογότυπο της επιχείρησης). Επίσης κατά το από 1-1-04 έως 30-4-04 χρονικό διάστημα, ότι διέμεινε στο ξενοδοχείο ....., της πόλεως ...., έναντι του ποσού των 150 ευρώ ανά διανυκτέρευση. Συνολικώς δε προσεκόμισε 17 πλαστά έγγραφα που έμοιαζαν με αποδείξεις-τιμολόγια των προαναφερθέντων ξενοδοχείων συνολικού ποσού 79.410 ευρώ. Όπως προέκυψε όμως από τα με ημερομηνίες 1-6-2006 και 6-6-2006 έγγραφα της Ελληνικής Πρεσβείας στο Σαράγεβο προς τον Ανακριτή του Ναυτοδικείου που ενήργησε την κυρία ανάκριση, ξενοδοχείο με την ονομασία ... δεν εντοπίσθηκε στην περιοχή του ...... Τα τηλέφωνα επικοινωνίας που υπήρχαν επάνω στις αποδείξεις δεν αντιστοιχούν σε συνδρομητές, το ξενοδοχείο δεν είναι καταχωρημένο στον ισχύοντα τηλεφωνικό κατάλογο της περιοχής, αλλά ούτε και στην κατάσταση των ξενοδοχείων-εταιρειών που τηρεί το Επιμελητήριο. Αναφορικά με το ξενοδοχείο ...., προέκυψε ότι είναι μεν υπαρκτό αλλά λειτουργούσε σε άλλη διεύθυνση (.....) από αυτή που αναγράφεται στις αποδείξεις. Πρόσφατα δε λειτουργεί στη διεύθυνση που εμφανίζεται στις αποδείξεις (.....).
Συνεπώς οι αποδείξεις που αναφέρονται σε διανυκτερεύσεις του κατηγορουμένου για το από 1-1-2004 έως 30-4-2004 χρονικό διάστημα, η διεύθυνση του ξενοδοχείου ήταν ......). Επίσης ο λογότυπος που εμφανίζεται στις αποδείξεις που προσεκόμισε ο κατηγορούμενος στις οικονομικές υπηρεσίες του Ναυτικού είναι διαφορετικός από τον πραγματικό, ο αριθμός του τηλεφώνου αντιστοιχεί στο τμήμα μάρκετινγκ και όχι στον αριθμό του τηλεφωνικού κέντρου του ξενοδοχείου, η σφραγίδα επάνω στις αποδείξεις δεν είναι αυτή που χρησιμοποιεί το ξενοδοχείο και το κυριότερο η διανυκτέρευση χρεώνεται στον πελάτη 30 ευρώ και όχι 150 ευρώ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος, τοποθετήθηκε ως προελέχθη ως παρατηρητής (μέλος της ελληνικής αποστολής) της EUMM στη ...., πάλαι ποτέ μιας από τις Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας και ειδικότερα στις πόλεις .... και ...., για το χρονικό διάστημα από 15-12-2002 έως 16-7-2004. Προ δε της αναχωρήσεώς του κατά την παγίως τηρούμενη πρακτική, προκαταβλήθηκε σ' αυτόν ποσό (προκαταβολή) δύο με τριών μηνών, που περιελάμβανε την ημερήσια αποζημίωση για το χρονικό αυτό διάστημα και προκαταβολή δαπάνης ξενοδοχείου που αντιστοιχούσε σε 150 ευρώ ημερησίως. Το πιο πάνω ποσό δεν καθοριζόταν με κάποια διαταγή αλλά με βάση τιμολόγια ξενοδοχείων από άλλες αποστολές και προκειμένου βέβαια οι Έλληνες παρατηρητές να μη βρεθούν με λίγα χρήματα σε ένα κατ' εξοχήν αφιλόξενο περιβάλλον. Στον κατηγορούμενο, όπως προαναφέρθηκε, παρασχέθηκε κατάλυμα από την EUMM για το χρονικό διάστημα από 15 Δεκ. 2002 έως 30 Απρ. 2004, στα οποία αυτός φαίνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι διέμενε καθ' όλοαυτό το χρονικό διάστημα καταβάλλοντος περίπου 8 ευρώ την διανυκτέρευση. Βεβαίως παρείχετο η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να διαμείνει, αναγνωριζομένων των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως και με γνώμονα την ασφάλεια του, και σε ξενοδοχείο τριών αστέρων αντί των καταλυμάτων της EUMM, αλλά σύμφωνα με το νόμο και σε ξενοδοχεία ανώτερης κατηγορίας (τεσσάρων αστέρων),. Άλλωστε η κατηγορία που βαρύνει τον κατηγορούμενο δεν είναι γιατί επέλεξε να μείνει σε ξενοδοχείο αντί του καταλύματος (πιο φθηνού) της EUMM, αλλά γιατί ενώ δεν διέμενε σε ξενοδοχεία εν τούτοις κατήρτισε πλαστές αποδείξεις διαμονής του σ' αυτά και μάλιστα με πανάκριβο για τα δεδομένα της χώρας αυτής, ημερήσιο κόστος (150-170 ευρώ). Ο κατηγορούμενος, όπως και οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του, δεν αρνήθηκε ότι του παραχωρήθηκε κατάλυμα αλλά το αξιολόγησε ως χώρο εργασίας στον οποίο ξεκουραζόταν μόνο τις μεσημβρινές ώρες χωρίς να διανυκτερεύει σ' αυτό. Από κανένα όμως στοιχείο της δικογραφίας προέκυψε ότι πράγματι ο κατηγορούμενος αναπαυόταν μόνο στα καταλύματα αυτά και στη συνέχεια διανυκτέρευε σε δωμάτια ξενοδοχείων. Με δεδομένο λοιπόν ότι όλα τα μέλη των αποστολών, μπορούσαν για λόγους ασφάλειας να κάνουν χρήση του δικαιώματος που τους παρείχε ο νόμος και να διαμένουν σε ξενοδοχεία, αφού μάλιστα οι δαπάνες διαμονής σ' αυτά καταβάλλονταν χωρίς την παραμικρή κράτηση με μόνη την προσκόμιση στην Γ' χρηματική διαχείριση της Δ/ΓΕΝ υπεύθυνης δήλωσης και τιμολογίου- αποδείξεως του ξενοδοχείου, χωρίς ουσιαστικά να τίθεται περιορισμός ως προς το ύψος του ποσού της διανυκτερεύσεως, ο κατηγορούμενος με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή όταν ερχόταν περιοδικά στην Ελλάδα, κατήρτισε έντυπα αποδείξεων στη σλαβική γλώσσα που φέρονταν ότι είχαν εκδοθεί από τα ξενοδοχεία ....., περιοχής .... και ....., περιοχής .... τα οποία έφεραν λογότυπα (διακριτικό γνώρισμα) και σφραγίδα ξενοδοχείου, ανέγραφαν επωνυμία, έδρα, τηλέφωνο και τηλεομοιότυπο (FAX) της επιχείρησης καθώς και ημερομηνία έκδοσης, αριθμό δωματίου και αριθμό αποδείξεως, χρονικό διάστημα παραμονής του πελάτη, ως τιμή διανυκτερεύσεως το ποσό των 150 ή 170 ευρώ, τελική τιμή οφειλομένου ποσού και υπογραφή επί της σφραγίδος. Σημειωτέον ότι η έλλειψη υπογραφής στις αποδείξεις του ξενοδοχείου ....., δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως εγγράφων, καθόσον η φερόμενη ως εκδότρια ξενοδοχειακή επιχείρηση "....", εξατομικεύεται πλήρως εφ' όσον στα έγγραφα έχουν τεθεί όλα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι εξεδόθησαν από το παραπάνω ξενοδοχείο και να παραπλανήσουν τα αρμόδια οικονομικά όργανα ως προς της γνησιότητα τους, δηλαδή λογότυπος, επωνυμία, διεύθυνση της έδρας και τηλέφωνο. Εξάλλου η θέση υπογραφής επί ενός εγγράφου δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την υπαγωγή αυτού στην έννοια των άρθρων 13 περ. γ' και 216 ΠΚ εφόσον εξατομικεύεται επαρκώς και δίδεται η δυνατότητα απόδοσης του περιεχομένου του σε ορισμένο πρόσωπο που είναι ο εκδότης του. Μόνο όταν το πρόσωπο του εκδότη δεν μπορεί να προκύψει από άλλα στοιχεία η θέση της υπογραφής επί του γραπτού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Στις αποδείξεις που φέρονται ως εκδοθείσες από ξενοδοχείο ονόματι ....., ο εκκαλών έθεσε υπογραφή, κατ' απομίμηση της υπογραφής του δήθεν αρμοδίου για την είσπραξη των χρηματικών ποσών και λογικό είναι να μη υπογράψει επ' αυτών με τη δική του υπογραφή, η οποία θα ήταν εύκολα αναγνωρίσιμη και θα τον καθιστούσε αυτόματα ύποπτο πλαστογραφίας. Γνωρίζοντας λοιπόν ο κατηγορούμενος ότι κατά την ακολουθούμενη μέχρι τώρα πρακτική, δεν θα περιεκόπτετο η δαπάνη διαμονής σε ξενοδοχεία από την αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εάν αυτή (δαπάνη) αποδεικνυόταν βάσει νομιμοφανών αποδείξεων που μπορούσαν να παραπλανήσουν κάθε καλόπιστο οικονομικό όργανο, που θα συναλλασσόταν μαζί του, δεδομένου μάλιστα ότι το ποσό ανά διανυκτέρευση δεν υπερέβαινε τα 150 ή 170 ευρώ, που ισόποσο του εχορηγείτο ως προκαταβολή, υπέβαλε στη Γ' Διαχείριση επιμελητείας Δ/ΓΕΝ, τις εν λόγω πλαστές αποδείξεις, οι οποίες λόγω της αληθοφάνειας τους δημιούργησαν στα όργανα της επιμελητείας παραπλανητική εικόνα ως προς το ότι εν λόγω πλαστές αποδείξεις αφ' ενός μεν προέρχονταν από υπαρκτά ξενοδοχεία, αφετέρου δε ότι ο αναγραφόμενος στις παραπάνω πλαστές αποδείξεις κατηγορούμενος διέμεινε πράγματι στα ξενοδοχεία αυτά και κατέβαλε τα σημειούμενα χρηματικά ποσά , ενώ κάτι τέτοιο φυσικά δεν συνέβαινε. Ετσι λόγω της πλάνης που σκοπίμως δημιούργησε στα οικονομικά όργανα ο κατηγορούμενος, θεωρήθηκαν οι αποδείξεις ως γνήσιες (αληθινές), πείστηκαν αυτοί ότι πράγματι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εκταμίευσης των εκάστοτε ζητουμένων ή συμψηφισμού με τις προκαταβολές ποσών που είχε λάβει και έτσι τα ενέκριναν ως δαπάνη, κατέβαλαν στον κατηγορούμενο τα ποσά αυτά με βλάβη του ελληνικού δημοσίου και στη συνέχεια υπέβαλαν τα δικαιολογητικά της δαπάνης για περαιτέρω ενέργειες (τελικό έλεγχο και τακτοποίηση των ΧΕΠ) στην υπηρεσία του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με τη μέθοδο αυτή ο εκκαλών ενσωμάτωσε παράνομα στην προσωπική του περιουσία ποσά, τα οποία ουδέποτε κατέβαλε ως έξοδα διαμονής. Ειδικότερα ο εκκαλών με τον τρόπο που προαναφέρθηκε (με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή) σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες κείμενες όμως εντός του από 1-1-03 μέχρι 20-7-04 χρονικού διαστήματος προέβη στην εξ υπαρχής κατάρτιση 17 εντύπων αποδείξεων ξενοδοχείων της αλλοδαπής και δη 1) την υπ' αριθμ. 1879 από 1 Ιαν. 2003, για χρονικό διάστημα παραμονής από 15-12-02 έως 31-12-02 και για ποσό 2890,00 πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ..... της πόλης ..... 2) την υπ' αριθ. 98 από 1 Φεβ. 2003 χρονικό διάστημα παραμονής από 1-1-03 έως 31-1-03 και για όσό 5270,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ..... πόλης ....., 3) την υπ' αρ. 183 από 1 Mαρ.. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-2-03 έως 28-2-03 και για ποσό 4760,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ..... πόλης ....., 4) την υπ' αρ. 321 από 1 Απρ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-3-03 έως 31-1-03 και για ποσό 5270,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... πόλης ...., 5) την υπ' αρ. 405 από 1 Μαϊ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-4-03 έως 30-4-03 και για ποσό 5100,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ..... πόλης ....., 6) την υπ' αρ. 567 από 1 Ιούν. 2003 για το χρονικό διάστημα παραμονής από 1-5-03 έως 31^5-03 και για ποσό 5270,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... πόλης ....., 7) την υπ' αρ. 7.24 από 1 Ιουλ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-6-03 έως 30-6-03 και για ποσό 5100,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ..... πόλης ...., 8) την υπ' αρ. 892 από 1 Αυγ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-7-03 έως 31-7-03 και για ποσό 4650,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... πόλης ...., 9) την υπ' αρ. 1130 από 1 Σεπ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-8-03 έως 31-8-03 και για ποσό 4650,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... πόλης ....., 10) την υπ' αρ. 1325 από 1 Οκτ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-9-03 έως 30-9-03 και για ποσό 4500,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... πόλης ...., 11) την υπ' αρ. 1494 από 1 Νοε. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-10-03 έως 31-10-03 και για ποσό 4650,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... πόλης ...., 12) την υπ' αρ. 1663 από 1 Δεκ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-11-03 έως 30-11-03 και για ποσό 4500,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... πόλης ..., 13) την υπ' αρ. 1841 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-12-03 έως 31-12-03 από 1 Ιαν. 2004 και για ποσό 4650,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... πόλης ...., 14) την υπ' αρ. 75, για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-1-04 έως 31-1-04 και για ποσό 4650,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... περιοχής ...., 15) την υπ' αρ. 89, για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-2-04 έως 29-2-04 και για ποσό 4350,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... περιοχής ....., 16) την υπ' αριθ. 101, για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-3-04 έως 31-3-04 και για ποσό 4650,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... περιοχής ...., 17) την υπ' αρ. 117, για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-4-04 έως 30-4-04 και για ποσό 4500,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... περιοχής ..... Δηλαδή για συνολικό ποσό 79.410 ευρώ. Τις έτσι καταρτισθείσες (πλαστές) αποδείξεις υπέβαλε ο εφεσείων εξακολουθητικώς σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες κείμενες πάντως εντός του από 1-1-03 μέχρι 20-7-2004 χρονικού διαστήματος στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού (Γ' Διαχείριση Επιμελητείας της Δ/ΓΕΝ), για τμηματική εκκαθάριση των εξόδων διαμονής του σε ξενοδοχεία της αλλοδαπής, στα οποία είχε δήθεν διαμείνει ως παρατηρητής της EUMM, παραπλανώντας τις υπηρεσίες αυτές, αφού οι εν λόγω αποδείξεις ήταν πλαστές, καταρτισθείσες από τον ίδιο με τη χρήση Ηλεκτρονικού Υπολογιστή και έτσι με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, τους έπεισε να του καταβάλουν τα αναφερόμενα σ' αυτές ποσά συνολικού ύψους 79.410 ευρώ, τα οποία εισέπραξε χωρίς να τα δικαιούται με ισόποση οικονομική βλάβη του ελληνικού Δημοσίου. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις του αυτές, το παραπάνω Αναθεωρητικό Δικαστήριο, έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ' ουσία την υπ' αριθ. 47/2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθ. 210/2006 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Ναυτοδικείου Πειραιά και επικύρωσε το βούλευμα τούτο. Με αυτά που δέχθηκε το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, διά της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα του πρόταση του παρ'αυτώ εισαγγελέα ,σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με τους οποίους οδηγήθηκε στην κρίση το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1 και 3α' και 386 παρ.1 και 3β' ΠΚ , όπως τα δύο τελευταία άρθρα αντικ. με το άρθρο 14 του ν. 2721/1999, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και απέρριψε έτσι κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος. Να αναφερθεί δε ότι τον πρώτο λόγο αναίρεσης, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, στηρίζει ο αναιρεσείων στην παράλειψη αναγραφής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που προβλέπουν τα αδικήματα για τα οποία παραπέμπεται να δικασθεί αυτός. Η παράλειψη όμως αυτή ως λόγος αναιρέσεως δεν προβλέπεται πλέον μετά την τροποποίηση του άρθρου 484 ΚΠΔ, με το άρθρο 42 του ν. 3160/2003. Είναι επομένως αβάσιμοι και απορριπτέοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω : Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ' αριθ. 4/11-5-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του υπ' αριθ. 5/2007 βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 8 -7-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων των αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών? και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν η το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 εδ. β' του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση
του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε
από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού η νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 216 ΠΚ, όπως αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2 του ν.2721/1999, "Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ)". Προς τούτοις, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94, 216 παρ. 1 και 3 και 386 παρ. 1 και 3 του Ποινικού Κώδικα συνάγεται ότι τα εγκλήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος και της απάτης συρρέουν αληθώς και κανένα από αυτά δεν απορροφάται από το άλλο, γιατί κάθε μία από τις εν λόγω πράξεις είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανώμενου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της υποστάσεως ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως πλαστογραφίας. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή η μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 5/2007 βούλευμά του, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια πιο πάνω πρόταση αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών, που ήταν Υποπλοίαρχος (ΠΤ) του Πολεμικού Ναυτικού, τοποθετήθηκε για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών σε ειρηνευτικές αποστολές στρατιωτικών παρατηρητών της πρώην ECMM (European Community Monitoring Mission) και της διαδόχου της EUMM (European Union Monitoring Mission) στη Βοσνία/Ερζεγοβίνη, αρχικώς στην περιοχή .... και ακολούθως στην περιοχή της ...., για το χρονικό διάστημα από 15-12-2002 έως 16-7-2004. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 22 του Ν.2685/99 και τις σχετικές ερμηνευτικές εγκυκλίους, (βλ. ιδίως την Φ.453.1/20/2004/Σ 2136/12-8-04/ ΓΕΝ/Β3 προς Δ/ΒΟΤ), οι συμμετέχοντες σε αποστολές παρατηρητών της EUMM Έλληνες στρατιωτικοί, λαμβάνουν έξοδα μετακινήσεως, ημερήσια αποζημίωση εξωτερικού και έξοδα διαμονής ξενοδοχείου, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εντάσσονται. Έτσι οι στρατιωτικοί με βαθμούς Ανθυποπλοιάρχου και Υποπλοιάρχου, όπως και ο εκκαλών, εντάσσονται στις κατηγορίες ιιι και ιν του άρθρου 4 και δικαιολογείται γι' αυτούς διαμονή σε ξενοδοχεία τριών (3) αστέρων. Στη δεύτερη, όμως, παράγραφο του άρθρου 22 (Ν.2685/99), αναφέρεται ότι "προκειμένου περί μετακινήσεων σε χώρες στις οποίες επικρατούν ειδικές συνθήκες διαβίωσης, επιτρέπεται η διανυκτέρευση σε ξενοδοχεία κατηγορίας ανώτερης από εκείνη που δικαιούται ο μετακινούμενος, κατά τις προαναφερόμενες διακρίσεις". Τα έξοδα διαμονής σε ξενοδοχεία (δαπάνες διανυκτερεύσεως) καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας που μεταβαίνει ο μετακινούμενος, όταν αυτό εντάσσεται στην κατηγορία των σταθερών ισοτιμιών, αλλιώς σε ΕΥΡΩ, (βλ. ερμηνευτική εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, Αριθμ. Πρωτ. 2/54866/0022/20-7-99). Η δικαιολόγηση της δαπάνης ξενοδοχείου γίνεται βάσει αποδείξεων, (βλ. Φ. 843/2/288543/6-2-01 και Φ. 843/5/2899969/Σ. 1630/27-3-01 ΓΕΣ/ΔΝΣΗ Οικονομικού/ 3Β), ενώ όπου είναι διαθέσιμα καταλύματα (οικίες ή διαμερίσματα) στις εγκαταστάσεις της EUMM, πρέπει αυτά να χρησιμοποιούνται από τους στρατιωτικούς της αποστολής, οι οποίοι θα πρέπει να καταβάλλουν στην EUMM, για τη χρήση της κρεβατοκάμαρας και των συναφών εγκαταστάσεων, το ποσό των 8 ΕΥΡΩ ανά διανυκτέρευση (μέχρι 31-5-04, οπότε καθιερώθηκε σταθερή τιμή 250 ΕΥΡΩ το μήνα). Όταν δεν υπάρχει διαθέσιμο κατάλυμα στις λειτουργικές εγκαταστάσεις της EUMM, οι στρατιωτικοί είναι υπεύθυνοι για την ενοικίαση και πληρωμή του καταλύματός τους. Συνήθως παρέχεται κατάλυμα σε όλες τις τοποθεσίες των μονάδων και στα γραφεία της αποστολής/περιφερειακά γραφεία, εάν αυτό υπαγορεύεται από τις συνθήκες ασφαλείας, (βλ. το από 24-3-2006 έγγραφο του Προϊσταμένου Προσωπικού του Στρατηγείου της EUMM).
Να σημειωθεί εδώ ότι κατά την πάγια τακτική εκκαθαρίσεως των δαπανών μετακινήσεως των στρατιωτικών και ειδικότερα των ανηκόντων στο Πολεμικό Ναυτικό, που μεταβαίνουν σε ειρηνευτικές αποστολές, οι τελευταίοι, προ της αναχωρήσεως τους, προσκομίζουν στην Γ' Χρηματική Διαχείριση της Δ/ΓΕΝ, τη διαταγή συμμετοχής τους στις ειρηνευτικές αποστολές και το φύλλο πορείας τους και λαμβάνουν σε μετρητά, ως προκαταβολή, χρηματικό ποσό δύο έως τριών μηνών, το οποίο περιλαμβάνει την πλήρη αποζημίωση που δικαιούνται για το χρονικό αυτό διάστημα και επιπλέον προκαταβολή για τις δαπάνες διαμονής τους σε ξενοδοχείο. Στη συνέχεια κάνοντας χρήση της κανονικής τους αδείας, έρχονται στην Ελλάδα (ανά χρονικά διαστήματα διαρκείας δύο με τριών μηνών περίπου) και εμφανιζόμενοι στην αρμόδια Γ' Χρηματική Διαχείριση της Δ/ΓΕΝ, προσκομίζουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά, δηλ. τις αποδείξεις των ξενοδοχείων, στα οποία είχαν διαμείνει, και υπεύθυνη δήλωση για την κατηγορία των ξενοδοχείων, προβαίνοντας κάθε φορά σε οικονομική εκκαθάριση του χρονικού διαστήματος που είχε παρέλθει στη χώρα τοποθετήσεως τους και λαμβάνοντας νέα προκαταβολή αποζημίωσης και δαπάνης ξενοδοχείων για το επόμενο διάστημα κοκ. Η πιο πάνω διαδικασία ακολουθείται μέχρι τον οριστικό επαναπατρισμό τους, οπότε γίνεται η τελική εκκαθάριση, (βλ. την από 3-6-2004 μαρτυρική κατάθεση του Οικονομικού Αξ/κού Υποπλοιάρχου.....).
Περί το μήνα Δεκέμβριο του 2002, περιήλθε στην Εισαγγελία του Στρατοδικείου Αθηνών, ανώνυμη επιστολή, η οποία ανέφερε, ότι αξιωματικοί και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι τοποθετούνταν ως παρατηρητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αλβανία και στις πρώην Επαρχίες της Γιουγκοσλαβίας (Κροατία, Βοσνία, Σκόπια, Κοσσυφοπέδιο), ενώ διέμεναν σε οικίες ή άλλου είδους ενδιαιτήσεις που τους παραχωρούσε η EUMM, αντί συμβολικού τιμήματος (200-250 ΕΥΡΩ το μήνα), επιστρέφοντας στην Ελλάδα εμφάνιζαν στις αρμόδιες οικονομικές διαχειρίσεις, πλαστές αποδείξεις διαμονής σε ανύπαρκτα πολυτελή ξενοδοχεία των ως άνω περιοχών, με κόστος ανά διανυκτέρευση που κυμαινόταν από 150 έως 200 ευρώ. Κατ' αυτόν δε τον τρόπο εξαπατούσαν τις οικονομικές διαχειρίσεις και εισέπρατταν υπερβολικά ποσά. Η πιο πάνω επιστολή απετέλεσε το έναυσμα για εισαγγελική έρευνα σχετικά με τις πιο πάνω συμπεριφορές και επεκτάθηκε και στους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος μολονότι, όπως προκύπτει από το από 24-3-06 έγγραφο του προϊσταμένου προσωπικού του Στρατηγείου της EUMM, διέμεινε σε κατάλυμα που του παραχωρήθηκε έναντι 8 ευρώ η διανυκτέρευση, για όλο το χρονικό διάστημα της παραμονής του στην Αποστολή (δηλαδή από 15-12-2002 έως 16-7-2004), αρχικά από 15-12-02 έως 19-12-02 στο Ελληνικό Γραφείο Προσωπικού που εδρεύει εντός του κτηρίου της EUMM (Greek Delegation Office) αλλά και στη συνέχεια ως ομάδες από 19-12-02 έως 15-3-04 στο .... και από 15-3-01 έως 16-7-04 στην ..., προσκόμισε στη Γ' Διαχείριση της Δ/ΓΕΝ αποδείξεις διαμονής του σε ξενοδοχεία των πόλεων ... και .... και μάλιστα για χρονικό διάστημα από 15-12-2002 έως 30-4-2004, για ίδιο διάστημα, δηλαδή, κατά το οποίο εφέρετο ότι διέμενε σε καταλύματα της EUMM. Οι πιο πάνω προσκομισθείσες αποδείξεις, όμως, ήταν πλαστές, γιατί δεν προέρχονταν από ξενοδοχεία είτε γιατί τα τελευταία ήταν ανύπαρκτα, είτε αν υπήρχαν, ο κατηγορούμενος δεν είχε διαμείνει σε αυτά, αλλά και στην περίπτωση που είχε τυχόν διαμείνει, η διανυκτέρευση κόστιζε το πολύ μέχρι 30 ευρώ, αντί των 170 και 150 ευρώ που εμφανίζονταν στις αποδείξεις.
Επισημαίνεται ότι εκτός από τον κατηγορούμενο, ο οποίος εφεσίβαλε το βούλευμα, επειδή οι πράξεις του διώκονται σε βαθμό κακουργήματος, συμπαραπέμπονται μαζί του και άλλοι 6 κατηγορούμενοι στρατιωτικοί του Πολεμικού Ναυτικού για τις ίδιες, σε βαθμό πλημμελήματος, όμως, πράξεις και πιο συγκεκριμένα για υποβολή στις οικονομικές διαχειρίσεις του Πολεμικού Ναυτικού, πλαστών αποδείξεων διαμονής σε ξενοδοχεία, τις οποίες κατάρτισαν κατά τον ίδιο τρόπο με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή σε φύλλα χάρτου Α4 (ιδίου μεγέθους) και σχεδόν όλοι με την ίδια γραμματοσειρά. Η κατάρτιση των πιο πάνω πλαστών αποδείξεων δεν ήταν για τον κατηγορούμενο (αλλά και για τους υπόλοιπους συγκατηγορουμένους του, που, ενήργησαν με πανομοιότυπο τρόπο), δύσκολη υπόθεση, έστω και εάν δεν εγνώριζε την τοπική διάλεκτο, όπως ισχυρίζεται στην απολογία του, αφού αρκούσε η αντιγραφή όλων των εγγραφών μιας γνήσιας απόδειξης ενός υπαρκτού ξενοδοχείου της περιοχής, την οποία με οποιοδήποτε νόμιμο ή παράνομο τρόπο θα μπορούσε να αποκτήσει κάποιος εκ των εμπλεκομένων Ελλήνων στρατιωτικών. Η κατάρτιση δε τέτοιων (πλαστών) αποδείξεων τείνει να γίνει μάστιγα τα τελευταία χρόνια - από τότε που άρχισαν με πολύ μεγάλη συχνότητα να λαμβάνουν μέρος Έλληνες στρατιωτικοί σε αποστολές του εξωτερικού - αν κρίνει κανείς και από άλλες όμοιες υποθέσεις που απασχόλησαν τα στρατιωτικά δικαστήρια. Σ' αυτό βεβαίως συνέβαλε τα μέγιστα η ανάπτυξη της τεχνολογίας (Ηλεκτρονικών Υπολογιστών), σε σημείο που σχεδόν ο καθένας να μπορεί να κατασκευάσει από κάποια γνήσια (πρωτότυπη) απόδειξη ξενοδοχείου, μία πλαστή με σαφώς υψηλότερο αντίτιμο για την ημερήσια χρέωση (του ξενοδοχείου). Πράγματι καμμία από τις αποδείξεις (πλαστές), που συγκέντρωσε η ανάκριση, δεν αναγράφει χρηματικό ποσό ίσο με αυτό που τα ξενοδοχεία της περιοχής πράγματι κοστολογούσαν το δωμάτιο ανά διανυκτέρευση, αλλά κατά πολύ μεγαλύτερο από διπλάσιο έως και πενταπλάσιο. Κατόπιν των προαναφερθέντων, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου στην απολογία του, ότι επειδή οι πλαστές αποδείξεις είναι συντεταγμένες στη γιουγκοσλαβική γλώσσα, είναι αδύνατο να τις κατάρτισε αυτός, λόγω αγνοίας της συγκεκριμένης γλώσσας, όχι μόνο εμφανίζεται αβάσιμος, αφού ο μόνος που είχε συμφέρον στη σύνταξη τους ήταν ο ίδιος αλλά αναιρείται και από την απλή ανάγνωση αυτών, όπου κάτω ακριβώς από τα γιουγκοσλαβικά, αναγράφονται όλα τα στοιχεία των επίδικων αποδείξεων και στην αγγλική γλώσσα, η γνώση της οποίας, ήταν απαραίτητο στοιχείο για τη συμμετοχή τους στις αποστολές των παρατηρητών της EUMM. Με τη συμπεριφορά του αυτή ο κατηγορούμενος, παραπλανώντας τα αρμόδια οικονομικά όργανα, επιτύγχανεν την καταβολή σ' αυτόν των αναγραφομένων στις αποδείξεις χρηματικών ποσών. Ο εκκαλών, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι, προέβη σε τμηματική εκκαθάριση των δαπανών ημερήσιας αποζημίωσης και εξόδων διαμονής του, οι δαπάνες δε αυτές υποβλήθηκαν μέσω ΓΕΝ/Ε4 με χρηματικά εντάλματα προπληρωμής (ΧΕΠ) στο ελεγκτικό υπηρεσιακό όργανο του Πολεμικού Ναυτικού, δηλ. το ΓΕΝ/ΟΕΠΝ/ΑΕΔ για έλεγχο και στη συνέχεια προώθηση στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σημειώνεται ότι τα χρήματα που καταβάλλονται σταδιακά στον μετακινούμενο απορρέουν από κάποιο ΧΕΠ, το οποίο παραμένει ανοικτό μέχρι να συμπληρωθούν τα δικαιολογητικά που αντιστοιχούν στο χρηματικό ποσό ανοίγματος του και το οποίο όταν "εξαντληθεί", υποβάλλεται στο ΓΕΝ/ΟΕΠΝ/ΔΕΔ και ανοίγει άλλο ΧΕΠ από το ΓΕΝ/Ε4. Στον πίνακα που επισυνάπτεται στο από 15-5-2006 έγγραφο της Υπηρεσίας του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ) προς τον Ανακριτή του Ναυτοδικείου Πειραιώς, εμφαίνονται (ανά όνομα κατηγορουμένου) όλα τα ΧΕΠ που απεστάλησαν στο ΕΣ για έλεγχο, τα δικαιολογητικά των οποίων έχουν πολτοποιηθεί σύμφωνα με σχετική απόφαση της Ολομέλειας του ΕΣ, εκτός των υπ' αριθμ, 418/2002, 3566/2002 και 597/2002, τα οποία δεν έχουν ελεγχθεί ακόμη. Ειδικότερα, ο εκκαλών (Χ), ο οποίος όπως προαναφέρθηκε, τοποθετήθηκε ως παρατηρητής στις περιοχές .... και .... της ...., κατάρτισε και προσκόμισε στη Γ' Διαχείριση της Δ/ΓΕΝ, τις παρακάτω αποδείξεις διαμονής σε ξενοδοχεία, εισπράττοντας με την προαναφερθείσα διαδικασία τα αντιστοίχως αναφερόμενα ποσά ως δαπάνες διαμονής. Κατά το από 15-12-2002 έως 16-7-2004 χρονικό διάστημα, φέρεται ότι διέμεινε από 15-12-02 έως και 31-12-03 σε ξενοδοχείο ονόματι "...." περιοχής ...., αρχικώς έναντι 170 ευρώ τη διανυκτέρευση (βλ. τις συνημμένες στη δικογραφία αποδείξεις), εν συνεχεία όμως το ποσό μειώθηκε στα 150 ευρώ ανά διανυκτέρευση (βλ. τις λοιπές αποδείξεις του ιδίου ξενοδοχείου από 1-7-03 έως 31-12-03, με διαφορετικό όμως χρώμα στο λογότυπο της επιχείρησης). Επίσης, κατά το από 1-1-04 έως 30-4-04 χρονικό διάστημα, φέρεται ότι διέμεινε στο ξενοδοχείο ...., της πόλεως ....., έναντι του ποσού των 150 ευρώ ανά διανυκτέρευση. Συνολικώς δε προσεκόμισε 17 πλαστά έγγραφα που έμοιαζαν με αποδείξεις-τιμολόγια των προαναφερθέντων ξενοδοχείων συνολικού ποσού 79.410 ευρώ.
Όπως προέκυψε, όμως, από τα με ημερομηνίες 1-6-2006 και 6-6-2006 έγγραφα της Ελληνικής Πρεσβείας στο Σαράγεβο προς τον Ανακριτή του Ναυτοδικείου που ενήργησε την κυρία ανάκριση, ξενοδοχείο με την ονομασία .... δεν εντοπίσθηκε στην περιοχή του ..... Τα τηλέφωνα επικοινωνίας που υπήρχαν επάνω στις αποδείξεις δεν αντιστοιχούν σε συνδρομητές, το ξενοδοχείο δεν είναι καταχωρημένο στον ισχύοντα τηλεφωνικό κατάλογο της περιοχής, αλλά ούτε και στην κατάσταση των ξενοδοχείων-εταιρειών που τηρεί το Επιμελητήριο. Αναφορικά με το ξενοδοχείο ....., προέκυψε ότι είναι μεν υπαρκτό αλλά λειτουργούσε σε άλλη διεύθυνση (...) από αυτή που αναγράφεται στις αποδείξεις. Πρόσφατα δε λειτουργεί στη διεύθυνση που εμφανίζεται στις αποδείξεις (....).
Συνεπώς οι αποδείξεις που αναφέρονται σε διανυκτερεύσεις του κατηγορουμένου για το από 1-1-2004 έως 30-4-2004 χρονικό διάστημα, η διεύθυνση του ξενοδοχείου ήταν ....). Επίσης ο λογότυπος που εμφανίζεται στις αποδείξεις που προσεκόμισε ο κατηγορούμενος στις οικονομικές υπηρεσίες του Ναυτικού είναι διαφορετικός από τον πραγματικό, ο αριθμός του τηλεφώνου αντιστοιχεί στο τμήμα μάρκετινγκ και όχι στον αριθμό του τηλεφωνικού κέντρου του ξενοδοχείου, η σφραγίδα επάνω στις αποδείξεις δεν είναι αυτή που χρησιμοποιεί το ξενοδοχείο και το κυριότερο η διανυκτέρευση χρεώνεται στον πελάτη 30 ευρώ και όχι 150 ευρώ". Περαιτέρω, στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εισαγγελική πρόταση, στην οποία τούτο εξολοκλήρου, κατά τα ανωτέρω, αναφέρεται, εκτίθενται ότι προέκυψαν από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα και τα ακόλουθα περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος, τοποθετήθηκε, ως προελέχθη, ως παρατηρητής (μέλος της ελληνικής αποστολής) της EUMM στη ...., πάλαι ποτέ μιας από τις Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας και ειδικότερα στις πόλεις ... και ....., για το χρονικό διάστημα από 15-12-2002 έως 16-7-2004. Προ δε της αναχωρήσεώς του κατά την παγίως τηρούμενη πρακτική, προκαταβλήθηκε σ' αυτόν ποσό (προκαταβολή) δύο με τριών μηνών, που περιελάμβανε την ημερήσια αποζημίωση για το χρονικό αυτό διάστημα και προκαταβολή δαπάνης ξενοδοχείου που αντιστοιχούσε σε 150 ευρώ ημερησίως. Το πιο πάνω ποσό δεν καθοριζόταν με κάποια διαταγή αλλά με βάση τιμολόγια ξενοδοχείων από άλλες αποστολές και προκειμένου βέβαια οι Έλληνες παρατηρητές να μη βρεθούν με λίγα χρήματα σε ένα κατ' εξοχήν αφιλόξενο περιβάλλον. Στον κατηγορούμενο, όπως προαναφέρθηκε, παρασχέθηκε κατάλυμα από την EUMM για το χρονικό διάστημα από 15 Δεκ. 2002 έως 30 Απρ. 2004, στα οποία αυτός φαίνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι διέμενε καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα καταβάλλοντος περίπου 8 ευρώ την διανυκτέρευση. Βεβαίως παρείχετο η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να διαμείνει, αναγνωριζομένων των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως και με γνώμονα την ασφάλεια του, και σε ξενοδοχείο τριών αστέρων αντί των καταλυμάτων της EUMM, αλλά σύμφωνα με το νόμο και σε ξενοδοχεία ανώτερης κατηγορίας (τεσσάρων αστέρων). Άλλωστε. η κατηγορία που βαρύνει τον κατηγορούμενο δεν είναι γιατί επέλεξε να μείνει σε ξενοδοχείο αντί του καταλύματος (πιο φθηνού) της EUMM, αλλά γιατί, ενώ δεν διέμενε σε ξενοδοχεία, εν τούτοις κατήρτισε πλαστές αποδείξεις διαμονής του σ' αυτά και μάλιστα με πανάκριβο για τα δεδομένα της χώρας αυτής, ημερήσιο κόστος (150-170 ευρώ). Ο κατηγορούμενος, όπως και οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του, δεν αρνήθηκε ότι του παραχωρήθηκε κατάλυμα αλλά το αξιολόγησε ως χώρο εργασίας στον οποίο ξεκουραζόταν μόνο τις μεσημβρινές ώρες χωρίς να διανυκτερεύει σ' αυτό. Από κανένα, όμως, στοιχείο της δικογραφίας προέκυψε ότι πράγματι ο κατηγορούμενος αναπαυόταν μόνο στα καταλύματα αυτά και στη συνέχεια διανυκτέρευε σε δωμάτια ξενοδοχείων. Με δεδομένο λοιπόν ότι όλα τα μέλη των αποστολών, μπορούσαν για λόγους ασφάλειας να κάνουν χρήση του δικαιώματος που τους παρείχε ο νόμος και να διαμένουν σε ξενοδοχεία, αφού μάλιστα οι δαπάνες διαμονής σ' αυτά καταβάλλονταν χωρίς την παραμικρή κράτηση με μόνη την προσκόμιση στην Γ' χρηματική διαχείριση της Δ/ΓΕΝ υπεύθυνης δήλωσης και τιμολογίου - αποδείξεως του ξενοδοχείου, χωρίς ουσιαστικά να τίθεται περιορισμός ως προς το ύψος του ποσού της διανυκτερεύσεως, ο κατηγορούμενος με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή, όταν ερχόταν περιοδικά στην Ελλάδα, κατήρτισε έντυπα αποδείξεων στη σλαβική γλώσσα που φέρονταν ότι είχαν εκδοθεί από τα ξενοδοχεία ...., περιοχής .... και ...., περιοχής ... τα οποία έφεραν λογότυπα (διακριτικό γνώρισμα) και σφραγίδα ξενοδοχείου, ανέγραφαν επωνυμία, έδρα, τηλέφωνο και τηλεομοιότυπο (FAX) της επιχείρησης καθώς και ημερομηνία έκδοσης, αριθμό δωματίου και αριθμό αποδείξεως, χρονικό διάστημα παραμονής του πελάτη, ως τιμή διανυκτερεύσεως το ποσό των 150 ή 170 ευρώ, τελική τιμή οφειλομένου ποσού και υπογραφή επί της σφραγίδος. Σημειωτέον ότι η έλλειψη υπογραφής στις αποδείξεις του ξενοδοχείου ...., δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως εγγράφων, καθόσον η φερόμενη ως εκδότρια ξενοδοχειακή επιχείρηση "....", εξατομικεύεται πλήρως, εφ' όσον στα έγγραφα έχουν τεθεί όλα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι εξεδόθησαν από το παραπάνω ξενοδοχείο και να παραπλανήσουν τα αρμόδια οικονομικά όργανα ως προς της γνησιότητα τους, δηλαδή λογότυπος, επωνυμία, διεύθυνση της έδρας και τηλέφωνο.
Εξάλλου, η θέση υπογραφής επί ενός εγγράφου δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την υπαγωγή αυτού στην έννοια των άρθρων 13 περ. γ' και 216 ΠΚ. εφόσον εξατομικεύεται επαρκώς και δίδεται η δυνατότητα απόδοσης του περιεχομένου του σε ορισμένο πρόσωπο, που είναι ο εκδότης του. Μόνο όταν το πρόσωπο του εκδότη δεν μπορεί να προκύψει από άλλα στοιχεία η θέση της υπογραφής επί του γραπτού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Στις αποδείξεις που φέρονται ως εκδοθείσες από ξενοδοχείο ονόματι ....., ο εκκαλών έθεσε υπογραφή, κατ' απομίμηση της υπογραφής του δήθεν αρμοδίου για την είσπραξη των χρηματικών ποσών και λογικό είναι να μη υπογράψει επ' αυτών με τη δική του υπογραφή, η οποία θα ήταν εύκολα αναγνωρίσιμη και θα τον καθιστούσε αυτόματα ύποπτο πλαστογραφίας. Γνωρίζοντας λοιπόν ο κατηγορούμενος ότι κατά την ακολουθούμενη μέχρι τώρα πρακτική, δεν θα περιεκόπτετο η δαπάνη διαμονής σε ξενοδοχεία από την αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εάν αυτή (δαπάνη) αποδεικνυόταν βάσει νομιμοφανών αποδείξεων που μπορούσαν να παραπλανήσουν κάθε καλόπιστο οικονομικό όργανο, που θα συναλλασσόταν μαζί του, δεδομένου μάλιστα ότι το ποσό ανά διανυκτέρευση δεν υπερέβαινε τα 150 ή 170 ευρώ, που ισόποσο του εχορηγείτο ως προκαταβολή, υπέβαλε στη Γ' Διαχείριση επιμελητείας Δ/ΓΕΝ, τις εν λόγω πλαστές αποδείξεις, οι οποίες λόγω της αληθοφάνειάς τους δημιούργησαν στα όργανα της επιμελητείας παραπλανητική εικόνα ως προς το ότι εν λόγω πλαστές αποδείξεις αφ' ενός μεν προέρχονταν από υπαρκτά ξενοδοχεία, αφετέρου δε ότι ο αναγραφόμενος στις παραπάνω πλαστές αποδείξεις κατηγορούμενος διέμεινε πράγματι στα ξενοδοχεία αυτά και κατέβαλε τα σημειούμενα χρηματικά ποσά, ενώ κάτι τέτοιο φυσικά δεν συνέβαινε. Έτσι λόγω της πλάνης που σκοπίμως δημιούργησε στα οικονομικά όργανα ο κατηγορούμενος, θεωρήθηκαν οι αποδείξεις ως γνήσιες (αληθινές), πείστηκαν αυτοί ότι πράγματι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εκταμίευσης των εκάστοτε ζητουμένων ή συμψηφισμού με τις προκαταβολές ποσών που είχε λάβει και έτσι τα ενέκριναν ως δαπάνη, κατέβαλαν στον κατηγορούμενο τα ποσά αυτά με βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου και στη συνέχεια υπέβαλαν τα δικαιολογητικά της δαπάνης για περαιτέρω ενέργειες (τελικό έλεγχο και τακτοποίηση των ΧΕΠ) στην υπηρεσία του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με τη μέθοδο αυτή ο εκκαλών ενσωμάτωσε παράνομα στην προσωπική του περιουσία ποσά, τα οποία ουδέποτε κατέβαλε ως έξοδα διαμονής. Ειδικότερα ο εκκαλών με τον τρόπο που προαναφέρθηκε (με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή) σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, κείμενες, όμως, εντός του από 1-1-03 μέχρι 20-7-04 χρονικού διαστήματος προέβη στην εξ υπαρχής κατάρτιση 17 εντύπων αποδείξεων ξενοδοχείων της αλλοδαπής και δη 1) της υπ' αριθμ. 1879 από 1 Ιαν. 2003, για χρονικό διάστημα παραμονής από 15-12-02 έως 31-12-02 και για ποσό 2.890,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... της πόλης ...., 2) της υπ' αριθ. 98 από 1 Φεβ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-1-03 έως 31-1-03 και για ποσό 5.270,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... της πόλης ....., 3) της υπ' αρ. 183 από 1 Mαρ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-2-03 έως 28-2-03 και για ποσό 4.760,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... πόλης ...., 4) της υπ' αρ. 321 από 1 Απρ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-3-03 έως 31-1-03 και για ποσό 5.270,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... της πόλης ...., 5) της υπ' αρ. 405 από 1 Μαϊ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-4-03 έως 30-4-03 και για ποσό 5.100,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... της πόλης ...., 6) της υπ' αρ. 567 από 1 Ιούν. 2003 για το χρονικό διάστημα παραμονής από 1-5-03 έως 31-5-03 και για ποσό 5.270,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... της πόλης ...., 7) της υπ' αρ. 7.24 από 1 Ιουλ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-6-03 έως 30-6-03 και για ποσό 5.100,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... της πόλης ..., 8) της υπ' αρ. 892 από 1 Αυγ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-7-03 έως 31-7-03 και για ποσό 4.650,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... της πόλης ....., 9) της υπ' αρ. 1130 από 1 Σεπ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-8-03 έως 31-8-03 και για ποσό 4.650, 00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... της πόλης ...., 10) της υπ' αρ. 1325 από 1 Οκτ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-9-03 έως 30-9-03 και για ποσό 4.500,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... της πόλης ....., 11) της υπ' αρ. 1494 από 1 Νοε. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-10-03 έως 31-10-03 και για ποσό 4.650,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... της πόλης ...., 12) της υπ' αρ. 1663 από 1 Δεκ. 2003 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-11-03 έως 30-11-03 και για ποσό 4.500,00 ευρώ πλαστή απόδειξη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... της πόλης ...., 13) της υπ' αρ. 1841 για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-12-03 έως 31-12-03 από 1 Ιαν. 2004 και για ποσό 4.650,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... της πόλης ....., 14) της υπ' αρ. 75, για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-1-04 έως 31-1-04 και για ποσό 4.650,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ..... περιοχής ....., 15) της υπ' αρ. 89, για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-2-04 έως 29-2-04 και για ποσό 4.350,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... περιοχής ...., 16) της υπ' αριθ. 101, για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-3-04 έως 31-3-04 και για ποσό 4650, 00 ευρώ πλαστής απόδειξςη ξενοδοχείου υπό την επωνυμία .... περιοχής ...., 17) της υπ' αρ. 117, για χρονικό διάστημα παραμονής από 1-4-04 έως 30-4-04 και για ποσό 4.500,00 ευρώ πλαστής απόδειξης ξενοδοχείου υπό την επωνυμία ... περιοχής ..... Δηλαδή για συνολικό ποσό 79.410,00 ευρώ. Τις έτσι καταρτισθείσες (πλαστές) αποδείξεις υπέβαλε ο εφεσείων εξακολουθητικώς σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, κείμενες πάντως εντός του από 1-1-03 μέχρι 20-7-2004 χρονικού διαστήματος στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού (Γ' Διαχείριση Επιμελητείας της Δ/ΓΕΝ), για τμηματική εκκαθάριση των εξόδων διαμονής του σε ξενοδοχεία της αλλοδαπής, στα οποία είχε δήθεν διαμείνει ως παρατηρητής της EUMM, παραπλανώντας τις υπηρεσίες αυτές, αφού οι εν λόγω αποδείξεις ήταν πλαστές, καταρτισθείσες από τον ίδιο με τη χρήση Ηλεκτρονικού Υπολογιστή, και έτσι με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, τους έπεισε να του καταβάλουν τα αναφερόμενα σ' αυτές ποσά, συνολικού ύψους 79.410,00 ευρώ, τα οποία εισέπραξε χωρίς να τα δικαιούται με ισόποση οικονομική βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Αναθεωρητικό Δικαστήριο έκρινε με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 5/2007 βούλευμά του ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ των αποδιδομένων σ'αυτόν πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον προσπορισμό στον εαυτό του περιουσιακού οφέλους, με αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της απάτης, από την οποία η προξενηθείσα περιουσιακή ζημία εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ γι' αυτό δε το λόγο απέρριψε την απ' αυτόν ασκηθείσα κατά του υπ' αριθ. 210/2006 παραπεμπτικού βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Ναυτοδικείου Πειραιώς έφεσή του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Αναθεωρητικό Δικαστήριο διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, που συρρέουν αληθώς, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1 και 3 εδ. α' και 386 παρ. 1 και 3 εδ. β' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος (με επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε, αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση) τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), τα οποία το Αναθεωρητικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τί προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος με σαφήνεια και πληρότητα ότι ο αναιρεσείων, που ήταν Υποπλοίαρχος (ΠΤ) του Πολεμικού Ναυτικού, τοποθετήθηκε ως παρατηρητής (μέλος της ελληνικής αποστολής) της EUMM στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη και ειδικότερα στις πόλεις .... και .... για το χρονικό διάστημα από 15.12.2002 έως 16.7.2004. Ότι σύμφωνα με το προβλεπόμενα στις αναφερόμενες διατάξεις του ν.2685/1999 και τις σχετικές ερμηνευτικές εγκυκλίους, οι συμμετέχοντες σε αποστολές παρατηρητών της EUMM Έλληνες στρατιωτικοί λαμβάνουν έξοδα μετακινήσεως, ημερήσια αποζημίωση εξωτερικού και έξοδα διαμονής ξενοδοχείου, ανάλογα με την κατηγορία, στην οποία εντάσσονται. Έτσι οι στρατιωτικοί με βαθμούς Ανθυποπλοιάρχου και Υποπλοιάρχου, όπως και ο αναιρεσείων, εντάσσονται στις αναφερόμενες κατηγορίες του άρθρου 4 και δικαιολογείται γι' αυτούς διαμονή σε ξενοδοχεία τριών (3) αστέρων, μάλιστα δε στο άρθρο 22 παρ. 2 του άνω ν.2685/1999 αναφέρεται ότι "προκειμένου περί μετακινήσεων σε χώρες, στις οποίες επικρατούν ειδικές συνθήκες διαβίωσης, επιτρέπεται η διανυκτέρευση σε ξενοδοχεία κατηγορίας ανώτερης από εκείνη που δικαιούται ο μετακινούμενος, κατά τις προαναφερόμενες διακρίσεις". Ότι η δικαιολόγηση της δαπάνης ξενοδοχείου γίνεται βάσει αποδείξεων, ενώ, όπου είναι διαθέσιμα καταλύματα (οικίες ή διαμερίσματα) στις εγκαταστάσεις της EUMM, πρέπει αυτά να χρησιμοποιούνται από τους στρατιωτικούς της αποστολής, οι οποίοι θα πρέπει να καταβάλλουν στην EUMM, για τη χρήση της κρεβατοκάμαρας και των συναφών εγκαταστάσεων, το ποσό των 8 ευρώ ανά διανυκτέρευση (μέχρι 31.5.2004), οπότε καθιερώθηκε σταθερή τιμή 250 ευρώ το μήνα). Όταν δεν υπάρχει διαθέσιμα κατάλυμα στις λειτουργικές εγκαταστάσεις της EUMM, οι στρατιωτικοί είναι υπεύθυνοι για την ενοικίαση και πληρωμή του καταλύματός τους, στη συνέχεια δε περιγράφεται αναλυτικά η πάγια τακτική εκκαθαρίσεως των δαπανών μετακινήσεως των στρατιωτικών, και ειδικότερα εκείνων που ανήκουν στο Πολεμικό Ναυτικό και μεταβαίνουν σε ειρηνευτικές αποστολές. Ότι ο αναιρεσείων, μολονότι διέμεινε σε κατάλυμα που του παραχωρήθηκε έναντι 8 ευρώ η διανυκτέρευση, για όλο το χρονικό διάστημα της παραμονής του στην Αποστολή (δηλαδή από 15.12.2002 έως 16.7.2004), προέβη, με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, κείμενες, όμως, εντός του από 1.1.2003 μέχρι 20.7.2004 χρονικού διαστήματος, στην εξ υπαρχής κατάρτιση των λεπτομερώς αναφερομένων 17 πλαστών εντύπων αποδείξεων διαμονής του σε ξενοδοχεία της αλλοδαπής, τις οποίες υπέβαλε αυτός στη συνέχεια, και δη μέσα στο άνω χρονικό διάστημα, στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού (Γ' Διαχείριση Επιμελητείας της Δ/ΓΕΝ) για τμηματική εκκαθάριση των εξόδων διαμονής του στα άνω ξενοδοχεία, στα οποία είχε δήθεν διαμείνει ως παρατηρητής της EUMM, ενώ κάτι τέτοιο φυσικά, κατά τα ανωτέρω, δεν συνέβη, παραπλανώντας με αυτόν τον τρόπο τις άνω υπηρεσίες, αφού οι εν λόγω αποδείξεις ήταν πλαστές, έτσι δε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών τις έπεισε να του καταβάλουν τα αναφερόμενα στις επίμαχες αποδείξεις ποσά, συνολικού ύψους 79.410 ευρώ, τα οποία εισέπραξε, χωρίς να τα δικαιούται, με ισόποση οικονομική βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι ούτε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ούτε και στο παραπεμπτικό υπ' αριθ. 210/2006 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Ναυτοδικείου Πειραιώς αναφέρονται τα άρθρα του ΠΚ, που προβλέπουν τα εγκλήματα, για τα οποία παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, γιατί, ανεξαρτήτως του ότι η παράλειψη αναγραφής στο βούλευμα των σχετικών άρθρων του ΠΚ δεν προβλέπεται πλέον ως λόγος αναιρέσεως μετά την τροποποίηση του άρθρου 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ από το άρθρο 42 παρ. 1 του ν.3160/2003, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το παραδεκτά επισκοπούμενο παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα, που επικυρώθηκε κατά τα ανωτέρω από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, αναφέρονται στο σκεπτικό του οι προμνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ.1 και 3 εδ. α' και 386 παρ. 1 και 3 εδ. β' ΠΚ. Τέλος, και η περί απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ, αιτίαση του αναιρεσείοντος για το λόγο ότι τόσο το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, όσο και το επικυρωθέν απ' αυτό πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, έλαβον υπόψη τους τις φερόμενες ως πλαστές πιο πάνω 17 έντυπες αποδείξεις ξενοδοχείων της αλλοδαπής, στις οποίες στήριξαν τις σε βάρος του κατηγορίες, χωρίς, όμως, να λάβουν υπόψη τους ότι αυτές έχουν συνταχθεί στη γιουγκοσλαβική γλώσσα και δεν έχουν μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα, την οποία (πρώτη γλώσσα) δεν γνωρίζει αυτός, αλλά προφανώς δεν γνώριζαν ούτε οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, ούτε και το Δικαστικό Συμβούλιο, που εξέδωσε το βούλευμα εις βάρος του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού το περιεχόμενο των επίμαχων πιο πάνω αποδείξεων συμπεριλαμβάνεται στα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των ανωτέρω εγκλημάτων της κακουργηματικής πλαστογραφίας και της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, που περιγράφονται στο κατηγορητήριο και στη συνέχεια στο διατακτικό του παραπεμπτικού (πρωτόδικου) βουλεύματος. 'Αλλωστε δε, σύμφωνα με τις παραδοχές του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος, το περιεχόμενο των ανωτέρω φερομένων ως πλαστών 17 έντυπων αποδείξεων ξενοδοχείων της αλλοδαπής προκύπτει από τα άλλα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Αναθεωρητικό Δικαστήριο για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α', β' και δ' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της απόλυτης ακυρότητας, β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και γ) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθ. 5/2007 βουλεύματος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ