Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και επιλεκτικής αξιολόγησης αποδεικτικών μέσων. Ανεπάρκεια αιτιολογίας, γιατί ενώ δέχεται ότι η απάτη τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση, δεν διευκρινίζεται αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης της παθούσας. (Όμοιες ΑΠ 425/2009, 840/2007, 2049/2007 σε Συμβούλιο, 2055/2007 σε Συμβούλιο και 2251/2002 σε Συμβούλιο). Αναιρεί και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 971/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, 2. Χ2, κατοίκων ...... και 3. Χ3, κατοίκου ......, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2704/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιανουαρίου 2008 και 21 Ιανουαρίου 2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 247/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 397/31.7.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το αρθρ. 485§1 Κ.Π.Δ., τις παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 465§1, 473§1, 474, 482§1 στοιχ. Α' και 484§1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., ασκηθείσες αιτήσεις αναιρέσεως υπό των κατηγορουμένων Χ3, κατοίκου ......, Χ2, κατοίκου ...... και Χ1, κατοίκου ......, κατά του υπ'αριθ. 2704/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως των κατά του υπ'αριθ. 633/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ'αριθ. 633/2007 βούλευμα του, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) για να δικασθούν ο μεν Χ3 για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ'εξακολούθησιν, οι δε λοιποί της απάτης κατά συναυτουργίαν, από την οποίαν το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία του παθόντος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (αρθρ. 386 §§1, 3 στοιχ. Π.Κ., ως αντικατεστάθη δι'άρθρ. 1 §1 ν. 2408/96 και τούτο δι'αρθρ. 14§4 ν. 2721/1999). Κατά του ως άνω βουλεύματος ησκήθησαν αι υπ'αριθ. 266/21-5-2007, 216/4-5-2007 και 215/4-5- 2007 εφέσεις των κατηγορουμένων, αντιστοίχως, επί των οποίων εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθησαν κατ'ουσίαν αι παραπάνω εφέσεις και επεκυρώθη το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως ησκήθησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως των κατηγορουμένων ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών και μάλιστα ο μεν πρώτος αυτοπροσώπως οι δε λοιποί δια δηλώσεως του πληρεξουσίου των δικηγόρου και περιέχουν λόγο αναίρεσης και δη της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 484§1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ.) και επομένως πρέπει να εξετασθούν κατ'ουσίαν.
II) Κατά την διάταξη του αρθρ. 386§1 Π.Κ., για την στοιχειοθέτηση του υπ'αυτού προβλεπομένου εγκλήματος απαιτείται η πρόκληση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση του άλλου, δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων. Η παραπλάνηση δηλαδή πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν εις ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης δηλαδή αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, την παράλειψη δηλαδή ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοινώσεως από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου. Σε περίπτωση δε που η παραπλάνηση επετεύχθη με περισσότερους τρόπους, πρέπει στην αιτιολογία να γίνεται διάκριση των γεγονότων που ο κατηγορούμενος παρέστησε ψευδώς και εκείνων που απόκρυψε ή παρασιώπησε και, αν πρόκειται για παρασιώπηση γεγονότων, να γίνεται λόγος και για την υποχρέωση ανακοινώσεως (εκ του νόμου, συμβάσεως κ.λ.π.), διαφορετικά δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση, που οδηγεί στην ανεπάρκεια της αιτιολογίας, αλλά και παραβίαση της διατάξεως εκ πλαγίου, στέρηση δηλαδή του βουλεύματος ή της αποφάσεως νομίμου βάσεως. Οι ιδιότητες του εξαπατηθέντος και του ζημιωθέντος δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο και επίσης δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, οι ιδιότητες του εξαπατήσαντος και του ωφεληθέντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του αρθρ. 386, απαιτείται η επέλευση της βλάβης να είναι αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της τοιαύτης συμπεριφοράς στην οποία προέβη ο εξαπατών. Εάν όμως η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντας ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε εις τον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παρεπείσθη να διαπράξει, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης, γιατί δεν υφίσταται η βλάβη (Α.Π. 1203/99 Ποιν.Χρ. Ν' σελ. 610, Α.Π. 1277/90 Ποιν.Χρ. ΜΑ' σελ. 564, Α.Π. 625/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ σελ.21, Α.Π. 353/64 Ποιν.Χρ. ΙΕ" σελ. 15).
Εξάλλου κατά το αρθρ. 45 Π.Κ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη της εκτέλεσης της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή εις το ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή εις το ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται εις το βούλευμα ή την απόφαση του Δικαστηρίου και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας για το έγκλημα της απάτης, πρέπει, όχι μόνο να εκτίθεται ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία αλλά και να προσδιορίζεται σε τί συνίσταται η βλάβη αυτής και πως επήλθε (Α.Π. 737/2007 Ποιν.Χρ. ΝΗ' σελ. 226, Α.Π. 625/2005 Ποιν.Χρ.ΝΣΤ' σελ. 21, Α.Π. 1470/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 419, Α.Π. 1034/2004 Ποιν.Χρ. ΝΑ σελ. 253). Κατά την διάταξη δε του αρθρ. 386§3 εδ.β' Π.Κ., ως αντικατεστάθη δι'άρθρ. 14§4 ν. 2721/99 "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) ... β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ., ήδη 73.000 ευρώ". Πρόκειται για νέα επιβαρυντική περίπτωση απάτης ερειδομένη μόνον επί του ποσού του προσπορισθέντος οφέλους ή της προξενηθείσης ζημίας χωρίς να απαιτείται, ως στοιχείο αυτής, το κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια του τρόπου τέλεσης της (Α.Π. 829/2001 Ποιν.Χρ. ΝΒ' σελ. 313). Περαιτέρω από αρθρ. 98 Π.Κ. προκύπτει ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χωριστά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Ειδικότερα, σε περίπτωση απάτης, κατά την οποία ο δράστης προέβη διαδοχικά σε απατηλές διαβεβαιώσεις, κάθε μία από τις οποίες οδήγησε και σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση από τον ίδιο παθόντα, συντρέχουν περισσότερες πράξεις και ανακύπτει θέμα απάτης κατ'εξακολούθηση. Διαφορετική δε είναι η περίπτωση των συνεχών ψευδών παραστάσεων που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατώμενο πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, οπότε πρόκειται για μία μοναδική πράξη απάτης (Α.Π. 935/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 219, Α.Π. 1155/2000 Ποιν.Χρον. ΝΑ' σελ. 398, Α.Π. 2251/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ σελ. 794).
Περαιτέρω έλλειψη της απαιτούμενης από τα αρθρ. 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το αρθρ. 484 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α)είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β)αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπ'όψιν του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 108/200 Ποιν.Χρ. Ν' σελ. 313, Α.Π. 978/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 230, Α.Π. 542/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 210). Εξάλλου πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία (αρθρ. 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) δεν δύναται να είναι "επιλεκτική", να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν εις αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη (Κατράς: Ποιν.Χρον.Ν' σελ. 965 σημ. 5γ, Καϊάφα-Γκμπάντι: Υπέρ 2000 σελ. 838 εις παρατηρ. Υπό την Α.Π. 112/2000). Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της απόφασης ή του βουλεύματος δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο έλαβε υπ'όψιν του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ'επιλογή. Η δε υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδεδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 177§1 και 178 Κ.Π.Δ. Βέβαια το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποιο αποδεικτικό μέσο επείσθη τελικώς το Δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, πλην όμως πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται γιατί επείσθη από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ'αυτού εστιάζεται εις το αν το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο επραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι "επιλεκτική" λήψη μόνο μερικών εξ αυτών. Εξάλλου, το Συμβούλιο οφείλει να λάβει υπ'όψιν και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίσθησαν και υπερβαίνει γι'αυτό (αρνητικά) την εξουσία που του παρέχουν αι διατάξεις των αρθρ. 309, 310 και 313 Κ.Π.Δ., αν περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνον των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. (Ολ.Α.Π. 9/2001 Ποιν.Χρ. ΝΑ σελ. 788, Α.Π. 68/2000 Ποιν.Χρον. Ν' σελ. 205, Α.Π. 108/2000 Ποιν.Χρ. Ν' σελ. 313, Α.Π. 699/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 51, Α.Π. 701/2000 Πράξ. Λογ. Π.Δ. 2000 σελ. 147 με παρατ. Γ. Συλίκου, Α.Π. 652/99 Ποιν.Χρ. Ν' σελ. 239, Α.Π. 600/98 Ποιν.Δικ. 1998 σελ. 722, Α.Π. 1786/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 805). Έτσι, όταν ασκείται έφεσις από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έχει μεν την δυνατότητα για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμψει συμπληρωματικώς εις τo πρωτόδικο βούλευμα καθώς και εις την πρότασιν του Εισαγγελέως αρκεί να παρατίθενται εις ταύτην τα προαναφερόμενα στοιχεία, δεν συγχωρείται όμως το Συμβούλιο Εφετών να μην διαλαμβάνει τίποτα για τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν αποχρώσεις (επαρκείς) ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε, αλλά απλώς να αναφέρεται εξ ολοκλήρου εις τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος ή (και) στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται αυτό της προβλεπομένης από τον νόμο δευτέρου βαθμού κρίσεως, η οποία έχει ανάγκη δικής της αιτιολογίας, με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών να στερείται παντελώς της επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά μείζονα δε λόγο όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος έχει υποβάλλει υπόμνημα και έγγραφα προς το Συμβούλιο Εφετών και δεν προκύπτει ότι αυτά αξιολογήθηκαν, δεδομένου ότι έλαβε υπ'όψιν τα έγγραφα, που υπήρχαν στην δικογραφία μέχρι της εκδόσεως του εκκληθέντος βουλεύματος, χωρίς να διευκρινίζει αν συνεκτίμησε και έγγραφα που τυχόν υπεβλήθησαν από τους διαδίκους μέχρι της εκδόσεως του (Α.Π. 1074/2006 Ποιν.Χρ. ΝΖ' σελ. 405 και τις υπ'αυτήν παραπομπές, Α.Π. 732/2005 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 1014, Α.Π. 1065/2000 Πο9ιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 324).
ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εις αυτό πρότασιν του Εισαγγελέως, εδέχθη ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ'είδος αναφέρονται προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο εγκαλών Ψ τυγχάνει επαγγελματίας αυτοκινητιστής και έχει την ιδιοκτησία του φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, με τα οποία εκτελεί διάφορες εργασίες εκσκαφής και μεταφοράς μπάζων, οικοδομικών και άλλων αδρανών υλικών. Ο εγκαλών το έτος 2000 συμφώνησε με την ανώνυμη τεχνική εταιρία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." να αναλάβει και να εκτελέσει, ως υπεργολάβος, Χωματουργικές εργασίες στην κατασκευή της Αττικής οδού και πράγματι από τον Μάιο του έτους αυτού άρχισε να μεταφέρει για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας μπάζα και άλλα αδρανή υλικά απασχολούμενος πάντα στην κατασκευή της εν λόγω οδού. Έτσι, από τον μήνα Μάϊο του έτους 2000 έως και τον Σεπτέμβριο του έτους 2002 παρείχε τις υπηρεσίες του στην ρηθείσα ανώνυμη τεχνική εταιρεία και αυτή κατέβαλε κανονικά τις αμοιβές του. Ωστόσο, κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2002 παρατηρήθηκε μία εκτεταμένη οικονομική δυσπραγία στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." και ο εγκαλών φοβούμενος ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μείνει απλήρωτος, απεφάσισε να αποχωρήσει από την εν λόγω εταιρεία, μη παρέχοντας πλέον την εργασία του σε αυτή. Στη συνέχεια όμως στα μέσα Δεκεμβρίου του έτους 2002 ο πρώτος των εκκαλούντων, Χ3, ο οποίος ήταν υπεύθυνος των εργοταξίων της εταιρείας "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." για την κατασκευή της Αττικής οδού, ζήτησε από τον εγκαλούντα να επιστρέψει στην εταιρεία αναφέροντας σε αυτόν (εγκαλούντα) ότι η εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." ανήκει στην "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ" και ότι τα χρήματα της αμοιβής του ήταν εξασφαλισμένα ακόμη και στην περίπτωση που η εταιρεία πτώχευε. Εξήγησε δε στον εγκαλούντα ότι σε αυτές τοις περιπτώσεις η κοινοπραξία αναλαμβάνει όλες τις οφειλές των εταιριών -μελών της- οι οποίες για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους προς τρίτους. Σε συνέχεια αυτής της εξήγησης στις αρχές του έτους 2004 ο εγκαλών (Ψ) ήρθε σε επαφή με τον δεύτερο και τρίτο των εκκαλούντων οι οποίοι τυγχάνουν, ο μεν δεύτερος (Χ2) γενικός τεχνικός διευθυντής και μέλος της Τριμελούς Διοικούσας Επιτροπής της Κοινοπραξίας με την επωνυμία "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ", ο δε τρίτος (Χ1) διαχειριστής και μέλος της Τριμελούς διοικούσας επιτροπής της ιδίας Κοινοπραξίας. Οι εν λόγω εκκαλούντες, οι οποίοι γνώριζαν πολύ καλά τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, διαβεβαίωσαν αυτόν ότι σε περίπτωση που η εταιρία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." αντιμετωπίσει το οποιοδήποτε πρόβλημα, τότε τα χρήματα της αμοιβής του πρόκειται να καταβληθούν από την Κοινοπραξία η οποία σε αυτές τις περιπτώσεις αναλαμβάνει να καλύψει τις οφειλές των μελών της. Για να μη μείνει δε καμία αμφιβολία για τα ανωτέρω και ιδιαίτερα για την ευθύνη της Κοινοπραξίας, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας της "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", επέδειξαν στον εγκαλούντα το από 27-4-1996 Ιδιωτικό Συμφωνητικό με το οποίο τροποποιήθηκε το αρχικό συμφωνητικό συστάσεως της Κοινοπραξίας, όπου στο άρθρο 20 αναφέρεται ότι: "Η Κοινοπραξία θα βαρύνεται με όλες τις δαπάνες και κάθε είδους έξοδα που απαιτούνται για την εκτέλεση των εργασιών μέχρι τη λύση της". Έτσι, μετά την ανάγνωση του ως άνω συμφωνητικού, πείσθηκε ο εγκαλών και στις 16-1-2003 επέστρεψε στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." και άρχισε να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του στην κατασκευή της Αττικής Οδού δεχόμενος τις μεταχρονολογημένες επιταγές των 10 και 12 μηνών που λάμβανε για τις εργασίες του, έχοντας πλέον την βεβαιότητα ότι σε κάθε περίπτωση θα καλυφθεί οικονομικά από την Κοινοπραξία "Αττική Οδός". Ωστόσο, από τον Μάιο του έτους 2004 η εταιρία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." δεν ήταν σε θέση πλέον να χορηγήσει ούτε καν επιταγές, έστω και μεταχρονολογημένες, ενώ ο εγκαλών είχε λάβει έναντι λογαριασμού για τις υπηρεσίες του από την ρηθείσα Ανώνυμη Τεχνική εταιρεία τις με αριθμούς: ......, ....., ......, ...... επιταγές της τράπεζας SG, ποσών 40.000, 30.000, 10.000 και 20.000 ευρώ, αντίστοιχα, μέχρι τότε. Πλην δε των ανωτέρω ποσών και έως το πέρας των εργασιών για την κατασκευή του ως άνω έργου οφειλόταν από την εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." στον εγκαλούντα το ποσό των 40.172,44 ευρώ. Εκεί, ο εγκαλών για πρώτη φορά άκουσε ότι η μόνη υπόχρεη να καταβάλει το παραπάνω ποσό είναι η ρηθείσα εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", καθόσον, βάσει του από 27-11-99 συμφωνητικού τροποποίησης και κωδικοποίησης του κοινοπρακτικού συμφώνου αναφερόταν ρητά ότι: "Η Κοινοπραξία θα βαρύνεται για την εκτέλεση των εργασιών -πλην εκείνων που αφορούν εργασίες που έχουν κατανεμηθεί στα μέλη - μέχρι την λύση της". Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, οι εκκαλούντες, παρά την γνώση που είχαν για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", εξαπάτησαν αυτόν, καθόσον του απέκρυψαν δολίως την ύπαρξη του από 27-11-1999 κωδικοποιημένου κοινοπρακτικού συμφωνητικού, επιδεικνύοντας σε αυτόν το προγενέστερο, από 27-4-1996 κοινοπρακτικό συμφωνητικό, περί, δήθεν, ευθύνης της Κοινοπραξίας για τα χρέη των εταιρειών μελών της και έτσι κατάφεραν να τον πείσουν να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", πράγμα που σε καμιά περίπτωση δεν θα συνέβαινε, αν ο εγκαλών γνώριζε την αλήθεια. Η ζημία δε την οποία υπέστη τελικά ο εγκαλών από την παραπάνω απατηλή συμπεριφορά των εκκαλούντων, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 149.701,96 ευρώ, μαζί με τους νόμιμους τόκους και λοιπά έξοδα. Οι εκκαλούντες από την πλευρά τους, αρνούνται τις παραπάνω καταγγελίες του εγκαλούντος ισχυριζόμενοι, αφ'ενός μεν ο Χ3 (πρώτος των εκκαλούντων), ότι εργάστηκε στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", ως προϊστάμενος ποιοτικού ελέγχου αρχικά και εν συνεχεία ως προϊστάμενος εργοταξιακού γραφείου της κατασκευής τμήματος της Αττικής οδού, πλην όμως, ουδέποτε διαβεβαίωσε τον εγκαλούντα Ψ ότι τα χρήματα του ήταν εξασφαλισμένα, ακόμη και στην περίπτωση που η εταιρία πτώχευε και ότι η Κοινοπραξία θα αναλάμβανε όλες τις οφειλές των εταιρειών μελών της, ισχυριζόμενος επί πλέον ότι ο ίδιος ουδέποτε θα μπορούσε να έχει προβεί στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις, αφού δεν είχε καμία διαχειριστική αρμοδιότητα σχετικά με την οικονομική λειτουργία της εταιρείας και αφ'ετέρου οι Χ2 και Χ1 (δύο τελευταίοι των εκκαλούντων αντίστοιχα) αρνούνται, ομοίως τις κατηγορίες ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε διαβεβαίωσαν τον εγκαλούντα Ψ περί της δυνατότητος εξόφλησης αυτού -σε περίπτωση οικονομικής δυσπραγίας της "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." -από την κοινοπραξία "ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ", επιδεικνύοντας μάλιστα κατά μήνα Ιανουάριο του 2003 προς κάλυψη οιασδήποτε αντίρρησης του εγκαλούντος (για την συνέχιση παροχής των υπηρεσιών του προς την "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." το από 27-4-1996 Κοινοπρακτικό της Κοινοπραξίας "ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ". Επί πλέον δε οι ανωτέρω εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο εγκαλών προσπαθεί να ποινικοποιήσει μία αστικής φύσεως διαφορά και πως η Κοινοπραξία δεν είχε κανένα κίνητρο να παραπείσει τον εγκαλούντα να παραμείνει στο έργο κατασκευής της Αττικής οδού, αφού η παραμονή του ή μη δεν θα ασκούσε καμία επιρροή στην έγκαιρη και άρτια εκτέλεση του έργου την οποία, σε περίπτωση αποχώρησης του, θα αναλάμβαναν βάσει του κοινοπρακτικού τα υπόλοιπα κοινοπρακτούντα μέλη. Βέβαια, οι ως άνω ισχυρισμοί των εκκαλούντων, ναι μεν επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ......, δικηγόρου της ρηθείσης κοινοπραξίας του εργαζομένου στην "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." ......, ήτοι των ......, ...... και ......, πλην όμως, οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, εν όψει και της άμεσης συνεργασίας τους με τους εκκαλούντες, δεν κρίνονται αξιόπιστες. Αντίθετα, όλοι οι ισχυρισμοί του εγκαλούντος, Ψ, επιβεβαιώνονται πλήρως, τόσον από τον υιό του Α, όσο και από τους επίσης εργαζόμενους στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", ......, ...... και ......, απάντων μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι φέρεται να εξαπατήθηκαν με όμοιο τρόπο από όλους τους εκκαλούντες, προκειμένου να συνεχίσουν να εργάζονται για την αποπεράτωση του έργου της Αττικής Οδού, μη κρινόμενου πειστικού εν προκειμένω του ισχυρισμού, ότι η τυχόν αποχώρηση κάποιων μελών δεν θα είχε αντίκτυπο στην εκτέλεση του έργου, εν όψει της συμφωνίας ότι αυτή θα την αναλάμβαναν τα λοιπά κοινοπρακτούντα μέλη, αφού ήταν γνωστός σε όλους ο κατεπείγων χαρακτήρας της αποπεράτωσης του έργου της Αττικής οδού, εν όψει των επικείμενων τότε Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα και η τυχόν αποχώρηση κάποιων εργαζόμενων θα επέφερε αναπόφευκτη καθυστέρηση, την οποία και ήθελαν να αποφύγουν με οποιονδήποτε τρόπο οι εκκαλούντες, προσπαθώντας να πείσουν όλα τα μέλη της κοινοπραξίας να προσφέρουν τις εργασίες τους. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε όλους τους ανωτέρω εργαζόμενους μη εξαιρουμένου και του εγκαλούντος, οφείλονται μέχρι σήμερα ως δεδουλευμένα μεγάλα χρηματικά ποσά, τη ρύθμιση καταβολής των οποίων επεδίωξαν αυτοί και μέσω της Γεν. Γραμματείας Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Οι εκκαλούντες, βέβαια, με τις υπό κρίσιν εφέσεις τους εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι, δήθεν, δεν τέλεσαν την πράξη που τους αποδίδεται. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός, κατά την κρίση μου, είναι εντελώς αβάσιμος για τους λόγους που προανέφερα. Κατόπιν τούτου, η κρινόμενη υπόθεση, λόγω της σπουδαιότητος αυτής, θα πρέπει να αχθεί ενώπιον του ακροατηρίου του ρηθέντος δικαστηρίου, προκειμένου να υποστεί την βάσανο του ακροατηρίου, όπου θα φανεί πλέον καθαρά, αν είναι βάσιμοι ή όχι οι ως άνω ισχυρισμοί των εκκαλούντων.
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: α) Χ3, 2) Χ2 και 3) Χ1, εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθούν ο μεν πρώτος για απάτη κατ'εξακολούθησιν σε βαθμό κακουργήματος, οι δε δεύτερος και τρίτος για απάτη από κοινού, από την οποία η προκληθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος της υπ'αυτών εκπροσωπούμενης εταιρείας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ.
Με βάση όμως τις παραδοχές αυτές η αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι ελλιπής και έχει ασάφειες και αντιφάσεις. Ειδικότερον, ως προς τον πρώτον των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης ετελέσθη κατ'εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ'εξακολούθησιν τελέσεως της απάτης, β) Δεν προκύπτει ότι αξιολόγησε όλα τα μέσα αποδείξεως, δεδομένου ότι έλαβε υπ'όψιν τα έγγραφα που υπήρχαν στην δικογραφία, μέχρι της εκδόσεως του εκκληθέντος βουλεύματος, χωρίς να διευκρινίζει αν συνεκτίμησε και έγγραφα που υπεβλήθησαν από τον εκ των αναιρεσειόντων -κατηγορούμενον (Χ3) μέχρι της εκδόσεως αυτού δια του από 21-5-2007 υπομνήματος του, ιδίως εκείνων από τα οποία προκύπτει ότι ο εγκαλών, μετά τον χρόνον τελέσεως της πράξεως υπό των κατηγορουμένων, φέρεται ότι εισέπραξε, από την υπ'αυτών εκπροσωπουμένην εταιρείαν, διάφορα χρηματικά ποσά, ώστε να διευκρινίζεται αν τα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνονται ή όχι εις την συνολική ζημία ου υπέστη ο εγκαλών. Επίσης κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών γίνεται αναφορά μόνον στις καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων κατηγορίας, ενώ εις αυτήν υπάρχουν και άλλες μαρτυρικές καταθέσεις που δεν αξιολογήθηκαν, ούτε γίνεται αναφορά σε όσα οι μάρτυρες αυτοί βεβαίωσαν στις καταθέσεις των, ενώ εις το αιτιολογικό γίνεται αναφορά στις καταθέσεις του συνόλου των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων. Έτσι το Συμβούλιο δεν εκθέτει σαφώς γιατί και με βάση ποία συγκεκριμένα στοιχεία δέχεται ως αληθινούς τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, σε σχέση με τους αντίστοιχους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων και τα προσαχθέντα από αυτούς προς τεκμηρίωση τους αποδεικτικά μέσα, περί των οποίων απλώς διέλαβε σκέψιν αμφιβολίας τελέσεως της αποδιδομένης εις αυτούς (κατηγορουμένους) πράξεως. γ)Σχετικά με το στοιχείο της βλάβης για το οποίο εις μεν το σκεπτικό δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά αφού δέχεται άλλοτε ότι το ύψος αυτής ανέρχεται εις το ποσό των 140.172,44 ευρώ και άλλοτε εις το τοιούτο των 149.701,96 ευρώ, ενώ εις το διατακτικό του εκκαλουμένου προσδιορίζεται εις το ποσό των 140.172,44 ευρώ. Προφανώς εις το ποσό των 149.701,99 ευρώ διελήφθησαν τα δικαστικά έξοδα και τόκοι του κεφαλαίου, τα οποία όμως δεν συνιστούν, την στιγμή που ετελέσθη η πράξις της απάτης, μείωση της περιουσίας με την οικονομική της έννοια και δεν βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες των κατηγορουμένων (ίδετε σχετ. Ν. Μπιτζιλέκη εις Ποιν.Χρ. ΝΒ' σελ. 481). Έτσι όμως, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, διέλαβε ελλιπείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της προαναφερθείσης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αφού δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά τί ακριβώς δέχεται το Συμβούλιο ως περιουσιακή βλάβη του παθόντος, που επιτείνονται και εκ του ότι, ενώ δέχεται ότι, συνεπεία των προαναφερομένων ψευδών παραστάσεων των κατηγορουμένων, ο παθών προέβη εις περιουσιακήν διάθεσιν, μέρος της αξίας της οποίας εκαλύφθη δια της μεταγενεστέρας εκδόσεως τεσσάρων επιταγών, συνολικού ποσού 100.000 ευρώ, οι οποίες όμως δεν επληρώθησαν, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, παρά ταύτα υπελογίσθη τούτο εις το συνολικό ποσό της ζημίας εκ της ως άνω αξιοποίνου πράξεως της απάτης, χωρίς να αιτιολογείται αν η εμμέσως προκληθείσα ως άνω περιουσιακή ζημία, που αντιστοιχεί εις το παραπάνω ποσό, βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες των κατηγορουμένων γιατί, σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος, η ζημία αυτή που επήλθε εκ της μη πληρωμής των επιταγών, προέκυψε μετά την κατάρτισιν της εργολαβικής συμβάσεως και την περιουσιακή διάθεση του παθόντος.
Επομένως, ο από το αρθρ. 484§1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστάς.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Να γίνουν δεκτές οι υπ'αριθ. 15/21-1-2009, 7/11-2008 και 6/11-1-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ3, κατοίκου ......, Χ2, κατοίκου ......, και Χ1, κατοίκου ομοίως, αντιστοίχως,
Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με αριθ. 2704/2007 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστάς.
Αθήναι τη 14η Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως α) του Χ3, β) Χ2 και γ) Χ1, με αριθμό 15/21-1-2008, 7/11-1-2008 και 6/11-1-2008, κατά του υπ' αριθμό 2704/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία, οι εφέσεις τους, κατά του υπ' αριθμό 633/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, απλή και κατ' εξακολούθηση με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ). Γι' αυτό, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με άρθρο 1 παρ.11 του ν. 2408/1996, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της παρ. 3, ορίσθηκε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αφαιρέθηκε δηλαδή η επιβαρυντική περίσταση του ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη. Η διάταξη όμως αυτή αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3 Ιουνίου 1999 (άρθρο 55 του ίδιου νόμου) και ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 ευρώ), ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000)ευρώ. Η διάταξη αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μόνο στην περίπτωση που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ), οπότε η πράξη, και αν ακόμη έχει τελεσθεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, όπως επίσης είναι ευνοϊκότερη αν το συνολικό ποσό, χωρίς τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Αν όμως το ποσό του οφέλους ή της ζημίας είναι ανώτερο των 5.000.000 δραχμών (ήδη15.000ευρώ) και συντρέχουν οι ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις ή είναι απλώς ανώτερο των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ), η πράξη της απάτης έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και με τη νεότερη διάταξη.
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ. προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι, επί απάτης κατά το άρθρο 386 του Π.Κ, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές.
Εξάλλου, έλλειψη της, κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προανάκριση και κύρια ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο, να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η αόριστη όμως αναφορά στο βούλευμα των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, χωρίς κανένα ειδικότερο προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστικό συμβούλιο δεν αρκεί, και η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται από την τυχόν επιλεκτική επίκληση, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή εγγράφων. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, οι αναιρεσείοντες, με το υπ' αριθμό 633/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκαν στο Τριμελές Εφετείο (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικασθούν για την πράξη της κακουργηματικής απάτης απλής και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού, οι ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν τις υπ' αριθμό 266/2007, 216/2007 και 215/2007 εφέσεις. Επί των εφέσεων αυτών, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, με αριθμό 633/2007 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων, καθώς και τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων, ότι προέκυψαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Ψ τυγχάνει επαγγελματίας αυτοκινητιστής και έχει στην ιδιοκτησία του φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, με τα οποία εκτελεί διάφορες εργασίες εκσκαφής και μεταφοράς μπάζων, οικοδομικών και άλλων αδρανών υλικών. Ο εγκαλών το έτος 2000 συμφώνησε με την ανώνυμη τεχνική εταιρία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." να αναλάβει και να εκτελέσει, ως υπεργολάβος, Χωματουργικές εργασίες στην κατασκευή της Αττικής οδού και πράγματι από τον Μάιο του έτους αυτού άρχισε να μεταφέρει για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας μπάζα και άλλα αδρανή υλικά απασχολούμενος πάντα στην κατασκευή της εν λόγω οδού. Έτσι, από τον μήνα Μάϊο του έτους 2000 έως και τον Σεπτέμβριο του έτους 2002 παρείχε τις υπηρεσίες του στην ρηθείσα ανώνυμη τεχνική εταιρεία και αυτή κατέβαλε κανονικά τις αμοιβές του. Ωστόσο, κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2002 παρατηρήθηκε μία εκτεταμένη οικονομική δυσπραγία στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." και ο εγκαλών φοβούμενος ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μείνει απλήρωτος, απεφάσισε να αποχωρήσει από την εν λόγω εταιρεία, μη παρέχοντας πλέον την εργασία του σε αυτή. Στη συνέχεια όμως στα μέσα Δεκεμβρίου του έτους 2002 ο πρώτος των εκκαλούντων, Χ3, ο οποίος ήταν υπεύθυνος των εργοταξίων της εταιρείας "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." για την κατασκευή της Αττικής οδού, ζήτησε από τον εγκαλούντα να επιστρέψει στην εταιρεία αναφέροντας σε αυτόν (εγκαλούντα) ότι η εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." ανήκει στην "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ" και ότι τα χρήματα της αμοιβής του ήταν εξασφαλισμένα ακόμη και στην περίπτωση που η εταιρεία πτώχευε. Εξήγησε δε στον εγκαλούντα ότι σε αυτές τοις περιπτώσεις η κοινοπραξία αναλαμβάνει όλες τις οφειλές των εταιριών -μελών της- οι οποίες για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους προς τρίτους. Σε συνέχεια αυτής της εξήγησης στις αρχές του έτους 2004 ο εγκαλών (Χ3) ήρθε σε επαφή με τον δεύτερο και τρίτο των εκκαλούντων οι οποίοι τυγχάνουν, ο μεν δεύτερος (Χ2) γενικός τεχνικός διευθυντής και μέλος της Τριμελούς Διοικούσας Επιτροπής της Κοινοπραξίας με την επωνυμία "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ", ο δε τρίτος (Χ1) διαχειριστής και μέλος της Τριμελούς διοικούσας επιτροπής της ιδίας Κοινοπραξίας. Οι εν λόγω εκκαλούντες, οι οποίοι γνώριζαν πολύ καλά τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, διαβεβαίωσαν αυτόν ότι σε περίπτωση που η εταιρία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." αντιμετωπίσει το οποιοδήποτε πρόβλημα, τότε τα χρήματα της αμοιβής του πρόκειται να καταβληθούν από την Κοινοπραξία η οποία σε αυτές τις περιπτώσεις αναλαμβάνει να καλύψει τις οφειλές των μελών της. Για να μη μείνει δε καμία αμφιβολία για τα ανωτέρω και ιδιαίτερα για την ευθύνη της Κοινοπραξίας, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας της "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", επέδειξαν στον εγκαλούντα το από 27-4-1996 Ιδιωτικό Συμφωνητικό με το οποίο τροποποιήθηκε το αρχικό συμφωνητικό συστάσεως της Κοινοπραξίας, όπου στο άρθρο 20 αναφέρεται ότι: "Η Κοινοπραξία θα βαρύνεται με όλες τις δαπάνες και κάθε είδους έξοδα που απαιτούνται για την εκτέλεση των εργασιών μέχρι τη λύση της". Έτσι, μετά την ανάγνωση του ως άνω συμφωνητικού, πείσθηκε ο εγκαλών και στις 16-1-2003 επέστρεψε στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." και άρχισε να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του στην κατασκευή της Αττικής Οδού δεχόμενος τις μεταχρονολογημένες επιταγές των 10 και 12 μηνών που λάμβανε για τις εργασίες του, έχοντας πλέον την βεβαιότητα ότι σε κάθε περίπτωση θα καλυφθεί οικονομικά από την Κοινοπραξία "Αττική Οδός". Ωστόσο, από τον Μάιο του έτους 2004 η εταιρία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." δεν ήταν σε θέση πλέον να χορηγήσει ούτε καν επιταγές, έστω και μεταχρονολογημένες, ενώ ο εγκαλών είχε λάβει έναντι λογαριασμού για τις υπηρεσίες του από την ρηθείσα Ανώνυμη Τεχνική εταιρεία τις με αριθμούς: ......, ......, ......, ...... επιταγές της τράπεζας SG, ποσών 40.000, 30.000, 10.000 και 20.000 ευρώ, αντίστοιχα, μέχρι τότε. Πλην δε των ανωτέρω ποσών και έως το πέρας των εργασιών για την κατασκευή του ως άνω έργου οφειλόταν από την εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." στον εγκαλούντα το ποσό των 40.172,44 ευρώ. Εκεί, ο εγκαλών για πρώτη φορά άκουσε ότι η μόνη υπόχρεη να καταβάλει το παραπάνω ποσό είναι η ρηθείσα εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", καθόσον, βάσει του από 27-11-99 συμφωνητικού τροποποίησης και κωδικοποίησης του κοινοπρακτικού συμφώνου αναφερόταν ρητά ότι: "Η Κοινοπραξία θα βαρύνεται για την εκτέλεση των εργασιών -πλην εκείνων που αφορούν εργασίες που έχουν κατανεμηθεί στα μέλη - μέχρι την λύση της". Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, οι εκκαλούντες, παρά την γνώση που είχαν για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", εξαπάτησαν αυτόν, καθόσον του απέκρυψαν δολίως την ύπαρξη του από 27-11-1999 κωδικοποιημένου κοινοπρακτικού συμφωνητικού, επιδεικνύοντας σε αυτόν το προγενέστερο, από 27-4-1996 κοινοπρακτικό συμφωνητικό, περί, δήθεν, ευθύνης της Κοινοπραξίας για τα χρέη των εταιρειών μελών της και έτσι κατάφεραν να τον πείσουν να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", πράγμα που σε καμιά περίπτωση δεν θα συνέβαινε, αν ο εγκαλών γνώριζε την αλήθεια. Η ζημία δε την οποία υπέστη τελικά ο εγκαλών από την παραπάνω απατηλή συμπεριφορά των εκκαλούντων, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 149.701,96 ευρώ, μαζί με τους νόμιμους τόκους και λοιπά έξοδα. Οι εκκαλούντες από την πλευρά τους, αρνούνται τις παραπάνω καταγγελίες του εγκαλούντος ισχυριζόμενοι, αφ'ενός μεν ο Χ3 (πρώτος των εκκαλούντων), ότι εργάστηκε στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", ως προϊστάμενος ποιοτικού ελέγχου αρχικά και εν συνεχεία ως προϊστάμενος εργοταξιακού γραφείου της κατασκευής τμήματος της Αττικής οδού, πλην όμως, ουδέποτε διαβεβαίωσε τον εγκαλούντα Ψ ότι τα χρήματα του ήταν εξασφαλισμένα, ακόμη και στην περίπτωση που η εταιρία πτώχευε και ότι η Κοινοπραξία θα αναλάμβανε όλες τις οφειλές των εταιρειών μελών της, ισχυριζόμενος επί πλέον ότι ο ίδιος ουδέποτε θα μπορούσε να έχει προβεί στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις, αφού δεν είχε καμία διαχειριστική αρμοδιότητα σχετικά με την οικονομική λειτουργία της εταιρείας και αφ'ετέρου οι Χ2 και Χ1 (δύο τελευταίοι των εκκαλούντων αντίστοιχα) αρνούνται, ομοίως τις κατηγορίες ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε διαβεβαίωσαν τον εγκαλούντα Ψ περί της δυνατότητος εξόφλησης αυτού -σε περίπτωση οικονομικής δυσπραγίας της "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." -από την κοινοπραξία "ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ", επιδεικνύοντας μάλιστα κατά μήνα Ιανουάριο του 2003 προς κάλυψη οιασδήποτε αντίρρησης του εγκαλούντος (για την συνέχιση παροχής των υπηρεσιών του προς την "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." το από 27-4-1996 Κοινοπρακτικό της Κοινοπραξίας "ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ". Επί πλέον δε οι ανωτέρω εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο εγκαλών προσπαθεί να ποινικοποιήσει μία αστικής φύσεως διαφορά και πως η Κοινοπραξία δεν είχε κανένα κίνητρο να παραπείσει τον εγκαλούντα να παραμείνει στο έργο κατασκευής της Αττικής οδού, αφού η παραμονή του ή μη δεν θα ασκούσε καμία επιρροή στην έγκαιρη και άρτια εκτέλεση του έργου την οποία, σε περίπτωση αποχώρησης του, θα αναλάμβαναν βάσει του κοινοπρακτικού τα υπόλοιπα κοινοπρακτούντα μέλη. Βέβαια, οι ως άνω ισχυρισμοί των εκκαλούντων, ναι μεν επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ......, δικηγόρου της ρηθείσης κοινοπραξίας του εργαζομένου στην "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε." ......, ήτοι των ......, ...... και ......, πλην όμως, οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, εν όψει και της άμεσης συνεργασίας τους με τους εκκαλούντες, δεν κρίνονται αξιόπιστες. Αντίθετα, όλοι οι ισχυρισμοί του εγκαλούντος, Ψ, επιβεβαιώνονται πλήρως, τόσον από τον υιό του Α, όσο και από τους επίσης εργαζόμενους στην εταιρεία "ΑΛΤΕ Α.Τ.Ε.", ......, ...... και ......, απάντων μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι φέρεται να εξαπατήθηκαν με όμοιο τρόπο από όλους τους εκκαλούντες, προκειμένου να συνεχίσουν να εργάζονται για την αποπεράτωση του έργου της Αττικής Οδού, μη κρινόμενου πειστικού εν προκειμένω του ισχυρισμού, ότι η τυχόν αποχώρηση κάποιων μελών δεν θα είχε αντίκτυπο στην εκτέλεση του έργου, εν όψει της συμφωνίας ότι αυτή θα την αναλάμβαναν τα λοιπά κοινοπρακτούντα μέλη, αφού ήταν γνωστός σε όλους ο κατεπείγων χαρακτήρας της αποπεράτωσης του έργου της Αττικής οδού, εν όψει των επικείμενων τότε Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα και η τυχόν αποχώρηση κάποιων εργαζόμενων θα επέφερε αναπόφευκτη καθυστέρηση, την οποία και ήθελαν να αποφύγουν με οποιονδήποτε τρόπο οι εκκαλούντες, προσπαθώντας να πείσουν όλα τα μέλη της κοινοπραξίας να προσφέρουν τις εργασίες τους. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε όλους τους ανωτέρω εργαζόμενους μη εξαιρουμένου και του εγκαλούντος, οφείλονται μέχρι σήμερα ως δεδουλευμένα μεγάλα χρηματικά ποσά, τη ρύθμιση καταβολής των οποίων επεδίωξαν αυτοί και μέσω της Γεν. Γραμματείας Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Οι εκκαλούντες, βέβαια, με τις υπό κρίσιν εφέσεις τους εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι, δήθεν, δεν τέλεσαν την πράξη που τους αποδίδεται. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός, κατά την κρίση μου, είναι εντελώς αβάσιμος για τους λόγους που προανέφερα. Κατόπιν τούτου, η κρινόμενη υπόθεση, λόγω της σπουδαιότητος αυτής, θα πρέπει να αχθεί ενώπιον του ακροατηρίου του ρηθέντος δικαστηρίου, προκειμένου να υποστεί την βάσανο του ακροατηρίου, όπου θα φανεί πλέον καθαρά, αν είναι βάσιμοι ή όχι οι ως άνω ισχυρισμοί των εκκαλούντων.
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: α) Χ3, 2) Χ2 και 3) Χ1, εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθούν ο μεν πρώτος για απάτη κατ'εξακολούθησιν σε βαθμό κακουργήματος, οι δε δεύτερος και τρίτος για απάτη από κοινού, από την οποία η προκληθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος της υπ'αυτών εκπροσωπούμενης εταιρείας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ".
Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, στέρησε την απόφασή του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για τους παρακάτω λόγους: Ειδικότερα δε, σε σχέση με τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα Χ3, ο οποίος παραπέμφθηκε για την πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, γιατί, ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ' εξακολούθηση τελέσεως της απάτης.
Περαιτέρω, από το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη του και ότι συνεκτίμησε τα έγγραφα, που υπέβαλε προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, ο αναιρεσείων Χ3, με το από 21-5-2007 υπόμνημά του. Συγκεκριμένα, ο ως άνω αναιρεσείων, με το συνημμένο στην υπ' αριθμό 266/21-5-2007 έκθεση εφέσεώς του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, από 20-5-2007 υπόμνημά του είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει σειρά εγγράφων και δη: α) ενημερωτικό δελτίο οικονομικής χρήσεως του έτους 2003, β) σειρά λογιστικών καταστάσεων της εταιρείας ΑΛΤΕ ΑΤΕ, με τις αντίστοιχες χρηματικές καταβολές υπέρ του εγκαλούντος και του υιού του τελευταίου, γ) σειρά αποδείξεων εισπράξεως χρηματικών καταβολών, δ) τις από 5-2-2005 εκθέσεις εξετάσεως μαρτύρων, ενώπιον του τακτικού ανακριτή, ...... και ......, χωρίς όμως το Συμβούλιο Εφετών να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση των αποδεικτικών ισχυρισμών των αναιρεσειόντων, και συγκεκριμένα εκείνα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι τόσο ο εγκαλών προσωπικά, όσο ο γιός του και μετά το χρόνο τελέσεως της πράξεως για την οποία αυτοί παραπέμφθηκαν, φέρεται να έχουν εισπράξει διάφορα χρηματικά ποσά, από την εταιρεία που εκπροσωπούσαν οι αναιρεσείοντες και τα οποία αναμφίβολα συνέχονται με το ύψος της ζημίας που επικαλείται ότι υπέστη ο εγκαλών. Επιπρόσθετα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, γίνεται αναφορά μόνο στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, με αντίστοιχο αποκλεισμό άλλων μαρτυρικών καταθέσεων και μάλιστα των μαρτύρων υπερασπίσεως, παρά το γεγονός ότι στο αιτιολογικό γίνεται αναφορά στο σύνολο των μαρτυρικών καταθέσεων που εξετάσθηκαν. Τέλος, υφίσταται αντίφαση και ως προς το ύψος της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη ο παθών, αφού άλλοτε γίνεται αναφορά για ποσό 140.172, 44 ευρώ και άλλοτε στο ποσό των 149.701,96 ευρώ. Από τις αναφορές, όμως, αυτές του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, προκύπτει ότι τόσο στο προσβαλλόμενο βούλευμα, όσο και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δεν γίνεται οποιαδήποτε, έστω, γενική αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη του, προκειμένου το συμβούλιο να καταλήξει στην κρίση του αυτή. Συγκεκριμένα, στην εισαγγελική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, προς το Συμβούλιο Εφετών, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ενσωματώθηκε καθολικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία και αναφορά, σε οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, από εκείνα του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ, όπως επίσης και στο ίδιο το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν γίνεται από το Συμβούλιο Εφετών, αντίστοιχη αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του. Η έλλειψη δε αυτή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καλυφθεί από την επιλεκτική αξιολόγηση ορισμένων μόνο εγγράφων. Έτσι, όμως, υπάρχει ασάφεια στο προσβαλλόμενο βούλευμα και ως εκ τούτου, αυτό να στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή, ως βάσιμου του προβαλλόμενου, από καθένα των αναιρεσειόντων, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ, λόγου αναιρέσεως, της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί, το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμό 2704/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ