Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αποπλάνηση ανηλίκου.
Περίληψη:
Αποπλάνηση παιδιού. Παραπεμπτικό βούλευμα. Αίτηση αναίρεσης αυτού για απόλυτη ακυρότητα. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και μη ορθή εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης λόγω μη βασιμότητας των λόγων αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1240/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 100/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου.
Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1544/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 9/13-1-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, μαζί με τη συνημμένη δικογραφία, την υπ'αρ. 6/12-9-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ, δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευτυχίας Καραγιάννη-Μέξη, δυνάμει της από 9/9/2008 εξουσιοδοτήσεώς του, κατά του υπ'αριθμ. 100/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου με το οποίο απερρίφθησαν, αφενός το αίτημα του κατηγορουμένου Χ για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και αφετέρου ως ουσιαστικά αβάσιμη η υπ'αρ. 7/14-4-2008 έφεση του ιδίου κατά του υπ'αρ. 150/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, το οποίο παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του ακροατηρίου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου να δικασθεί για κατ'εξακολούθηση αποπλάνηση παιδιού που συμπλήρωσε τα δέκα έτη, όχι όμως τα δέκα τρία (αρ. 98, 339 παρ. 1, 3 ΠΚ ως ισχύει) και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473, 474 και 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ, με την ως άνω από 12-9-2008 δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευτυχίας Καραγιάννη-Μέξη, δυνάμει της από 9/9/2008 νόμιμης εξουσιοδότησης, στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου, για την οποία συντάχθηκε νομοτύπως η υπ'αρ. 6/2008 έκθεση αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στον ίδιο την 8/9/2008 και είναι συνεπώς τυπικά δεκτή.
Με το υπό κρίση ένδικο μέσο ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναίρεσης (α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, (β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και (γ) απόλυτη ακυρότητα, επειδή το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου απέρριψε αναιτιολόγητα το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ιδίου ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και έτσι δεν κλήθηκε να εμφανιστεί, να υπερασπίσει τον εαυτόν του και να ασκήσει τα δικαιώματά του ως κατηγορούμενος (βλ. συνημμ. έκθεση αίτησης αναίρεσης).
(lΙ) Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα. δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (π.χ. μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιο ή ποια από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και .139 - όπως ισχύει - ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα- άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.).
Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 1128/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.ά.).
Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.).
-Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 21078/2005 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι ο ίδιος ο 'Αρειος Πάγος αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού - 87 επ. Συντ.).
Στη προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα με επιτρεπτή (ΑΠ 1494/05), αναφορά και υιοθέτηση της προτάσεως του παρ'αυτώ Εισαγγελέα δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, κατ'εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ'αυτό, κατ'είδος, αποδεικτικών μέσων τα εξής:
Η ποινική δίωξη κατά του ως άνω κατηγορουμένου ασκήθηκε με αφορμή την από 30-8-2005 έγκληση που υπέβαλε η ανήλικη Ζ στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής σε βάρος του πατέρα της, Χ και η κατηγορία σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα συνίσταται στο ότι ο εκκαλών, στο .... του Ν. ... και κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Μαρτίου του 2004 έως και τέλη Μαΐου του 2005, από πρόθεση ενεργώντας, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή, ενήργησε ασελγείς πράξεις με πρόσωπο που συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη. Συγκεκριμένα στην οικία του, σε σκηνή εντός παραλίας, σε ερειπωμένο ξενοδοχείο και σε ορεινή ερημική τοποθεσία στην ευρύτερη περιοχή του .... ενεργώντας με πρόθεση και με συχνότητα τρεις τουλάχιστον φορές εβδομαδιαίως, θώπευε την ανήλικη κόρη του Ζ, γεννηθείσα το έτος 1992 και συνεπώς ηλικίας κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ,από δώδεκα ετών έως δεκατριών ετών και τριών μηνών, εισήγαγε το δάχτυλο του χεριού του στο αιδοίο της και δύο-τρεις φορές στον πρωκτό της, αφού προηγουμένως την έγδυνε, ενώ ταυτοχρόνως με το άλλο χέρι του προέβαινε σε πράξεις σεξουαλικής αυτοϊκανοποίησης μέχρι που εκσπερμάτωνε, προσβάλλοντας έτσι σοβαρώς το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, καθώς και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της παθούσας και ικανοποιώντας τη διέγερση της γενετήσιας ορμής του. Με το ως άνω βούλευμα εξάλλου διατάχθηκε η διατήρηση της ισχύος της υπ' αριθ. 12/13-2-2007 Διάταξης του Ανακριτή του Τμήματος Πλημμελειοδικών Ναυπλίου με την οποία επιβλήθηκε στον ως άνω κατηγορούμενο ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 339 § 1εδ. β' Π.Κ. "Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται ως εξής: .. ..β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα όχι όμως και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει να προστατεύσει την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των δέκα πέντε ετών, η οποία αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και υποκειμενικά κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή τη διέγερση της - γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Έτσι συνιστά το παραπάνω έγκλημα, όχι μόνο η συνουσία ή η ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, γιατί και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας (Α.Π. 501/2006 ILXp.2007 σελ. 39).
Από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης που διενεργήθηκε και της προκαταρκτικής εξέτασης που προηγήθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων και τα έγγραφα, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ανήλικη Ζ, γεννηθείσα στις 31-7-1992, είναι μέλος μίας οκταμελούς οικογένειας η οποία αποτελείται από τους γονείς της και τα υπόλοιπα πέντε αδέλφια της, ένα κορίτσι και τέσσερα αγόρια, εκ των οποίων μόνο ο αδερφός της Ψ, διαμένει σε δική του οικία με την οικογένεια του, ενώ όλοι οι υπόλοιποι διαμένουν μαζί στην ίδια οικία, στο ... του Νομού .... Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου 2004 έως και τα τέλη Μαΐου του 2005, ο πατέρας της, Χ, ενήργησε κατ' εξακολούθηση ασελγείς πράξεις σε βάρος της, προσβάλλοντας σοβαρώς το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών , καθώς και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της ανήλικης θυγατέρας του, ικανοποιώντας τη διέγερση της γενετήσιας ορμής του. Ειδικότερα, ενάμιση περίπου χρόνο πριν από τις 30-8-2005, οπότε όλη η οικογένεια πήγε για κατασκήνωση, όπως άλλωστε συνήθιζε, σε παραθαλάσσια περιοχή, όταν η ανήλικη, η οποία κατά το συγκεκριμένο χρόνο είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος όχι όμως και το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας της, βρέθηκε μόνη με τον πατέρα της μέσα στη σκηνή, ο τελευταίος, προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του, αφού κατέβασε το εσώρουχό της θώπευσε τα γεννητικά της όργανα και υποχρεώθηκε να σταματήσει όταν η ανήλικη αντέδρασε και άρχισε να κλαίει. Έκτοτε πολλές φορές, με συχνότητα τρεις τουλάχιστον φορές την εβδομάδα, ο κατηγορούμενος, αφού με διάφορα προσχήματα κατάφερνε να παραμένει μόνος στο σπίτι μαζί της και αφού πέτυχε να κάμψει τις αντιρρήσεις της εκφοβίζοντάς της ότι αν δεν τον άφηνε να την αγγίξει και να την χαϊδεύει θα αρρώσταινε ο ίδιος, την έγδυνε εντελώς, τη θώπευε, έβαζε το δάκτυλο του εντός του γεννητικού της οργάνου, πιέζοντας την, με αποτέλεσμα να της προκαλεί πόνο και εκείνη να κλαίει ή άλλες φορές το εισήγαγε στον πρωκτό της, ενώ ταυτόχρονα, με το άλλο του χέρι, αυνανιζόταν, εκσπερματώνοντας πάνω στο γυμνό της σώμα. Συχνά επίσης προέβαινε στις προαναφερθείσες πράξεις, οδηγώντας την με το αυτοκίνητό του σε κάποιο ερειπωμένο ξενοδοχείο της περιοχής ή σε ερημική τοποθεσία κοντά στο βουνό. Ο δράστης κατάφερνε να εξασφαλίζει την ανοχή της ανήλικης κόρης του και να εξουδετερώνει τις αντιδράσεις της καθ' όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ασκώντας σε βάρος της ψυχολογική πίεση, με τον εκφοβισμό ότι αν δεν τον άφηνε να την "πειράξει" θα πέθαινε και θα καταστρεφόταν η οικογένειά τους, όλα τα μέλη της οποίας εξαρτώνταν οικονομικά από αυτόν. Τα παραπάνω γεγονότα σε βάρος του πατέρα της κατήγγειλε με έγκληση της, με σαφήνεια και ακρίβεια στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής στις 30-8-2005 η ίδια η παθούσα, συνοδευόμενη από τον μεγαλύτερο αδερφό της, Ψ και στην καταγγελία της αυτή επισήμαινε επιπλέον ότι και στο παρελθόν ο κατηγορούμενος είχε αποπειραθεί να ενεργήσει ασελγείς πράξεις και σε βάρος της αδερφής της συζύγου του όταν αυτή ήταν ανήλικη, αλλά και σε βάρος μίας φίλης του άλλου αδερφού της, Θ, περιστατικό στο οποίο η ίδια υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Ακόμη κατέθεσε ότι και η μητέρα της Ξ πιστεύει ότι είχε αντιληφθεί την δράση του συζύγου της σε βάρος της ανήλικης κόρης τους. Ο δε συνοδεύων την εγκαλούσα αδερφός της, Ψ, στην από 30-8-2005 κατάθεσή του αφού εξιστόρησε τα περιστατικά που έλαβαν χώρα σε βάρος της αδελφής του κατέθεσε ότι η ίδια μητέρα του και σύζυγος του κατηγορουμένου, Ξ παραδέχθηκε στον ίδιο, ότι γνώριζε πως ο κατηγορούμενος πατέρας του είχε προβεί σε ασελγείς πράξεις σε βάρος της εγκαλούσας.
Η παραπάνω καταγγελία της ανήλικης παθούσας για τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος της ο πατέρας της, σε συνδυασμό και με την υπό ιδία ημερομηνία με την έγκληση ένορκη κατάθεση του αδελφού της Ψ θα ήταν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση και αξιολόγηση τους, για να στηριχτεί κατηγορία εναντίον του δράστη, αν η ανήλικη στην συνέχεια δεν ανακαλούσε την καταγγελία της. Πράγματι στην από 26-10-2006 κατάθεσή της στον Ανακριτή Ναυπλίου, αυτή δηλώνει ότι αυτά που κατήγγειλε δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα, αλλά "τα φαντάστηκε". Ενόψει λοιπόν της αυτής εξέλιξης της υπόθεσης, πρέπει να προστεθούν και τα εξής που καταδεικνύουν ότι η καταγγελία της κατ' εξακολούθηση αποπλάνησης εκ μέρους του δράστη πατέρα, ήταν αληθής και η διαφορετική δεύτερη κατάθεση της προφανέστατα ήταν αποτέλεσμα εξουθενωτικής πίεσης εκ μέρους του δράστη αλλά και της μητέρας της παθούσας, την οποία το μόνο που φαίνεται να την ενδιέφερε ήταν να μη λάβει διαστάσεις η υπόθεση και να ξεχαστεί. Η καταγγελία της ανήλικης που υποβλήθηκε στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής δεν ήταν μια έμπνευση της στιγμής εκ μέρους της, ώστε να θεωρηθεί ενδεχομένως πειστικός ο ισχυρισμός περί φαντασιώσεων, αλλά τις σε βάρος της πράξεις που με ακρίβεια, χωρίς αντιφάσεις και με την αγνότητα και ειλικρίνεια της προεφηβικής ηλικίας ανέφερε και με χαρακτηριστικές μάλιστα λεπτομέρειες, που ένας ανήλικος μπορεί να τις περιγράψει μόνο αν τις έχει δει ή τις έχει υποστεί, τις είχε κατά καιρούς αποκαλύψει και σε άλλους, αφού κατάφερε και ξεπέρασε αναστολές που της είχε δημιουργήσει ο δράστης πατέρας της. Συγκεκριμένα οι πράξεις του πατέρα της είχαν προκαλέσει σ' αυτήν διαρκές ψυχικό άλγος και ψυχικά τραύματα και ο λόγος που την έκανε να τις ανέχεται, αλλά και να μη τις αποκαλύπτει σε όλο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ήταν ο εκφοβισμός εκ μέρους του ότι αν δεν τις δεχθεί ή αν τις αποκαλύψει αυτός θα πεθάνει και θα διαλυθεί η οικογένειά τους. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι αυτός ο φόβος να μην θεωρηθεί η ίδια για οποιοδήποτε λόγο υπαίτια για την διάλυση της οικογένειας την έκανε να ανέχεται τις ασελγείς πράξεις και να μη τις αποκαλύπτει για μεγάλο χρονικό διάστημα και τον οποίο με τέτοιο δόλιο τρόπο τον εκμεταλλευόταν ο "στοργικός" πατέρας, ήταν φόβος υπαρκτός πράγματι και τον διαπίστωσε η διενεργήσασα σχετική έρευνα κοινωνική λειτουργός ... (βλ. την από 18-1-07 έκθεση κοινωνικής έρευνας). Ώσπου, όπως η ίδια η παθούσα εκθέτει στην πρώτη κατάθεση της, "δεν άντεξε να τα κρατά μέσα της" και αποκάλυψε αυτές τις σε βάρος της πράξεις του πατέρα της σε διάφορα πρόσωπα της εμπιστοσύνης της, τα οποία επιβεβαιώνουν το γεγονός στις καταθέσεις τους. Αρχικά αποκάλυψε τις σε βάρος της κατ' εξακολούθηση ασελγείς πράξεις του πατέρα της σε φίλη της που διέμενε προσωρινά σπίτι της, κατόπιν στην θεία της (σύζυγο αδελφού του πατέρα της) ..., η οποία μάλιστα πριν γίνουν γνωστά και σε άλλους τα περιστατικά οδήγησε την ανήλικη παθούσα σε ψυχίατρο, αντιληφθείσα την κακή ψυχολογική κατάσταση της ανεψιάς της. Σε άλλη δε χρονική στιγμή η ανήλικη τα εξιστόρησε και στον εξάδελφο της ... ο οποίος τα μετέφερε στην μητέρα του ... και οι παραπάνω δυο θείες ενημέρωσαν τον αδελφό της παθούσας Ψ, ενώπιον του οποίου η παθούσα επιβεβαίωσε πάλι τα σε βάρος της γεγονότα. Ο δε Ψ, τον οποίο η κοινωνική λειτουργός στην πλήρως εμπεριστατωμένη έκθεσή της, μετά προηγηθείσα συνέντευξη μαζί του, τον χαρακτηρίζει λογικό, ισορροπημένο και με αρχές άτομο και τούτο πράγματι αποδεικνύει η πράξη του, χωρίς να αμφιβάλλει για την αλήθεια των αποκαλυφθέντων, αγανακτισμένος και εξοργισμένος από την συμπεριφορά του πατέρα τους παρότρυνε την ανήλικη αδελφή του να προβεί στην καταγγελία για να την προστατεύσει, έστω και αν τελικά και αυτός όπως και τα λοιπά μέλη της οικογένειας υπό την πίεση των γονέων και τον φόβο του διασυρμού, παρακάμπτουν την ανάγκη τιμωρίας του δράστη και κάνουν λόγο πλέον για φαντασιώσεις και ψυχικές διαταραχές της ανήλικης.
Από όσα παραπάνω εκτέθηκαν, συνάγεται ότι προκύπτουν σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του για το έγκλημα της κατ' εξακολούθηση αποπλάνησης ανήλικης ηλικίας δέκα έως δεκατριών ετών και ορθώς κατά συνέπεια το προσβαλλόμενο βούλευμα, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι, αποφάνθηκε ότι πρέπει ο εκκαλών κατηγορούμενος να παραπεμφθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο για να δικαστεί για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και ως εκ τούτου πρέπει, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 317, 318, 319 και 481 ΚΠΔ, να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. Και πρέπει επίσης , σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 55 παρ. 1 Ν. 3160/03, να επιβληθούν στον εκκαλούντα τα προβλεπόμενα από τον νόμο δικαστικά έξοδα, λόγω απόρριψης εξ ολοκλήρου της έφεσής του.
Εισάγεται τέλος και η από 28-5-2008 αίτηση του εκκαλούντος κατηγορουμένου, με την οποία ζητά αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου του ιδίου και της ανήλικης θυγατέρας του, προκειμένου "να δώσει κάθε αναγκαία διευκρίνηση και να αναπτύξει προφορικά την υπόθεση" Το αίτημα είναι νόμιμο κατά τα άρθρα 309 παρ.2 και 318 ΚΠΔ, πρέπει "όμως να απορριφθεί στην ουσία του, καθόσον ο αιτών έχει επαρκώς αναπτύξει τους ισχυρισμούς του για την κρινόμενη υπόθεση, τόσο στην ενώπιον του Ανακριτή απολογία του και στα υπομνήματα του, όσο και στην έκθεση έφεσης του, ώστε αν γίνει δεκτή η αίτηση του απλώς θα τους επαναλάβει, αλλ' επιπλέον θα γίνει αιτία να υποβληθεί και σε μια ακόμη άσκοπη ψυχική ταλαιπωρία η ανήλικη παθούσα.
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντ. και 139 ΚΠΔ), αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ως άνω ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου λόγοι αναίρεσης (αρ. 484 παρ. 1 β' και δ' ΚΠΔ) είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, επειδή το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου απέρριψε αναιτιολόγητα τα αίτημα του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του (αρ. 309 παρ. 2 ΚΠΔ), είναι αβάσιμος διότι το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου εκθέτοντας ότι... "Ο αιτών κατά το στάδιο της ανάκρισης με την απολογία του και το κατατεθέν σχετικό υπόμνημά του αναπτύσσει και αναλύει διεξοδικά τις απόψεις, τους ισχυρισμούς και τις θέσεις του σε σχέση με την αποδιδόμενη σ' αυτόν ως άνω κατηγορία, τα οποία επίσης εκθέτει στην εξεταζόμενη έφεσή του ώστε αν γίνει δεκτή η αίτησή του απλώς θα τους επαναλάβει, αλλ' επιπλέον θα γίνει αιτία να υποβληθεί σε μία ακόμη άσκοπη ψυχική ταλαιπωρία η ανήλικη παθούσα. Κατά συνέπεια δεν κρίνεται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του εκκαλούντος και της ανήλικης θυγατέρας του πρέπει να απορριφθεί η εν λόγω αίτηση" αιτιολογημένα απάντησε στο σχετικό αίτημα του αναιρεσείοντος και συνεπώς δεν παραβίασε τα άρθρα 309 παρ. 2 - 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ (ΑΠ 1104/95), πέραν του ότι απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται μόνο όταν το αρμόδιο Συμβούλιο δεν απαντά καθόλου στο αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου (ΑΠ 310/96, ΑΠ 1441/97 κ.α.). Κατ' ακολουθία τούτων, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω:
(1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 6/12-9-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ' αρ. 100/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου και (2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 29 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμ. 6/12 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ'αριθμ. 100/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 150/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, προκειμένου για να δικαστεί για την πράξη της αποπλανήσεως ανηλίκου προσώπου νεότερου των 15 ετών, συμπληρώσαντος το 10 έτος όχι όμως το 13 έτος της ηλικίας του, κατ'εξακολούθηση (άρθρα 98 και 339 παρ.1 περ. β' του ΠΚ) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούτο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (άρθρα 463, 473 παρ. 6, 474, 482 παρ.1 περ.α' και 484 παρ.1 του ΚΠΔ). Γι'αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητάς της.
Κατά το αρ. 309 παρ. 2 ΚΠΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών (αρ. 316 παρ. 2) "το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του Εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση.... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μόνο αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητος την εμφάνιση αυτού, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρ. 171 παρ. 1δ ΚΠΔ που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος.
Στη κρινομένη υπόθεση, το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε το από 28-5-2008 αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη ενώπιον εκείνου εμφάνιση του ίδιου και της ανήλικης θυγατέρας του Ζ, δεδομένου ότι με τα απολογητικά του υπομνήματα ενώπιον της ανακριτή, την έφεση του και τα απολογητικά του υπομνήματα ενώπιον του Συμβουλίου τούτου ανάλυσε τις απόψεις του, ώστε να μην είναι αναγκαία οποιαδήποτε άλλη διασάφηση ή διευκρίνιση.- Συνεπώς ο λόγος της αιτήσεως, κατά τον οποίον με αιτιολογία τυπική και ελλειπή απορρίφθηκε το αίτημα του ως άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 3160/2003 "όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωση τα δέκα όχι όμως και τα δέκα τρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, γ)...". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει να προστατεύσει την αγνότητα της νεαρής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού, απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των 10 κ.λ.π. ετών, η οποία αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δεν κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Ετσι, συγκροτεί το έγκλημα αυτό όχι μόνο η συνουσία ή ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και καταφίληση στο πρόσωπο ή στο στόμα του ανηλίκου κ.λ.π., εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας. 0 δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10 κ.λ.π. ετών. Αρκεί όμως, ως προς το σημείο τούτο και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 του ΠΚ, το κατ'εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που καθεμιά περιέχει τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεση τους. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1 του ΠΚ, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή' για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων.
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ'του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του έγκληματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δ'εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ'άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. Β'του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά γεγονότα ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 100/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη την υπ'αριθμ. 7/14-4-2008 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Χ κατά του υπ'αριθμ. 150/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου για να δικασθεί ως υπαίτιος της τέλεσης απ'αυτόν του εγκλήματος της αποπλάνησης ανήλικης (άρθρα 98 και 339 παρ.1 περ. Β του ΠΚ), πράξη, σε βαθμό κακουργήματος, που φέρεται ότι τελέσθηκε απ'αυτόν στο ... του νομού .... κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Μαρτίου του έτους 2004 έως και τέλη Μαΐου του έτους 2005, σε βάρος της ανήλικης κόρης του Ζ, που είχε γεννηθεί το έτος 1992. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, ότι: "Από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης που διενεργήθηκε και της προκαταρκτικής εξέτασης που προηγήθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων και τα έγγραφα, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ανήλικη Ζ, γεννηθείσα στις 31-7-1992, είναι μέλος μίας οκταμελούς οικογένειας η οποία αποτελείται από τους γονείς της και τα υπόλοιπα πέντε αδέλφια της, ένα κορίτσι και τέσσερα αγόρια, εκ των οποίων μόνο ο αδερφός της Ψ, διαμένει σε δική του οικία με την οικογένεια του, ενώ όλοι οι υπόλοιποι διαμένουν μαζί στην ίδια οικία, στο ... του Νομού .... Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου 2004 έως και τα τέλη Μαΐου του 2005, ο πατέρας της, Χ, ενήργησε κατ' εξακολούθηση ασελγείς πράξεις σε βάρος της, προσβάλλοντας σοβαρώς το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, καθώς και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της ανήλικης θυγατέρας του, ικανοποιώντας τη διέγερση της γενετήσιας ορμής του. Ειδικότερα, ενάμιση περίπου χρόνο πριν από τις 30-8-2005, οπότε όλη η οικογένεια πήγε για κατασκήνωση, όπως άλλωστε συνήθιζε, σε παραθαλάσσια περιοχή, όταν η ανήλικη, η οποία κατά το συγκεκριμένο χρόνο είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος όχι όμως και το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας της, βρέθηκε μόνη με τον πατέρα της μέσα στη σκηνή, ο τελευταίος, προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του, αφού κατέβασε το εσώρουχό της θώπευσε τα γεννητικά της όργανα και υποχρεώθηκε να σταματήσει όταν η ανήλικη αντέδρασε και άρχισε να κλαίει. Έκτοτε πολλές φορές, με συχνότητα τρεις τουλάχιστον φορές την εβδομάδα, ο κατηγορούμενος, αφού με διάφορα προσχήματα κατάφερνε να παραμένει μόνος στο σπίτι μαζί της και αφού πέτυχε να κάμψει τις αντιρρήσεις της εκφοβίζοντάς της ότι αν δεν τον άφηνε να την αγγίξει και να την χαϊδεύει θα αρρώσταινε ο ίδιος, την έγδυνε εντελώς, τη θώπευε, έβαζε το δάκτυλο του εντός του γεννητικού της οργάνου, πιέζοντας την, με αποτέλεσμα να της προκαλεί πόνο και εκείνη να κλαίει ή άλλες φορές το εισήγαγε στον πρωκτό της, ενώ ταυτόχρονα, με το άλλο του χέρι, αυνανιζόταν, εκσπερματώνοντας πάνω στο γυμνό της σώμα. Συχνά επίσης προέβαινε στις προαναφερθείσες πράξεις, οδηγώντας την με το αυτοκίνητό του σε κάποιο ερειπωμένο ξενοδοχείο της περιοχής ή σε ερημική τοποθεσία κοντά στο βουνό. Ο δράστης κατάφερνε να εξασφαλίζει την ανοχή της ανήλικης κόρης του και να εξουδετερώνει τις αντιδράσεις της καθ' όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ασκώντας σε βάρος της ψυχολογική πίεση, με τον εκφοβισμό ότι αν δεν τον άφηνε να την "πειράξει" θα πέθαινε και θα καταστρεφόταν η οικογένειά τους, όλα τα μέλη της οποίας εξαρτώνταν οικονομικά από αυτόν. Τα παραπάνω γεγονότα σε βάρος του πατέρα της κατήγγειλε με έγκληση της, με σαφήνεια και ακρίβεια στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής στις 30-8-2005 η ίδια η παθούσα, συνοδευόμενη από τον μεγαλύτερο αδερφό της, Ψ και στην καταγγελία της αυτή επισήμαινε επιπλέον ότι και στο παρελθόν ο κατηγορούμενος είχε αποπειραθεί να ενεργήσει ασελγείς πράξεις και σε βάρος της αδερφής της συζύγου του όταν αυτή ήταν ανήλικη, αλλά και σε βάρος μίας φίλης του άλλου αδερφού της, Θ, περιστατικό στο οποίο η ίδια υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Ακόμη κατέθεσε ότι και η μητέρα της Ξ πιστεύει ότι είχε αντιληφθεί την δράση του συζύγου της σε βάρος της ανήλικης κόρης τους. Ο δε συνοδεύων την εγκαλούσα αδερφός της, Ψ, στην από 30-8-2005 κατάθεσή του αφού εξιστόρησε τα περιστατικά που έλαβαν χώρα σε βάρος της αδελφής του κατέθεσε ότι η ίδια μητέρα του και σύζυγος του κατηγορουμένου, Ξ παραδέχθηκε στον ίδιο, ότι γνώριζε πως ο κατηγορούμενος πατέρας του είχε προβεί σε ασελγείς πράξεις σε βάρος της εγκαλούσας.
Η παραπάνω καταγγελία της ανήλικης παθούσας για τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος της ο πατέρας της, σε συνδυασμό και με την υπό ιδία ημερομηνία με την έγκληση ένορκη κατάθεση του αδελφού της Ψ θα ήταν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση και αξιολόγηση τους, για να στηριχτεί κατηγορία εναντίον του δράστη, αν η ανήλικη στην συνέχεια δεν ανακαλούσε την καταγγελία της. Πράγματι στην από 26-10-2006 κατάθεσή της στον Ανακριτή Ναυπλίου, αυτή δηλώνει ότι αυτά που κατήγγειλε δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα, αλλά "τα φαντάστηκε". Ενόψει λοιπόν της αυτής εξέλιξης της υπόθεσης, πρέπει να προστεθούν και τα εξής που καταδεικνύουν ότι η καταγγελία της κατ' εξακολούθηση αποπλάνησης εκ μέρους του δράστη πατέρα, ήταν αληθής και η διαφορετική δεύτερη κατάθεση της προφανέστατα ήταν αποτέλεσμα εξουθενωτικής πίεσης εκ μέρους του δράστη αλλά και της μητέρας της παθούσας, την οποία το μόνο που φαίνεται να την ενδιέφερε ήταν να μη λάβει διαστάσεις η υπόθεση και να ξεχαστεί. Η καταγγελία της ανήλικης που υποβλήθηκε στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων Αττικής δεν ήταν μια έμπνευση της στιγμής εκ μέρους της, ώστε να θεωρηθεί ενδεχομένως πειστικός ο ισχυρισμός περί φαντασιώσεων, αλλά τις σε βάρος της πράξεις που με ακρίβεια, χωρίς αντιφάσεις και με την αγνότητα και ειλικρίνεια της προεφηβικής ηλικίας ανέφερε και με χαρακτηριστικές μάλιστα λεπτομέρειες, που ένας ανήλικος μπορεί να τις περιγράψει μόνο αν τις έχει δει ή τις έχει υποστεί, τις είχε κατά καιρούς αποκαλύψει και σε άλλους, αφού κατάφερε και ξεπέρασε αναστολές που της είχε δημιουργήσει ο δράστης πατέρας της. Συγκεκριμένα οι πράξεις του πατέρα της είχαν προκαλέσει σ' αυτήν διαρκές ψυχικό άλγος και ψυχικά τραύματα και ο λόγος που την έκανε να τις ανέχεται, αλλά και να μη τις αποκαλύπτει σε όλο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ήταν ο εκφοβισμός εκ μέρους του ότι αν δεν τις δεχθεί ή αν τις αποκαλύψει αυτός θα πεθάνει και θα διαλυθεί η οικογένειά τους. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι αυτός ο φόβος να μην θεωρηθεί η ίδια για οποιοδήποτε λόγο υπαίτια για την διάλυση της οικογένειας την έκανε να ανέχεται τις ασελγείς πράξεις και να μη τις αποκαλύπτει για μεγάλο χρονικό διάστημα και τον οποίο με τέτοιο δόλιο τρόπο τον εκμεταλλευόταν ο "στοργικός" πατέρας, ήταν φόβος υπαρκτός πράγματι και τον διαπίστωσε η διενεργήσασα σχετική έρευνα κοινωνική λειτουργός ... (βλ. την από 18-1-07 έκθεση κοινωνικής έρευνας). Ώσπου, όπως η ίδια η παθούσα εκθέτει στην πρώτη κατάθεση της, "δεν άντεξε να τα κρατά μέσα της" και αποκάλυψε αυτές τις σε βάρος της πράξεις του πατέρα της σε διάφορα πρόσωπα της εμπιστοσύνης της, τα οποία επιβεβαιώνουν το γεγονός στις καταθέσεις τους. Αρχικά αποκάλυψε τις σε βάρος της κατ' εξακολούθηση ασελγείς πράξεις του πατέρα της σε φίλη της που διέμενε προσωρινά σπίτι της, κατόπιν στην θεία της (σύζυγο αδελφού του πατέρα της) ..., η οποία μάλιστα πριν γίνουν γνωστά και σε άλλους τα περιστατικά οδήγησε την ανήλικη παθούσα σε ψυχίατρο, αντιληφθείσα την κακή ψυχολογική κατάσταση της ανεψιάς της. Σε άλλη δε χρονική στιγμή η ανήλικη τα εξιστόρησε και στον εξάδελφο της ... ο οποίος τα μετέφερε στην μητέρα του ... και οι παραπάνω δυο θείες ενημέρωσαν τον αδελφό της παθούσας Ψ, ενώπιον του οποίου η παθούσα επιβεβαίωσε πάλι τα σε βάρος της γεγονότα. Ο δε Ψ, τον οποίο η κοινωνική λειτουργός στην πλήρως εμπεριστατωμένη έκθεσή της, μετά προηγηθείσα συνέντευξη μαζί του, τον χαρακτηρίζει λογικό, ισορροπημένο και με αρχές άτομο και τούτο πράγματι αποδεικνύει η πράξη του, χωρίς να αμφιβάλλει για την αλήθεια των αποκαλυφθέντων, αγανακτισμένος και εξοργισμένος από την συμπεριφορά του πατέρα τους παρότρυνε την ανήλικη αδελφή του να προβεί στην καταγγελία για να την προστατεύσει, έστω και αν τελικά και αυτός όπως και τα λοιπά μέλη της οικογένειας υπό την πίεση των γονέων και τον φόβο του διασυρμού, παρακάμπτουν την ανάγκη τιμωρίας του δράστη και κάνουν λόγο πλέον για φαντασιώσεις και ψυχικές διαταραχές της ανήλικης.
Από όσα παραπάνω εκτέθηκαν, συνάγεται ότι προκύπτουν σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του για το έγκλημα της κατ' εξακολούθηση αποπλάνησης ανήλικης ηλικίας δέκα έως δεκατριών ετών και ορθώς κατά συνέπεια το προσβαλλόμενο βούλευμα, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι, αποφάνθηκε ότι πρέπει ο εκκαλών κατηγορούμενος να παραπεμφθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο για να δικαστεί για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και ως εκ τούτου πρέπει, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 317, 318, 319 και 481 ΚΠΔ, να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. Και πρέπει επίσης , σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 55 παρ. 1 Ν. 3160/03, να επιβληθούν στον εκκαλούντα τα προβλεπόμενα από τον νόμο δικαστικά έξοδα, λόγω απόρριψης εξ ολοκλήρου της έφεσής του".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το προαναφερθέν έγκλημα της κακουργηματικής αποπλάνησης ανηλίκου κατ'εξακολούθηση, αφού εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και κυρία ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την αναιρετική ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων (και ιδιαίτερα των μαρτυρικών καταθέσεων) κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και πείστηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του αρμοδίου κατά τόπο και καθ'ύλη Δικαστηρίου, παραθέτει δε, τέλος τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 και 339 παρ.1 περ.β' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις πιο πάνω παραδοχές του διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου των περιστάσεων εκείνων της κατ'εξακολούθηση και σε βαθμό κακουργήματος τέλεσης της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης της αποπλάνησης ανήλικης η οποία είχε συμπληρώσει το 10 όχι όμως και το 13 έτος της ηλικίας της που του αποδίδεται. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν υπάρχει ανάγκη να διαλάβει το βούλευμα ειδικότερες αναφορές για το τι προέκυψε χωριστά από το καθένα των αποδεικτικών μέσων, τα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι σχετικές (ιατρική και ιατροδικαστική) εκθέσεις, και να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αρκούντος του γεγονότος ότι αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου). Γι'αυτό η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος για μη λήψη υπόψη του από το Συμβούλιο Εφετών ιδιαίτερα ορισμένων μόνο αποδεικτικών μέσων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατ'ουσίαν κατά της αναιρετικής ανέλεγκτης περί τα πράγματα κρίσης του. Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος. Μετά από αυτή και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-9-2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 100/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου . Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντος στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ