Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Παραπομπή για κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία. Αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αβάσιμο λόγου αναιρέσεως. Το βούλευμα έχει πλήρη αιτιολογία. Ανυπαρξία αντιφατικών παραδοχών. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 297/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3253/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 564/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 192/14-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ'αρθρ. 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 70/19-3-2007 αίτηση της Χ1 , γενομένη δια πληρεξουσίου ο οποίος είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης, για αναίρεση του με αριθμ. 3253/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 277/2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 1283/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που την παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για α) πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος ποσού άνω των 15.000 ευρώ και β) απάτη κατ' επάγγελμα με περιουσιακή ζημία άνω των 15.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενη και στρέφεται κατά βουλεύματος που την παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 περ. δ ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης. Α Στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία και συγκεκριμένα το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέλαβε ουδεμία νόμιμη αιτιολογία, περιέχει κρίσεις αντιφατικές και αόριστες ότι απορρίφθηκαν ισχυρισμοί της κατηγορουμένης αναιτιολόγητα και ότι δεν λήφθηκαν υπ' όψη και δεν εκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, και ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των και των δύο πράξεων. Κατά της αναιρεσείουσας η οποία είναι επιχειρηματίας και ασχολείται με την ανέγερση, κατασκευή πολυκατοικιών και πώληση διαμερισμάτων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις και μετά την διενέργεια κυρίας ανάκρισης παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Οι κατηγορίες κατά της παραπάνω συνίστανται στο ότι η αναιρεσείουσα εξέδωσε εννέα συναλλαγματικές ποσών, 7000, 6500, 6000, 5000, 6000, 6000, 5000, 6000, 60000 Ευρώ επ' ονόματί της και έθεσε στην θέση του αποδέκτη την υπογραφή του Υ1 όπως επίσης έγραψε και την διεύθυνση της κατοικίας του και το Α.Φ.Μ., τις οποίες στην συνέχεια προεξόφλησε στην Αγροτική Τράπεζα και τις οποίες ο Υ1 αναγκάστηκε να πληρώσει η ίδια προκειμένου να πείσει τον παραπάνω παθόντα να την διευκολύνει του παρέστησε ότι ήταν επιτυχημένη επιχειρηματίας αποκερδαίνουσα από την εργασία της μεγάλα χρηματικά ποσά, ότι είχε μεγάλο κύκλο εργασιών, ότι ανήγειρε 3-4 πολυκατοικίες τον χρόνο ότι ήταν φερέγγυα και διέθετε μεγάλη περιουσία, ότι κατ' εκείνο τον χρόνο ανήγειρε ταυτόχρονα τρεις πολυκατοικίες και ότι προσωρινά είχε έλλειψη ρευστότητας η οποία σύντομα θα καλυπτόταν από είσπραξη τιμήματος από πώληση διαμερισμάτων με συνέπεια να τον πείσει να την διευκολύνει δίδοντας της τέσσερις επιταγές μεταχρονολογημένες, ποσών 12, 14, 14, και 15 χιλιάδων ευρώ με την προοπτική ότι η κατηγορουμένη κατά την λήξη τους θα τις κάλυπτε καταθέτοντας στον λογαριασμό του μηνυτή επί του οποίου σύροντα οι επιταγές το αντίστοιχο ποσό, πλην όμως η αναιρεσείουσα δεν τις πλήρωσε με συνέπεια ο παθών να αναγκαστεί να τις εξοφλήσει και ότι τις πράξεις αυτές τις διαπράττει κατ' επάγγελμα. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 παρ. 1 "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση.... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1472α του Ν 2721/99 κατά την οποία '' εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.370 ευρώ)''. Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ υπαρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του Π.Κ κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός. Για την στοιχειοθέτηση δε της κακουργηματικής μορφής της πλαστογραφίας απαιτείται και πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του η σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλο εάν το ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ ή να διαπράττει πλαστογραφίες κατ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία άλλου υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ.(ΑΠ 858/2004 ΠΧ NE-322 AΠ 1505/2004 Π X NE 622 ΑΠ 814/2000, ΠΧ ΝΑ-130 ΑΠ 1167/2000 Πράξ. και Λόγος -2000). Κατά δε το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Για τον προσδιορισμό του ποσού στην κατ' εξακολούθηση απάτη για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ 1913/2000, ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003 ΑΠ 190/2005). Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο απαλλακτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε και κατέληξε στην απαλλακτική κρίση. (ΑΠ Ολ. 2/2002, ΑΠ 1984/2004 Π.Χ ΝΕ 728). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Η αναιρεσείουσα ασχολούμενη με την ανέγερση πολυκατοικιών κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2003 παρέστησε ψευδώς στον μηνυτή τα όσα εκτίθενται παραπάνω περί της οικονομικής ευρωστίας και φερεγγυότητας, περί μεγάλης επιχειρηματικής δραστηριότητας, περί του ότι αυτή κατασκεύαζε κατ' εκείνο τον χρόνο 3 πολυκατοικίες εξ ου λόγου και αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας και ότι η κάλυψη των επιταγών τις οποίες του ζητούσε να τής δώσει για την διευκολύνει ήταν σίγουρη, διότι επρόκειτο κατά τους τρεις μήνες που ακολουθούσαν να εισπράξει τίμημα από την πώληση διαμερισμάτων, με συνέπεια να τον πείσει της εκδώσει 4 επιταγές μεταχρονολογημένες, με ημερομηνία έκδοσης 15-5, 15-5, 10-5, και 30-4-2003 ποσού 12.000, 14.000, 14.000 και 15.000 ευρώ αντίστοιχα, τις οποίες και τις μεταβίβασε στην αναιρεσείουσα η οποία ανέλαβε την υποχρέωση να τις καλύψει καταθέτοντας στον λογαριασμό του τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά κατά την λήξη τους, η οποία όμως δεν τις κάλυψε όπως από την αρχή είχε σχεδιάσει με συνέπεια ο παραπάνω ν' αναγκαστεί να τις εξοφλήσει επ' ωφελεία της αναιρεσείουσας και αντίστοιχη ζημία του παθόντα. Ωσαύτως η αναιρεσείουσα εξέδωσε εννέα συναλλαγματικές μία την 1-9-2002 ποσού 7.000 και 8 με ημερομηνίες λήξης την 30-4, 25-7, 30-6, 30-7, 17-7, 30-6, 25-8 και 30-8-2003 ποσού 6.500, 6.000, 5.000, 6.000, 6.000, 5.000, 6.000, 6.000 Ευρώ ήτοι συνολικού ποσού 53.500 Ευρώ σε διαταγή της και στην θέση του αποδέκτη έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή το ονοματεπώνυμό του την διεύθυνση κατοικίας του και το ΑΦΜ του και τις οποίες συναλλαγματικές τις προσκόμισε στην Αγροτική Τράπεζα και τις προεξόφλησε και τις οποίες συναλλαγματικές ο μηνυτής αναγκάστηκε να τις πληρώσει. Περί των παραπάνω όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα κατέθεσαν οι μηνυτής και μάρτυρες όπως επίσης και από την διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη προέκυψε ότι η υπογραφή του μηνυτή στις συναλλαγματικές τέθηκε κατ' απομίμηση και πάντως όχι από αυτόν. Και καταλήγοντας το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει ότι από την υποδομή που έχει διαμορφώσει η αναιρεσείουσα και από την πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πράξεων προκύπτει σκοπός για τον πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή για την τέλεση των συγκεκριμένων αδικημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητας της όπως επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα απαντά στους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας και ιδιαίτερα στο σημείο στο οποίο αναφέρει ότι ο μηνυτής είχε θέσει ο ίδιος την υπογραφή του στις επίδικες συναλλαγματικές. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98, 216 & 1-3 και 386 & 1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι δεν παρατηρούνται ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 70/19-3-2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 3253/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας .
Αθήνα την 25-4-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.ΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξ άλλου η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών συμπληρωματικά αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3.253/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απορρίφθηκε η ασκηθείσα από την αναιρεσείουσα έφεση κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ.1.283/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί να δικασθεί για α) πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος άνω των 15.000 ευρώ και β) απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακή ζημία μεγαλύτερη του συνολικού ποσού των 15.000 ευρώ. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με ίδιες σκέψεις και συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά: ".. Δυνάμει του με αριθμ. ...... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Ευστρατίας Χατζηδούκα του Παρασκευά, ο εγκαλών αγόρασε από την κατηγορουμένη που ησχολείτο με την ανέγερση πολυκατοικιών ένα διαμέρισμα του Ε' ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού ....... αντί τιμήματος 155.540 ευρώ, ενώ από του έτους 2001 ετύγχανε μισθωτής ενός καταστήματος κυριότητας της κατηγορουμένης επί της οδού ...... Την 1.9.2002 προ της σύνταξης του αγοραπωλητηρίου πιο πάνω συμβολαίου η εκκαλούσα εξέδωσε μία συναλλαγματική σε διαταγή της ποσού 7.000 ευρώ με ημερομηνία λήξης την 25.3.2003 και την 4.10.2002, ημεροχρονολογία σύνταξης τουτέστιν του αγοραπωλητηρίου πιο πάνω συμβολαίου, εξέδωσε σε διαταγή της ωσαύτως, οκτώ συναλλαγματικές ποσού 6.500, 6000, 5000, 6000, 6000, 5000, 6000 και 6000, με ημερομηνία λήξης την 30.4.2003, 25.7.2003, 30.6.2003, 30.7.2003, 17.7.2003, 30.6.2003, 25.8.2003 και 30.8.2003 αντίστοιχα και συνολικού ποσού 53.500 ευρώ, στις οποίες έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντος στη θέση της υπογραφής του αποδέκτη και τα πλήρη στοιχεία αυτού χωρίς την συγκατάθεση του και στη συνέχεια, κατέθεσε αυτές προς προείσπραξη στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Συνεπεία δε της προεκτεθείσης αξιόποινης συμπεριφοράς της ο εγκαλών ζημιώθηκε κατά το ποσό των 53.500 ευρώ συνολικά, που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των παραπάνω συναλλαγματικών εκδόσεως της, το ποσό των οποίων και υποχρεώθηκε να εξοφλήσει στην ανωτέρω τράπεζα, με αντίστοιχη ωφέλεια της κατηγορουμένης. Ο δ' ισχυρισμός της τελευταίας κατά τον οποίο η υπογραφή στη θέση του αποδέκτη έχει τεθεί από τον ίδιο τον εγκαλούντα στερείται βασιμότητας, όπως υπέρ της κρίσης αυτής συνηγορεί το συμπέρασμα της διενεργηθείσης από 19.12.2003 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης δυνάμει της με αρ. 769/2003 διάταξης του ανακριτή από τη δικαστική γραφολόγο Γ1 σύμφωνα με τα παρατιθέμενα στην οποία, η υπογραφή στη θέση του αποδέκτη στις ανωτέρω συναλλαγματικές δεν έχει τεθεί δια χειρός του εγκαλούντα καθ' όσον δεν περιέχει τα γραφικά χαρακτηριστικά και την γραφική ποιότητα που -χαρακτηρίζει τις υπογραφές αυτού, συμπέρασμα, για το οποίο ας σημειωθεί η διορισθείσα από την κατηγορουμένη τεχνική σύμβουλος Σ1 δεν υπέβαλε εγγράφως τις παρατηρήσεις της. Τα όσα επομένως η κατηγορουμένη με το σχετικό της εφέσεώς της λόγο υποστηρίζει περί της μη προσήκουσας εκτίμησης της γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου Γ1 είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Και ναι μεν από την προδιαληφθείσα έκθεση δεν προκύπτει ποιος έθεσε την υπογραφή στη θέση της υπογραφής του αποδέκτη στις προαναφερθείσες εννέα συναλλαγματικές, πρόδηλο όμως τυγχάνει το συμφέρον της εκκαλούσας και εκδότριας των συναλλαγματικών αυτών να θέσει την υπογραφή της επ' αυτών στη θέση του αποδέκτη προκειμένου να επιτύχει την προείσπραξη των ποσών τους από την Τράπεζα. Εξάλλου, η κατηγορουμένη κατά μήνα Ιανουάριο 2003 με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν της παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντα, εν γνώσει της παρέστησε ψευδώς στον τελευταίο ότι είχε μεγάλη επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα ανέγερσης πολυκατοικιών και απεκέρδαινε μεγάλα κέρδη από την ενάσκηση της δραστηριότητάς της αυτής καθόσον ετησίως ανήγειρε 3-4 πολυκατοικίες με αποτέλεσμα, πεισθείς στις ανωτέρω ψευδείς διαβεβαιώσεις της ο εγκαλών καθώς και σε εκείνη περί της είσπραξης εντός των προσεχών μηνών μεγάλων χρηματικών ποσών από την πώληση ακινήτων και περί της εν γένει φερεγγυότητάς της, να μεταβιβάσει σ' αυτή με οπισθογράφηση τις με αρ. ...., ...... , ...... , ...... και ....... επιταγές εκδόσεώς του από τον τηρούμενο στην Τράπεζα Αττικής με αρ. ......λογαριασμό του, αντίστοιχα την ..... , ..... , ..... και ...... και ποσού αντίστοιχα 12.000, 14.000, 14.000 και 15.000 ευρώ. Οι επιταγές αυτές παρά τις ως άνω διαβεβαιώσεις της και κυρίως εκείνης περί φερεγγυότητάς της κατά το χρόνο εμφανίσεώς τους προς πληρωμή καθόσον στο μεταξύ θα είχε αποκτήσει οικονομική ρευστότητα από την πώληση ακινήτων στις υπό ανέγερση οικοδομές, δεν πληρώθηκαν με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η περιουσία του εγκαλούντα κατά το συνολικό ποσό των 55000 ευρώ με αντίστοιχη ωφέλεια της κατηγορουμένης-εκκαλούσας κατά τα ποσά αυτά. Και ναι μεν σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στο υποβληθέν υπόμνημά της ενώπιον της ανακρίτριας, η αποδοχή από τον εγκαλούντα των εκδόσεώς της παραπάνω συναλλαγματικών και η μεταβίβαση σ' αυτή με οπισθογράφηση των προαναφερθέντων επιταγών εκδόσεώς του πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια οικονομικής εξυπηρέτησης και ανταλλαγής αξιόγραφων και δη, όπως απολογούμενη ενώπιον της ανακρίτριας υποστηρίζει, σε αντικατάσταση μη πληρωθείσης επιταγής ποσού 25.000.000 δραχμών που αντιπροσώπευε μέρος του συνομολογηθέντος συνολικά τιμήματος για την αγορασθέν υπ' αυτής ως ανωτέρω διαμέρισμα επί της οδού ...... ο ισχυρισμός της όμως αυτός στερείται βασιμότητας ως αναιρούμενος από τα συμφωνηθέντα μεταξύ του εγκαλούντα και της κατηγορουμένης αναφορικά με την καταβολή του συνομολογηθέντος τιμήματος για την αγορά του παραπάνω διαμερίσματος δυνάμει του προδιαληφθέντος με αρ. ...... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο οποίο, ολόκληρο το συνομολογηθέν τίμημα πίστωσε η πωλήτρια χωρίς τόκο και δήλωσε ότι δέχεται να το λάβει από τον αγοραστή από προϊόν ισόποσου δανείου που θα χορηγηθεί σ' αυτόν από την Εμπορική Τράπεζα ή από οποιαδήποτε άλλη Τράπεζα μέχρι 4.11.2002. Άλλωστε, αν πράγματι οι αναφερόμενες πιο πάνω συναλλαγματικές αντιπροσώπευαν δόση του συνομολογηθέντος για την αγορά του άνω διαμερίσματος τιμήματος, οι οποίες ας σημειωθεί φέρονται εκδοθείσες την αυτή ημεροχρονολογία της συνάψεως του ανωτέρω με αρ. ....... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ήτοι στις 4.10.2002, αναμφισβήτητα, η εκκαλούσα θα αξίωνε την καταχώρηση των στοιχείων των συναλλαγματικών αυτών καθώς την χωρήσασα από τον εγκαλούντα αποδοχή τους στο αγοραπωλητήριο πιο πάνω συμβόλαιο πλην, όπως εκ του περιεχομένου του προκύπτει, ουδεμία σε σχέση με τα προεκτεθέντα μνεία ή αναφορά σ' αυτό γίνεται. Ούτ' άλλωστε ευσταθεί και ο έτερος αυτής ισχυρισμός περί εκδόσεως πέραν αυτών και των παραπάνω επιταγών για την προδιαληφθείσα αιτία σε εξόφληση τουτέστιν μέρους του συνομολογηθέντος τιμήματος για την αγορά του παραπάνω διαμερίσματος ως αναιρούμενος, από τη χωρήσασα κατά το φερόμενο χρόνο (Ιανουάριο 2003) έκδοσης των παραπάνω μεταχρονολογημένων επιταγών εξόφληση του τιμήματος του αγορασθέντος από τον εγκαλούντα πιο πάνω διαμερίσματος όπως προκύπτει, από τη με αρ. ...... πράξη εξόφλησης της συμ/φου Αχαρνών Ευστρατίας Χατζηδούκα. Τα όσα δε ο μάρτυς της εκκαλούσας ....... στην ένορκη με αρ. βεβαίωσή του ενώπιον του Συμ/φου Αθηνών Κων/νου Υφαντή αναφέρει, περί της εξόφλησης τουτέστιν από την εκκαλούσα των παραπάνω αξιόγραφων (συν/κων και επιταγών), δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο ούτε άλλωστε η εκκαλούσα απολογούμενη υποστηρίζει εξόφλησή τους, η δε καταβολή από την εκκαλούσα του ποσού των 150.000 δραχμών στην κομίστρια εταιρία Bullet ΑΕ επιταγής ποσού 15.000 ευρώ εκδόσεως του εγκαλούντα αφορά σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ' αυτής από 10.9.2003 βεβαίωση της εταιρίας Bullet ΑΕ τη με αρ. ....... επιταγή της Τράπεζας Αττικής, λήξεως 30.4.2003, που δεν συμπεριλαμβάνεται στις επίδικες ως άνω, τις δε πράξεις αυτές η εκκαλούσα διαπράττει κατά επάγγελμα και κατά συνήθεια καθ' όσον από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή για την τέλεση των συγκεκριμένων αδικημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητας της όπως υπέρ της κρίσεως αυτής συνηγορούν και οι από 24.9.2003 και 13.10.2003 καταθέσεις των μαρτύρων αντίστοιχα ..... και ..... ενώπιον της ανακρίτριας που καταμαρτυρούν, σε βάρος τους παρόμοια με την προεκτεθείσα συμπεριφορά της εκκαλούσας. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να διορθωθεί το διατακτικό του εκκαλούμενου βουλεύματος με την προσθήκη στη 14η σειρά της δεύτερης σελίδας του δέκατου φύλλου με τη λέξη "επάγγελμα" της λέξεως και κατά συνήθεια και στη 19η σειρά της αυτής σελίδας και φύλλου μετά τη λέξη "εισοδήματος" της φράσεως και σταθερή ροπή για την τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας της....".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1,3β και 386 παρ. 1,3α του Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και καθόσον αφορά την πράξη της πλαστογραφίας, προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η ταυτότητα των εγγράφων, δηλαδή των οκτώ (8) συναλλαγματικών, επί των οποίων στη θέση του αποδέκτη η κατηγορουμένη έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντος και τα πλήρη στοιχεία αυτού, χωρίς την έγκρισή του και στη συνέχεια τις εμφάνισε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος από την οποία και εισέπραξε το συνολικό ποσό των 53.500 ευρώ προς όφελός της και αντίστοιχη ζημία του εκκαλούντος. Για την περί πλαστογραφίας ουσιαστική κρίση του, το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα στο σκεπτικό του αποδεικτικά μέσα, ειδικώς δε αναφέρεται στην γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της Γ1 η διενέργεια της οποίας διετάχθη από τον ανακριτή, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας η υπογραφή στη θέση του εκδότη των άνω συναλλαγματικών δεν έχει τεθεί από τον εγκαλούντα και εξηγεί από ποια στοιχεία πείθεται ότι η υπογραφή αυτού τέθηκε από την κατηγορουμένη, ενώ ακόμη αναφέρεται και στην διορισθείσα από την κατηγορουμένη τεχνική σύμβουλο Σ1 για την οποία βεβαιώνεται ότι δεν υπέβαλε έγγραφες παρατηρήσεις επί του πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης. Περαιτέρω και για την πράξη της απάτης το προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα γεγονότα εκείνα από τα οποία ο εγκαλών, παραπλανηθείς, πείσθηκε να μεταβιβάσει σ' αυτήν με οπισθογράφηση τις αναφερόμενες τέσσαρες (4) μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές συνολικού ποσού 55.000 ευρώ, το οποίο αυτός ζημιώθηκε, με αντίστοιχη ωφέλεια εκείνης, η οποία μεταβίβασε περαιτέρω τις επιταγές αυτές. Διαλαμβάνονται στο βούλευμα οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ήσαν ψευδείς οι βεβαιώσεις της κατηγορουμένης α) ότι από την επιχειρηματική της δραστηριότητα ως εργολάβου οικοδομών απεκέρδαινε μεγάλα χρηματικά ποσά και ότι ήταν πρόσωπο οικονομικά φερέγγυο β) ότι ετησίως ανήγειρε 3-4 πολυκατοικίες και γ) ότι είχε πρόσκαιρη ταμιακή δυσχέρεια και ανέμενε στους προσεχείς μήνες την είσπραξη μεγάλων χρηματικών ποσών και παρατίθενται στο ίδιο βούλευμα οι σκέψεις με τις οποίες το βούλευμα δεν δέχεται τους απολογητικούς και αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς της κατηγορουμένης και κατά τούτο είναι αβάσιμη η προβαλλόμενη σχετική αιτίαση. Αβάσιμη, επίσης, είναι η αιτίαση ότι το συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα. Από το προοίμιο του σκεπτικού του αλλά και με την ακολουθούσα ειδική αναφορά στις μαρτυρικές καταθέσεις και το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης προκύπτει το αντίθετο. Δεν συνιστά στοιχείο της αιτιολογίας του βουλεύματος η αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, ως αβασίμως ισχυρίζεται η κατηγορουμένη, όταν το βούλευμα με δικές του σκέψεις καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα, σε κάθε περίπτωση δε, στην προκείμενη περίπτωση, στο τέλος του σκεπτικού του βουλεύματος γίνεται συμπληρωματική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση. Η παραδοχή της αποφάσεως ότι η κατηγορουμένη έχει αντικείμενο εργασιών την ανέγερση οικοδομών, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή ότι ήσαν ψευδείς οι διαβεβαιώσεις εκείνης περί της μεγάλης οικονομικής της επιφάνειας, περί της φερεγγυότητάς της, της ενέγερσης 3-4 πολυκατοικιών ετησίως και της προσκαίρου ταμιακής ρευστότητας, αφού η ενασχόλησή της με το άνω αντικείμενο δεν επάγεται αναποδράστως μεγάλη οικονομική επιφάνεια, κατ' αποκλεισμό της εκδοχής να είναι αυτή κατάχρεη ούτε η επιχειρηματική αυτή δράση προσδιορίζει και τον αριθμό και των οικοδομών τις οποίες αυτή κατασκευάζει κάθε έτος.
Συνεπώς, η σχετική για τα ανωτέρω αιτίαση του μόνου από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ' δ' του Κ.Ποιν.Δ λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Οι λοιπές στην αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις περί πλήρους εξοφλήσεως των απαιτήσεων του εγκαλούντος και περί ανταλλαγής αξιογράφων στο πλαίσιο οικονομικών διευκολύνσεων των μερών, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ.3.253/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ