Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στο βούλευμα. Πότε σαφής και ορισμένος ο λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας. Πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και πότε ορισμένος ο λόγος αυτός. Απαράδεκτος (και) όταν αφορά την περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου. Μετά το ν. 3160/2003 δεν προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως η μη παράθεση του άρθρου του Π.Ν. στο εφετειακό βούλευμα, με το οποίο απορρίπτεται η έφεση και επικυρώνεται το πρωτόδικο βούλευμα με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Απορρίπτει.
Αριθμός 1061/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Αυγούστου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1560/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 491/12-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 § 2β, 482 §1, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 175/30-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 ασκηθείσα αυτοπροσώπως κατά του υπ' αρ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 649/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος βλάπτοντας τρίτο, η βλάβη δε τούτου υπερβαίνει τα 73.000 Ευρώ ή 25.000.000 δρχ. (αρ. 216 §§ 1 και 3α Π.Κ.) και β) ψευδή ανώμοτη κατάθεση (αρ. 225 §1 Π.Κ.). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του ανωτέρω βουλεύματος ο κατηγορούμενος, εκδόθηκε το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απερρίφθη κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεσή του και επεκυρώθη το εκκληθέν. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επεδόθη στον κατηγορούμενο την 30-8-2007 (με θυροκόλληση) ενώ στον αντίκλητο δικηγόρο του την 28-8-2007 (επίσης με θυροκόλληση). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.), αφού ασκήθηκε την 30-8-2007 ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών την 30-8-2007 και περιέχει (αρ. 474 §2 Κ.Π.Δ.) συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως και προσβάλλεται μόνο η α' πράξη δηλ. η κακουργηματική πλαστογραφία (και όχι η β' πράξη) ήτοι: της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένα τον παρέπεμψε όπως δικασθεί για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως ενώ δεν υπήρξε εκ μέρους του ούτε απεδείχθη το στοιχείο του δόλου δεδομένου ότι όπως απέδειξε αυτός χρησιμοποίησε το έγγραφο που η ξένη Τράπεζα του απέστειλε, πιστεύοντας ότι είναι γνήσιο χωρίς να γνωρίζει ότι ενδεχομένως ήταν πλαστό. Ότι το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα δεν αναγράφει τα σχετικά άρθρα του Π.Κ. για παράβαση των οποίων τον παραπέμπει και εις βάρος του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για το έγκλημα της απάτης από την ίδια αιτία και συνεπώς θα έπρεπε να ενωθούν οι δύο δικογραφίες και να μην διώκεται δύο φορές για την ίδια πράξη δεδομένου ότι η πράξη της πλαστογραφίας δε συρρέει με την πράξη της απάτης. II) Από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. (όπως το τελ. συμπληρώθηκε με αρ. 2 §5 Ν. 2408/1996) προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρ. 484 §1δ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/978). Κατά το άρθρο 484 §1β του Κ. Ποιν.Δ. λόγον αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 1307/2004 Π.Χρ. ΝΕ/535, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50).
ΙΙΙ) Από την διάταξη του αρ. 216 §1 Π.Κ. που ορίζει ότι: "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, " προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται: α) η κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνήσιου εγγράφου. Ως κατάρτιση νοείται η εξ υπαρχής από τον υπαίτιο δημιουργία του εγγράφου, όταν φαίνεται ότι καταρτίστηκε από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που πράγματι εκδόθηκε, ώστε να παρέχεται η αναληθής εντύπωση πως τούτο προέρχεται από τον αναγνωρίσιμο από αυτό εκδότη δηλ. να δημιουργείται παραπλάνηση περί της ταυτότητας του εκδότη (Α.Π. 527/2000 Π.Χρ. Ν/982). Νόθευση είναι η μεταγενέστερη της καταρτίσεώς του αλλοίωση της εννοίας γνησίου εγγράφου, η οποία γίνεται με την μεταβολή του περιεχομένου του, με την προσθήκη ή εξάλειψη, ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή άλλων στοιχείων του ώστε να παρέχεται η εντύπωση ότι η δήλωση του εκδότη είχε εξ' αρχής το περιεχόμενο που της προσδόθηκε μετά την αλλοίωση (Α.Π. 1158/2006 Ποιν. Δ/σύνη 2006/1469), δεν έχει σημασία η έκταση της νοθεύσεως αρκεί να θίγει την αποδεικτική σημαντικότητα (Μ. Μαργαρίτη Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 216 σελ. 515). Ως έγγραφο κατά την έννοια του αρ. 13γ νοείται κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός.(Συμβ. Α.Π. 533/2003 Π. Δ/σύνη 2003/1018, Α.Π. 725/2000 Π.Χρ. ΝΑ/59 Γάφου Ειδ. Π.Δ. τεύχος Β σελ. 71). β) Σκοπός παραπλανήσεως άλλου με την χρήση του, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Οι έννομες συνέπειες πρέπει να αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιωμάτων ή έννομης σχέσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως (Α.Π. 806/2000 Π.Χρ. ΝΑ/127). γ) Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος ως προς τα αντικειμενικά στοιχεία) και πέραν αυτού (απαιτείται) ο σκοπός του δράστη όπως με την χρήση παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (αδίκημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως Α.Π. 1154/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1468), είναι δε αδιάφορο αν επιτεύχθηκε η παραπλάνηση (Α.Π. 1463/93 Π.Χρ. ΜΔ/153). Εάν ο ίδιος ο πλαστογράφος έκανε και χρήση του πλαστού τούτο θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση κατά της επιμέτρησης της ποινής (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. Έκδοση Γ' υπ' αρ. 216 σελ. 557 επομ., Γάφου Ειδ. Ποινικό τεύχος Β υπ' αρ. 216 σελ. 79 επ. Α.Π. 346/2002 Π.Δ/σύνη 2002/800). Η πλαστογραφία τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 3α ιδίου άρθρου αν ο υπαίτιος της πράξεως στην παρ. 1, 2 σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ (ή 25.000.000 δρχ.). IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογία) και ελήφθησαν υπόψη εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: από τα στοιχεία τής δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που υπάρχουν εις αυτή, καθώς και από την απολογία του εκκαλούντος κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Κατ'αρχάς ο εγκαλών Ψ1 , με την από 31-7-2002 έγκληση του, κατεμήνυσε τον εκκαλούντα Χ1, δια την πράξη τής κακουργηματικής απάτης, ('Αρθρ. 386 παρ.1, 3β Π.Κ.). Ειδικότερα με την ανωτέρω από 31-7-2002 αρχική του έγκληση ο εγκαλών ισχυρίστηκε ότι ο εκκαλών τον Οκτώβριο τού έτους 2001 τού παρέστησε ψευδώς ότι ήτο αντιπρόσωπος της Βρετανικής εταιρείας, επενδύσεων PRIVATE BANKING, διαπεπιστευμένης από τις. αμερικανικές αρχές, δια τέτοιου είδους επενδύσεις, υπό την αιγίδα των οποίων επραγματοποιούντο αυτές, ότι ησχολείτο με νόμιμες επενδύσεις, μεγάλων χρηματικών ποσών εις το εξωτερικό και κυρίως εις τις ΗΠΑ, που επέφεραν εγγυημένες αποδόσεις και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δια τους επενδυτές, αυτών, των χρηματικών ποσών. Ότι με το προς επένδυση κεφάλαιο που θα διέθετε ο εγκαλών επρόκειτο να τεθεί εις εφαρμογή ένας ανατιμώμενος διακανονισμός ασφαλούς απόδοσης, με σκοπό την υποστήριξη ανθρωπιστικών έργων καθώς επίσης και ότι το κεφαλαίο αυτό αποτελεί έναν ασφαλή διακανονισμό ιδιωτικής τοποθέτησης. Ότι το προς επένδυση κεφάλαιο που διέθετε ο εγκαλών των 500.000 Δολλαρίων ΗΠΑ, και που έπρεπε να κατατεθεί εις τον προσωπικό λογαριασμό του κατηγορουμένου εις την Τράπεζα NATWEST ΒANK του Λονδίνου, εν όψει του ότι η επένδυση αυτή τελούσε υπό την αιγίδα των οικονομικών αρχών των ΗΠΑ, ήδη από τις πρώτες 35 τραπεζικές εργάσιμες ημέρες από την συναλλαγή, θα τού επιστρεφόταν, σε μηνιαίες καταβολές 166.666 Δολ. ΗΠΑ, κάθε φορά μέχρις ότου ο επενδυτής-εγκαλών ελάμβανε το συνολικό ποσό των 2.000.000 Δολλαρίων ΗΠΑ, που ήταν και η συνολική απόδοση τής επένδυσης. Ότι έχει τεράστιες διασυνδέσεις σε μεγάλους ξένους πιστωτικούς οργανισμούς Ευρωπαϊκούς και Αμερικανικούς και ειδική άδεια από τις αρχές των ΗΠΑ, δια να προβαίνει σε τέτοιες επενδυτικές δραστηριότητες και ότι παρόμοιες επενδύσεις έκαναν εις το συγκεκριμένο πρόγραμμα ο γνωστός κοσμηματοπώλης Γ1, ο επιχειρηματίας Γ2 και άλλοι γνωστοί επιχειρηματίες της χώρας. Και ότι ο εγκαλών αφού όπως ισχυρίζεται πείστηκε εις τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις του εκκαλούντος παρέδωσε εις αυτόν αρχικά την 2-10-2001 το ποσό των 50.000 δολλαρίων ΗΠΑ, και αργότερα την 15-11-2001 του κατέθεσε εις τον προσωπικό λογαριασμό του εκκαλούντος εις την Αγγλική Τράπεζα NATWEST BANK το ποσό των 450.000 δολλαρίων ΗΠΑ. 'Ετσι ζημιώθηκε ο εγκαλών κατά το ανωτέρω ποσό των 500.000 Δολλαρίων ΗΠΑ με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του εκκαλούντος. Με βάση την έγκληση αυτή σχηματίστηκε εις βάρος του εκκαλούντος χωριστή δικογραφία δια την ανωτέρω πράξη, και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης από τον 18ο τακτικό Ανακριτή Αθηνών εις την συνέχεια ο εγκαλών Ψ1 κατέθεσε την 4-9-2002 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του κατηγορουμένου εκκαλούντος Χ1, μέχρι του ποσού των 750.000 ΕΥΡΩ . Αρχικά, είχε ορισθεί δικάσιμος δια την συζήτηση της αίτησης αυτής η 12-11-2002 και μετά από αναβολή αυτή συζητήθηκε την 20-1-2003. Κατά την συζήτηση αυτή, ο εκκαλών εξετάστηκε από το Δικαστήριο ως διάδικος, χωρίς όρκο, και εμφανίζοντας το από ... έγγραφο τής Αγγλικής Τράπεζας NATWEST, κατέθεσε ότι το ποσό, των 450.000 Δολαρίων ΗΠΑ, όπως βεβαιώνεται και εις το έγγραφο αυτό, βρίσκεται, μεν κατατεθειμένο, εις τον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί εις το υποκατάστημα τής ανωτέρω τράπεζας, εις την περιοχή KNIGHTSΒRIDGE, του Λονδίνου, πλην όμως αυτό είναι δεσμευμένο από την εν λόγω τράπεζα, και ότι ο ίδιος δεν μπορεί να επιστρέψει τα χρήματα εις τον εγκαλούντα, επειδή, τα χρήματα δεν κατατέθηκαν από τον ίδιο, αλλά από τον Ε1. Με το σημείωμα δε που κατέθεσε εις το Δικαστήριο την επόμενη ημέρα της συζήτησης τής ανωτέρω αίτησης, δηλαδή την 21-1-2003, επικαλέστηκε πάλι και προσεκόμισε τα προαναφερθέν έγγραφο της τράπεζας NATWESTBANK, το οποίο είχε το εξής περιεχόμενο: Υποκατάστημα Ναιτσμπρίτζ, Kύριο Χ1, ......, 21-Ιανουαρίου 2003. Αγαπητέ κύριε Χ1. Σχετικά με την εγγραφή επικοινωνία μας της 7 Νοεμβρίου 2002 είμαι σε θέση, να επιβεβαιώσω ότι το ποσό των λιρών 327.050, 45, είναι διαθέσιμο στο λογαριασμό σας. Ο εν λόγω λογαριασμός έχει δεσμευθεί εκκρεμούσης της προσωπικής σας υποχρέωσης, να επιστρέψετε σε μας τις τρεις συνημμένες σελίδες δεόντως συμπληρωμένες προτού αποδεσμεύσουμε κάποιο ή όλο το ποσό που βρίσκεται κατατεθημένο. Ειλικρινά δικός σας Δ1 Διευθυντής Εξυπηρέτησης-Πελατών. Όμως, μετά από ενέργειες ταυ συνηγόρου τού εγκαλούντος, προέκυψε ότι, το ανωτέρω έγγραφο, της τράπεζας NATWESΤ ήτο πλαστό αφού σύμφωνα με το από ... έγγραφο της ιδίας τράπεζας, δεν υφίσταται εις την τράπεζα αυτή τμήμα '' εξυπηρέτησης πελατών'' και τίτλος ''Διευθυντής εξυπηρέτησης πελατών", δεν υπήρχε υπάλληλος με το όνομα ''Δ1" που να εργάζεται εις το υποκατάστημα της τράπεζας εις το KNIGHTSBRIDGE, και εάν η τράπεζα απαιτούσε πληροφορίες που ζητήθηκαν με το πλαστό έγγραφο, δεν θα τις ζητούσε με τον συγκεκριμένο τρόπο. Ο ισχυρισμός δε του εκκαλούντος ότι ο εγκαλών δεν νομιμοποιείται να ζητά την επιστροφή εις αυτόν του ποσού των 450.000 Δολλαρίων ΗΠΑ αλλά ότι ο νόμιμος δικαιούχας αυτών είναι ο Ε1 είναι ψευδής και προσχηματικός δια να αποφύγει ο εκκαλών την επιστροφή των χρημάτων εις τον εγκαλούντα αφού όπως προκύπτει από τα έγγραφα και ειδικότερα από το από ... αποδεικτικό αναλήψεως της τράπεζας ALPHA BANK, από το από ... αντίγραφο γραμματίου είσπραξης, δια κατάθεση σε λογαριασμό Κ. Ε1 της Τράπεζας ΕΜΠΟΡΙΚΗ, το από 15-11-2001 μήνυμα εμβάσματος της εμπορικής Tράπεζας προς τον λογαριασμό του εκκαλούντος κατηγορουμένου εις την Τράπεζα NATWESTBANK, από την υπ'αριθμ. ... ένορκη βεβαίωση του Ε1 , ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών Τόλια Αικατερίνης, και τις μαρτυρικές καταθέσεις, η κατάθεση του ανωτέρω ποσού εις τον λογαριασμό του κατηγορουμένου εκκαλούντος, πραγματοποιήθηκε κατ εντολή του ιδίου του εκκαλούντος από τον Ε1, εις τον οποίο είχε εμβάσει ο εγκαλών Ψ1 το ποσό αυτό καθ'υπόδειξη του εκκαλούντος, εν όψει του γεγονότος ότι ο εγκαλών δεν είχε συναλλαγές με το εξωτερικό και η τράπεζα του θα καθυστερούσε να εμβάσει τα χρήματα εις τον λογαριασμό του εγκαλούντος, πράγμα που θα δημιουργούσε προβλήματα εις την πραγματοποίηση της επένδυσης, που είχαν συμφωνήσει να κάνουν εις το εξωτερικό. Επομένως ο εκκαλών, ήτο γνώστης ότι τα χρήματα του εγκαλούντος έφθασαν εις αυτόν μέσω τρίτου ήτοι μέσω του Ε1. Επί πλέον ο εκκαλών, ούτε πρόθεση να επιστρέψει έστω εις τον Ε1 τα ανωτέρω χρήματα εξέφρασε, αφού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του είναι ο δικαιούχος των χρημάτων αυτών και δεν είχε καμία. συναλλαγή με τον εγκαλούντα, που να δικαιολογεί την συγκεκριμένη κατάθεση εις τον λογαριασμό του. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο εκκαλών, προκειμένου να αποφύγει την συντηρητική κατάσχεση τής περιουσίας ύψους 750.000 ΕΥΡΩ, κατάρτισε ο ίδιος το επίδικο έγγραφο, με το ανωτέρω περιεχόμενο και εις το τέλος του κειμένου, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή ενός ανυπάρκτου υπαλλήλου τής τράπεζας NATWESΤ, ώστε να εμφανίζεται ότι το συγκεκριμένο έγγραφο εκδόθηκε νομίμως από αρμόδιο υπάλληλο της ανωτέρω τράπεζας, και εις την συνεχεία έκανε χρήση ταυ εγγράφου αυτού, αφού όπως προαναφέρθηκε το προσεκόμισε εις το Μον. Πρωτοδικείο Αθηνών, ως αποδεικτικό στοιχείο των ισχυρισμών του. Δέον να σημειωθεί ότι το Μον. Πρωτ. Αθηνών, με την υπ'αριθμ. 5060/2003 απόφασή του, έκανε δεκτή την αίτηση τού εγκαλούντος και διέταξε την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του εκκαλούντος δια το ποσό των 750.000 ΕΥΡΩ, προκειμένου να εξασφαλισθεί η απαίτηση του εγκαλούντος Ψ1. Πάντα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν ιδία από την κατάθεση του εγκαλούντος Ψ1, από τις καταθέσεις των μαρτύρων ...., ...., ....... και από το περιεχόμενο των ανωτέρω αναλυτικά αναφερομένων εγγραφών. Ο κατηγορούμενος και εκκαλών, αρνείται τις εις βάρος του κατηγορίες, αλλά δεν αντικρούει κατά τρόπο πειστικό, τα εις βάρος του στοιχεία. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, προέκυψαν κατά του εκκαλούντος, Χ1, αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, δια τις προαναφερθείσες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό πορισμού περιουσιακού οφέλους, και που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμ. ή το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, ('Αρθρ. 21, 13γ, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 216 παρ. 1, 3α, 225 παρ.1α Π.Κ.), που διώκονται και τιμωρούνται, η μεν πρώτη σε βαθμό κακουργήματος η δε δεύτερη σε βαθμό πλημ/τος. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, ορθώς το προσβαλλόμενο με την υπό κρίση έφεση υπ'αριθμ. 649/21-2-2006 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο και εκκαλούντα Χ1, δια να δικαστεί δια τις πράξεις αυτές εις το ακροατήριο τού Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και πρέπει η υπό κρίση υπ'αριθμ. 249/30-6-2006 έφεση, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο, με την υπό κρίση έφεση Βούλευμα και να διαταχθεί η εκτέλεση του. V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη (με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση) και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (649/2006) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω κακουργήματος το οποίο προσβάλλει με την αναίρεση (ενώ δεν άσκησε αναίρεση κατά της β πράξεως, που καίτοι είναι πλημμέλημα μπορούσε να συμπροσβληθεί λόγω συναφείας κατ' αρ. 482 §1α Κ.Π.Δ.) για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 216 §§1 και 3α Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι (καίτοι δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως κατ' αρ. 484 §1 Κ.Π.Δ.) στο βούλευμα αναφέρονται οι σχετικές διατάξεις του Π.Κ. που αφορούν τα εγκλήματα για τα οποία παραπέμπεται και είναι αβάσιμος ο αντίθετος ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Ειδικότερα αναφέρει το βούλευμα ποια ήταν ακριβώς τα πραγματικά περιστατικά, ότι στην Αθήνα την 20-1-2003 κατά την εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) αιτήσεων του εγκαλούντος Ψ1 με την οποία ζητούσε την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακινήτου περιουσίας του κατηγορουμένου μέχρι του ποσού των 750.000 Ευρώ, προκειμένου να επιτύχει απόρριψη της αιτήσεως του εγκαλούντος, προσεκόμισε και χρησιμοποίησε το επίδικο έγγραφο που ο ίδιος κατήρτισε εξ υπαρχής και εφέρετο ψευδώς πως προήρχετο από την Τράπεζα NAT WEST του Λονδίνου Υποκατάστημα Νάϊτσμπριτζ και απευθύνετο προς αυτόν όπου ανεφέρετο ότι το ποσό των 327.090, 45 λιρών ήταν διαθέσιμο στον λογαριασμό σας. Ο εν λόγω λογαριασμός είχε δεσμευθεί εκκρεμούσης της προσωπικής του υποχρέωσης να επιστρέψει σ' αυτές τις τρεις σελίδες (συνημμένες) συμπληρωμένες προτού αποδεσμεύσουν κάποιο ή όλο το ποσό που βρίσκεται κατατεθιμένο. Είχε δε τεθεί στο έγγραφο υπογραφή ανύπαρκτου προσώπου και είχε αναγραφεί το όνομα Δ1 Δ/ντής Εξυπηρέτησης Πελατών, ώστε να φαίνεται ότι το έγγραφο είχε συνταχθεί νομίμως από τον αρμόδιο υπάλληλο, ενώ στην πραγματικότητα το έγγραφο ήταν πλαστό με ψευδές περιεχόμενο αφού στην Τράπεζα ο φερόμενος ως διευθυντής που το υπέγραψε ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο και δεν υπήρχε ειδικό τμήμα εξυπηρέτησης πελατών. Σκοπούσε ο αναιρεσείων με την χρήση του εγγράφου να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος που αντιστοιχούσε στην αξία της περιουσίας του μέχρι το ποσό των 750.000 Ευρώ που ζητούσε ο εγκαλών. Επίσης προσδιορίζεται με σαφήνεια ο δόλος του κατηγορουμένου και ο περαιτέρω σκοπός όπως με την χρήση του πλαστού να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και είναι αδιάφορο εάν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (Α.Π. 1463/93 Π.Χρ. ΜΔ/153). Ως προς τον ισχυρισμό περί μη συνενώσεως της προκειμένης δικογραφίας με ετέρα στην οποία ο αναιρεσείων είναι κατηγορούμενος για απάτη, παρατηρούμε ότι με την έκθεση εφέσεως κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος ο κατηγορούμενος δεν προέβαλε σχετικό λόγο και ορθώς το δικαστήριο δεν απεφάνθη. Εξάλλου από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει σαφώς ότι η ετέρα δικογραφία για απάτη που εκκρεμεί σε βάρος του αναιρεσείοντος ενώπιον του 18ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών έχει σχέση με την αφετηρία της αντιδικίας ήτοι την επικαλουμένη εξαπάτηση του εγκαλούντος την 2-10-2001 και 15-11-2001 όταν φέρεται πως παρέδωσε στον κατηγορούμενο αντιστοίχως 50.000 και 500.000 δολ. ΗΠΑ, δηλαδή δεν αφορά την κατάρτιση την 20-1-2003 και εν συνεχεία την χρήση του πλαστού εγγράφου της δήθεν αλλοδαπής Τράπεζας (για την οποία η υπό κρίση υπόθεση) και δεν συνέτρεχε λόγος συνενώσεως. Κατά συνέπεια ορθώς το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν. Κατ' ακολουθία δε τούτων θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αναίρεση και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 175/30-8-2007 (ενώπιον του Γραμματέα Εφετείου Αθηνών ασκηθείσα) αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αρ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 12-10-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1, 484 § 1 Κ.Ποιν.Δικ. προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή εις άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως (Ολομ. Α.Π. 2/2002). Ειδικότερα για το ορισμένο του εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' λόγου αναιρέσεως δι' έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139, πρέπει α)εάν ελλείπει παντελώς ή αιτιολογία, να διαλαμβάνεται εις τον σχετικόν λόγον, ή ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος και β)εάν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος, δεν αντίκειται δε στο τεκμήριο αθωότητος του άρθρου 6 § 2 ΕΣΔΑ η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολ.ΑΠ 19/2001 Ποιν. Χρον. ΝΒ 402). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη υπ' αριθμ. 175/2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίον απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 649/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίον τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για α)πλαστογραφία μετά χρήσεως από την οποίαν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον του οποίου η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €, και β)ψευδή ανώμοτη κατάθεση ο αναιρεσείων με τον πρώτον λόγον αναιρέσεως εκθέτει ότι: "Το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 139 Κ.Ποιν.Δικ. και συνεπώς κατέστη αναιρετέο σύμφωνα με το άρθρο 484 § 1 περ. δ' ΚΠΔ". Ούτως όμως διατυπούμενος ο λόγος αυτός είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρει εις τι συνίσταται ή απλώς κατά τον ορισμόν του νόμου επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας και προβάλλεται χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια και ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος, και συνεπώς απορριπτέος ως απαράδεκτος. Για το ορισμένο του λόγου της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθη στο βούλευμα, η οποία υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη στη διάταξη που εφηρμόσθη ή όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πρέπει στην έκθεση αναιρέσεως να διαλαμβάνεται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παρεβιάσθη, καθώς και η αποδιδομένη πλημμέλεια δηλαδή σε τι ακριβώς συνίσταται το σφάλμα στην εφαρμογή της σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος. Στην προκειμένη περίπτωση, η επικαλουμένη, ως λόγος αναιρέσεως, πλημμέλεια υπό την επίκληση της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως της πλαστογραφίας με χρήση, βάλλει κατά της αναιρετικώς ανελέγκτου περί τα πράγματα κρίσεως του συμβουλίου αφού αναφέρει ότι δεν απεδείχθη το απαιτούμενο εκ του νόμου στοιχείο του δόλου. Εντεύθεν και ο σχετικός δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αόριστος και συνεπώς απορριπτέος ως απαράδεκτος. Η διάταξη του άρθρου 484 § 1 δ' Κ.Ποιν.Δικ. που προέβλεπε λόγον αναιρέσεως δια μη παράθεση του σχετικού άρθρου του Ποινικού νόμου, κατηργήθη με την § 1 του άρθρου 42 Ν. 3160/2003 (από 30/6/2003) Δι' ό και όταν το συμβούλιο Εφετών, δεχθέν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο, επεκύρωσε το προσβληθέν δια της εφέσεως πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κων, δεν είναι αναγκαίο να επαναληφθούν οι εφαρμοσθείσες υπό του τελευταίου τούτου ποινικαί διατάξεις εις το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών.
Συνεπώς ο συναφής τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίο "το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναγράφει τα σχετικά άρθρα του Π.Κ. για παράβαση των οποίων με παραπέμπει σε δίκη, ώστε κατέστη αναιρετέο" είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ανεξαρτήτως του ότι η ουσιαστική ποινική διάταξη περιέχεται στο πρωτόδικο παραπεμπτικό ως και εις την προς το Συμβούλιο Εφετών εισαγγελική πρόταση, εις την οποίαν τούτο επιτρεπτώς αναφέρεται.
Τέλος και ο τέταρτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίον "όπως προκύπτει από το ίδιο το βούλευμα εις βάρος μου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για το έγκλημα της απάτης από την ίδια αιτία και συνεπώς έπρεπε να ενωθούν οι δύο δικογραφίες και να μη διώκομαι δύο φορές για την ίδια πράξη, δεδομένου ότι εν προκειμένω η πράξη της πλαστογραφίας δε συρρέει με την πράξη της απάτης" είναι απαράδεκτος, αφού δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικά αναφερομένους εις τους κατ' άρθρον 484 § 1 Κ.Ποιν.Δικ. λόγους αναιρέσεως των βουλευμάτων και ως, εντεύθεν, απορριπτέος. Μετά πάντα ταύτα η αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Ποιν.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30/8/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ