Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Τοκογλυφία. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση και αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1032/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 767/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 360/8.10.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 32 §§ 1 και 4, 138 § 2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 102/26-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 ασκηθείσα (κατόπιν της από 23-4-07 εξουσιοδοτήσεως) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Νικολόπουλο, κατά του υπ' αρ. 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα:
I) Το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 1905/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για το κακούργημα της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα (αρ. 26 § 1α, 27 § 1, 404 §§ 2α, 3 Π.Κ.).
Μετά από έφεση που άσκησε κατά του άνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος, εκδόθηκε το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεσή του και επικυρώθηκε το εκκληθέν.
Το άνω βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών επεδόθη στον κατηγορούμενο την 18-4-2007 και την ιδία ημέρα στον αντίκλητο δικηγόρο του Α. Πάρσαλη (βλ. αποδεικτικά). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (αρ. 473 § 1, 474 § 1 Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών την 26-4-07 και περιέχει (αρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ.) συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως ήτοι: της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι την παρέπεμψε ως κατ' επάγγελμα τοκογλύφο με την αιτιολογία που διαλαμβάνεται στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία αλληλοδιαδόχως παραπέμπει τόσο το πρωτόδικο βούλευμα όσο και το προσβαλλόμενο εφετειακό βούλευμα, το οποίο έρχεται σε αντίθεση προς την ενσωματωμένη σε αυτό πλήρως εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη εισαγγελική απαλλακτική πρόταση. Ότι δηλαδή τόσο ο εγκαλών όσο και οι μάρτυρές του μιλούν εμμέσως πλην σαφώς για το ότι είναι γνωστός στην περιοχή της ..... για παρόμοια (εννοούν τοκογλυφική) δράση, ενώ ακατανοήτως διαλαμβάνεται στο προσβαλλόμενο εφετειακό βούλευμα, ότι αυτός ανανέωνε επιταγές που δεν είχαν σχέση με την εμπορία αυτοκινήτων με την οποία ασχολείται? για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι "όλα αυτά δείχνουν αξιόποινη δράση του κατηγορουμένου με επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της τοκογλυφίας και με κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής". Η αιτιολογία αυτή είναι ανεπαρκής αφού δεν αναφέρεται κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο που δανείστηκε τοκογλυφικά από αυτόν πέραν της αναφοράς στην δεύτερη έγκληση του Ψ1 την οποία εντελώς προσχηματικά κατέθεσε σε βάρος του με σκοπό να στηρίξει τον δήθεν πορισμό εσόδων του από την κατ' επάγγελμα τοκογλυφία.
Τόσο η ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση όσο και το πρωτόδικο αυτό βούλευμα, στο οποίο αναφέρεται το εφετειακό περιορίζονται στην απλή αναφορά ορισμένων αποδεικτικών μέσων από αυτά που προβλέπει ο Κ.Π.Δ. χωρίς να εξειδικεύουν ποια ακριβώς ελήφθησαν υπόψη για τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως του συμβουλίου, δεν διευκρινίζονται ούτε τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, ούτε τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, με εξαίρεση την ενδεικτική αναφορά ως προς τον Μ1 και τον Μ2 οι οποίοι έχουν άμεσο έννομο συμφέρον και επομένως είναι μη αξιόπιστοι καθ' όσον κατόπιν μηνύσεώς του έχουν παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
II) Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου προσώπου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται ν' αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (Α.Π. 1303/2002 σε Συμβ. Π. Χρ. Ν.Γ./496, Α.Π. 1425/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. Ν.Γ./510). Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. Ν.Ε./2005 σελ. 408).
III) Κατά την διάταξη του άρ. 404 § 2α Π.Κ. (ως αντικ. δι' αρ. 14 § 8α Ν. 2721/99 "Με τις ίδιες ποινές (δηλ. με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή) τιμωρείται και όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση σ' αυτόν συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτους περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου", κατά δε την παράγραφο 3: αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα (ή κατά συνήθεια) τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή. Το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικώς με συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, με λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων - όπως είναι και η λήψη από τον δράστη, αξιογράφων που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους - ή με την επιδίωξη τέτοιων ωφελημάτων, που μπορεί να εκδηλωθεί με την κατάθεση αιτήσεως από τον δράστη στο αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση, βάσει αξιογράφου που ενσωματώνει τοκογλυφικούς τόκους, διαταγής πληρωμής σε βάρος του παθόντος (Α.Π. 858/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2005/1243). Για την κατ' επάγγελμα (ή κατά συνήθεια) τέλεση δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη (Α.Π. 1064/2000 Π.Χρ. Ν.Α./318) ούτε ο δράστης να παραπέμπεται για περισσότερες πράξεις τοκογλυφίας, (Α.Π. 517/2000 Νο.Β./2000 σελ.1009) αλλά αρκεί και η τέλεση μιας μόνον πράξεως, όταν από αυτή, ενόψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων που την συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος (Α.Π. 1647/99 Π.Χρ. Ν/734). Υφίσταται τοκογλυφία κατ' επάγγελμα όταν ο δράστης κατά την παροχή δανείου προς τον πολιτικώς ενάγοντα παρακράτησε αθέμιτα ποσοστό τόκου (Α.Π. 1233/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2005/1494).
IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση και ειδικότερα την μήνυση, την χωρίς όρκο κατάθεση του μηνυτή, τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και είναι συνημμένα στη δικογραφία, τα οποία λαμβάνονται όλα ανεξαιρέτως υπόψη σε συνδυασμό με την απολογία και τα υπομνήματα του κατηγορουμένου, προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών, Ψ1 υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" έως τις 15.10.2001, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της από το Υπουργείο Εμπορίου λόγω ελλείψεως κεφαλαίων . Κατά το έτος 2000 η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε μεγάλη ταμειακή δυσχέρεια και είχε ανάγκη μετρητών χρημάτων προκειμένου να καλύψει τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τρίτους (ασφαλισμένους, ζημιωθέντες κλπ). Έτσι ο εγκαλών σε συνεννόηση με τον Μ2 Προϊστάμενο στο "ΤΜΗΜΑ ΖΗΜΙΩΝ" της εταιρείας προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη ρευστότητας με εξωτραπεζικό δανεισμό. Σε μία από τις επισκέψεις του εγκαλούντος στην Τράπεζα Εργασίας και συγκεκριμένα στο Υποκατάστημα αυτής στο .....από το οποίο η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χρηματοδοτείτο μέχρι τότε και διατηρούσε λογαριασμό όψεως ο τότε Διευθυντής του Υποκαταστήματος Μ1 του σύστησε τον κατηγορούμενο που είναι έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην περιοχή ..... και πελάτης της συγκεκριμένης Τράπεζας στην οποία διέθετε λογαριασμούς πολλών εκατομμυρίων. Ο εγκαλών γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος παράλληλα με την εμπορική του δραστηριότητα, δάνειζε διάφορα χρηματικά ποσά με τοκογλυφικό τόκο, πλην όμως αποφάσισε να δανειστεί απ' αυτόν διότι η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε έντονο οικονομικό πρόβλημα, όπως προαναφέρθηκε. Σε εκτέλεση των ανωτέρω, το μήνα Οκτώβριο του 2000 ο εγκαλών, με την προεκτεθείσα ιδιότητα του, παρέδωσε στον κατηγορούμενο δύο (2) μεταχρονολογημένες επιταγές πελατών της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", πληρωτέες από την Τράπεζα Κύπρου, προκειμένου κατά τη συμφωνία τους να τις χρηματοδοτήσει ή όπως λέγεται στην αγορά "να τις σπάσει" και να του δώσει μετρητά χρήματα προς κάλυψη των αναγκών της εταιρείας, ήτοι παρέδωσε σ' αυτόν : 1) την με αριθμό ...... τραπεζική επιταγή εκδόσεως ....., ποσού 15.000.000 δρχ., με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2001 και 2) την με αριθμό ...... τραπεζική επιταγή εκδόσεως ......, ποσού 15.000.000 δρχ., με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2001. Ο κατηγορούμενος παρέλαβε τις εν λόγω επιταγές ύψους 30.000.000 δραχμών και κατέβαλε στον εγκαλούντα (ως δάνειο) το ποσό των 21.000.000 δραχμών, παρακρατώντας ως προεξοφλητικούς τόκους και για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών το ποσό των 9.000.000 δραχμών, ήτοι ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως (60% ετησίως) που υπερέβαινε το ισχύον τότε ανώτατο θεμιτό όριο του εξωτραπεζικού - δικαιοπρακτικού τόκου (νόμιμο επιτόκιο), ενώ έπρεπε να παρακρατήσει, με βάση το ισχύον τότε νόμιμο επιτόκιο μόνο το ποσό των 1.575.000 δραχμών, δηλαδή παρακράτησε επιπλέον τόκο (τοκογλυφικό) ποσού 7.425.000 δραχμών. Περαιτέρω προέκυψε ότι οι επιταγές αυτές δεν εξοφλήθηκαν τη συμφωνημένη ημεροχρονολογία (30.4.2001), για το λόγο δε αυτό ο εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο παράταση του χρόνου πληρωμής τους, ο τελευταίος δε συμφώνησε να παρατείνει την εξόφληση τους, υπό τον όρο κεφαλοποιήσεως των τόκων, πρακτική που ως συνήθως τηρείται στις τοκογλυφικές συναλλαγές. Σε εκτέλεση των ανωτέρω ο κατηγορούμενος παρέλαβε από τον εγκαλούντα τις παρακάτω μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές σε αντικατάσταση των προαναφερθεισών), εκδόσεως της εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", πληρωτέες από την Συνεταιριστική Τράπεζα Πιερίας, ήτοι: 1) την με αριθμό ..... επιταγή, ποσού 10.500.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.5.2001, 2) την με αριθμό ...... επιταγή, ποσού 11.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.6.2001 και 3) την με αριθμό ...... επιταγή, ποσού 11.500.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.7.2001. Οι επιταγές αυτές ενσωμάτωναν, τόσο το δανεισθέν κεφάλαιο όσο και συμφωνημένους τόκους του αντιστοίχου χρονικού διαστήματος οι οποίοι όμως, όπως προέκυψε, υπερέβαιναν το ανώτατο θεμιτό όριο του εξωτραπεζικού -δικαιοπρακτικού τόκου. Για το λόγο αυτό άλλωστε, ενώ το ανανεωμένο ποσό του δανείου ανερχόταν σε 30.000.000 δραχμές, το συνολικό ύψος των επιταγών αυτών ήταν 33.000.000 δραχμές. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, κατά την παράταση αυτή εξοφλήσεως της οφειλής εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του εγκαλούντος απαίτησε και έλαβε α' αυτόν α) για την με αριθμό ...... επιταγή και για διάστημα ενός (1) μηνός το ποσό των 483.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως), ενώ με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο έπρεπε να λάβει το ποσό των 91.875 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο, ποσού 391.125 δραχμών β) για την με αριθμό ..... επιταγή και για διάστημα δύο (2) μηνών, το ποσό των 1.012.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) ενώ με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο έπρεπε να λάβει το ποσό των 192.500 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο, ποσού 819.500 δραχμών και γ) για την με αριθμό ...... επιταγή και για διάστημα τριών (3) μηνών, το ποσό των 1.587.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) ενώ έπρεπε να λάβει με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο το ποσό των 301.875 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο ποσού 1.285.125 δραχμών. Οι δύο πρώτες από τις επιταγές αυτές εξοφλήθηκαν κανονικά ενώ η Τρίτη (με αριθμό .....) δεν πληρώθηκε από τον εγκαλούντα διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, το ποσό αυτής αντιστοιχούσε στους μέχρι τότε τοκογλυφικούς τόκους του δανεισθέντος ποσού. Συνεπεία τούτου ο εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του επιστρέψει την προαναφερθείσα επιταγή, ως μη οφειλομένη, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε και απαίτησε την άμεση εξόφληση της, άλλως θα προέβαινε στη σφράγιση της. Επειδή όμως η τυχόν σφράγιση της επιταγής αυτής θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την εκδότρια εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", η οποία όπως προαναφέρθηκε αντιμετώπιζε οξύτατο οικονομικό πρόβλημα, ο εγκαλών ζήτησε την παράταση του χρόνου εξοφλήσεως της και την αντικατάσταση της με άλλη επιταγή πελατείας του, επιστρέφοντας το σώμα αυτής (με αριθμό ...... επιταγής). Ο κατηγορούμενος δέχθηκε να παρατείνει την εξόφληση της υπό τον όρο κεφαλοποιήσεως των τόκων και έτσι στις 30.7.2001 παρέλαβε από τον εγκαλούντα την με αριθμό ...... μεταχρονολογημένη επιταγή, ποσού 14.999.985 δραχμών (ή 44.020,50 ευρώ), εκδόσεως ...., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως 28.2.2002, πληρωτέρα από την Εθνική Τράπεζα (υποκατάστημα .....) και συγκεκριμένα για κεφάλαιο 11.500.000 δραχμών υποχρέωσε τον εγκαλούντα να του καταβάλει για διάστημα επτά (7) μηνών ως τόκο το ποσό των 3.500.000 δραχμών, ενώ με βάση το ισχύον τότε νόμιμο επιτόκιο έπρεπε να καταβάλει μόνο το ποσό των 704.375 δραχμών", ήτοι κατέβαλε επιπλέον στον κατηγορούμενο για τοκογλυφικούς τόκους (υπολογιζόμενους με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) το ποσό των 2.795.625 δραχμών. Επίσης ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση των ως άνω συμφωνηθέντων, δεν επέστρεψε στον εγκαλούντα την με αριθμό ..... επιταγή, (αντικατασταθείσα) αλλά εμφάνισε αυτήν (δια παρενθέτου προσώπου) στην πληρώτρια Τράπεζα από την οποία δεν πληρώθηκε ελλείψει επαρκούς υπολοίπου, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε στο σώμα αυτής από την εν λόγω Τράπεζα και στη συνέχεια με βάση τη σφραγισθείσα αυτή επιταγή προέβη στην έκδοση της με αριθμό 5488/2001 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του εγκαλούντος, κατά της οποίας ο τελευταίος άσκησε την από 31.10.2001 ανακοπή ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, επικαλούμενος ότι η εν λόγω επιταγή ενσωματώνει καθ' ολοκληρίαν τοκογλυφικούς τόκους, για την οποία μάλιστα υπέβαλε κατά του κατηγορουμένου την από 26.11.2001 μήνυση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ' αυτού για την ως άνω πράξη και σχηματίστηκε η παρούσα ποινική δικογραφία. Επίσης, δυνάμει του προσκομιζομένου με αριθμό 2167/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ο κατηγορούμενος έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής τοκογλυφίας που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του ίδιου του εγκαλούντος στην Αθήνα στις 26.6.2001. Από το περιεχόμενο του ως άνω βουλεύματος προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δάνειζε διάφορα χρηματικά ποσά σε τρίτους με τόκο πέραν του νομίμου και κατά το παρελθόν. Ο τελευταίος αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται με το απολογητικό του υπόμνημα ότι στον Μ1 που ήταν Διευθυντής της τράπεζας Εργασίας στο ..... και αφανής εταίρος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", της οποίας ο εγκαλών ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος, χορήγησε προς φιλική εξυπηρέτηση, δάνειο ύψους 300.000.000 προκειμένου να καλύψει ένα έλλειμμα που είχε δημιουργηθεί λόγω των ατασθαλιών του στο συγκεκριμένο υποκατάστημα και ότι για την επιστροφή του παρέλαβε, μεταξύ άλλων και τις προαναφερθείσες επιταγές, ενώ στο επί της εφέσεως υπόμνημα του, ισχυρίζεται ότι με την προτροπή του Μ1 χορήγησε στον εγκαλούντα το επίδικο δάνειο με το νόμιμο επιτόκιο προς διευκόλυνση της λειτουργίας της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας με την προοπτική της εξαγοράς ποσοστού 9% των μετοχών αυτής και ότι για την επιστροφή του δανείου παρέλαβε τις αναφερθείσες επιταγές οι οποίες παραμένουν απλήρωτες. Πλην όμως οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αφού οι προταθέντες από τον εγκαλούντα μάρτυρες με σαφήνεια αναφέρουν για τη δεινή οικονομική κατάσταση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας που ανάγκασε τον εγκαλούντα να προβεί στην επαχθή γι' αυτόν συμφωνία του τοκογλυφικού δανείου με τις παρατάσεις του, όπως αναλύθηκε παραπάνω και ότι είχαν άμεση γνώση της συμφωνίας του δανείου αυτού με τοκογλυφικό τόκο. Ειδικότερα ο μάρτυρας Μ1 στην από 22.1.2004 ανακριτική κατάθεση του αναφέρει "Ο Ψ1 δυσκολευόμενος να εξυπηρετηθεί από τις Τράπεζες για προεξόφληση επιταγών του, γνωρίστηκε με τον Χ1 ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος τοκογλύφος που δραστηριοποιείται στην περιοχή της ...... Του έδωσε επιταγές πελατών του και ο Χ1 προεξόφλησε τις επιταγές με επιτόκιο 5-6% μηνιαίως, παρακρατώντας το ποσό των τόκων. Κάποια μάλιστα επιταγή η οποία δεν μπορούσε να εξοφληθεί στην ημερομηνία λήξης της και ζήτησε ο Ψ1 να ανανεωθεί και να αντικατασταθεί, ο Χ1 την παρακράτησε και δεν την επέστρεψε στον Ψ1 παρόλο που αντικαταστάθηκε με άλλη, πλέον τόκων. Τις επιταγές τις ανανέωνε και παράλληλα διπλασίαζε και τον τόκο σ' αυτές που αντικαθιστούσε για παράδειγμα στην αρχική που προεξοφλούσε έβαζε τόκο 5% και όταν την αντικαθιστούσε στη νέα επιταγή έβαζε τόκο 10%. Στους λογαριασμούς του Χ1 έχουν διακινηθεί δισεκατομμύρια τα τελευταία χρόνια και ο ίδιος φέρεται ότι είναι εικονικά έμπορος αυτοκινήτων." Επίσης ο μάρτυρας Μ2 στην από 4.1.2005 ανακριτική κατάθεση του αναφέρει "Ο κατηγορούμενος Χ1 έπαιρνε επιταγές από τον Ψ1 κράταγε προκαταβολικά τόκο 5% και του έδινε μετρητά τα υπόλοιπα χρήματα. Εγώ πήγαινα πολλές από τις επιταγές αυτές στον Χ1 και ο Χ1 ή έβαζε τα χρήματα στο λογαριασμό της Προοδευτικής ή τα παρέδιδε στον Ψ1 Το ότι κρατούσε ο Χ1 τόκο 5% μηνιαίως μου το έλεγε ο ίδιος, όταν του πήγαινα τις επιταγές και έκανε λογαριασμό μπροστά μου... Το κύριο επάγγελμα του Χ1 είναι τοκογλύφος...Η Προοδευτική είχε πάρει πολλές φορές δάνειο από τον Χ1 περίπου 170.000.000 δρχ. συνολικά από ότι ξέρω και σε όλο αυτό το ποσό κρατούσε τόκο 5% μηνιαίως..." Άλλωστε αν ήθελε υποτεθεί ότι η επίδικη συναλλαγματική σχέση μεταξύ εγκαλούντος και κατηγορουμένου δεν αφορούσε τοκογλυφικό δάνειο, αλλά χρηματοδότηση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας από τον κατηγορούμενο με το νόμιμο επιτόκιο και με την προοπτική εξαγοράς από τον τελευταίο ποσοστού 9% των μετοχών αυτής, όπως επικαλείται ο κατηγορούμενος, ασφαλώς αυτός θα αξίωνε την κατάρτισε σχετικού εγγράφου στο οποίο θα αναφερόταν η πιο πάνω αιτία και δεν θα αρκείτο στο παραπάνω τρόπο συναλλαγής του με τον εγκαλούντα και την ασφαλιστική εταιρεία (προεξόφληση επιταγών διαδοχικές ανανεώσεις του χρέους με αντικατάσταση των αρχικών επιταγών με άλλες μεγαλυτέρου ποσού), ο οποίος αρμόζει σε τοκογλυφικές συμβάσεις δανείου υποκρυπτόμενες σε αναιτιώδεις τίτλους επιταγών. Πέραν τούτων επισημαίνεται ότι και ο άλλος ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατέβαλε αμέσως στον Μ1 το ποσό των 300.000.000 δραχμών, χωρίς τόκο "προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα στην Τράπεζα λόγω των ατασθαλιών του", εκτός από την αοριστία του, δεν κρίνεται πειστικός από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, καθόσον το ποσό αυτό είναι εξαιρετικά υψηλό για να καταβληθεί εφάπαξ και μάλιστα χωρίς καθόλου τόκο, ούτε άλλωστε καταρτίστηκε κάποιο σχετικό έγγραφο προς απόδειξη της συναλλαγής αυτής, λόγω του ύψους αυτής. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος ενήργησε με σκοπό τον πορισμό παράνομου εισοδήματος ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτός δάνειζε σημαντικά χρηματικά ποσά σε τρίτους με τοκογλυφικό επιτόκιο και ήδη έχει παραπεμφθεί με το 2167/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και είχε αναπτύξει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής (διασυνδέσεις με διευθυντικά στελέχη της Τράπεζας Εργασίας....., συγκέντρωση των χρηματικών καταθέσεων του στο συγκεκριμένο Υποκατάστημα, διαδοχικές ανανεώσεις επιταγών που δεν είχαν σχέση με την εμπορία αυτοκινήτων).
Συνακόλουθα ο επικουρικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί πλημμεληματικού χαρακτήρα της πράξεως του (τοκογλυφίας) κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της τοκογλυφίας και μάλιστα με την επιβαρυντική περίπτωση της τελέσεως αυτής κατ' επάγγελμα και για την οποία υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ικανές να στηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία για την πράξη αυτή που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 404 παρ. 2 και 3 ΠΚ όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 8 εδάφιο β' ν. 2721/1999). Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα του παρέπεμψε τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (άρθρα 309 παρ. 1ε', 313, 111, 119, 120 ΚΠΔ) για να δικαστεί ως υπαίτιος της παραπάνω πράξεως, ορθά εκτίμησε και αξιολόγησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα προκύπτοντα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού πραγματικά περιστατικά. Πρέπει λοιπόν, να απορριφθεί ωςουσιαστικά αβάσιμη η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί κατόπιν τούτου το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες του τις διατάξεις.
V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (1905/2006) του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 404 §§ 2α και 3 Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επιπλέον στοιχεία. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητά αναφέρει πως προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος (φύλλο 18 σελ. β) ικανές να στηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία. Προκειμένου το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να καταλήξει στην κρίση του έλαβε υπ' όψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία αναφέρει κατ' είδος (φύλλο 13, σελ. α) χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους (Συμβ. Α.Π. 550/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2005 σελ. 1087). Η αναφορά του στις καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 και Μ2 δεν αποτελεί ενδεικτική έκθεση αποδεικτικού μέσου αλλά παράθεση από τις καταθέσεις γεγονότων επί της ουσίας της υποθέσεως προς επίρρωση των παραδοχών του Συμβουλίου. Εις το προσβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εκτενώς στις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπισε η ασφαλιστική εταιρεία του εγκαλούντος με κατάληξη της ανάκληση της αδείας λειτουργίας της την 15-10-2001. Περιγράφει πως το 2000, λόγω της ταμειακής δυσχέρειας, έφθασε στο σημείο να απευθυνθεί στον κατηγορούμενο για λήψη δανείου με τοκογλυφικό τόκο, πως παρέδωσε σ' αυτόν, αρχικά δύο μεταχρονολογημένες επιταγές πελατών της εταιρείας για να τις χρηματοδοτήσει δηλ. να τις σπάσει και να του δώσει μετρητά χρήματα προς κάλυψη των αναγκών της εταιρείας. Αναφέρει πως ο κατηγορούμενος παρέλαβε τις επιταγές ύψους 30.000.000 δρχ. και κατέβαλε στο εγκαλούντα ως δάνειο το ποσό των 21.000.000 δρχ. παρακρατώντας ως προεξοφλητικούς τόκους και για χρονικό διάστημα 6 μηνών τόκους 9.000.000 δρχ. ήτοι ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως (60% ετησίως) ενώ ο νόμιμος τόκος ανερχόταν στο ποσό του 1.575.000 δρχ. δηλ. παρεκράτησε επιπλέον ως τοκογλυφικό τόκο 7.425.000 δρχ. Αναφέρει λεπτομερώς πως οι επιταγές δεν εξοφλήθηκαν και ανανεώθηκε το δάνειο με αντικατάσταση επιταγών περιγράφει τις επιταγές με τα αντίστοιχα ποσά με μηνιαίο ποσοστό επιτοκίου 4,6%, ότι οι δύο εκ των τριών επιταγών εξοφλήθηκαν ενώ η τρίτη δεν εξοφλήθη διότι ενσωμάτωνε τους τοκογλυφικούς τόκους και γι' αυτό ο εγκαλών εζήτησε την επιστροφή της, ο αναιρεσείων αρνήθηκε, απαίτησε την πληρωμή της αλλά θα προέβαινε στην σφράγιση της επιταγής, έτσι ο εγκαλών αναγκάστηκε να δεχθεί την αντικατάσταση με άλλη επιταγή ποσού 44.020,50 Ευρώ, εκθέτει τον επιπλέον τόκο που έλαβε καθώς και ότι την ως άνω τρίτη επιταγή την κυκλοφόρησε εμφανίζοντας τρίτον ως δήθεν κομιστή της την οποία ενεφάνισε στην Τράπεζα προς σφράγιση και στην συνέχεια εζήτησε και εξεδόθη η υπ' αρ. 5488/01 διαταγή πληρωμής ισχυριζόμενος ότι δήθεν την ανέλαβε από τον τελευταίο κομιστή. Το βούλευμα περιέχει αποσπάσματα καταθέσεων του Μ1 και Μ2 που επιβεβαιώνουν το τοκογλυφικό δάνειο και τις ανανεώσεις αυτού, αντικρούει με λογικούς συλλογισμούς την άρνηση της κατηγορίας εκ μέρους του κατηγορουμένου και παραθέτει τα στοιχεία από τα οποία συνάγεται η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως δηλαδή με σκοπό τον πορισμό παρανόμου εισοδήματος, είχε αναπτύξει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής. Θα πρέπει δε να παρατηρηθεί ότι και μόνη η περιγραφομένη σε βάρος του εγκαλούντος συμπεριφορά θεμελιώνει, σύμφωνα και με το εκτεθέν νομικό μέρος, την κακουργηματική πράξη της τοκογλυφίας και συνεπώς ορθώς το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα. Κατ' ακολουθία δε τούτη θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αναίρεση και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
Επί του αιτήματος το οποίο υπέβαλε ο αναιρεσείων συγχρόνως δια της αιτήσεως αναιρέσεως (σελ. 5) όπως παραστεί ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου για να εκθέσει τις απόψεις του, θα πρέπει να απορριφθεί διότι εκείνος έχει εκθέσει, κατά την προδικασία, κατά την απολογία του τις απόψεις του, αυτό δε και με το από 3-10-2006 πολυσέλιδο (εξ 29 περίπου σελίδων) υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω I) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 102/26-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αρ. 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
II) Να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου Σας.
ΙΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 31-7-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 102/26 Απριλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμό 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμό 1905/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής τοκογλυφίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463,473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ.α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Με το δικόγραφο της εν λόγω αιτήσεως, ο αναιρεσείων υποβάλλει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προς παροχή διευκρινίσεων. Το αίτημα αυτό είναι μεν νόμιμο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 485 παρ. 1 και 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ, πρέπει, όμως, να απορριφθεί κατ' ουσία, διότι ο αναιρεσείων, τόσο με το αναιρετήριο, όσο και με το από 3.10.2006 πολυσέλιδο υπόμνημα που υπέβαλε, αναπτύσσει επαρκώς και διεξοδικώς τους ισχυρισμούς του για όλα τα κρίσιμα ζητήματα της δικαζόμενης υποθέσεως, έτσι ώστε δεν ανακύπτει ανάγκη οποιασδήποτε περαιτέρω διευκρινήσεως. Κατά το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει και όποιος, κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή λαμβάνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β' του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ίδιου Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Το έγκλημα της τοκογλυφίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και, ως τέτοιο, μπορεί να τελείται με τη συνομολόγηση ή με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η παραλαβή αξιογράφων, που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, χωρίς να προσαπαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ' αυτά ποσού. Ακόμη, κατά την έννοια της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 404 παρ. 3 του ΠΚ, κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι πράττει ο υπαίτιος της τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη με σκοπό να ποριστεί από αυτές εισόδημα. Προς τούτο, αρκεί και η τέλεση μιας μόνον πράξεως, όταν, από αυτήν, ενόψει και της διάρκειας των λοιπών περιστάσεων, που τη συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος, βάσει σχεδίου. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, κατά συνήθεια τελείται η τοκογλυφία, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής συνάγεται ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτής, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξ' άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών, Ψ1 , υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", έως τις 15.10.2001, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της από το Υπουργείο Εμπορίου λόγω ελλείψεως κεφαλαίων. Κατά το έτος 2000, η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε μεγάλη ταμειακή δυσχέρεια και είχε ανάγκη μετρητών χρημάτων προκειμένου να καλύψει τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τρίτους (ασφαλισμένους, ζημιωθέντες κλπ). Έτσι, ο εγκαλών σε συνεννόηση με τον Μ2 , Προϊστάμενο στο "ΤΜΗΜΑ ΖΗΜΙΩΝ" της εταιρείας, προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη ρευστότητας με εξωτραπεζικό δανεισμό. Σε μία από τις επισκέψεις του εγκαλούντος στην Τράπεζα Εργασίας και συγκεκριμένα στο Υποκατάστημα αυτής, στο ...., από το οποίο η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χρηματοδοτείτο μέχρι τότε και διατηρούσε λογαριασμό όψεως, ο τότε Διευθυντής του Υποκαταστήματος Μ1 του σύστησε τον κατηγορούμενο που είναι έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην περιοχή ".... και πελάτης της συγκεκριμένης Τράπεζας, στην οποία διέθετε λογαριασμούς πολλών εκατομμυρίων. Ο εγκαλών γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος, παράλληλα με την εμπορική του δραστηριότητα, δάνειζε διάφορα χρηματικά ποσά με τοκογλυφικό τόκο, πλην όμως αποφάσισε να δανειστεί απ' αυτόν, διότι η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε έντονο οικονομικό πρόβλημα, όπως προαναφέρθηκε. Σε εκτέλεση των ανωτέρω, το μήνα Οκτώβριο του 2000, ο εγκαλών, με την προεκτεθείσα ιδιότητά του, παρέδωσε στον κατηγορούμενο δύο (2) μεταχρονολογημένες επιταγές πελατών της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", πληρωτέες από την Τράπεζα Κύπρου, προκειμένου, κατά τη συμφωνία τους, να τις χρηματοδοτήσει ή όπως λέγεται στην αγορά "να τις σπάσει" και να του δώσει μετρητά χρήματα προς κάλυψη των αναγκών της εταιρείας, ήτοι παρέδωσε σ' αυτόν : 1) την με αριθμό ..... τραπεζική επιταγή, εκδόσεως ....., ποσού 15.000.000 δρχ., με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2001 και 2) την με αριθμό ..... τραπεζική επιταγή εκδόσεως ......, ποσού 15.000.000 δρχ., με ημερομηνία εκδόσεως 30.4.2001. Ο κατηγορούμενος παρέλαβε τις εν λόγω επιταγές, ύψους 30.000.000 δραχμών και κατέβαλε στον εγκαλούντα (ως δάνειο) το ποσό των 21.000.000 δραχμών, παρακρατώντας ως προεξοφλητικούς τόκους και για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, το ποσό των 9.000.000 δραχμών, ήτοι ποσοστό τόκου 5% μηνιαίως (60% ετησίως), που υπερέβαινε το ισχύον τότε ανώτατο θεμιτό όριο του εξωτραπεζικού - δικαιοπρακτικού τόκου (νόμιμο επιτόκιο), ενώ έπρεπε να παρακρατήσει, με βάση το ισχύον τότε νόμιμο επιτόκιο μόνο το ποσό των 1.575.000 δραχμών, δηλαδή παρακράτησε επιπλέον τόκο (τοκογλυφικό) ποσού 7.425.000 δραχμών. Περαιτέρω, προέκυψε ότι οι επιταγές αυτές δεν εξοφλήθηκαν τη συμφωνημένη ημεροχρονολογία (30.4.2001), για το λόγο δε αυτό, ο εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο, παράταση του χρόνου πληρωμής τους, ο τελευταίος δε συμφώνησε να παρατείνει την εξόφλησή τους, υπό τον όρο κεφαλοποιήσεως των τόκων, πρακτική που ως συνήθως τηρείται στις τοκογλυφικές συναλλαγές. Σε εκτέλεση των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος παρέλαβε από τον εγκαλούντα τις παρακάτω μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, σε αντικατάσταση των προαναφερθεισών), εκδόσεως της εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", πληρωτέες από την Συνεταιριστική Τράπεζα Πιερίας, ήτοι: 1) την με αριθμό ...... επιταγή, ποσού 10.500.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.5.2001, 2) την με αριθμό ..... επιταγή, ποσού 11.000.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.6.2001 και 3) την με αριθμό ...... επιταγή, ποσού 11.500.000 δραχμών, με αναγραφόμενη ημερομηνία 30.7.2001. Οι επιταγές αυτές ενσωμάτωναν, τόσο το δανεισθέν κεφάλαιο όσο και συμφωνημένους τόκους του αντιστοίχου χρονικού διαστήματος οι οποίοι όμως, όπως προέκυψε, υπερέβαιναν το ανώτατο θεμιτό όριο του εξωτραπεζικού - δικαιοπρακτικού τόκου. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ενώ το ανανεωμένο ποσό του δανείου ανερχόταν σε 30.000.000 δραχμές, το συνολικό ύψος των επιταγών αυτών ήταν 33.000.000 δραχμές. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, κατά την παράταση αυτή εξοφλήσεως της οφειλής, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του εγκαλούντος, απαίτησε και έλαβε α' αυτόν α) για την με αριθμό ..... επιταγή και για διάστημα ενός (1) μηνός το ποσό των 483.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως), ενώ, με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο έπρεπε να λάβει το ποσό των 91.875 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο, ποσού 391.125 δραχμών β) για την με αριθμό ...... επιταγή και για διάστημα δύο (2) μηνών, το ποσό των 1.012.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως), ενώ, με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο, έπρεπε να λάβει το ποσό των 192.500 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο, ποσόν 819.500 δραχμών και γ) για την με αριθμό ...... επιταγή και για διάστημα τριών (3) μηνών, το ποσό των 1.587.000 δραχμών (υπολογιζόμενο με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) ενώ έπρεπε να λάβει, με βάση το ισχύον νόμιμο επιτόκιο το ποσό των 301.875 δραχμών, ήτοι έλαβε επιπλέον τοκογλυφικό τόκο ποσού 1.285.125 δραχμών. Οι δύο πρώτες από τις επιταγές αυτές εξοφλήθηκαν κανονικά ενώ η τρίτη (με αριθμό ......), δεν πληρώθηκε από τον εγκαλούντα διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, το ποσό αυτής αντιστοιχούσε στους μέχρι τότε τοκογλυφικούς τόκους του δανεισθέντος ποσού. Συνεπεία τούτου, ο εγκαλών ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του επιστρέψει την προαναφερθείσα επιταγή, ως μη οφειλομένη, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε και απαίτησε την άμεση εξόφλησή της, άλλως θα προέβαινε στη σφράγισή της. Επειδή, όμως, η τυχόν σφράγιση της επιταγής αυτής θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την εκδότρια εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αντιμετώπιζε οξύτατο οικονομικό πρόβλημα, ο εγκαλών ζήτησε την παράταση του χρόνου εξοφλήσεώς της και την αντικατάστασή της με άλλη επιταγή πελατείας του, επιστρέφοντας το σώμα αυτής (με αριθμό ..... επιταγής). Ο κατηγορούμενος δέχθηκε να παρατείνει την εξόφλησή της, υπό τον όρο κεφαλαιοποιήσεως των τόκων και έτσι, στις 30.7.2001, παρέλαβε από τον εγκαλούντα, την με αριθμό ..... μεταχρονολογημένη επιταγή, ποσού 14.999.985 δραχμών (ή 44.020,50 ευρώ), εκδόσεως ....., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως 28.2.2002, πληρωτέρα από την Εθνική Τράπεζα (υποκατάστημα .....) και, συγκεκριμένα, για κεφάλαιο 11.500.000 δραχμών υποχρέωσε τον εγκαλούντα να του καταβάλει, για διάστημα επτά (7) μηνών, ως τόκο, το ποσό των 3.500.000 δραχμών, ενώ με βάση το ισχύον τότε νόμιμο επιτόκιο, έπρεπε να καταβάλει μόνο το ποσό των 704.375 δραχμών", ήτοι κατέβαλε επιπλέον στον κατηγορούμενο για τοκογλυφικούς τόκους (υπολογιζόμενους με επιτόκιο 4,6 % μηνιαίως) το ποσό των 2.795.625 δραχμών. Επίσης, ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση των ως άνω συμφωνηθέντων, δεν επέστρεψε στον εγκαλούντα την με αριθμό ...... επιταγή, (αντικατασταθείσα), αλλά εμφάνισε αυτήν (δια παρενθέτου προσώπου) στην πληρώτρια Τράπεζα, από την οποία δεν πληρώθηκε, ελλείψει επαρκούς υπολοίπου, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε στο σώμα αυτής από την εν λόγω Τράπεζα και στη συνέχεια, με βάση τη σφραγισθείσα αυτή επιταγή, προέβη στην έκδοση της με αριθμό 5488/2001 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος του εγκαλούντος, κατά της οποίας ο τελευταίος άσκησε την από 31.10.2001 ανακοπή ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, επικαλούμενος ότι η εν λόγω επιταγή ενσωματώνει καθ' ολοκληρίαν τοκογλυφικούς τόκους, για την οποία μάλιστα υπέβαλε κατά του κατηγορουμένου την από 26.11.2001 μήνυση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ' αυτού για την ως άνω πράξη και σχηματίστηκε η παρούσα ποινική δικογραφία. Επίσης, δυνάμει του προσκομιζομένου με αριθμό 2167/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ο κατηγορούμενος έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής τοκογλυφίας, που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του ίδιου του εγκαλούντος στην Αθήνα στις 26.6.2001. Από το περιεχόμενο του ως άνω βουλεύματος, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δάνειζε διάφορα χρηματικά ποσά σε τρίτους, με τόκο πέραν του νομίμου και κατά το παρελθόν. Ο τελευταίος αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται με το απολογητικό του υπόμνημα, ότι στον Μ1 που ήταν Διευθυντής της Τράπεζας Εργασίας στο ..... και αφανής εταίρος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", της οποίας ο εγκαλών ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος, χορήγησε, προς φιλική εξυπηρέτηση, δάνειο ύψους 300.000.000 προκειμένου να καλύψει ένα έλλειμμα που είχε δημιουργηθεί λόγω των ατασθαλιών του στο συγκεκριμένο υποκατάστημα και ότι, για την επιστροφή του, παρέλαβε, μεταξύ άλλων και τις προαναφερθείσες επιταγές, ενώ στο επί της εφέσεως υπόμνημά του, ισχυρίζεται ότι, με την προτροπή του Μ1 χορήγησε στον εγκαλούντα το επίδικο δάνειο με το νόμιμο επιτόκιο, προς διευκόλυνση της λειτουργίας της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας, με την προοπτική της εξαγοράς ποσοστού 9% των μετοχών αυτής και ότι για την επιστροφή του δανείου, παρέλαβε τις αναφερθείσες επιταγές οι οποίες παραμένουν απλήρωτες. Πλην, όμως, οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αφού οι προταθέντες από τον εγκαλούντα μάρτυρες με σαφήνεια αναφέρουν για τη δεινή οικονομική κατάσταση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας που ανάγκασε τον εγκαλούντα να προβεί στην επαχθή γι' αυτόν συμφωνία του τοκογλυφικού δανείου με τις παρατάσεις του, όπως αναλύθηκε παραπάνω και ότι είχαν άμεση γνώση της συμφωνίας του δανείου αυτού με τοκογλυφικό τόκο. Ειδικότερα, ο μάρτυρας Μ1 στην από 22.1.2004 ανακριτική κατάθεσή του, αναφέρει "Ο Ψ1 , δυσκολευόμενος να εξυπηρετηθεί από τις Τράπεζες για προεξόφληση επιταγών του, γνωρίστηκε με τον Χ1 ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος τοκογλύφος που δραστηριοποιείται στην περιοχή της ...... Του έδωσε επιταγές πελατών του και ο Χ1 προεξόφλησε τις επιταγές, με επιτόκιο 5-6% μηνιαίως, παρακρατώντας το ποσό των τόκων. Κάποια μάλιστα επιταγή, η οποία δεν μπορούσε να εξοφληθεί στην ημερομηνία λήξης της και ζήτησε ο Ψ1 να ανανεωθεί και να αντικατασταθεί, ο Χ1 την παρακράτησε και δεν την επέστρεψε στον Ψ1 παρόλο που αντικαταστάθηκε με άλλη, πλέον τόκων. Τις επιταγές τις ανανέωνε και παράλληλα διπλασίαζε και τον τόκο σ' αυτές που αντικαθιστούσε για παράδειγμα, στην αρχική που προεξοφλούσε έβαζε τόκο 5% και, όταν την αντικαθιστούσε στη νέα επιταγή έβαζε τόκο 10%. Στους λογαριασμούς του Χ1 έχουν διακινηθεί δισεκατομμύρια τα τελευταία χρόνια και ο ίδιος φέρεται ότι είναι εικονικά έμπορος αυτοκινήτων." Επίσης ο μάρτυρας Μ2 , στην από 4.1.2005 ανακριτική κατάθεσή του, αναφέρει "Ο κατηγορούμενος Χ1 έπαιρνε επιταγές από τον Ψ1 κράταγε προκαταβολικά τόκο 5% και του έδινε μετρητά τα υπόλοιπα χρήματα. Εγώ πήγαινα πολλές από τις επιταγές αυτές στον Χ1 και ο Χ1 ή έβαζε τα χρήματα στο λογαριασμό της Προοδευτικής ή τα παρέδιδε στον Ψ1 Το ότι κρατούσε ο Χ1 τόκο 5% μηνιαίως μου το έλεγε ο ίδιος, όταν του πήγαινα τις επιταγές και έκανε λογαριασμό μπροστά μου... Το κύριο επάγγελμα του Χ1 είναι τοκογλύφος... Η Προοδευτική είχε πάρει πολλές φορές δάνειο από τον Χ1 περίπου 170.000.000 δρχ. συνολικά, από ότι ξέρω και σε όλο αυτό το ποσό κρατούσε τόκο 5% μηνιαίως..." Άλλωστε, αν ήθελε υποτεθεί ότι η επίδικη συναλλαγματική σχέση μεταξύ εγκαλούντος και κατηγορουμένου δεν αφορούσε τοκογλυφικό δάνειο, αλλά χρηματοδότηση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας από τον κατηγορούμενο, με το νόμιμο επιτόκιο και με την προοπτική εξαγοράς από τον τελευταίο ποσοστού 9% των μετοχών αυτής, όπως επικαλείται ο κατηγορούμενος, ασφαλώς αυτός θα αξίωνε την κατάρτιση σχετικού εγγράφου στο οποίο θα αναφερόταν η πιο πάνω αιτία και δεν θα αρκείτο στο παραπάνω τρόπο συναλλαγής του με τον εγκαλούντα και την ασφαλιστική εταιρεία (προεξόφληση επιταγών διαδοχικές ανανεώσεις του χρέους με αντικατάσταση των αρχικών επιταγών με άλλες μεγαλυτέρου ποσού), ο οποίος αρμόζει σε τοκογλυφικές συμβάσεις δανείου, υποκρυπτόμενες σε αναιτιώδεις τίτλους επιταγών. Πέραν τούτων, επισημαίνεται ότι και ο άλλος ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι κατέβαλε αμέσως στον Μ1 το ποσό των 300.000.000 δραχμών, χωρίς τόκο, "προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα στην Τράπεζα λόγω των ατασθαλιών του", εκτός από την αοριστία του, δεν κρίνεται πειστικός από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, καθόσον το ποσό αυτό είναι εξαιρετικά υψηλό για να καταβληθεί εφάπαξ και μάλιστα χωρίς καθόλου τόκο, ούτε, άλλωστε, καταρτίστηκε κάποιο σχετικό έγγραφο προς απόδειξη της συναλλαγής αυτής, λόγω του ύψους αυτής. Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος, ενήργησε με σκοπό τον πορισμό παράνομου εισοδήματος ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτός δάνειζε σημαντικά χρηματικά ποσά σε τρίτους με τοκογλυφικό επιτόκιο και ήδη έχει παραπεμφθεί με το 2167/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και είχε αναπτύξει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής (διασυνδέσεις με διευθυντικά στελέχη της Τράπεζας Εργασίας ....., συγκέντρωση των χρηματικών καταθέσεών του στο συγκεκριμένο Υποκατάστημα, διαδοχικές ανανεώσεις επιταγών που δεν είχαν σχέση με την εμπορία αυτοκινήτων).
Συνακόλουθα, ο επικουρικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί πλημμεληματικού χαρακτήρα της πράξεώς του (τοκογλυφίας), κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της τοκογλυφίας και μάλιστα με την επιβαρυντική περίπτωση της τελέσεως αυτής κατ' επάγγελμα και για την οποία υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ικανές να στηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία, για την πράξη αυτή που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 404 παρ. 2 και 3 ΠΚ όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 8 εδάφιο β' ν. 2721/1999). Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο, με το εκκαλούμενο βούλευμά του, παρέπεμψε τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (άρθρα 309 παρ. 1ε', 313, 111, 119, 120 ΚΠΔ), για να δικαστεί ως υπαίτιος της παραπάνω πράξεως, ορθά εκτίμησε και αξιολόγησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα προκύπτοντα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού πραγματικά περιστατικά. Πρέπει, λοιπόν, να απορριφθεί ωςουσιαστικά αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί, κατόπιν τούτου, το εκκαλούμενο βούλευμα, ως προς όλες του τις διατάξεις.
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως της κακουργηματικής τοκογλυφίας. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά τα παραπάνω, επιβαλλόμενη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφάρμοσε, του άρθρου 404 παρ. 2α και 3 του Π.Κ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και την οποία, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι το βούλευμα, δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, και συγκεκριμένα ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος, ικανές να επιστηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία, για την πράξη αυτή. Πράγματι, αναφέρεται αναλυτικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" και της οποίας, ο εγκαλών ετύγχανε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, αντιμετώπιζε άμεσα οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας των οποίων, η εποπτεύουσα αυτήν αρχή, προέβη σε ανάκληση της αδείας λειτουργίας της, κατά την 15-10-2001. Επίσης, ότι εξαιτίας αυτών των οικονομικών προβλημάτων της, αναγκάστηκε ο εγκαλών να απευθυνθεί, μέσω του τότε Διευθυντή του υποκαταστήματος της Τράπεζας Εργασίας, Μ1 στον αναιρεσείοντα, γνωστό επιχειρηματία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, στην περιοχή ...... ο οποίος προέβη σε δανεισμό του εγκαλούντος με το ποσό των 30.000.000 δραχμών, που καλύφθηκε με την παράδοση προς αυτόν δυο μεταχρονολογημένων επιταγών. Αιτιολογείται επίσης, ότι, έναντι των δυο επιταγών, συνολικής αξίας 30.000.000 δραχμών ο εγκαλών έλαβε σε μετρητά, από τον αναιρεσείοντα, 21.000.000 δραχμές, ο δε αναιρεσείων παρακράτησε άμεσα το ποσό των 9.000.000 δραχμών, που αντιπροσώπευε τους τόκους του χρονικού διαστήματος των (6) μηνών, σε ποσοστό 6% μηνιαίως και σε ετήσια βάση 60%, ενώ ο νόμιμος θεμιτός τόκος, στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ανερχόταν σε ποσό 1.575.000 δραχμών, παρακρατώντας έτσι επί πλέον τοκογλυφικούς τόκους της τάξεως των 7.425.000 δραχμών. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται ότι, λόγω μη εξοφλήσεως της τρίτης των επιταγών από μέρους του εγκαλούντος, και αρνήσεως του αναιρεσείοντος να την επιστρέψει, ανανεώθηκε ο χρόνος εξοφλήσεως του δανείου, κατά το μέρος που αφορούσε την τρίτη επιταγή, με αποτέλεσμα ο εγκαλών να εξαναγκασθεί και, προκειμένου να αποφύγει σε βάρος του μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, να προβεί εκ νέου σε ανανέωση του χρόνου πληρωμής της και να αποδεχθεί την αντικατάστασή της, με άλλη, ποσού 44.020,50 ευρώ, με συμφωνηθέν και πάλι ποσοστό τόκου από 4,65% το μήνα. Το βούλευμα επίσης διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σχετική με την, από μέρους του αναιρεσείοντος, τέλεση κατ' επάγγελμα της πράξεως αυτής, αφού αυτός απέβλεπε στον πορισμό παράνομου εισοδήματος, με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων σε ποσοστό, 4,65% μηνιαίως, που υπερέβαινε το ποσοστό του ισχύοντος το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, νόμιμου τόκου, έχοντας προς τούτο αναπτύξει, βάσει σχεδίου του, την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής, όπως αυτή εκεί αναλυτικά περιγράφεται. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 404 παρ. 2α και 3 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή του στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 485 παρ.1, 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ1 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου, καθώς και την υπ' αριθμό 102/26-4-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του ίδιου κατά του υπ' αριθμό 621/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ