Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2340 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για υπεξαίρεση αντικειμένου μεγάλης αξίας. Λόγοι αναιρέσεως: έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2340/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 192/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 467/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 83/13.2.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, μετ'αναίρεσιν, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 7/2-3-2007 αίτησιν αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 192/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, που εξεδόθη μετά από αναίρεσιν του με αριθ. 1782/2005 βουλεύματος του ιδίου ως άνω Συμβουλίου με την υπ'αριθμ. 2124/2004 απόφασιν του Δικαστηρίου σας και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθμόν 1159/2005 βούλευμα του παρέπεμψε τον παραπάνω κατηγορούμενο Χ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί για υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίο ήταν εμπιστευμένο στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητός του ως διαχειριστού ξένης περιουσίας και του οποίου η αξία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρ. 98 § § 1,2, 375 § § 1,2 Π.Κ., όπως η παρ. 1 του άρθρου 98 αναριθμήθηκε και η παρ. 2 του ίδιου άρθρου προσετέθη με το άρθρ. 14 § 1 ν.2721/99 και όπως η παράγρ. 1 του άρθρ. 375 συνεπληρώθη με το άρθρο 14 παρ. 3α ν.2721/99 η παράγρ. 2 αυτού αντικατεστ. με το άρθρ. 1 § 9 ν.2408/96) που φέρεται ότι διέπραξε στην ... με περισσότερες από μία μερικότερες πράξεις κατά το χρονικό διάστημα από 2-5-2003 έως 16-8-2004, εις βάρος της εδρευούσης στην ... εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΗ-ΨΥΧΙΑΤΡΙΑΚΗ - ΓΕΡΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ Α. ΠΙΣΣΑΛΙΔΗ - Α.ΚΑΡΙΠΗ Α.Ε.". Κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ήσκησε την με αριθμ. 69/27-10-2005 έφεση επί της οποίας εξεδόθη το υπ'αριθμ. 1782/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης δια του οποίου απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεσις και επικυρώθη το παραπάνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. 'Όμως κατά του ως άνω Εφετειακού βουλεύματος ησκήθη αναίρεσις και δια της υπ'αριθμ. 2124/2006 αποφάσεως του Δικαστηρίου σας, ανηρέθη το προαναφερόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και παρέπεμψε την υπόθεσιν προς νέαν κρίσιν, το οποίον με το υπ'αριθμ. 192/2007 βούλευμά του, αφού εδέχθη εν μέρει, ως κατ'ουσίαν βάσιμη την έφεση του κατηγορουμένου, απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία εις βάρος του κατηγορουμένου για τις επί μέρους πράξεις της κατ'εξακολούθησιν πράξεως της υπεξαιρέσεως που φέρονται ως υπ'αυτού τελεσθείσες κατά τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Νοέμβριο 2003 και παρέπεμψε τούτον εις το ακροατήριον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (επί κακουργημάτων) για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι στην Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2003 έως και 16-8-2004 με περισσότερες από μία πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ιδιοποιήθη παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τα οποία ήταν εμπιστευμένα σ'αυτόν λόγω της ιδιότητός του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά του τελευταίου ως άνω με αριθμ. 192/07 εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων Χ με την υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως, η οποία ησκήθη εμπροθέσμως νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο σε άσκηση αναιρέσεως πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., ως η παρ. 1 του άρθρου 482 αντικ. δι'άρθρ. 41 § 1 ν.3160/2003, καθόσον α) ησκήθη την 2-3-2007 με δήλωση του ειδικού πληρεξούσιου και εντολοδόχου του αναιρεσείοντος, δικηγόρου Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Καϊκλή ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, για την οποία συνετάχθη η υπ'αριθ. 7/2-3-2007 έκθεσις, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη στον ίδιο (ίδετ. το από 1-3-2007 αποδεικτικό επιδόσεως), β) διαλαμβάνονται στην αίτηση σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως και συγκεκριμένα τον τοιούτο της έλλειψις ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το κάθε ένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ'όψιν του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 6382, ΑΠ 336/2002 Ποιν. Χρ. ΝΒ' σελ. 978).

ΙΙ) Από τις διατάξεις του άρθρ. 375 § § 1,2 εδ. α' Π.Κ., ως η παρ. 1 συνεπληρώθη με το άρθρ. 14 § 3α του ν. 2721/1999 και η παρ. 2 τούτου αντικ. με το άρθρ. 1 § 9 ν.2408/96, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος αυτού να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι το πράγμα αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο σε άλλον και όχι στο δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνον τέλεσης της πράξης, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, που υπάρχει όταν γίνεται αυτή χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη μία τουλάχιστον από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξάρτητα από την συνδρομή κάποιας από τις παραπάνω καταστάσεις ή ιδιότητες, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, ενώ εξ'υποκειμένου απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στην δική του περιουσία (Α.Π. 2328/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ σελ. 811, ΑΠ 100/2004 Ποιν. Χρ. ΝΔ' σελ. 873). Επομένως, κατά τα εκτεθέντα, καθίσταται υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί, όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές, με την εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο, είτε από την σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται η προέλευση της εξουσίας αυτής και από την δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως από μόνη την διενέργεια εκ μέρους του αναλόγων πράξεων, οπότε πρόκειται για διαχειριστή εν τοις πράγμασι (ΑΠ 2328/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ'σελ. 811, Α.Π. 394/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ' σελ. 30). Επί εξακολουθητικής δε υπεξαιρέσεως, που ετελέσθη μετά της 3-6-1999, έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρ. 98 Π.Κ, όπως προσετ. με το άρθρ. 14 § 1 ν.2721/1999 και ορίζει ότι η αξία του αντικείμενου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δ' αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή εσκοπήθη (Α.Π. 115/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ σελ. 33).


ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα με αριθ. 192/2007, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης που το εξέδωσε, εδέχθη, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από την συνεκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτήν, κατ'είδος αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ο κατηγορούμενος Χ και ο μηνυτής Ψ είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 50% έκαστος της εδρευούσης στην ... ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Νευρολογική-Ψυχιατρική-Γεροντολογική Κλινική Α. Πισσαλίδη - Α. Καρίπη Α.Ε.", που έχει ως αντικείμενο, την εκμετάλλευση νευροψυχιατριακής και γεροντολογικής Κλινικής και την παροχή αντίστοιχων ιατρικών υπηρεσιών, καθώς και την περίθαλψη και νοσηλεία ασθενών που χρήζουν ιατρικής παρακολούθησης. Ο κατηγορούμενος, νευρολόγος-ψυχίατρος, επιστημονικός διευθυντής της Κλινικής, ασκεί τα καθήκοντα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας και είναι Διευθύνων Σύμβουλος αυτής τουλάχιστον από την 1-5-2003, όπως άλλωστε ομολογείται. Υπό την ιδιότητά του αυτή, έχων εξουσία διαχείρισης της περιουσίας της άνω εταιρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 2-5-2003 έως και 16-8-2004, ενώ εισέπραξε από ασθενείς και πελάτες της εταιρίας νοσήλια, συνολικού ποσού 82.683,70 ευρώ, δεν το εισέφερε στο ταμείο αυτής. Ειδικότερα, τα χρηματικά ποσά που εισέπραξε ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρίας έχουν κατά μήνα ως ακολούθως: 1) Μάϊος 2003, 3.860 ευρώ, 2) Ιούνιος 2003, 5.681 ευρώ, 3) Ιούλιος 2003, 4.543,81 ευρώ, 4) Αύγουστος 2003, 3.769 ευρώ, 5) Σεπτέμβριος 2003, 3.717,47 ευρώ, 6) Οκτώβριος 2003, 3.828,47 ευρώ, 7) Νοέμβριος 2003 1.752 ευρώ, 8) Δεκέμβριος 2003, 5.342 ευρώ, 9) Ιανουάριος 2004, 5.328,47 ευρώ, 10) Φεβρουάριος 2004, 4.299,47 ευρώ, 11) Μάρτιος 2004, 5.349,47 ευρώ, 12) Απρίλιος 2004, 5.685,47 ευρώ, 13) Μάϊος 2004, 4.252,47 ευρώ, 14) Ιούνιος 2004, 8.198,47 ευρώ, 15) Ιούλιος 2004, 11.456 ευρώ, 16) Αύγουστος 2004, 5.620 ευρώ. Ο κατηγορούμενος με τα ανωτέρω υπό στοιχεία (1) και (2) χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους (3.860 + 5.681) = 9.541 ευρώ, εξόφλησε οφειλές της εταιρίας προς τρίτους και βεβαίως δεν τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, όπως προκύπτει ιδίως από την από 14-10-2005 βεβαίωση του λογιστή αυτής, κατά την οποία, για την λειτουργία της Κλινικής πραγματοποιήθηκαν δαπάνες προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, εκτός των αμοιβών του απασχολούμενου προσωπικού, κατά μήνα Μάϊο 2003 ποσού 4.1424,81 ευρώ και κατά μήνα Ιούνιο 2003 ποσού 32.878,68 ευρώ.
Είναι προφανές, ότι το υπόλοιπο δαπανηθέν ποσό ύψους (41.424,81 + 32.878,68 - 9.541) = 64.762,49 ευρώ εδαπανήθη για εξόφληση οφειλών της εταιρίας του, προ του Ιουλίου 2003, χρονικού διαστήματος και όχι βεβαίως του ένδικου χρονικού διαστήματος Ιούλιος 2003 - Αύγουστος 2004, όπως αβασίμως ο κατηγορούμενος υποστηρίζει. Περαιτέρω προκύπτει, ότι ο μηνυτής και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας, Ψ, είχε συμφωνήσει, κατά μήνα Νοέμβριο 1998, όπως ο κατηγορούμενος λαμβάνει, ως μηναία αποζημίωση για τις επιστημονικές και διοικητικές υπηρεσίες που προσέφερε στην άνω ψυχιατρική Κλινική το ποσό των 800.000 δρχ., ήτοι 2.347,76 ευρώ και ως εκ τούτου, ο κατηγορούμενος δικαιολογημένα επίστευε, ότι από τα πιο πάνω εισπραχθέντα χρηματικά ποσά δικαιούται, να παρακρατήσει μηνιαίως το ποσό των 2.347,76 ευρώ, έστω, και αν δεν υπήρξε κατά το άρθρο 23α παρ. 2 ν. 2190/1920 "Περί Ανωνύμων Εταιριών" προηγούμενη έγκριση της σχετικής συμφωνίας από την γενική συνέλευση των μετόχων, όπως απαιτείται (Α.Π. 1802/2001 Ελ.Δ. 45.1406, γεγονός που αίρει τον δόλο του για το (παρακρατηθέν) εν λόγω ποσό, καθόλο το ένδικο χρονικό διάστημα (Ιούλιος 2003 - Αύγουστος 2004).
Συνεπώς ο κατηγορούμενος, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά του, με πρόθεση παράνομα δεν εισέφερε στο ταμείο της ανωτέρω εταιρίας και ενσωμάτωσε χωρίς νόμιμο δικαίωμα στην περιουσία του, τα κατωτέρω (κατά μήνα) χρηματικά ποσά: 1) Ιούλιος 2003 (4.543,47 - 2.347,76) = 2.195,71 ευρώ, 2) Αύγουστος 2003 (3.769 - - 2.347,76) = 1.421,24 ευρώ, 3) Σεπτέμβριος 2003 (3.717,47 - 2.347,76)= 1.369,71 ευρώ, 4) Οκτώβριος 2003 (3.828,47 - 2.347,76)= 1.480,71 ευρώ, 5) Δεκέμβριος 2003 (5.342 - 2.347,76)= 2.994,24 ευρώ, 6) Ιανουάριος 2004 (5.328,47 - 2.347,76) = 2.980,71 ευρώ, 7) Φεβρουάριος 2004 (4.299,47 - 2.347,76) = 1.951,71 ευρώ, 8) Μάρτιος 2004 (5.349,47 - 2.347,76)= 3.001,71 ευρώ, 9) Απρίλιος 2004 (5.685,47 - 2.347,76) = 3.337,71 ευρώ, 10) Μάϊος 2004 (4.252,47 - 2.347,76) = 1.904,71 ευρώ, 11) Ιούνιος 2004 (8.198,47 - 2.347,76)= 5.850,71 ευρώ, 12) Ιούλιος 2004 (11.456 - 2.347,76)= 9.108,24 και 13) Αύγουστος 2004 (5.620 - 2.347,76) = 3.272,24 ευρώ και συνολικά 40.869,35 ευρώ, ποσό που είναι ιδιαίτερα μεγάλο και ήταν εμπιστευμένο σ'αυτόν για να το διαχειρίζεται, ενώ ο ίδιος, με τις μερικότερες πράξεις του της παράνομης ιδιοποίησης των ανωτέρω χρηματικών ποσών, απέβλεπε συνολικά στο εν λόγω ποσό των 40.869,25 ευρώ. Σημειώνεται, ότι το ποσό των 1.752 ευρώ, το οποίο ο κατηγορούμενος εισέπραξε κατά μήνα Νοέμβριο 2003 δεν το απέδωσε στο ταμείο της εταιρίας, ως μέρος της ως άνω συμφωνημένης αποζημίωσής του και επομένως, δεν το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι από τον μήνα Μάϊο 2003 δικαιούνταν ως αποζημίωση για τις επιστημονικές και διοικητικές υπηρεσίες που προσέφερε το ποσό των 5.000 ευρώ μηνιαίως και ως εκ τούτου το πιο πάνω συνολικό ποσό των 40.869,35 ευρώ δεν το ιδιοποιήθηκε παράνομα, αλλά αυτό αποτελεί μέρος της δικαιούμενης αποζημίωσής του από (5.000 Χ 14 μήνες)= 70.000 ευρώ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον δεν υπήρξε τουλάχιστον σχετική συμφωνία με τον μηνυτή και ούτε βεβαίως, σχετική έγκρισή της από την γενική Συνέλευση των μετόχων. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατέβαλε "εξ ιδίων" για λογαριασμό της εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα Μάϊος-Ιούνιος 2003 το συνολικό ποσό των 36.450 + 20.252)= 56.702 ευρώ, προς εξόφληση δανειστών της και ως εκ τούτου έχειν λαμβάνειν από την εταιρία (προβαλλόμενος προφανώς ως ένσταση συμψηφισμού), είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον ο δράστης υπεξαίρεσης δεν μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του κατά του παθόντος και τούτο γιατί δεν επιτρέπεται κατ'άρθρο 450α' Α.Κ. συμψηφισμός κατά απαίτησης που προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε με δόλο (Α.Π. 1066/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 511). Το γεγονός δε ότι η 6η τακτική γενική Συνέλευση των μετόχων της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας, στην οποία συμμετείχε και ο μηνυτής, ενέκρινε ομόφωνα όλες τις πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου, που αφορούσαν την οικονομική της διαχείριση και απάλλαξε ομόφωνα το ίδιο διοικητικό Συμβούλιο και του ελεγκτές από κάθε ευθύνη αποζημίωσης για την χρήση του έτους 2003 (σχετ. το με αριθμό 9/27-6-2004 πρακτικό), δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της παράνομης ιδιοποίησης των πιο πάνω χρηματικών ποσών από τον κατηγορούμενο (πρβλ. Α.Π. 119/1996 Ποιν. Χρον. ΜΣΤ' 1576), κατά το χρονικό διάστημα 1-7-2003 έως 31-12-2003. Από τα περιστατικά αυτά εδέχθηκε το Συμβούλιο, ότι στοιχειοθετείται πλήρως αντικειμενικά και υποκειμενικά το περιγραφόμενο ως άνω έγκλημα που αποδίδεται εις τον κατηγορούμενο, αφού με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Νευρολογική - Ψυχιατρική - Γεροντολογική Κλινική Α. Πισσαλίδης - Α. Καρίπη Α.Ε.", είχε την διαχείρηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, ιδιοποιήθη παρανόμως το συνολικό ποσό των 40.869,35 ευρώ, που, κατ'επιτρεπτή βελτίωση της κατηγορίας, δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, το οποίο, ενώ εισέπραξε από ασθενείς ως νοσήλια, που ενοσηλεύθησαν στην παραπάνω Κλινική, παραδίδοντάς τους αποδείξεις καταβολής, αντιστοίχου ποσού, δεν εισέφερε στο Ταμείο της εταιρίας. Ειδικώτερον, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2003 έως και 16-8-2004, εις το οποίο όμως δεν συμπεριλαμβάνεται η μερικότερα πράξη που φέρεται ότι ετελέσθη τον μήνα Νοέμβριο 2003 αφού το Συμβούλιο απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία επί ταύτη κατά του κατηγορουμένου, χωρίς να αποτελεί τούτο ασάφεια και αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και διατακτικού του βουλεύματος, αποβλέποντας εις την παράνομη ιδιοποίηση του συνολικού ως άνω ποσού, ενώ εισέπραξε τα ακόλουθα μερικότερα ποσά, μετά την αφαίρεσιν εξ αυτών των νομίμων αποδοχών του εκ 2.347,76 ευρώ, κατά μήνα, και την εξόφλησιν των λοιπών δαπανών της εταιρίας προς τρίτους, που φέρεται ότι κατεβλήθησαν υπ'αυτού για την ως άνω αιτία, αντιστοιχούσε εις προγενέστερο χρονικό διάστημα, το υπόλοιπο που περιήλθε στην κατοχή του, κατά τον εκτεθέντα τρόπον, δεν εισέφερε εις το ταμείο της ως άνω εταιρίας αλλά ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Συγκεκριμένα δεν απέδωσε τα εξής επί μέρους ποσά: 1) κατά μήνα Ιούλιο 2003 2195,71 ευρώ, 2) κατά μήνα Αύγουστο 2003 1421,24 ευρώ, 3) κατά μήνα Σεπτέμβριο 2003 1369,71 ευρώ, 4) κατά μήνα Οκτώβριο 2003 1480,71 ευρώ, 5) κατά μήνα Δεκέμβριο 2003 2994,24 ευρώ, 6) κατά μήνα Ιανουάριο 2004 2980,71 ευρώ, 7) κατά μήνα Φεβρουάριο 2004 1951,71 ευρώ, 8) κατά μήνα Μάρτιο 2004 3001,71 ευρώ 9) κατά μήνα Απρίλιο 2004 3337,71 ευρώ, 10) κατά μήνα Μάιο 2004 1904,71 ευρώ, 11) κατά μήνα Ιούνιο 2004 5850,71 ευρώ, 12) κατά μήνα Ιούλιο 2004 9108,24 ευρώ και 13) κατά μήνα Αύγουστο 2004 3272,24 ευρώ, που το συνολικό ως άνω ποσό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτουμένη αιτιολογία για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, προκειμένου να παραπεμφθεί γι'αυτό εις το ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, αφού περιέχονται πλήρως τα απαραίτητα περιστατικά που θεμελιώνουν την υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Με επαρκή δε αιτιολογία απερρίφθη ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η μηνιαία αποζημίωσίς του ανήρχετο εις το ποσό των 5.000 ευρώ και δεν αποτελεί αντίφαση ή ανεπαρκή αιτιολογία με την παραδοχή του ως προς το ανωτέρω ποσό της μηνιαίας αποζημιώσεώς του εκ 2347,76 ευρώ, ως διαλαμβανόμενου εις το τοιούτο των 5000 ευρώ καθώς και ότι η επακολουθήσασα έγκριση των οικονομικών δεδομένων των ετών 2003, 2004 και 2005 από την γενική Συνέλευση της εταιρίας, δεν είχε ουδεμία έννομη συνέπεια για το αξιόποινο της προαναφερόμενης πράξεως. Επομένως οι σχετικοί εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε Κ.Π.Δ. λόγοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμη και συνακόλουθα η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως εν τω συνόλω της καιΝα επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι 12 Νοεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε, πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 3 του Νόμου 2721/1999, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν πρόκειται για αντικείμενο, ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Νόμου 2721/1999 προστέθηκε στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 375 εδάφιο, κατά το οποίο "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών" και στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 375 εδάφιο, κατά το οποίο "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τις 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση". Με τη νέα αυτή ρύθμιση, καθιερώθηκαν δύο μορφές κακουργηματικού χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως (έναντι μίας του προηγούμενου δικαίου), η πρώτη όταν και μόνο η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και η δεύτερη όταν το συνολικό αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συντρέχει παράλληλα μία από τις αναφερόμενες πλέον περιοριστικώς έξι περιπτώσεις καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενώ η συνδρομή στην τελευταία περίπτωση και συνολικής αξίας του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως μεγαλύτερης των 73.000 ευρώ, συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις προκύπτει επίσης ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και, επί πλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικές στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου, ή, ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί, όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές, με την εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, την οποία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται η προέλευση της εξουσίας αυτής και από τη δημιουργία μίας πραγματικής καταστάσεως από μόνη τη διενέργεια εκ μέρους του, ανάλογων πράξεων, οπότε πρόκειται για διαχειριστή "εν τοις πράγμασι". Επί εξακολουθητικής δε υπεξαιρέσεως, που τελέσθηκε μετά την 3η Ιουνίου 1999, έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Ποινικού Κώδικα, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Νόμου 2721/1999 και ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δ' αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθ' όσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Πρέπει επίσης να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Είναι επίσης επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση) καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης δέχθηκε ανελέγκτως ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ και ο μηνυτής Ψ είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 50% έκαστος της εδρευούσης στην Περαία Ν. Θεσσαλονίκης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Νευρολογική - Ψυχιατρική - Γεροντολογική Κλινική Α. Πισσαλίδη - Α. Καρίπη Α.Ε.", που έχει ως αντικείμενο την εκμετάλλευση νευροψυχιατρικής και γεροντολογικής κλινικής και την παροχή αντίστοιχων ιατρικών υπηρεσιών, καθώς και την περίθαλψη και νοσηλεία ασθενών που χρήζουν ιατρικής παρακολούθησης. Ο κατηγορούμενος, νευρολόγος - ψυχίατρος, επιστημονικός διευθυντής της Κλινικής, ασκεί τα καθήκοντα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας και είναι Διευθύνων Σύμβουλος αυτής τουλάχιστον από την 1.5.2003, όπως άλλωστε ομολογείται. Υπό την ιδιότητά του αυτή, έχων εξουσία διαχείρισης της περιουσίας της άνω εταιρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 2.5.2003 έως και 16.8.2004, ενώ εισέπραξε από ασθενείς και πελάτες της εταιρίας νοσήλια, συνολικού ποσού 82.683,70 ευρώ, δεν το εισέφερε στο ταμείο αυτής. Ειδικότερα, τα χρηματικά ποσά που εισέπραξε ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρίας έχουν κατά μήνα ως ακολούθως: 1) Μάιος 2003, 3.860 ευρώ, 2) Ιούνιος 2003, 5.681 ευρώ, 3) Ιούλιος 2003, 4.543,81 ευρώ, 4) Αύγουστος 203, 3.769 ευρώ, 5) Σεπτέμβριος 2003, 3.717,47 ευρώ, 6) Οκτώβριος 2003, 3.828,47 ευρώ, 7) Νοέμβριος 2003, 1.752 ευρώ, 8) Δεκέμβριος 2003, 5.342 ευρώ, 9) Ιανουάριος 2004, 5.328,47 ευρώ, 10) Φεβρουάριος 2004, 4.299,47 ευρώ, 11) Μάρτιος 2004, 5.349,47 ευρώ, 12) Απρίλιος 2004, 5.685,47 ευρώ, 13) Μάιος 2004, 4.252, 47 ευρώ, 14) Ιούνιος 2004, 8.198,47 ευρώ, 15) Ιούλιος 2004, 11.456 ευρώ, 16) Αύγουστος 2004, 5.620 ευρώ. Ο κατηγορούμενος με τα ανωτέρω υπό στοιχεία (1) και (2) χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους (3.860 + 6.681 =) 9.541 ευρώ, εξόφλησε οφειλές της εταιρίας προς τρίτους και βεβαίως δεν τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, όπως προκύπτει ιδίως από την από 14.10.2005 βεβαίωση του λογιστή αυτής, κατά την οποία για την λειτουργία της Κλινικής πραγματοποιήθηκαν δαπάνες προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, εκτός των αμοιβών του απασχολούμενου προσωπικού, κατά μήνα Μάιο 2003 ποσού 41.424,81 ευρώ και κατά μήνα Ιούνιο 2003 ποσού 32.878,68 ευρώ. Είναι προφανές ότι το υπόλοιπο δαπανηθέν ποσό, ύψους (41.424,81 + 32.878,68 - 9.541 =) 64.762,49 ευρώ, εδαπανήθη για εξόφληση οφειλών της εταιρίας του, προ του Ιουλίου 2003, χρονικού διαστήματος και όχι βεβαίως του ένδικου χρονικού διαστήματος Ιούλιος 2003 - Αύγουστος 2004, όπως αβασίμως ο κατηγορούμενος υποστηρίζει. Περαιτέρω προκύπτει ότι ο μηνυτής και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας, Ψ, είχε συμφωνήσει, κατά μήνα Νοέμβριο 1998, όπως ο κατηγορούμενος λαμβάνει, ως μηνιαία αποζημίωση για τις επιστημονικές και διοικητικές υπηρεσίες που προσέφερε στην άνω ψυχιατρική κλινική το ποσό των 800.000 δρχ. ήτοι, 2.347,76 ευρώ και ως εκ τούτου, ο κατηγορούμενος δικαιολογημένα επίστευε ότι από τα πιο πάνω εισπραχθέντα χρηματικά ποσά, δικαιούται να παρακρατήσει μηνιαίως το ποσό των 2.347,76 ευρώ, έστω και αν δεν υπήρξε κατά το άρθρο 23 α παρ. 2 ν. 2190 "Περί ανωνύμων Εταιριών" προηγούμενη έγκριση της σχετικής συμφωνίας από την γενική συνέλευση των μετόχων, όπως απαιτείται, γεγονός που αίρει τον δόλο του για το (παρακρατηθέν) εν λόγω ποσό, καθόλο το ένδικο χρονικό διάστημα (Ιούλιος 2003 - Αύγουστος 2004).
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά του, με πρόθεση, παράνομα δεν εισέφερε στο ταμείο της ανωτέρω εταιρίας και ενσωμάτωσε, χωρίς νόμιμο δικαίωμα στην περιουσία του, τα κατωτέρω (κατά μήνα) χρηματικά ποσά: 1) Ιούλιος 2003 (4.543,47 - 2.347,76 =) 2.195,71 ευρώ, 2) Αύγουστος 2003 (3.769 - 2.347,76 =) 1.421,24 ευρώ, 3) Σεπτέμβριος 2003 (3.717,47 - 2.347,76 =) 1.269,71 ευρώ, 4) Οκτώβριος 2003 (3.828,47 - 2.347,76=)1.480,71 ευρώ, 5) Δεκέμβριος 2003 (5.342 - 2.347,76 =) 2.994,24 ευρώ, 6) Ιανουάριος 2004 (5.328,47 - 2.347,76 =) 2.980,71 ευρώ, 7) Φεβρουάριος 2004 (4.299,47 - 2.347,76 =) 1.951,71 ευρώ, 8) Μάρτιος 2004 (5.349,47 - 2.347,76 =) 3.001,71 ευρώ, 9) Απρίλιος 2004 (5.685,47 - 2.347,76 =) 3.337,71 ευρώ, 10) Μάιος 2004 (4.252,47 - 2.347,76 =) 1.904,71 ευρώ, 11) Ιούνιος 2004 (8.198,47 - 2.347,76 =) 5.850,71 ευρώ , 12) Ιούλιος 2004 (11.456 - 2347,76 =) 9.108,24 και 13) Αύγουστος 2004 (5.620 - 2.347,76 =) 3.272,24 ήταν εμπιστευμένο σ' αυτόν για να το διαχειρίζεται, ενώ ο ίδιος, με τις μερικότερες πράξεις του της παράνομης ιδιοποίησης των ανωτέρω χρηματικών ποσών, απέβλεπε συνολικά στο εν λόγω ποσό των 40.869,25 ευρώ. Σημειώνεται ότι το ποσό των 1.752 ευρώ, το οποίο ο κατηγορούμενος εισέπραξε κατά μήνα Νοέμβριο 2003 δεν το απέδωσε στο ταμείο της εταιρίας, ως μέρος της ως άνω συμφωνημένης αποζημίωσής του και επομένως δεν το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι από τον μήνα Μάιο 2003 δικαιούνταν ως αποζημίωση για τις επιστημονικές και διοικητικές υπηρεσίες που προσέφερε το ποσό των 5.000 ευρώ μηνιαίως και ως εκ τούτου το πιο πάνω συνολικό ποσό των 40.869,35 ευρώ δεν το ιδιοποιήθηκε παράνομα, αλλά αυτό αποτελεί μέρος της δικαιούμενης αποζημίωσής του από (5.000 Χ 14 μήνες =) 70.000 ευρώ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον δεν υπήρξε τουλάχιστον σχετική συμφωνία με τον μηνυτή και ούτε βεβαίως, σχετική έγκρισή της από την γενική Συνέλευση των μετόχων. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατέβαλε "εξ ιδίων" για λογαριασμό της εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα Μάιος Ιούνιος 2003 το συνολικό ποσό των (36.450 + 20.252 =) 56.702 ευρώ, προς εξόφληση δανειστών της και ως εκ τούτου έχει λαμβάνειν από την εταιρία (προβαλλόμενος προφανώς ως ένσταση συμψηφισμού), είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον ο δράστης υπεξαίρεσης δεν μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του κατά του παθόντος και τούτο διότι δεν επιτρέπεται κατ' άρθρο 450 α' Α.Κ. συμψηφισμός κατά απαίτησης που προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε με δόλο. Το γεγονός δε ότι η 6η τακτική γενική Συνέλευση των μετόχων της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας, στην οποία συμμετείχε και ο μηνυτής, ενέκρινε ομόφωνα όλες τις πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου, που αφορούσαν την οικονομική της διαχείριση και απάλλαξε ομόφωνα το ίδιο διοικητικό Συμβούλιο και τους ελεγκτές από κάθε ευθύνη αποζημίωσης για την χρήση του έτους 2003 (σχετ. το με αριθμό 9/27.6.2004 πρακτικό), δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της παράνομης ιδιοποίησης των πιο πάνω χρηματικών ποσών από τον κατηγορούμενο, κατά το χρονικό διάστημα 1.7.2003 έως 31.12.2003". Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (Κακουργημάτων) να δικαστεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίο έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Ειδικότερα, δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ότι στοιχειοθετείται πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση το περιγραφόμενο ως άνω έγκλημα, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, αφού με την ιδιότητά του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Νευρολογική - Ψυχιατρική - Γεροντολογική Κλινική Α. Πισσαλίδης - Α. Καρίπης Α.Ε.", που εδρεύει στην Περαία Θεσσαλονίκης, είχε τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, ιδιοποιήθηκε παρανόμως το συνολικό ποσό των 40.869,35 ευρώ, που κατ' επιτρεπτή μεταβολή (βελτίωση υπέρ του κατηγορουμένου) της κατηγορίας, δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, το οποίο, ενώ εισέπραξε από ασθενείς που νοσηλεύθηκαν στην παραπάνω κλινική, ως νοσήλια, παραδίδοντάς τους αποδείξεις καταβολής αντίστοιχου ποσού, δεν εισέφερε στο ταμείο της εταιρίας. ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2003 έως και 16.8.2004, στο οποίο όμως δεν συμπεριλαμβάνεται η μερικότερη πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε τον Νοέμβριο του 2003, αφού το συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για την πράξη αυτή του κατηγορουμένου, χωρίς να αποτελεί τούτο ασάφεια και αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και διατακτικού του βουλεύματος, αποβλέποντας στην παράνομη ιδιοποίηση του συνολικού ως άνω ποσού, ενώ εισέπραξε τα ακόλουθα μερικότερα ποσά μετά την αφαίρεση απ' αυτά των νόμιμων αποδοχών του, που ανέρχονταν στο ποσό των 2.347,76 ευρώ μηνιαίως και την εξόφληση των λοιπών δαπανών της εταιρίας προς τρίτους, που φέρεται ότι καταβλήθηκαν από αυτόν (κατηγορούμενο) για την ως άνω αιτία, δεν εισέφερε στο ταμείο της ως άνω εταιρίας, αλλά ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Συγκεκριμένα δεν απέδωσε τα εξής επί μέρους ποσά: 1) Κατά μήνα Ιούλιο 2003, 2.195,71 ευρώ, 2) κατά μήνα Αύγουστο 2003, 1421.24 ευρώ, 3) κατά μήνα Σεπτέμβριο 2003, 1.369.71 ευρώ, 4) κατά μήνα Οκτώβριο 2003, 1480,71 ευρώ, 5) κατά μήνα Δεκέμβριο 2003, 2.994,24 ευρώ, 6) κατά μήνα Ιανουάριο 2004, 2.980,71 ευρώ, 7) κατά μήνα Φεβρουάριο 2004, 1951,71 ευρώ, 8) κατά μήνα Μάρτιο 2004, 3001,71 ευρώ, 9) κατά μήνα Απρίλιο 2004, 3337,71 ευρώ, 10) κατά μήνα Μάιο 2004, 1904,71 ευρώ, 11) κατά μήνα Ιούνιο 2004, 5850,71 ευρώ, 12) κατά μήνα Ιούλιο 2004, 9.108,24 ευρώ και 13) κατά μήνα Αύγουστο 2004, 3.272,24 ευρώ, που το συνολικό ως άνω ποσό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, για την οποία παραπέμφθηκε να δικασθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (Κακουργημάτων), τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26, 27 και 375 παρ. 1 εδ. α' και β' του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με επαρκή αιτιολογία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η μηνιαία αποζημίωσή του ανερχόταν στο ποσό των 5.000 ευρώ και δεν αποτελεί αντίφαση ή ανεπαρκή αιτιολογία η παραδοχή ως προς το παραπάνω ποσό της μηνιαίας αποζημιώσεως των 2.347,76 ευρώ, το οποίο περιέχεται σε εκείνο των 5.000 ευρώ, καθώς και το ότι η επακολουθήσασα έγκριση των οικονομικών δεδομένων των ετών 2003, 2004 και 2005 από τη Γενική Συνέλευση της εταιρίας δεν είχε καμία έννομη συνέπεια ως προς το αξιόποινο της παραπάνω πράξεως. ΕΠΕΙΔΗ, ενόψει αυτών, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγοι αναιρέσεως της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και συνακολούθως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 7/2.3.2007 αίτηση του Χ, για αναίρεση του 192/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2008.- Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

<< Επιστροφή