Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2623 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Υπεξαίρεση, Βούλευμα απαλλακτικό.




Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση. Αναίρεση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του απαλλακτικού βουλεύματος, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω της επιλεκτικής αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και λόγω ασαφειών και αντιφάσεων του αιτιολογικού. Αναιρεί και παραπέμπει στο ίδιο Συμβούλιο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2623/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 51/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων. Με κατηγορούμενη την Χ.
Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 31/12-5-2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 867/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 332/19.6.2008 και 332Α/30.6.2008, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 31/2008 αίτηση Αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση του με αριθμ. 51/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με το οποίο η Χ, απαλλάχθηκε της κατηγορίας της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή (άρθρ. 98 & α-2 375&1-2 όπως η & 2 αντικατ. Από το άρθρ. 1 & 9 του Ν. 2408/96 και προστέθηκε το τελευταίο εδ. με το άρθρο 14 & 3β του Ν. 2721/99 και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η αίτηση αναίρεσης γίνεται με τις διατάξεις του άρθρου 483&3ΚΠΔ εμπρόθεσμα , το προσβαλλόμενο βούλευμα δημοσιεύτηκε τις 10 Απριλίου 2008 και η άσκηση της αναίρεσης έγινε τη 12 η Μαΐου εμπρόθεσμα λόγω του ότι η 10 και 11 Μαϊου ηταν αργίες (Σάββατο και Κυριακή) και νομότυπα αφού γίνεται με δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου και για τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 484 & 1περ. δ και β ΚΠΔ λόγους, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139ΚΠΔ και της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας του ουσιαστικού ποινικού νόμου και εκ πλαγίου παράβασης. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην έκθεση αναίρεσης , στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, οι καταθέσεις μαρτύρων του Προέδρου και των υπαλλήλων της Ένωσης από τις καταθέσεις των οποίων προκύπτουν τα αντίθετα από τα επιλεκτικά αναφερόμενα σ' αυτό, αλλά έγινε επιλεκτική αιτιολογία στηριζόμενη μόνο σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας και όχι όλα με συνέπεια να δημιουργούνται λογικά κενά, όπως επίσης δεν αξιολογήθηκαν τα παραστατικά των πωλήσεων σε συνδυασμό με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό και κυρίως τις πραγματογνωμοσύνες του ελεγκτού ..... και των λογιστών πραγματογνωμόνων ..... και ..... από τα οποία προκύπτει ότι άλλα ποσά αναγράφονταν στα αντίγραφα που έμεναν στο στέλεχος και άλλα στις αποδείξεις που δίδονταν στους αγοραστές των διαφόρων ειδών και τα οποία παραστατικά τα χειριζόταν αποκλειστικά η κατηγορούμενη . Ομοίως δεν αξιολογήθηκαν οι γενόμενες απογραφές στις οποίες παρίστατο οι κατηγορουμένη και τις οποίες τις είχε προσυπογράψει σε συνδυασμό με τις λογιστικές πραγματογνωμοσύνες , επίσης δεν αξιολογήθηκε ιδιόγραφη επιστολή της κατηγορουμένης προς την 'Ενωση στην οποία συνομολογεί ότι και αυτή έχει υπαιτιότητα για τα ελλείμματα κατά το μέτρο που της αναλογεί και ζητούσε να γίνει διακανονισμός καταβολής του αναλογούντος μεριδίου της. Δεν αναφέρθηκε και δεν αξιολογήθηκε η πραγματογνωμοσύνη του λογιστή - ελεγκτή ..... της οποίας το περιεχόμενο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το αποσπασματικά αξιολογηθέν περιεχόμενο της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης των λογιστών ..... και ..... από την οποία συνήχθησαν αντίθετα συμπεράσματα από την προμνησθείσα πραγματογνωμοσύνη του λογιστή-ελεγκτή ..... χωρίς καμία αντιπαραβολή και απόκρουση του αντίθετου συμπεράσματος στο οποίο κατέληγε η πραγματογνωμοσύνη αυτή. Ωσαύτως όλως αόριστα και αντιφατικά προς απόκρουση των αναφερομένων στις παραπάνω αναφερθείσες αποδείξεις αναφέρεται ότι δεν επιβεβαιώνεται από τους αναφερόμενους μάρτυρες αγοραστές των διαφόρων ειδών για τους οποίους προέκυπταν διαφορές το γεγονός ότι η κατηγορουμένη εισέπραξε τα αναφερόμενα ως εισπραχθέντα ποσά αν και ο μεταξύ των αναφερομένων μαρτύρων Α κατέθεσε ότι αμέσως μόλις παρέλαβε το μηχάνημα κατέβαλλε όλο το ποσό και από την τελευταία εκδόθηκε χειρόγραφη απόδειξη και ότι μετά από ένα έτος εμφανιζόταν στην 'Ενωση να οφείλει 1.300.000 δρχ. γιατί στον Η/Υ είχε περαστεί σαν καταβληθέν ποσό μόνο το ποσό των 200.000 δραχ. Περαιτέρω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται ότι '' οι λογιστές που διενήργησαν την λογιστική πραγματογνωμοσύνη κάνοντας χρήση των απογραφών και των λογιστικών υπολοίπων βρήκαν ότι τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα που καταλογίζονται στην κατηγορουμένη ευσταθούσαν πλήρως'', για να αναφερθεί σ' αυτό αμέσως παρακάτω αντιφατικά ότι προέκυψαν αμφιβολίες περί αυτών χωρίς να παρατίθεται καμιά αιτιολογία περί του πόθεν προκύπτει το συμπέρασμα αυτό. 'Ελλειψη ειδικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 139 ΚΠΔ υπάρχει στο απαλλακτικό βούλευμα, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο έκρινε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί μεν η γενική κατά το είδος αναφορά τους, χωρίς ανάγκη ιδιαίτερης μνείας καθενός και τι προέκυψε από το καθένα, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να καταλήξει στην απαλλακτική κρίση και προκειμένου για πραγματογνωμοσύνες με διιστάμενο περιεχόμενο πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς η αποδοχή του περιεχομένου της μιας εξ αυτών και αντίστοιχα η απόρριψη του περιεχομένου της άλλης όπως και όταν η αιτιολογία είναι '' επιλεκτική '' . Και '' επιλεκτική αιτιολογία είναι αυτή που στηρίζεται σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας και όχι σε όλα διότι έτσι δημιουργούνται λογικά κενά. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν αρκεί ή τυπική ρηματική αναφορά των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων αλλά πρέπει να συνάγεται ότι συνεκτιμήθηκαν όλα και όχι ορισμένα από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ανυπαρξία αποχρωσών προς παραπομπή ενδείξεων για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε για έλλειψη στοιχείων για την έλλειψη στοιχείων ενοχής του κατηγορουμένου (Ολ.Α.Π. 1778/1993, Α.Π. 129/2007) (ΑΠ 1588/2002,ΑΠ 2067/2003,ΑΠ 1099/2000).
Εξ ετέρου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα, και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχουν αντιφάσεις , είτε στην αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη υπαγωγή των περιστατικών στον νόμο, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.( ΑΠ 108/2000, ΑΠ 941/2000). Η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι δυνατόν να συρρέουν ως λόγοι αναίρεσης.
Στην προκειμένη πετρίπτωση κατά της Χ ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή (άρθρ. 98 & α-2 375 & 1-2 όπως η & 2 αντικατ. από το άρθρ. 1 & 9 του Ν. 2408/96 και προστέθηκε το τελευταίο εδ. με το άρθρο 14 & 3β του Ν. 2721/99 ) λόγω του ότι αυτή σαν διαχειρίστρια στην 'Ενωση Αγροτικών Συνεταιρισμών ..... δεν απέδωσε εισπράξεις από διάφορα πωλούμενα είδη και εισπράξεις οφειλών από οφειλέτες της 'Ενωσης ύψους 76.250 ευρώ για το διάστημα από 1-1-1999 έως 30-5-2000 αλλά τις κατακράτησε και τις ιδιοποιήθηκε.
Η κατηγορουμένη παραπέμφθηκε με το με αριθμ. 152/2003 του Συμβουλίου Πλημ/κών 'Αρτας το οποίο επικυρώθηκε με το με αριθμ. 70/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων για να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων. Το βούλευμα αυτό ακυρώθηκε με την με αριθμ. 2168/2005 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Αρείου Πάγου μετά από αναίρεση της κατηγορουμένης. Στην συνέχεια εκδόθηκε το με αριθμ. 88/2006 του ίδιου Συμβουλίου (Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων) το οποίο και πάλι απέρριψε την έφεση της κατηγορουμένης και επικύρωσε το Πρωτόδικο Βούλευμα το οποίο την παρέπεμπε και πάλι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Και το βούλευμα αυτό αναιρέθηκε με την με αριθμ. 1556/2007 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Αρείου Πάγου για έλλειψη αιτιολογίας και για εκ πλαγίου παράβαση. Μετά ταύτα το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων με το προσβαλλόμενο βούλευμα (51/2008) απάλλαξε των κατηγοριών την κατηγορουμένη με την αιτιολογία ότι κατά της κατηγορουμένης δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις προς στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας. Το υπό κρίση βούλευμα δέχθηκε τα εξής τα οποία προκύπτουν τόσο από την ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα όσο και από το σκεπτικό του βουλεύματος. Η εκκαλούσα, Χ, ήταν υπάλληλος στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών ....., ήδη από το έτος 1979. Στις 18.1.1993 η Ένωση της ανέθεσε νομίμως τα καθήκοντα του διαχειριστή αυτής στο πρατήριο μηχανημάτων και φαρμάκων στη γέφυρα ....., τα οποία άσκησε μέχρι τις 30.5.2000. Η διαχείριση που άσκησε η εκκαλούσα την οποία εμπιστεύθηκε η Ένωση, λόγω της μακράς εμπειρίας της και των γνώσεων της, περιελάμβανε την πώληση γεωργικών μηχανημάτων και φυτοφαρμάκων, την είσπραξη του τιμήματος αυτών και την απόδοση αυτού στην Ένωση, εκδίδοντας τα κατά περίπτωση απαιτούμενα παραστατικά έγγραφα.
Σε ταμιακό έλεγχο που διενεργήθηκε από την 'Ενωση, στις 31-12-1999, για την περίοδο από 1.12.1999 μέχρι 31.12.1999, διαπιστώθηκε έλλειμμα, ποσού 28.174 ευρώ. Την ύπαρξη αυτή του ελλείμματος δεν αποδέχθηκε η ιδία, αρνούμενη ν' αποδώσει τα ποσά που είχε κατακρατήσει από τις εισπράξεις πωλήσεως εμπορευμάτων σε τρίτους και σε μέλη της Ένωσης, εκδηλώνοντας το χρόνο αυτό (31.12.1999) εμπράκτως τη βούληση ιδιοποιήσεως του ποσού αυτού, που ως αντικειμένου της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αν εκτιμηθεί η συναλλακτική του αξία στην αγορά. Σε επακολουθήσαντα ανάλογο έλεγχο της Ένωσης στις 31.5.2000, που αφορούσε τη χρονική περίοδο 1.1.2000 έως 31.5.2000 διαπιστώθηκε ότι η κατηγορουμένη είχε παρακρατήσει και ιδιοποιήθηκε παρανόμως και πάλι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της ως διαχειρίστριας και έτερον ποσό, ύψους 37.300 ευρώ, από την εκτεθείσα συναφή δραστηριότητα της 'Ενωσης, δηλαδή της πώλησης γεωργικών μηχανημάτων και φυτοφαρμάκων. Στις 31-5-2000 αρνήθηκε την ύπαρξη ελλείμματος στα ελεγκτικά όργανα της Ένωσης και εκδήλωσε, το χρόνο αυτό, την πρόθεση ιδιοποιήσεως του ανωτέρω ποσού που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απέβλεπε δε με τις δύο εκτεθείσες μερικώτερες πράξεις που συνδέονται με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ' εξακολούθηση έγκλημα, στην ιδιοποίηση του συνολικού ποσού από τις πράξεις αυτές που ανέρχεται έτσι στο ποσό των 65.474 ευρώ (28.174 ευρώ + 37.300 ευρώ), που ως αντικείμενο υπεξαιρέσεων είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Στην μνημονευόμενη στην αρχή λογιστική έκθεση πραγματογνωμοσύνης των λογιστών ..... και ..... λεπτομερώς και με απόλυτη βεβαιότητα καταγράφεται μετά από εμπεριστατωμένη μελέτη και έλεγχο των ενδιαφερόντων εγγράφων, το έλλειμμα που δημιουργήθηκε στην ταμιακή διαχείριση της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών ....., από την κατακράτηση ποσών εισπράξεων από την εκκαλούσα που δεν τα απέδωσε στην 'Ενωση αλλά τα κατεκράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Όμως από την ίδια την τελευταία έκθεση αλλά και από τα λοιπά στοιχεία ουδόλως θεμελιώνεται η πράξη της υπεξαιρέσεως που αναφέρεται στην ιδιοποίηση και του ετέρου ποσού, συνολικού ύψους 9.776 ευρώ, που κατά το συναφές σκέλος της παραπεμπτικής διάταξης του προσβαλλόμενου βουλεύματος, είχε επέλθει την χρονική περίοδο 1.1.1999 έως 31.5.2000, με την, παρακράτηση, από την εκκαλούσα, εισπράξεων του τιμήματος πωληθέντων, ειδών της Ενώσεως προς τους ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., Α, Β και Γ. Στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, για το τελευταίο, ειδικώς κεφάλαιο, καταγράφεται ότι οι πραγματογνώμονες δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν την είσπραξη από τους τελευταίους ενώ εξεταζόμενα ορισμένα από τα τελευταία πρόσωπα (Β, Α, Γ) δεν επιβεβαιώνουν επίσης την είσπραξη από την εκκαλούσα ποσού από αυτούς.'' και περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα με δικές του σκέψεις εκθέτει: Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από το περιεχόμενο της μηνύσεως, τη χωρίς όρκο κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου τα μηνύτριας Ψ, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του Ανακριτή, τις διευκρινίσεις της κατηγορουμένης Χ, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της στις 2.4.2008 ενώπιον του παρόντος συμβουλίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία , προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εκκαλούσα, κατηγορουμένη Χ, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.1.1999 μέχρι και 31.5.2000) εργαζόταν ως υπάλληλος στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών ..... και ειδικότερα με απόφαση του τότε Διευθυντή της ..... από 15.1.1993 της είχαν ανατεθεί καθήκοντα διαχειρίστριας στο υποκατάστημα της γέφυρας ....., όπου γινόταν εμπορία γεωργικών μηχανημάτων και φυτοφαρμάκων. Συγκεκριμένα, το αντικείμενο της διαχείρισης, που της είχαν εμπιστευθεί περιελάμβανε την από μέρους της διενέργεια πράξεων πωλήσεως στα μέλη του ως άνω συνεταιρισμού ή και σε τρίτους των ανωτέρω ειδών, που υπήρχαν στην αποθήκη γεωργικών εμπορευμάτων, την είσπραξη του τιμήματος αυτών και την απόδοση τούτου σε καθημερινή βάση στο Ταμείο της ανωτέρω Ένωσης (.....) .Στο τέλος του έτους 1999 διαπιστώθηκαν διάφορα ελλείμματα στη διαχείριση του Συνεταιρισμού.) Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του τελευταίου ορίσθηκε τριμελής επιτροπή προκειμένου να κάνει διαχειριστικό έλεγχο για το έτος αυτό και διαπιστώθηκε έλλειμμα 9.600.317 δραχμών ή 29.174 € . Η ίδια επιτροπή ήλεγξε τη διαχείριση και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.5.2000 και διαπίστωσε έλλειμμα 12.710.027 δρχ. ή 37.300 € . Μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της κατηγορουμένης ο Ανακριτής Άρτας με την υπ' αριθμ. 5/2003 διάταξη του διέταξε λογιστική πραγματογνωμοσύνη. Οι διορισθέντες πραγματογνώμονες με την από 7-7-2003 έκθεσή τους διαπιστώνουν πλήθος παρατυπιών και παραβάσεων στην τήρηση των προβλεπομένων από τον Κ.Φ.Σ. βιβλίων και διαδικασιών καθώς και από τον εσωτερικό κανονισμό του συνεταιρισμού τόσο από την κατηγορουμένη όσο και από το λογιστήριο και τη διοίκηση του συνεταιρισμού. Έτσι οι πραγματογνώμονες αναφέρουν ότι δεν μπορεί να πιστοποιηθεί το λογιστικό υπόλοιπο των βιβλίων γιατί τα βιβλία της επιχείρησης δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα τους. ως εκ τούτου είναι δύσκολο να πιστοποιηθούν τα λογιστικά υπόλοιπα των βιβλίων και κατ' επέκταση να συγκριθούν με τα υπόλοιπα της φυσικής απογραφής ... είναι δύσκολο να λάβουμε υπόψη τα λογιστικά υπόλοιπα τις κρίσιμες περιόδους απογραφών 31.12.1999 και 31.5.2000 γιατί τα υπόλοίπα της 31.12.1999 όσο και να έχουν τακτοποιηθεί με τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα είναι αξιόπιστα ... οι παρατυπίες αυτές μας κάνουν δύσπιστους μέχρι που φθάνει η ευθύνη και των δύο πλευρών" δηλαδή της κατηγορουμένης και της διοίκησης του συνεταιρισμού. Περαιτέρω οι ίδιοι πραγματογνώμονες ελέγχοντας λογιστικά τις καρτέλες συναλλαγών των πελατών για τους οποίους η ..... (συνεταιρισμός) ισχυρίζεται ότι η κατηγορουμένη εισέπραξε χρήματα από την πώληση διαφόρων ειδών και δεν τα απέδωσε στο ταμείο της Ένωσης αναφέρουν ότι "δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε αν εισπράχθηκαν τα παραπάνω ποσά και από ποιούς" και καταλήγουν ότι "δεν υπήρχε η σωστή επικοινωνία μεταξύ της διαχειρίστριας και του Λογιστηρίου και δεν υπήρχε ο έλεγχος από της επιχείρηση στη διαχειρίστρια". Αυτό επιβεβαιώνει την άποψη της κατηγορουμένης ότι σε πολλές περιπτώσεις κατόπιν υποδείξεων του Διευθυντή της Ένωσης ή του Διευθυντή του Λογιστηρίου εκδίδονταν χειρόγραφα δελτία αποστολής, τα οποία παρέδιδε στο τέλος του ωραρίου της στο κεντρικό λογιστήριο για την καταχώρηση τους. Εξάλλου και από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων που αγόρασαν διάφορα είδη από την ..... και ιδία των B, Γ και Α, ενισχύονται τα αμέσως παραπάνω αναγραφόμενα. Ιδιαίτερα ο τελευταίος τούτων που αγόρασε μηχανήματα αξίας 1.700.000 δραχμών και καταθέτει ότι εκδόθηκε απόδειξη με χειρόγραφη ένδειξη "εξωφλήθη" . Ένα χρόνο αργότερα με ενόχλησαν από την Ένωση και μου είπαν ότι οφείλω από την παραπάνω αγορά 1.300.000 δρχ. περίπου. Πήγα στην Ένωση, όπου στο κομπιούτερ εμφανιζόμουν ότι είχα καταβάλει μόνον 200.000 δρχ. . Τότε ο Δ και η Χ διαβεβαίωσαν τους υπεύθυνους της Ένωσης προφορικά ότι έχω καταβάλει εξ ολοκλήρου το ποσό ... και έκτοτε δεν με ενόχλησε κανείς". Η μηνύτρια ισχυρίζεται ότι στην επιτροπή των προδιαληφθεισών απογραφών διέταξε η διοίκηση για το επίδικο χρονικό διάστημα ήτοι 1.1.1999 έως 31.12.1999 και 1.1.2000 έως 31.5.2000 συμμετείχε και η κατηγορουμένη η οποία αποδέχθηκε το αποτέλεσμα των απογραφών αυτών με τις οποίες διαπιστώθηκαν τα προαναφερόμενα ελλείμματα και μάλιστα υπέγραψε το κείμενο τους. Από τα προαναφερόμενα όμως έγγραφα προκύπτει ότι πράγματι μετείχε η κατηγορουμένη στις απογραφές αυτές όμως ουδέποτε συμφώνησε με τα συμπεράσματα τους και αρνείται ότι η υπογραφή αυτή είναι δική της ενώ δεν αποδεικνύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία η γνησιότητα της υπογραφής της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι απογραφές αυτές είναι ήκιστα αξιόπιστες λαμβανομένου υπόψη ότι η μεν πρώτη (χρ. διάστημα 1.1.1999 έως 31.12.1999) γράφτηκε και υπογράφτηκε με μολύβι ενώ στη δεύτερη (χρ. διάστημα από 1.1.2000 έως 31.5.2000), συμμετείχε και είναι μεν γραμμένη με στυλό και είναι υπογεγραμμένη μόνο κατάσταση ακαταλλήλων. Και είναι αληθές ότι οι πραγματογνώμονες που έλαβον γνώση των παραπάνω απογραφών αναφέρουν ότι " κάνοντας χρήση των απογραφών αυτών και των λογιστικών υπολοίπων βρήκαμε ότι στα βιβλία της επιχείρησης πράγματι τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα που καταλογίζονται στην Χ (κατηγορουμένη) ευσταθούν πλήρως" πλην όμως όπως οι ίδιοι αμέσως παρακάτω στην έκθεση τους αναφέρουν " δεν είχαν την δυνατότητα να διασταυρώσουν σωστά τις καρτέλες των ειδών διότι λείπουν στοιχεία τα οποία δεν έχουν βρεθεί από την επιχείρηση ...." Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν ανευρέθησαν και δεν παραδόθηκαν μέχρι σήμερα δύο μπλοκ δελτίων αποστολής και συγκεκριμένα από No 351 έως 450, τα οποία αφορούσαν το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσει να γίνει ο έλεγχος τούτων όπως δε αναφέρουν οι πραγματογνώμονες "πολλά από αυτά είναι καταχωρημένα στα βιβλία της επιχείρησης. Με τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής προς στήριξη δημοσίας στο ακροατήριο κατηγορίας.'' Με τις παραδοχές αυτές το υπό κρίση βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας γιατί δεν εκτιμήθηκαν και δεν αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, οι καταθέσεις μαρτύρων του Προέδρου και των υπαλλήλων της Ένωσης από τις καταθέσεις των οποίων προκύπτουν τα αντίθετα από τα επιλεκτικά αναφερόμενα σ' αυτό όπως δεν εκτιμήθηκαν και δεν αξιολογήθηκαν τα παραστατικά των πωλήσεων από τα οποία προκύπτει ότι άλλα ποσά αναγράφονταν στα αντίγραφα που έμεναν στο στέλεχος και άλλα στις αποδείξεις που δίδονταν στους αγοραστές των διαφόρων ειδών και τα οποία παραστατικά ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της κατηγορουμένης χωρίς να γίνεται καμιά αιτιολογία για την απόρριψη του περιεχομένου των αποδείξεων αυτών ,δεν αξιολογήθηκαν οι γενόμενες απογραφές στις οποίες παρίστατο οι κατηγορουμένη και τις οποίες τις είχε προσυπογράψει και από τις οποίες επιβεβαιώνονται υπάρχοντα ελλείμματα χωρίς να παρατίθεται καμιά αιτιολογία για το περί αντιθέτου συμπέρασμα του βουλεύματος όπως επίσης δεν αναφέρθηκε και δεν αξιολογήθηκε ιδιόγραφη επιστολή της κατηγορουμένης προς την 'Ενωση με την οποία συνομολογεί ότι και αυτή έχει υπαιτιότητα για τα ελλείμματα κατά το μέτρο που της αναλογεί και ζητούσε να γίνει διακανονισμός για καταβολή του αναλογούντος σ'αυτήν μεριδίου. Περαιτέρω δεν αναφέρθηκε και δεν αξιολογήθηκε η πραγματογνωμοσύνη του λογιστή - ελεγκτή ..... αλλά και δεν αιτιολογήθηκε το αντίθετο συμπέρασμα της από αυτό της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης των λογιστών ..... και ..... η οποία και αυτή αναφέρθηκε και αξιολογήθηκε αποσπασματικά και από την οποία αποσπασματική αξιολόγηση συνήχθησαν αντίθετα συμπεράσματα από την προμνησθείσα πραγματογνωμοσύνη του λογιστή-ελεγκτή ..... χωρίς όμως να γίνεται καμιά αναφορά για την αντίθεση αυτή και χωρίς να απορρίπτεται αιτιολογημένα το περιεχόμενο της πραγματογνωμοσύνης αυτής. Ωσαύτως όλως αόριστα και αντιφατικά προς απόκρουση των αναφερομένων στις παραπάνω αποδείξεις ποσών παρατίθεται ότι δεν επιβεβαιώνεται από τους αναφερόμενους μάρτυρες αγοραστές των διαφόρων ειδών και για τους οποίους προέκυπταν διαφορές ότι η κατηγορουμένη εισέπραξε τα αναφερόμενα ως εισπραχθέντα ποσά και αναφέροντας τρεις μάρτυρες μεταξύ των οποίων και τον Α για τον οποίο αναφέρει στο 8ο φύλλο ότι αυτός κατέβαλλε το ποσό του 1.700.000 για την αγορά του μηχανήματος που αγόρασε ενώ για το συγκεκριμένο μηχάνημα στην 'Ενωση αλλά μετά εμφανιζόταν ότι όφειλε 1.300.000 δραχ., με συνέπεια καθίσταται αδύνατος συναγωγή συμπεράσματος για το τι έλαβε υπ' όψη του το υπό κρίση βούλευμα. Ωσαύτως αντιφατικά δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι οι λογιστές πραγματογνώμονες κάνοντας χρήση των απογραφών αυτών και των λογιστικών υπολοίπων βρήκαν ότι τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα που καταλογίζονται στην κατηγορουμένη ευσταθούσαν πλήρως , για να αναφερθεί αμέσως παρακάτω από το ίδιο αντιφατικά ότι με δεδομένα αυτά προέκυψαν αμφιβολίες περί αυτών χωρίς να παρατίθεται καμιά αιτιολογία για την αντιφατική του κρίση του. Κατ' ακολουθία των παραπάνω το υπό κρίση βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η οποία απαιτείται κατά το άρθρο 139 ΚΠΔ γιατί από το γενόμενα δεκτά από αυτό δεν αιτιολογείται πλήρως η απαλλακτική του κρίση όπως επίσης γίνεται επιλεκτική και αποσπασματική η αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προέκυψαν κατά την προδικασία και επίσης υπέπεσε και στην πλημμέλεια της εκ πλαγίου παράβασης λόγω του ότι από τις ασάφειες που εμφανίζει και τα κατά αντιφατικό τρόπο εκτιθέμενα σ 'αυτό καθίσταται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος του.
Διά ταύτα Προτείνω Α. Να γίνει δεκτή η με αριθμ. 31/2008 αίτηση Αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του με αριθμ. 51/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με το οποίο η Χ απαλλάχθηκε των κατηγοριών της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή (άρθρ. 98 & α-2 375 & 1-2 όπως η & 2 αντικατ. Από το άρθρ. 1 & 9 του Ν. 2408/96 και προστέθηκε το τελευταίο εδ. με το άρθρο 14 & 3β του Ν. 2721/99. Β. Να εξαφανιστεί το βούλευμα αυτό και Γ. Να παραπεμφθεί στο αυτό Συμβούλιο για επανάκριση συντιθέμενο από άλλους από αυτούς που δίκασαν δικαστές Αθήνα την 10- 6 -2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Σε συνέχεια της με αριθμ. 332/19-6-2008 πρότασης μας επί τής με αριθμ. 31/2008 αναίρεσης μας κατά του με αριθμ. 51/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με το οποίο η Χ απαλλάχθηκε της κατηγορίας της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ( άρθρ. 98 & α-2 375&1-2 όπως η & 2 αντικατ). Από το άρθρ. 1&9 του Ν. 2408/96 και προστέθηκε το τελευταίο εδ. με το άρθρο 14&3β του Ν. 2721/99 εισάγω το με ημερομηνία 4-5-2008 υπόμνημα -αίτηση της παραπάνω με την οποία μεταξύ των άλλων ζητά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της στο Συμβούλιο σας . Η αίτηση της έχουσα περιεχόμενο την εμφάνιση της στο Συμβούλιο σας να παραστεί μετά ή δια συνηγόρου για παροχή κρισίμων διασαφήσεων πρέπει ν'απορριφθεί γιατί η αιτούσα κατά τα διάφορα στάδια της προδικασίας , ενώπιον των Πρωτοβαθμίων και των δευτεροβαθμίων Συμβουλίων άλλα και ενώπιον του Συμβουλίου σας, αφού η κατ'αυτής υπόθεση εισάγεται στο Συμβούλιο σας μετά Τρίτη αναίρεση (οι δύο προηγούμενες ασκήθηκαν από την αιτούσα κατά των προηγουμένων παραπεμπτικών κατ'αυτής βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων) επαρκώς με την απολογία της και τα υπομνήματα προέβαλλε τους υπερασπιστικούς τους ισχυρισμούς και ανέπτυξε τις υπερασπιστικές της θέσεις
Διά ταύτα προτείνω Ν'απορριφθεί το αίτημα της Χ για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο σας κατά την συζήτηση τής με αριθμ. . 332/19-6-2008 πρότασης μας επί της με αριθμ. 31/2008 αναίρεσης μας κατά του με αριθμ. 51/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με το οποίο απαλλάχθηκε της κατηγορίας της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή.
Αθήνα την 23- 6 -2008 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306), για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα λόγους, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλομένης από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ανυπαρξία αποχρωσών ενδείξεων για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και τέλος οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ή αποχρώσες ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη, έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της, τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 εδ. α', 310 παρ. 1 εδ. α', 313 και 318 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών), αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίστηκε προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντιθέτως, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθ' εαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας, τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, από τον Άρειο Πάγο, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά την υποβολή, από μέρους της εγκαλούσας Ενώσεως Αγροτικών Συνεταιρισμών ....., της από 24-9-2002, εγκλήσεως, ασκήθηκε σε βάρος της κατηγορουμένης, και ήδη αναιρεσίβλητης, ποινική δίωξη, για την πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από διαχειριστή, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, (άρθρα 98, 375 παρ.1-2, του Π.Κ, όπως η παρ.2 αντικ. από το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996 και προστέθηκε το τελευταίο εδάφιο από το άρθρο 14 παρ.3β του ν. 2721/1999), η οποία τελέστηκε στην ....., στο χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 31-5-2000. Επί της εγκλήσεώς της αυτής, και μετά την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε, εκδόθηκε το υπ' αριθμό 152/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άρτας, με το οποίο παραπέμφθηκε η κατηγορουμένη στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Ιωαννίνων, προκειμένου να δικασθεί για την πιο πάνω πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άρτας, η κατηγορουμένη άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως έφεση, με την οποία ζητούσε την εξαφάνιση του βουλεύματος, γιατί το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Άρτας, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Επί της εφέσεώς της εκδόθηκε το υπ' αριθμό 70/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, που απέρριψε στην ουσία την έφεσή της και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του πιο πάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, η κατηγορουμένη άσκησε την από 1-6-2004 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 2168/2005 απόφαση (σε συμβούλιο) του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναίρεσε το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο.
Στη συνέχεια εκδόθηκε το υπ' αριθμό 88/30-6-2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, το οποίο απέρριψε εκ νέου κατ' ουσία την έφεσή της και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άρτας. Κατά του υπ' αριθμό 88/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, η κατηγορουμένη άσκησε εκ νέου την από 10-7-2006 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 1556/2007 απόφαση (σε συμβούλιο) του Δικαστηρίου τούτου, που αναίρεσε το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και παρέπεμψε για νέα κρίση την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών. Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, εξέδωσε στη συνέχεια το προσβαλλόμενο βούλευμα, με αριθμό 51/10-4-2008, με το οποίο δέχθηκε στην ουσία την έφεση της κατηγορουμένης και αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει εναντίον της κατηγορία για την πράξη, για την οποία ασκήθηκε σε βάρος της η ποινική δίωξη, και εξαφάνισε το πρωτόδικο βούλευμα, αφού δέχθηκε κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από το περιεχόμενο της μηνύσεως, της χωρίς όρκο κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου τα μηνύτριας ....., τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του Ανακριτή, τις διευκρινίσει της κατηγορουμένης Χ, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στις 2.4.2008 ενώπιον του παρόντος συμβουλίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα, κατηγορουμένη Χ, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.1.1999 μέχρι και 31.5.2000) εργαζόταν ως υπάλληλος στην Ενωση Γεωργικών Συνεταιρισμών ..... και ειδικότερα με απόφαση του τότε Διευθυντή της ....., από 15.1.1993, της είχαν ανατεθεί καθήκοντα διαχειρίστριας στο υποκατάστημα της γέφυρας ....., όπου γινόταν εμπορία γεωργικών μηχανημάτων και φυτοφαρμάκων. Συγκεκριμένα, το αντικείμενο της διαχείρισης, που της είχαν εμπιστευθεί περιελάμβανε την, από μέρους της, διενέργεια πράξεων πωλήσεως στα μέλη του ως άνω συνεταιρισμού ή και σε τρίτους των ανωτέρω ειδών, που υπήρχαν στην αποθήκη γεωργικών εμπορευμάτων, την είσπραξη του τιμήματος αυτών και την απόδοση τούτου σε καθημερινή βάση στο Ταμείο της ανωτέρω Ενωσης (.....). Στο τέλος του έτους 1999 διαπιστώθηκαν διάφορα ελλείματα στη διαχείριση του Συνεταιρισμού. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του τελευταίου ορίσθηκε τριμελής επιτροπή προκειμένου να κάνει διαχειριστικό έλεγχο για το έτος αυτό και διαπιστώθηκε έλλειμμα 9.600.317 δραχμών ή 29.174 ευρώ. Η ίδια επιτροπή ήλεγξε τη διαχείριση και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.5.2000 και διαπίστωσε έλλειμμα 12.710.027 δρχ. ή 37.300 ευρώ. Μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της κατηγορουμένης ο Ανακριτής Αρτας με την υπ' αριθμ. 5/2003 διάταξή του διέταξε λογιστική πραγματογνωμοσύνη. Οι διορισθέντες πραγματογνώμονες με την από 7.7.2003 έκθεσή τους, διαπιστώνουν πλήθος παρατυπιών και παραβάσεων στην τήρηση των προβλεπομένων από τον Κ.Φ.Σ. βιβλίων και διαδικασιών καθώς και από τον εσωτερικό κανονισμό του συνεταιρισμού τόσο από την κατηγορουμένη όσο και από το λογιστήριο και τη διοίκηση του συνεταιρισμού. Ετσι, οι πραγματογνώμονες αναφέρουν ότι για τους παραπάνω λόγους "δεν μπορεί να πιστοποιηθεί το λογιστικό υπόλοιπο των βιβλίων γιατί τα βιβλία της επιχείρησης δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα τους..., ως εκ τούτου είναι δύσκολο να πιστοποιηθούν τα λογιστικά υπόλοιπα των βιβλίων και κατ' επέκταση να συγκριθούν με τα υπόλοιπα της φυσικής απογραφής... είναι δύσκολο να λάβουμε υπόψη τα λογιστικά υπόλοιπα τις κρίσιμες περιόδους απογραφών 31.12.1999 και 31.5.2000 γιατί τα υπόλοιπα της 31.12.1999 όσο και να έχουν τακτοποιηθεί με τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα είναι αναξιόπιστα... οι παρατυπίες αυτές μας κάνουν δύσπιστους μέχρι που φθάνει η ευθύνη και των δύο πλευρών", δηλαδή της κατηγορουμένης και της διοίκησης του συνεταιρισμού. Περαιτέρω οι ίδιοι πραγματογνώμονες ελέγχοντας λογιστικά τις καρτέλες συναλλαγών των πελατών, για τους οποίους η ..... (συνεταιρισμός) ισχυρίζεται ότι η κατηγορουμένη εισέπραξε χρήματα από την πώληση διαφόρων ειδών και δεν τα απέδωσε στο ταμείο της Ενωσης, αναφέρουν ότι "δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε αν εισπράχθηκαν τα παραπάνω ποσά και από ποιους" και καταλήγουν ότι "δεν υπήρχε η σωστή επικοινωνία μεταξύ της διαχειρίστριας και του Λογιστηρίου και δεν υπήρχε ο έλεγχος από την επιχείρηση στη διαχειρίστρια". Αυτό επιβεβαιώνει την άποψη της κατηγορουμένης ότι σε πολλές περιπτώσεις κατόπιν υποδείξεων του Διευθυντή της Ενωσης ή του Διευθυντή το Λογιστηρίου εκδίδονταν χειρόγραφα δελτία - αποστολής, τα οποία παρέδιδε στο τέλος του ωραρίου της στο κεντρικό λογιστήριο για την καταχώρησή τους. Εξάλλου και από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων που αγόρασαν διάφορα είδη από την ..... και ιδία των Β, Γ και Α, ενισχύονται τα αμέσως παραπάνω αναγραφόμενα. Ιδιαίτερα ο τελευταίος τούτων που αγόρασε μηχανήματα αξίας 1.700.000 δραχμών, καταθέτει ότι "μόλις παρέλαβα τα μηχανήματα κατέβαλα το ανωτέρω ποσό στον Δ (Προϊστάμενο λογιστηρίου) παρουσία της Χ. Εκδόθηκε απόδειξη με χειρόγραφη ένδειξη "εξωφλήθη". Ένα χρόνο αργότερα με ενόχλησαν από την Ενωση και μου είπαν ότι οφείλω από την παραπάνω αγορά 1.300.000 δρχ. περίπου. Πήγα στην Ενωση, όπου στο κομπιούτερ εμφανιζόμουν ότι είχα καταβάλει μόνον 200.000 δρχ. Τότε ο Δ και η Χ διαβεβαίωσαν τους υπεύθυνους της Ενωσης προφορικά ότι έχω καταβάλει εξ ολοκλήρου το ποσό... και έκτοτε δεν με ενόχλησε κανείς... ". Η μηνύτρια ισχυρίζεται ότι στην επιτροπή των προδιαληφθεισών απογραφών διέταξε η διοίκηση για το επίδικο χρονικό διάστημα ήτοι 1.1.1999 έως 31.12.1999 και 1.1.2000 έως 31.5.2000, συμμετείχε και η κατηγορουμένη, η οποία αποδέχθηκε το αποτέλεσμα των απογραφών αυτών, με τις οποίες διαπιστώθηκαν τα προαναφερόμενα ελλείμματα και μάλιστα υπέγραψε το κείμενό τους. Από τα προαναφερόμενα, όμως, έγγραφα προκύπτει ότι πράγματι μετείχε η κατηγορουμένη στις απογραφές αυτές, πλην όμως ουδέποτε συμφώνησε με τα συμπεράσματά τους και αρνείται ότι η υπογραφή αυτή είναι δική της, ενώ δεν αποδεικνύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία η γνησιότητα της υπογραφής της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι απογραφές αυτές είναι ήκιστα αξιόπιστες λαμβανομένου υπόψη ότι η μεν πρώτη (χρ. Διάστημα 1.1.1999 έως 31.12.1999) γράφτηκε και υπογράφτηκε με μολύβι, ενώ στη δεύτερη (χρ. διάστημα από 1.1.2000 έως 31.5.2000) είναι μεν γραμμένη με στυλό και είναι υπογεγραμμένη μόνο κατάσταση ακαταλλήλων. Και είναι αληθές, ότι οι πραγματογνώμονες που έλαβαν γνώση των παραπάνω απογραφών αναφέρουν ότι "κάνοντας χρήση των απογραφών αυτών και των λογιστικών υπολοίπων βρήκαμε ότι στα βιβλία της επιχείρησης πράγματι τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα που καταλογίζονται στην Χ (κατηγορουμένη) ευσταθούν πλήρως" πλην όμως όπως οι ίδιοι αμέσως παρακάτω στην έκθεση τους αναφέρουν "δεν είχαν την δυνατότητα να διασταυρώσουν σωστά τις καρτέλες των ειδών, διότι λείπουν στοιχεία τα οποία δεν έχουν βρεθεί από την επιχείρηση ... ". Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν ανευρέθησαν και δεν παραδόθηκαν μέχρι σήμερα δύο μπλοκ δελτίων αποστολής και συγκεκριμένα από Νο 351 έως 450, τα οποία αφορούσαν το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσει να γίνει ο έλγχος τούτων, όπως δε αναφέρουν οι πραγματογνώμονες "πολλά από αυτά είναι καταχωρημένα στα βιβλία της επιχείρησης". Σημειώνεται ότι η μηνύτρια μετά τη διαπίστωση των προαναφερομένων ελλειμμάτων, με την υπ' αριθμ. 439/18.5.2001 απόφαση του Δ.Σ. επέβαλε στην κατηγορουμένη οριστική απόλυση. Κατόπιν προσφυγής, όμως, της τελευταίας το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΠΑΣΕΓΕΣ με την υπ' αριθμ. 143/4.2.2002 απόφασή του ακύρωσε την παραπάνω απόφαση της εγκαλούσας. Με τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής προς στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που είχαν εμπιστευθεί στην εκκαλούσα, για την οποία κατηγορείται, καθόσον δεν προέκυψε ότι η κατηγορουμένη εκδήλωνε κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα την πρόθεση της για ιδιοποίηση των ανωτέρω ποσών, όταν αυτή εισέπραττε ως τίμημα από την πώληση αντικειμένων της ως άνω Ενωσης σε μέλη αυτής ή σε διαφόρους τρίτους αγοραστές. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και στην ουσία της, να ακυρωθεί το υπ' αριθμ. 152/2003 εκκαλούμενο βούλευμα και να μη γίνει σε βάρος της εκκαλούσης κατηγορία για την πράξη που διώκεται (άρθρ. 309 παρ. 1α, 310 παρ. 1 ΚΠΔ)".
Με αυτά, που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, αφενός στέρησε το βούλευμα από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε, υπέπεσε και στην πλημμέλεια της εκ πλαγίου παράβασης, λόγω των ασαφειών και των αντιφάσεων. Τούτο, γιατί, το Συμβούλιο Εφετών, κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δεν έλαβε υπόψη του, το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση, που διενεργήθηκε, αλλά επιλεκτικά έγινε αξιολόγηση ορισμένων από αυτά. Συγκεκριμένα: δεν αξιολογήθηκαν οι απογραφές, στις οποίες συμπαρίστατο η κατηγορουμένη, όπως, επίσης, δεν αξιολογήθηκε η από 2-2-2001 ιδιόχειρη επιστολή, που απηύθυνε η ίδια στην εγκαλούσα Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών, και με την οποία αυτή συνομολογούσε την ευθύνη της, για τα ελλείμματα που διαπιστώθηκαν, προσφερόμενη μάλιστα και σε διακανονισμό αυτών. Κυρίως, όμως, γιατί, ενώ στο προσβαλλόμενο βούλευμα, γίνεται αποσπασματική αναφορά στην από 7-7-2003 λογιστική πραγματογνωμοσύνη των λογιστών ..... και ....., που διατάχθηκε με την υπ' αριθμό 5/2003 διάταξη του Ανακριτή Άρτας, δεν γίνεται οποιαδήποτε αντιπαραβολή και αντίκρουση με τα αντίθετα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, ο ορκωτός λογιστής ....., με την από 16-9-2002 έκθεση ελέγχου, σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας διαπιστώνονται τα ακόλουθα: Α) Για τη χρήση 1999 Διακινήθηκαν 802 είδη. Από αυτά παρουσιάστηκαν διαφορές ως εξής: Ελλείματα σε 177 είδη (22%), Αξίας κτήσεως (8.094.595-7.192=) Δρχ. 8.087.403 Πλεονάσματα σε 90 είδη (11%) " " " 894.707συμψηφιστικό υπόλοιπο " 7.192.696 Πλέον: μικτό κέρδος 13% " 935.051 8.127.747 Πλέον: ΦΠΑ 18% " 1.462.994 Τελικό ποσό απαίτησης κατά τον έλεγχο " 9.590.741Β) Περίοδος 1/1-31/5/2000 Διακινήθηκαν 759 είδη.
Από αυτά παρουσιάστηκαν διαφορές ως εξής: Ελλείματα σε 381 είδη (50%), Αξίας κτήσεως (11.815.540 - 7.581=) Δρχ. 11.807.959 Πλεονάσματα σε 142 είδη (19%) " " " 2.283.496 συμψηφιστικό υπόλοιπο " 9.524.463 Πλέον: μικτό κέρδος προς 13% " 1.238.180 10.762.643 Πλέον: ΦΠΑ 18% " 1.937.276 Τελικό ποσό απαίτησης κατά τον έλεγχο " 12.699.919. Ταυτόχρονα, όμως, με τα ίδια δεδομένα, το Συμβούλιο Εφετών, δέχεται ότι δεν προκύπτουν σε βάρος της κατηγορουμένης σοβαρές ενδείξεις ενοχής προς στήριξη δημόσιας κατηγορίας στο ακροατήριο. Η παράλειψη, όμως, αυτή, αναμφισβήτητα καταδηλοί, ότι έγινε αποκλεισμός ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων και ταυτόχρονα, επιλεκτική χρήση ορισμένων άλλων, με αποτέλεσμα το προσβαλλόμενο βούλευμα να στερείται της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επί πλέον δε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, λόγω των ασαφειών και των αντιφάσεων του, αφού στη μια περίπτωση ενώ δέχεται, ότι τα ελλείμματα, όπως διαπιστώθηκαν από τους πραγματογνώμονες, ευσταθούν πλήρως, στη δεύτερη περίπτωση δέχεται ότι στο πρόσωπο της κατηγορουμένης, δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια σε βάρος της, την κατηγορία. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι το αίτημα της αναιρεσίβλητης να εμφανιστεί αυτοπροσώπως, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμο, ενόψει του ότι με το πολυσέλιδο υπόμνημά της, έχει εκθέσει με κάθε λεπτομέρεια, τις απόψεις της, ώστε να μην κρίνεται πλέον αναγκαία η παροχή άλλων επεξηγήσεων. Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει το αίτημα της αναιρεσίβλητης για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο αυτό.

Αναιρεί το υπ' αριθμό 51/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων. Και

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή