Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δωροδοκία, Παράβαση καθήκοντος, Επεκτατικό αποτέλεσμα.
Περίληψη:
Παθητική δωροδοκία - Στοιχεία. Παράβαση καθήκοντος - Στοιχεία. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για δωροληψία και παράβαση καθήκοντος λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Επεκτατικό αποτέλεσμα της αναιρέσεως και προς τον συγκατηγορούμενο που καταδικάστηκε για από κοινού με την αναιρεσείουσα παράβαση καθήκοντος. Αναιρεί και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1619/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 105/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Ζαϊρη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 105/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιουνίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καλλίγερο, περί αναιρέσεως της 927-928/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευθύμιος Τσάκας.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 897/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 235 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν 2802/2000, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσεως ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σ' αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του προβλεπομένου απ' αυτήν εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263 α ΠΚ, απαίτηση ή αποδοχή, από τον ίδιο τον υπάλληλο ή μέσω άλλου, ωφελημάτων που δεν δικαιούται, ή αποδοχή υποσχέσεως περί παροχής τέτοιων ωφελημάτων, για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του, η οποία ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή της φύση της υπηρεσίας του. Είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή όχι, ή αν αυτός σκόπευε πράγματι να την πραγματώσει (Ολ. ΑΠ 6/1998). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, η οποία ορίζει ότι υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη, προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παραβιάσεως καθήκοντος, δράστης των οποίων είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των ως άνω άρθρων 13 στοιχ. α' και 263 α του ίδιου κώδικα, απαιτούνται: 1) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη θέληση της παραβιάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο το δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλο. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικώς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως όταν δεν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστά υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 927/2007 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, κήρυξε ένοχη την ήδη αναιρεσείουσα παραβάσεως καθήκοντος, αφενός, κατ' εξακολούθηση (από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της Χ2 και κατά μόνας) και παθητικής δωροδοκίας, αφετέρου, κατ' εξακολούθηση και την επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών και έξι μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεώς του αυτής, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η κατηγορουμένη Χ1 (αναιρεσείουσα) υπηρετούσε κατά το διάστημα των ετών .. και ... στη ΔΟΥ Σκάλας ως Προϊσταμένη αυτής. Κατά το ίδιο διάστημα ως υπάλληλος της ίδιας Υπηρεσίας υπηρετούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2. Το καλοκαίρι του έτους 1999 η ΔΟΥ Σκάλας άρχισε να ενεργεί φορολογικούς ελέγχους εφαρμόζοντας την ΠΟΛ 1144/1998 ΑΥΟ, στους οποίους ελάμβαναν μέρος πρωταρχικά (και ενδεχομένως και μόνον) οι δύο κατηγορούμενοι, ο δεύτερος ως ελεγκτής της εν λόγω Υπηρεσίας, και η δεύτερη ως προϊσταμένη αυτής που είχε την αρμοδιότητα της διοικητικής επίλυσης των φορολογικών διαφορών ήτοι τον κυρίαρχο ρόλο στην τηρούμενη και κοινώς λεγόμενη διαδικασία του συμβιβασμού με τον φορολογούμενο. Ούτως, την 16-8-1999 η πρώτη κατηγορούμενη εξέδωσε προς το δεύτερο κατηγορούμενο εντολή ελέγχου με την οποία του ανέθεσε το φορολογικό έλεγχο 21 επιτηδευματιών αρμοδιότητας της ΔΟΥ Σκάλας για την ελεγχόμενη περίοδο 1993-1998, μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση (κρεοπωλείο) του εγκαλούντα και ήδη πολιτικώς ενάγοντα Ψ1. Στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου ο δεύτερος κατηγορούμενος επέδωσε την 27-9-1999 στην ανωτέρω επιχείρηση την από 17-8-1999 πρόσκληση του προκειμένου να του προσκομίσει ο εγκαλών για έλεγχο τα τηρούμενα βιβλία. Την 30-9-1999 ο λογιστής της επιχείρησης Γ1 μαζί με τον Ψ, υιό του εγκαλούντα, προσήλθαν στη ΔΟΥ και κατόπιν τηλεφωνικής εντολής της πρώτης κατηγορούμενης προς το δεύτερο κατηγορούμενο, της παρέδωσαν (στα χέρια της ίδιας της πρώτης κατηγορούμενης) τα βιβλία προκειμένου να διενεργήσει η ίδια σχετικό έλεγχο. Την ίδια περίοδο, δηλαδή Σεπτέμβριο του έτους 1999, κατόπιν αιτήματος της, συναντήθηκε σε καφενείο της Σπάρτης με το λογιστή του εγκαλούντα, ο οποίος σημειωτέον ήταν και λογιστής άλλων επιχειρήσεων, και του πρότεινε να της πάει τους πελάτες του (6) το γραφείο της, προκειμένου να κλείσει με όφελος (χρηματικό κέρδος) τόσο των επιτηδευματιών - ως προς τα ποσά των οφειλόμενων φόρων 5ετίας 1993-1998 τα οποία προφανώς θα φρόντιζε να μην εισπράττονται - όσο και της ίδιας. Περί τα τέλη (Δεκέμβριο) του 1999 και πριν καν αρχίσει ο έλεγχος των βιβλίων απαίτησε μέσω του ανωτέρω λογιστή (Γ1) να της καταβάλει ο εγκαλών και 3.500.000 δρχ. για την ίδια προκειμένου να μην προχωρήσει στην κατά νόμο επιβολή των προστίμων όπως όφειλε από την υπηρεσία σε βάρος του εγκαλούντα. Για την πράξη της δε αυτή της απόπειρας εκβίασης (φερόμενη ότι την τέλεσε κατά συναυτουργία με τον ήδη δεύτερο κατηγορούμενο και κατ' εξακολούθηση ήτοι και σε βάρος τρίτου προσώπου και συγκεκριμένα του ....... που επίσης διατηρούσε στην περιοχή κρεοπωλείο) η κατηγορούμενη καταδικάσθηκε. Ο τελευταίος αρνήθηκε να υποκύψει στον κατά τα ανωτέρω εκβιασμό και να καταβάλει μη οφειλόμενα χρήματα, οπότε η κατηγορούμενη σε συνεργασία με το συγκατηγορούμενό της, προέβη σε έλεγχο της υπόθεσης με βάση τις διατάξεις της ΠΟΛ 1144/98 ΑΥΟ. Στις αρχές Ιουλίου του έτους 2000 (και πριν από το στάδιο του συμβιβασμού των φορολογικών υποθέσεων του εγκαλούντα) ενημέρωσε ψευδώς τον τελευταίο, ότι από τον έλεγχο που διενήργησαν προέκυπταν φόροι 56.000.000 δρχ. ή 58.000.000 δρχ. ενώ το αληθές ήταν ότι με βάση τα με ημερομηνία ..... ειδικά σημειώματα ελέγχου όλων των φορολογιών, με τα οποία προσδιορίζονταν τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης και κατ' επέκταση και οι οφειλόμενοι φόροι, που είχαν υπογράψει και οι δύο κατηγορούμενοι προέκυπταν φόροι 30.536.975 δρχ. Στη συνέχεια δε (κατά την ίδια χρονική περίοδο ήτοι αρχές Ιουλίου 2000) απαίτησε μέσω τρίτων και ειδικότερα μέσω των Γ1 (λογιστή της επιχείρησης του), Ψα (σύζυγό του) και άλλων, να λάβει από τον εγκαλούντα το ποσό των 3.500.000 δρχ. προκειμένου να μειώσει προς όφελος του το ποσό των καταλογισθέντων φόρων κατά το δοκούν σε 35.000.000 δρχ. ή σε 25.000.000 δρχ. ή σε 18.000.000 δρχ., τα οποία ο εγκαλών πάλι δεν κατέβαλε. Στις 7-7-2000 οι κατηγορούμενοι κοινοποίησαν στον ελεγχόμενο - εγκαλούντα τα ανωτέρω δύο σημειώματα ελέγχου και ο κατηγορούμενος (προδήλως εννοείται ο ελεγχόμενος) αυθημερόν, υπέβαλε αίτηση διοικητικού συμβιβασμού. Στις 14 Ιουλίου 2000, οπότε θα ελάμβανε χώρα η συζήτηση περί φορολογικού συμβιβασμού των υποθέσεων του εγκαλούντα, η σύζυγος του τελευταίου, Ψα, επισκέφθηκε την πρώτη κατηγορούμενη στο γραφείο της στη ΔΟΥ Σκάλας και της πρότεινε να δεχθεί να συμβιβάσει την υπόθεση του συζύγου της προς όφελος του, χωρίς να προβεί στις υπό του νόμου οφειλόμενες ενέργειες έναντι ποσού 2.500.000 δρχ. το οποίο θα της κατέβαλε. Εξάλλου, οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι συνέταξαν και υπέγραψαν τα από ...... ειδικά σημειώματα ελέγχου όλων των φορολογιών, με τα οποία προσδιορίζονταν τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης του εγκαλούντα και κατ' επέκταση οι οφειλόμενοι φόροι, δεν εφάρμοσαν σωστά τις διατάξεις της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να επιβάλλουν ανύπαρκτες παραβάσεις ΚΒΣ και σε διαφορετική περίπτωση να μην επιβάλλουν παραβάσεις ΚΒΣ, οι οποίες έπρεπε να επιβληθούν, με συνέπεια να καταλογίσουν στον εγκαλούντα ποσό φόρων 30.536.975 δρχ. ενώ έπρεπε να καταλογίσουν σε αυτόν ποσό φόρων 40.801.612 δρχ. βλάπτοντας ούτως το Δημόσιο κατά το ποσό των, μετά τον ακριβέστερο υπολογισμό, 8.611.005 δρχή 25.270,74 ευρώ, σύμφωνα και με διορθωτική δήλωση της νομικής εκπροσώπου του Δημοσίου, όπως προέκυψε από το νομοτύπως διενεργηθέντα επανέλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων του εγκαλούντα από τους εφοριακούς Ζ1 και Ζ2 υπό τον έλεγχο και του Ζ3 οικονομικού επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, για τις χρήσεις των ετών 1994-1999, (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. ...... πόρισμα ανωτέρω επιθεωρητή). Περαιτέρω, καθόσον δεν ευοδώθηκε ο συμβιβασμός των φορολογικών υποθέσεων του διοικούμενου εγκαλούντα και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. Β' της ΠΟΛ 1144/98 η πρώτη κατηγορούμενη εξέδωσε εντολή τακτικού ελέγχου αυτού. Ο εν λόγω τακτικός έλεγχος διεξήχθη σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 66 Ν. 2238/1994 βασιζόμενος στα βιβλία και στοιχεία που είχαν ήδη προσκομισθεί από τον ελεγχόμενο για τον έλεγχο της ΠΟΛ 1144/98 χωρίς να κοινοποιηθεί, πριν την έναρξη αυτού, πρόσκληση στον ελεγχόμενο να προσκομίσει βιβλία και στοιχεία που αρχικά δεν είχε επιδείξει. Προς τούτο συντάχθηκε από τους κατηγορουμένους η από .... έκθεση ελέγχου ΚΒΣ, η οποία υπογράφηκε από το δεύτερο κατηγορούμενο και θεωρήθηκε από την πρώτη στις 26-2-2001 και εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. ... και ... αποφάσεις επιβολής προστίμων ΚΒΣ, οι οποίες θυροκολλήθηκαν στις 2-4-2001 στην οικία του ελεγχόμενου - εγκαλούντα από τον επιμελητή της ΔΟΥ .... παρουσία του δεύτερου κατηγορουμένου. Και στην περίπτωση αυτή, οι κατηγορούμενοι με πρόθεση κατά τον έλεγχο των φορολογικών παραβάσεων της επιχείρησης του εγκαλούντα δεν εφάρμοσαν σωστά τις διατάξεις της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις να επιβάλλουν ανύπαρκτες παραβάσεις ΚΒΣ και σε άλλες παραβάσεις που δεν έπρεπε να επιβληθούν με συνέπεια να καταλογίσουν στον εγκαλούντα, και με σκοπό να βλάψουν αυτόν, φόρους συνολικού ύψους 184.606.873 δρχ. ήτοι 541.766,32 ευρώ, ενώ έπρεπε να καταλογίσουν σε αυτόν φόρους συνολικού ύψους 175.747.018 δρχ. ήτοι 515.765,28 ευρώ, δηλαδή καταλόγισαν ποσό φόρων 8.859.855 δρχ. ήτοι 26.001,04 ευρώ επιπλέον. Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι καταλόγισαν ποσά φόρων για ελεγχόμενη περίοδο οικονομικών ετών 1994 έως 1999 διαχειρίσεων ετών 1993 έως 1998, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2238/1994 ως εξής: α) ΚΒΣ: 86.130.700 δρχ. (συνολικά για έτη 1993 έως και 1998), β) ΕΙΣΟΔΗΜΑ: 29.827.871 δρχ. (συνολικά για έτη 1994 έως και 1999), γ) ΦΠΑ: 67.765.855 (συνολικά για έτη1993 έως και 1998) και δ) ΕΛΓΑ: 882.447 δρχ. (συνολικά για έτη 1993 έως και 1998), ενώ όπως προέκυψε από το νομοτύπως διενεργηθέντα επανέλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων του εγκαλούντα από τους εφοριακούς Ζ1 και Ζ2 υπό τον έλεγχο και του Ζ3, οικονομικού επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, τα ποσά που έπρεπε να καταλογισθούν κατά τις διατάξεις του Ν. 2238/1994 ανέρχονται συνολικά και για τις ίδιες ως άνω χρονικές περιόδους σε α) ΚΒΣ: 63.874.170 δρχ., β) ΕΙΣΟΔΗΜΑ: 35.205.577 δρχ., γ) ΦΠΑ: 73.643.840 δρχ. και δ) ΕΛΓΑ: 3.023.431 δρχ. (βλ. μεταξύ άλλων ιδίως ενημερωτικό σημείωμα τακτικού ελέγχου ανωτέρω δύο εφοριακών υπαλλήλων επιχείρησης του εγκαλούντα, που προσκομίσθηκε και αναγνώσθηκε κατά πρόταση του πολιτικώς ενάγοντα Δημοσίου σε συνδ. με κατάθεση μάρτυρα Ζ3 σε ταυτάριθμα πρακτικά και με υπ' αριθμ. πρωτ. .... πόρισμα ανωτέρω επιθεωρητή). Ο εγκαλών υπέβαλε εμπρόθεσμα την 31-5-2001 προσφυγές με αίτημα συμβιβασμού και ορίσθηκε από την πρώτη κατηγορούμενη η 11 Ιουνίου 2001 ως ημερομηνία συζήτησης αυτού. Την ορισθείσα ως άνω ημερομηνία προσήλθαν στη ΔΟΥ οι υιοί του εγκαλούντα μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Οικονομόπουλο και άρχισε η συζήτηση, η οποία διακόπηκε λόγω πέρατος ωραρίου εργασίας και συμφωνήθηκε να ορισθεί νέα συνάντηση, το χρόνο της οποίας θα καθόριζε η πρώτη κατηγορούμενη και θα ανακοίνωνε τηλεφωνικά στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εγκαλούντα. Πλην όμως η τελευταία, επικοινώνησε με τον εν λόγω δικηγόρο και του ανακοίνωσε να μην προσέλθει στη ΔΟΥ διότι είχε παρέλθει οριστικά η προθεσμία του συμβιβασμού. Στις εκδηλωθείσες δε αντιρρήσεις του τελευταίου, η κατηγορούμενη επικαλέσθηκε σχετική εντολή της Προϊστάμενης της Οικονομικής Επιθεώρησης Πελοποννήσου Ζ4, γεγονός το οποίο η ίδια αρνείται (βλ. σχετ. ένορκη κατάθεση της σε ταυτάριθμα πρακτικά). Ούτως η τελευταία ενήργησε κατά παράβαση των οριζομένων στις διατάξεις του άρθρου 70 του Ν. 2238/1994 και της ΠΟΑ 1206/1990 ΑΥΟ, που αναφέρεται στον τρόπο λειτουργίας των οικείων επιτροπών και αναβάλλοντας επί σκοπώ ματαιώσεως τη διοικητική επίλυση των φορολογικών υποθέσεων του εγκαλούντα, παρέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρίπολης, όπου εισέτι εκκρεμεί, αρνούμενη να ολοκληρώσει τη διαδικασία του συμβιβασμού προς βλάβη των συμφερόντων του διοικούμενου - εγκαλούντα. Τέλος, η πρώτη κατηγορούμενη αρχές του έτους 2002 αρνήθηκε να χορηγήσει φορολογική ενημερότητα στον εγκαλούντα για πώληση κινητού, παρότι δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί αυτή (παρά μόνον σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου) με σκοπό να βλάψει τον τελευταίο. Υπό το φως των ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, που ενισχύονται και από το υπ' αριθμ. .... πόρισμα του επιθεωρητή Ζ3, οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις κατά το κατηγορητήριο αποδιδόμενες σε αυτούς κατηγορίες, για τις οποίες πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατά τα στο διατακτικό διαλαμβανόμενα".- Κατά το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως η αναιρεσείουσα και ο συγκατηγορούμενός της κηρύχθηκαν ένοχοι διότι "Στη ..... Λακωνίας... με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος υπάλληλοι τυγχάνοντες, με πρόθεση παρέβησαν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος και να βλάψουν το κράτος. Συγκεκριμένα: α) Στις 16 Ιουνίου 2000 υπό την ιδιότητα τους η πρώτη κατηγορουμένη της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Σκάλας και ο δεύτερος κατηγορούμενος του υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. Σκάλας, από κοινού ενεργώντας, συνέταξαν και συνυπέγραψαν τα με ημερομηνία ..... Ειδικά σημειώματα ελέγχου όλων των φορολογιών, με τα οποία προσδιορίζονταν τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης (κρεοπωλείο) του Ψ1 και κατ' επέκταση οι οφειλόμενοι φόροι, τα οποία κοινοποίησαν στον ελεγχόμενο Ψ1 στις 7-7-2000 και στα οποία με πρόθεση δεν εφάρμοσαν σωστά τις διατάξεις της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να επιβάλλουν ανύπαρκτες παραβάσεις Κ.Β.Σ. και σε διαφορετική περίπτωση να μην επιβάλλουν παραβάσεις Κ.Β.Σ. οι οποίες έπρεπε να επιβληθούν, με συνέπεια να καταλογίσουν στον ελεγχόμενο Ψ1 ποσό φόρων 30.536.975 δραχμών (89.616,95 ευρώ) ενώ έπρεπε να καταλογίσουν σ' αυτόν ποσό φόρων 40.801.612 δραχμών (119.740,61 ευρώ) βλάπτοντας το Δημόσιο κατά το ποσό των 8.611.005 δραχμών (25.270,74 ευρώ) που συνιστά τη διαφορά μεταξύ του ποσού φόρων που καταλογίσθηκε στον Ψ1 και αυτού που έπρεπε να καταλογισθεί σ' αυτόν, με αντίστοιχο παράνομο όφελος του Ψ1.
β) Κατά το μήνα Φεβρουάριο 2001 και οι .δύο κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 υπό την παραπάνω ιδιότητα τους, από κοινού ενεργώντας, συνέταξαν εκθέσεις τακτικού ελέγχου όλων των φορολογιών και κατά τον έλεγχο, με πρόθεση, δεν εφάρμοσαν σωστά τις διατάξεις της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να επιβάλλουν ανύπαρκτες παραβάσεις Κ.Β.Σ. ή σε διαφορετική περίπτωση να μην επιβάλλουν παραβάσεις Κ.Β.Σ. που έπρεπε να επιβληθούν, με συνέπεια να καταλογίσουν στον Ψ1, φόρους συνολικού ύψους 184.606.873 δραχμών (541.766,32 ευρώ), ενώ έπρεπε να καταλογίσουν σ' αυτόν φόρους συνολικού ύψους 175.747.018 δραχμών (515.765,28 ευρώ), δηλαδή καταλόγισαν ποσό φόρων 8.859.855 δραχμών (26.001,04 ευρώ) επιπλέον, σε βάρος του Ψ1, ενήργησαν δε κατά τον παραπάνω τρόπο με σκοπό να βλάψουν το Ψ1.Επίσης η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη και των ακολούθως μερικοτέρων πράξεων του ίδιου εγκλήματος ήτοι "α) Στη Σκάλα στις 11 Ιουνίου 2001 υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα της ύστερα από τις υποβληθείσες στην Δ.Ο.Υ. Σκάλας με ημερομηνία ... εμπρόθεσμες προσφυγές με αίτημα συμβιβασμού από τον ελεγχόμενο Ψ1, με πρόθεση απέφυγε να προβεί σε διαγραφή των μη νομίμως επιβληθέντων προστίμων Κ.Β.Σ. και σε τυχόν μείωση των προσδιορισθέντων ακαθαρίστων εσόδων και καθαρών κερδών και αφού διέκοψε τη συζήτηση του συμβιβασμού και την συνεχιζόμενη διαδικασία της διοικητικής επίλυσης των φορολογικών διαφορών, παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο.
β) Κατά τις αρχές του έτους 2002 υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα της, ύστερα από σχετική αίτηση του Ψ1 αρνήθηκε τη χορήγηση σ' αυτόν φορολογικής ενημερότητας για πώληση κινητού παρότι δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί τη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας για πώληση κινητού αλλά μόνο σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτων, ενήργησε δε κατά τον παραπάνω τρόπο με σκοπό να βλάψει τον Ψ1". Ακόμη η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη του ότι: "Κατά τους παρακάτω χρόνους, υπάλληλος τυγχάνουσα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατά παράβαση των καθηκόντων της, ζήτησε, με τη μεσολάβηση τρίτων για τον εαυτό της ωφελήματα και δέχθηκε υπόσχεση τούτων προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντα της και συγκεκριμένα: α) Κατά τις αρχές Ιουλίου του 2000 και πριν από το στάδιο του συμβιβασμού των φορολογικών υποθέσεων του Ψ1, ενημέρωσε ψευδώς τον Ψ1 ότι από τον έλεγχο της προέκυπταν φόροι 56.000.000 δρχ. (164.343,36 ευρώ) ή 58.000.000 δρχ. (170.212,77 ευρώ), ενώ σύμφωνα με τα προαναφερόμενα βάσει των σημειωμάτων, προέκυπταν φόροι 30.536.975 δρχ. (89.616,95 ευρώ) και στη συνέχεια μέσω τρίτων και ειδικότερα μέσω του Γ1, της Ψα, συζύγου του Ψ1 και άλλων τρίτων απαίτησε από τον Ψ1 το ποσό των 3.500.000 δρχ. (10.271,46 ευρώ) προκειμένου να μειώσει προς όφελος του το ποσό των καταλογισθέντων φόρων σε 35.000.000 δρχ. (102.714,60 ευρώ) ή 25.000.000 δρχ. (73.367,57 ευρώ) ή 18.000.000 δρχ. (52.824,65 ευρώ) και β) Στις 14 Ιουλίου 2000 κατά τη συζήτηση του συμβιβασμού των φορολογικών υποθέσεων του Ψ1, η οποία έγινε δίχως την παρουσία του Ψ1 αλλά με την παρουσία της συζύγου του Ψα, δέχθηκε την πρόταση της Ψα να της καταβάλει του ποσό των 2.500.000 δραχμών (7.336,76 ευρώ) προκειμένου να συμβιβάσει την υπόθεση προς όφελος του Ψ1, χωρίς να προβεί στις υπό του Νόμου προβλεπόμενες ενέργειες".
Με τις παραδοχές της αυτές, σκεπτικού και διατακτικού, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις επιταγές των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, περιέχει δε ασάφειες και κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο αν εφαρμόσθηκαν ορθώς οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 235 και 259 ΠΚ. Συγκεκριμένα Α) Ως προς την παθητική δωροδοκία κατ' εξακολούθηση υπάρχει ελλιπής και ασαφής αιτιολογία καθόσον δεν εκτίθεται αν ο εγκαλών Ψ1 είχε απορρίψει την, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, προβληθείσα στις αρχές Ιουλίου 2000 απαίτηση της αναιρεσείουσας να της δοθούν 3.500.000 δρχ. (αυτό που μνημονεύεται στο σκεπτικό ότι ο εγκαλών "πάλι δεν κατέβαλε" το ποσόν αυτό δεν σημαίνει εννοιολογικώς τέτοια απόρριψη), στοιχείο το οποίο είναι κρίσιμο, διότι αν η εν λόγω απαίτηση της αναιρεσείουσας είχε απορριφθεί από τον εγκαλούντα, τότε, η κατά τις ίδιες παραδοχές αποδοχή από την αναιρεσείουσα, στις 14.7.2000, της προτάσεως της συζύγου του εγκαλούντος Ψα περί 2.500.000 δρχ. αποτελεί δεύτερη (μετά μεσολάβηση ειρηνεύσεως του δια της απαιτήσεως των 3.500.000 δρχ. θιγέντος εννόμου αγαθού) πράξη δωροδοκίας. Αν, αντιθέτως, η απαίτηση από την αναιρεσείουσα των 3.500.000 δρχ. παρέμενε εκκρεμής, τότε, η πρόταση της Ψα για 2.500.000 δρχ. βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την προηγηθείσα απαίτηση των 3.500.000 δρχ., η δε αποδοχή αυτής από την αναιρεσείουσα, λόγω του υπαλλακτικώς μικτού του εγκλήματος, αποτελεί τη μόνη τελεσθείσα πράξη δωροδοκίας και δεν πρόκειται περί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος δωροδοκίας εκ δύο μερικωτέρων πράξεων, (απαιτήσεως 3.500.000 δρχ. στις αρχές Ιουλίου 2000 και αποδοχής προτάσεως για 2.500.000 δρχ. στις 14.7.2000), όπως καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα. Και Β) Ως προς την παράβαση καθήκοντος κατ' εξακολούθηση υπάρχει ελλιπής και ασαφής αιτιολογία και ότι α) για τις μερικώτερες πράξεις που καταδικάσθηκαν ότι τέλεσαν από κοινού η αναιρεσείουσα και ο Χ2, με το να μην εφαρμόσουν σωστά, από πρόθεση, τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας "με αποτέλεσμα να επιβάλλουν ανύπαρκτες παραβάσεις Κ.Β.Σ. και σε διαφορετική περίπτωση να μην επιβάλλουν παραβάσεις Κ.Β.Σ. οι οποίες έπρεπε να επιβληθούν", διότι δεν εκτίθενται, ούτε στο σκεπτικό της αποφάσεως, ούτε στο διατακτικό της, τόσον σε σχέση με τα ειδικά σημειώματα των φορολογιών του Ψ1 όσον και αναφορικά με τις εκθέσεις τακτικού ελέγχου των αυτών φορολογιών, ποιές είναι οι ανύπαρκτες παραβάσεις του Κ.Β.Σ., που επέβαλαν οι κατηγορούμενοι στον Ψ1 κατά παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος και ποιες είναι οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. που έπρεπε να επιβάλλουν σ' αυτόν και δεν του επέβαλαν, ήτοι στοιχεία που ανάγονται στην ταυτότητα της πράξεως, β) για τη μερικώτερη πράξη που καταδικάστηκε ότι τέλεσε μόνη η αναιρεσείουσα στις 11.6.2001, διότι δεν παρατίθεται σχετικώς καμία αιτιολογία κατά το μέρος που η πράξη αυτή συνίσταται στο ότι η αναιρεσείουσα "απέφυγε να προβεί σε διαγραφή των μη νομίμως επιβληθέντων προστίμων Κ.Β.Σ. και σε τυχόν μείωση των προσδιορισθέντων ακαθαρίστων εσόδων και καθαρών κερδών" ενώ συγχρόνως με τη χρήση της λέξεως "τυχόν" εκφράζονται ενδοιασμοί περί του αν συνέτρεχε πράγματι περίπτωση μειώσεως των εσόδων και κερδών, για τα οποία η καταδίκη και γ) για την τελευταία μερικώτερη πράξη, που επίσης καταδικάσθηκε ότι τέλεσε μόνη η αναιρεσείουσα διότι δεν διευκρινίζεται στην απόφαση, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της η σκοπηθείσα βλάβη του εγκαλούντος, αν δηλαδή είναι υλική η ηθική και ποια.
Συνεπώς, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως και πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την αναιρεσείουσα παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών λόγων της αιτήσεως. Ακολούθως αφού οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 469 ΚΠοινΔ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τις διατάξεις της με τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση ο Χ2, ο οποίος δικάσθηκε παρών και δεν άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως. Τέλος, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 927-928/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου στο σύνολό της. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ