Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Παραπομπή για κακουργηματική απάτη. Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα τέλεσης. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αριθμός 1778/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Χαράλαμπο Δημάδη (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1229/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1363/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 114/11.3.2008 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., την υπ' αριθ. 147/2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 , η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών Αργυρούλα Δημήτογλου, δυνάμει της από 9-7-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του αριθ. 1229/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το αριθ. 115/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απάτης με πρόκληση ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και με συνολική ζημία άνω των 15000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το με αριθμό 1229/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, αφού προηγουμένως προσδιόρισε ως χρόνο τελέσεως του εν λόγω εγκλήματος το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2002, διόρθωσε το διατακτικό του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος και επαναδιατύπωσε την κατηγορία, ως προς τον χρόνο τελέσεως, της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 29-6-2007 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 ΚΠΔ. Στη συνέχεια επιδόθηκε στις 6-7-2007 και στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Μπόλη, η δε αίτηση ασκήθηκε στις 9-7-2007 ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Γεωργίας Αράπω, συνετάγη δε από εκείνη η αριθ. 147/9-7-2007 έκθεση στην οποία διατυπώνεται αναλυτικά ο λόγος για τον οποίο ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και ως προς την κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τέλεσης από το δράστη του εγκλήματος, η οποία επιτείνει την τιμώρηση αυτού. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΓ 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ., ΝΒ, 978, ΑΠ 348/1996 σε Συμβούλιο Π.Χρ., ΜΖ, 33). Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως να υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο Π.Χρ ΝΔ, 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, Π. Χρ. ΝΑ, 47 κ.λ.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 1229/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και από όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "SPACEPHONE Τηλεπικοινωνίες Πληροφορική Ανώνυμη Εμπορική Α.Ε.", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και είναι κύρια εμπορική αντιπρόσωπος της επίσης εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης, εταιρείας με την επωνυμία "COSMOTE", από το έτος 1998 είχε εμπορικές συναλλαγές με τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1, είτε αυτός ενεργούσε ατομικά, είτε ως νόμιμος εκπρόσωπος κάποιας εταιρείας. Η μεταξύ τους συνεργασία συνεχίστηκε κανονικά μέχρι 1-1-2002, οπότε και διεκόπη για μικρό χρονικό διάστημα. Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του έτους 2002 ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε εκ νέου στους αρμόδιους υπαλλήλους της εγκαλούσης εταιρείας Γ1, Γ2 και Γ3 και ως διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία "...... Ε.Π.Ε." ζήτησε να αγοράσει με πίστωση και επ' ονόματι της διάφορες ποσότητες εμπορευμάτων. Μετά την αρχική άρνηση των ως άνω υπαλλήλων της εγκαλούσης για την πώληση εμπορευμάτων με πίστωση, τελικά, κατόπιν σχετικών διαβουλεύσεων, έκαναν δεκτό το αίτημα του. Έτσι ο κατηγορούμενος: α) στις 11-10-2002 αγόρασε εμπορεύματα συνολικής αξίας με Φ.Π.Α. 14.832,60 ευρώ, εκδόθηκε από την εγκαλούσα το υπ' αριθ. ... τιμολόγιο στο όνομα της αγοράστριας εταιρείας ".... Ε.Π.Ε ", για την εξόφληση του οποίου εκδόθηκε από την εν λόγω εταιρεία η υπ' αριθ. .... επιταγή επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ποσού 14.832,00 ευρώ, σε διαταγή του ίδιου του κατηγορουμένου β) στις 17-10-2002 αγόρασε εμπορεύματα συνολικής αξίας με το Φ.Π.Α. 6.132,97 ευρώ, εκδοθέντος εκ μέρους της πωλήτριας και ήδη εγκαλούσης εταιρείας του υπ' αριθ. .... ισόποσου τιμολογίου, για την εξόφληση του οποίου ο ίδιος ο κατηγορούμενος παρέδωσε στην εν λόγω εταιρεία, ως διαχειριστής της αγοράστριας εταιρείας "... Ε.Π.Ε.", την υπ' αριθ.1..... επιταγή για το ίδιο ποσόν, επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδόσεως της ως άνω αγοράστριας εταιρείας και γ) στις 31-10-2002 αγόρασε εκ νέου εμπορεύματα συνολικής αξίας με Φ.Π.Α. 37.067,34 ευρώ, εκδοθέντος εκ μέρους της πωλήτριας εταιρείας στο όνομα της αγοράστριας του υπ' αριθ. .... τιμολογίου, για την εξόφληση του οποίου συμφωνήθηκε να καταβάλει ο ίδιος σε μετρητά το ποσόν των 8.120,00 ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο ποσόν της οφειλής ύψους 28.948,00 ευρώ εκδόθηκε η υπ' αριθ. ..... ισόποση επιταγή. Τα εμπορεύματα που αγοράστηκαν με την παραγγελία αυτή παραδόθηκαν στον ίδιο τον κατηγορούμενο από τον υπάλληλο της εγκαλούσης εταιρείας Γ1, στο κατάστημα της αγοράστριας εταιρείας ".....Ε.Π.Ε" στην οδό .... και παρέλαβε από τον ίδιο (δηλ. τον κατηγορούμενο) σε μετρητά το ποσόν των 8.120,00 ευρώ, όπως είχε συμφωνηθεί, καθώς και την υπ' αριθ. ......τραπεζική επιταγή επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδόσεως της ως άνω αγοράστριας εταιρείας, ποσού 28.948,00 ευρώ, ενώ ο ίδιος υπάλληλος παρέδωσε στον κατηγορούμενο την υπ' αριθ. ...... απόδειξη εισπράξεως ποσού 37.068,00 ευρώ. Όλα τα παραπάνω εμπορεύματα που αγοράστηκαν για λογαριασμό της εταιρείας ".... E.Π.E." και παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο της, δεν εξοφλήθηκαν και για το λόγο αυτό η πωλήτρια εταιρεία "SPACEPHONE Τηλεπικοινωνίες Πληροφορική Ανώνυμη Εμπορική Α.Ε.", κατέφυγε ενώπιον των αρμοδίων Πολιτικών Δικαστηρίων με την κατάθεση αγωγών αποζημιώσεως και αιτήσεων για την έκδοση Διαταγών Πληρωμής κατά του κατηγορουμένου και της εταιρείας "..... Ε.Π.Ε.". Όμως στις 14-4-2003 ο κατηγορούμενος με εξώδικη γνωστοποίηση του προς την εγκαλούσα εταιρεία της γνώρισε ότι οι Διαταγές Πληρωμής που εκδόθηκαν σε βάρος της εταιρείας ".... Ε.Π.Ε." δεν τον αφορούσαν, επειδή με την υπ' αριθ. .... Συμβολαιογραφική Πράξη της Συμβολαιογράφου Αικ. ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗ, πούλησε τα εταιρικά μερίδια που είχε στην εν λόγω εταιρεία, ουδεμία σχέση είχε πλέον με αυτήν μετά την ως άνω ημερομηνία και κατ' επέκταση ουδεμία υποχρέωση να εξοφλήσει οποιαδήποτε οφειλή της, ερχόμενος έτσι σε πλήρη αντίθεση με όσο ο ίδιος είχε παραστήσει στους αρμόδιους υπαλλήλους της και τους είχε διαβεβαιώσει περί της αληθείας τους. Ο εκκαλών κατηγορούμενος στο σχετικό δικόγραφο της εφέσεως του, πλην του γενικού λόγου εφέσεως περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων που προέκυψαν κατά την ανάκριση, ισχυρίζεται επίσης ότι "... δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την εις αυτόν αποδιδόμενη κατηγορία, εφόσον το επίδικο χρονικό διάστημα δεν ήταν εταίρος ή διαχειριστής ή κατά νόμο εκπρόσωπος και υπεύθυνος της εταιρείας με την επωνυμία " .... Ε.Π.Ε ...". Όμως από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας (μάρτυρες, έγγραφα) προκύπτει ότι αυτός και μόνο ήλθε σε προσωπική επαφή με τα αρμόδια διευθυντικά στελέχη της εγκαλούσης εταιρείας και υπαλλήλους της, διαπραγματεύθηκε με αυτούς και συμφώνησε μαζί τους την αγορά και παραλαβή των διαφόρων εμπορευμάτων. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τις διαπραγματεύσεις και τις εν γένει συζητήσεις για τη συγκεκριμένη εμπορική συναλλαγή έκαναν για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας οι νέοι εταίροι της Ζ1 και Ζ2. Άλλωστε ούτε ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, αφού οι νέοι εταίροι της ως άνω εταιρείας, αγοραστές των εταιρικών μεριδίων του ίδιου και της μητέρας του, ουδέποτε έχουν εμφανιστεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή της εταιρείας με οποιονδήποτε άλλο προμηθευτή της, είναι άγνωστοι στις διευθύνσεις κατοικίας που έχουν δηλώσει, και δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του Ανακριτή στην παρούσα υπόθεση, αν και κλήθηκαν νόμιμα, για να απολογηθούν ως κατηγορούμενοι για άλλη αξιόποινη πράξη. Η πωλήτρια και ήδη εγκαλούσα εταιρεία δέχτηκε, τελικά, έστω και με δυσκολία, να πουλήσει στην αγοράστρια εμπορεύματα και μάλιστα με πίστωση, επειδή γνώριζε τον κατηγορούμενο, αφού με αυτόν είχε εμπορικές συναλλαγές κατά το παρελθόν, μάλιστα δε όπως αναφέρεται σχετικά το γεγονός αυτό το επικαλέστηκε και εκμεταλλεύτηκε κατά κόρο ο κατηγορούμενος για να κάμψει τους δισταγμούς των αρμοδίων υπαλλήλων της πωλήτριας να δεχτούν να πωλήσουν τα συγκεκριμένα εμπορεύματα με πίστωση. Πέραν τούτων πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός ότι ενώ οι σχετικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για την πώληση των εμπορευμάτων και η παράδοση τους στον κατηγορούμενο έγιναν το μήνα Οκτώβριο του έτους 2002 και συγκεκριμένα στις 11-10-2002, 17-10-2002 και 31-10-2002, ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην από 14-4-2003 Εξώδικη Γνωστοποίηση-Δήλωση-Πρόσκληση-Διαμαρτυρία του προς την πωλήτρια και ήδη εγκαλούσα εταιρεία "SPACEPHONE Τηλεπικοινωνιακές Υπηρεσίες Α.Ε." αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ότι "Η τροποποίηση άλλωστε του καταστατικού της εταιρείας ..... Ε.Π.Ε. δημοσιεύτηκε και εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αριθμός Φύλλου 5738/25-6-2002, ενώ αντίγραφα αφενός του ως άνω συμβολαιογραφικού εγγράφου αλλά και του ως άνω φύλλου της Κυβερνήσεως, παρέδωσα εις την εταιρεία σας τον Φεβρουάριο του 2003 και εις τον Διευθυντή Πωλήσεων της εταιρείας σας κ. Γ3, διότι μου κοινοποιήσατε αγωγές οι οποίες επίσης ουδόλως με αφορούν." Από το γεγονός αυτό ενισχύεται η βασιμότητα των ισχυρισμών της εγκαλούσης εταιρείας ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων, της κατάρτισης των σχετικών συμβάσεων αγοραπωλησίας μεταξύ αυτής και του κατηγορουμένου αλλά και της παράδοσης σ' αυτόν των εμπορευμάτων (δηλ. τον Οκτώβριο του έτους 2002), δεν είχε ενημερωθεί από τον κατηγορούμενο, με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε είχε πληροφορηθεί από πουθενά αλλού για την απoχώρησή του από την αγοράστρια εταιρεία, λόγω της μεταβίβασης των εταιρικών του μεριδίων σε άλλους και συγκεκριμένα στους επίσης κατηγορουμένους Ζ1 και Ζ2, αλλά το πληροφορήθηκε το Φεβρουάριο του επόμενου έτους 2003. Αν το γνώριζε ασφαλώς και δεν θα δεχόταν να πουλήσει σε άγνωστα γι' αυτήν πρόσωπα εμπορεύματα και μάλιστα σημαντικής αξίας με πίστωση. Avτίθετα ο κατηγορούμενος δεν προσκομίζει, ούτε επικαλείται οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο με βάση το οποίο να ενισχύεται η βασιμότητα του ισχυρισμού του ότι κατά το προαναφερόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα (Οκτώβριο του έτους 2002), κατά το οποίο αγόρασε και παρέλαβε ο ίδιος τα εμπορεύματα, είχε πράγματι ενημερώσει, με οποιονδήποτε τρόπο, την πωλήτρια και ήδη εγκαλούσα εταιρεία για την πώληση των εταιρικών του μεριδίων και την αποχώρηση του από την αγοράστρια εταιρεία, αφήνοντας έτσι στην πωλήτρια την πεπλανημένη εντύπωση ότι αυτός ήταν πράγματι ο συναλλασσόμενος μαζί της, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας του "..... Ε.Π.Ε." και ως εκ τούτου υπόλογος για την εξόφληση των οφειλών της. Για το λόγο αυτό άλλωστε, ευθύς εξ' αρχής, η πωλήτρια για την ικανοποίηση των αστικών απαιτήσεων της από τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία εστράφη εναντίον του και όχι φυσικά σε βάρος των νέων εταίρων της αγοράστριας, τους οποίους ουδόλως γνώριζε, αφού ουδέποτε είχε έλθει με οποιονδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε επαφή ή επικοινωνία μαζί τους. Με βάση τα προαναφερόμενα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος παρέστησε ψευδώς, εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών του, στους υπευθύνους της ανώνυμης εταιρείας "SPACEPHONE Τηλεπικοινωνίες Πληροφορική Ανώνυμη Εμπορική Α.Ε.", ότι είναι εκπρόσωπος της εταιρείας "...... Ε.Π.Ε." και είχε την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει τα εμπορεύματα που η εν λόγω εταιρεία ζήτησε να αγοράσει με πίστωση, ενώ ο ίδιος κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο της αγοραπωλησίας είχε ήδη πουλήσει τα εταιρικά μερίδιά του στην εν λόγω εταιρεία σε τρίτα πρόσωπα και ατομικά ουδεμία οικονομική" δυνατότητα είχε προς τούτο. Η ενέργειά του αυτή, ως μόνη και αποκλειστική αιτία, είχε ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση των αρμοδίων για τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία υπαλλήλων της ως άνω πωλήτριας εταιρείας, οι οποίοι αφού πείσθηκαν στις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του, παραπλανήθηκαν και δέχτηκαν να του πουλήσουν, με πίστωση του σχετικού τιμήματος, εμπορεύματα συνολικής αξίας άνω των 15.000 ευρώ και συγκεκριμένα 49.913,58 ευρώ, ποσόν κατά το οποίο ζημιώθηκε η περιουσία της παραπάνω πωλήτριας και ήδη εγκαλούσης εταιρείας, αφού η σχετική οφειλή ουδέποτε εξοφλήθηκε εκ μέρους του, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της αγοράστριας εταιρείας " .... Ε.Π.Ε.", αλλά και του ίδιου. Εκτός όμως από τα προαναφερόμενα πρέπει να επισημανθεί ότι το εκκαλούμενο βούλευμα εσφαλμένα δέχτηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το καταγγελλόμενο σε βάρος του έγκλημα κατ' εξακολούθηση και τούτο για τους εξής λόγους. Όπως γίνεται δεκτό, όταν ο δράστης προέβη διαδοχικά σε απατηλές διαβεβαιώσεις, κάθε μία από τις οποίες οδήγησε και σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση από τον ίδιο τον παθόντα, υφίσταται έγκλημα απάτης κατ' εξακολούθηση. Αντίθετα, υπάρχει μία μόνο πράξη απάτης, όταν συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε πλείονες και σε διάφορους χρόνους επιζήμιες πράξεις (Βλ. και Α.Π. 471/03 ΝοΒ 51, σελ. 1705, Α.Π. 2251/02 ΝοΒ. 51, σελ.1081, Α.Π. 1639/02 Συμβ. ΠΧρ. ΝΓ, σελ. 609). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο ιστορικό της υπό κρίση υποθέσεως, ο κατηγορούμενος, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του έτους 2002, εμφανίστηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εγκαλούσης εταιρείας και τους παρέστησε τα συγκεκριμένα ψευδή γεγονότα ως αληθή, με αποτέλεσμα αυτοί έχοντας πάντοτε κατά νου τις συγκεκριμένες αρχικές ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις του, να παραπλανηθούν, να δεχτούν να του πουλήσουν και να του παραδώσουν εμπορεύματα στις 11-10-2002, 17-10-2002 και 31-10-2002, χωρίς να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, κάθε φορά που έδινε παραγγελία για αγορά νέων εμπορευμάτων και τα παρελάμβανε στη συνέχεια, τους επανελάμβανε τα ίδια ψευδή γεγονότα ή τους παριστούσε άλλα νεότερα, επίσης ψευδή, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ νέου παραπλάνηση τους. Κατόπιν τούτων ως προς το σημείο αυτό, δηλ. ως προς το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, πρέπει να διορθωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται όχι κατ' εξακολούθηση αλλά άπαξ. Επομένως συγκροτείται τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική του υπόσταση το έγκλημα της απάτης και μάλιστα με τις επιβαρυντικές περιστάσεις σε βαθμό κακουργήματος, λόγω της κατ' επάγγελμα τελέσεως του, καθόσον από την επανειλημμένη παραλαβή εκ μέρους του των εμπορευμάτων (τρεις φορές σε χρονικό διάστημα δύο, περίπου, μηνών) αλλά και την εν γένει συμπεριφορά του κατά τις συγκεκριμένες συναλλαγές, σαφώς προκύπτει ότι αυτός δεν ενήργησε ευκαιριακά, αλλά με οργανωμένο σχέδιο και με σκοπό για απόκτηση τόσο εκ μέρους του ίδιου όσο και εκ μέρους τρίτου, δηλ. της προαναφερόμενης εταιρείας "..... Ε.Π.Ε." παράνομου περιουσιακού οφέλους, ισόποσου με την αξία των εμπορευμάτων που αγοράστηκαν και δεν εξοφλήθηκαν. Με βάση όσα αναφέρονται παραπάνω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών επί της ουσίας δεν έσφαλε, αλλά ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και δέχτηκε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για το έγκλημα της απάτης με πρόκληση ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και με συνολική ζημία άνω των 15.000. ευρώ και ορθώς τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του καθ' ύλη και κατά τόπο αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος αυτού.
Συνεπώς η έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του παραπεμπτικού Βουλεύματος, υποστηρίζοντας από ουσιαστικής πλευράς, τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, αφού προηγουμένως διορθωθεί αυτό όσον αφορά την τέλεση εκ μέρους του κατηγορουμένου μίας πράξεως απάτης και όχι κατ' εξακολούθηση καθώς και ως προς το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, προσδιοριζόμενου αυτού κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2002, όταν δηλ. έγιναν οι σχετικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιδίκων και ως εκ τούτου να επαναδιατυπωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 145 του ΚΠοινΔ, η σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου κατηγορία για την πράξη αυτή, τέλος δε να επικυρωθεί το εκκαλούμενο παραπεμπτικό Βούλευμα κατά το κεφάλαιο που αφορά τον εκκαλούντα κατηγορούμενο. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθ. 115/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά (η μη ειδική μνεία της απολογίας του κατηγορουμένου αναπληρώνεται από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού του βουλεύματος, από το οποίο προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι ελήφθη υπόψη) και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξης της απάτης, καθόσον στηρίχθηκε η κρίση του εκδώσαντος το βούλευμα αυτό Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στην υποδομή, την οποία είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της απάτης (ενώ είχε αποχωρήσει από την εταιρία με την επωνυμία ".... ΕΠΕ" λόγω μεταβίβασης των εταιρικών του μεριδίων σε άλλους, με οργανωμένο σχέδιο, εμφανίσθηκε ως διαχειριστής αυτής στα αρμόδια διευθυντικά στελέχη της εγκαλούσας εταιρίας και τους υπαλλήλους της κατά το χρόνο των διαπραγματεύσεων και της κατάρτισης των σχετικών συμβάσεων αγοραπωλησίας και συνέχισε επανειλημμένα - τρεις φορές σε χρονικό διάστημα δύο περίπου μηνών - να παραλαμβάνει εμπορεύματα με την ιδιότητα του διαχειριστή) από την οποία προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ' αριθ. 147/9-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του αριθ. 1229/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 31/12/2007 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΕΥΤΕΡΠΗ ΚΟΥΤΖΑΜΑΝΗ".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά δε την παράγραφο 3 εδάφ. α' του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ.
ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά: "....Η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "SPACEPHONE Τηλεπικοινωνίες Πληροφορική Ανώνυμη Εμπορική Α.Ε.", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και είναι κύρια εμπορική αντιπρόσωπος της επίσης εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης, εταιρείας με την επωνυμία "COSMOTE ", από το έτος 1998 είχε εμπορικές συναλλαγές με τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1 , είτε αυτός ενεργούσε ατομικά, είτε ως νόμιμος εκπρόσωπος κάποιας εταιρείας. Η μεταξύ τους συνεργασία συνεχίστηκε κανονικά μέχρι 1-1-2002, οπότε και διεκόπη για μικρό χρονικό διάστημα. Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του έτους 2002 ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε εκ νέου στους αρμόδιους υπαλλήλους της εγκαλούσης εταιρείας Γ1, Γ2 και Γ3 και ως διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία "..... Ε.Π.Ε." ζήτησε να αγοράσει με πίστωση και επ' ονόματι της διάφορες ποσότητες εμπορευμάτων. Μετά την αρχική άρνηση των ως άνω υπαλλήλων της εγκαλούσης για την πώληση εμπορευμάτων με πίστωση, τελικά, κατόπιν σχετικών διαβουλεύσεων, έκαναν δεκτό το αίτημα του. Έτσι ο κατηγορούμενος: α) στις 11-10-2002 αγόρασε εμπορεύματα συνολικής αξίας με Φ.Π.Α. 14.832,60 ευρώ, εκδόθηκε από την εγκαλούσα το υπ' αριθ. .... τιμολόγιο στο όνομα της αγοράστριας εταιρείας "... Ε.Π.Ε ", για την εξόφληση του οποίου εκδόθηκε από την εν λόγω εταιρεία η υπ' αριθ. .... επιταγή επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ποσού 14.832,00 ευρώ, σε διαταγή του ίδιου του κατηγορουμένου β) στις 17-10-2002 αγόρασε εμπορεύματα συνολικής αξίας με το Φ.Π.Α. 6.132,97 ευρώ, εκδοθέντος εκ μέρους της πωλήτριας και ήδη εγκαλούσης εταιρείας του υπ' αριθ. .... ισόποσου τιμολογίου, για την εξόφληση του οποίου ο ίδιος ο κατηγορούμενος παρέδωσε στην εν λόγω εταιρεία, ως διαχειριστής της αγοράστριας εταιρείας "..... Ε.Π.Ε.", την υπ' αριθ..... επιταγή για το ίδιο ποσόν, επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδόσεως της ως άνω αγοράστριας εταιρείας και γ) στις 31-10-2002 αγόρασε εκ νέου εμπορεύματα συνολικής αξίας με Φ.Π.Α. 37.067,34 ευρώ, εκδοθέντος εκ μέρους της πωλήτριας εταιρείας στο όνομα της αγοράστριας του υπ' αριθ. .... τιμολογίου, για την εξόφληση του οποίου συμφωνήθηκε να καταβάλει ο ίδιος σε μετρητά το ποσόν των 8.120,00 ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο ποσόν της οφειλής ύψους 28.948,00 ευρώ εκδόθηκε η υπ' αριθ. ..... ισόποση επιταγή. Τα εμπορεύματα που αγοράστηκαν με την παραγγελία αυτή παραδόθηκαν στον ίδιο τον κατηγορούμενο από τον υπάλληλο της εγκαλούσης εταιρείας Γ1, στο κατάστημα της αγοράστριας εταιρείας "..... Ε.Π.Ε" στην οδό..... στη ..... και παρέλαβε από τον ίδιο (δηλ. τον κατηγορούμενο) σε μετρητά το ποσόν των 8.120,00 ευρώ, όπως είχε συμφωνηθεί, καθώς και την υπ' αριθ. ..... τραπεζική επιταγή επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδόσεως της ως άνω αγοράστριας εταιρείας, ποσού 28.948,00 ευρώ, ενώ ο ίδιος υπάλληλος παρέδωσε στον κατηγορούμενο την υπ' αριθ. .... απόδειξη εισπράξεως ποσού 37.068,00 ευρώ. Όλα τα παραπάνω εμπορεύματα που αγοράστηκαν για λογαριασμό της εταιρείας "..... E.Π.E." και παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο της, δεν εξοφλήθηκαν και για το λόγο αυτό η πωλήτρια εταιρεία "SPACEPHONE Τηλεπικοινωνίες Πληροφορική Ανώνυμη Εμπορική Α.Ε.", κατέφυγε ενώπιον των αρμοδίων Πολιτικών Δικαστηρίων με την κατάθεση αγωγών αποζημιώσεως και αιτήσεων για την έκδοση Διαταγών Πληρωμής κατά του κατηγορουμένου και της εταιρείας "......Ε.Π.Ε.".
Όμως στις 14-4-2003 ο κατηγορούμενος με εξώδικη γνωστοποίηση του προς την εγκαλούσα εταιρεία της γνώρισε ότι οι Διαταγές Πληρωμής που εκδόθηκαν σε βάρος της εταιρείας ".....Ε.Π.Ε." δεν τον αφορούσαν, επειδή με την υπ' αριθ. ......Συμβολαιογραφική Πράξη της Συμβολαιογράφου Αικ. ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗ, πούλησε τα εταιρικά μερίδια που είχε στην εν λόγω εταιρεία, ουδεμία σχέση είχε πλέον με αυτήν μετά την ως άνω ημερομηνία και κατ' επέκταση ουδεμία υποχρέωση να εξοφλήσει οποιαδήποτε οφειλή της, ερχόμενος έτσι σε πλήρη αντίθεση με όσο ο ίδιος είχε παραστήσει στους αρμόδιους υπαλλήλους της και τους είχε διαβεβαιώσει περί της αληθείας τους. Ο εκκαλών κατηγορούμενος στο σχετικό δικόγραφο της εφέσεως του, πλην του γενικού λόγου εφέσεως περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων που προέκυψαν κατά την ανάκριση, ισχυρίζεται επίσης ότι "... δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την εις αυτόν αποδιδόμενη κατηγορία, εφόσον το επίδικο χρονικό διάστημα δεν ήταν εταίρος ή διαχειριστής ή κατά νόμο εκπρόσωπος και υπεύθυνος της εταιρείας με την επωνυμία "... Ε.Π.Ε ...". Όμως από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας (μάρτυρες, έγγραφα) προκύπτει ότι αυτός και μόνο ήλθε σε προσωπική επαφή με τα αρμόδια διευθυντικά στελέχη της εγκαλούσης εταιρείας και υπαλλήλους της, διαπραγματεύθηκε με αυτούς και συμφώνησε μαζί τους την αγορά και παραλαβή των διαφόρων εμπορευμάτων. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τις διαπραγματεύσεις και τις εν γένει συζητήσεις για τη συγκεκριμένη εμπορική συναλλαγή έκαναν για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας οι νέοι εταίροι της Ζ1 και Ζ2. Άλλωστε ούτε ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, αφού οι νέοι εταίροι της ως άνω εταιρείας, αγοραστές των εταιρικών μεριδίων του ίδιου και της μητέρας του, ουδέποτε έχουν εμφανιστεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή της εταιρείας με οποιονδήποτε άλλο προμηθευτή της, είναι άγνωστοι στις διευθύνσεις κατοικίας που έχουν δηλώσει, και δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του Ανακριτή στην παρούσα υπόθεση, αν και κλήθηκαν νόμιμα, για να απολογηθούν ως κατηγορούμενοι για άλλη αξιόποινη πράξη. Η πωλήτρια και ήδη εγκαλούσα εταιρεία δέχτηκε, τελικά, έστω και με δυσκολία, να πουλήσει στην αγοράστρια εμπορεύματα και μάλιστα με πίστωση, επειδή γνώριζε τον κατηγορούμενο, αφού με αυτόν είχε εμπορικές συναλλαγές κατά το παρελθόν, μάλιστα δε όπως αναφέρεται σχετικά το γεγονός αυτό το επικαλέστηκε και εκμεταλλεύτηκε κατά κόρο ο κατηγορούμενος για να κάμψει τους δισταγμούς των αρμοδίων υπαλλήλων της πωλήτριας να δεχτούν να πωλήσουν τα συγκεκριμένα εμπορεύματα με πίστωση. Πέραν τούτων πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός ότι ενώ οι σχετικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για την πώληση των εμπορευμάτων και η παράδοση τους στον κατηγορούμενο έγιναν το μήνα Οκτώβριο του έτους 2002 και συγκεκριμένα στις 11-10-2002, 17-10-2002 και 31-10-2002, ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην από 14-4-2003 Εξώδικη Γνωστοποίηση-Δήλωση-Πρόσκληση-Διαμαρτυρία του προς την πωλήτρια και ήδη εγκαλούσα εταιρεία "SPACEPHONE Τηλεπικοινωνιακές Υπηρεσίες Α.Ε." αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ότι "Η τροποποίηση άλλωστε του καταστατικού της εταιρείας ..... Ε.Π.Ε. δημοσιεύτηκε και εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αριθμός Φύλλου 5738/25-6-2002, ενώ αντίγραφα αφενός του ως άνω συμβολαιογραφικού εγγράφου αλλά και του ως άνω φύλλου της Κυβερνήσεως, παρέδωσα εις την εταιρεία σας τον Φεβρουάριο του 2003 και εις τον Διευθυντή Πωλήσεων της εταιρείας σας κ. Γ3, διότι μου κοινοποιήσατε αγωγές οι οποίες επίσης ουδόλως με αφορούν." Από το γεγονός αυτό ενισχύεται η βασιμότητα των ισχυρισμών της εγκαλούσης εταιρείας ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων, της κατάρτισης των σχετικών συμβάσεων αγοραπωλησίας μεταξύ αυτής και του κατηγορουμένου αλλά και της παράδοσης σ' αυτόν των εμπορευμάτων (δηλ. τον Οκτώβριο του έτους 2002), δεν είχε ενημερωθεί από τον κατηγορούμενο, με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε είχε πληροφορηθεί από πουθενά αλλού για την απoχώρησή του από την αγοράστρια εταιρεία, λόγω της μεταβίβασης των εταιρικών του μεριδίων σε άλλους και συγκεκριμένα στους επίσης κατηγορουμένους Ζ1 και Ζ2, αλλά το πληροφορήθηκε το Φεβρουάριο του επόμενου έτους 2003. Αν το γνώριζε ασφαλώς και δεν θα δεχόταν να πουλήσει σε άγνωστα γι' αυτήν πρόσωπα εμπορεύματα και μάλιστα σημαντικής αξίας με πίστωση. Avτίθετα ο κατηγορούμενος δεν προσκομίζει, ούτε επικαλείται οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο με βάση το οποίο να ενισχύεται η βασιμότητα του ισχυρισμού του ότι κατά το προαναφερόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα (Οκτώβριο του έτους 2002 ), κατά το οποίο αγόρασε και παρέλαβε ο ίδιος τα εμπορεύματα, είχε πράγματι ενημερώσει, με οποιονδήποτε τρόπο, την πωλήτρια και ήδη εγκαλούσα εταιρεία για την πώληση των εταιρικών του μεριδίων και την αποχώρηση του από την αγοράστρια εταιρεία, αφήνοντας έτσι στην πωλήτρια την πεπλανημένη εντύπωση ότι αυτός ήταν πράγματι ο συναλλασσόμενος μαζί της, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας του "..... Ε.Π.Ε." και ως εκ τούτου υπόλογος για την εξόφληση των οφειλών της. Για το λόγο αυτό άλλωστε, ευθύς εξ' αρχής, η πωλήτρια για την ικανοποίηση των αστικών απαιτήσεων της από τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία εστράφη εναντίον του και όχι φυσικά σε βάρος των νέων εταίρων της αγοράστριας, τους οποίους ουδόλως γνώριζε, αφού ουδέποτε είχε έλθει με οποιονδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε επαφή ή επικοινωνία μαζί τους. Με βάση τα προαναφερόμενα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος παρέστησε ψευδώς, εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών του, στους υπευθύνους της ανώνυμης εταιρείας "SPACEPHONE Τηλεπικοινωνίες Πληροφορική Ανώνυμη Εμπορική Α.Ε.", ότι είναι εκπρόσωπος της εταιρείας "..... Ε.Π.Ε." και είχε την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει τα εμπορεύματα που η εν λόγω εταιρεία ζήτησε να αγοράσει με πίστωση, ενώ ο ίδιος κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο της αγοραπωλησίας είχε ήδη πουλήσει τα εταιρικά μερίδιά του στην εν λόγω εταιρεία σε τρίτα πρόσωπα και ατομικά ουδεμία οικονομική δυνατότητα είχε προς τούτο. Η ενέργειά του αυτή, ως μόνη και αποκλειστική αιτία, είχε ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση των αρμοδίων για τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία υπαλλήλων της ως άνω πωλήτριας εταιρείας, οι οποίοι αφού πείσθηκαν στις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του, παραπλανήθηκαν και δέχτηκαν να του πουλήσουν, με πίστωση του σχετικού τιμήματος, εμπορεύματα συνολικής αξίας άνω των 15.000 ευρώ και συγκεκριμένα 49.913,58 ευρώ, ποσόν κατά το οποίο ζημιώθηκε η περιουσία της παραπάνω πωλήτριας και ήδη εγκαλούσης εταιρείας, αφού η σχετική οφειλή ουδέποτε εξοφλήθηκε εκ μέρους του, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της αγοράστριας εταιρείας " ..... Ε.Π.Ε. ", αλλά και του ίδιου. Εκτός όμως από τα προαναφερόμενα πρέπει να επισημανθεί ότι το εκκαλούμενο βούλευμα εσφαλμένα δέχτηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το καταγγελλόμενο σε βάρος του έγκλημα κατ' εξακολούθηση και τούτο για τους εξής λόγους: Όπως γίνεται δεκτό, όταν ο δράστης προέβη διαδοχικά σε απατηλές διαβεβαιώσεις, κάθε μία από τις οποίες οδήγησε και σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση από τον ίδιο τον παθόντα, υφίσταται έγκλημα απάτης κατ'εξακολούθηση. Αντίθετα, υπάρχει μία μόνο πράξη απάτης, όταν συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε πλείονες και σε διάφορους χρόνους επιζήμιες πράξεις (Βλ. και Α.Π. 471/03 ΝοΒ 51, σελ. 1705, Α.Π. 2251/02 ΝοΒ. 51, σελ.1081, Α.Π. 1639/02 Συμβ. ΠΧρ. ΝΓ, σελ. 609). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο ιστορικό της υπό κρίση υποθέσεως, ο κατηγορούμενος, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του έτους 2002, εμφανίστηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εγκαλούσης εταιρείας και τους παρέστησε τα συγκεκριμένα ψευδή γεγονότα ως αληθή, με αποτέλεσμα αυτοί έχοντας πάντοτε κατά νου τις συγκεκριμένες αρχικές ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις του, να παραπλανηθούν, να δεχτούν να του πουλήσουν και να του παραδώσουν εμπορεύματα στις 11-10-2002, 17-10-2002 και 31-10-2002, χωρίς να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, κάθε φορά που έδινε παραγγελία για αγορά νέων εμπορευμάτων και τα παρελάμβανε στη συνέχεια, τους επανελάμβανε τα ίδια ψευδή γεγονότα ή τους παριστούσε άλλα νεότερα, επίσης ψευδή, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ νέου παραπλάνηση τους. Κατόπιν τούτων ως προς το σημείο αυτό, δηλ. ως προς το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, πρέπει να διορθωθεί το εκκαλούμενο Βούλευμα και να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται όχι κατ' εξακολούθηση αλλά άπαξ. Επομένως συγκροτείται τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική του υπόσταση το έγκλημα της απάτης και μάλιστα με τις επιβαρυντικές περιστάσεις σε βαθμό κακουργήματος, λόγω της κατ' επάγγελμα τελέσεως του, καθόσον από την επανειλημμένη παραλαβή εκ μέρους του των εμπορευμάτων (τρεις φορές σε χρονικό διάστημα δύο, περίπου, μηνών) αλλά και την εν γένει συμπεριφορά του κατά τις συγκεκριμένες συναλλαγές, σαφώς προκύπτει ότι αυτός δεν ενήργησε ευκαιριακά, αλλά με οργανωμένο σχέδιο και με σκοπό για απόκτηση τόσο εκ μέρους του ίδιου όσο και εκ μέρους τρίτου, δηλ. της προαναφερόμενης εταιρείας ".....Ε.Π.Ε." παράνομου περιουσιακού οφέλους, ισόποσου με την αξία των εμπορευμάτων που αγοράστηκαν και δεν εξοφλήθηκαν. Με βάση όσα αναφέρονται παραπάνω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών επί της ουσίας δεν έσφαλε, αλλά ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και δέχτηκε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για το έγκλημα της απάτης με πρόκληση ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και με συνολική ζημία άνω των 15.000. ευρώ και ορθώς τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του καθ' ύλη και κατά τόπο αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος αυτού.
Συνεπώς η έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, υποστηρίζοντας από ουσιαστικής πλευράς, τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, αφού προηγουμένως διορθωθεί αυτό όσον αφορά την τέλεση εκ μέρους του κατηγορουμένου μίας πράξεως απάτης και όχι κατ' εξακολούθηση καθώς και ως προς το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, προσδιοριζόμενου αυτού κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2002, όταν δηλ. έγιναν οι σχετικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιδίκων και ως εκ τούτου να επαναδιατυπωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 145 του ΚΠοινΔ, η σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου κατηγορία για την πράξη αυτή, τέλος δε να επικυρωθεί το εκκαλούμενο παραπεμπτικό Βούλευμα κατά το κεφάλαιο που αφορά τον εκκαλούντα κατηγορούμενο". Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα και απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ.115/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ.1,3 του Π.Κ την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία. Επομένως, κατά το μέρος κατά το οποίο το βούλευμα πλήττεται για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της πράξης, ο συναφής λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/96, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Το παραπεμπτικό βούλευμα για να έχει την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 13 στοιχ. στ' εδ.α' του ΠΚ, πρέπει να διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την έννοια της κατ' επάγγελμα τέλεσης και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στον κανόνα που εφάρμοσε και δεν αρκεί η κατά λέξη επανάληψη της διατύπωσης του κειμένου του νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, το πληττόμενο βούλευμα, με όσα παραπάνω δέχθηκε για την από τον κατηγορούμενο κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης της απάτης, δεν διέλαβε στο σκεπτικό του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία είναι αντιφατική και ελλειπής. Ειδικότερα, δέχεται την κατ' επάγγελμα τέλεση, την οποία συνάγει από την επανειλημμένη εκ μέρους του κατηγορουμένου παραλαβή των εμπορευμάτων τα οποία υπήρξαν προϊόν της απάτης. Όμως, κατά τούτο, το Συμβούλιο αντιφάσκει σε προηγούμενη παραδοχή του, αφού ορθώς έκρινε ότι νομικώς κρίσιμο για την ύπαρξη εξακολουθούντος εγκλήματος είναι ο χρόνος κατά την οποίο εκδηλώνεται η απατηλή συμπεριφορά και η εξ αυτής πλάνη του παθόντος και όχι τα συγκεκριμένα μεταγενέστερα χρονικά σημεία κατά τα οποία ο τελευταίος προβαίνει συνεπεία της πλάνης του σε περιουσιακή διάθεση και ο δράστης αποδέχεται αυτήν. Παρά ταύτα, όμως, την επανειλημμένη παραλαβή των εμπορευμάτων την αξιολογεί ως επανειλημμένη τέλεση. Περαιτέρω δε, τα αναφερόμενα στο βούλευμα ότι ο κατηγορούμενος δεν ενήργησε ευκαιριακά αλλά με οργανωμένο σχέδιο, συνιστούν παραδοχή για την οποία το Συμβούλιο δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά και δεν εκθέτει τις σκέψεις με τις οποίες καταλήγει στο άνω αποδεικτικό συμπέρασμα. Επομένως, κατά τούτο, το βούλευμα στερείται της κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς λόγου αναιρέσεως κατά το σκέλος αυτό, να αναιρεθεί το βούλευμα κατά το μέρος αυτό που προσδίδει στην πράξη κακουργηματικό χαρακτήρα, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει το υπ' αριθμ. 1.229/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, κατά το μέρος που δέχθηκε την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης της απάτης από τον κατηγορούμενο και απορρίπτει κατά τα λοιπά την αναίρεση.
Παραπέμπει κατά τούτο την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο που εξέδωσε το βούλευμα, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ