Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1705 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σε εντολοδόχο. Λόγοι αναίρεσης: 1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, 3) Μη αναγραφή άρθρου. Μη λήψη υπόψη υπομνήματος. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 1705/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2181/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.11.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1874/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 62/11.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 244/2-11-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 , κατά του υπ'αριθ. 2181/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 3539/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε την αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ'αυτήν λόγω της ιδιότητάς της ως εντολοδόχου (άρθρο 375 παρ. 2α και 1 Π.Κ., όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 375 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/96 και 14 παρ. 3 εδ. β' Ν. 2721/1999).
Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησε η αναιρεσείουσα την από 6-2-2007 και με αριθμό 53/6-2-2007 έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 2181/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε αυτή τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ'ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη η αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. ια του Κ.Π.δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 375 παρ. 2α του Π.Κ.
Επειδή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτούνται εκτός των άλλων, και τα εξής στοιχεία:
Το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, τέτοιο είναι και το χρήμα (βλ. ΑΠ 1600/2004, ΑΠ 537/2003, ΑΠ 1253/2000), να είναι αυτό μερικά ή ολικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητά του ανήκει κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από το δράστη, η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει στον δράστη, παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου, το αντικείμενο αυτής (υπεξαίρεσης) να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη μία από τις περιοριστικά διαλαμβανόμενες στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 Π.Κ. περιπτώσεις, όπως εκείνη του εντολοδόχου, ή ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Η δολία προαίρεση συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώνει το ξένο κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή (βλ. ΑΠ 1320/05 Ποιν.Λ. 1230, ΑΠ 1336/05 Ποιν.Λ. 1254, ΑΠ 115/04 Π.Χρ. ΝΕ/34). Πότε το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κρίνεται ανέλεγκτα (ΑΠ 954/06 Π.Χρ. ΝΖ/328) και κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης (ΑΠ 1425/2002 Π.Χρ. ΝΓ/510).
Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 245 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ'αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ'αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/627, ΑΠ 1687/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ/638). Όταν όμως στο συμβούλιο προσκομίσθηκαν νέα στοιχεία απαιτείται να προκύπτει αξιολόγηση και αυτών. Λόγο αναίρεσης, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 177 Κ.Π.Δ., δεν συνιστά η κακή εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 474/2004 Π.Χρ. ΝΕ/152).
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση του προσβαλλομένου βουλεύματος δέχθηκε ότι από το σύνολο του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις καταθέσεις της εγκαλούσας Ψ1 και των μαρτύρων Γ1, Γ2, Γ3, Γ4, ...., ..... και ...., όλα τα έγγραφα που είναι συνημμένα στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και τα διαλαμβανόμενα στα υπομνήματα αυτής και της εγκαλούσας, προκύπτουν τα εξής, κρίσιμα και ουσιώδη, πραγματικά περιστατικά:
Η εγκαλούσα Ψ1 διατηρεί πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ, ΛΑΧΕΙΩΝ και ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΥ στο .... Αττικής και συγκεκριμένα επί της οδού ..... Ταυτόχρονα, έχει συνάψει συμβάσεις με τις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΕΥΔΑΠ, με βάση τις οποίες της έχει ανατεθεί η έναντι προμηθείας είσπραξη από καταναλωτές του αντιτίμου των εκδιδομένων από τις ανωτέρω επιχειρήσεις λογαριασμών και η εν συνεχεία απόδοσή του σ'αυτές. Η κατηγορουμένη-εκκαλούσα Χ1 εργάστηκε ως υπάλληλος στο ως άνω πρακτορείο κατά το χρονικό διάστημα από 7-11-2001 μέχρι 8-6-2004. Πέραν των άλλων καθηκόντων της ως υπαλλήλου, στην ως άνω κατηγορουμένη-εκκαλούσα είχε χορηγηθεί από την εργοδότριά της - εγκαλούσα η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να αναλαμβάνει από το ταμείο του πρακτορείου τα εισπραχθέντα από καταναλωτές χρηματικά ποσά και να τα αποδίδει στις δικαιούχους ΔΕΚΩ, καταθέτοντάς τα σε συγκεκριμένους λογαριασμούς, που οι επιχειρήσεις αυτές διατηρούσαν στην Εμπορική Τράπεζα. Παρά ταύτα αυτή, ενώ στα πλαίσια της πιο πάνω εντολής, κατά το χρονικό διάστημα από 4-5-2004 μέχρι 25-5-2004, κατά το οποίο η εγκαλούσα-ιδιοκτήτρια του πρακτορείου απουσίαζε εκτός Αθηνών, εισέπραξε λογαριασμούς καταναλωτών πελατών των ως άνω ΔΕΚΩ, συνολικού ποσού 18.676,81 ευρώ, στην συνέχεια δεν απέδωσε, όπως όφειλε, το ως άνω χρηματικό ποσό, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, στις ως άνω δικαιούχους ΔΕΚΩ, αλλά το κατακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, με συνέπεια να αναγκασθεί να το καταβάλει εξ ιδίων η εγκαλούσα. Πλέον συγκεκριμένα, με τον ως άνω τρόπο, η εκκαλούσα-κατηγορουμένη ενσωμάτωσε στην περιουσία της και ιδιοποιήθηκε παράνομα: α) ποσό 6.997,50 ευρώ, που αφορούσε εξοφλημένους στο πρακτορείο λογαριασμούς του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ). Μάλιστα, προς συγκάλυψη της ανωτέρω πράξεώς της αυτή προέβη στο εξής τέχνασμα. Κάνοντας χρήση έγγραφης εξουσιοδότησης που της είχε παραχωρήσει η εγκαλούσα, προέβη σε ανάληψη ποσού 6.990 ευρώ από λογαριασμό που διατηρούσε η τελευταία στην Εμπορική Τράπεζα, το οποίο στην συνέχεια κατέθεσε στον υπ'αριθμ. ..... λογαριασμό που διατηρεί στην ίδια Τράπεζα, ο ΟΤΕ, έτσι ώστε να φαίνεται ότι λογαριασμοί αντίστοιχης αξίας του πιο πάνω Οργανισμού είχαν εξοφληθεί απ'αυτήν κανονικά. Β) Ποσό 11.266,31 ευρώ, που αφορούσε εξοφλημένους στο πρακτορείο λογαριασμούς καταναλωτών της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και γ). Ποσό 413 ευρώ, που αφορούσε λογαριασμούς καταναλωτών, εξοφλημένους στο πρακτορείο, της Εταιρείας 'Υδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΕΥΔΑΠ).
Απολογούμενη η κατηγορουμένη - εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι πράγματι από την προηγουμένη (7-6-2004) είχε παραλάβει από το Ταμείο του Πρακτορείου το πιο πάνω χρηματικό ποσό, μαζί με τις σχετικές αποδείξεις-συγκεντρωτικές καταστάσεις και το είχε μεταφέρει στην οικία της που βρίσκεται στην .... Αττικής και επί της οδού ..., προκειμένου την επομένη (8-6-2004) να το καταθέσει στο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, που βρίσκεται πλησίον της οικίας της και επί της οδού ...., προς εξόφληση των αντιστοίχων λογαριασμών. Ότι μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του ως άνω ποσού και συγκεκριμένα ποσό 16.000 ευρώ είχε παραδώσει σ'αυτήν ιδιοχείρως για τον πιο πάνω σκοπό η ίδια η εγκαλούσα την 23.30' ώρα της 3ης-6-2004, παρουσία της επίσης εργαζομένης στο ίδιο πρακτορείο μάρτυρος Γ2. Ότι, όμως, την επομένη (8-6-2004) και περί ώρα 12.00, ενώ μετέβαινε πεζή από την οικία της στην Εμπορική Τράπεζα της οδού .... για την κατάθεση του πιο πάνω ποσού και ενώ περπατούσε στην οδό ....., την πλησίασαν εντελώς ξαφνικά δύο άτομα, που επέβαιναν σε δίκυκλη μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού, χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας και της άρπαξαν την τσάντα της, η οποία, εκτός άλλων προσωπικών της αντικειμένων και εγγράφων, περιείχε και το πιο πάνω χρηματικό ποσό καθώς και τις αντίστοιχες αποδείξεις εξοφλημένων λογαριασμών, γεγονός το οποίο αμέσως κατήγγειλε στο οικείο Τμήμα Ασφαλείας Νέας Ιωνίας.
Η ως άνω όμως καταγγελία της εκκαλούσας περί δήθεν κλοπής κρίνεται κατά την γνώμη μας αναληθής, έχουσα ως σκοπό την δικαιολόγηση και συγκάλυψη της ήδη τελεσθείσης υπ'αυτής υπεξαιρέσεως και τούτο, εκτός των άλλων, διότι: 1) παρότι η οδός .... είναι σχετικά κεντρική και τα καταστήματα ήσαν ανοικτά, ουδείς τρίτος αντελήφθη το περιστατικό της αρπαγής της τσάντας της εκκαλούσας, ενώ είναι σύνηθες και εύλογο η αρπαγή μίας τσάντας να συνοδεύεται από τις κραυγές του θύματος, οι οποίες εξάπτουν την περιέργεια και προκαλούν την προσέλευση των περιοίκων στο συγκεκριμένο σημείο. 2) Στην καταγγελία περί κλοπής που υπέβαλε αμέσως μετά η εκκαλούσα στο Τμήμα Ασφαλείας Νέας Ιωνίας, ανέφερε ότι οι άγνωστοι δράστες αφαίρεσαν απ'αυτήν το ποσόν των 15.000 ευρώ, που αφορούσε εξοφλημένους λογαριασμούς ΔΕΚΩ, αντί του πραγματικού ποσού των 18.676,81 ευρώ, το ύψος του οποίου αυτή βεβαίως και θα εγνώριζε επακριβώς, εάν επρόκειτο να το καταθέσει εντός ολίγου στην Εμπορική Τράπεζα. 3) Οι περισσότεροι από τους ως άνω εξοφληθέντες στο εν λόγω πρακτορείο λογαριασμούς, το αντίτιμο των οποίων η εκκαλούσα-κατηγορουμένη υποτίθεται ότι μετέβαινε να καταθέσει στην Εμπορική Τράπεζα στις 8-6-2004, είχαν λήξει από 25-5-2004 και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις σχετικές συμβάσεις, τα αντίστοιχα ποσά έπρεπε να έχουν αποδοθεί στις δικαιούχους ΔΕΚΩ το αργότερο την επομένη της λήξεως της προθεσμίας εξόφλησής τους, δηλαδή στις 26-5-2004. 4) Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δήθεν η εγκαλούσα της παρέδωσε ιδιοχείρως την 23.30' ώρα της 3-6-2004 το ποσό των 16.000 ευρώ, με σκοπό να το καταθέσει αυτή στην Εμπορική Τράπεζα και μάλιστα παρουσία της επίσης εργαζομένης στο ίδιο πρακτορείο μάρτυρος Γ2, διαψεύδεται όχι μόνον από την τελευταία αυτή μάρτυρα αλλά και από το φωτοτυπικό αντίγραφο του ακτοπλοϊκού εισιτηρίου που προσεκόμισε η εγκαλούσα, από το οποίο προκύπτει ότι αυτή, μετά από σύντομη άφιξη και παραμονή της στην Αθήνα, την 17.30' ώρα της 3ης-6-2004 ανεχώρησε και πάλι για τη νήσο .... 'Αλλωστε, ακόμη και να θεωρηθεί ως αληθής η παράδοση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στην εκκαλούσα, δεν δικαιολογείται η μη άμεση κατάθεσή του από αυτήν στην Τράπεζα καθώς και η κατοχή του μετά παρέλευση ενός ολόκληρου πενθημέρου. 5) Οι μάρτυρες Γ1, Γ2, Γ3 και Γ4 βεβαιώνουν με τις ένορκες καταθέσεις τους ότι ουδέποτε στο παρελθόν είχε επιτραπεί στην εκκαλούσα-κατηγορουμένη να πάρει στην οικία της χρηματικά ποσά από εξοφληθέντες λογαριασμούς καταναλωτών, με σκοπό να τα καταθέσει την επομένη στο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας Νέας Ιωνίας, ενώ αντίθετα, κατά πάγια πρακτική, οι εισπράξεις αυτές κατετίθεντο είτε από την εκκαλούσα, είτε από την εγκαλούσα, στο κατάστημα Γαλατσίου της Εμπορικής Τράπεζας και μάλιστα, με την συνοδεία πάντοτε, για λόγους ασφαλείας, και δευτέρου προσώπου, το οποίο συνήθως ήταν ο τελευταίος από τους πιο πάνω μάρτυρες Γ4. Και 6) Η ίδια η εκκαλούσα, την επομένη της δηλώσεώς της περί κλοπής, αποδέχθηκε συναλλαγματικές με τις οποίες ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει σταδιακά στην εγκαλούσα το ως άνω χρηματικό ποσό, αναγνωρίζοντας έτσι, τουλάχιστον έμμεσα, την πράξη της, ενώ οι μεταγενέστεροι ισχυρισμοί της ότι δήθεν εκβιάστηκε να προβεί στην πράξη αυτή από την εγκαλούσα και τον σύζυγό της είναι αναπόδεικτοι.
Με τα δεδομένα αυτά, σαφώς προκύπτει ότι υφίσταται επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης για την αποδιδόμενη σ'αυτήν πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου.
Συνεπώς, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμά του και για τους ίδιους λόγους παρέπεμψε την κατηγορουμένη στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτια της πράξεως αυτής, ορθώς εκτίμησε και αξιολόγησε τα εκ του αποδεικτικού υλικού προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Πρέπει, συνακόλουθα, να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα εκ 210 ευρώ σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ)".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθεται στο βούλευμα αυτό ότι έλαβε υπόψη του και το υπ'αριθ. 49229/21-9-2007 υπόμνημα της αναιρεσείουσας που αυτή κατέθεσε μετά την υποβολή (3-9-2007) της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Ούτε δε αιτιολογεί γιατί δεν το έλαβε υπόψη του το υπόμνημα αυτό και δεν το εξετίμησε, αν και το περιεχόμενό του αποτελεί σχολιασμό και αντίκρουση των πραγματικών περιστατικών που δέχεται η εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής το Συμβούλιο Εφετών και επιτρεπτώς υπεβλήθη μετά την υποβολή της προτάσεως του Εισαγγελέως Εφετών. Η αναφορά στην εισαγγελική πρόταση της φράσης "....σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και τα διαλαμβανόμενα στα υπομνήματα αυτής", δεν περιλαμβάνει και το πιο πάνω υπόμνημα, αφού όπως παραπάνω αναφέρεται το τελευταίο κατατέθηκε στις 21-9-2007, μετά δηλαδή την υποβολή της εισαγγελικής προτάσεως η οποία έγινε στις 3-9-2007 και δεν αναφέρεται σ'αυτό ούτε προκύπτει ότι το αξιολόγησε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.
Κατ'ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων πρέπει να κριθεί κατά τούτο βάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, ιδρυομένου του εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ' Κ.Π.Δ. λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. Περαιτέρω να απορριφθεί κατά τα λοιπά κεφάλαιά της ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τούτο διότι, α) μετά την τροποποίηση του άρθρου 484 Κ.Π.Δ. με το άρθρο 42 του Ν. 3160/2003, η παράλειψη αναγραφής στο παραπεμπτικό βούλευμα του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, εν προκειμένω της διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 2α και 1 Π.Κ., δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως και β) η κρίση του αν η αναιρεσείουσα ενήργησε ως εντολοδόχος πλήρως αιτιολογείται.

Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνει μερικώς δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και δη για τον αναιρετικό λόγο της έλλειψης της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως και να απορριφθεί κατά τα λοιπά κεφάλαιά της.
Αθήνα 8 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την από τις διατάξεις αυτές απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία, το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2181/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκε η έφεση της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά του υπ' αριθ. 3539/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτήν λόγω της ιδιότητάς της ως εντολοδόχου (άρθρο 375 παρ. 2α και 1 ΠΚ). Το προσβαλλόμενο βούλευμα, με καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι, από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιοριζόμενα, προέκυψαν, ως προς την ως άνω αξιόποινη πράξη, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα Ψ1 διατηρεί πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ, ΛΑΧΕΙΩΝ και ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΥ στο ....Αττικής και συγκεκριμένα επί της οδού .... Ταυτόχρονα, έχει συνάψει συμβάσεις με τις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΕΥΔΑΠ, με βάση τις οποίες της έχει ανατεθεί η έναντι προμηθείας είσπραξη από καταναλωτές του αντιτίμου των εκδιδομένων από τις ανωτέρω επιχειρήσεις λογαριασμών και η εν συνεχεία απόδοση του σ'αυτές. Η κατηγορουμένη-εκκαλούσα Χ1 εργάστηκε ως υπάλληλος στο ως άνω πρακτορείο κατά το χρονικό διάστημα από 7-11-2001 μέχρι 8-6-2004. Πέραν των άλλων καθηκόντων της ως υπαλλήλου, στην ως άνω κατηγορουμένη-εκκαλούσα είχε χορηγηθεί από την εργοδότριά της - εγκαλούσα η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να αναλαμβάνει από το ταμείο του πρακτορείου τα εισπραχθέντα από καταναλωτές χρηματικά ποσά και να τα αποδίδει στις δικαιούχους ΔΕΚΩ, καταθέτοντάς τα σε συγκεκριμένους λογαριασμούς, που οι επιχειρήσεις αυτές διατηρούσαν στην Εμπορική Τράπεζα. Παρά ταύτα αυτή, ενώ στα πλαίσια της πιο πάνω εντολής, κατά το χρονικό διάστημα από 4-5-2004 μέχρι 25-5-2004, κατά το οποίο η εγκαλούσα-ιδιοκτήτρια του πρακτορείου απουσίαζε εκτός Αθηνών, εισέπραξε λογαριασμούς καταναλωτών πελατών των ως άνω ΔΕΚΩ, συνολικού ποσού 18.676,81 ευρώ, στην συνέχεια δεν απέδωσε, όπως όφειλε, το ως άνω χρηματικό ποσό, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, στις ως άνω δικαιούχους ΔΕΚΩ, αλλά το κατακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, με συνέπεια να αναγκασθεί να το καταβάλει εξ ιδίων η εγκαλούσα. Πλέον συγκεκριμένα, με τον ως άνω τρόπο, η εκκαλούσα- κατηγορουμένη ενσωμάτωσε στην περιουσία της και ιδιοποιήθηκε παράνομα: α) ποσό 6.997,50 ευρώ, που αφορούσε εξοφλημένους στο πρακτορείο λογαριασμούς του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ). Μάλιστα, προς συγκάλυψη της ανωτέρω πράξεώς της αυτή προέβη στο εξής τέχνασμα. Κάνοντας χρήση έγγραφης εξουσιοδότησης που της είχε παραχωρήσει η εγκαλούσα, προέβη σε ανάληψη ποσού 6.990 ευρώ από λογαριασμό που διατηρούσε η τελευταία στην Εμπορική Τράπεζα, το οποίο στην συνέχεια κατέθεσε στον υπ' αριθμ. .... λογαριασμό που διατηρεί στην ίδια Τράπεζα, ο ΟΤΕ, έτσι ώστε να φαίνεται ότι λογαριασμοί αντίστοιχης αξίας του πιο πάνω Οργανισμού είχαν εξοφληθεί απ' αυτήν κανονικά. Β) Ποσό 11.266,31 ευρώ, που αφορούσε εξοφλημένους στο πρακτορείο λογαριασμούς καταναλωτών της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και γ). Ποσό 413 ευρώ, που αφορούσε λογαριασμούς καταναλωτών, εξοφλημένους στο πρακτορείο, της Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΕΥΔΑΠ). Απολογούμενη η κατηγορουμένη - εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι πράγματι από την προηγουμένη (7-6-2004) είχε παραλάβει από το Ταμείο του Πρακτορείου το πιο πάνω χρηματικό ποσό, μαζί με τις σχετικές αποδείξεις- συγκεντρωτικές καταστάσεις και το είχε μεταφέρει στην οικία της που βρίσκεται στην ....... Αττικής και επί της οδού ...., προκειμένου την επομένη (8-6-2004) να το καταθέσει στο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, που βρίσκεται πλησίον της οικίας της και επί της οδού ...., προς εξόφληση των αντιστοίχων λογαριασμών. Ότι μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του ως άνω ποσού και συγκεκριμένα ποσό 16.000 ευρώ είχε παραδώσει σ' αυτήν ιδιοχείρως για τον πιο πάνω σκοπό η ίδια η εγκαλούσα την 23.30' ώρα της 3ης-6-2004, παρουσία της επίσης εργαζομένης στο ίδιο πρακτορείο μάρτυρος Γ2. Ότι, όμως, την επομένη (8-6-2004) και περί ώρα 12.00, ενώ μετέβαινε πεζή από την οικία της στην Εμπορική Τράπεζα της οδού .... για την κατάθεση του πιο πάνω ποσού και ενώ περπατούσε στην οδό ...., την πλησίασαν εντελώς ξαφνικά δύο άτομα, που επέβαιναν σε δίκυκλη μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού, χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας και της άρπαξαν την τσάντα της, η οποία, εκτός άλλων προσωπικών της αντικειμένων και εγγράφων, περιείχε και το πιο πάνω χρηματικό ποσό καθώς και τις αντίστοιχες αποδείξεις εξοφλημένων λογαριασμών, γεγονός το οποίο αμέσως κατήγγειλε στο οικείο Τμήμα Ασφαλείας Νέας Ιωνίας. Η ως άνω όμως καταγγελία της εκκαλούσας περί δήθεν κλοπής κρίνεται αναληθής, έχουσα ως σκοπό την δικαιολόγηση και συγκάλυψη της ήδη τελεσθείσης υπ' αυτής υπεξαιρέσεως και τούτο, εκτός των άλλων, διότι: 1) παρότι η οδός ..... είναι σχετικά κεντρική και τα καταστήματα ήσαν ανοικτά, ουδείς τρίτος αντελήφθη το περιστατικό της αρπαγής της τσάντας της εκκαλούσας, ενώ είναι σύνηθες και εύλογο η αρπαγή μίας τσάντας να συνοδεύεται από τις κραυγές του θύματος, οι οποίες εξάπτουν την περιέργεια και προκαλούν την προσέλευση των περιοίκων στο συγκεκριμένο σημείο. 2) Στην καταγγελία περί κλοπής που υπέβαλε αμέσως μετά η εκκαλούσα στο Τμήμα Ασφαλείας Νέας Ιωνίας, ανέφερε ότι οι άγνωστοι δράστες αφαίρεσαν απ' αυτήν το ποσόν των 15.000 ευρώ, που αφορούσε εξοφλημένους λογαριασμούς ΔΕΚΩ, αντί του πραγματικού ποσού των 18.676,81 ευρώ, το ύψος του οποίου αυτή βεβαίως και θα εγνώριζε επακριβώς, εάν επρόκειτο να το καταθέσει εντός ολίγου στην Εμπορική Τράπεζα. 3) Οι περισσότεροι από τους ως άνω εξοφληθέντες στο εν λόγω πρακτορείο λογαριασμούς, το αντίτιμο των οποίων η εκκαλούσα-κατηγορουμένη υποτίθεται ότι μετέβαινε να καταθέσει στην Εμπορική Τράπεζα στις 8-6-2004, είχαν λήξει από 25-5-2004 και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις σχετικές συμβάσεις, τα αντίστοιχα ποσά έπρεπε να έχουν αποδοθεί στις δικαιούχους ΔΕΚΩ το αργότερο την επομένη της λήξεως της προθεσμίας εξόφλησής τους, δηλαδή στις 26-5-2004. 4) Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δήθεν η εγκαλούσα της παρέδωσε ιδιοχείρως την 23.30' ώρα της 3-6-2004 το ποσό των 16.000 ευρώ, με σκοπό να το καταθέσει αυτή στην Εμπορική Τράπεζα και μάλιστα παρουσία της επίσης εργαζομένης στο ίδιο πρακτορείο μάρτυρος Γ2, διαψεύδεται όχι μόνον από την τελευταία αυτή μάρτυρα αλλά και από το φωτοτυπικό αντίγραφο του ακτοπλοϊκού εισιτηρίου που προσεκόμισε η εγκαλούσα, από το οποίο προκύπτει ότι αυτή, μετά από σύντομη άφιξη και παραμονή της στην Αθήνα, την 17.30' ώρα της 3ης-6-2004 ανεχώρησε και πάλι για τη νήσο ..... Άλλωστε, ακόμη και να θεωρηθεί ως αληθής η παράδοση του πιο πάνω χρηματικού ποσού στην εκκαλούσα, δεν δικαιολογείται η μη άμεση κατάθεσή του από αυτήν στην Τράπεζα καθώς και η κατοχή του μετά παρέλευση ενός ολόκληρου πενθημέρου. 5) Οι μάρτυρες Γ1, Γ2, Γ3 και Γ4 βεβαιώνουν με τις ένορκες καταθέσεις τους ότι ουδέποτε στο παρελθόν είχε επιτραπεί στην εκκαλούσα-κατηγορουμένη να πάρει στην οικία της χρηματικά ποσά από εξοφληθέντες λογαριασμούς καταναλωτών, με σκοπό να τα καταθέσει την επομένη στο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας Νέας Ιωνίας, ενώ αντίθετα, κατά πάγια πρακτική, οι εισπράξεις αυτές κατετίθεντο είτε από την εκκαλούσα, είτε από την εγκαλούσα, στο κατάστημα Γαλατσίου της Εμπορικής Τράπεζας και μάλιστα, με την συνοδεία πάντοτε, για λόγους ασφαλείας, και δευτέρου προσώπου, το οποίο συνήθως ήταν ο τελευταίος από τους πιο πάνω μάρτυρες Γ4. Και 6) Η ίδια η εκκαλούσα, την επομένη της δηλώσεώς της περί κλοπής, αποδέχθηκε συναλλαγματικές με τις οποίες ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει σταδιακά στην εγκαλούσα το ως άνω χρηματικό ποσό, αναγνωρίζοντας έτσι, τουλάχιστον έμμεσα, την πράξη της, ενώ οι μεταγενέστεροι ισχυρισμοί της ότι δήθεν εκβιάστηκε να προβεί στην πράξη αυτή από την εγκαλούσα και τον σύζυγο της είναι αναπόδεικτοι", κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι, μετά από αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν επ' ακροατηρίω κατηγορία σε βάρος της εκκαλούσας, για την αποδιδόμενη σ' αυτήν, ως άνω, αξιόποινη πράξη και ότι ορθά παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την αξιούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2α-1 του ΠΚ την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι το βούλευμα δεν έχει αιτιολογία, για το λόγο ότι το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού, η αναφερόμενη πρόταση, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συναφείς συλλογισμοί με τους οποίους κρίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, και ως εκ τούτου επιτρεπτώς συντάσσεται με αυτή και η κρίση του Συμβουλίου. Πλήρως αιτιολογείται η κρίση του Συμβουλίου ότι η αναιρεσείουσα ενήργησε ως εντολοδόχος, με την διεξοδική παράθεση των περιστατικών, ότι η κατηγορουμένη, στα πλαίσια της ειδικής εντολής που της είχε δώσει η εργοδότριά της Ψ1, να εισπράττει από το ταμείο της επιχείρησής της, στην οποία εργάζονταν η αναιρεσείουσα, τα εισπραχθέντα από τους καταναλωτές χρηματικά ποσά που αφορούσαν τους λογαριασμούς των Δημοσίων Επιχειρήσεων ΟΤΕ, ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ, με τις οποίες ήταν συμβεβλημένη η εγκαλούσα και να καταθέτει (τα ποσά αυτά) στους λογαριασμούς που τηρούσαν αυτές στην Εμπορική Τράπεζα και παρόλα αυτά, παρακράτησε το συνολικό ποσό των 18.676,81 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα που αναφέρθηκε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Αναφορικά με την αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του το υπ' αριθ. πρωτ. 49229/21.9.2007 υπόμνημα της αναιρεσείουσας, με το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, αντέκρουσε την από 3.9.2007 πρόταση, προς το ως άνω Συμβούλιο, του Εισαγγελέα Εφετών, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα. Τα υπομνήματα, όπως προκύπτει από το άρθρο 178 ΚΠοινΔ, δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και επομένως, η μη συνεκτίμησή τους, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος. Τέτοια έλλειψη να υφίστατο στην περίπτωση κατά την οποία τα υπομνήματα περιείχαν αυτοτελείς ισχυρισμούς, πλην, όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, απλώς τονίζει ότι διεξοδικά αντέκρουσε με το υπόμνημά της τα όσα διαλαμβάνει η Εισαγγελική πρόταση.
Συνεπώς και η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη. Επομένως, οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

ΙΙ. Επειδή, μετά την τροποποίηση του άρθρου 484 ΚΠοινΔ με το άρθρο 42 του Ν. 3160/2003, η παράλειψη αναγραφής στο παραπεμπτικό βούλευμα του σχετικού άρθρου του ποινικού κώδικα και εν προκειμένω της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2α - 1 ΠΚ, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως. Επομένως, ο τρίτος και τελευταίος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται σχετική αιτίαση έλλειψης της ως άνω ποινικής διάταξης, είναι απαράδεκτος. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 244/2.11.2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 2181/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2008.



Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή