Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1099 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο βούλευμα που παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά. Όταν απορρίπτεται η έφεση, η έλλειψη διατάξεως περί “επικυρώσεως” του πρωτοδίκου βουλεύματος δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως ούτε δι’ έλλειψη αιτιολογίας (άρθρο 484§1δ΄ ΚΠΔ). Εάν υπάρχει περίπτωση συμπληρώσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, διατάσσεται υπό του Εφετείου. Απορρίπτει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1099/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.84/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς με συγκατηγορούμενο τον Χ2.Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 819/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 316/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 465 § 1, 474, 482 § 1 στοιχ. α' και 484 § 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικος, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1, υπ'αριθ. 7/3-4-2007 αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ'αριθ. 84/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Δια του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν ασκήσεως εφέσεως του παραπάνω κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθ.137/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, παρεπέμφθη ούτος μετά του συγκατηγορουμένου του Χ2, διά να δικασθεί δι'απάτην, κατά συναυτουργία, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, από την οποίαν το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία υπερβαίνει του ποσού των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλων τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγον της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικώτερον, ενώ δια του προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη, κατ'ουσίαν, η έφεσις του αναιρεσείοντος, το αρμόδιον Συμβούλιο, μετά την συμπλήρωση του διατακτικού του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, παρέλειψε και μάλιστα ητιολογημένως, να διαλάβει διάταξιν περί επικυρώσεως ή μη του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ως προς τις λοιπές διατάξεις του.
ΙΙ) 'Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκρισιν ή προανάκρισιν, σχετικώς με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενον αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τας οποίας έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις δια την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο (Α.Π. 354/2006 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ σελ. 887). Εξάλλου εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρ. 145, 317 § 1, 318 και 319 § 3 Κ.Π.Δ., σαφώς προκύπτει ότι, όταν στο πρωτόδικο βούλευμα υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις, που δεν δημιουργούν ακυρότητα, το Συμβούλιο Εφετών, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεσις μετά από άσκηση εφέσεως, υποχρεούται, αν δεν απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, να διατάξει την διόρθωση ή συμπλήρωση του βουλεύματος, γιατί διαφορετικά υποπίπτει στην προβλεπόμενη από το άρθρ. 484 § 1 στοιχ. στ' πλημμέλεια της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας και στην συνέχεια επικυρώνεται, ως προς τις λοιπές διατάξεις του, το βούλευμα του Συμβουλίου πλημμελειοδικών (Α.Π. 513/2005 Ποιν. Χρον. ΝΕ' σελ. 1063, Α.Π. 947/1982 Ποιν. Χρ. ΛΓ'σελ. 274, Α.Π. 1299/83 Ποιν. Χρ. ΛΔ'σελ. 209, Α.Π. 328/1966 Ποιν. Χρ. ΙΣΤ'σελ. 595). Αν όμως το Συμβούλιο Εφετών απορρίψει την έφεση και επικυρώσει το προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς να προβεί σε συμπλήρωση ή διόρθωση των λαθών ή παραλείψεων που υπάρχουν εις αυτό, δεν μπορεί να επανέλθει στο θέμα αυτό με μεταγενέστερο βούλευμα, αφού έχει απεκδυθεί πλέον της εξουσίας του και η εξουσία για διόρθωση ή συμπλήρωση περιέρχεται πλέον εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών (Α.Π. 469/1990 Ποιν. Χρ. Μ'σελ. 1149).

ΙΙΙ). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών, που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα, δι'αναφοράς του εις την ενσωματωθείσα εις αυτό εισαγγελική πρόταση, εδέχθη κατά την ανέλεγκτο περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων δικογραφίας και απολογίας κατηγορουμένου, το Συμβούλιο πλημμελειοδικών ορθώς εξετίμησε τις αποδείξεις και δια του εκκαλουμένου βουλεύματός του έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις δια την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον και ακολούθως, αφού διεπιστώθη ότι εις το διατακτικόν του παραπάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών δεν διελήφθησαν εκ παραδρομής τα εις το σκεπτικό αυτού διαλαμβανόμενα και περιγραφόμενα με αύξ. αριθ. 92 έως και 151 τιμολόγια πωλήσεως εφοδίων, προέβη στην συμπλήρωσιν του διατακτικού του, ώστε να προσδιορισθεί σαφέστερα και ακριβέστερα η κατηγορία και εν συνεχεία το Συμβούλιο εφετών δια του προσβαλλομένου βουλεύματος εδέχθη τυπικώς και απέρριψε κατ'ουσίαν την κατά του ως άνω βουλεύματος έκθεσιν εφέσεως του αναιρεσείοντος και παράλληλα η παραπάνω συμπλήρωσις του διατακτικού του Συμβουλίου πλημμελειοδικών απεδόθη εις το διατακτικόν του προσβαλλομένου βουλεύματος του Συμβουλίου εφετών, ως "μεταρρύθμισις" του εκκαλουμένου ως άνω βουλεύματος, που δεν προβλέπεται από καμία διάταξη, χωρίς όμως να διαληφθεί εις το διατακτικό συγχρόνως σκέψις περί "επικυρώσεως" του ως προς τις λοιπές διατάξεις του κατ'άρθρ. 319 § 3 Κ.Π.Δ. 'Όμως η τοιαύτη "συμπλήρωσις" του διατακτικού του παραπάνω βουλεύματος, χωρίς να διαλαμβάνεται διάταξις περί "επικυρώσεως" του βουλεύματος, δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως εκ των αναφερομένων περιοριστικώς εις το άρθρ. 484 § 1 Κ.Π.Δ. και μάλιστα εκείνου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δι'όν λόγον πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, ο σχετικός λόγος που προβάλλεται δια της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως. Παράλληλα δε, εφ'όσον κριθεί ότι επιβάλλεται η συμπλήρωσις του προσβαλλομένου βουλεύματος, ώστε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς να αποφανθεί περί "επικυρώσεως" του εκκαλουμένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεσις εις το παραπάνω Συμβούλιο που εξεδόθη προκειμένου να συμπληρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά τα εκτεθέντα, κατ'άρθρ. 145 § 2 Κ.Π.Δ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, η με αριθ. 7/3-4-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 84/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και παράλληλα να αναπεμφθεί η υπόθεσις εις το παραπάνω Συμβούλιον προκειμένου να συμπληρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά τα εκτεθέντα εις το σκεπτικό, ως προς την "επικύρωσιν" του εκκαλουμένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.
Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 14 Αυγούστου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 317 παρ.1 318, 319 παρ.3 ΚΠοινΔ το συμβούλιο εφετών αποφασίζει για τις εφέσεις που ασκούνται κατά των βουλευμάτων του Συμβουλίου πλημμελειοδικών σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 481, έχει το δικαίωμα να διατάσσει ό,τι και το συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά τα άρθρα 309 έως και 315, η εξουσία αυτή του συμβουλίου εφετών δεν περιορίζεται καθόλου, ακόμα και όταν ασχολείται με την υπόθεση ύστερα από έφεση του κατηγορουμένου και αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για να υποστηριχθεί η κατηγορία και χαρακτηρίζεται σωστά η πράξη, επικυρώνεται το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών και συνεχίζεται η διαδικασία. Εάν υπάρχει περίπτωση συμπληρώσεως ή διορθώσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, κατ'άρθρον 145 ΚΠοινΔ, διατάσσεται δια του επί του ενδίκου μέσου εκδιδομένου βουλεύματος, δια του οποίου περατούται ή επί της εφέσεως διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 489 παρ.1 στοιχ.δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλομένη από τις ανωτέρω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποία εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπον αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η οποία εκυρώθη με το Ν.Δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το άρθρο 2 παρ.1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ιδίας ως άνω Σύμβασης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21/11/1984 και εκυρώθη με τον Ν.1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. 'Ετι περαιτέρω το άρθρο 484 παρ.1 ΚΠοινΔ καθορίζει περιοριστικώς τους λόγους αναιρέσεως κατά βουλεύματος, λόγος αναιρέσεως δε κατά βουλεύματος, μη προβλεπόμενος από το άρθρο αυτό, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται το υπ'αριθμ. 84/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίον απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 137/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς, δια του οποίου ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικασθεί για απάτη, από την οποία το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 €. Το προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο δι'αναφοράς του εις την ενσωματωμένην εις αυτό εισαγγελική πρόταση, όσο και με δικές του σκέψεις εδέχθη, κατά την ανέλεγκτο περί πραγμάτων κρίση του, ότι εκ των στοιχείων της σχηματισθείσης ανακριτικής δικογραφίας και δη εκ των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων κατά την προανάκριση και την ανάκριση, εξ όλων των εγγράφων, εν συνδυασμώ προς την απολογία των κατηγορουμένων, (εδέχθη) ότι στοιχειοθετείται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του αποδιδομένου εις τον αναιρεσείοντα αδικήματος ως άνω, ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο συμβούλιο εξετίμησε τις αποδείξεις και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του, αφού προέβη εις την συμπλήρωση του πρωτοδίκου βουλεύματος, ώστε να προσδιορισθεί επακριβέστερον η κατηγορία. Ο αναιρεσείων νυν με τον μοναδικόν λόγον της αιτήσεως αναιρέσεώς του προβάλλει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του λόγου ότι δεν υπάρχει εις το προσβαλλόμενο βούλευμα διάταξη περί επικυρώσεως ή μη του πρωτοδίκου βουλεύματος. Ο τοιούτος λόγος όμως αναιρέσεως δεν προβλέπεται υπό της διατάξεως του άρθρου 484 και πρέπει, εντεύθεν, να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτος, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ.1, 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-4-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμ. 84/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή