Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1702 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Συναυτουργία, Επεκτατικό αποτέλεσμα.




Περίληψη:
Απάτη κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και συνήθεια. Δεκτή η αναίρεση κατά βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας (δεν αναφέρονται κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα, ενώ γίνεται επιλεκτική αναφορά σε καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα, ενώ παραλείπονται καταθέσεις άλλων μαρτύρων και άλλων εγγράφων της δικογραφίας). Αναιρεί και ως προς τους συγκατηγορούμενους. Παραπέμπει. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1702/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού) ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1628/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ2 και 2. Χ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1681/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 54/5-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 178/6-9-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της από τον δικηγόρο Αθηνών Μιχάλη Τέλκη, δυνάμει της από 5-9-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 1628/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών παρέπεμψε με το υπ'αριθμ. 4113/2004 βούλευμά του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους : 1) Χ2, 2) Χ3 και 3) Χ1 (αναιρεσείουσα), προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της πράξεως της απάτης κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, η δε συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ.
Κατά του παραπάνω βουλεύματος όλοι οι παραπεμφθέντες κατηγορούμενοι (μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα) άσκησαν στη συνέχεια εφέσεις. Επί των εφέσεων αυτών εξεδόθη το υπ'αριθμ. 738/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγιναν δεκτές τυπικά και απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι εν λόγω εφέσεις, επικυρώθηκε δε το πρωτόδικο υπ'αριθμ. 4113/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ως προς όλες τις διατάξεις του. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών άσκησαν αναιρέσεις όλοι οι κατηγορούμενοι, εξεδόθη δε στη συνέχεια το υπ'αριθμ. 1968/2006 βούλευμα του Αρείου Πάγου, με το οποίο αναιρέθηκε στο σύνολό του το εν λόγω βούλευμα και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1628/2007 βούλευμά του έκανε και πάλι τυπικά δεκτές τις εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθμ. 4113/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και ακολούθως τις απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες. Κατά του τελευταίου αυτού εφετειακού βουλεύματος στρέφεται πλέον η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη την 28-8-2007 με θυροκόλληση, σύμφωνα με τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 155 παρ. 2 και 273 Κ.Π.Δ. Επακολούθησε την ίδια ημέρα (28-8-2007) νομότυπη επίδοση του βουλεύματος στον αντίκλητό της δικηγόρο Αθηνών Μιχάλη Τέλκη. Η αίτηση ασκήθηκε την 6-9-2007 (άρθρ. 473 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 178/6-9-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσως της περιουσίας του παθόντα, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 386 Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. στ' Π.Κ., όπως το τελευταίο αυτό (στ) προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του (ΑΠ 1074/2006, ΑΠ 1445/2004, ΑΠ 1820/2003). Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, δεν είναι δε απαραίτητο να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη (ΑΠ 865/2003). Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 937/2007). Περαιτέρω κατά την παρ. 2 του άρθρου 98 Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με την υποπαρ. 1.1. της παρ. 1 του άρθρου 14 Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που, ανάλογα με το έγκλημα, επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 Π.Κ, που προστέθηκε με την υποπαρ. 1.1. της παρ. 1 του άρθρου 14 Ν.2721/1999, για το άθροισμα του ποσού και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από το Ν.2721/1999, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη, πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού (Α.Π. 895/2007, ΑΠ 817/2007, ΑΠ 1074/2006, ΑΠ 1944/2003). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (ΑΠ 1174/2007, ΑΠ 980/2007).
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1095/2007, ΑΠ 842/2007, ΑΠ 544/2005). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 770/2007, ΑΠ 1071/2005). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παράβαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).
4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό (βούλευμα) εισαγγελική πρόταση, τα ακόλουθα:
Η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων ασκήθηκε με βάση τις με αριθμούς Α.Β.Μ. Δ-2002/24/3-1-2002 και Α.Β.Μ. Δ-2002/2635/4-8-2002 μηνύσεις της Ψ1 (η πρώτη), και του Ψ2 και της συζύγου του Ψ1 (η δεύτερη). Αναφέρονται όμως (εννοείται οι μηνύσεις) σε πραγματικά περιστατικά μεταξύ των μηνυτών και των κατηγορουμένων και όχι μεταξύ των κατηγορουμένων και του παραπάνω αναφερομένου μάρτυρα Α, ο οποίος έχει διαφορές με τους κατηγορουμένους, οι οποίες όμως (ενν. διαφορές) είναι άσχετες με την κρινομένη υπόθεση. Συγκεκριμένα, αμφότερες οι κρινόμενες μηνύσεις στρέφονται και κατά των τριών κατηγορουμένων, δηλαδή του Χ2, της συζύγου του Χ3, και της αδελφής της συζύγου του Χ1. Οι μηνύσεις αυτές συσχετίστηκαν λόγω συνάφειας (άρθρα 128 -129 Κ.Π.Δ) κατά την κυρία ανάκριση και διατάχθηκε η συνένωση των με το εκκαλούμενο.4114/2004 Βούλευμα (Βλέπ. 90 φύλλο αυτού).
Με την Α.Β.Μ. Δ-2002/24/3-1-2002 μήνυση, η μηνύτρια Ψ1 υποστηρίζει ότι, περί τα μέσα του Φεβρουαρίου του έτους 1998 επισκέφθηκε μαζί με τον σύζυγο της Ψ2, μια πολυτελέστατη έκθεση αυτοκινήτων που λειτουργούσε στην Αθήνα (...), προκειμένου να αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο τύπου τζίπ. Στην είσοδο της εκθέσεως αυτής υπήρχε μια φωτεινή πινακίδα μεγάλων διαστάσεων με τον τίτλο "ΑΘΗΝΑ Α.Ε". Η εταιρεία αυτή ήταν συμφερόντων αποκλειστικώς των τριών κατηγορουμένων, δεδομένου ότι αυτοί αποτελούσαν το Διοικητικό της Συμβούλιο. Κατά τον χρόνο που επισκέφθηκαν (οι μηνυτές) την παραπάνω έκθεση αυτοκινήτων, υπήρχαν σ' αυτήν πανάκριβα και πολυτελέστατα αυτοκίνητα, τόσο εντός του καταστήματος, όσο και στον ιδιωτικό χώρο που βρισκόταν έξω από αυτόν. Τα αυτοκίνητα αυτά ήταν μάρκας Μερσεντές, Πόρσε, Φεράρι, BMW, αξίας συνολικώς πάνω από 400.000.000 δραχμών. Στον εκθεσιακό αυτό χώρο οι μηνυτές συνάντησαν την δεύτερη και την τρίτη των εκκαλούντων κατηγορουμένων, οι οποίες τους συστήθηκαν ως αδελφές, τους είπαν ότι είναι επιχειρηματίες και οι οποίες προσφέρθηκαν να τους εξυπηρετήσουν αμέσως με μεγάλη προθυμία, παρουσιάζοντας τους τα διάφορα αυτοκίνητα που βρισκόταν εκτεθειμένα προς πώληση. Αμφότερες οι κατηγορούμενες, τους διαβεβαίωσαν ότι, όλα τα αυτοκίνητα ήταν της πλήρους ιδιοκτησίας τους, ότι ήταν προς πώληση και ότι ήταν οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της Μερσεντές στην Ελλάδα, μεγαλοεισαγωγείς παντός τύπου ΙΧΕ αυτοκινήτων από το εξωτερικό και ότι είχαν την δυνατότητα και την υποδομή να τους προμηθεύσουν οποιοδήποτε αυτοκίνητο μικρό ή μεγάλο. Τους διαβεβαίωσαν επίσης ότι, είχαν την δυνατότητα λόγω μεγάλων γνωριμιών που διέθεταν στο εξωτερικό και κυρίως στην Γερμανία, να εισάγουν σε σύντομο χρονικό διάστημα οποιοδήποτε αυτοκίνητο. Και αυτό γιατί, θα το εισήγαγαν οι ίδιοι μόνοι τους, χωρίς να μεσολαβήσουν άλλα πρόσωπα. Επίσης τους διαβεβαίωσαν ότι, η επιχείρηση τους ήταν οικονομικά βιώσιμη, με πολλά κέρδη και ότι, οι ίδιοι βρισκόταν σε ανθηρή οικονομική κατάσταση. Μεταξύ των μηνυτών και των κατηγορουμένων αναπτύχθηκε αρχικώς κοινωνική γνωριμία, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε οικογενειακό και φιλικό δεσμό, που τελικώς κατέληξε έξι μήνες αργότερα (τον Αύγουστο του έτους 1998) στο να γίνουν κουμπάροι, βαπτίζοντας ο πρώτος και η δεύτερη των εκκαλούντων κατηγορουμένων το ένα από τα δίδυμα παιδιά των μηνυτών. Την 12-5-1998 οι μηνυτές παρήγγειλαν στους κατηγορουμένους ένα αυτοκίνητο μάρκας ROVER τύπου FREECANDER JEEP 1800 cc σε πεντάθυρο, συνολικής αξίας 13.000.000 δραχμών, έναντι της οποίας προκατέβαλαν, (στις 12-5-1998), το ποσό των 8.000.000 δραχμών, υπογράφοντας προς τούτο σχετικό Δελτίο Παραγγελίας αυτοκινήτου (Βλέπ. αυτό στην δικογραφία). Επειδή όμως το παραγγελθέν αυτοκίνητο, αργούσε να παραδοθεί, οι μηνυτές άρχισαν να διαμαρτύρονται. Οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι τους διαβεβαίωναν πότε ότι το αυτοκίνητο "είναι στον δρόμο και έρχεται", πότε ότι "είναι στο τελωνείο και θα εκτελωνισθεί εντός των ημερών", πότε ότι "έχουν πρόβλημα με τον εκτελωνιστή τους" και πότε ότι, θα τους παραδώσουν προς εξασφάλιση των μεταχρονολογημένες επιταγές (βλέπ. 5η και 6η σελίδα της Α. Β. Μ. Δ-2002/24/3-1-2002 μηνύσεως). Την 3-11-1998 οι μηνυτές δέχθηκαν να υπογράψουν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με τον πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο για τις οικονομικές ανάγκες της εταιρείας, με το οποίο αμφότεροι οι μηνυτές συνδράμουν οικονομικά την πορεία των εργασιών της εταιρείας με παροχή προς αυτήν (την εταιρεία) χρηματικής βοήθειας. Δηλαδή συμφωνήθηκε η υπογραφή συμβάσεως εκχωρήσεως-απαιτήσεων με τίτλους ΑΥΛΑ ΕΓΕΔ, ονομαστικής αξίας 44.000.000 δραχμών. Με την σύμβαση αυτή οι μηνυτές αφ' ενός μεν παραχωρούσαν στην δανείστρια τράπεζα του πιστούχου COMMERCIAL BANK OF GREECE (GERMANY) GMBH απεριόριστη εξουσία διάθεσης της άνω εκχωρούμενης απαίτησης της, αφ' ετέρου δε με την εκ μέρους αυτών απευθείας χορήγηση του χρηματικού ποσού των γερμανικών μάρκων 50.000 σε Γερμανό προμηθευτή και συνεργάτη του πιστούχου. Προκειμένου να υπογραφεί το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος δήλωνε τότε στο συμφωνητικό ότι έχει εισαγάγει τέσσερα (4) πολυτελή αυτοκίνητα εργοστασίου κατασκευής MERCEDES τύπου CLK 200, ΜΙ Jeep 320, ΜΙ Jeep 230 και ΜΙ Jeep 230 και συμφωνήθηκε ότι, μετά την πώληση των τεσσάρων αυτών αυτοκινήτων ουδεμία ευθύνη θα υπάρχει πλέον για τους μηνυτές. Ο ίδιος (ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος) ανέλαβε την υποχρέωση (ως εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας) να αποδώσει σ' αυτούς (δηλαδή στους μηνυτές) χρηματικό ποσό ίσο προς τους ενσωματωμένους τίτλους που αναφέρονται στη σύμβαση εκχωρήσεως κατά τον χρόνο της καταγγελίας ποσού όπως και του χρηματικού ποσού των 50.000 γερμανικών μάρκων (Βλέπ. σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό στην δικογραφία). Οι εκκαλούντες -κατηγορούμενοι όμως, μολονότι εισήγαγαν τα ως άνω αυτοκίνητα και τα πώλησαν, δεν απέδωσαν στους μηνυτές το σύνολο των χρημάτων που αντιστοιχούσαν στην αξία των άϋλων τίτλων και των 50.000 Γερμανικών Μάρκων.
Τον Ιανουάριο του έτους 1999 οι μηνυτές επισκέφθηκαν τους εκκαλούντες - κατηγορουμένους συνοδευόμενοι από τον Β παρουσία του οποίου και οι τρεις εκκαλούντες-κατηγορούμενοι τους διαβεβαίωσαν ότι, μπορούν να καταβάλλουν στην τράπεζα τα λεφτά που αντιστοιχούν στους άϋλους τίτλους και στα 50.000 γερμανικά μάρκα. Μετά από έντονες διαμαρτυρίες των μηνυτών (δεδομένου ότι, δεν είχαν λάβει ακόμα τα οφειλόμενα χρήματα), ο πρώτος των κατηγορουμένων κατέβαλλε τον Μάιο του 1999 10.500.000 δρχ., 500.000 τον Απρίλιο του 2000 και 200.000 δρχ. τον Ιούλιο του 2000, για να καλύψει μέρος των οφειλομένων. Κάθε φορά δε που οι μηνυτές διαμαρτυρόταν για την μη επιστροφή των οφειλομένων χρημάτων, οι κατηγορούμενοι διαβεβαίωναν ότι θα τακτοποιήσουν το θέμα των. Τον μήνα Μάιο του 1999 οι μηνυτές επισκέφθηκαν εκ νέου τους κατηγορουμένους συνοδευόμενοι από τον Γ, οπότε και πάλι δέχθηκαν τις διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων, ότι θα τακτοποιούσαν την υποχρέωση τους, επικαλούμενοι εκ νέου τις στενές των σχέσεις. Μετά από τις συνεχείς οχλήσεις των μηνυτών οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι τους έδωσαν (δια χειρός του πρώτου κατηγορουμένου) ονομαστικές (ενν. επιταγές) τρίτου πελάτη και έτσι εισέπραξαν 9.000. 000 δρχ. Μετά από όλα αυτά οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι εξαφανίστηκαν, μεταβαίνοντας σε άλλη περιοχή, όπου άνοιξαν νέα έκθεση αυτοκινήτων (βλέπ. 3η και 4η σελίδα της Α. Β. Μ. Δ-2002/263 5/2-8-2002 μηνύσεως). Την 17-11-2000 η τράπεζα COMMERCIAL BANK με έγγραφο της πληροφόρησε τους μηνυτές ότι, ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος δεν τήρησε τις συμφωνίες μαζί της. Έτσι, η τράπεζα προέβη στην ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων, δηλαδή των άϋλων τίτλων που είχαν (οι μηνυτές) δώσει. Σύμφωνα με τους μηνυτές " ... στην πορεία αποκαλύφθηκε ότι οι μηνυόμενοι μας εξαπάτησαν. Και τούτο διότι η εταιρεία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. και δη η πολυτελής έκθεση αυτοκινήτων, ήταν βιτρίνα για να παρασύρουν κόσμο, να λαμβάνουν ως προκαταβολές διάφορα χρηματικά ποσά και στη συνέχεια να μην πραγματοποιούν τις υποσχέσεις τους. Ειδικότερα αποκαλύφθηκε ότι όλα τα πολυτελή αυτοκίνητα που μας έδειξαν οι μηνυόμενοι στην έκθεση τους, δεν ανήκαν κατά κυριότητα στην εταιρεία τους, αλλά στην κυριότητα τρίτων προσώπων τα οποία ενδιαφερόντουσαν να τα πουλήσουν. Οι ίδιοι οι μηνυόμενοι δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομα τους και ασφαλώς δεν έχουν καμία οικονομική επιφάνεια. Έκαναν μεγάλη ζωή από τα χρήματα που εισέπρατταν εξαπατώντας τον κόσμο και με σκοπό να πιάσουν κι άλλα θύματα. Άλλωστε το ποιόν των μηνυομένων αποκαλύφθηκε σε μας σιγά-σιγά όταν, αφού πέρασε καιρός και το αυτοκίνητο δεν ερχόταν, αρχίσαμε να ρωτάμε δεξιά και αριστερά για το τι είδους άνθρωποι είναι. Τότε ανακαλύψαμε ότι οι μηνυόμενοι έχουν εξαπατήσει πάρα πολύ κόσμο όπως τον Α, τον Δ κ. λ. π. Μέχρι σήμερα οι μηνυόμενοι ούτε το αυτοκίνητο που παραγγείλαμε μας έχουν δώσει, αλλά ούτε και τα χρήματα της προκαταβολής ... " (Βλέπ. την από 3-11-2003 ένορκη κατάθεση Ψ2).
Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι αρνούνται την κατηγορία (για την οποία έχουν παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών) και 'υποστηρίζουν (κατά την κύρια αυτών Υπερασπιστική βάση) ότι, ουδεμία αξιόποινη πράξη διέπραξαν. Ειδικότερα: α) ο πρώτος υποστηρίζει ότι, ".......από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι, η οικογενειακή μου εταιρεία κάθε άλλο παρά "μαϊμού" -κατά την ρήση της αντιδίκου- εταιρεία ήταν, αφού οι πραγματοποιηθέντες τζίροι και πωλήσεις ήσαν αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων. Εξ άλλου εάν είχε σκοπούς άνομους όπως η μήνυση αναφέρει, δεν θα "έβαζα" σε αυτή (την εταιρεία) μέτοχο την σύζυγο μου και μέλος του Δ.Σ. την κουνιάδα μου (τις συγκατηγορούμενες). Ο έχων απατηλή ροπή έχει το μυαλό και την πρόνοια να μην "μπλέκει" την οικογένεια του, αλλά μόνον τον εαυτόν του. Η μεν σύζυγος μου Χ3 κατείχε το 30% των μετοχών και η κουνιάδα μου Χ1 δεν είναι μέτοχος, απλώς και μόνο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και όπως σε όλες τις οικογενειακές επιχειρήσεις συμβαίνει, έτσι κι εδώ την όλη διαχείριση, διοίκηση και ευθύνη της εταιρείας είχα μόνον εγώ και αυτές "τυπικά" και μόνον συμμετείχαν στην εταιρεία. Έρχονται όμως συγκατηγορούμενες εντέχνως για να στερηθώ εγώ δύο βασικών μαρτύρων. Ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είχαν ενεργή ανάμειξη στην εταιρεία και τις εργασίες της....." (Βλέπ. το απ622-12-2003 απολογητικό υπόμνημα πρώτου κατηγορουμένου), β) η δεύτερη. Εκκαλούσα - κατηγορουμένη (σύζυγος του) υποστηρίζει ότι, ".......στην εταιρεία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. συμμετείχα τυπικά με ποσοστό 30%, αλλά την όλη ευθύνη και. διαχείριση της επιχείρησης την είχε αποκλειστικά ο σύζυγος μου Χ2. Ουδέποτε αναμείχθηκα στην εταιρεία, ούτε βέβαια γνωρίζω τις συμφωνίες που έκανε ο σύζυγος μου με το ζεύγος Ψ ... " (Βλέπ. την από 3-12-2003 ανακριτική απολογία της), γ) η τρίτη εκκαλούσα- κατηγορουμένη (αδελφή της δευτέρας) υποστηρίζει ότι, " ........ιδρυτικά μέλη και ιδιοκτήτες της ΑΘΗΝΑ Α.Ε ήταν οι Χ2 Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος και Χ3 Αντιπρόεδρος, οι οποίοι ήσαν και οι αποκλειστικοί μέτοχοι και ιδιοκτήτες αυτής και η ανωτέρω εταιρεία ήτο αποκλειστικών συμφερόντων των δύο ανωτέρω, οι οποίοι κατ' έτος 1994 ,όταν συνεστήθη η ως άνω Α. Ε με παρεκάλεσαν να με τοποθετήσουν τυπικά απλό μέλος του Δ.Σ αυτής, εγώ δε εδέχθην από αδελφική αγάπη και μόνο, αφού πρώτα έλαβα την διαβεβαίωση ότι η συμμετοχή μου ήτο τυπική και μόνο.........
Σημειωτέον ότι η Χ3 είναι αδελφή μου και ο Χ2 σύζυγος της και γαμβρός μου .. Έκτοτε εγώ ουδεμία συμμετοχή και ουδεμία οικονομική απολαβή είχα και ούτε επιθυμούσα να έχω, με την ως άνω εταιρεία, ουδεμία δε πράξη διαχείρισης η διοίκησης της ανωτέρω εταιρείας έχω ασκήσει και δεν γνώριζα καμία, ούτε εμπορική ούτε άλλη πράξη της, αφού Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Χ2 ο οποίος και διενεργούσε όλες τις πράξεις της εταιρείας. Κατά την επίσκεψη της μηνύτριάς μου με τον σύζυγο της τον Φεβρουάριο του έτους 1998 δεν ήμουν παρούσα και κατ' επέκτασιν δεν της επέδειξα κανένα αυτοκίνητο και ούτε την διαβεβαίωσα , δια το εάν ήμουν επιτυχημένη επιχειρηματίας κλπ αφού ούτε ήμουν παρούσα ούτε την συνήντησα εις την ως άνω εταιρεία γιατί ουδέποτε πήγα εις αυτήν, έχω δε μαύρα μεσάνυκτα και από αυτοκίνητα και από εταιρείες. Με την ως άνω μηνύτριά μου ουδέποτε μέχρι σήμερα είχα οιαδήποτε συναλλαγή είτε εμπορική είτε όχι και ουδεμία απολύτως σχέση, και ούτε ποτέ ήμουν παρούσα σε καμία από τις πράξεις που έκανε με την ως άνω εταιρεία, άλλωστε εγώ την εγνώρισα αυτήν και τον σύζυγο της το πρώτον τον Αύγουστο του έτους 1998 , όταν εκλήθην από την αδελφή μου Χ3 να παρευρεθώ σε βάπτιση κατά την οποία η κόρη της και ανιψιά μου, θα βάπτιζε την κόρη της μηνύτριάς ....." (Βλέπ. το από 22-12-2003 απολογητικό υπόμνημα της).
Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί των κατηγορουμένων δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια καθότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση, τόσο με τις κρινόμενες δύο μηνύσεις, το περιεχόμενο των οποίων έχει και ενόρκως βεβαιωθεί κατά την κατάθεση των, όσο και με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Γ και Α, τους οποίους οι μηνυτές προτείνουν προς υποστήριξη των ισχυρισμών των. Συγκεκριμένα: 1) 0 μηνυτής Ψ2 καταθέτει ότι, (αντιγραφή των ισχυρισμών του κατά λέξη) ".......είμαι σύζυγος της Ψ2. Τους μηνυόμενους τους γνώρισα για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1998 όταν επισκέφθηκα την επί της οδού ... πολυτελή έκθεση αυτοκινήτων που εκείνου διατηρούσαν με την επωνυμία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. γιατί ενδιαφερόμουν να αγοράσω ένα αυτοκίνητο Τζίπ τύπου ROVER. Η παραπάνω έκθεση αυτοκινήτων ήταν πολυτελέστατη και, έδινε την εντύπωση ότι οι ιδιοκτήτες της ήταν ιδιαίτερα εύποροι. Εγώ εκεί βρήκα την Χ3 και την Χ1, οι οποίες μου συστήθηκαν ως συνιδιοκτήτριες της εκθέσεως αυτοκινήτων. Εγώ τους είπα ότι ενδιαφέρομαι για την αγορά ενός τζιπ κι εκείνες με ξενάγησαν στο χώρο της έκθεσης, η οποία σημειωτέον είχε προς πώληση μόνο πολυτελή αυτοκίνητα πολύ μεγάλης αξίας. Τα αυτοκίνητα αυτά μου είπα ότι ανήκουν στην κυριότητα της εταιρείας ΑΘΗΝΑ Α.Ε., την οποία μου παρουσίασαν ως οικονομικά, εύρωστη και ανθηρή επιχείρηση. Στην πορεία γνώρισα και τον Χ2, επίσης συνιδιοκτήτη της εταιρείας, ο οποίος μου είπε όλα όσα μου είχαν πει αρχικά οι δύο μηνυόμενες. Όλες οι συναντήσεις και οι συζητήσεις με τους μηνυόμενους γινόντουσαν παρουσία μου και παρουσία της συζύγου μου. Εγώ και η σύζυγος μου επειδή είχαμε επισκεφθεί την αντιπροσωπεία της ROVER στην Ελλάδα για να. αγοράσουμε το τζιπ κι εκείνη μας ανέφερε ότι θα χρειαστεί ένας χρόνος για την εισαγωγή και την παράδοση του, επειδή βιαζόμαστε να έχουμε το αυτοκίνητο νωρίτερα, απευθυνθήκαμε στην έκθεση αυτοκινήτων ΑΘΗΝΑ Α. Ε. γνωστοποιώντας το πρόβλημα μας. Οι μηνυόμενοι μας διαβεβαίωσαν ότι είναι αντιπρόσωποι της MERCEDES, ότι έχουν οργανωμένο δίκτυο στη Γερμανία και ότι μέσω αυτού θα μπορούσαν να μας φέρουν το αυτοκίνητο που ζητούσαμε σε 4 μήνες περίπου και κατά 1.000.000 δρχ, φθηνότερο. Μας ανέφεραν επίσης ότι έχουν εμπειρία στις εισαγωγές και πωλήσεις αυτοκινήτων και ότι οι ίδιο\ προσωπικά είναι ιδιαίτερα εύρωστοι οικονομικά. Στην πορεία εγώ και η σύζυγος μου αναπτύξαμε φιλικές σχέσεις με τους μηνυόμενους και αρχίσαμε και βγαίναμε μαζί. Οι μηνυόμενοι ζούσαν πολυτελέστατα, κυκλοφορούσε ο καθένας τους με ακριβά αυτοκίνητα, διατηρούσαν πολυτελέστατη μονοκατοικία στη ... και γενικά μας έδιναν την εντύπωση ότι είχαν τεράστια οικονομική επιφάνεια ο καθένας τους. Έτσι η σύζυγος μου προκατέβαλε στους μηνυόμενους τον Μάιο του 1998 το ποσό των 8.000.000 δραχμών σε μετρητά προκειμένου η εταιρεία των μηνυομένων να εισάγει για λογαριασμό της ένα τζιπ ROVER. Την παραπάνω προκαταβολή η σύζυγος μου την έδωσε επειδή πείστηκε στις διαβεβαιώσεις των μηνυομένων, όπως σ' αυτές παραπάνω αναφέρθηκα, δηλ. ότι η εταιρεία τους είναι οικονομικά εύρωστη, ότι έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν το αυτοκίνητο που παραγγέλθηκε κ.λ..π. Στην πορεία όμως αποκαλύφθηκε ότι οι μηνυόμενοι μας εξαπάτησαν. Και, τούτο διότι η εταιρεία. ΑΘΗΝΑ Α. Ε. και δη η πολυτελής έκθεση αυτοκινήτων, ήταν βιτρίνα για να παρασύρουν κόσμο, να λαμβάνουν ως προκαταβολές διάφορα χρηματικά ποσά και στη συνέχεια να μην πραγματοποιούν τις υποσχέσεις τους. Ειδικότερα αποκαλύφθηκε ότι όλα τα πολυτελή αυτοκίνητα που μας έδειξαν οι μηνυόμενοι στην έκθεση τους, δεν ανήκαν κατά. κυριότητα, στην εταιρεία τους, αλλά στην κυριότητα τρίτων προσώπων τα οποία ενδιαφερόντουσαν να τα πουλήσουν. Οι ίδιοι οι μηνυόμενοι δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομα τους και ασφαλώς δεν έχουν καμία οικονομική επιφάνεια. Έκαναν μεγάλη ζωή από τα χρήματα που εισέπρατταν εξαπατώντας τον κόσμο και με σκοπό να πιάσουν κι άλλα θύματα. Άλλωστε το ποιόν των μηνυομένων αποκαλύφθηκε σε μας σιγά - σιγά όταν, αφού πέρασε καιρός και το αυτοκίνητο δεν ερχόταν, αρχίσαμε να. ρωτάμε δεξιά και αριστερά για το τι είδους άνθρωποι είναι. Τότε ανακαλύψαμε ότι οι μηνυόμενοι έχουν εξαπατήσει πάρα πολύ κόσμο όπως τον Α, τον Δ, κ. λ. π. Μέχρι σήμερα οι μηνυόμενοι ούτε το αυτοκίνητο που παραγγείλαμε μας αλλά ούτε και τα χρήματα της προκαταβολής .... }} (Βλέπ. την από 3-11-2003 ένορκη κατάθεση Ψ2), 2)Η μηνύτρια Ψ1 υποστηρίζει ότι, (αντιγραφή των ισχυρισμών της κατά λέξη) ".....κατά τον χρόνο που επισκεφθήκαμε την έκθεση αυτή, υπήρχαν πανάκριβα πολυτελέστατα αυτοκίνητα, τόσον εντός του καταστήματος αυτού, όσον και στον ιδιωτικό χώρο που ευρίσκετο έξωθεν αυτού και ήσαν μάρκας Μερσεντές, Πόρσε, Φεράρι , BMW Κ.ά αξίας συνολικώς πάνω από 400.000.000 δρχ και πρωτοσυναντήσαμε στον εκθεσιακό αυτόν χώρο, τις 2η και 3η όύί μηνυομένων που μας συστήθηκαν ως αδελφές επιχειρηματίες και οι οποίες προσφέρθηκαν να μας εξυπηρετήσουν αμέσως με μεγάλη προθυμία, επιδείχνοντας μας διάφορα αυτοκίνητα που ήσαν εκεί, αφού μας διαβεβαίωσαν ότι όλα τα αυτοκίνητα ήσαν της πλήρους ιδιοκτησίας τους και τα οποία ήσαν προς πώληση και ότι ήσαν και οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της Μερσεντές στην Ελλάδα, μεγαλοεισαγωγείς παντός τύπου ΙΧΕ αυτοκινήτων από το εξωτερικό και είχαν την δυνατότητα και την υποδομή να μας προμηθεύσουν οποιοδήποτε αυτοκίνητο μικρό ή μεγάλο θελήσουμε να αγοράσουμε, πέραν του ότι μας διαβεβαίωσαν ότι θα αγοράζαμε σε πιο συμφέρουσα τιμή από την τρέχουσα, και ότι ήταν επίσης σε θέση και είχαν την δυνατότητα λόγω μεγάλων γνωριμιών που είχαν στο εξωτερικό και κυρίως στην Γερμανία, οποιοδήποτε αυτοκίνητο να μας το φέρουν πιο γρήγορα χρονικά από οποιαδήποτε άλλο παραεισαγωγέα, δεδομένου ότι θα το εισήγαγαν αυτοί μόνοι τους από το εξωτερικό και δεν θα παρεμβάλλοντο άλλα πρόσωπα" (Βλέπ. σελ 2η της Α.Β.Μ. Α-2002/24 μηνύσεως). έτσι πεισθείσα εγώ και ο σύζυγος μου σύμφωνα με τις παραπάνω διαβεβαιώσεις τους, υπογράφηκε μεταξύ μας το από 12-5-1998 δελτίο παραγγελίας αυτοκινήτου μάρκας ROVER τύπου FREECANDER JEEP 5θυρο, 1800 C συνολικής αξίας 13.000.000 δρχ., καταβάλλοντος αμέσως με την υπογραφή του δελτίου παραγγελίας αυτού στους τρεις μηνυομένους που ήταν και οι τρεις παρόντες κατά τον χρόνο που κατέβαλα το ποσό των 8.000.000 δρχ σε μετρητά, αφού είχα κάνει ανάληψη από την τράπεζα πίστεως της Κηφισιάς, παρουσία του συζύγου μου, τον οποίο προτείνω ως μάρτυρα αποδείξεως των καταγγελλομένων σε βάρος των κουμπάρων μας και τούτο το ποσό ως προκαταβολή μου απεσπάσθη βέβαια δόλια, για την αγορά του αυτοκινήτου αυτού....." (Βλέπ. σελ 5η της Α.Β.Μ. Α2002/24 μηνύσεως), 3) 0 μάρτυρας Γ καταθέτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) " ....τρεις - τέσσερις μήνες από τότε που το ζεύγος Ψ1-Ψ2 είχε δώσει τα χρήματα στον Χ2, κι επειδή και το αυτοκίνητο που είχε παραγγείλει το ζεύγος Ψ1-Ψ2 για δικό του, αλλά και τα υπόλοιπα 4 που προανέφερα δεν είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα και λόγω του ότι ο Χ2 τους διαβεβαίωνε ότι ήταν θέμα χρόνου η εισαγωγή των αυτ/των, εγώ και το ζεύγος Ψ1-Ψ2, πήγαμε στην έκθεση αυτοκινήτων και την βρήκαμε κλειστή. Όταν ρωτήσαμε κάποιον γείτονα τι έχει γίνει και που είναι ο Χ2 εκείνος μας απάντησε χαρακτηριστικά "όχι Χ2 αλλά Κατεγκληματίας", θέλοντας προφανώς να δηλώσει ότι το ποιόν του δεν ήταν καθόλου καλό και ότι όλη η γειτονιά χάρηκε που είχε φύγει. Στην πορεία το ζεύγος Ψ1-Ψ2 ανακάλυψε ότι ο Χ2 είχε ανοίξει καινούργια έκθεση αυτοκινήτων στη Λεωφ. ... σε άλλο σημείο από την προηγούμενη καθώς και ότι είχε εισάγει τα 4 αυτοκίνητα MERCEDES για τα οποία του είχαν δοθεί οι άϋλοι τίτλοι και τα γερμανικά μάρκα. Ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία του Ψ2 με τον Χ2,ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι είχε εισάγει τα αυτοκίνητα, του έλεγε ότι ήταν στη διαδικασία ανεύρεσης πελατών και ότι θα τον ειδοποιούσε όταν αυτά θα πωλούντο για να του καταβάλλει τα χρήματα που του αναλογούσαν, δηλ. την αξία αγοράς τους από το εξωτερικό συν 1.000.000 δραχμές κέρδος για κάθε αυτοκίνητο. Αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές, παρότι εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι ο Χ2 είχε ήδη πουλήσει 2 από τα 4 αυτοκίνητα Όταν έμαθε τα παραπάνω ο Ψ2 κι έβαλε τις φωνές στον Χ2, θεωρώντας ότι ο τελευταίος τον είχε εξαπατήσει με σκοπό να καρπωθεί τα χρήματα που είχε λάβει, ο Χ2 προσπαθώντας να αποφύγει ποινικέςευθύνες, έδωσε στον Ψ2 συνολικά περί τα 20.000.000 δραχμές. Εγώ προσωπικά ήμουν παρών όταν ο Χ2 κατέβαλε γύρω στα 11.000.000 δραχμές τμηματικά. Έκτοτε ο Χ2 δεν έχει επιστρέψει τα υπόλοιπα χρήματα στο ζεύγος Ψ2 παρότι 15 τουλάχιστον φορές είχε συναντηθεί με την Ψ1 την οποία εγώ συνόδευα και υποστήριζε ότι δεν πρόκειται να φάει τα χρήματα της. Σε κάποια ραντεβού που έγιναν στη δεύτερη έκθεση του Χ2 ήταν παρούσα και η σύζυγος του Ψ2 Είμαι πεπεισμένος ότι το ζεύγος Ψ1-Ψ2 εξαπατήθηκε από τον Χ2, τη σύζυγο του και την αδελφή της συζύγου του γιατί όλοι μαζί παρουσιάστηκαν ως οικονομικά εύρωστοι επιχειρηματίες, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν, με σκοπό να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, όπως κι έγινε και να τους αποσπάσουν τα παραπάνω χρηματικά ποσά που προανέφερα και να τα καρπωθούν οι ίδιοι ... " (Βλέπ. την από 31-10-2003 ένορκη ανακριτική κατάθεση Γ), 4) Ο μάρτυρας Α καταθέτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) "......περί τα τέλη του έτους του 1993 γνώρισα για πρώτη φορά τους μηνυόμενους, οι οποίοι στην οδό ... διατηρούσαν πολυτελέστατη έκθεση ακριβών αυτοκινήτων. Εγώ περνώντας από εκείνο το δρόμο με το αυτοκίνητο μου, τύπου MERCEDES, παλαιό μοντέλο, εντυπωσιάστηκα από την έκθεση, σταμάτησα και μπήκα μέσα γιατί ενδιαφερόμουν να αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο του παραπάνω τύπου. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά την Χ3, η οποία μου συστήθηκε ως επιχειρηματίας και μετά από λίγη ώρα ήλθε και ο Χ2, ο οποίος επίσης μου συστήθηκε ως επιχειρηματίας. Οι ως άνω μου παρέστησαν ψευδώς, όπως εκ των υστέρων ανακάλυψα, ότι έχουν εταιρεία η οποία ασχολείται με την εισαγωγή πολυτελών αυτοκινήτων από το εξωτερικό παντός τύπου, ότι η εταιρεία τους ήταν φερέγγυα και οικονομικά εύρωστη, ότι τα αυτοκίνητα που υπήρχαν ήδη στο κατάστημα τους ήταν δικά τους και ότι οι ίδιοι ατομικά είχαν σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία. Τα ίδια ως άνω μου ανέφερε μετά από λίγες ημέρες και η Χ1, δοθέντος του ότι και με τους τρεις μηνυόμενους με τον καιρό είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας φιλική και οικογενειακή σχέση. Θέλοντας να αγοράσω ένα καινούργιο αυτοκίνητο MERCEDES και δεδομένου ότι οι μηνυόμενοι μου είχαν αποσπάσει την εμπιστοσύνη μου, τους έδωσα προκαταβολή το παλιό μου αυτοκίνητο .και συμφώνησα μαζί τους προφορικώς, να εισάγουν για λογαριασμό μου ένα τετράθυρο MERCEDES. Περί το έτος 1998, θέλοντας να πουλήσω το αυτοκίνητο που είχα αγοράσει από τους μηνυόμενους, ανακάλυψα ότι, αυτό ήταν μαϊμού, δηλ. ήταν κομμένη σειρά. Εξ αφορμής του γεγονότος αυτού και δοθέντος του ότι το 1996 είχα καταβάλλει στους μηνυόμενους τοις μετρητοίς, 28.000.000 για να μου εισάγουν αυτοκίνητα OPEL CORSA για τις ανάγκες της επιχειρήσεως μου, τα οποία μέχρι τότε δεν μου είχαν παραδώσει, άρχισα να ερευνώ το παρελθόν των μηνυομένων, φοβούμενος ότι είχα πέσει σε κύκλωμα απατεώνων. Στην πορεία ανακάλυψα ότι, η εταιρεία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. που φέρεται ότι εισήγαγε τα αυτοκίνητα, ήταν μια εταιρεία μαϊμού με μηδενικά περιουσιακά στοιχεία, ότι οι μηνυόμενοι δεν ήταν φερέγγυοι και δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομα τους, ότι τα αυτοκίνητα που είχαν στην έκθεση αυτοκινήτων της οδού ... ήταν όλα ξένης ιδιοκτησίας και ότι ο Χ2, που εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος της εταιρείας ΑΘΗΝΑ Α.Ε. ήταν πτωχός και μη συγγνωστός από το έτος 1982 και είχε ιδιαίτερα βεβαρημένο ποινικό παρελθόν. Ανακάλυψα επίσης ότι με τον ίδιο τρόπο είχε εξαπατήσει και πολλούς άλλους, μεταξύ των οποίων και το ζεύγος Ψ1-Ψ2 .... " (Βλέπ. την από 21-10-2003 ένορκη ανακριτική κατάθεση Α).
Από την εκτίμηση (κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ.) και την λογική αξιολόγηση των παραπάνω καταθέσεων σαφέστατα συνάγεται η θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό όφελος της οποίας ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.368 και από τους τρεις προσφεύγοντες -κατηγορουμένους. Και αυτό γατί: α)Στην έκθεση της οδού ... οι μηνυτές "βρήκαν" την Χ3 και την Χ1 (δηλαδή την δεύτερη και τρίτη των προσφευγουσών κατηγορουμένων), β)οι παραπάνω Χ3 και η Χ1 τους συστήθηκαν ως συνιδιοκτήτριες της εκθέσεως αυτοκινήτων, γ) αμφότερες οι Χ3 και Χ1 τους ανέφεραν ότι, τα αυτοκίνητα ανήκουν στην κυριότητα της εταιρείας ΑΘΗΝΑ Α.Ε., την οποία παρουσίασαν(στους μηνυτές) ως οικονομικά εύρωστη και ανθηρή επιχείρηση, δ) ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ2 επανέλαβε στους μηνυτές, όλα τα παραπάνω, δηλαδή όσα τους είχαν διαβεβαιώσει αρχικώς και οι δρο συγκατηγορούμενες του, ε) και οι τρεις μηνυόμενοι διαβεβαίωσαν τους μηνυτές ότι, είναι αντιπρόσωποι της MERCEDES, ότι έχουν οργανωμένο δίκτυο στη Γερμανία και ότι μέσω αυτού θα μπορούσαν να τους φέρουν το αυτοκίνητο που ζητούσαμε σε 4 μήνες περίπου και κατά 1.000.000 δρχ, φθηνότερο, στ) και οι τρεις μηνυόμενοι διαβεβαίωσαν τους μηνυτές ότι, έχουν εμπειρία στις εισαγωγές και πωλήσεις αυτοκινήτων και ότι οι ίδιοι προσωπικά είναι ιδιαίτερα εύρωστοι οικονομικά.
Ειδικότερα δε όσον αφορά την τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1, της οποίας ο κύριος υπερασπιστικός ισχυρισμός συνιστάται (όπως ήδη ελέχθη παραπάνω) στο ότι, η συμμετοχή της στην εταιρεία είναι παντελώς τυπική, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική συμμετοχή, η θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που της αποδίδεται προκύπτει από τα παρακάτω επιμέρους πραγματικά περιστατικά: α)από το γεγονός ότι, τον Φεβρουάριο του 1998 που ο μηνυτής Ψ2 μαζί με την επίσης μηνύτρια σύζυγο του Ψ1 επισκέφθηκαν την επί της οδού ... πολυτελή έκθεση αυτοκινήτων, αυτή, δηλαδή η τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη βρισκόταν στην έκθεση και είχε ουσιαστική συμμετοχή στην λειτουργία αυτής, β)τους συστήθηκε ως συνιδιοκτήτρια της εκθέσεως, γ)τους "ξενάγησε" στο χώρο της εκθέσεως επιδείχνοντας τους τα αυτοκίνητα που ήταν εκεί εκτεθιμένα για πώληση, δ)τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι όλα τα αυτοκίνητα ήταν της πλήρους ιδιοκτησίας τους ε) τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι ήσαν οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της Μερσεντές στην Ελλάδα, μεγαλοεισαγωγείς παντός τύπου ΙΧΕ αυτοκινήτων από το εξωτερικό, στ) τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι είχαν την δυνατότητα και την υποδομή να τους; προμηθεύσουν οποιοδήποτε αυτοκίνητο μικρό ή μεγάλο επιθυμούν να αγοράσουμε, ζ)τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι θα αγόραζαν σε πιο συμφέρουσα τιμή από την τρέχουσα, η) τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι ήταν σε θέση και είχε την δυνατότητα λόγω μεγάλων γνωριμιών που διέθεταν ως εταιρεία στο εξωτερικό και κυρίως στην Γερμανία, να τους προμηθεύσουν οποιοδήποτε αυτοκίνητο πιο γρήγορα χρονικά, αλλά και πιο φθηνά από οποιαδήποτε άλλο εισαγωγέα.
Από τα παραπάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει με πλήρη βεβαιότητα, κατά την κρίση μου, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ., η θεμελίωση όχι μόνον της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το συνολικό όφελος της οποίας και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.368 ευρώ, αλλά και η θεμελίωση του κοινού (κατ' άρθρο 45 Π.Κ.) υποκειμενικού στοιχείου του δόλου και των τριών κατηγορουμένων.
Στα παραπάνω πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη: α)το γεγονός ότι, ο πρώτος εκκαλών -κατηγορούμενος Χ2 είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης με την αριθμ. 2721/82 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ με την αριθμ. 3197/92 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου διετάχθη η παύση των εργασιών και κηρύχθηκε συγγνωστός. Όλα δε αυτά έγιναν πριν από την γνωριμία του με τους μηνυτές, β) το γεγονός ότι, με το με αριθμό 348/2001 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμπονται ο πρώτος και η δεύτερη των κατηγορουμένων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα σε βάρος του Α1 τον μήνα Νοέμβριο του 1993 και τον Ιανουάριο του 1998. Σημειωτέον δε ότι, η απάτη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο (Modus Operandi) με αυτήν της κρινομένης υποθέσεως. Σημειωτέον επίσης ότι, με το ίδιο (348/2001 ) Βούλευμα παραπέμπεται η τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη ... ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών) για να δικαστεί ως υπαίτια παραβίασης σφραγίδων που έθεσε η Αρχή, από κοινού και κατ' εξακολούθηση (Βλέπ. σκεπτικό και διατακτικό του με αριθμό 348/2001 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών), γ) το γεγονός ότι, με αριθμό 1688/2002 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμπονται και οι τρεις κατηγορούμενοι ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα σε βάρος του Α1 τον μήνα Σεπτέμβριο του 1998. Σημειωτέον δε ότι, η απάτη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο (Modus Operandi) με αυτήν της κρινομένης υποθέσεως και ότι, το Βούλευμα αυτό τροποποιεί το με αριθμό 1828/2002 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει να μη γίνει κατηγορία κατά της τρίτης κατηγορουμένης Χ1 (Βλέπ. σκεπτικό και διατακτικό του με αριθμό 1688/2002 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών).
Η κατ' επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της απάτης από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους προκύπτει: α)για τον πρώτο Χ2 και την δεύτερη Χ3 από το γεγονός ότι αυτοί έχουν παραπεμφθεί με το με αριθμό 348/2001 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για (άλλη) απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα σε βάρος του Α1 τον μήνα Νοέμβριο του 1993 και τον Ιανουάριο του 1998. Σημειωτέον δε ότι, η απάτη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο (Modus Operandi) με αυτήν της κρινομένης υποθέσεως. Ειδικότερα δε ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο πρέπει να προστεθεί και το ότι, από το ποινικό μητρώο του προκύπτει η απ' αυτόν τέλεση άλλων απατών, αλλά και παρόμοιων εγκλημάτων όπως της υπεξαίρεσης και της παράβασης του Ν. 5960/1933 (Βλέπ. σχετικώς το ποινικό του μητρώο στην δικογραφία), β)για την τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1 η κατ' επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της απάτης προκύπτει από το γεγονός ότι, με αριθμό 1688/2002 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμπεται (μαζί με τους δυο πρώτους κατηγορουμένους) ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα σε βάρος του Α1 τον μήνα Σεπτέμβριο του 1998. Σημειωτέον δε ότι, η απάτη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο (Modus Operandi) με αυτήν της κρινομένης υποθέσεως και ότι, το Βούλευμα αυτό τροποποιεί το με αριθμό 1828/2002 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει να μη γίνει κατηγορία κατά της τρίτης κατηγορουμένης Χ1 (Βλέπ. σκεπτικό και διατακτικό του με αριθμό 1688/2002 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών). Σημειωτέον επίσης ότι, με το ίδιο (348/2001) Βούλευμα παραπέμπεται η τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1 ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών) για να δικαστεί ως υπαίτια παραβίασης σφραγίδων που έθεσε η Αρχή, από κοινού και κατ' εξακολούθηση με τους δυο πρώτους συγκατηγορουμένους της (Βλέπ. σκεπτικό και διατακτικό του με αριθμό 348/2001 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών).
Με τις ανωτέρω πράξεις των οι κατηγορούμενοι έβλαψαν την περιουσία των εγκαλούντων κατά τα ποσά των 69.846 € και των 50.000 γερμανικών Μάρκων, ποσά που είναι (κατά το υποκειμενικό και αντικειμενικό κριτήριο) ιδιαίτερα μεγάλα με αντίστοιχη δική τους (προσωπική-ατομική) παράνομη ωφέλεια, αλλά και της εταιρίας "ΑΘΗΝΑ Α.Ε." της οποίας τυγχάνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της. Από την επανειλημμένη δε τέλεση των πράξεων αυτών, προκύπτει αφ' ενός μεν σκοπός των άνω κατηγορουμένων για πορισμό εισοδήματος, αφ' ετέρου δε σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητα τους, ενώ το συνολικό όφελος τους και η συνολική ζημία των εγκαλούντων υπερβαίνει κατά τα ως άνω το πόσον των 73.368 €.
Ως προς τη νομική κατάσταση της εταιρείας "ΑΘΗΝΑΣ Α.Ε." πρέπει να λεχθεί ότι: Αυτή φέρει τον πλήρη τίτλο "Ανώνυμος Εισαγωγική και Εξαγωγική Εμπορική Εταιρία Αθήνα Α.Ε.". Στην ίδια διεύθυνση (...) , είχε την έδρα της και η εταιρεία με την επωνυμία "Αθηνά Εφοπλιστική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης", η οποία είχε συσταθεί από την Ε και τον Ζ με το υπ' αριθμ. .../2-7-1985 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Τσοκανά (Φ.Ε.Κ. 2708/11-7-1985 Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και είχε σκοπό, εκτός των άλλων, και την εμπορία αυτοκινήτων που εισήγαγε από το εξωτερικό ή αγόραζε από το εσωτερικό. Με το υπ' αριθμ. .../21-4-86 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Στεφάνου Καταπόδη, ο Ζ πώλησε το εταιρικό μερίδιο του στην δεύτερη κατηγορουμένη Χ3 και έτσι από τότε μέλη της εταιρείας ήταν η μητέρα του πρώτου κατηγορουμένου Ε και η σύζυγος του Χ3. Με το ίδιο συμβόλαιο ορίστηκε διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρείας καθ' όλη την (20ετή) διάρκεια της ο (πρώτος κατηγορούμενος) Χ2. Ο τελευταίος είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμό 2721/26-7-1982 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, με την υπ' αριθμ. 3197/5.11.1992, απόφαση του ίδιου δικαστηρίου διατάχθηκε η παύση των εργασιών και κηρύχθηκε ο πτωχεύσας μη συγγνωστός. Την 17 Μαΐου 1994 ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 και η Δευτέρα (σύζυγος του) Χ3 συνέστησαν με το υπ' αριθμ. .../1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας συζ. Θεοδ. Αβαρκιώτη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία, "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΘΗΝΑ Α.Ε.", η οποία είχε την έδρα της στην ίδια ως άνω διεύθυνση (...) ενώ σκοπός και αυτής ήταν, εκτός των άλλων, και η εμπορία καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Το καταστατικό της εταιρείας δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμ. 7453/199Λ Φ.Ε.Κ., τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ το πρακτικό της Γ.Σ. της 30.6.1996 περί εκλογής του Δ.Σ. που συγκροτήθηκε σε σώμα και αποτελείτο από τους α) Χ2, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, β) Χ3, αντιπρόεδρο και γ) Χ1 (τρίτη κατηγορουμένη και αδελφή της δευτέρας), μέλος. Η θητεία του Δ.Σ. ορίστηκε για πέντε χρόνια ενώ την εταιρεία εκπροσωπούσε ο Χ2.
Από όλα τα παραπάνω πραγματικά και νομικά περιστατικά, σαφέστατα συνάγεται ότι, οι υπάρχουσες ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων είναι επαρκείς (εγγίζουν σχεδόν τα όρια της πλήρους βεβαιότητας, για το ότι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται) και επιβάλουν την παραπομπή των στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου το δικαστήριο να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Σημειωτέον δε ότι, οι πράξεις αυτές των κατηγορουμένων, όπως περιγράφηκαν παραπάνω θεμελιώνουν τόσο την αντικειμενική, όσο και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό όφελος της οποίας ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.368 ευρώ. Σημειωτέον επίσης ότι, οι πράξεις των αυτές προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 1, 12, 13 στ, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 98, 386 παρ. Ιβα, 3α Π.Κ., όπως αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999.
Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο με αριθμό 4113/2004 βούλευμα του, αποφάνθηκε με τις ίδιες παραδοχές την παραπομπή των εκκαλούντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο για τις ως άνω πράξεις, διότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον των, δεν έσφαλε αλλά προέβη σε σωστή ερμηνεία του νόμου και ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν. Επομένως οι με αριθμούς 548/26-10-2004,547/26-10-2004 και 533/2210-2004 αντίστοιχα εφέσεις των κατηγορουμένων: α) Χ2, κατοίκου ..., β) Χ3, κατοίκου ... και γ) Χ1, κατοίκου ..., κατά του με αριθμό 4113/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ'ουσία και, κατ'εφαρμογή του άρθρου 319 παρ. 3 Κ.Π.Δ. και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα. Mε αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμά του από την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει, ούτε κατά το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε την παραπεμπτική κρίση του. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, για να στηρίξει την παραπεμπτική κρίση του, εκτός από τις απολογίες των κατηγορουμένων, έλαβε υπόψη του: 1) την από 3-11-2003 ένορκη κατάθεση του μηνυτή Ψ2, 2) την από 31-10-2003 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Γ και 3) την από 21-10-2003 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Α. Όμως από την επιτρεπτή επισκόπηση της δικογραφίας προκύπτει ότι κατέθεσαν στην κυρία ανάκριση και οι μάρτυρες Η και Θ, οι καταθέσεις των οποίων δεν ελήφθησαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε: 1) την υπ'αριθμ. ΑΒΜ Δ-2002/24/3-1-2002 μήνυση, 2) την υπ'αριθμ. Δ-2002/2635/2-8-2002 μήνυση, 3) την υπ'αριθ. 2721/1982 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 4) την υπ'αριθμ. 3197/1992 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 5) το υπ'αριθμ. 348/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, 6) το υπ'αριθμ. 1688/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, 7) το υπ'αριθμ. .../2-7-1985 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Τσοκανά, 8) το υπ'αριθ. .../21-4-1986 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Στεφάνου Κατοπόδη και 9) το υπ'αριθμ. .../1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας Αβαρκιώτη. Όμως στη δικογραφία υφίστανται και άλλα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την αναιρεσείουσα και τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη, ούτε συνεκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο Εφετών. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει, κατά παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα όσον αφορά την παραπεμπτική για την αναιρεσείουσα Χ1 διάταξή του, περί κακουργηματικής από κοινού απάτης κατ'εξακολούθηση. Στη συνέχεια πρέπει η αναίρεση να επεκταθεί και στους λοιπούς παραπεμπόμενους κατηγορουμένους Χ2 και Χ3, οι οποίοι δεν άσκησαν αναίρεση, καθόσον ο λόγος αναιρέσεως που προτείνεται να γίνει δεκτός δεν αναφέρεται αποκλειστικώς στο πρόσωπο της ανωτέρω αναιρεσείουσας Χ1 (άρθρ. 469 εδ. α' Κ.Π.Δ.) και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1 και 519 Κ.Π.Δ.).
Τέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το αίτημα της αναιρεσείουσας Χ1 περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς της ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου για παροχή εξηγήσεων και διευκρινήσεων, δεδομένου ότι με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τα κατατεθέντα υπομνήματά της εκθέτει διεξοδικώς τις απόψεις και τα επιχειρήματά της, ώστε κάθε περαιτέρω διευκρίνηση να καθίσταται εντελώς άσκοπη και περιττή.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω:
Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθμ. 178/6-9-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 1628/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να αναιρεθεί στο σύνολό του το ανωτέρω υπ'αριθμ. 1628/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
Δ) Να απορριφθεί το αίτημα της εν λόγω αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο.
Αθήνα 4 Δεκεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ.1 οτοιχ.δ' του ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο (ή το Δικαστήριο) έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτ' κατ' επιλογήν. Εξάλλου πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι "επιλεκτική", να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ' αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. 'Ετσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ' επιλογή. Η δε υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ. Βεβαίως το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποιό αποδεικτικό μέσο πείσθηκε τελικά το Δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο. Πλην, όμως, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ' αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αρ. 1628/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: <ε την Α.Β.Μ. Δ-2002/24/3-1-2002 μήνυση, η μηνύτρια Ψ1 υποστηρίζει ότι, περί και μέσα του Φεβρουαρίου του έτους 1998 επισκέφθηκε μαζί με τον σύζυγό της Ψ2, μία πολυτελέστατη έκθεση αυτοκινήτων που λειτουργούσε στην Αθήνα (...), προκειμένου να αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο τύπου τζίπ. Στην είσοδο της εκθέσεως αυτής υπήρχε μια φωτεινή πινακίδα μεγάλων διαστάσεων με τον τίτλο "ΑΘΗΝΑ Α.Ε". Η εταιρεία αυτή ήταν συμφερόντων αποκλειστικώς των τριών κατηγορουμένων, δεδομένου ότι αυτοί αποτελούσαν το Διοικητικό της Συμβούλιο. Κατά τον χρόνο που επισκέφθηκαν (οι μηνυτές) την παραπάνω έκθεση αυτοκινήτων, υπήρχαν σ' αυτήν πανάκριβα και πολυτελέστατα αυτοκίνητα, τόσο εντός του καταστήματος, όσο και στον ιδιωτικό χώρο που βρισκόταν έξω από αυτόν. Τα αυτοκίνητα αυτά ήταν μάρκας Μερσεντές, Πόρσε, Φεράρι, BMW, αξίας συνολικώς πάνω από 400.000.000 δραχμών. Στον εκθεσιακό αυτό χώρο οι μηνυτές συνάντησαν την δεύτερη και την τρίτη των εκκαλούντων κατηγορουμένων, οι οποίες τους συστήθηκαν ως αδελφές, τους είπαν ότι είναι επιχειρηματίες και οι οποίες προσφέρθηκαν να τους εξυπηρετήσουν αμέσως με μεγάλη προθυμία, παρουσιάζοντας τους τα διάφορα αυτοκίνητα που βρισκόταν εκτεθειμένα προς πώληση. Αμφότερες οι κατηγορούμενες, τους διαβεβαίωσαν ότι, όλα τα αυτοκίνητα ήταν της πλήρους ιδιοκτησίας τους, ότι ήταν προς πώληση και ότι ήταν οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της Μερσεντές στην Ελλάδα, μεγαλοεισαγωγείς παντός τύπου ΙΧΕ αυτοκινήτων από το εξωτερικό και ότι είχαν την δυνατότητα και την υποδομή να τους προμηθεύσουν οποιοδήποτε αυτοκίνητο μικρό ή μεγάλο. Τους διαβεβαίωσαν επίσης ότι, είχαν την δυνατότητα λόγω μεγάλων γνωριμιών που διέθεταν στο εξωτερικό και κυρίως στην Γερμανία, να εισάγουν σε σύντομο χρονικό διάστημα οποιοδήποτε αυτοκίνητο. Και αυτό γιατί, θα το εισήγαγαν οι ίδιοι μόνοι τους, χωρίς να μεσολαβήσουν άλλα πρόσωπα. Επίσης τους διαβεβαίωσαν ότι, η επιχείρηση τους ήταν οικονομικά βιώσιμη, με πολλά κέρδη και ότι, οι ίδιοι βρισκόταν σε ανθηρή οικονομική κατάσταση. Μεταξύ των μηνυτών και των κατηγορουμένων αναπτύχθηκε αρχικώς κοινωνική γνωριμία, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε οικογενειακό και φιλικό δεσμό, που τελικώς κατέληξε έξι μήνες αργότερα (τον Αύγουστο του έτους 1998) στο να γίνουν κουμπάροι, βαπτίζοντας ο πρώτος και η δεύτερη των εκκαλούντων κατηγορουμένων το ένα από τα δίδυμα παιδιά των μηνυτών. Την 12-5-1998 οι μηνυτές παρήγγειλαν στους κατηγορουμένους ένα αυτοκίνητο μάρκας ROVER τύπου FREECANDER JEEP 1800 cc σε πεντάθυρο, συνολικής αξίας 13.000.000 δραχμών, έναντι της οποίας προκατέβαλαν, (στις 12-5-1998), το ποσό των 8.000.000 δραχμών, υπογράφοντας προς τούτο σχετικό Δελτίο Παραγγελίας αυτοκινήτου (Βλέπ. αυτό στην δικογραφία). Επειδή όμως το παραγγελθέν αυτοκίνητο, αργούσε να παραδοθεί, οι μηνυτές άρχισαν να διαμαρτύρονται. Οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι τους διαβεβαίωναν πότε ότι το αυτοκίνητο "είναι στον δρόμο και έρχεται", πότε ότι "είναι στο τελωνείο και θα εκτελωνισθεί εντός των ημερών", πότε ότι "έχουν πρόβλημα με τον εκτελωνιστή τους" και πότε ότι, θα τους παραδώσουν προς εξασφάλιση των μεταχρονολογημένες επιταγές (βλέπ. 5η και 6η σελίδα της Α. Β. Μ. Δ-2002/24/3-1-2002 μηνύσεως). Την 3-11-1998 οι μηνυτές δέχθηκαν να υπογράψουν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με τον πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο για τις οικονομικές ανάγκες της εταιρείας, με το οποίο αμφότεροι οι μηνυτές συνδράμουν οικονομικά την πορεία των εργασιών της εταιρείας με παροχή προς αυτήν (την εταιρεία) χρηματικής βοήθειας. Δηλαδή συμφωνήθηκε η υπογραφή συμβάσεως εκχωρήσεως-απαιτήσεων με τίτλους ΑΥΛΑ ΕΓΕΔ, ονομαστικής αξίας 44.000.000 δραχμών. Με την σύμβαση αυτή οι μηνυτές αφ' ενός μεν παραχωρούσαν στην δανείστρια τράπεζα του πιστούχου COMMERCIAL BANK OF GREECE (GERMANY) GMBH απεριόριστη εξουσία διάθεσης της άνω εκχωρούμενης απαίτησης της, αφ' ετέρου δε με την εκ μέρους αυτών απευθείας χορήγηση του χρηματικού ποσού των γερμανικών μάρκων 50.000 σε Γερμανό προμηθευτή και συνεργάτη του πιστούχου. Προκειμένου να υπογραφεί το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος δήλωνε τότε στο συμφωνητικό ότι έχει εισαγάγει τέσσερα (4) πολυτελή αυτοκίνητα εργοστασίου κατασκευής MERCEDES τύπου CLK 200, ΜΙ Jeep 320, ΜΙ Jeep 230 και ΜΙ Jeep 230 και συμφωνήθηκε ότι, μετά την πώληση των τεσσάρων αυτών αυτοκινήτων ουδεμία ευθύνη θα υπάρχει πλέον για τους μηνυτές. Ο ίδιος (ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος) ανέλαβε την υποχρέωση (ως εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας) να αποδώσει σ' αυτούς (δηλαδή στους μηνυτές) χρηματικό ποσό ίσο προς τους ενσωματωμένους τίτλους που αναφέρονται στη σύμβαση εκχωρήσεως κατά τον χρόνο της καταγγελίας ποσού όπως και του χρηματικού ποσού των 50.000 γερμανικών μάρκων (Βλέπ. σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό στην δικογραφία). Οι εκκαλούντες -κατηγορούμενοι όμως, μολονότι εισήγαγαν τα ως άνω αυτοκίνητα και τα πώλησαν, δεν απέδωσαν στους μηνυτές το σύνολο των χρημάτων που αντιστοιχούσαν στην αξία των άϋλων τίτλων και των 50.000 Γερμανικών Μάρκων.
Τον Ιανουάριο του έτους 1999 οι μηνυτές επισκέφθηκαν τους εκκαλούντες - κατηγορουμένους συνοδευόμενοι από τον Β, παρουσία του οποίου και οι τρεις εκκαλούντες-κατηγορούμενοι τους διαβεβαίωσαν ότι, μπορούν να καταβάλλουν στην τράπεζα τα λεφτά που αντιστοιχούν στους άϋλους τίτλους και στα 50.000 γερμανικά μάρκα. Μετά από έντονες διαμαρτυρίες των μηνυτών (δεδομένου ότι, δεν είχαν λάβει ακόμα τα οφειλόμενα χρήματα), ο πρώτος των κατηγορουμένων κατέβαλλε τον Μάιο του 1999 10.500.000 δρχ., 500.000 τον Απρίλιο του 2000 και 200.000 δρχ. τον Ιούλιο του 2000, για να καλύψει μέρος των οφειλομένων. Κάθε φορά δε που οι μηνυτές διαμαρτυρόταν για την μη επιστροφή των οφειλομένων χρημάτων, οι κατηγορούμενοι διαβεβαίωναν ότι θα τακτοποιήσουν το θέμα των. Τον μήνα Μάιο του 1999 οι μηνυτές επισκέφθηκαν εκ νέου τους κατηγορουμένους συνοδευόμενοι από τον Γ, οπότε και πάλι δέχθηκαν τις διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων, ότι θα τακτοποιούσαν την υποχρέωση τους, επικαλούμενοι εκ νέου τις στενές των σχέσεις. Μετά από τις συνεχείς οχλήσεις των μηνυτών οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι τους έδωσαν (δια χειρός του πρώτου κατηγορουμένου) ονομαστικές (ενν. επιταγές) τρίτου πελάτη και έτσι εισέπραξαν 9.000. 000 δρχ. Μετά από όλα αυτά οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι εξαφανίστηκαν, μεταβαίνοντας σε άλλη περιοχή, όπου άνοιξαν νέα έκθεση αυτοκινήτων (βλέπ. 3η και 4η σελίδα της Α. Β. Μ. Δ-2002/263 5/2-8-2002 μηνύσεως). Την 17-11-2000 η τράπεζα COMMERCIAL BANK με έγγραφο της πληροφόρησε τους μηνυτές ότι, ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος δεν τήρησε τις συμφωνίες μαζί της. Έτσι, η τράπεζα προέβη στην ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων, δηλαδή των άϋλων τίτλων που είχαν (οι μηνυτές) δώσει. Σύμφωνα με τους μηνυτές " ... στην πορεία αποκαλύφθηκε ότι οι μηνυόμενοι μας εξαπάτησαν. Και τούτο διότι η εταιρεία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. και δη η πολυτελής έκθεση αυτοκινήτων, ήταν βιτρίνα για να παρασύρουν κόσμο, να λαμβάνουν ως προκαταβολές διάφορα χρηματικά ποσά και στη συνέχεια να μην πραγματοποιούν τις υποσχέσεις τους. Ειδικότερα αποκαλύφθηκε ότι όλα τα πολυτελή αυτοκίνητα που μας έδειξαν οι μηνυόμενοι στην έκθεση τους, δεν ανήκαν κατά κυριότητα στην εταιρεία τους, αλλά στην κυριότητα τρίτων προσώπων τα οποία ενδιαφερόντουσαν να τα πουλήσουν. Οι ίδιοι οι μηνυόμενοι δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομα τους και ασφαλώς δεν έχουν καμία οικονομική επιφάνεια. Έκαναν μεγάλη ζωή από τα χρήματα που εισέπρατταν εξαπατώντας τον κόσμο και με σκοπό να πιάσουν κι άλλα θύματα. Άλλωστε το ποιόν των μηνυομένων αποκαλύφθηκε σε μας σιγά-σιγά όταν, αφού πέρασε καιρός και το αυτοκίνητο δεν ερχόταν, αρχίσαμε να ρωτάμε δεξιά και αριστερά για το τι είδους άνθρωποι είναι. Τότε ανακαλύψαμε ότι οι μηνυόμενοι έχουν εξαπατήσει πάρα πολύ κόσμο όπως τον Α, τον Δ, κ. λ. π. Μέχρι σήμερα οι μηνυόμενοι ούτε το αυτοκίνητο που παραγγείλαμε μας έχουν δώσει, αλλά ούτε και τα χρήματα της προκαταβολής ... " (Βλέπ. την από 3-11-2003 ένορκη κατάθεση Ψ2).
Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι αρνούνται την κατηγορία (για την οποία έχουν παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών) και 'υποστηρίζουν (κατά την κύρια αυτών Υπερασπιστική βάση) ότι, ουδεμία αξιόποινη πράξη διέπραξαν. Ειδικότερα: α) ο πρώτος υποστηρίζει ότι, ".......από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι, η οικογενειακή μου εταιρεία κάθε άλλο παρά "μαϊμού" -κατά την ρήση της αντιδίκου- εταιρεία ήταν, αφού οι πραγματοποιηθέντες τζίροι και πωλήσεις ήσαν αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων. Εξ άλλου εάν είχε σκοπούς άνομους όπως η μήνυση αναφέρει, δεν θα "έβαζα" σε αυτή (την εταιρεία) μέτοχο την σύζυγο μου και μέλος του Δ.Σ. την κουνιάδα μου (τις συγκατηγορούμενες). Ο έχων απατηλή ροπή έχει το μυαλό και την πρόνοια να μην "μπλέκει" την οικογένεια του, αλλά μόνον τον εαυτόν του. Η μεν σύζυγος μου Χ3 κατείχε το 30% των μετοχών και η κουνιάδα μου Χ1 δεν είναι μέτοχος, απλώς και μόνο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και όπως σε όλες τις οικογενειακές επιχειρήσεις συμβαίνει, έτσι κι εδώ την όλη διαχείριση, διοίκηση και ευθύνη της εταιρείας είχα μόνον εγώ και αυτές "τυπικά" και μόνον συμμετείχαν στην εταιρεία. Έρχονται όμως συγκατηγορούμενες εντέχνως για να στερηθώ εγώ δύο βασικών μαρτύρων. Ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είχαν ενεργή ανάμειξη στην εταιρεία και τις εργασίες της....." (Βλέπ. το από 22-12-2003 απολογητικό υπόμνημα πρώτου κατηγορουμένου), β) η δεύτερη. Εκκαλούσα - κατηγορουμένη (σύζυγος του) υποστηρίζει ότι, ".......στην εταιρεία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. συμμετείχα τυπικά με ποσοστό 30%, αλλά την όλη ευθύνη και. διαχείριση της επιχείρησης την είχε αποκλειστικά ο σύζυγος μου Χ2. Ουδέποτε αναμείχθηκα στην εταιρεία, ούτε βέβαια γνωρίζω τις συμφωνίες που έκανε ο σύζυγος μου με το ζεύγος Ψ1-Ψ2 ... " (Βλέπ. την από 3-12-2003 ανακριτική απολογία της), γ) η τρίτη εκκαλούσα Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος και Χ3- κατηγορουμένη (αδελφή της δευτέρας) υποστηρίζει ότι, " ........ιδρυτικά μέλη και ιδιοκτήτες της ΑΘΗΝΑ Α.Ε ήταν οι Χ2,, Αντιπρόεδρος, οι οποίοι ήσαν και οι αποκλειστικοί μέτοχοι και ιδιοκτήτες αυτής και η ανωτέρω εταιρεία ήτο αποκλειστικών συμφερόντων των δύο ανωτέρω, οι οποίοι κατ' έτος 1994 ,όταν συνεστήθη η ως άνω Α. Ε με παρεκάλεσαν να με τοποθετήσουν τυπικά απλό μέλος του Δ.Σ αυτής, εγώ δε εδέχθην από αδελφική αγάπη και μόνο, αφού πρώτα έλαβα την διαβεβαίωση ότι η συμμετοχή μου ήτο τυπική και μόνο.........
Σημειωτέον ότι η Χ3 είναι αδελφή μου και ο Χ3 σύζυγος της και γαμβρός μου .. Έκτοτε εγώ ουδεμία συμμετοχή και ουδεμία οικονομική απολαβή είχα και ούτε επιθυμούσα να έχω, με την ως άνω εταιρεία, ουδεμία δε πράξη διαχείρισης η διοίκησης της ανωτέρω εταιρείας έχω ασκήσει και δεν γνώριζα καμία, ούτε εμπορική ούτε άλλη πράξη της, αφού Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Χ3 ο οποίος και διενεργούσε όλες τις πράξεις της εταιρείας. Κατά την επίσκεψη της μηνύτριάς μου με τον σύζυγο της τον Φεβρουάριο του έτους 1998 δεν ήμουν παρούσα και κατ' επέκτασιν δεν της επέδειξα κανένα αυτοκίνητο και ούτε την διαβεβαίωσα , δια το εάν ήμουν επιτυχημένη επιχειρηματίας κλπ αφού ούτε ήμουν παρούσα ούτε την συνήντησα εις την ως άνω εταιρεία γιατί ουδέποτε πήγα εις αυτήν, έχω δε μαύρα μεσάνυκτα και από αυτοκίνητα και από εταιρείες. Με την ως άνω μηνύτριά μου ουδέποτε μέχρι σήμερα είχα οιαδήποτε συναλλαγή είτε εμπορική είτε όχι και ουδεμία απολύτως σχέση, και ούτε ποτέ ήμουν παρούσα σε καμία από τις πράξεις που έκανε με την ως άνω εταιρεία, άλλωστε εγώ την εγνώρισα αυτήν και τον σύζυγο της το πρώτον τον Αύγουστο του έτους 1998 , όταν εκλήθην από την αδελφή μου Χ3 να παρευρεθώ σε βάπτιση κατά την οποία η κόρη της και ανιψιά μου, θα βάπτιζε την κόρη της μηνύτριάς ....." (Βλέπ. το από 22-12-2003 απολογητικό υπόμνημα της).
Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί των κατηγορουμένων δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια καθότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση, τόσο με τις κρινόμενες δύο μηνύσεις, το περιεχόμενο των οποίων έχει και ενόρκως βεβαιωθεί κατά την κατάθεση των, όσο και με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Γ και Α, τους οποίους οι μηνυτές προτείνουν προς υποστήριξη των ισχυρισμών των. Συγκεκριμένα: 1) 0 μηνυτής Ψ2 καταθέτει ότι, (αντιγραφή των ισχυρισμών του κατά λέξη) ".......είμαι σύζυγος της Ψ1. Τους μηνυόμενους τους γνώρισα για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1998 όταν επισκέφθηκα την επί της οδού ... πολυτελή έκθεση αυτοκινήτων που εκείνου διατηρούσαν με την επωνυμία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. γιατί ενδιαφερόμουν να αγοράσω ένα αυτοκίνητο Τζίπ τύπου ROVER. Η παραπάνω έκθεση αυτοκινήτων ήταν πολυτελέστατη και, έδινε την εντύπωση ότι οι ιδιοκτήτες της ήταν ιδιαίτερα εύποροι. Εγώ εκεί βρήκα την Χ3 και την Χ1, οι οποίες μου συστήθηκαν ως συνιδιοκτήτριες της εκθέσεως αυτοκινήτων. Εγώ τους είπα ότι ενδιαφέρομαι για την αγορά ενός τζιπ κι εκείνες με ξενάγησαν στο χώρο της έκθεσης, η οποία σημειωτέον είχε προς πώληση μόνο πολυτελή αυτοκίνητα πολύ μεγάλης αξίας. Τα αυτοκίνητα αυτά μου είπα ότι ανήκουν στην κυριότητα της εταιρείας ΑΘΗΝΑ Α.Ε., την οποία μου παρουσίασαν ως οικονομικά, εύρωστη και ανθηρή επιχείρηση. Στην πορεία γνώρισα και τον Χ3, επίσης συνιδιοκτήτη της εταιρείας, ο οποίος μου είπε όλα όσα μου είχαν πει αρχικά οι δύο μηνυόμενες. Όλες οι συναντήσεις και οι συζητήσεις με τους μηνυόμενους γινόντουσαν παρουσία μου και παρουσία της συζύγου μου. Εγώ και η σύζυγος μου επειδή είχαμε επισκεφθεί την αντιπροσωπεία της ROVER στην Ελλάδα για να. αγοράσουμε το τζιπ κι εκείνη μας ανέφερε ότι θα χρειαστεί ένας χρόνος για την εισαγωγή και την παράδοση του, επειδή βιαζόμαστε να έχουμε το αυτοκίνητο νωρίτερα, απευθυνθήκαμε στην έκθεση αυτοκινήτων ΑΘΗΝΑ Α. Ε. γνωστοποιώντας το πρόβλημα μας. Οι μηνυόμενοι μας διαβεβαίωσαν ότι είναι αντιπρόσωποι της MERCEDES, ότι έχουν οργανωμένο δίκτυο στη Γερμανία και ότι μέσω αυτού θα μπορούσαν να μας φέρουν το αυτοκίνητο που ζητούσαμε σε 4 μήνες περίπου και κατά 1.000.000 δρχ, φθηνότερο. Μας ανέφεραν επίσης ότι έχουν εμπειρία στις εισαγωγές και πωλήσεις αυτοκινήτων και ότι οι ίδιο\ προσωπικά είναι ιδιαίτερα εύρωστοι οικονομικά. Στην πορεία εγώ και η σύζυγος μου αναπτύξαμε φιλικές σχέσεις με τους μηνυόμενους και αρχίσαμε και βγαίναμε μαζί. Οι μηνυόμενοι ζούσαν πολυτελέστατα, κυκλοφορούσε ο καθένας τους με ακριβά αυτοκίνητα, διατηρούσαν πολυτελέστατη μονοκατοικία στη ... και γενικά μας έδιναν την εντύπωση ότι είχαν τεράστια οικονομική επιφάνεια ο καθένας τους. Έτσι η σύζυγος μου προκατέβαλε στους μηνυόμενους τον Μάιο του 1998 το ποσό των 8.000.000 δραχμών σε μετρητά προκειμένου η εταιρεία των μηνυομένων να εισάγει για λογαριασμό της ένα τζιπ ROVER. Την παραπάνω προκαταβολή η σύζυγος μου την έδωσε επειδή πείστηκε στις διαβεβαιώσεις των μηνυομένων, όπως σ' αυτές παραπάνω αναφέρθηκα, δηλ. ότι η εταιρεία τους είναι οικονομικά εύρωστη, ότι έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν το αυτοκίνητο που παραγγέλθηκε κ.λ..π. Στην πορεία όμως αποκαλύφθηκε ότι οι μηνυόμενοι μας εξαπάτησαν. Και, τούτο διότι η εταιρεία. ΑΘΗΝΑ Α. Ε. και δη η πολυτελής έκθεση αυτοκινήτων, ήταν βιτρίνα για να παρασύρουν κόσμο, να λαμβάνουν ως προκαταβολές διάφορα χρηματικά ποσά και στη συνέχεια να μην πραγματοποιούν τις υποσχέσεις τους. Ειδικότερα αποκαλύφθηκε ότι όλα τα πολυτελή αυτοκίνητα που μας έδειξαν οι μηνυόμενοι στην έκθεση τους, δεν ανήκαν κατά. κυριότητα, στην εταιρεία τους, αλλά στην κυριότητα τρίτων προσώπων τα οποία ενδιαφερόντουσαν να τα πουλήσουν. Οι ίδιοι οι μηνυόμενοι δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομα τους και ασφαλώς δεν έχουν καμία οικονομική επιφάνεια. Έκαναν μεγάλη ζωή από τα χρήματα που εισέπρατταν εξαπατώντας τον κόσμο και με σκοπό να πιάσουν κι άλλα θύματα. Άλλωστε το ποιόν των μηνυομένων αποκαλύφθηκε σε μας σιγά - σιγά όταν, αφού πέρασε καιρός και το αυτοκίνητο δεν ερχόταν, αρχίσαμε να. ρωτάμε δεξιά και αριστερά για το τι είδους άνθρωποι είναι. Τότε ανακαλύψαμε ότι οι μηνυόμενοι έχουν εξαπατήσει πάρα πολύ κόσμο όπως τον Α, τον Δ, κ. λ. π. Μέχρι σήμερα οι μηνυόμενοι ούτε το αυτοκίνητο που παραγγείλαμε μας αλλά ούτε και τα χρήματα της προκαταβολής .... }} (Βλέπ. την από 3-11-2003 ένορκη κατάθεση Ψ2), 2)Η μηνύτρια Ψ1 υποστηρίζει ότι, (αντιγραφή των ισχυρισμών της κατά λέξη) ".....κατά τον χρόνο που επισκεφθήκαμε την έκθεση αυτή, υπήρχαν πανάκριβα πολυτελέστατα αυτοκίνητα, τόσον εντός του καταστήματος αυτού, όσον και στον ιδιωτικό χώρο που ευρίσκετο έξωθεν αυτού και ήσαν μάρκας Μερσεντές, Πόρσε, Φεράρι , BMW Κ.ά αξίας συνολικώς πάνω από 400.000.000 δρχ και πρωτοσυναντήσαμε στον εκθεσιακό αυτόν χώρο, τις 2η και 3η όύί μηνυομένων που μας συστήθηκαν ως αδελφές επιχειρηματίες και οι οποίες προσφέρθηκαν να μας εξυπηρετήσουν αμέσως με μεγάλη προθυμία, επιδείχνοντας μας διάφορα αυτοκίνητα που ήσαν εκεί, αφού μας διαβεβαίωσαν ότι όλα τα αυτοκίνητα ήσαν της πλήρους ιδιοκτησίας τους και τα οποία ήσαν προς πώληση και ότι ήσαν και οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της Μερσεντές στην Ελλάδα, μεγαλοεισαγωγείς παντός τύπου ΙΧΕ αυτοκινήτων από το εξωτερικό και είχαν την δυνατότητα και την υποδομή να μας προμηθεύσουν οποιοδήποτε αυτοκίνητο μικρό ή μεγάλο θελήσουμε να αγοράσουμε, πέραν του ότι μας διαβεβαίωσαν ότι θα αγοράζαμε σε πιο συμφέρουσα τιμή από την τρέχουσα, και ότι ήταν επίσης σε θέση και είχαν την δυνατότητα λόγω μεγάλων γνωριμιών που είχαν στο εξωτερικό και κυρίως στην Γερμανία, οποιοδήποτε αυτοκίνητο να μας το φέρουν πιο γρήγορα χρονικά από οποιαδήποτε άλλο παραεισαγωγέα, δεδομένου ότι θα το εισήγαγαν αυτοί μόνοι τους από το εξωτερικό και δεν θα παρεμβάλλοντο άλλα πρόσωπα" (Βλέπ. σελ 2η της Α.Β.Μ. Α-2002/24 μηνύσεως). έτσι πεισθείσα εγώ και ο σύζυγος μου σύμφωνα με τις παραπάνω διαβεβαιώσεις τους, υπογράφηκε μεταξύ μας το από 12-5-1998 δελτίο παραγγελίας αυτοκινήτου μάρκας ROVER τύπου FREECANDER JEEP 5θυρο, 1800 C συνολικής αξίας 13.000.000 δρχ., καταβάλλοντος αμέσως με την υπογραφή του δελτίου παραγγελίας αυτού στους τρεις μηνυομένους που ήταν και οι τρεις παρόντες κατά τον χρόνο που κατέβαλα το ποσό των 8.000.000 δρχ σε μετρητά, αφού είχα κάνει ανάληψη από την τράπεζα πίστεως της Κηφισιάς, παρουσία του συζύγου μου, τον οποίο προτείνω ως μάρτυρα αποδείξεως των καταγγελλομένων σε βάρος των κουμπάρων μας και τούτο το ποσό ως προκαταβολή μου απεσπάσθη βέβαια δόλια, για την αγορά του αυτοκινήτου αυτού....." (Βλέπ. σελ 5η της Α.Β.Μ. Α2002/24 μηνύσεως), 3) 0 μάρτυρας Γ καταθέτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) " ....τρεις - τέσσερις μήνες από τότε που το ζεύγος Ψ1-Ψ2 είχε δώσει τα χρήματα στον Χ2, κι επειδή και το αυτοκίνητο που είχε παραγγείλει το ζεύγος Ψ1-Ψ2 για δικό του, αλλά και τα υπόλοιπα 4 που προανέφερα δεν είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα και λόγω του ότι ο Χ2 τους διαβεβαίωνε ότι ήταν θέμα χρόνου η εισαγωγή των αυτ/των, εγώ και το ζεύγος Ψ1-Ψ2, πήγαμε στην έκθεση αυτοκινήτων και την βρήκαμε κλειστή. Όταν ρωτήσαμε κάποιον γείτονα τι έχει γίνει και που είναι ο Χ2 εκείνος μας απάντησε χαρακτηριστικά "όχι Χ2 αλλά Κατεγκληματίας", θέλοντας προφανώς να δηλώσει ότι το ποιόν του δεν ήταν καθόλου καλό και ότι όλη η γειτονιά χάρηκε που είχε φύγει. Στην πορεία το ζεύγος Ψ1-Ψ2 ανακάλυψε ότι ο Χ2 είχε ανοίξει καινούργια έκθεση αυτοκινήτων στη Λεωφ. ... σε άλλο σημείο από την προηγούμενη καθώς και ότι είχε εισάγει τα 4 αυτοκίνητα MERCEDES για τα οποία του είχαν δοθεί οι άϋλοι τίτλοι και τα γερμανικά μάρκα. Ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία του Ψ2 με τον Χ2, ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι είχε εισάγει τα αυτοκίνητα, του έλεγε ότι ήταν στη διαδικασία ανεύρεσης πελατών και ότι θα τον ειδοποιούσε όταν αυτά θα πωλούντο για να του καταβάλλει τα χρήματα που του αναλογούσαν, δηλ. την αξία αγοράς τους από το εξωτερικό συν 1.000.000 δραχμές κέρδος για κάθε αυτοκίνητο. Αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές, παρότι εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι ο Χ2 είχε ήδη πουλήσει 2 από τα 4 αυτοκίνητα Όταν έμαθε τα παραπάνω ο Ψ2 κι έβαλε τις φωνές στον Χ2, θεωρώντας ότι ο τελευταίος τον είχε εξαπατήσει με σκοπό να καρπωθεί τα χρήματα που είχε λάβει, ο Χ2 προσπαθώντας να αποφύγει ποινικέςευθύνες, έδωσε στον Ψ2 συνολικά περί τα 20.000.000 δραχμές. Εγώ προσωπικά ήμουν παρών όταν ο Χ2 κατέβαλε γύρω στα 11.000.000 δραχμές τμηματικά. Έκτοτε ο Χ2 δεν έχει επιστρέψει τα υπόλοιπα χρήματα στο ζεύγος Ψ1-Ψ2 παρότι 15 τουλάχιστον φορές είχε συναντηθεί με την Ψ1 την οποία εγώ συνόδευα και υποστήριζε ότι δεν πρόκειται να φάει τα χρήματα της. Σε κάποια ραντεβού που έγιναν στη δεύτερη έκθεση του Χ2 ήταν παρούσα και η σύζυγος του Ψ2. Είμαι πεπεισμένος ότι το ζεύγος Ψ1-Ψ2 εξαπατήθηκε από τον Χ2, τη σύζυγο του και την αδελφή της συζύγου του γιατί όλοι μαζί παρουσιάστηκαν ως οικονομικά εύρωστοι επιχειρηματίες, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν, με σκοπό να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, όπως κι έγινε και να τους αποσπάσουν τα παραπάνω χρηματικά ποσά που προανέφερα και να τα καρπωθούν οι ίδιοι ... " (Βλέπ. την από 31-10-2003 ένορκη ανακριτική κατάθεση Γ), 4) Ο μάρτυρας Α καταθέτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) "......περί τα τέλη του έτους του 1993 γνώρισα για πρώτη φορά τους μηνυόμενους, οι οποίοι στην οδό ... διατηρούσαν πολυτελέστατη έκθεση ακριβών αυτοκινήτων. Εγώ περνώντας από εκείνο το δρόμο με το αυτοκίνητο μου, τύπου MERCEDES, παλαιό μοντέλο, εντυπωσιάστηκα από την έκθεση, σταμάτησα και μπήκα μέσα γιατί ενδιαφερόμουν να αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο του παραπάνω τύπου. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά την Χ3, η οποία μου συστήθηκε ως επιχειρηματίας και μετά από λίγη ώρα ήλθε και ο Χ2, ο οποίος επίσης μου συστήθηκε ως επιχειρηματίας. Οι ως άνω μου παρέστησαν ψευδώς, όπως εκ των υστέρων ανακάλυψα, ότι έχουν εταιρεία η οποία ασχολείται με την εισαγωγή πολυτελών αυτοκινήτων από το εξωτερικό παντός τύπου, ότι η εταιρεία τους ήταν φερέγγυα και οικονομικά εύρωστη, ότι τα αυτοκίνητα που υπήρχαν ήδη στο κατάστημα τους ήταν δικά τους και ότι οι ίδιοι ατομικά είχαν σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία. Τα ίδια ως άνω μου ανέφερε μετά από λίγες ημέρες και η Χ1, δοθέντος του ότι και με τους τρεις μηνυόμενους με τον καιρό είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας φιλική και οικογενειακή σχέση. Θέλοντας να αγοράσω ένα καινούργιο αυτοκίνητο MERCEDES και δεδομένου ότι οι μηνυόμενοι μου είχαν αποσπάσει την εμπιστοσύνη μου, τους έδωσα προκαταβολή το παλιό μου αυτοκίνητο .και συμφώνησα μαζί τους προφορικώς, να εισάγουν για λογαριασμό μου ένα τετράθυρο MERCEDES. Περί το έτος 1998, θέλοντας να πουλήσω το αυτοκίνητο που είχα αγοράσει από τους μηνυόμενους, ανακάλυψα ότι, αυτό ήταν μαϊμού, δηλ. ήταν κομμένη σειρά. Εξ αφορμής του γεγονότος αυτού και δοθέντος του ότι το 1996 είχα καταβάλλει στους μηνυόμενους τοις μετρητοίς, 28.000.000 για να μου εισάγουν αυτοκίνητα OPEL CORSA για τις ανάγκες της επιχειρήσεως μου, τα οποία μέχρι τότε δεν μου είχαν παραδώσει, άρχισα να ερευνώ το παρελθόν των μηνυομένων, φοβούμενος ότι είχα πέσει σε κύκλωμα απατεώνων. Στην πορεία ανακάλυψα ότι, η εταιρεία ΑΘΗΝΑ Α.Ε. που φέρεται ότι εισήγαγε τα αυτοκίνητα, ήταν μια εταιρεία μαϊμού με μηδενικά περιουσιακά στοιχεία, ότι οι μηνυόμενοι δεν ήταν φερέγγυοι και δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομα τους, ότι τα αυτοκίνητα που είχαν στην έκθεση αυτοκινήτων της οδού ... ήταν όλα ξένης ιδιοκτησίας και ότι ο Χ2, που εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος της εταιρείας ΑΘΗΝΑ Α.Ε. ήταν πτωχός και μη συγγνωστός από το έτος 1982 και είχε ιδιαίτερα βεβαρημένο ποινικό παρελθόν. Ανακάλυψα επίσης ότι με τον ίδιο τρόπο είχε εξαπατήσει και πολλούς άλλους, μεταξύ των οποίων και το ζεύγος Ψ1-Ψ2 .... " (Βλέπ. την από 21-10-2003 ένορκη ανακριτική κατάθεση Α).
Από την εκτίμηση (κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ.) και την λογική αξιολόγηση των παραπάνω καταθέσεων σαφέστατα συνάγεται η θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό όφελος της οποίας ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.368 και από τους τρεις προσφεύγοντες -κατηγορουμένους. Και αυτό γατί: α)Στην έκθεση της οδού ... οι μηνυτές "βρήκαν" την Χ3 και την Χ1 (δηλαδή την δεύτερη και τρίτη των προσφευγουσών κατηγορουμένων), β)οι παραπάνω Χ3 και η Χ1 τους συστήθηκαν ως συνιδιοκτήτριες της εκθέσεως αυτοκινήτων, γ) αμφότερες οι Χ3 και Χ1 τους ανέφεραν ότι, τα αυτοκίνητα ανήκουν στην κυριότητα της εταιρείας ΑΘΗΝΑ Α.Ε., την οποία παρουσίασαν(στους μηνυτές) ως οικονομικά εύρωστη και ανθηρή επιχείρηση, δ) ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ2 επανέλαβε στους μηνυτές, όλα τα παραπάνω, δηλαδή όσα τους είχαν διαβεβαιώσει αρχικώς και οι δρο συγκατηγορούμενες του, ε) και οι τρεις μηνυόμενοι διαβεβαίωσαν τους μηνυτές ότι, είναι αντιπρόσωποι της MERCEDES, ότι έχουν οργανωμένο δίκτυο στη Γερμανία και ότι μέσω αυτού θα μπορούσαν να τους φέρουν το αυτοκίνητο που ζητούσαμε σε 4 μήνες περίπου και κατά 1.000.000 δρχ, φθηνότερο, στ) και οι τρεις μηνυόμενοι διαβεβαίωσαν τους μηνυτές ότι, έχουν εμπειρία στις εισαγωγές και πωλήσεις αυτοκινήτων και ότι οι ίδιοι προσωπικά είναι ιδιαίτερα εύρωστοι οικονομικά.
Ειδικότερα δε όσον αφορά την τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1, της οποίας ο κύριος υπερασπιστικός ισχυρισμός συνιστάται (όπως ήδη ελέχθη παραπάνω) στο ότι, η συμμετοχή της στην εταιρεία είναι παντελώς τυπική, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική συμμετοχή, η θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που της αποδίδεται προκύπτει από τα παρακάτω επιμέρους πραγματικά περιστατικά: α)από το γεγονός ότι, τον Φεβρουάριο του 1998 που ο μηνυτής Ψ2 μαζί με την επίσης μηνύτρια σύζυγο του Ψ1 επισκέφθηκαν την επί της οδού ... πολυτελή έκθεση αυτοκινήτων, αυτή, δηλαδή η τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη βρισκόταν στην έκθεση και είχε ουσιαστική συμμετοχή στην λειτουργία αυτής, β)τους συστήθηκε ως συνιδιοκτήτρια της εκθέσεως, γ)τους "ξενάγησε" στο χώρο της εκθέσεως επιδείχνοντας τους τα αυτοκίνητα που ήταν εκεί εκτεθιμένα για πώληση, δ)τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι όλα τα αυτοκίνητα ήταν της πλήρους ιδιοκτησίας τους ε) τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι ήσαν οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι της Μερσεντές στην Ελλάδα, μεγαλοεισαγωγείς παντός τύπου ΙΧΕ αυτοκινήτων από το εξωτερικό, στ) τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι είχαν την δυνατότητα και την υποδομή να τους; προμηθεύσουν οποιοδήποτε αυτοκίνητο μικρό ή μεγάλο επιθυμούν να αγοράσουμε, ζ)τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι θα αγόραζαν σε πιο συμφέρουσα τιμή από την τρέχουσα, η) τους διαβεβαίωσε (από κοινού με την αδελφή της δεύτερη κατηγορουμένη Χ3) ότι ήταν σε θέση και είχε την δυνατότητα λόγω μεγάλων γνωριμιών που διέθεταν ως εταιρεία στο εξωτερικό και κυρίως στην Γερμανία, να τους προμηθεύσουν οποιοδήποτε αυτοκίνητο πιο γρήγορα χρονικά, αλλά και πιο φθηνά από οποιαδήποτε άλλο εισαγωγέα.
Από τα παραπάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει με πλήρη βεβαιότητα, κατά την κρίση μου, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ., η θεμελίωση όχι μόνον της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το συνολικό όφελος της οποίας και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.368 ευρώ, αλλά και η θεμελίωση του κοινού (κατ' άρθρο 45 Π.Κ.) υποκειμενικού στοιχείου του δόλου και των τριών κατηγορουμένων.
Στα παραπάνω πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη: α)το γεγονός ότι, ο πρώτος εκκαλών -κατηγορούμενος Χ2 είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης με την αριθμ. 2721/82 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ με την αριθμ. 3197/92 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου διετάχθη η παύση των εργασιών και κηρύχθηκε συγγνωστός. Όλα δε αυτά έγιναν πριν από την γνωριμία του με τους μηνυτές, β) το γεγονός ότι, με το με αριθμό 348/2001 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμπονται ο πρώτος και η δεύτερη των κατηγορουμένων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα σε βάρος του Α1 τον μήνα Νοέμβριο του 1993 και τον Ιανουάριο του 1998. Σημειωτέον δε ότι, η απάτη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο (Modus Operandi) με αυτήν της κρινομένης υποθέσεως. Σημειωτέον επίσης ότι, με το ίδιο (348/2001 ) Βούλευμα παραπέμπεται η τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1 ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών) για να δικαστεί ως υπαίτια παραβίασης σφραγίδων που έθεσε η Αρχή, από κοινού και κατ' εξακολούθηση (Βλέπ. σκεπτικό και διατακτικό του με αριθμό 348/2001 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών), γ) το γεγονός ότι, με αριθμό 1688/2002 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμπονται και οι τρεις κατηγορούμενοι ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα σε βάρος του Α1 τον μήνα Σεπτέμβριο του 1998. Σημειωτέον δε ότι, η απάτη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο (Modus Operandi) με αυτήν της κρινομένης υποθέσεως και ότι, το Βούλευμα αυτό τροποποιεί το με αριθμό 1828/2002 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει να μη γίνει κατηγορία κατά της τρίτης κατηγορουμένης Χ1 (Βλέπ. σκεπτικό και διατακτικό του με αριθμό 1688/2002 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών).
Η κατ' επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της απάτης από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους προκύπτει: α)για τον πρώτο Χ2 και την δεύτερη Χ3 από το γεγονός ότι αυτοί έχουν παραπεμφθεί με το με αριθμό 348/2001 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για (άλλη) απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα σε βάρος του Α1 τον μήνα Νοέμβριο του 1993 και τον Ιανουάριο του 1998. Σημειωτέον δε ότι, η απάτη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο (Modus Operandi) με αυτήν της κρινομένης υποθέσεως. Ειδικότερα δε ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο πρέπει να προστεθεί και το ότι, από το ποινικό μητρώο του προκύπτει η απ' αυτόν τέλεση άλλων απατών, αλλά και παρόμοιων εγκλημάτων όπως της υπεξαίρεσης και της παράβασης του Ν. 5960/1933 (Βλέπ. σχετικώς το ποινικό του μητρώο στην δικογραφία), β)για την τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1 η κατ' επάγγελμα και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της απάτης προκύπτει από το γεγονός ότι, με αριθμό 1688/2002 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμπεται (μαζί με τους δυο πρώτους κατηγορουμένους) ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα σε βάρος του Α1 τον μήνα Σεπτέμβριο του 1998. Σημειωτέον δε ότι, η απάτη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο (Modus Operandi) με αυτήν της κρινομένης υποθέσεως και ότι, το Βούλευμα αυτό τροποποιεί το με αριθμό 1828/2002 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει να μη γίνει κατηγορία κατά της τρίτης κατηγορουμένης Χ1 (Βλέπ. σκεπτικό και διατακτικό του με αριθμό 1688/2002 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών). Σημειωτέον επίσης ότι, με το ίδιο (348/2001) Βούλευμα παραπέμπεται η τρίτη εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1 ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών) για να δικαστεί ως υπαίτια παραβίασης σφραγίδων που έθεσε η Αρχή, από κοινού και κατ' εξακολούθηση με τους δυο πρώτους συγκατηγορουμένους της (Βλέπ. σκεπτικό και διατακτικό του με αριθμό 348/2001 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών).
Με τις ανωτέρω πράξεις των οι κατηγορούμενοι έβλαψαν την περιουσία των εγκαλούντων κατά τα ποσά των 69.846 € και των 50.000 γερμανικών Μάρκων, ποσά που είναι (κατά το υποκειμενικό και αντικειμενικό κριτήριο) ιδιαίτερα μεγάλα με αντίστοιχη δική τους (προσωπική-ατομική) παράνομη ωφέλεια, αλλά και της εταιρίας "ΑΘΗΝΑ Α.Ε." της οποίας τυγχάνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της. Από την επανειλημμένη δε τέλεση των πράξεων αυτών, προκύπτει αφ' ενός μεν σκοπός των άνω κατηγορουμένων για πορισμό εισοδήματος, αφ' ετέρου δε σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητα τους, ενώ το συνολικό όφελος τους και η συνολική ζημία των εγκαλούντων υπερβαίνει κατά τα ως άνω το πόσον των 73.368 €.
Ως προς τη νομική κατάσταση της εταιρείας "ΑΘΗΝΑΣ Α.Ε." πρέπει να λεχθεί ότι: Αυτή φέρει τον πλήρη τίτλο "Ανώνυμος Εισαγωγική και Εξαγωγική Εμπορική Εταιρία Αθήνα Α.Ε.". Στην ίδια διεύθυνση (...) , είχε την έδρα της και η εταιρεία με την επωνυμία "Αθηνά Εφοπλιστική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης", η οποία είχε συσταθεί από την Ε και τον Ζ με το υπ' αριθμ. .../2-7-1985 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Τσοκανά (Φ.Ε.Κ. 2708/11-7-1985 Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και είχε σκοπό, εκτός των άλλων, και την εμπορία αυτοκινήτων που εισήγαγε από το εξωτερικό ή αγόραζε από το εσωτερικό. Με το υπ' αριθμ. .../21-4-86 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Στεφάνου Καταπόδη, ο Ζ πώλησε το εταιρικό μερίδιο του στην δεύτερη κατηγορουμένη Χ3 και έτσι από τότε μέλη της εταιρείας ήταν η μητέρα του πρώτου κατηγορουμένου Ε και η σύζυγος του Χ3. Με το ίδιο συμβόλαιο ορίστηκε διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρείας καθ' όλη την (20ετή) διάρκεια της ο (πρώτος κατηγορούμενος) Χ2. Ο τελευταίος είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμό 2721/26-7-1982 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, με την υπ' αριθμ. 3197/5.11.1992, απόφαση του ίδιου δικαστηρίου διατάχθηκε η παύση των εργασιών και κηρύχθηκε ο πτωχεύσας μη συγγνωστός. Την 17 Μαΐου 1994 ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 και η δευτέρα (σύζυγος του) Χ3 συνέστησαν με το υπ' αριθμ. .../1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας συζ. Θεοδ. Αβαρκιώτη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία, "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΘΗΝΑ Α.Ε.", η οποία είχε την έδρα της στην ίδια ως άνω διεύθυνση (...) ενώ σκοπός και αυτής ήταν, εκτός των άλλων, και η εμπορία καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Το καταστατικό της εταιρείας δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμ. 7453/199Λ Φ.Ε.Κ., τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ το πρακτικό της Γ.Σ. της 30.6.1996 περί εκλογής του Δ.Σ. που συγκροτήθηκε σε σώμα και αποτελείτο από τους α) Χ2, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, β) Χ3, αντιπρόεδρο και γ) Χ1 (τρίτη κατηγορουμένη και αδελφή της δευτέρας), μέλος. Η θητεία του Δ.Σ. ορίστηκε για πέντε χρόνια ενώ την εταιρεία εκπροσωπούσε ο Χ2.
Από όλα τα παραπάνω πραγματικά και νομικά περιστατικά, σαφέστατα συνάγεται ότι, οι υπάρχουσες ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων είναι επαρκείς (εγγίζουν σχεδόν τα όρια της πλήρους βεβαιότητας, για το ότι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται) και επιβάλουν την παραπομπή των στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου το δικαστήριο να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Σημειωτέον δε ότι, οι πράξεις αυτές των κατηγορουμένων, όπως περιγράφηκαν παραπάνω θεμελιώνουν τόσο την αντικειμενική, όσο και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού και από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό όφελος της οποίας ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.368 ευρώ. Σημειωτέον επίσης ότι, οι πράξεις των αυτές προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 1, 12, 13 στ, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 98, 386 παρ. Ιβα, 3α Π.Κ., όπως αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999.", στη συνέχεια δε, μετά την τυπική παραδοχή, απέρριψε τις υπ'αριθ. 548/26-10-2204, 547/26-10-2004 και 533/22-10-2004, αντίστοιχα, εφέσεις των κατηγορουμένων α) Χ2, β) Χ3 και γ) Χ1, κατά του υπ'αρ. 4113/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, στέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμά του από την, κατά των προεκτεθείσα έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, προς σχηματισμό της εξανεχθείσας κρίσης του, δεν εκθέτει, ούτε κατά το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε την παραπεμπτική αυτή κρίση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του ως άνω βουλεύματος, το Συμβούλιο των Εφετών, προκειμένου να στηρίξει την παραπεμπτική του κρίση, εκτός από τις απολογίες των κατηγορουμένων, έλαβε υπόψη του, επιλεκτικά: α) την από 3-11-2003 ένορκη κατάθεση του μηνυτή Ψ2, 2) την από 31-10-2003 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Γ και 3) την από 21-10-2003 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Α. Πλην, όμως, από την επιτρεπτή επισκόπηση της δικογραφίας προκύπτει ότι κατέθεσαν στην κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και οι μάρτυρες Η και Θ, οι καταθέσεις των οποίων δεν ελήφθησαν υπόψη και κατ'επέκταση δεν συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Πέρα από αυτά, το Συμβούλιο των Εφετών, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε: 1) την υπ'αριθ. ΑΒΜ Δ-2002/24/3-1-2002 μήνυση, 2) την υπ'αρ. Δ-2002/2635/2-8-2002 μήνυση, 3) την υπ'αρ. 2721/1982 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 4) την υπ'αρ. 3197/1992 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 5) το υπ'αρ. 348/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, 6) το υπ'αρ. 1688/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, 7) το υπ'αρ. .../1985 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Τσοκανά, 8) το υπ'αρ. .../21-4-1986 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Καταπόδη και 9) το υπ'αρ. .../1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας Αβαρκιώτη. 'Όμως, στη δικογραφία υπάρχουν και άλλα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την αναιρεσείουσα και συνετάγη η από 22-12-2003 έκθεση εγχειρίσεως στον 27ο Τακτικό Ανακριτή Αθηνών και είναι τα εξής: 1) το υπ'αρ. πρωτ. 26/27/1996 έγγραφο της Νομαρχίας Αθηνών περί καταχωρήσεως το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της "ΑΘΗΝΑ Α.Ε." 2) η από 1-12-1998 αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης της Ψ1 κατά της "Α.Ε. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ", 3) Η από 4-1-1998 μηνυτήρια αναφορά του Α κατά των Χ3 και Χ2 4) Η από 28-12-1998 μηνυτήρια αναφορά του Α κατά των Χ3 και Χ2, 5) Η από 22-4-2002 έγκληση του Α κατά του Χ2, Χ3, Χ1 και Κ, 6) το από 30-7-1994 ιατρικό ιστορικό του διαγνωστικού και θεραπευτικού κέντρου Αθηνών, 7) την από 23-7-1994 έκθεση ιστολογικής εξετάσεως του Κέντρου ΥΓΕΙΑ και 8) την από 27-6-1995 έκθεση ιστολογικής εξετάσεως του διαγνωστικού και θεραπευτικού Κέντρου Αθηνών, τα οποία, όμως, δεν ελήφθησαν υπόψη, ούτε συνεκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο Αθηνών,. Μάλιστα, τα ως άνω έγγραφα η εκκαλούσα-αναιρεσείουσα, τα επικαλέσθηκε, με γενική αναφορά, στην από 22-10-2004 έφεσή της, προκειμένου να υποστηρίξει τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό της, ότι αυτή δεν είχε καμία συμμετοχή στην αξιόποινη πράξη, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέα με το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.δ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, όσον αφορά την παραπεμπτική για την αναιρεσείουσα Χ1 διάταξή του, περί κακουργηματικής από κοινού απάτης κατ'εξακολούθηση. Στη συνέχεια πρέπει η αναίρεση να επεκταθεί και στους λοιπούς παραπεμπτόμενους κατηγορουμένους Χ2 και Χ3, οι οποίοι δεν άσκησαν αναίρεση, καθόσον ο λόγος αναιρέσεως που γίνεται δεκτός, δεν αναφέρεται αποκλειστικώς στο πρόσωπο της ως άνω αναιρεσείουσας Χ1 (άρθρο 469 εδ.α'ΚΠΔ) και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, γιατί είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 485 παρ.1 και 519 ΚΠΔ). Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το αίτημα της αναιρεσείουσας περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς της ενώπιον του Αρείου Πάγου, για παροχή εξηγήσεως και διευκρινήσεων, γιατί με την αίτηση αναιρέσεως και τα κατατεθέντα υπομνήματά της, διεξοδικώς εκθέτει τις απόψεις και τα επιχειρήματά της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα της αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο.
Αναιρεί το υπ'αρ. 1628/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς την αναιρεσείουσα Χ1, κάτοικον ..., και ως προς τους συγκατηγορούμενους της ως άνω, που δεν άσκησαν αναίρεση, Χ2 και Χ3, κατοίκων ... . Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 ΜαΙου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή