Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2148 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναίρεση μερική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Απάτη στο δικαστήριο. Πότε διαπράττεται από το διάδικο πολιτικής δίκης. Ψευδορκία μάρτυρα. Έλλειψη αιτιολογίας και όταν δεν εκτίθενται τα αληθινά γεγονότα κατ’ αντιπαράθεση προς τα ψευδή. Τι απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας από απόψεως αποδεικτικών μέσων. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας διότι δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και δη οι απολογίες όλων των συγκατηγορουμένων, ενόψει της ρητής ονομαστικής αναφοράς ορισμένων και της ελλείψεως μνείας του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου κατά το είδος του. Υπέρβαση εξουσίας του Δικαστικού Συμβουλίου και όταν, ενώ το αξιόποινο εξαλείφθηκε με παραγραφή, δεν έπαυσε οριστικώς της ποινική δίωξη αλλά παρέπεμψε τον κατηγορούμενο να δικασθεί για την παραγραφείσα πράξη. Αναιρεί και ΠΟΠΔ για ορισμένα αδικήματα. Παραπέμπει κατά τα λοιπά.




Αριθμός 2148/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αθανάσιο Κουτρομάνο (ο οποίος ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1364/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Αυγούστου 2007 αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1716/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 85/2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ ΠοινΔ τις αριθμ. 184/10-9-2007 και 174/28-8-2007 αιτήσεις αναιρέσεως του Χ1, οδός ..... αριθμ. ... και Χ2, κατοίκου ....., οδός ..... αριθμ. ..., αντίστοιχα, οι οποίες ασκήθηκαν αυτοπροσώπως από τους ίδιους και στρέφονται κατά του αριθμ. 1364/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το αριθμ. 513/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους αναιρεσείοντας κατηγορουμένους, καθώς και τον μη δικαιούμενο σε άσκηση αναίρεσης-συγκατηγορούμενό τους Χ3, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι, ο πρώτος τούτων, απάτης στο Δικαστήριο με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ, και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μαρτύρων, ο δεύτερος τούτων άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης στο Δικαστήριο με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 €υρώ και ψευδορκίας μάρτυρα και ο τρίτος τούτων ψευδορκίας μάρτυρα. Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι και ο συγκατηγορούμενός τους Χ3 άσκησαν εφέσεις. Επί των εφέσεων αυτών εξεδόθη το αριθμ. 1364/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο α) κήρυξε απαράδεκτη την έφεση του κατηγορουμένου Χ3 και β) απέρριψε τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων ως ουσιαστικά αβάσιμες και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα κατά του οποίου στρέφονταν οι ανωτέρω εφέσεις. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφονται πλέον οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1 την 1η Αυγούστου 2007 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 ΚΠοινΔ, ενώ προηγήθηκε η επίδοση στον αντίκλητό του, η οποία έγινε στις 12-7-2007 (ΑΠ 1936/2007), στον δεύτερο δε αναιρεσείοντα επιδόθηκε στις 23-7-2007, οι αιτήσεις δε ασκήθηκαν την 10-9-2007 και 28-8-2007, αντίστοιχα, ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Μαρίας Θεοτοκά, συντάχθηκαν δε από εκείνη οι αριθμ. 184/10-9-2007 και 174/28-8-2007 εκθέσεις, στις οποίες διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκαν και συγκεκριμένα η απόλυτη ακυρότητα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και κατ'εκτίμηση του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος και της υπέρβασης εξουσίας. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4 ΚΠοινΔ, οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τους αναιρεσείοντας κατηγορουμένους για κακούργημα και συναφή πλημμελήματα (άρθρο 482 παρ. 1 ΚΠΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει σε περιουσιακή, με πράξη, παράλειψη ή ανοχή, διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον με σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος, αντίστοιχο παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί, ενώ δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε. Αποτέλεσμα δε του τελευταίου είναι, ότι η απάτη μπορεί να τελεσθεί και με την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, όταν υποβάλλεται σ'αυτό ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος από ψευδείς ένορκες καταθέσεις και γενικά ψευδή αποδεικτικά μέσα, από τα οποία παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει απόφαση, που έχει ως συνέπεια τη βλάβη της περιουσίας του αντιδίκου του δράστη.
Εξάλλου, κατά την παράγ. 3 εδ. β του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ (ΑΠ 1023/2006).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών όποιος εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει και καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από αυτή εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) εξέταση του μάρτυρα ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την εξέτασή του β) η κατάθεση του μάρτυρα να είναι ένορκη γ) κατάθεση αντικειμενικά ψευδών περιστατικών ή απόκρυψη ή άρνηση καταθέσεως των αληθινών, τα περιστατικά δε αυτά, ανεξάρτητα από το εάν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, πρέπει να σχετίζονται με την υπόθεση και να αναφέρονται, προκειμένου μεν περί πολιτικής δίκης στο αποδεικτέο θέμα, προκειμένου δε περί δίκης ποινικής, στα στοιχεία του διωκομένου εγκλήματος ή σε κάθε περίπτωση, στα άλλα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα με εκείνα και δ) άμεσος δόλος του δράστη (μάρτυρα) που συνίσταται στο ότι ο δράστης γνωρίζει ότι τα περιστατικά, τα οποία καταθέτει, είναι ψευδή ή έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκόπιμα τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
Τα περιστατικά που κατατίθενται είναι αντικειμενικά ψευδή, όταν είναι αντίθετα προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα τα οποία αντιλήφθηκε αυτός που τα καταθέτει είτε περιήλθαν σε γνώση του από διηγήσεις τρίτων.
Επίσης, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να συντελεσθεί η αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέξουν α) με οποιονδήποτε τρόπο εκ προθέσεως παραγωγή αποφάσεως από κάποιον σε άλλον για διάπραξη ορισμένης άδικης πράξεως και β) ο άλλος να διέπραξε την άδικη αυτή πράξη, την οποία αποφάσισε με τον ως άνω τρόπο.
Τέλος, κατά το άρθρο 46 παρ. 1β του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξης και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η διάπραξη του εγκλήματος με τις περιστάσεις που τελέστηκε.
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά.
Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει, προκειμένου περί ηθικού αυτουργού, όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία αυτός προκάλεσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, αλλά και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά την απόφαση αυτή στον αυτουργό. (ΑΠ 447/1999 ΠΧ, Ν59, ΑΠ 1779/99 ΠΧ, Ν, 802 κ.ά.).
Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το αίτημα των διαδίκων, κατ'άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ, για εμφάνισή τους στο συμβούλιο για να δώσουν διευκρινήσεις.
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις του μηνυτή, των μαρτύρων Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, προέκυψαν τα εξής:
Ο κατηγορούμενος Χ3 είχε στην κυριότητα του εξ αδιαιρέτου, ένα κτίριο, κατά ποσοστό 750/1000, που λειτουργεί ως ξενοδοχείο με το διακριτικό τίτλο "HOTEL PRIAMOS" και βρίσκεται στην Αθήνα στη θέση ".....", επί της οδού ..... . Το υπόλοιπο ποσοστό του 250/1000 εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου ανήκει στην κυριότητα της μητέρας του.
Με το υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη ο παραπάνω κατηγορούμενος πώλησε στον εγκαλούντα, Ζ και στη Ε, σύζυγο του δευτέρου κατηγορουμένου Χ2, ποσοστό επί του ανωτέρω ακινήτου, 250/1000 εξ αδιαιρέτου και ειδικότερα από 125/000 εξ αδιαιρέτου στον καθένα έναντι συνολικού τιμήματος 54.000.000 δραχμών. Από το ανωτέρω τίμημα ποσό 42.740.000 δραχμών καταβλήθηκε σε μετρητά πριν τη σύνταξη του συμβολαίου (ποσό 21.370.000 δραχμών από τον κάθε αγοραστή), ενώ το υπόλοιπο ποσό των 11.260.000 δραχμών συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε τρεις ισόποσες δόσεις, των 3.753.333 δραχμών η καθεμία, στις 24/6/1993, στις 2/7/1993 και στις 8/7/1993 αντίστοιχα. Εξάλλου, συμφωνήθηκε ότι η εξόφληση της κάθε δόσης θα αποδεικνύονταν μόνο με έγγραφη απόδειξη του πωλητή ή με γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.
Στις 18/6/1993 δηλ. την επόμενη ημέρα της υπογραφής του πρώτου συμβολαίου, "συμφωνήθηκε ανάμεσα στον πωλητή Χ3 και στους αγοραστές Ζ και Ε ότι τα μισθώματα που θα έπρεπε να εισπράττουν οι δύο τελευταίοι από την μισθώτρια εταιρεία με την επωνυμία "Η.Ο. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΕΛΛ. ΤΟΥΡ. ABC. Ε.Ε.", στην οποία ήταν μισθωμένο το ξενοδοχείο για το χρονικό διάστημα από 18/6/1993 έως 31/12/1994, να τα λαμβάνει ο κατηγορούμενος πωλητής Χ3.
Με το υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου ο κατηγορούμενος Χ3 πώλησε το υπόλοιπο ποσοστό που κατείχε εξ αδιαιρέτου επί του παραπάνω ακινήτου, ήτοι τα 500/1000 στην υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία <<PALM SEA NAVIGATION S.A.", με έδρα τη Λιβερία, (την οποία όπως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 είχαν συστήσει, οι ίδιοι την 1-9-1993).
Αργότερα όταν διασπάσθηκε ο έγγαμος βίος της θυγατέρας του εγκαλούντα Ζ με τον κατηγορούμενο Χ1 ο τελευταίος, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 20/1/2002 και με αριθμό κατάθεσης ..... αγωγή, σύμφωνα με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι στο υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη ο εγκαλών Ζ συμβλήθηκε εικονικά ως αγοραστής του αναφερόμενου ακινήτου ξενοδοχείου και ότι πραγματικός συμβαλλόμενος ήταν αυτός και κατόπιν τούτων ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω πώλησης και να αναγνωριστεί ο Χ1 ως ο κύριος του ποσοστού των 125/000 εξ αδιαιρέτου του πωληθέντος ακινήτου. Τους ισχυρισμούς του αυτούς υποστήριξε με την κατάθεση του μάρτυρα του Χ2 ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της αγωγής, στη δικάσιμο της 17/3/2005 και κατέθεσε τα παραπάνω αναφερόμενα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η αριθ. 4799/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή του και δέχθηκε την εικονικότητα της παραπάνω αγοραπωλησίας ως προς το πρόσωπο του παραπάνω αγοραστή.
Επίσης με την από 20/1/2002 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με τον ισχυρισμό ότι η παραπάνω σύμβαση αγοραπωλησίας με το πιο πάνω υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη είναι εικονική ως προς το πρόσωπο του φερόμενου αγοραστή πεθερού του Ζ είναι εικονική γιατί στην πραγματικότητα αγοραστής είναι ο ίδιος Χ1 και όχι ο πεθερός του Ζ και ότι τούτο έγινε επειδή ο ίδιος δεν επιθυμούσε για φορολογικούς λόγους να φαίνεται ότι έχει ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, ζήτησε να διαταχθεί η δικαστική μεσεγγύηση του ποσοστού του ακινήτου που αναφέρεται στο παραπάνω αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη και να διορισθεί αυτός μεσεγγυούχος ή άλλο κατάλληλο πρόσωπο. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την αριθ. 6072/31-7-2002 έκανε δεκτή την παραπάνω αίτηση και διέταξε την δικαστική μεσεγγύηση του ποσοστού 125/1000 εξ' αδιαιρέτου του παραπάνω ακινήτου και διόρισε μεσεγγυούχο τον κατηγορούμενο Χ1. Οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο κατηγορούμενος Χ1, με την από 20/1/2002 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήταν ψευδείς, αφού πραγματικά συμβαλλόμενος στο υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη ήταν ο εγκαλών Ζ χωρίς να προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι συνεβλήθη εικονικά και ότι ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν ο πραγματικός αγοραστής του παραπάνω μεριδίου.
To χρηματικό ποσό του τιμήματος του πιο πάνω ποσοστού του ακινήτου, καταβλήθηκε από τον εγκαλούντα όπως εξάλλου αναφέρουν στις καταθέσεις τους ο γυιός του Β, Γ, Θ και Δ.
Ένα μέρος (25.000.000 δρχ.), του χρηματικού ποσού των 26.500.000 δρχ. του τιμήματος που κατέβαλε ο εγκαλών για την αγορά του παραπάνω ποσοστού προήλθε από την πώληση ενός Ε.Δ.Χ. αυτοκίνητου (ταξί), μάρκας ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ, μοντέλο 1992, μαζί με την άδεια του, το οποίο με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Λαμπρινού πώλησε ο εγκαλών στον Γ όπως προκύπτει από την κατάθεση του αγοραστή του ταξί και το πραγματικό τίμημα που καταβλήθηκε στον εγκαλούντα ανήλθε στο ποσό των 25.000.000 δραχμών και όχι το ποσό των 800.000 δραχμών όπως αναγράφηκε στο παραπάνω συμβόλαιο. Μάλιστα, όπως είχε αναφέρει ο εγκαλών στον πιο πάνω μάρτυρα, αιτία της πώλησης του ταξί ήταν η χρησιμοποίηση του τιμήματος για την αγορά ενός ποσοστού του ξενοδοχείου "Πρίαμος". Όπως προκύπτει και από την ένορκη βεβαίωση του Ι, μεσίτη επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, μόνο η άδεια του ταξί το 1993 ανερχόταν περίπου στο ποσό των 21.000.000 - 22.000.000 δραχμών.
Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο πραγματικός αγοραστής του παραπάνω μεριδίου ήταν ο κατηγορούμενος Χ1 αφού δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι είχε αυτή την οικονομική δυνατότητα ούτε προσκομίζει κανένα έγγραφο ότι αυτός κατέβαλε το παραπάνω χρηματικό ποσό στον πωλητή Χ3, ούτε αυτό συνάγεται εκ του γεγονότος ότι αυτός έκανε τις διαπραγματεύσεις για την παραπάνω αγορά γιατί τούτο έπραττε κατόπιν εντολής του πεθερού του και εγκαλούντα Ζ. Όλες οι διαπραγματεύσεις είχαν γίνει από τον κατηγορούμενο, γιατί αυτός είχε παρουσιάσει στον εγκαλούντα - πεθερό του - ως καλή επένδυση την αγορά ποσοστού του παραπάνω ξενοδοχείου.
Επίσης συμφωνήθηκε με το από 18/6/1993 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του πωλητή Χ3 και των αγοραστών εγκαλούντα Ζ και Ε, η εκχώρηση των μισθωμάτων στον πωλητή, που θα έπρεπε να εισπράττουν οι αγοραστές από την εταιρεία με την επωνυμία "Ν.Ο. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΕΛΛ. ΤΟΥΡ. ABC. Ε.Ε.", στην οποία ήταν μισθωμένο το ξενοδοχείο για το χρονικό διάστημα από 18.6.1993 έως 31.12.1994.
Μετά από αυτήν την ημερομηνία, (από την 1.1.1995) τα μισθώματα, που αντιστοιχούσαν στο ποσοστό του εγκαλούντος (125/1000) από την εκμίσθωση του ξενοδοχείου με το διακριτικό τίτλο "HOTEL PRIAMOS" στην εταιρεία με την επωνυμία "Η. Ο. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΕΛΛ. ΤΟΥΡ. ABC. E.E.", τα εισέπρατε ο κατηγορούμενος Χ1, διότι ο εγκαλών ήθελε να ενισχύσει οικονομικά αυτόν και την θυγατέρα του. Όπως προκύπτει δε από την από 1.10.1997 απόδειξη εξόφλησης μισθωμάτων, ο κατηγορούμενος Χ1 εισέπραξε τα μισθώματα μηνών Ιουνίου 1997 έως Δεκεμβρίου 1997 για λογαριασμό του εγκαλούντος, όπως επίσης αναφέρει και στην κατάθεση του ο μάρτυρας Δ εξάδερφος του κατηγορουμένου, Χ1.
Μετά την πάροδο τριών μηνών από την παραπάνω πώληση ποσοστού 250/1000 του ξενοδοχείου στον εγκαλούντα και στην Ε, η υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία "PALM SEA NAVIGATION S.A.", αγόρασε ποσοστό 500/1000 του ιδίου ξενοδοχείου από τον Χ3. Η ανωτέρω υπεράκτια εταιρεία από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ιδρύθηκε από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2 όπως αυτοί ισχυρίζονται ούτε επίσης προέκυψε από κανένα στοιχείο ότι αυτοί είχαν την οικονομική επιφάνεια για να προβούν σε μια τέτοια αγορά. Αλλά και αν ακόμη οι κατηγορούμενοι αυτοί φέρονται ότι συνέστησαν την παραπάνω εταιρεία, η οποία αγόρασε το παραπάνω ποσοστό του ξενοδοχείου, τούτο δεν αποτελεί στοιχείο που ενέχει οποιαδήποτε επίδραση στην υπό κρίση υπόθεση της αγοράς του παραπάνω ποσοστού από τον εγκαλούντα.
Ο κατηγορούμενος Χ1 υποστήριξε τους ισχυρισμούς του στην παραπάνω αγωγή του με την ανωτέρω ψευδή κατάθεση του κατηγορούμενου Χ2 στις 17/3/2005 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο οποίος κατέθεσε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου, ως μάρτυρας τα ακόλουθα : "πράγματι υπήρξε οικονομική δοσοληψία μεταξύ του Χ1 και του Ζ. Δηλαδή υπήρξε δανεισμός", "...ήταν χρήματα δικά μου που μου τα εξόφλησε ο Χ1 ...", "...σας λέω προέκυψε δανεισμός του Ζ προς τον Χ1, ο οποίος δεν διευθετήθηκε....", "...του είχε προκαταβάλει (Χ3) ο κύριος Χ1 μέσω συναλλαγών που είχαν ... 10 ή 12 εκ. αν θυμάμαι καλά, δηλαδή προ της αγοράς ...", "... τα μισθώματα του ξενοδοχείου τα εισέπραττε ο Χ1 και ουδέποτε ο Ζ", "... ο Ζπαρίστατο απλώς για την υπογραφή ..." και ". ..ο Χ1 ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει τα δύο πραγματικά βάρη που είχε το ξενοδοχείο ύψους 3.000.000 δρχ. και 1.920.000 δρχ. αντίστοιχα ...". Τα ανωτέρω, τα οποία σχετίζονταν με την ουσία της υπόθεσης ήταν ψευδή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, αφού τα χρήματα στα οποία αναφέρεται ο κατηγορούμενος Χ2 ανήκαν στον εγκαλούντα, και δόθηκαν από αυτόν για την αγορά στο όνομα του ποσοστού 12,5% του ξενοδοχείου, η παρουσία του εγκαλούντος κατά την υπογραφή του συμβολαίου ήταν πραγματική ως πραγματικός αγοραστής του, ενώ τα μισθώματα του ξενοδοχείου τα εισέπραττε αρχικά ο κατηγορούμενος Χ3 και συνέχεια ο κατηγορούμενος Χ1 κατ' εντολήν του εγκαλούντα. Ο κατηγορούμενος Χ2 τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των ανωτέρω γεγονότων. Με την ανωτέρω δε ψευδή κατάθεση του ο κατηγορούμενος Χ2 παρέσχε άμεση συνδρομή στον κατηγορούμενο Χ1 ώστε ο τελευταίος να παραπλανήσει το δικαστήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εξέδωσε την αριθ. 4799/2005 απόφαση του, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή του κατηγορουμένου Χ1 και έτσι να υποστεί ζημία ο εγκαλών άνω των 73.000 €.
Επίσης προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ1 με πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον κατηγορούμενο Χ2 να καταθέσει εν γνώσει του όσα ψευδή κατέθεσε.
Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι ο Χ1 είναι ο πραγματικός αγοραστής και ότι για φορολογικούς λόγους συμβλήθηκε στο παραπάνω συμβόλαιο ως αγοραστής ο εγκαλών-πεθερός του. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ευσταθεί και δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα αντίθετα καταρρίπτεται και ακόμη εκ του λόγου ότι θα μπορούσε να συμβληθεί στο ανωτέρω συμβόλαιο η τότε σύζυγος του και όχι ο εγκαλών-πεθερός του.
Με τις σκέψεις αυτές και με όσα πραγματικά περιστατικά ήδη αναπτύχθηκαν, πρόδηλον είναι ότι το εκκαλούμενο βούλευμα, που δέχεται ότι συντρέχουν σ' αυτή την περίπτωση επαρκείς ενδείξεις σε βάρος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων, για τις πράξεις της απάτης στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα για τον πρώτο κατηγορούμενο, της ψευδορκίας μάρτυρα και της άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € για τον δεύτερο κατηγορούμενο και της ψευδορκίας μάρτυρα για τον τρίτο κατηγορούμενο (αρθρ. 1, 12, 14, 16, 17, 26§ 1α, 27, 46 § ια, β, 51, 52, 60, 63, 94, 224 §§1-2, σε συνδυασμό με το άρθρο 227 του Π.Κ. και 386 §§ εδ. β-1 Π.Κ.).και τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστούν ως υπαίτιοι αυτών, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς οι εφέσεις που άσκησαν οι ανωτέρω κατηγορούμενοι πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμες στην ουσία τους και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα κατ' άρθρο 319 παρ. 3 ΚΠΔ.
Για να καταλήξει το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στις παραπάνω παραδοχές και στην αντίστοιχη παραπεμπτική κρίση του και ιδίως στην απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Χ1 ότι ο εγκαλών-πεθερός του Ζ συνεβλήθη εικονικά, στο αριθμ. ..... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη, ως αγοραστής ποσοστού 125/000 εξ αδιαιρέτου του, λειτουργούντος ως ξενοδοχείου με το διακριτικό τίτλο "HOTEL PRIAMOS", ακινήτου, όπως προκύπτει από τη γενόμενη ρητή μνεία και επίκληση των ληφθέντων υπόψη του και συνεκτιμηθέντων αποδεικτικών μέσων, στηρίχθηκε στις καταθέσεις του μηνυτή, των μαρτύρων Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2. Δεν αναφέρεται όμως στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ούτε από το όλο περιεχόμενό του προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα 1) και την απολογία και το απολογητκό υπόμνημα του πωλητή του ανωτέρω εξ αδιαιρέτου μεριδίου του ακινήτου Χ3, συγκατηγορουμένου για ψευδορκία μάρτυρα, τα οποία (απολογία-απολογητικό υπόμνημα) ειδικώς αναφέρονται στα επίμαχα στοιχεία των κατηγοριών και ακόμα ασκούν ουσιώδη επιρροή και στη διαμόρφωση της κρίσης ως προς την φερόμενη ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα για την οποία παραπέμφθηκε ο εκ των αναιρεσειόντων Χ1 2) τα απολογητικά υπομνήματα των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2.
Αλλά από την προαναφερόμενη ρητή μνεία του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι έλαβε υπόψη και αξιολόγησε "και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας" καθώς και από το όλο περιεχόμενο του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν καθίσταται σαφές εάν το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και την προσκομισθείσα, με την έκθεση εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος Χ2, από 22-4-2003 απόδειξη του Η από την οποία προκύπτει εξόφληση εμπράγματος ασφάλειας που έφερε το πωληθέν ακίνητο. 'Ετσι όμως προκύπτει, καταρχήν, ασάφεια ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών και από τα οποία προέκυψαν τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων έκρινε ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων που δικαιολογούν την παραπομπή τους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τις πράξεις της κακουργηματικής απάτης, της άμεσης συνέργειας σ'αυτήν σε βαθμό κακουργήματος, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα. Επί πλέον η αιτιολογία του βουλεύματος είναι ελλιπής α) γιατί ενώ δέχεται ότι "Από το ανωτέρω τίμημα ποσό 42.740.000 δρχ. καταβλήθηκε σε μετρητά πριν τη σύνταξη του συμβολαίου (ποσό 21.370.000 δραχμών από το κάθε αγοραστή) ενώ το υπόλοιπο ποσό των 11.260.000 δρχ. συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε τρεις ισόποσες δόσεις των 3.753.333 δραχμών η καθεμία, στις 24-6-1993, στις 2-7-1993 και στις 8-7-1993 αντίστοιχα και συμφωνήθηκε ότι η εξόφληση της κάθε δόσης θα αποδεικνύονταν μόνο με έγγραφη απόδειξη του πωλητή ή με γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων" και ότι ένα μέρος (25.000.000 δρχ.) του χρηματικού ποσού των 27.000.000 δρχ., το οποίο από παραδρομή αναφέρεται ως 26.500.000 δρχ., που κατέβαλε ο εγκαλών για την αγορά του παραπάνω ποσοστού προήλθε από την πώληση ενός Ε.Δ.Χ. αυτοκινήτου (ταξί) μάρκας ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ, δεν διευκρινίζει με ποιό τρόπο (έγγραφη απόδειξη ή γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων) κατέβαλε τα ποσά αυτά των τριών δόσεων ο εγκαλών, ούτε αν καλύφθηκαν αυτά με την εκχώρηση των μισθωμάτων του ξενοδοχείου στον πωλητή Χ3, που αναλογούσαν στα 125/000 εξ αδιαιρέτου, για το χρονικό διάστημα από 18-6-1993 έως 31-12-1994 και στην περίπτωση αυτή σε ποιό ποσό ανερχόταν τότε το μηνιαίο μίσθωμα του ξενοδοχείου, ούτε επίσης την προέλευση των χρημάτων με τα οποία καλύφθηκε το υπόλοιπο ποσό των 2.000.000 δρχ. (27.000.000 - 25.000.000), β) καθόσον αφορά το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα για το οποίο το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος Χ1, αναφέρεται στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος αλλά και στο διατακτικό του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος ότι ο κατηγορούμενος Χ1 με πειθώ και φορτικότητα και έντονες προτροπές έπεισε τον Χ2 να καταθέσει εν γνώσει του όσα ψευδή κατέθεσε, χωρίς να αναφέρονται περαιτέρω ο τρόπος με τον οποίο ο αναιρεσείων προκάλεσε στον επίσης αναιρεσείοντα συγκατηγορούμενό του την απόφαση προς διάπραξη της ανωτέρω άδικης πράξης, ούτε τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο Εφετών ότι αυτός προκάλεσε στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, γ) επίσης ως προς το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων Χ2, ενώ δέχεται ότι όλο το περιεχόμενό της από 17-3-2005 ένορκης κατάθεσής του ήταν ψευδές δεν παραθέτει ποιά ήταν τα αληθινά γεγονότα αναφορικά με την περικοπή της κατάθεσης ".......Ο Χ1 ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει τα δύο πραγματικά βάρη που είχε το ξενοδοχείο ύψους 3.000.000 δρχ. και 1.920.000 δρχ. αντίστοιχα......", ούτε προσδιορίζει, καθόσον αφορά τα αληθινά, κατά την κρίση του, γεγονότα τα περιστατικά από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη του ως ανωτέρω απαιτουμένου δόλου του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή αυτός εγνώριζε την αναλήθεια όσων κατέθεσε.
Συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας γι'αυτό και πρέπει να αναιρεθεί, κατά το βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111 παρ. 1-3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία στα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370β και 485 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως συμβουλίου, ο οποίος αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναίρεσης κατά του βουλεύματος οφείλει να αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 ΚΠοινΔ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003 (Ολομ. ΑΠ 382/92, ΑΠ 1855/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμά του, έκρινε ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για να δικασθεί και για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, με αυτουργό τον μη δικαιούμενο σε άσκηση αναίρεσης Χ3, που φέρεται ότι τελέσθηκε στην Αθήνα την 15η Απριλίου 2002 και απέρριψε και ως προς την πράξη αυτή την ασκηθείσα απ'αυτόν έφεση κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος. Όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε η πράξη αυτή φέρεται ότι τελέστηκε την 15-4-2002 και μέχρι την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος (27-6-2007) είχε ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού είχε παρέλθει από της τελέσεώς της χρονικό διάστημα πλέον των πέντε ετών, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής και έπρεπε το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να παύσει οριστικώς λόγω παραγραφής την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την πράξη αυτή. Επομένως με το να προχωρήσει στην κατ'ουσίαν έρευνα της έφεσής του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος και για την πράξη αυτή υπερέβη την εξουσία του, γι'αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός, όπως εκτιμάται, από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. στ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του Χ1 και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, πλην όμως επειδή δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής κατ'άρθρο 519 ΚποινΔ, πρέπει να παύσει οριστικά ως προς την πράξη αυτή η ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και να επεκταθεί το αποτέλεσμα αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 469 ΚΠοινΔ και στον συμπαραπεμφθέντα με το πρωτόδικο βούλευμα και μη δικαιούμενο σε άσκηση αναίρεσης κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος, συμμέτοχο στην πράξη αυτή, με τη μορφή του φυσικού αυτουργού, Χ3 και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα κατ'αυτού ποινική δίωξη για ψευδορκία μάρτυρα.
Εξάλλου, απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος κατά τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ και 485 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, που θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν το συμβούλιο παραλείψει αδικαιολόγητα να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του κατηγορουμένου που ζήτησε τούτο για να δώσει διευκρινίσεις και όχι όταν απορρίψει τη σχετική αίτηση για ορισμένους λόγους που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα.
Στην προκειμένη περίπτωση, από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, απέρριψε το αίτημα των κατηγορουμένων-αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιόν του με την αιτιολογία ότι "... με τι απολογίες τους και τα υπομνήματά τους ενώπιον του Ανακριτή, ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και τις εφέσεις τους αναπτύσσουν διεξοδικά με πληρότητα τους ισχυρισμούς τους και τις απόψεις του ώστε να μην συντρέχει λόγος να επαναλάβουν αυτούς και προφορικά ενώπιον του Συμβουλίου".
Συνεπώς ο λόγος των αναιρέσεων κατά τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους χωρίς να υπάρξει ειδικότερη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής κρίσεως του δικαστικού συμβουλίου, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Αβάσιμη επίσης είναι η αιτίαση ότι υπάρχει ασάφεια και αντίφαση αναφορικά με την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος για το λόγο ότι ενώ στο προσβαλλόμενο βούλευμα αρχικά αναφέρεται ότι "Στη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 2007 δεν εμφανίστηκε ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και ειδοποιήθηκε νόμιμα για να εκθέσει τις απόψεις του, όπως αυτά αναφέρονται ειδικότερα στο ταυτάριθμο πρακτικό" στη συνέχεια αναφέρεται "Να απορριφθεί το αίτημα των εκκαλούντων-κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου" διότι σαφώς προκύπτει ότι η πρώτη αναφορά σχετίζεται με την ειδοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, και μη εμφάνιση του εκκαλούντος-κατηγορουμένου Χ3, του οποίου κηρύχθηκε απαράδεκτη η έφεση κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να γίνουν δεκτές οι αριθμ. 184/10-9-2007 και 174/28-8-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, που ασκήθηκαν από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2, κατά του αριθμ. 1364/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό.
3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών, εκτός της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα Χ1αξιόποινης πράξης της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα την 15-4-2002.
4) Να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος Χ1 καιτου μη δκαιουμένου σε άσκηση αναίρεσης Χ3, ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και ηθικής αυτουργίας σ'αυτήν, που φέρεται ότι τελέστηκε από αυτούς στην Αθήνα την 15-4-2002, λόγω παραγραφής.
Αθήνα 20 Ιανουαρίου 2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΕΥΤΕΡΠΗ ΚΟΥΤΖΑΜΑΝΗ"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες δύο αιτήσεις αναιρέσεως, από 28.8.2007 του Χ2 και από 10.9.2007 του Χ1 κατά του 1364/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης τελείται με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει, με πράξη, παράλειψη ή ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, με σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Εκείνος που εξαπατήθηκε δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με αυτόν που ζημιώθηκε. Αποτέλεσμα του τελευταίου είναι ότι απάτη μπορεί να τελεσθεί και με την παραπλάνηση του δικαστηρίου σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ'αυτό ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με προσαγωγή εν γνώσει αναληθών αποδεικτικών μέσων, από τα οποία παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει απόφαση, που συνεπάγεται βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου του δράστη. Η απάτη αυτή επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών μέσων, εκδίδεται απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης και σε βάρος του αντιδίκου του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 β' του ίδιου ως άνω άρθρου 386 Π.Κ., (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999), η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 224 § 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή, από δε τη διάταξη του άρθρου 46 § 1 περ. α' ΠΚ προκύπτει ότι επί ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία (πρόκληση) μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως πειθώ, φορτικότητα, απειλή, παραινέσεις κ.α., β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση στον άλλον της αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Τέλος, έλλειψη της κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Έτσι, προκειμένου για ψευδορκία μάρτυρα, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό τα αληθινά γεγονότα που γνώριζε ο μάρτυρας και αντί αυτών κατέθεσε εν γνώσει του ψευδή, δηλαδή δεν εκτίθενται τα αληθινά γεγονότα κατ' αντιπαράθεση προς εκείνα που το Συμβούλιο δέχθηκε ότι ήταν ψευδή και, επιπλέον, προκειμένου για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία, δεν εκτίθενται τα περιστατικά, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση προς διάπραξη της ψευδορκίας μάρτυρα, περαιτέρω δε δεν αιτιολογείται ειδικώς η ύπαρξη του άμεσου δόλου. Έλλειψη της ανωτέρω αιτιολογίας υπάρχει επίσης και όταν δεν συνάγεται σαφώς από το βούλευμα ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα συγκεντρωθέντα αποδεικτικά μέσα. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκαν όλα υπόψη από το Συμβούλιο και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται στο βούλευμα όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, απέρριψε ως αβάσιμες κατ' ουσίαν τις εφέσεις των αναιρεσειόντων και ως απαράδεκτη την έφεση του συγκατηγορουμένου τους Χ3 κατά του 513/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο, λόγω σοβαρών ενδείξεων ενοχής τους παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες και ο ανωτέρω συγκατηγορούμενός τους στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν ως υπαίτιοι ο Χ1 α) απάτης στο δικαστήριο με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ και β) ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος, κατά συρροή, ο Χ2 α) άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης στο δικαστήριο του Χ1 και β) ψευδορκίας μάρτυρα και ο Χ3 ψευδορκίας μάρτυρα. Δέχθηκε, συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι "από το συνδυασμό των καταθέσεων του μηνυτή, των μαρτύρων Α, Β, Γ, Δ, Ε και ΣΤ και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, προέκυψαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος Χ3 είχε στην κυριότητα του εξ αδιαιρέτου, ένα κτίριο, κατά ποσοστό 750/1000, που λειτουργεί ως ξενοδοχείο με το διακριτικό τίτλο "HOTEL PRIAMOS" και βρίσκεται στην Αθήνα στη θέση ".....", επί της οδού ..... . Το υπόλοιπο ποσοστό του 250/1000 εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου ανήκει στην κυριότητα της μητέρας του. Με το υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη ο παραπάνω κατηγορούμενος πώλησε στον εγκαλούντα, Ζ και στη Ε, σύζυγο του δευτέρου κατηγορουμένου Χ2, ποσοστό επί του ανωτέρω ακινήτου, 250/1000 εξ αδιαιρέτου και ειδικότερα από 125/000 εξ αδιαιρέτου στον καθένα έναντι συνολικού τιμήματος 54.000.000 δραχμών. Από το ανωτέρω τίμημα ποσό 42.740.000 δραχμων καταβλήθηκε σε μετρητά πριν τη σύνταξη του συμβολαίου (ποσό 21.370.000 δραχμών από τον κάθε αγοραστή), ενώ το υπόλοιπο ποσό των 11.260.000 δραχμών συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε τρεις ισόποσες δόσεις, των 3.753.333 δραχμών η καθεμία, στις 24/6/1993, στις 2/7/1993 και στις 8/7/1993 αντίστοιχα. Εξάλλου, συμφωνήθηκε ότι η εξόφληση της κάθε δόσης θα αποδεικνύονταν μόνο με έγγραφη απόδειξη του πωλητή ή με γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Στις 18/6/1993 δηλ. την επόμενη ημέρα της υπογραφής του πρώτου συμβολαίου, συμφωνήθηκε ανάμεσα στον πωλητή Χ3 και στους αγοραστές Ζ και Ε ότι τα μισθώματα που θα έπρεπε να εισπράττουν οι δύο τελευταίοι από την μισθώτρια εταιρεία με την επωνυμία "..... ΕΛΛ. ΤΟΥΡ. ABC. Ε.Ε.", στην οποία ήταν μισθωμένο το ξενοδοχείο για το χρονικό διάστημα από 18/6/1993 έως 31/12/1994, να τα λαμβάνει ο κατηγορούμενος πωλητής Χ3. Με το υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου ο κατηγορούμενος Χ3 πώλησε το υπόλοιπο ποσοστό που κατείχε εξ αδιαιρέτου επί του παραπάνω ακινήτου, ήτοι τα 500/1000, στην υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία <<PALM SEA NAVIGATION S.A.", με έδρα τη Λιβερία, (την οποία όπως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1 είχαν συστήσει, οι ίδιοι την 1-9-1993). Αργότερα, όταν διασπάσθηκε ο έγγαμος βίος της θυγατέρας του εγκαλούντα Ζ με τον κατηγορούμενο Χ1, ο τελευταίος, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 20/1/2002 και με αριθμό κατάθεσης ..... αγωγή, σύμφωνα με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι στο υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη ο εγκαλών Ζ συμβλήθηκε εικονικά ως αγοραστής του αναφερόμενου ακινήτου ξενοδοχείου και ότι πραγματικός συμβαλλόμενος ήταν αυτός και κατόπιν τούτων, ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω πώλησης και να αναγνωριστεί ο Χ1 ως ο κύριος του ποσοστού των 125/000 εξ αδιαιρέτου του πωληθέντος ακινήτου. Τους ισχυρισμούς του αυτούς υποστήριξε με την κατάθεση του μάρτυρά του Χ2 ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της αγωγής, στη δικάσιμο της 17/3/2005 και κατέθεσε τα παραπάνω αναφερόμενα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η αριθ. 4799/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή του και δέχθηκε την εικονικότητα της παραπάνω αγοραπωλησίας ως προς το πρόσωπο του παραπάνω αγοραστή. Επίσης με την από 20/1/2002 αίτηση του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τον ισχυρισμό ότι η παραπάνω σύμβαση αγοραπωλησίας με το πιο πάνω υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη είναι εικονική ως προς το πρόσωπο του φερόμενου αγοραστή πεθερού του Ζ γιατί στην πραγματικότητα αγοραστής είναι ο ίδιος Χ1 και όχι ο πεθερός του Ζ και ότι τούτο έγινε επειδή ο ίδιος δεν επιθυμούσε, για φορολογικούς λόγους, να φαίνεται ότι έχει ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ζήτησε να διαταχθεί η δικαστική μεσεγγύηση του ποσοστού του ακινήτου που αναφέρεται στο παραπάνω αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη και να διορισθεί αυτός μεσεγγυούχος ή άλλο κατάλληλο πρόσωπο. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την αριθ. 6072/31-7-2002 έκανε δεκτή την παραπάνω αίτηση και διέταξε την δικαστική μεσεγγύηση του ποσοστού 125/1000 εξ' αδιαιρέτου του παραπάνω ακινήτου και διόρισε μεσεγγυούχο τον κατηγορούμενο Χ1. Οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο κατηγορούμενος Χ1 με την από 20/1/2002 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήταν ψευδείς, αφού πραγματικά συμβαλλόμενος στο υπ' αριθ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη ήταν ο εγκαλών Ζ χωρίς να προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι συνεβλήθη εικονικά και ότι ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν ο πραγματικός αγοραστής του παραπάνω μεριδίου. To χρηματικό ποσό του τιμήματος του πιο πάνω ποσοστού του ακινήτου, καταβλήθηκε από τον εγκαλούντα όπως εξάλλου αναφέρουν στις καταθέσεις τους ο γυιός του Β, Γ, Θ και Βασίλειος Ποθάκος. Ένα μέρος (25.000.000 δρχ.), του χρηματικού ποσού των 26.500.000 δρχ. του τιμήματος που κατέβαλε ο εγκαλών για την αγορά του παραπάνω ποσοστού προήλθε από την πώληση ενός Ε.Δ.Χ. αυτοκίνητου (ταξί), μάρκας ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ, μοντέλο 1992, μαζί με την άδεια του, το οποίο με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Λαμπρινού πώλησε ο εγκαλών στον Γ όπως προκύπτει από την κατάθεση του αγοραστή του ταξί και το πραγματικό τίμημα που καταβλήθηκε στον εγκαλούντα ανήλθε στο ποσό των 25.000.000 δραχμών και όχι το ποσό των 800.000 δραχμών όπως αναγράφηκε στο παραπάνω συμβόλαιο. Μάλιστα, όπως είχε αναφέρει ο εγκαλών στον πιο πάνω μάρτυρα, αιτία της πώλησης του ταξί ήταν η χρησιμοποίηση του τιμήματος για την αγορά ενός ποσοστού του ξενοδοχείου "Πρίαμος". Όπως προκύπτει και από την ένορκη βεβαίωση του Ι, μεσίτη επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, μόνο η άδεια του ταξί το 1993 ανερχόταν περίπου στο ποσό των 21.000.000 - 22.000.000 δραχμών. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο πραγματικός αγοραστής του παραπάνω μεριδίου ήταν ο κατηγορούμενος Χ1 αφού δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι είχε αυτή την οικονομική δυνατότητα ούτε προσκομίζει κανένα έγγραφο ότι αυτός κατέβαλε το παραπάνω χρηματικό ποσό στον πωλητή Χ3, ούτε αυτό συνάγεται εκ του γεγονότος ότι αυτός έκανε τις διαπραγματεύσεις για την παραπάνω αγορά γιατί τούτο έπραττε κατόπιν εντολής του πεθερού του και εγκαλούντα Ζ. Όλες οι διαπραγματεύσεις είχαν γίνει από τον κατηγορούμενο, γιατί αυτός είχε παρουσιάσει στον εγκαλούντα - πεθερό του - ως καλή επένδυση την αγορά ποσοστού του παραπάνω ξενοδοχείου. Επίσης συμφωνήθηκε με το από 18/6/1993 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του πωλητή Χ3 και των αγοραστών εγκαλούντα Ζ και Ε, η εκχώρηση των μισθωμάτων στον πωλητή, που θα έπρεπε να εισπράττουν οι αγοραστές από την εταιρεία με την επωνυμία "..... ΕΛΛ. ΤΟΥΡ. ABC. Ε.Ε.", στην οποία ήταν μισθωμένο το ξενοδοχείο για το χρονικό διάστημα από 18.6.1993 έως 31.12.1994. Μετά από αυτήν την ημερομηνία, (από την 1.1.1995) τα μισθώματα, που αντιστοιχούσαν στο ποσοστό του εγκαλούντος (125/1000) από την εκμίσθωση του ξενοδοχείου με το διακριτικό τίτλο "HOTEL PRIAMOS" στην εταιρεία με την επωνυμία "..... ΕΛΛ. ΤΟΥΡ. ABC. E.E.", τα εισέπρατε ο κατηγορούμενος Χ1, διότι ο εγκαλών ήθελε να ενισχύσει οικονομικά αυτόν και την θυγατέρα του. Όπως προκύπτει δε από την από 1.10.1997 απόδειξη εξόφλησης μισθωμάτων, ο κατηγορούμενος Χ1 εισέπραξε τα μισθώματα μηνών Ιουνίου 1997 έως Δεκεμβρίου 1997 για λογαριασμό του εγκαλούντος, όπως επίσης αναφέρει και στην κατάθεση του ο μάρτυρας Δ εξάδερφος του κατηγορουμένου, Χ1. Μετά την πάροδο τριών μηνών από την παραπάνω πώληση ποσοστού 250/1000 του ξενοδοχείου στον εγκαλούντα και στην Ε, η υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία "PALM SEA NAVIGATION S.A.", αγόρασε ποσοστό 500/1000 του ιδίου ξενοδοχείου από τον Χ3. Η ανωτέρω υπεράκτια εταιρεία από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ιδρύθηκε από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2 όπως αυτοί ισχυρίζονται ούτε επίσης προέκυψε από κανένα στοιχείο ότι αυτοί είχαν την οικονομική επιφάνεια για να προβούν σε μια τέτοια αγορά. Αλλά και αν ακόμη οι κατηγορούμενοι αυτοί φέρονται ότι συνέστησαν την παραπάνω εταιρεία, η οποία αγόρασε το παραπάνω ποσοστό του ξενοδοχείου, τούτο δεν αποτελεί στοιχείο που ενέχει οποιαδήποτε επίδραση στην υπό κρίση υπόθεση της αγοράς του παραπάνω ποσοστού από τον εγκαλούντα. Ο κατηγορούμενος Χ1 υποστήριξε τους ισχυρισμούς του στην παραπάνω αγωγή του με την ανωτέρω ψευδή κατάθεση του κατηγορούμενου Χ2 στις 17/3/2005 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο· οποίος κατέθεσε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου, ως μάρτυρας τα ακόλουθα: "πράγματι υπήρξε οικονομική δοσοληψία μεταξύ του Θ και του Ζ. Δηλαδή υπήρξε δανεισμός", "...ήταν χρήματα δικά μου που μου τα εξόφλησε ο Θ ...", "...σας λέω προέκυψε δανεισμός του Ζ προς τον Θ, ο οποίος δεν διευθετήθηκε....", "...του είχε προκαταβάλει (Χ3) ο κύριος Θ μέσω συναλλαγών που είχαν ....10 ή 12 εκ. αν θυμάμαι καλά, δηλαδή προ της αγοράς...", ".......τα μισθώματα του ξενοδοχείου τα εισέπραττε ο Θ και ουδέποτε ο Ζ", "... ο Ζ παρίστατο απλώς για την υπογραφή..." και "... ο Χ1 ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει τα δύο πραγματικά βάρη που είχε το ξενοδοχείο ύψους 3.000.000 δρχ. και 1.920.000 δρχ. αντίστοιχα......". Τα ανωτέρω, τα οποία σχετίζονταν με την ουσία της υπόθεσης ήταν ψευδή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, αφού τα χρήματα στα οποία αναφέρεται ο κατηγορούμενος Χ2 ανήκαν στον εγκαλούντα; και δόθηκαν από αυτόν για την αγορά στο όνομα του ποσοστού 12,5% του ξενοδοχείου, η παρουσία του εγκαλούντος κατά την υπογραφή του συμβολαίου ήταν πραγματική ως πραγματικός αγοραστής του, ενώ τα μισθώματα του ξενοδοχείου τα εισέπραττε αρχικά ο κατηγορούμενος Χ3 και συνέχεια ο κατηγορούμενος Χ1 κατ' εντολήν του εγκαλούντα. Ο κατηγορούμενος Χ2 τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των ανωτέρω γεγονότων. Με την ανωτέρω δε ψευδή κατάθεση του ο κατηγορούμενος Χ2 παρέσχε άμεση συνδρομή στον κατηγορούμενο Χ1 ώστε ο τελευταίος να παραπλανήσει το δικαστήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εξέδωσε την αριθ. 4799/2005 απόφαση του, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή του κατηγορουμένου Χ1 και έτσι να υποστεί ζημία ο εγκαλών άνω των 73.000 €. Επίσης προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ1 με πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον κατηγορούμενο Χ2 να καταθέσει εν γνώσει του όσα ψευδή κατέθεσε. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι ο Χ1 είναι ο πραγματικός αγοραστής και ότι για φορολογικούς λόγους συμβλήθηκε στο παραπάνω συμβόλαιο ως αγοραστής ο εγκαλών-πεθερός του. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ευσταθεί και δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα αντίθετα καταρρίπτεται και ακόμη εκ του λόγου ότι θα μπορούσε να συμβληθεί στο ανωτέρω συμβόλαιο η τότε σύζυγος του και όχι ο εγκαλών-πεθερός του. Με τις σκέψεις αυτές και με όσα πραγματικά περιστατικά ήδη αναπτύχθηκαν, πρόδηλον είναι ότι το εκκαλούμενο βούλευμα, που δέχεται ότι συντρέχουν σ' αυτή την περίπτωση επαρκείς ενδείξεις σε βάρος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων, για τις πράξεις της απάτης στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα για τον πρώτο κατηγορούμενο, της ψευδορκίας μάρτυρα και της άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € για τον δεύτερο κατηγορούμενο και της ψευδορκίας μάρτυρα για τον τρίτο κατηγορούμενο....... και τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστούν ως υπαίτιοι αυτών, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς οι εφέσεις που άσκησαν οι ανωτέρω κατηγορούμενοι πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμες στην ουσία τους".
Με αυτές τις παραδοχές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη, με την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από απόψεως αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα α) από την ονομαστική αναφορά, στο προοίμιο του σκεπτικού του βουλεύματος, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που στήριξαν την κρίση του Συμβουλίου, των απολογιών των δύο αναιρεσειόντων, κατά παράλειψη της απολογίας του συγκατηγορουμένου τους Χ3, με τη λήψη της οποίας περατώθηκε και ως προς αυτόν η κυρία ανάκριση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, και την παράλληλη έλλειψη μνείας, στο ίδιο σκεπτικό, κατά το είδος του, και του αποδεικτικού μέσου της απολογίας, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, καταλείπεται αμφιβολία αν το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και την απολογία του ανωτέρω Χ3, η οποία ούτε σε άλλο σημείο της αιτιολογίας του βουλεύματος μνημονεύεται ή αξιολογείται, ενώ ήταν συνεκτιμητέα κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο με τα λοιπά στοιχεία της προδικασίας για την κρίση του Συμβουλίου επί των εφέσεων των αναιρεσειόντων, β) παρά τη βεβαίωση στο ως άνω προοίμιο του σκεπτικού του βουλεύματος ότι λήφθηκαν υπόψη "και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας", δεν συνάγεται αδιστάκτως ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και την προσκομισθείσα με την έκθεση εφέσεως του αναιρεσείοντος Χ2, από 22-4-2003, εξοφλητική απόδειξη του Η, αφού στην αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος ουδέν αναφέρεται σχετικά με το περιεχόμενό της ότι εξοφλήθηκαν από τον αναιρεσείοντα Χ1 (και τη Ε) απαίτηση του ανωτέρω Η, για την εξασφάλιση της οποίας είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης στο πωληθέν ξενοδοχείο, εξόφληση περί της οποίας φέρεται ότι κατέθεσε ψευδώς ο αναιρεσείων Χ2 με την ηθική αυτουργία του Χ1. Πλέον των ανωτέρω η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι ελλιπής καθόσον α) ενώ δέχεται ότι "από το ανωτέρω τίμημα ποσό 42.740.000 δρχ. καταβλήθηκε σε μετρητά πριν τη σύνταξη του συμβολαίου (ποσό 21.370.000 δρχ. από τον κάθε αγοραστή) ενώ το υπόλοιπο ποσό των 11.260.000 δρχ. συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε τρεις ισόποσες δόσεις των 3.753.333 δραχμών η καθεμία, στις 24-6-1993, στις 2-7-1993 και στις 8-7-1993 αντίστοιχα και συμφωνήθηκε ότι η εξόφληση της κάθε δόσης θα αποδεικνύονταν μόνο με έγγραφη απόδειξη του πωλητή ή με γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων" και ότι ένα μέρος (25.000.000 δρχ.) του χρηματικού ποσού των 27.000.000 δρχ., (το οποίο από παραδρομή αναφέρεται ως 26.500.000 δρχ.), που κατέβαλε ο εγκαλών για την αγορά του παραπάνω ποσοστού προήλθε από την πώληση ενός Ε.Δ.Χ. αυτοκινήτου (ταξί) μάρκας ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ, δεν διευκρινίζει με ποιό τρόπο (έγγραφη απόδειξη ή γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων) κατέβαλε τα ποσά αυτά των τριών δόσεων ο εγκαλών, ούτε αν καλύφθηκαν αυτά με την εκχώρηση των μισθωμάτων του ξενοδοχείου στον πωλητή Χ3, που αναλογούσαν στα 125/1000 εξ αδιαιρέτου, για το χρονικό διάστημα από 18-6-1993 έως 31-12-1994 και στην περίπτωση αυτή σε ποιό ποσό ανερχόταν τότε το μηνιαίο μίσθωμα του ξενοδοχείου, ούτε επίσης την προέλευση των χρημάτων με τα οποία καλύφθηκε το υπόλοιπο ποσό των 2.000.000 δρχ. (27.000.000 - 25.000.000), β) ως προς την πράξη της ηθικής αυτουργίας του Χ1 στην ψευδορκία μάρτυρα του Χ2, αναφέρεται μεν στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, όπως και στο διατακτικό του πρωτοδίκου παραπεμπτικού ότι ο Χ1 με πειθώ, φορτικότητα και έντονες προτροπές έπεισε τον Χ2 να καταθέσει εν γνώσει του όσα ψευδή κατέθεσε, δεν αναφέρονται, όμως, καθόλου πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο ότι ο εν λόγω ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον αυτουργό την απόφαση προς διάπραξη της ψευδορκίας μάρτυρα, καθώς και τους συλλογισμούς για τη θεμελίωση της κρίσεως αυτής και γ) ως προς την ψευδορκία μάρτυρα του Χ2, ενώ δέχεται ότι ήταν ψευδές όλο το περιεχόμενο της από 17.3.2005 ένορκης καταθέσεώς του, δεν αντιπαρατίθενται τα αντιστοίχως αληθινά γεγονότα αναφορικά με την περικοπή της εν λόγω καταθέσεως "... ο Χ1 ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει τα δύο πραγματικά βάρη που είχε το ξενοδοχείο, ύψους 3.000.000 δρχ. και 1.920.000 δρχ. αντίστοιχα...", ούτε προσδιορίζονται, σε σχέση με τα αληθινά κατά την κρίση του Συμβουλίου γεγονότα, τα περιστατικά από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη του αμέσου δόλου του ως άνω αυτουργού της ψευδορκίας Χ2, ότι δηλαδή αυτός γνώριζε την αναλήθεια όσων κατέθεσε. Επομένως, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
Υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. στ' ΚΠοινΔ υπάρχει και όταν το Συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει νόμος. Τούτο δε συντρέχει, πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, των οποίων η απαρίθμηση είναι ενδεικτική και όταν το Συμβούλιο, ενώ το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφθηκε με παραγραφή, δεν παύει οριστικώς την ασκηθείσα ποινική δίωξη αλλά παραπέμπει τον κατηγορούμενο να δικασθεί για την παραγραφείσα πράξη. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 111 § 1 και 3 και 112 Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι για τα πλημμελήματα πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για τους αναφερόμενους στο άρθρο 113 ΠΚ λόγους όχι, όμως, πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό προς τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 310 § 1β', 370 β' και 485 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστικά Συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμά του, έκρινε ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για να δικασθεί και για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, με αυτουργό τον Χ3, που φέρεται ότι τελέσθηκε στην Αθήνα την 15η Απριλίου 2002 και απέρριψε και ως προς την πράξη αυτή την ασκηθείσα απ' αυτόν έφεση κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος. Όμως, από του ανωτέρω χρόνου που φέρεται ότι τελέσθηκε η πράξη αυτή, μέχρι την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος (27-6-2007) είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της, αφού είχε παρέλθει από της τελέσεώς της χρονικό διάστημα πλέον των πέντε ετών, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής και έπρεπε το Συμβούλιο Εφετών, να παύσει οριστικώς λόγω παραγραφής την ασκηθείσα κατά του ανωτέρω κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την πράξη αυτή. Επομένως, με το να προχωρήσει στην κατ'ουσίαν έρευνα και απόρριψη της εφέσεώς του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος και για την πράξη αυτή, υπερέβη την εξουσία του, γι'αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός, όπως εκτιμάται, από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. στ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του Χ1.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Περαιτέρω, μη συντρεχούσης περιπτώσεως παραπομπής ως προς την ως άνω πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη ως προς την πράξη αυτή λόγω παραγραφής, αποτέλεσμα το οποίο πρέπει να επεκταθεί, κατά το άρθρο 469 ΚΠοινΔ, και στον συμπαραπεμφθέντα με το πρωτόδικο βούλευμα και μη δικαιούμενο σε άσκηση αναιρέσεως κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος Χ3, αυτουργό της ανωτέρω ψευδορκίας μάρτυρα και να παύσει οριστικώς λόγω παραγραφής και η κατ' αυτού ασκηθείσα σχετικώς ποινική δίωξη. Η έρευνα των λοιπών λόγων των αιτήσεων, αναφερομένων στο κεφάλαιο του βουλεύματος που απέρριψε αίτημα αυτοπρόσωπης εμφανίσεως των αναιρεσειόντων ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, παρέλκει μετά την κατά τα άνω αναίρεση του βουλεύματος. Κατά το λοιπό αναιρούμενο μέρος της η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το 1364/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του Χ1 και κατά του Χ3, για το ότι: Α) Ο Χ1, στην Αθήνα, στις 15.4.2002, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που αυτός διέπραξε και συγκεκριμένα κατέπεισε τον Χ3, με πειθώ, φορτικότητα και έντονες προτροπές, να βεβαιώσει ενόρκως, εν γνώσει του ψεύδους, στην 963/15-4-2002 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, που χρησιμοποιήθηκε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, κατά τη συζήτηση σχετικής από 20-1-2002 αιτήσεώς του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι: "Μέσα Ιουνίου 1993 ήλθα σε διαπραγματεύσεις με τους Χ1 και Χ2 για να τους πωλήσω το ανήκον σε εμένα ποσοστό είκοσι πέντε στα εκατό (25%) εξ αδιαιρέτου του Ξενοδοχείου ΠΡΙΑΜΟΣ. Οι διαπραγματεύσεις πήγαν καλά και καταλήξαμε σε συμφωνία να τους πωλήσω κατά το ήμισυ στον καθένα το παραπάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου (25%) έναντι ποσού 54.000.000 από το οποίο 42.740.000 με μετρητά και το υπόλοιπο σε 3 ισόποσες δόσεις, δραχμών 3.753.333 εκάστη. Εγώ όλα τα χρήματα του τιμήματος τα πήρα από τους Χ2 και Χ1 στην αναλογία τους από τον καθένα και τους όρους του συμβολαίου που διαπραγματεύθηκα μαζί τους ... . Κατά την ανάγνωση του συμβολαίου ο κ. Ζ δεν ασχολήθηκε με το θέμα ούτε έδειξε να ενδιαφέρεται, απλώς όταν τελείωσε η ανάγνωση του συμβολαίου τον φωνάξαμε να υπογράψει, υπέγραψε το συμβόλαιο μας χαιρέτησε και έφυγε. Τον κ. Ζ στη ζωή μου είδα δύο φορές, μία στο συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβασης του άνω ποσοστού και άλλη μία στο σπίτι του Χ1 σε κοινωνική συνάντηση". Ενώ, η αλήθεια είναι ότι αυτός (Χ1) αγόρασε με τον Χ2, μέσω της λιβεριανής (off shore) εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΛΜ ΣΙ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΟΝ", ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί του επίδικου ακινήτου (ξενοδοχείου) και ο μηνυτής αγόρασε στο όνομά του και για λογαριασμό του ποσοστό 12,5% επί του επιδίκου και ότι αυτός (ο μηνυτής) ήταν ο πραγματικός αγοραστής του 12,5 % επί του επιδίκου και κατέβαλε εξ ιδίων το τίμημα. Β) Ο Χ3, στην Αθήνα, στις 15.4.2002, κατέθεσε ενόρκως εν γνώσει του ψέματα ενώπιον αρχή αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, και συγκεκριμένα στην ..... ένορκη βεβαίωσή του, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, που χρησιμοποιήθηκε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων κατά τη συζήτηση σχετικής από " 6^ 20-1-2002 αιτήσεως του συγκατηγορούμενού του Χ1, με αριθμό καταθ. ..., κατέθεσε ενόρκως εν γνώσει του ψευδώς ότι: "Μέσα Ιουνίου 1993 ήλθα σε διαπραγματεύσεις με τους Χ1 και Χ2 για να τους πωλήσω το ανήκον σε εμένα ποσοστό είκοσι πέντε στα εκατό (25%) εξ αδιαιρέτου ξενοδοχείου ΠΡΙΑΜΟΣ. Οι διαπραγματεύσεις πήγαν καλά και καταλήξαμε σε συμφωνία να τους πωλήσω κατά το ήμισυ στον καθένα το παραπάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου (25%) έναντι ποσού 54.000.000 από το οποίο 42.753.333 με μετρητά και το υπόλοιπο σε τρεις ισόποσες δόσεις δρχ. 3.753.333 εκάστη. Εγώ όλα τα χρήματα του τιμήματος τα πήρα από τους Χ1 και Χ2στην αναλογία τους από τον καθένα και τους όρους του συμβολαίου που διαπραγματεύθηκα μαζί τους... Κατά την ανάγνωση του συμβολαίου ο κ. Ζ δεν ασχολήθηκε με το θέμα ούτε έδειξε να ενδιαφέρεται, απλώς όταν τελείωσε η ανάγνωση του συμβολαίου τον φωνάξανε να υπογράψει, υπόγραψε το συμβόλαιο μας χαιρέτησε και έφυγε. Τον κ. Ζ στην ζωή μου τον είδα δύο φορές, μια στο συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβασης του άνω ποσοστού και άλλη μία στο σπίτι του Χ1 σε κοινωνική συνάντηση". Ενώ η αλήθεια είναι ότι Χ2 και Χ1 αγόρασαν από αυτόν μέσω της λιβεριανής (off shore) εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΛΜ ΣΙ ΝΑΒΙΓΚΕΙΣΟΝ" ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί του επίδικου ακινήτου (ξενοδοχείου) και ο μηνυτής αγόρασε στο όνομα του και για λογαριασμό του ποσοστό 12,5% επί του επιδίκου και ότι αυτός (ο μηνυτής) ήταν ο πραγματικός αγοραστής του 12,5% και κατέβαλε εξ ιδίων το τίμημα, ύψους 27.000.000 δρχ. Και

Παραπέμπει την υπόθεση κατά τα λοιπά για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

<< Επιστροφή