Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Κακουργηματική. Έννοια. Από εντολοδόχο. Πότε εξαλείφεται το αξιόποινο λόγω έμπρακτης μετάνοιας. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2388/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 168/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 558/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 271/20-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 4/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 168/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα εξής:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το υπ αριθμ. 825/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικασθεί για υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, από εντολοδόχο (αρ. 98 και 375 § 2 εδ. α', β'-1 Π.Κ.). Μετά από έφεση που άσκησε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 168/2008 βούλευμα, το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την υπ'αριθμ. 69/2007 έφεση αυτού και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού επαναδιατύπωσε το διατακτικό του ως εξής:, "ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' Βαθμού τον Χ, Δικηγόρο, κάτοικο ...., για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι : Στη ..., κατά το από 19-5-2005 έως 30-8-2005, χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο ολικά κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο και δη το χρηματικό ποσό των 94.827 ευρώ, που ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης του ποσού των 73.000 ευρώ, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου της εγκαλούσας. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνους, ως Δικηγόρος της εγκαλούσας, Ψ, η οποία του είχε αναθέσει τη διαδικασία πωλήσεως πατρικού ακινήτου της, ευρισκομένου στον ..., ενώ έλαβε, στις 19-5-2005, από τους αγοραστές του ακινήτου, ως προκαταβολή του τιμήματος αυτού, το ποσό των 20.000 ευρώ, δεν απέδωσε τούτο στην εντολέα του εγκαλούσα-πολιτικώς ενάγουσα, αλλά το παρακράτησε παράνομα. Ακολούθως, στις 6-7-2005, έχοντας εισπράξει η ως άνω εντολέας του επιταγή, ποσού 30.000 ευρώ, την οποία της είχαν εγχειρίσει οι αγοραστές, προς μερική εξόφληση του τιμήματος του ακινήτου της, με την πρόφαση 3^ι θα κατέθετε για λογαριασμό της τα χρήματα στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, της απέσπασε από το ποσό της επιταγής 20.700 ευρώ, το οποίο, μαζί με το ανωτέρω ποσό των 20.000 ευρώ, κατέθεσε σε δικό του λογαριασμό στην Εμπορική Τράπεζα, εκδηλώνοντας έτσι σαφώς τη βούλησή του προς παράνομη ιδιοποίηση του εν λόγω ποσού των 40.700 ευρώ. Επίσης, ενεργώντας πάντοτε με την ίδια ιδιότητα, στις 29-8-2005, κατά την κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξεως εξοφλήσεως του τιμήματος, ενώ οι αγοραστές ενεχείρισαν στην εγκαλούσα, για οπισθογράφηση από την τελευταία, επιταγή ποσού 78.627 ευρώ, προς ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος της ως άνω αγοραπωλησίας, παρέλαβε ο Ίδιος την επιταγή αυτή και αφού την οπισθογράφησε, εν αγνοία της εγκαλούσας, την εισέπραξε, ιδιοποιούμενος παράνομα το ποσό της επιταγής, από το οποίο, στη συνέχεια κατέβαλε στην εγκαλούσα, η οποία αντιμετώπιζε πρόβλημα βιοπορισμού, ποσό 2.000 ευρώ, και στον μεσίτη της αγοραπωλησίας ποσό 2.500 ευρώ, ενώ την επομένη, 30-8-2005, κατέθεσε σε λογαριασμό της εγκαλούσας, στην Αγροτική Τράπεζα, ποσό 20.000 ευρώ, ήτοι από την ως άνω επιταγή των 78.627 ευρώ ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 54.127 ευρώ (78.627-20.000 - 2.000-2.500). Συνολικά δε, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, ιδιοποιήθηκε παράνομα με τους προαναφερόμενους τρόπους το ποσό των 94.827 ευρώ (40.700 + 54.127), το οποίο όφειλε να αποδώσει στην εγκαλούσα, πλην όμως, το ενσωμάτωσε στην περιουσία του και το χρησιμοποίησε για δικές του ανάγκες. Είναι δε το ποσό αυτό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης των 73.000 ευρώ".
Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων, με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε από τον ίδιο στις 13-3-2007 νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε εγκύρως στον αναιρεσείοντα στις 3-3-2008 (βλ. σχετικό αποδεικτικό) και περιέχει ως λόγο αναιρέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ.). Το βούλευμα δε αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος στο ακροατήριο για κακούργημα (αρ. 412, 463, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § 1α, 2 Κ.Π.Δ.). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατ'ουσία.
Από τις διατάξεις των παρ/φων 1 και 2 του άρθρου 375 ΠΚ, όπως η δεύτερη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) Το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, β) Η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, γ) Παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) Συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά πλέον στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, όπως είναι και εκείνη κατά την οποία το ιδιοποιούμενο πράγμα το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου. Και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης, κατά το χρόνο της τέλεσης της, να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Έτσι, χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεση του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα ο,τιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Γι αυτό, σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Με το άρθρο 14 παρ. 3α και 3β του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, διατηρήθηκαν οι ρυθμίσεις του άρθρου 375 παρ/φοι 1 και 2 του ΠΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, αλλά απλώς στη μεν παρ/φο 1 προστέθηκε εδάφιο τελευταίο, σύμφωνα με το οποίο έγινε κακουργηματική η υπεξαίρεση αντικειμένου συνολικής αξίας μεγαλύτερης από το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), χωρίς άλλο όρο, τιμωρούμενη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, στη δε παρ/φο 2 προστέθηκε επίσης εδάφιο τελευταίο, σύμφωνα με το οποίο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, για το προβλεπόμενο από την παράγραφο αυτήν κακούργημα, αν το συνολικό αντικείμενο της κακουργηματικής αυτής πράξης υπερβαίνει το ίδιο προαναφερόμενο ποσό. Περαιτέρω, σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ'εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 Π.Κ. (όπως προσ. με αρ. 14 § 1 ν. 2721/99), λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου της πράξεως, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 678/06, ΑΠ 1419/05). Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 στοιχ. δ' (πρώην ε') του ΚΠΔ, υπάρχει όταν στο βούλευμα του συμβουλίου εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές (αποχρώσες) ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, η οποία συντρέχει όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο βούλευμα, μετά από εκτίμηση των κατ'είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων και κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Η εγκαλούσα-πολιτικώς ενάγουσα, Ψ, κάτοικος ..., έχοντας συμφωνήσει την πώληση αγροτεμαχίου κυριότητας της/ αντί τιμήματος 129.127 ευρώ, έδωσε στον κατηγορούμενο ..., Δικηγόρο ... τον οποίο γνώριζε από παλαιά, την εντολή να προβεί με την εν λόγω ιδιότητα του, σε όλες τις ενδεδειγμένες εξώδικες ενέργειες για την υλοποίηση της μεταβίβασης του ως άνω ακινήτου στους υποψήφιους αγοραστές, ... και ... και .... Έτσι, ο κατηγορούμενος Δικηγόρος, ως εντολοδόχος της εγκαλούσας, εισέπραξε για λογαριασμό της, στις 19-5-2005, το ποσό των 20.000 ευρώ, που καταβλήθηκε σ' αυτόν από τους παραπάνω αγοραστές, ως προκαταβολή του τιμήματος της συμφωνηθείσας πώλησης. Το γεγονός αυτό, της εισπράξεως του ποσού των 20.000 ευρώ, ο κατηγορούμενος αρχικά το απέκρυψε από την εγκαλούσα, αλλά τελικά, αναγκάσθηκε να το παραδεχθεί, αφού η τελευταία το πληροφορήθηκε από τους αγοραστές, λίγες ημέρες πριν από την υπογραφή του συμβολαίου, υποσχέθηκε δε ότι θα της το απέδιδε την ημέρα εκείνη. Στις 7-6-2005 υπογράφηκε το οριστικό συμβόλαιο της πώλησης, πλην όμως ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε το ποσό της προκαταβολής, ενώ ζήτησε και έλαβε από τον ανεψιό της εγκαλούσας, ..., 500 ευρώ, για την κάλυψη των εξόδων παραστάσεως του, ως Δικηγόρου της πωλήτριας - εγκαλούσας στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Την ίδια ημέρα της υπογραφής του συμβολαίου (7-6-2005), οι αγοραστές ενεχείρισαν στην εγκαλούσα τραπεζική επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 30.000 ευρώ, το οποίο αυτή κατέθεσε προσωρινά στην άνω Τράπεζα (υποκατάστημα Επταλόφου Θεσσαλονίκης), με την προοπτική να το μεταφέρει στην Αγροτική Τράπεζα, όπου διατηρούσε λογαριασμό. Τις επόμενες ημέρες, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της εγκαλούσας προς τον κατηγορούμενο, για να της απόδωσει το ληφθέν από αυτόν ποσό της προκαταβολής των 20.000 ευρώ, ο τελευταίος, με διάφορες προφάσεις το παρακρατούσε, υποσχόμενος αορίστως ότι θα της το καταβάλει. Ακολούθως, στις 6-7-2005, ο κατηγορούμενος κατάφερε εντέχνως να αποσπάσει από την εγκαλούσα το ποσό των 21.500 ευρώ εκ των 30.000 που είχε καταπέσει αυτή, όπως προεκτέθηκε, στην Τράπεζα Πειραιώς με την πρόφαση ότι, μαζί με την προκαταβολή των 20.000 ευρώ θα τα κατέθετε για λογαριασμό της στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, στον εκεί υφιστάμενο προσωπικό λογαριασμό της. Ωστόσο, το συνολικό ποσό των 41.500 ευρώ (20.000+21.500) ο κατηγορούμενος και πάλι δεν το κατέθεσε στο λογαριασμό της εγκαλούσας, προσποιηθείς ότι προέκυψε κατεπείγουσα προσωπική του υπόθεση, της υποσχέθηκε δε, για μία ακόμη φορά, ότι θα το κατέθετε μέχρι την 12-7-2005. Όμως, και πάλι δεν έπραξε τούτο, αλλά, όπως προέκυψε, το εν λόγω ποσό των 41.500 ευρώ το κατέθεσε σε προσωπικό του λογαριασμό στην Εμπορική Τράπεζα. Η εγκαλούσα, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων και κατέφυγε στην πώληση του άνω μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου, οχλούσε συνεχώς τον κατηγορούμενο για την καταβολή των 41.500 ευρώ, ο δε τελευταίος στις 15-8-2005 της απέδωσε το ποσό των 800 ευρώ. Έτσι, το ποσό το οποίο παρακρατούσε αυτός, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο μέχρι τότε, ανερχόταν σε 40.700 ευρώ (41.500-800). Στις 29-8-2005 οι αγοραστές, έχοντας καταβάλει στην εγκαλούσα 500 ευρώ, πριν από την 19-5-2005, εξόφλησαν πλήρως το οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος του ακινήτου, ανερχόμενο σε 78.627 ευρώ (129.127- 50.500 =78.627), με την έκδοση ισόποσης επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος παρευρισκόταν στο συμβολαιογραφείο της συμβολαιογράφου Μαριάννας Παπακυριάκου, ισχυρισθείς ότι θέλει να ελέγξει την επιταγή, αφού την παρέλαβε από την εγκαλούσα, η οποία, σημειωτέον ήταν άπειρη περί τις συναλλαγές, εν αγνοία της την οπισθογράφησε και εισέπραξε ο ίδιος το ποσό αυτής. Από το ως άνω ποσό της επιταγής κατέβαλε στον παριστάμενο μεσίτη της αγοραπωλησίας 2.500 ευρώ, ενώ έδωσε και στην εγκαλούσα 2000 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό των 74.127 ευρώ (78.627-4.500), αντί να το καταθέσει στο λογαριασμό της εγκαλούσας στην Αγροτική Τράπεζα, όπως είχε υποχρέωση, αφού μάλιστα παρέλαβε προς τούτο και το βιβλιάριο καταθέσεων της, προκειμένου να προβεί σε άμεση κατάθεση, προφασισθείς και πάλι έκτακτο λόγο, ήτοι ασθένεια της αδελφής του, δεν το κατέθεσε. Στις 30-8-2005 ο κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα το βιβλιάριο καταθέσεων της, από το οποίο προκύπτει ότι κατέθεσε για λογαριασμό της, την ημέρα εκείνη, 20.000 ευρώ. Έτσι, μέχρι την 30-8-2005, είχε παρακρατήσει, με σαφή πρόθεση υπεξαιρέσεως από το τίμημα του ακινήτου, το ποσό των, 94.827 ευρώ (114.827, που αποτελεί το άθροισμα\ των 4Q7.700 + 74.127 20.000), το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα. Μετά από έντονες και συνεχείς διαμαρτυρίες της εγκαλούσας για την μη απόδοση των χρημάτων της, το Σεπτέμβριο του 2005, αναγκάσθηκε να παραδεχθεί ότι είχε καταναλώσει τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό της εντολέως του για προσωπικές του ανάγκες, επικαλούμενος ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Με βάση τα προεκτεθέντα, ο κατηγορούμενος κατά το από 19-5-2005 έως 30-8-2005 χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας ως εντολοδόχος της εγκαλούσας, στο πλαίσιο της ως άνω εντολής, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 94.827 ευρώ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, στις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες της εγκαλούσας, η οποία τον επισκεπτόταν στο γραφείο του, με την παρουσία και συγγενικών της προσώπων, προκειμένου να πεισθεί να της αποδώσει τα χρήματα της, από το Σεπτέμβριο του 2005 και μετέπειτα, συνέχιζε να της υπόσχεται αορίστως ότι θα της αποδώσει το ως άνω ποσό. Μάλιστα, στις 6-10-2005, σε επίσκεψη του στην κατοικία της αδελφής της, στη ..., αποδέχθηκε σε διαταγή της, συναλλαγματική ποσού 94.870 ευρώ, λήξεως την 11-10-2005. Όμως, και η συναλλαγματική αυτή δεν πληρώθηκε κατά την λήξη της. Γι' αυτό η εγκαλούσα, με άλλο νομικό παραστάτη πλέον, ζήτησε κι εκδόθηκε η υπ1 αριθ. 39268/15-12-2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ποσού 90.127 ευρώ, πλέον τόκων κι εξόδων, (δεδομένου ότι, στις 31-10-2005 ο κατηγορούμενος της απέδωσε το ποσό των 4.743 ευρώ). Την διαταγή πληρωμής η εγκαλούσα επέδωσε στον κατηγορούμενο στις 19-12-2005 (βλ. την υπ' αριθ.1972Δ'/19-12-2005 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...). Επίσης, η εγκαλούσα, εξοργισθείσα από την περιπαικτική και έκνομη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, υπέβαλε εναντίον του τις από 12-10-2005 και 29-11-2005 αναφορές προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, παραπονούμενη για την προεκτεθείσα συμπεριφορά του Δικηγόρου της-κατηγορουμένου. Τέλος, στις 28-12-2005 κατέθεσε την προκείμενη έγκληση, βάσει της οποίας διατάχθηκε κατ' αρχάς προκαταρκτική εξέταση, μετά το πέρας της οποίας ασκήθηκε η ως άνω ποινική δίωξη και διενεργήθηκε κυρία ανάκριση. Υπό την απειλή επισπεύσεως σε βάρος της περιουσίας του κατηγορουμένου αναγκαστικής εκτελέσεως δυνάμει της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, αλλά και ασκήσεως πειθαρχικής και ποινικής διώξεως σε βάρος του, που η τελευταία πράγματι ασκήθηκε, ο κατηγορούμενος κατέβαλε σταδιακά διάφορα μικροποσά στην εγκαλούσα, από το Σεπτέμβριο του 2005 και μετέπειτα. Τελικά, λίγες ημέρες πριν από την απολογία του στον Ανακριτή, κατέβαλε σχεδόν το σύνολο του παραπάνω υπεξαlρεθέντος ποσού, πλην ενός υπολοίπου του κεφαλαίου, ανερχόμενου σε 577 ευρώ. Απ' όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η σταδιακή, μετά πάροδο έτους και πλέον από της εκδηλώσεως της προθέσεως παρανόμου ιδιοποιήσεως (βλ. και ΑΠ 1419/2005 ΕλΔνη 46.1607) και υπό τις προπεριγραφόμενες συνθήκες απόδοση εκ μέρους του κατηγορουμένου του ποσού των 94.250 ευρώ, δεν έγινε εκουσίως και αυθορμήτως, δηλαδή με την ελεύθερη θέληση του και χωρίς να οφείλεται σε εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη βούληση του αίτια, αλλ' έγινε εξ ανάγκης, για να αποφύγει, όπως έχει εκτεθεί, τις πειθαρχικές, ποινικές, περιουσιακές και άλλες συνέπειες.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με την έφεση αυτοτελής ισχυρισμός του, περί εξαλείψεως του αξιοποίνου της άνω πράξεως του, λόγω εμπράκτου μετανοίας, συνεπεία καταβολής του ως άνω υπεξαιρεθέντος ποσού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 379 του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 379 ΠΚ, αφού προεχόντως πρόκειται περί κακουργήματος και δεν υπάρχει εντελής ικανοποίηση της παθούσας (ΑΠ 678/2006 oπ. π.). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η παθούσα, καταθέτοντας ενώπιον του Ανακριτή, την 1-12-2006, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος της απέδωσε μεν το κεφάλαιο, πλην όμως επανέλαβε τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, χωρίς να αναφέρει κάτι σχετικό με την καταβολή των τόκων υπερημερίας και των εξόδων της, ότι δηλαδή ικανοποιήθηκε πλήρως. Με βάση αυτά, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, το οποίο παρέπεμψε τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί ως υπαίτιος της παραπάνω πράξεως, δεν έσφαλε. Πρέπει, όμως, το διατακτικό του βουλεύματος να διατυπωθεί επί το ορθότερο, διότι υπάρχουν κενά σημεία (ΑΠ 916/1984 Ποιν Χρ. ΛΕ'.122) και δεδομένου ότι με αυτό ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για υπεξαίρεση ποσού 77.727 ευρώ, ενώ με το παρόν για υπεξαίρεση ποσού 94.827 ευρώ, χωρίς να επέρχεται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, χειροτέρευση της θέσεώς του, αφού το παρόν Συμβούλιο δεν δεσμεύεται από τη διάταξη του άρθρου 470 παρ. 1 του Π.Κ.
Συνεπώς, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν και να διαταχθεί η εκτέλεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος με την παρακάτω διατύπωση". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος, αφενός διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 26 § ια, 27 § 1, 98 και 375 § 2-1 Π.Κ. (όπως αντικ. η παρ. 2 από το αρ. 1 § 9 του ν.2408/96 και προστ. το τελ. εδ. με το αρ. 14 § 3β του ν.2721/99), τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερομένου εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων. Δεν εμφιλοχώρησε δε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, όπως επαναδιατυπώθηκε, ώστε να εμποδίζεται ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Εξάλλου, με ειδική αιτιολογία απορρίφθηκε ο προβληθείς από τον αναιρεσείοντα αυτοτελής ισχυρισμός της έμπρακτης μετάνοιας, αφού το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι η σταδιακή, μετά πάροδο έτους και πλέον από της εκδηλώσεως της προθέσεως παρανόμου ιδιοποιήσεως, απόδοση εκ μέρους αυτού του ποσού των 94.250 ευρώ, δεν έγινε εκουσίως και αυθορμήτως, δηλαδή με την ελεύθερη θέλησή του, αλλά έγινε εξ ανάγκης, για να αποφύγει τις πειθαρχικές, ποινικές και περιουσιακές συνέπειες και, ενόψει του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 379 Π.Κ. Κατ'ακολουθία, ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που προβλέπεται από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος και η κρινομένη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 4/2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου ..., κατά του υπ'αριθμ. 168/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 8 Μαΐου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ.1 εδ.α'του άρθρου 375 ΠΚ. "'Οποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: 1) Αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2) το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β'του Ν. 2721/1999. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείρηση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η πραγματική (de facto) άσκηση αυτής. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, από τη διάταξη του όρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ" εξακολούθηση που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξϊα του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως προστέθηκε στο όρθρο αυτό με το άρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999). Όταν το έγκλημα της υπεξαίρεσης έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, επί συνδρομής της οποίας προβλέπεται μεγαλύτερη ποινή. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενα από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιλογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 οτοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που διώχθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα, για το οποίο έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' ΚΠολΔ, λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι εκτός των άλλων, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο αυτό, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, η οποία συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικα κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 168/2008 βούλευμά του δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανεξέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων της δικογραφίας και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, ότι προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχουν ως εξής: "Η εγκαλούσα- πολιτικώς ενάγουσα, ..., έχοντας συμφωνήσει την πώληση αγροτεμαχίου κυριότητάς της αντί τιμήματος 129.127 ευρώ, έδωσε στον κατηγορούμενο ..., Δικηγόρο ..., τον οποίο γνώριζε από παλαιά, την εντολή να προβεί με την εν λόγω ιδιότητά του, σε όλες τις ενδεδειγμένες εξώδικες ενέργειες για την υλοποίηση της μεταβίβασης του ως άνω ακινήτου στους υποψήφιους αγοραστές, ... και ... και .... Έτσι, ο κατηγορούμενος Δικηγόρος, ως εντολοδόχος της εγκαλούσας, εκτέπραξε για λογαριασμό της, στις 19-5-2005, το ποσό των 20.000 ευρώ, που καταβλήθηκε σ' αυτόν από τους παραπάνω αγοραστές, ως προκαταβολή του τιμήματος της συμφωνηθείσας πώλησης. Το γεγονός αυτό, της εισπράξεως του ποσού των 20.000 ευρώ, ο κατηγορούμενος αρχικά το απέκρυψε από την εγκαλούσα, αλλά τελικά, αναγκάσθηκε να το παραδεχθεί, αφού η τελευταία το πληροφορήθηκε από τους αγοραστές, λίγες ημέρες πριν από την υπογραφή του συμβολαίου, υποσχέθηκε δε ότι θα της το απέδιδε την ημέρα εκείνη. Στις 7-6-2005 υπογράφηκε το οριστικό συμβόλαιο της πώλησης, πλην όμως ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε το ποσό της προκαταβολής, ενώ ζήτησε και έλαβε από τον ανεψιό της εγκαλούσας, ..., 500 ευρώ, για την κάλυψη των εξόδων παραστάσεώς του, ως Δικηγόρου της πωλήτριας - εγκαλούσας στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Την ίδια ημέρα της υπογραφής του συμβολαίου (7-6-2005), οι αγοραστές ενεχείρισαν στην εγκαλούσα τραπεζική επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 30.000 ευρώ, το οποίο αυτή κατέθεσε προσωρινά στην άνω Τράπεζα (υποκατάστημα Επταλόφου Θεσσαλονίκης), με την προοπτική να το μεταφέρει στην Αγροτική Τράπεζα, όπου διατηρούσε λογαριασμό. Τις επόμενες ημέρες, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της εγκαλούσας προς τον κατηγορούμενο, για να της αποδώσει το ληφθέν από αυτόν ποσό της προκαταβολής των 20.000 ευρώ, ο τελευταίος, με διάφορες προφάσεις το παρακρατούσε, υποσχόμενος αορίστως ότι θα της το καταβάλει. Ακολούθως, στις 6-7-2005, ο κατηγορούμενος κατάφερε εντέχνως να αποσπάσει από την εγκαλούσα το ποσό των 21.500 ευρώ εκ των 30.000 που είχε καταθέσει αυτή, όπως προεκτέθηκε, στην Τράπεζα Πειραιώς με την πρόφαση ότι, μαζί με την προκαταβολή των 20.000 ευρώ θα τα κατέθετε για λογαριασμό της στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, στον εκεί υφιστάμενο προσωπικό λογαριασμό της. Ωστόσο, το συνολικό ποσό των 41.500 ευρώ (20.000+21.500) ο κατηγορούμενος και πάλι δεν τοκατέθεσε στο λογαριασμό της εγκαλούσας, προσποιηθείς ότι προέκυψε κατεπείγουσα προσωπική του υπόθεση, της υποσχέθηκε δε, για μία ακόμη φορά, ότι θα το κατέθετε μέχρι την 12-7-2005. Όμως, και πάλι δεν έπραξε τούτο, αλλά, όπως προέκυψε, το εν λόγω ποσό των 41.500 ευρώ το κατέθεσε σε προσωπικό του λογαριασμό στην Εμπορική Τράπεζα. Η εγκαλούσα, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων και κατέφυγε στην πώληση του άνω μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου, οχλούσε συνεχώς τον κατηγορούμενο για την καταβολή των 41.500 ευρώ, ο δε τελευταίος στις 15-8-2005 της απέδωσε το ποσό των 800 ευρώ. Έτσι, το ποσό το οποίο παρακρατούσε αυτός, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο μέχρι τότε, ανερχόταν σε 40.700 ευρώ (41.500-800). Στις 29-8-2005 οι αγοραστές, έχοντας καταβάλει στην εγκαλούσα 500 ευρώ, πριν από την 19-5-2005, εξόφλησαν πλήρως το οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος του ακινήτου, ανερχόμενο σε 78.627 ευρώ (129.127- 50.500 =78.627), με την έκδοση ισόποσης επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος παρευρισκόταν στο συμβολαιογραφείο της συμβολαιογράφου Μαριάννας Παπακυριάκου, ισχυρισθείς ότι θέλει να ελέγξει την επιταγή, αφού την παρέλαβε από την εγκαλούσα, η οποία, σημειωτέον ήταν άπειρη περί τις συναλλαγές, εν αγνοία της την οπισθογράφησε και εισέπραξε ο ίδιος το ποσό αυτής. Από το ως άνω ποσό της επιταγής κατέβαλε στον παριστάμενο μεσίτη της αγοραπωλησίας 2.500 ευρώ, ενώ έδωσε και στην εγκαλούσα 2000 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό των 74.127 ευρώ (78.627-4.500), αντί να το καταθέσει στο λογαριασμό της εγκαλούσας στην Αγροτική Τράπεζα, όπως είχε υποχρέωση, αφού μάλιστα παρέλαβε προς τούτο και το βιβλιάριο καταθέσεων της, προκειμένου να προβεί σε άμεση κατάθεση, προφασισθείς και πάλι έκτακτο λόγο, ήτοι ασθένεια της αδελφής του, δεν το κατέθεσε. Στις 30-8-2005 ο κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα το βιβλιάριο καταθέσεων της, από το οποίο προκύπτει ότι κατέθεσε για λογαριασμό της, την ημέρα εκείνη, 20.000 ευρώ. Έτσι, μέχρι την 30-8-2005, είχε παρακρατήσει, με σαφή πρόθεση υπεξαιρέσεως από το τίμημα του ακινήτου, το ποσό των, 94.827 ευρώ (114.827, που αποτελεί το άθροισμα των 40.700 + 74.127-20.000), το οποίο ιδίοποιήθηκε παράνομα. Μετά από έντονες και συνεχείς διαμαρτυρίες της εγκαλούσας για την μη απόδοση των χρημάτων της, το Σεπτέμβριο του 2005, αναγκάσθηκε να παραδεχθεί ότι είχε καταναλώσει τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό της εντολέως του για προσωπικές του ανάγκες, επικαλούμενος ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Με βάση τα προεκτεθέντα, ο κατηγορούμενος κατά το από 19-5-2005 έως 30-8-2005 χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας - ως εντολοδόχος της εγκαλούσας, στο πλαίσιο της ως άνω εντολής, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 94.827 ευρώ, που είναι ιδιαίτερα .μεγάλης αξίας και που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, στις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες της εγκαλούσας, η οποία τον επισκεπτόταν στο γραφείο του, με την παρουσία και συγγενικών της προσώπων, προκειμένου να πεισθεί να της αποδώσει τα χρήματά της, από το Σεπτέμβριο του 2005 και μετέπειτα, συνέχιζε να της υπόσχεται αορίστως ότι θα της αποδώσει το ως άνω ποσό. Μάλιστα, στις 6-10-2005, σε επίσκεψη του στην κατοικία της αδελφής της, στη ..., αποδέχθηκε σε διαταγή της, συναλλαγματική ποσού 94.870 ευρώ, λήξεως την 11-10-2005. Όμως, και η συναλλαγματική αυτή δεν πληρώθηκε κατά την λήξη της. Γι' αυτό η εγκαλούσα, με άλλο νομικό παραστάτη πλέον, ζήτησε κι εκδόθηκε η υπ' αριθ. 39268/15-12-2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ποσού 90.127 ευρώ, πλέον τόκων κι εξόδων, (δεδομένου ότι, στις 31-10-2005 ο κατηγορούμενος της απέδωσε το ποσό των 4.743 ευρώ). Την διαταγή πληρωμής η εγκαλούσα επέδωσε στον κατηγορούμενο στις 19-12-2005 (βλ. την υπ' αριθ.1972Δ719-12-2005 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...). Επίσης, η εγκαλούσα, εξοργισθείσα από την περιπαικτική και έκνομη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, υπέβαλε εναντίον του τις από 12-10-2005 .και 29-11-2005 αναφορές προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, παραπονούμενη για την προεκτεθείσα συμπεριφορά του Δικηγόρου της-κατηγορουμένου. Τέλος, στις 28-12-2005 κατέθεσε την προκείμενη έγκληση, βάσει της οποίας διατάχθηκε κατ' αρχάς προκαταρκτική εξέταση, μετά το πέρας της οποίας ασκήθηκε η ως άνω ποινική δίωξη και διενεργήθηκε κυρία ανάκριση. Υπό την απειλή επισπεύσεως σε βάρος της περιουσίας του κατηγορουμένου αναγκαστικής εκτελέσεως δυνάμει της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, αλλά και ασκήσεως πειθαρχικής και ποινικής διώξεως σε βάρος του, που η τελευταία πράγματι ασκήθηκε, ο κατηγορούμενος κατέβαλε σταδιακά διάφορα μικροποσά στην εγκαλούσα, από το Σεπτέμβριο του 2005 και μετέπειτα. Τελικά, λίγες ημέρες πριν από την απολογία του στον Ανακριτή, κατέβαλε σχεδόν το σύνολο του παραπάνω υπεξαιρεθέντος ποσού, πλην ενός υπολοίπου του κεφαλαίου, ανερχόμενου σε 577 ευρώ. Απ' όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η σταδιακή, μετά πάροδο έτους και πλέον από της εκδηλώσεως της προθέσεως παρανόμου ιδιοποιήσεως και υπό τις προπεριγραφόμενες συνθήκες απόδοση εκ μέρους του κατηγορουμένου του ποσού των 94.250 ευρώ, δεν έγινε εκουσίως και αυθορμήτως, δηλαδή με την ελεύθερη θέλησή του και χωρίς να οφείλεται σε εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη βούληση του αίτια, αλλ1 έγινε εξ ανάγκης, για να αποφύγει, όπως έχει εκτεθεί, τις πειθαρχικές, ποινικές, περιουσιακές και άλλες συνέπειες.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με την έφεση αυτοτελής ισχυρισμός του, περί εξαλείψεως του αξιοποίνου της άνω πράξεως του, λόγω εμπράκτου μετανοίας, συνεπεία καταβολής του ως άνω υπεξαιρεθέντος ποσού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 379 του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 379 ΠΚ, αφού προεχόντως πρόκειται περί κακουργήματος και δεν υπάρχει εντελής ικανοποίηση της παθούσας. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η παθούσα, καταθέτοντας ενώπιον του Ανακριτή, την 1-12-2006, ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος της απέδωσε μεν το κεφάλαιο, πλην όμως επανέλαβε τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, χωρίς να αναφέρει κάτι σχετικό με την καταβολή των τόκων υπερημερίας και των εξόδων της, ότι δηλαδή ικανοποιήθηκε πλήρως. Με βάση αυτά, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, το οποίο παρέπεμψε τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί ως υπαίτιος της παραπάνω πράξεως, δεν έσφαλε. Πρέπει, όμως, το διατακτικό του βουλεύματος να διατυπωθεί επί το ορθότερο, διότι υπάρχουν κενά σημεία (ΑΠ 916/1984 Ποιν Χρ. ΛΕ' 122) και δεδομένου ότι με αυτό ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για υπεξαίρεση ποσού 77.727 ευρώ, ενώ με το παρόν για υπεξαίρεση ποσού 94.827 ευρώ, χωρίς να επέρχεται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, χειροτέρευση της θέσεως του, αφού το παρόν Συμβούλιο δεν δεσμεύεται από τη διάταξη του άρθρου 470 παρ. 1 του Π.Κ.
Συνεπώς, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν και να διαταχθεί η εκτέλεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος με την παρακάτω διατύπωση".
Εν όψει αυτών έκρινε το Συμβουλίο εφετών οτι ηροέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 98, 375 παρ. και 2 Π.Κ., όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε από το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 2721/1999. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβοΰλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε ως κατ'ουσΐαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, επαναδιατύπωσε σαφέστερα την κατ' αυτού κατηγορία και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την κακουργηματική υπεξαίρεση, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, όπως επαναδιατυπώθηκε, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, διέλαβε σ'αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικό περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσ/νίκης για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες, ανωτέρω δε παοατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δικηγόρος ... και εντολοδόχος της μηνύτριας, Ψ, με την οποία, έχοντας συμφωνήσει την πώληση του παραπάνω ακινήτου της, αντί τιμήματος 129.127 ευρώ, έδωσε αυτή σε αυτόν την εντολή να προβεί με την πιο πάνω ιδιότητά του σε όλες τις ενδεδειγμένες εξώδικες ενέργειες για την υλοποίηση της μεταβίβασης του εν λόγω ακινήτου της στους υποψήφιους αγοραστές, ..., ... και .... Επίσης, η από τον αναιρεσείοντα είσπραξη του τιμήματος από τους άνω αγοραστές, καθώς και η από μέρους του παράνομη ιδιοποίηση των κινητών αυτών πραγμάτων (χρημάτων), τα οποία όφειλε να αποδώσει στην πωλήτρια. Εξάλλου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικά κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, όπως επαναδιατυπώθηκε, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνων διατάξεων. Εξάλλου, με ειδική αιτιολογία απορρίφθηκε ο προβληθείς από τον αναιρεσείοντα αυτοτελής ισχυρισμός της έμπρακτης μετάνοιας, αφού το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι "η σταδιακή, μετά πάροδο έτους και πλέον από της εκδηλώσεως της προθέσεως παρανόμου ιδιοποιήσεως, απόδοση εκ μέρους αυτού του ποσού των 94.250 ευρώ, δεν έγινε εκουσίως και αυθορμήτως, δηλαδή με την ελεύθερη θέλησή του, αλλά έγινε εξ ανάγκης, για να αποφύγει τις πειθαρχικές, ποινικές και περιουσιακές συνέπειες και, ενόψει του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 379 ΠΚ". Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, επικουρικά δε ότι επίσης εσφαλμένα δεν έγινε δεκτή η εισαγγελική πρόταση στο προσβαλλόμενο βούλευμα, με την οποία προτεινόταν να θεωρηθεί η άνω έφεση, ως κατ'ουσίαν εν μέρει βάσιμη και να μη γίνει κατ'αυτού κατηγορία, λόγω έμπρακτης μετάνοιας σε κακουργηματική μορφή, αλλά κατηγορία σε βαθμό πλημμελήματος για χρηματικό ποσό 534 ευρώ είναι αβάσιμη. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ.1 στοχ.β' ΚΠΔ για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, αλλά και από το αυτό άρθρο στοιχ. δ' για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13 Μαρτίου 2008 αίτηση τους ... για αναίρεση του υπ'αριθμ. 168/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ