Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1379 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νομιμοποίηση εσόδων.




Περίληψη:
Αιτιολογία σε βούλευμα που παραπέμπει τους αναιρεσείοντες για κακουργηματική νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Απορρίπτει.





Αριθμός 1379/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, περί αναιρέσεως του με αριθμό 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Ιουνίου 2007, πέντε (5) τον αριθμό αυτοτελείς αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1270/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Δημήτριος _ Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 43/30.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατ' άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., με τη σχετική δικογραφία, τις υπ' αριθμ. 8/2007, 10/2007, 9/2007, 7/2007 και 11/2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, κατοίκου υπ'αριθμ. 162/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και εκθέτω τα εξής: 1. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι υπ'αριθ. 16,17,18, 19 και 20/2006 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του υπ'αριθμ. 55/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα από κοινού και κατ'εξακολούθηση (άρθρα 2 § 1 Ν.2331/1995 και 13 στ. Π.Κ.).2. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν παραδεκτώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 473 § 1, 474 και 482 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ., καθόσον ασκήθηκαν στις 21-6-2007 με δήλωση του αντιπροσώπου των αναιρεσειόντων δικηγόρου Καρδίτσας Νικολάου Μίστρα (δυνάμει της από 15-6-2007 εξουσιοδοτήσεως αυτών) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Λάρισας, για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ'αριθμ. 8/2007, 10/2007, 9/2007,7/2007 και 11/2007 σχετικές εκθέσεις, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε σ'αυτούς στις 19-6-2007, περιέχουν δε ως λόγους αναιρέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.Κατόπιν των ανωτέρω, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 "περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων" ορίζει ότι: "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται οποίος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής" Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 1 στοιχ. α' και γ' του αυτού νόμου, η έννοια της μεν "εγκληματικής δραστηριότητας", προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, που απαριθμούνται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β' και 3 του ΠΚ (αρθρ. 1 στοιχ. α' περ. αη του ν. 2331/95), της δε "περιουσίας" ως τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων".Εξάλλου, με το αρ. 1 στοιχ. α' παρ. ιι του ν.2331/95, όπως ήδη αντικαταστάθηκε με το αρ. 2 § 1 του ν.3424/05, (που ισχύει από 13-12-05) ορίζεται ότι ως βασικό έγκλημα, που συνιστά εγκληματική δραστηριότητα, θεωρείται κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Σημειώνεται δε εδώ ότι και με το άρ. 3 § 1 του νόμου 3424/05, (με το οποίο αντικαταστάθηκε το αρ. 2 § 1 του ν.2331/95) επιβάλλονται στον υπαίτιο πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα οι ίδιες ως άνω ποινές, δηλαδή κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και, αν, μεταξύ άλλων, ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ'επάγγελμα κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
Συνεπώς δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα εφαρμογής επιεικέστερου νόμου. Από την διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αντικειμενικά μεν απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχόμενης στο άρθρο 1 του ως άνω Νόμου αξιόποινης πράξης της απάτης, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων, και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό κερδοσκοπίας ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της υπό του άρθρου 1 στοιχ. γ' του ίδιου Νόμου καθοριζομένης "περιουσίας", ή την αρωγή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται στην εγκληματική δραστηριότητα, στην τέλεση δηλαδή ενός από τα εγκλήματα του άρθρου 1 εδ. α' ν. 2331/1995. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες αυτής έστω και αν δεν έχουν κατηγορία (ΑΠ 351/03, ΑΠ 372/02). Περαιτέρω, το έγκλημα της απάτης, ως στοιχείο, εκτός από άλλα εγκλήματα, της κατά το άρθρο 2 § 1 ν.2331/95 εγκληματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 386 § 1 Π.Κ. στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων, πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος (ή τρίτος) ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγει. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου (όπως αντικ. με αρ. 14 § 4 ν.2721/99) επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δραχμών) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δραχμών). Εξάλλου, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος (αρ. 13 στ' Π.Κ.) συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 98 § 2 Π.Κ. (όπως προστ. με αρ. 14 § 11 ν.2721/99) η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που, ανάλογα με το έγκλημα, επήλθε η σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη (για το άθροισμα του ποσού) και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από το ν.2721/99, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορουμένου, αφού στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού (ΑΠ 1074/06, ΑΠ 176/06, ΑΠ 93/06, ΑΠ 2466/05).Τέλος, με τον όρο "από κοινού" στο άρθρο 45 Π.Κ. νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με επί μέρους συγκλίνουσες πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. 4. Το προσβαλλόμενο βούλευμα, συνεκτιμώντας τα μέσα αποδείξεως, που συλλέχθηκαν από την κυρία ανάκριση επί της υποθέσεως και τα οποία κατ'είδος αναφέρει, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ειδικότερα δε ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι σύζυγοι τόσο ατομικά όσο και από κοινού ίδρυσαν και έθεσαν σε λειτουργία επιχειρήσεις με έδρα την Καρδίτσα που είχαν ως αντικείμενο της εκμετάλλευσης ηλεκτρονικών παιγνίων καθώς και εκμετάλλευση καφενείων. Στα ως άνω καταστήματα την εκμετάλλευση και διεύθυνση ασκούσαν οι άνω δύο κατηγορούμενοι, διενεργούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τυχερά παιχνίδια και ειδικότερα το ηλεκτρονικό παιχνίδι ".......", που χαρακτηρίσθηκε ως τυχερό με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Στα ίδια καταστήματα υπήρχαν και άλλα τυχερά παιχνίδια, στα οποία όμως είχαν γίνει με κατάλληλη τεχνική επέμβαση από ειδικό τεχνικό, επεμβάσεις ώστε αν και υπήρχαν πιθανότητες να κερδίσει ο παίκτης σημαντικό ποσό, εντούτοις αυτό είχε καταστεί ανέφικτο, χωρίς βέβαια να το γνωρίζει ο κάθε παίκτης, ο οποίος ασφαλώς δεν θα έπαιζε αν του ήταν γνωστό. Μ' αυτό τον τρόπο οι κατηγορούμενοι, που προέβησαν στην άνω τεχνική μεταβολή εξαπατούσαν τους παίχτες των παιχνιδιών, οι οποίοι έχαναν μεγάλα χρηματικά ποσά, όπως εμφαίνεται από τις μαρτυρικές καταθέσεις παικτών. Βέβαια ο όγκος αυτών των διακινούμενων ποσών δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς, αλλά σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει το όριο των 18.000 ευρώ και δεν μπορεί αντικειμενικά να δικαιολογηθεί, αλλά εμφαίνεται από την επακολουθήσασα οικονομική δραστηριότητα των κατηγορουμένων στα χρόνια 1996 έως 2002. Αποτέλεσμα αυτών των απατηλών μέσων ήταν να υποστεί περιουσιακή βλάβη μεγάλου αριθμού προσώπων που οδηγήθηκαν σε οικονομική καταστροφή από το πάθος τους όπως χαρακτηριστικά κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας που μιλούν για χρηματικά ποσά της τάξης των 100.000 και 500.000 δραχμών. Από τα παραπάνω προκύπτει στο άνω χρονικό διάστημα οι κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος τελέσαν το αδίκημα της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με τον τρόπο που ήδη αναφέρθηκε και με οφέλη που ξεπερνούν τα όρια των 15.000 ευρώ. Για την συγκάλυψη αυτών των παράνομων εσόδων οι αυτοί κατηγορούμενοι διοχέτευσαν τα έσοδα αυτά σε νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες, όπως επενδύσεις σε μετοχές και σε πολλές αγορές ακινήτων και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα έσοδα των άνω επιχειρήσεων, αλλά και της προηγούμενης οικονομικής κατάστασης μάλιστα και του μικρού εύρους των επιχειρήσεων τους. Έτσι μ' αυτό τον τρόπο προέβησαν σε νομιμοποιήσεις των κτηθέντων παράνομων εσόδων. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων που αφορούν κυρίως· το νομικό μέρος της υπόθεσης αλλά και εστιάζονται στο ότι οι άνω επιχειρήσεις είναι στην πραγματικότητα ιδιοκτησία του πρώτου εξ ατών και όχι των λοιπών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Και τούτου γιατί α) το Συμβούλιο δέχεται, ως ορθότερη την άποψη που υιοθετεί ότι ο δράστης του βασικού εγκλήματος (της απάτης εν προκειμένω) μπορεί να είναι ο ίδιος που προβαίνει σε νομιμοποιήσεις των αποκτηθέντων παράνομων εσόδων (ΑΠ 1231/2004 ΠΧ ΝΕ,527), όπως ήδη και η επελθούσα αλλαγή του νόμου 3424/05 ρυθμίζει β) ότι τα πραγματικά περιστατικά της πράξης της απάτης είναι τα ίδια περιστατικά της πράξης του άρθρου 7ΒΔ 29/71, και δεν υπάρχει συνεπώς ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, αφού τα στοιχεία αυτά επαρκώς προσδιορίσθηκαν και εξατομικεύτηκαν και ως προς τους κατηγορουμένους και ως προς το χρόνο και τις λοιπές περιστάσεις (ΑΠ 372/02 ΠΧ ΝΓ, 208,ΑΠ 351/03 Π.Χ. ΝΔ, 200), γ) ότι το βασικό έγκλημα με το οποίο παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι είναι αυτό της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια συνολικής ζημίας άνω των 15.000 ευρώ, δ)από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ότι τα συνήθη καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών και λειτουργίας καφενείου, αν δεν είχαν γίνει σ' αυτά τεχνικές μεταβολές, δεν είναι δυνατόν να αποφέρουν τέτοια μεγάλα κέρδη στον ιδιοκτήτη τους ενόψει μάλιστα και του ότι τη δηλωθέντα έσοδα των ετών 1991 και 2000 ανερχόταν σε 90.817,392 δραχμές, οι τραπεζικές καταθέσεις ανερχόταν σε 700 εκατομμύρια δραχμές (περίπου 50 τραπεζικοί λογαριασμοί), μη δηλωθέντα κέρδη από μετοχές ύψους 370.098.869 δραχμές για τα έτη 1998-1999, χρήματα που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με κανένα τρόπο και συνεπώς υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα εμφανιζόμενα κέρδη αποτελούν τρόπο ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και τέλος ε) οι ισχυρισμοί των λοιπών, πλην του πρώτου ότι δεν ήταν γνώστες της όποιας δραστηριότητας του πατρός και συζύγου των αντίστοιχα δεν είναι βάσιμοι στην ουσία τους, αφού η μεν σύζυγος είχε και ατομικές επιχειρήσεις και δεν είναι δυνατόν όλοι οι λοιποί κατηγορούμενοι να μην είχαν γνώση αυτής της εξαπάτησης των παικτών αλλά και της αύξησης της περιουσίας των, αφού πολλά ακίνητα ήταν στο σύνορο τους, ενώ δεν είχαν εμφανείς πόρους προς τούτο. Ενόψει των παραπάνω και όσων διαλαμβάνονται στην Εισαγγελική πρόταση, το Συμβούλιο κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορουμένων για την πράξη που τους αποδίδεται. Συνακόλουθα αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφάνθηκε ομοίως, δεν έσφαλε αφού και το νόμο εφάρμοσε και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι' αυτό και οι κρινόμενες εφέσεις και οι σχετικοί με αυτές λόγοι εφέσεις των εκκαλούντων πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους με την επιβολή δικαστικών εξόδων σε βάρος τους.5. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο 162/2007 βούλευμά του, ως αβάσιμες κατ'ουσία τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιοποίνου πράξεως της κακουργηματικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα από κοινού και κατ'εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ, 45, 98 Π.Κ., 2 § 1 σε συνδ. με αρ. 1 στοιχ. α' περ. ιι ν.2331/95 (όπως αντικ. με 3 § 1 και 2 § 1 αντίστοιχα του ν.3424/05) και 386 § § 1,3 Π.Κ. Τις παραπάνω δε διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικώτερα, περιγράφεται αναλυτικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα η εγκληματική δραστηριότητα των αναιρεσειόντων, αφού εκτίθενται σ'αυτό ο τόπος, ο χρόνος και ο τρόπος με τον οποίο οι αναιρεσείοντες εξαπατούσαν τους παίκτες των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και το όφελος που αποκόμισαν, καθώς και οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν για να συγκαλύψουν τα παράνομα έσοδα της εν λόγω εγκληματικής τους δραστηριότητας, διοχετεύοντας αυτά (έσοδα) σε νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες, όπως επενδύσεις σε μετοχές και σε πολλές αγορές ακινήτων και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Ο προβαλλόμενος δε από τους αναιρεσείοντες λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με τον οποίο, καίτοι η σε βάρος τους απαγγελθείσα από τον Ανακριτή Καρδίτσας κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στηριζόταν στις διατάξεις του ΒΔ 29/71 (δηλαδή ότι νομιμοποίησαν έσοδα που προήρχοντο από τη διενέργεια τυχερών παιγνίων), παρά ταύτα το πρωτόδικο βούλευμα, που επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα, τους παρέπεμψε να δικαστούν για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που στηρίζεται στο έγκλημα της απάτης για το οποίο δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και για το οποίο φυσικά δεν απολογήθηκαν, είναι αβάσιμος. Διότι, όπως προκύπτει από το κατηγορητήριο που απήγγειλε ο Ανακριτής σε βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, που παραδεκτώς ερευνώνται για τη βασιμότητα του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, τα περιστατικά της πράξης της απάτης που κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος τέλεσαν, οι αναιρεσείοντες, δεν διαφέρουν καθόλου από τα περιστατικά που απετέλεσαν το περιεχόμενο του απαγγελθέντος από τον Ανακριτή κατηγορητηρίου.
Συνεπώς, δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, αφού οι αναιρεσείοντες δεν κρίθηκαν παραπεμπτέοι για έγκλημα διάφορο εκείνου για το οποίο απολογήθηκαν. Επίσης, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, διότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προσδιορίζονται ποιες μερικότερες πράξεις της απάτης κατ'εξακολούθηση έχουν τελεσθεί πριν και ποιες μετά την 3-6-99 και ποιο το όφελος κάθε μιας απ'αυτές, είναι αβάσιμος, αφού, κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος πρόκειται περί απάτης κατ'εξακολούθηση, που τελέστηκε από τους αναιρεσείοντες από κοινού κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος που αποκόμισαν οι τελευταίοι ξεπερνά τα 15.000 ευρώ, δηλαδή περί πράξης που έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, οπότε, κατά τα προεκτεθέντα δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των μερικοτέρων πράξεων του εν λόγω εγκλήματος.Τέλος, ο προτεινόμενος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του ν.2331/95 και των αντιστοίχων αυτού μετά την τροποποίησή του από το ν.3424/05 γιατί οι αναιρεσείοντες κρίθηκαν παραπεμπτέοι για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ερειδομένη στη (νέα) διάταξη του άρθρου 1 στοιχ. α' περ. ιι του ν.2331/95 όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 2 του ν.3424/05 (που ισχύει από 13-12-05) κατά την οποία στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας περιλαμβάνεται "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ" ενώ δεν υφίστατο ως αδίκημα παντάπασι κατά τον κρίσιμο χρόνο (από 1996 έως 2002) είναι αβάσιμος. Διότι, η εγκληματική εν προκειμένω δραστηριότητα, στηρίζεται στην κακουργηματική απάτη, η οποία περιλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 1 στοιχ. α' περ. αη του ν.2331/95, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, αλλά και στη νέα ως άνω διευρυμένη κατηγορία των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 1 § 1 στοιχ. α' περ. ιι του ν.2331/95, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 2 του ν.3424/05 (όπου υπάγονται πλήθος αξιοποίνων πράξεων σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος), αφού, κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος από την τέλεση της εν λόγω πράξης, προέκυψε περιουσία, που ξεπερνά τα 15.000 ευρώ, μέγεθος το οποίο στην κακουργηματική απάτη (αρ. 386 § 3 Π.Κ.) αποτελεί και στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, ως συνολικό όφελος ή συνολική ζημία. Κατ'ακολουθία οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της απόλυτης ακυρότητας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμοι και οι υπό κρίση αναιρέσεις πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Προτείνω να απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 8/2007, 10/2007, 9/2007, 7/2007 και 11/2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, κατά του υπ'αριθμ. 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.Αθήνα 1 Νοεμβρίου 2007.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Γεώργιος Βλάσσης".

Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση αυτοτελείς αιτήσεις α) υπ' αριθμ. 8/21-6-2007 του κατηγορουμένου Χ1, β) υπ' αριθμ.10/21-6-2007 της κατηγορουμένης Χ2, γ) υπ' αριθμ.9/21-6-2007 της κατηγορουμένης Χ3 , δ) υπ' αριθμ.7/21-6-2007 του κατηγο-ρουμένου Χ4 και ε) υπ' αριθμ. 11/21-6-2007 της κατηγορουμένης Χ5, για αναίρεση του 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, πρέπει να συνεξεταστούν.
Με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 162/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 55/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, για να δικασθούν για την πράξη της κακουργηματικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα ,από κοινού και κατ' εξακολούθηση (άρθρα 13 εδ. στ', 45 ,98 Π.Κ., 2 παρ. 1 σε συνδ. με αρ. 1 στοιχ. α' περ. ιι ν. 2331/95 (όπως αντικ. με αρ. 3 παρ. 1 και 2 παρ. 1 αντίστοιχα του ν. 3424/2005) και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ. πράξη που φέρεται απ' αυτούς τελεσθείσα στην Καρδίτσα από τις αρχές του έτους 1996 έως το τέλος του έτους 2002. Για τους λόγους που εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, στους οποίους ως ορθούς, νομίμους και βασίμους και το Συμβούλιο αυτό αναφέρεται εξ ολοκλήρου για την αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, αφού οι περιεχόμενοι σ' αυτή λόγοι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' και δ' ΚΠΔ και συγκεκριμένα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13 εδ. στ' 45, 98 Π.Κ. , 2 παρ. 1 σε συνδ. με αρ. 1 στοιχ. α' περ. ιι ν. 2331/95 (όπως αντικ. με αρ. 3 παρ. 1 και 2 παρ. 1 αντίστοιχα του ν. 3424/2005) και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και αναφέρονται διεξοδικώς στην εισαγγελική πρόταση διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδομένη στους αναιρεσείοντες ως άνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα από κοινού και κατ' εξακολούθηση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ' 45, 98 Π.Κ. , 2 παρ. 1 σε συνδ. με αρ. 1 στοιχ. α' περ. ιι ν. 2331/95 (όπως αντικ. με αρ. 3 παρ. 1 και 2 παρ. 1 αντίστοιχα του ν. 3424/2005) και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ , τις οποίες εφάρμοσε σωστά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Αλλά περαιτέρω και γιατί, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, ο λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε απόλυτη ακυρότητα που συνίσταται στο ότι καίτοι η εις βάρος τους απαγγελθείσα από τον Ανακριτή Καρδίτσας κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στηριζόταν στις διατάξεις του Β.Δ. 29/71 (δηλαδή ότι νομιμοποίησαν έσοδα που προήρχοντο από τη διενέργεια τυχερών παιγνίων)παρά ταύτα το πρωτόδικο βούλευμα, που επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα τους παρέπεμψε να δικαστούν για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που στηρίζεται στο έγκλημα της απάτης για το οποίο δεν ασκήθηκε δίωξη και για το οποίο δεν απολογήθηκαν, είναι αβάσιμος καθόσον όπως προκύπτει από το κατηγορητήριο που απήγγειλε ο Ανακριτής σε βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, που παραδεκτώς ερευνώνται για τη βασιμότητα του λόγου αναιρεσέως, τα περιστατικά της πράξης της απάτης που κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος τέλεσαν οι αναιρεσείοντες, δεν διαφέρουν από τα περιστατικά που απετέλεσαν το περιεχόμενο του απαγγελθέντος από τον Ανακριτή κατηγορητηρίου. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που υπό την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι απαράδεκτες, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 484 ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Επομένως, μετά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ.8,10,9,7, και 11/21-6-2007 αιτήσεις των Χ1, Χ2, Χ3, Χ4 και Χ5, αντίστοιχα , για αναίρεση του υπ' αριθμόν 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στα διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή