Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Καταχραστές Δημοσίου, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
Περίληψη:
Άρθρο 308 § 1 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠΔ. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου για τα παραπεμπτικού βουλεύματος που αφορά εγκλήματα, προβλεπόμενα από το άρθρο 1 Ν. 1608/1950 και έχει εκδοθεί κατά την οριζομένη στη διάταξη αυτή διαδικασία. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου. Παρέλκει η έρευνα του αιτήματος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου διότι προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση. Απορρίπτεται αίτημα κατ’ άρθρο 308 § 2 ΚΠΔ να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως ο αναιρεσείων εφ’ όσον η πρόταση δεν είναι επί της ουσίας, αλλά επί απαραδέκτου, για το οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 476 § 1 ΚΠΔ ως ειδικότερο.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1206/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2024/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2010/2007.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 75/13.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 §1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 233/29-10-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθ. 2024/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Από τη διάταξη του άρθρου 308 §1 εδ. β' του Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 5 §7 του Ν.1738/1987, στην οποία ορίζεται ότι "στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν.1608/50 η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα", σαφώς προκύπτει ότι κατά των παραπεμπτικών βουλευμάτων για εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν.1608/1950 και εκδόθηκαν κατά την οριζόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο το ένδικο μέσο της αναίρεσης και ότι ο περιορισμός αυτός καταλαμβάνει όχι μόνο τα αμιγώς παραπεμπτικά βουλεύματα αλλά και εκείνα τα οποία μαζί με την παραπεμπτική διάταξη περιέχουν και απαλλακτικές υπέρ του κατηγορουμένου διατάξεις και αυτό λόγω του σκοπού του νόμου, ο οποίος είναι η ταχεία περαίωση των υποθέσεων αυτών που αφορούν κατάχρηση του δημοσίου χρήματος, εκτείνεται δε και στα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους, ως κακουργήματα ή πλημμελήματα (δείτε Α.Π. 309/2004 Π.Χρ. ΝΕ/121).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε με το υπ' αριθ. 2024/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, του οποίου το ύψος και η αντίστοιχη συνολική ζημία με την οποία απειλήθηκε το Δημόσιο, υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. (150.000 €).
Συνεπώς, εφ' όσον εν προκειμένω ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε κατά την προαναφερόμενη διαδικασία για έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 1 του Ν.1608/1950, όπως ισχύει σήμερα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση και για το οποίο γενικά δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου από τον κατηγορούμενο και πρέπει κατόπιν τούτου να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 §1 του Κ.Π.Δ. και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθ. 233/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ' αριθ. 2024/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 9-1-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. γ και δ άρθρου 308 ΚΠοινΔικ "Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 Ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για συναφή πλημμελήματα". Εκ της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί την ταχεία περάτωση - εκκαθάριση των προβλεπομένων στο άρθρο 1 Ν. 1608/1950 εγκλημάτων, προκύπτει ότι αν προκληθεί κυρία ανάκριση για κακούργημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 Ν. 1608/1950, η οποία περατώθηκε με παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά του βουλεύματος αυτού. Περαιτέρω κατ' άρθρον 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ. "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο... και διατάσσει... την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο". Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2024/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο επερατώθη η κατά του αναιρεσείοντος διεξαχθείσα κυρία ανάκριση για την υπό του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 προβλεπομένη και τιμωρουμένη κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλο παράνομο περιουσιακό όφελος, του οποίου το συνολικό ύψος και η συνολική αντίστοιχη ζημία με την οποία απειλήθηκε το Δημόσιο, υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δραχμών (150.000 ευρώ), παρεπέμφθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να δικασθεί για την άνω πράξη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται σε αναίρεση, και, μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, ασκουμένη εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 513 απρ. 1 εδ. α' ΚΠοινΔ), παρελκούσης της ερεύνης του αιτήματος του αναιρεσείοντος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, αφού η έρευνα τοιούτου αιτήματος προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση. Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί το κατ' άρθρο 308 παρ. 2 ΚΠοινΔ αίτημα του αναιρεσείοντος να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, διότι η διάταξη αυτή, που θεσπίζει υποχρέωση του Εισαγγελέως να ειδοποιήσει τον διάδικο, εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποίαν ο Εισαγγελεύς πρόκειται να υποβάλει στο συμβούλιο πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως ή επί της ουσιαστικής βασιμότητος των λόγων του ενδίκου μέσου όχι δε και στην περίπτωση, κατά την οποίαν ο Εισαγγελεύς υποβάλλει πρόταση επί ασκηθέντος ενδίκου μέσου, με την οποία προτείνει να κηρυχθεί αυτό απαράδεκτο, διότι τότε εφαρμόζεται η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠολΔικ., όπως εν προκειμένω εφηρμόσθη και ειδοποιήθηκε ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος να προσέλθει στο Συμβούλιο να εκθέσει τις απόψεις του, ο οποίος δεν προσήλθε. Μετά ταύτα ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29/10/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2024/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως και το αίτημά του να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα εις τα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαϊου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ