Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1432 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακουργηματική υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο - διαχειριστή ξένης περιουσίας. Απόρριψη των λόγων της αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για απόλυτη ακυρότητα, λόγω αναιτιολόγητης απόρριψης αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφανίσεως στο Συμβούλιο Εφετών, ως αβάσιμων κατ' ουσία.




Αριθμός 1432/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 943/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1413/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 39/27.01.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, κατ'άρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ. μαζί με τη συνημμένη δικογραφία την υπ'αριθμ. 136/14-7-2008, (ημέρα Δευτέρα) αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Θεοφάνη Φιλίππου Χαμαλέλη, κατοίκου Αθηνών, δυνάμει του υπ'αρ. ...ειδικού πληρεξούσιου της συμβολαιογράφου Μαραθώνα Αικατερίνης Παναγοπούλου - Γεωργίου, κατά του υπ'αριθμ. 943/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απερρίφθησαν, αφ'ενός τα αιτήματα των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και αφετέρου, ως ουσιαστικά αβάσιμες οι υπ'αρ. 97/3-4-2008. 110/11-3-2008 και 122/14-3-2008 εφέσεις των κατηγορουμένων (1) Χ2, (2) Χ1 και (3) της πολιτικώς ενάγουσας με την επωνυμία "... Ε.Ε." αντίστοιχα κατά του υπ αριθμ. 350/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθούν για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση (αρ. 14-18, 26 § 1, 27 § 1, 45 51, 52, 79, 98, 375 § 1-2 ΠΚ όπως το τελευτ. αντικ. με τους Ν.2408/96 και Ν.2721/99) και επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα.
-Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρ. 473, 474 και 482 § 1-3 Κ.Π.Δ. με την ως άνω από 14-7-08, (ημέρα Δευτέρα) δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Θεοφάνη-Φιλίππου Χαμαλέλη, στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών για την οποία συντάχθηκε νομοτύπως η υπ'αρ. 136/08 έκθεση αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στο κατηγορούμενο την 2/7/08 και στον αντίκλητο δικηγόρο του την 7/7/08 αντίστοιχα και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο ο αναιρεσείων προβάλει ως λόγους αναίρεσης απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος (άρθρ. 484 § 1 Α' και Δ' Κ.Π.Δ.).
-βλ. εκθ. αναίρεσης- (II) Eπειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιό ή ποιά από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και .139 - όπως ισχύει - ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα - άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. -ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.).
Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 112872004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.ά.).
Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.).
- Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2078/2005 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι ο ίδιος ο 'Αρειος Πάγος αναφέρεται -εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού- αρ. 87 επ. Συντ. Στη προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα με επιτρεπτή (ΑΠ 1494/05) αναφορά και υιοθέτηση της προτάσεως του παρ'αυτώ εισαγγελέα δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των παραγμάτων κρίση του, κατ'εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ'αυτό, κατ'είδος, αποδεικτικών μέσων τα εξής:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 §1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται: (α) το κινητό πράγμα να είναι ξένο ολικά ή εν μέρει, δηλαδή να βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα κατά την έννοια του αστικού δικαίου, (β) να είχε περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη και να ήταν κατά το χρόνο της πράξης στην κατοχή του, (γ) να έγινε παράνομιη ιδιοποίηση αυτού από τον τελευταίο, δηλαδή η ιδιοποίηση να έγινε χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο και (δ) να υπάρχει δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του με την οποία εξωτερικεύεται η θέληση του να ενσωματώσει στην περιουσία του το ξένο κινητό πράγμα, που βρίσκεται στην κατοχή του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 §9 του Ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγο:" ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας", ενώ κατά το εδάφιο β1 της ίδιας παραγράφου , το οποίο προστέθηκε σ' αυτήν με το αρθρ. 14 § 3 περ. β' Ν. 2721/1999, " αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ (25.000.000 δραχμές), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Κατά τις διατάξεις αυτές, οι περιπτώσεις που καθιστούν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως κακούργημα, όταν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαριθμούνται πλέον ειδικά και περιοριστικά στο νόμο, όπως είναι εκείνη του εντολοδόχου. ( ΑΠ 1783/2002 Ποιν. Δ/νη 2003 26, ΑΠ 1164/2002 Ποιν. Δ/νη 2003 386, ΑΠ 982/2002 Π. Λογ. 2002 1102, ΑΠ 733/2001 Π. Λογ. 2001 940, ΑΠ 974/2001 Π. Λογ. 2001 1090, ΑΠ 1030/997 Ποιν. Δικ. 1998 30, ΑΠ 14/1994 Ποιν. Χρον. ΜΔ 220, ΑΠ 1832/1993 Ποιν. Χρον. ΜΔ 180).
Για να υπάρχει κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως εντολοδόχου, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι τα χρήματα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του αυτής (ΣυμβΑΠ 1307/2004 ΠοινΧρ ΝΕ1, 535 - ΣυμβΑΠ 5/2004 ΠοινΧρ ΝΔ', 397). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές είτε με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό του λογαριασμό, η ιδιοποίησης όσων απέκτησε κατά την εκτέλεση της εντολής είναι παράνομη και στοιχειοθετεί το έγκλημα της υπεξαίρεσης (ΑΠ 115/2004 ΠοινΧρ ΝΕ'/33 ΑΠ 1015/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ'/27).
Σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ " αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης ". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι συναυτουργία είναι, η ύστερα από κοινή απόφαση, σύμπραξη πολλών ως άμεσων αυτουργών κατά την εκτέλεση ενός εγκλήματος , με την ενέργεια από τον καθένα πράξεων , οι οποίες αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση αυτού, είτε συγχρόνως με τους άλλους, είτε διαδοχικά. Υποκειμενικά, όπως ήδη εκτέθηκε, απαιτείται συναπόφαση, κοινός των συναυτουργών δόλος για την εκτέλεση του εγκλήματος με κοινή δράση και γνώση του καθενός της πρόθεσης του άλλου ή των άλλων. ( ΑΠ 87/2000 Ποιν. Χρον. Ν σελ.405, ΑΠ 1887/1999 Ποιν. Χρον. Ν σελ. 818).
Από την διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ., σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 94 του ίδιου κώδικα, σαφώς συνάγεται, ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από ομοειδείς μερικότερες πράξεις που χρονικά διαφέρουν μεταξύ τους, τελέστηκαν από το ίδιο πρόσωπο στον αυτό ή διάφορους τόπους, καθεμιά περιέχει τα στοιχεία του ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με το στοιχείο της ταυτότητας της προς εκτέλεση αποφάσεως και εκλαμβάνονται ως ενιαίο έγκλημα. Για να υπάρχει επομένως κατ' εξακολούθηση έγκλημα, πρέπει να συντρέχουν τα εξής στοιχεία: α) τα περισσότερα εγκλήματα πρέπει να προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, β) να προσβάλλουν τον ίδιο πρωταρχικό κανόνα δικαίου, γ) να εμφανίζουν μια σχετική ομοιομορφία και δ) να συνδέονται μεταξύ τους με μια ορισμένης μορφής ενότητα δόλου. Επί του εγκλήματος τούτου οι μερικότερες πράξεις διατηρούν την αυτοτέλεια τους και ως εκ τούτου η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα τελέσεως της, (Ολ. ΑΠ 5/2002 Ποιν. Δικ. 2002.836, ΑΠ 172/2002 Ποιν. Δικ. 2002.844, ΑΠ 1318/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ/531, ΑΠ 765/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/113, ΑΠ 83/98 Υπέρ. 1998.1057, ΑΠ 103/96 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ/1460, ΑΠ 1586/95 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ/1016).
Στην προκειμένη περίπτωση, μετά από στάθμιση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, και ειδικότερα την έγκληση, τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις απολογίες των κατηγορούμενων, τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων που περιέχονται στις εκθέσεις των εφέσεων αυτών και στα υπομνήματα τους και των λοιπών εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Η τρίτη των εκκαλούντων, πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία "...Ε.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ε1, έχει ως αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή και εμπορία φαρμακευτικών και συναφών ειδών. Στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας και προς το σκοπό της αποστολής των ευπαθών εμπορευμάτων της (φαρμάκων και κυρίως εμβολίων), σε φαρμακεία και ιατρεία του Νομού Αττικής, αλλά και των υπόλοιπων νομών της χώρας, στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2003 σύναψε με την εταιρία ταχυμεταφορών "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε.", που είχε την έδρα της στην Καλλιθέα Αττικής και την οποία εκπροσωπούσε και διαχειριζόταν εκείνη τη χρονική περίοδο, κατά το καταστατικό της ο κατηγορούμενος Κ1, σύμφωνα με . την υπ' αριθμ. ... τροποποίηση καταστατικού της συμβολαιογράφου Αθηνών Παρασκευής συζ. Γρηγορίου Κουτσοπούλου, που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό ... σύμβαση μεταφοράς των εμπορευμάτων της, σύμφωνα με την οποία η τελευταία ανέλαβε, έναντι αμοιβής, τη διανομή των παραδιδόμενων σ' αυτήν φαρμακευτικών προϊόντων στους εκάστοτε παραλήπτες τους, υπό τον όρο της ταυτόχρονης είσπραξης από τους τελευταίους, στο όνομα και για λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας, της αξίας τους (αντικαταβολή) και της εντός προθεσμίας 20 ημερών από την είσπραξη, απόδοσης τους στην πολιτικώς ενάγουσα. Με την υπ' αριθμ. ...συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Πάκου, αντίγραφο της οποίας καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αύξοντα αριθμό ... και δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθμ....Τεύχος Α.Ε & Ε.Π.Ε. της ΕτΚ, οι εταίροι της εταιρίας ταχυμεταφορών "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." μεταβίβασαν το σύνολο των εταιρικών τους μεριδίων στην ομοειδούς αντικειμένου εταιρία με την επωνυμία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε.", που είχε συσταθεί προ δύο μηνών με την υπ' αριθμ. ... συμβολαιογραφική πράξη της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου και της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο Π1, ένας δε εκ των μετόχων της και βασικός μέτοχος, ήταν ο πρώτος των εκκαλούντων-κατηγορούμενος Χ2. Επιπλέον, με την ίδια συμβολαιογραφική πράξη τροποποιήθηκαν: (α) η επωνυμία της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." και προστεθείσης της λέξης "Μονοπρόσωπη" μεταβλήθηκε σε "UNITED COURIER SERVICES Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.", (β) η έδρα της παραπάνω εταιρίας, η οποία ορίστηκε ότι στο εξής θα είναι ο Δήμος Φιλαδέλφειας Αττικής επί της οδού Θεσσαλονίκης αρ. 65Β, όπου βρισκόταν και η έδρα της εταιρίας "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε.", και (γ) το πρόσωπο του διαχειριστή της ίδιας εταιρίας, ορισθέντος ότι μετά την αποχώρηση από την εταιρία του Κ1, η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας ανατίθεται στους εκκαλούντες πρώτο και δεύτερο, Χ2 και Χ1, ενεργούντων από κοινού. Καθ' όλο το χρονικό διάστημα από τη σύναψη της προαναφερθείσας σύμβασης μεταφοράς (Ιανουάριος 2003) μέχρι και την ημερομηνία σύνταξης της συμβολαιογραφικής πράξης για τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." στην εταιρία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣΑ.Ε." τηνΐ9-4-2004 αλλά και μετά από αυτήν, η μεταφορική εταιρία "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." παραλάμβανε, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, φαρμακευτικά σκευάσματα από την πολιτικώς ενάγουσα και τα διάνεμε, μέσω του δικτύου αντιπροσώπων της, στους παραλήπτες φαρμακοποιούς και ιατρούς ανά την Ελλάδα, εισπράττοντας το εκάστοτε αναγραφόμενο επί της εντολής μεταφοράς ποσό στο όνομα και για λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς όμως να είναι συνεπής ως προς την απόδοση του στην τελευταία. Ειδικότερα, τα χρηματικά ποσά των αντικαταβολών, που εισπράττονταν κατά την παράδοση των φαρμακευτικών σκευασμάτων, κατέθεταν οι ανταποκριτές ή υπάλληλοι της μεταφορικής εταιρίας είτε σε τραπεζικό λογαριασμό της εργοδότριας εταιρίας τους, του οποίου τη διαχείριση είχε ο κατηγορούμενος Κ1, είτε σε ατομικό λογαριασμό του εκκαλούντα Χ2, ο οποίος μέχρι τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." στην εταιρία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε." ήταν ο κύριος εταίρος της πρώτης εξ αυτών, κατέχοντας το 45% των εταιρικών μεριδίων της και ασκούσε εν τοις πράγμασι τη διαχείριση των οικονομικών της, συμπράττοντας προς τούτο με τον εκ του καταστατικού διορισμένο διαχειριστή της, Κ1 , μετά δε την ως άνω μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων κατέστη εκ του καταστατικού διορισμένος διαχειριστής της ίδιας εταιρίας μαζί με τον δεύτερο εκκαλούντα Χ1, ενώ συγχρόνως ήταν και μέτοχος της αγοράστριας των εταιρικών μεριδίων εταιρίας "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ". Η παράλειψη απόδοσης στην πολιτικώς ενάγουσα των εισπραττόμενων αντικαταβολών προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την αντίδραση και διαμαρτυρία του νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας Ε1, αλλά και του αρμόδιου υπαλλήλου της ίδιας εταιρίας Υ1, οι οποίοι σε επικοινωνίες που είχαν κυρίως με τον πρώτο εκκαλούντα αλλά και με τον κατηγορούμενο Κ1, αντιμετώπιζαν τη δικαιολογία ότι η μη απόδοση της αξίας των διανεμηθέντων φαρμακευτικών σκευασμάτων οφειλόταν στους ανταποκριτές τους στην επαρχία, οι οποίοι δεν τους είχαν αποστείλει τα εισπραχθέντα χρηματικά ποσά και ότι σύντομα θα τα κατέβαλαν. Μάλιστα, όταν περί τον Απρίλιο του 2004 το οφειλόμενο στην πολιτικώς ενάγουσα χρηματικό ποσό είχε ανέλθει σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, ο πρώτος εκκαλών υποσχόταν ότι η οφειλή θα καλυπτόταν από την εταιρία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε.", μόλις μεταβιβάζονταν σ' αυτήν τα εταιρικά μερίδια της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." και αναλάμβανε ο ίδιος μαζί με τον δεύτερο εκκαλούντα τη διαχείριση της εταιρίας αυτής. Οι παραπάνω όμως υποσχέσεις δεν υλοποιήθηκαν και το οφειλόμενο στην πολιτικώς ενάγουσα ποσό αυξήθηκε κατά τα ποσά των μετέπειτα εισπραχθέντων αντικαταβολών μέχρι και την 25-5-2004, οπότε διακόπηκε κάθε συνεργασία μεταξύ των δύο εταιριών, ανήλθε δε συνολικά στο ποσό των € 83.867,27, το οποίο αναλύεται ειδικότερα ως εξής: (α) κατά το χρονικό διάστημα από την 20-1-2003 έως και την 15-4-2004, κατά το οποίο τη διαχείριση της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." ασκούσε ο κατηγορούμενος Κ1, από κοινού με τον Χ2, εισπράχθηκε και δεν αποδόθηκε στην εγκαλούσα, το συνολικό ποσό των 67.518,16, ευρώ αλλά οι ανωτέρω το κράτησαν και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα και (β) κατά το χρονικό διάστημα από την 20-4-2004 έως και την 25-5-2004, κατά το οποίο τη διαχείριση της εταιρίας "UNITED COURIER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ SERVICES Ε.Π.Ε." ασκούσαν άπαντες οι κατηγορούμενοι, δηλαδή οι Κ1, Χ2 και Χ1, ανεξαρτήτως της ιδιότητας τους ως εκ του καταστατικού εγκύρως διορισθέντων ή μη διαχειριστών, ενεργώντας από κοινού, εισπράχθηκε και δεν αποδόθηκε στην εγκαλούσα, το συνολικό ποσό των 16.349,11, ευρώ αλλά οι ανωτέρω το κράτησαν και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα.
Ο πρώτος των εκκαλούντων Χ2 με την έφεση του ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε ποτέ διαχειριστής της εταιρείας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." αλλά μόνο μέτοχος, ως εκ τούτου δε διαχειρίστηκε τα ποσά που φέρονται ως υπεξαιρεθέντα και κατά συνέπεια δεν τα ιδιοποιήθηκε αυτός, ότι δεν έγινε σύμβαση μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας αλλά μεταξύ της εταιρείας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." και της εγκαλούσας, ότι η σύμβαση αυτή δεν ήταν γενική και αόριστη για το σύνολο των αποστολών της εγκαλούσας αλλά ήταν συγκεκριμένη για κάθε αποστολή που καθόριζε εκάστοτε τον τρόπο εξόφλησης του τιμήματος, ότι η διαδικασία είσπραξης του τιμήματος των εμπορευμάτων είναι τέτοια που δεν μπορούσε αυτός να εισπράξει κάποια από τα ποσά αυτά και να τα ιδιοποιηθεί, ότι δεν υπήρξε ποτέ εντολοδόχος αφού εντολοδόχος ήταν η "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." ότι πολλά από τα χρήματα που εισέπρατταν οι αντιπρόσωποι τους κατά την παράδοση των εμπορευμάτων δεν τα απέδιδαν στην εταιρεία του αλλά τα παρακρατούσαν αυτοί, ότι μετά τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων στην εταιρεία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε." ουσιαστικός και μοναδικός διαχειριστής της εταιρείας ήταν ο συγκατηγορούμενός του Χ1.
Ο δεύτερος των εκκαλούντων (αναιρεσείων) Χ1 με την έφεση του ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε ποτέ διαχειριστής της εταιρείας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." αλλά μόνο της "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε." , η συμμετοχή του στη διαχείριση της "UNITED COURIER SERVICES ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε." κατά το χρονικό διάστημα από 20-4-2004 έως 25-5-2004 ήταν τυπική και άκυρη, αφού δεν επακολούθησε η δημοσίευση της τροποποίησης του καταστατικού που με τον όριζε διαχειριστή, αλλά και κατ' ουσία δεν άσκησε ποτέ καθήκοντα διαχειριστή της εταιρείας αυτής, ως εκ τούτου δε διαχειρίστηκε τα ποσά που φέρονται στην κατηγορία ως ιδιοποιηθέντα από αυτόν, δεν τα έλαβε ποτέ στην κατοχή του και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εκκαλούντων είναι αβάσιμοι , δε στηρίζονται στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και δε συμβάλλουν στην κατάρριψη της κατηγορίας. Αντίθετα από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι οι εκκαλούντες, κατά τα χρονικά διαστήματα που κατηγορούνται άσκησαν πράγματι διαχειριστική εξουσία και ενεργώντας κατ' ουσία ως διαχειριστικά όργανα της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε.", έλαβαν στην κατοχή τους τα εισπραχθέντα ποσά αντικαταβολών, κατά τις ήδη μνημονευθείσες διακρίσεις για καθένα από τα δύο αναφερθέντα χρονικά διαστήματα, και τα ενσωμάτωσαν παράνομα στην περιουσία τους. Η εγκυρότητα ή μη, αφενός μεν της μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." προς την εταιρία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και αφετέρου της τροποποίησης του καταστατικού της πρώτης εξ αυτών, με μεταβολή του προσώπου των διαχειριστών της, λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τις διατυπώσεις δημοσίευσης, που προβλέπονται στο Ν. 3190/1955, δεν επηρεάζουν την ποινική ευθύνη των κατηγορουμένων για την πράξη της κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία τελεσθείσας κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για την οποία κατηγορούνται, αφού αυτοί άσκησαν κατ' ουσία τη διαχειριστική εξουσία της εταιρίας αυτής. Το γεγονός ότι άσκησαν διαχειριστικά καθήκοντα προκύπτει σαφώς, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων αλλά και από τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας. Ο ισχυρισμός του πρώτου ότι τα εισπραχθέντα χρηματικά ποσά από τους κατά τόπους αντιπροσώπους του δεν αποδόθηκαν στην εταιρεία του και γι' αυτό δεν αποδόθηκαν και στην εγκαλούσα δε βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία και ως εκ τούτου κρίνεται αναληθής. Σε περίπτωση που αυτό ήταν αληθές θα έπρεπε η εταιρία του να είχε στραφεί κατά των αντιπροσώπων αυτών με συγκεκριμένες δικαστικές ενέργειες διατυπωμένες σε σχετικά δικόγραφα αντίγραφα των οποίων θα προσκόμιζε για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Το γεγονός ότι ο δεύτερος των εκκαλούντων ως εκπρόσωπος της εταιρίας "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", συνυπέγραψε την υπ' αριθμ. ... συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Πάκου για τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων και την τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." και αποδέχθηκε, συγχρόνως τον διορισμό του ως συνδιαχειριστή αυτής, αλλά και το γεγονός ότι μετά την ανωτέρω ημερομηνία προέβη σε καταβολές μισθών προς τους υπαλλήλους της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε.", αποδεικνύουν την άσκηση της διαχειριστικής του εξουσίας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε βάρος των εκκαλούντων προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο την εναντίον τους κατηγορία για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, τελεσθείσα κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση με τη σημείωση ότι ως προς τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο Χ1 ως προς τον οποίο οι εναντίον του σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις ενοχής αφορούν μόνο το χρονικό διάστημα από 20-4-2004 έως και 25/5/04 και συνεπώς το υπεξαιρεθέν από αυτόν, με την σύμπραξη και των λοιπών συγκατηγορουμένων, ποσό ανέρχεται σε 16.349,11 ευρώ, που όπως είναι φανερό δεν υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ και για το λόγο αυτό δεν ισχύει, ως προς αυτόν, η επιβαρυντική περίπτωση του εδ. β' της § 2 του άρθρ. 375 Π.Κ. και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών που τους παράπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών να δικαστούν για την πράξη αυτή ορθώς έκρινε ενώ οι εκκαλούντες, που με τις εφέσεις τους υποστηρίζουν τα αντίθετα, σφάλουν και πρέπει οι εφέσεις αυτές ν' απορριφθούν κατ' ουσία και να επιβληθούν σ'αυτούς τα δικαστικά έξοδα. Οι δύο πρώτοι εκκαλούντες (Χ2 και Χ1) με τις εφέσεις τους υποβάλλουν αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης των, ενώπιον του Συμβουλίου σας, προκειμένου να παράσχουν διευκρινήσεις επί των ισχυρισμών τους, σύμφωνα με το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ, όμως οι ανωτέρω εκκαλούντες έχουν ήδη αναπτύξει με πληρότητα και σαφήνεια τους ισχυρισμούς τους στην απολογία τους, στα υπομνήματα αλλά και στις πολυσέλιδες εκθέσεις των εφέσεων τους, και κατά τη γνώμη μου δε χρήζουν περαιτέρω διευκρινήσεως, συνεπώς πρέπει το αίτημα αυτό ν'απορριφθεί. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντ. και 139 ΚΠΔ), αφού εκθέσει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος o αναιρεσείων -κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, όλα χωρίς εξαίρεση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ως άνω ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε στη προκειμένη περίπτωση και επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου λόγοι αναίρεσης (αρ. 484 παρ. 1 β' και δ' ΚΠΔ) είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, επειδή το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε αναιτιολόγητα τα αίτημα του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του (αρ. 309 παρ. 2 ΚΠΔ), είναι αβάσιμος διότι το Συμβούλιο Εφετών εκθέτοντας ότι "αυτοί (οι δύο πρώτοι εκκαλούντες) έχουν με πληρότητα παράσχει εξηγήσεις για τις κατηγορίες που τους βαρύνουν τόσο με τις εφέσεις, όσο και τα έγγραφα υπομνήματά τους και ανέπτυξαν διεξοδικά τις απόψεις τους, οπότε η εμφάνισή τους δεν είναι αναγκαία.
Κατά συνέπεια δεν κρίνεται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των εκκαλούντων και πρέπει να απορριφθεί η εν λόγω αίτηση", αιτιολογημένα απάντησε στο σχετικό αίτημα του αναιρεσείοντος και συνεπώς δεν παραβίασε τα άρθρα 309 παρ. 2 - 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ (ΑΠ 1104/95), πέραν του ότι απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται μόνο όταν το αρμόδιο Συμβούλιο δεν απαντά καθόλου στο αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου (ΑΠ 310/96, ΑΠ 1441/97 κ.α.). Κατ' ακολουθία τούτων, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
(Α) Να απορριφθεί η υπ' αρ.136/14-7-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου..., κατά του υπ'αρ. 943/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και (Β) Να επιβληθούν τα νόμιμα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 22 Οκτωβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αριθ. εκθ. 136/14-7-2008 αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά του με αριθ. 943/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του με αριθ. 350/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικυρώθηκε το βούλευμα αυτό, που τον παρέπεμψε, μαζί με άλλους δύο συγκατηγορουμένους του, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθούν για κακουργηματική υπεξαίρεση (αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στους υπαίτιους άλλους δύο συγκατηγορουμένους), λόγω της ιδιότητάς τους, και των τριών, ως εντολοδόχων συνδιαχειριστών ξένης περιουσίας, κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, (άρθρον 375 παρ. 1, 2 ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του άνω ν. 1721/1999, "Aν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως να υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Η ταυτότητα του ξένου κινητού πράγματος, το οποίο αποτελεί το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτής.
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία ή για περισσότερες από τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ.
Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 45 ΠΚ, συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τελέσεως της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της προθέσεως μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Ειδικότερα, επί υπεξαιρέσεως υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στη συγκατοχή των πλειόνων δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ τους ιδιαίτερης σχέσεως και των ειδικών στη συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το συμβούλιο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός.
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 943/2008 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση του συλλεγέντος από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και τη προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση αποδεικτικού υλικού (εγγράφων, απολογιών και καταθέσεων μαρτύρων), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και τους λοιπούς δύο συγκατηγορουμένους του - εκκαλούντες και μη αναιρεσείοντες, που παραπέπονται κατά συναυτουργία: "Η τρίτη των εκκαλούντων, πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία "... Ε.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ε1, έχει ως αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή και εμπορία φαρμακευτικών και συναφών ειδών. Στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας και προς το σκοπό της αποστολής των ευπαθών εμπορευμάτων της (φαρμάκων και κυρίως εμβολίων), σε φαρμακεία και ιατρεία του Νομού Αττικής, αλλά και των υπόλοιπων νομών της χώρας, στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2003 σύναψε με την εταιρία ταχυμεταφορών "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε.", που είχε την έδρα της στην Καλλιθέα Αττικής και την οποία εκπροσωπούσε και διαχειριζόταν εκείνη τη χρονική περίοδο, κατά το καταστατικό της ο κατηγορούμενος Κ1, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. .... τροποποίηση καταστατικού της συμβολαιογράφου Αθηνών Παρασκευής συζ. Γρηγορίου Κουτσοπούλου, που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό ..., σύμβαση μεταφοράς των εμπορευμάτων της, σύμφωνα με την οποία η τελευταία ανέλαβε, έναντι αμοιβής, τη διανομή των παραδιδόμενων σ' αυτήν φαρμακευτικών προϊόντων στους εκάστοτε παραλήπτες τους, υπό τον όρο της ταυτόχρονης είσπραξης από τους τελευταίους, στο όνομα και για λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας, της αξίας τους (αντικαταβολή) και της εντός προθεσμίας 20 ημερών από την είσπραξη, απόδοσης τους στην πολιτικώς ενάγουσα. Με την υπ' αριθμ. ... συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Πάκου, αντίγραφο της οποίας καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αύξοντα αριθμό ... και δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθμ. ...Τεύχος Α.Ε & Ε.Π.Ε. της ΕτΚ, οι εταίροι της εταιρίας ταχυμεταφορών "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." μεταβίβασαν το σύνολο των εταιρικών τους μεριδίων στην ομοειδούς αντικειμένου εταιρία με την επωνυμία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε.", που είχε συσταθεί προ δύο μηνών με την υπ' αριθμ. ...συμβολαιογραφική πράξη της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου και της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο Π1, ένας δε εκ των μετόχων της και βασικός μέτοχος, ήταν ο πρώτος των εκκαλούντων-κατηγορούμενος Χ2. Επιπλέον, με την ίδια συμβολαιογραφική πράξη τροποποιήθηκαν: α) η επωνυμία της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." και προστεθείσης της λέξης "Μονοπρόσωπη" μεταβλήθηκε σε "UNITED COURIER SERVICES Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.", β) η έδρα της παραπάνω εταιρίας, η οποία ορίστηκε ότι στο εξής θα είναι ο Δήμος Φιλαδέλφειας Αττικής επί της οδού Θεσσαλονίκης αρ. 65Β, όπου βρισκόταν και η έδρα της εταιρίας "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε.", και γ) το πρόσωπο του διαχειριστή της ίδιας εταιρίας, ορισθέντος ότι μετά την αποχώρηση από την εταιρία του Κ1, η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας ανατίθεται στους εκκαλούντες πρώτο και δεύτερο, Χ2 και Χ1, ενεργούντος από κοινού. Καθ' όλο το χρονικό διάστημα από τη σύναψη της προαναφερθείσας σύμβασης μεταφοράς (Ιανουάριος 2003) μέχρι και την ημερομηνία σύνταξης της συμβολαιογραφικής πράξης για τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." στην εταιρία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε." την 19-4-2004 αλλά και μετά από αυτήν, η μεταφορική εταιρία "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." παραλάμβανε, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, φαρμακευτικά σκευάσματα από την πολιτικώς ενάγουσα και τα διάνεμε, μέσω του δικτύου αντιπροσώπων της, στους παραλήπτες φαρμακοποιούς και ιατρούς ανά την Ελλάδα, εισπράττοντας το εκάστοτε αναγραφόμενο επί της εντολής μεταφοράς ποσό στο όνομα και για λογαριασμό της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς όμως να είναι συνεπής ως προς την απόδοση του στην τελευταία. Ειδικότερα, τα χρηματικά ποσά των αντικαταβολών, που εισπράττονταν κατά την παράδοση των φαρμακευτικών σκευασμάτων, κατέθεταν οι ανταποκριτές ή υπάλληλοι της μεταφορικής εταιρίας είτε σε τραπεζικό λογαριασμό της εργοδότριας εταιρίας τους, του οποίου τη διαχείριση είχε ο κατηγορούμενος Κ1, είτε σε ατομικό λογαριασμό του εκκαλούντα Χ2, ο οποίος μέχρι τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." στην εταιρία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε." ήταν ο κύριος εταίρος της πρώτης εξ αυτών, κατέχοντας το 45% των εταιρικών μεριδίων της και ασκούσε εν τοις πράγμασι τη διαχείριση των οικονομικών της, συμπράττοντας προς τούτο με τον εκ του καταστατικού διορισμένο διαχειριστή της, Κ1, μετά δε την ως άνω μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων κατέστη εκ του καταστατικού διορισμένος διαχειριστής της ίδιας εταιρίας μαζί με τον δεύτερο εκκαλούντα Χ1, ενώ συγχρόνως ήταν και μέτοχος της αγοράστριας των εταιρικών μεριδίων εταιρίας "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ". Η παράλειψη απόδοσης στην πολιτικώς ενάγουσα των εισπραττόμενων αντικαταβολών προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την αντίδραση και διαμαρτυρία του νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας Ε1, αλλά και του αρμόδιου υπαλλήλου της ίδιας εταιρίας Υ1, οι οποίοι σε επικοινωνίες που είχαν κυρίως με τον πρώτο εκκαλούντα αλλά και με τον κατηγορούμενο Κ1, αντιμετώπιζαν τη δικαιολογία ότι η μη απόδοση της αξίας των διανεμηθέντων φαρμακευτικών σκευασμάτων οφειλόταν στους ανταποκριτές τους στην επαρχία, οι οποίοι δεν τους είχαν αποστείλει τα εισπραχθέντα χρηματικά ποσά και ότι σύντομα θα τα κατέβαλαν. Μάλιστα, όταν περί τον Απρίλιο του 2004 το οφειλόμενο στην πολιτικώς ενάγουσα χρηματικό ποσό είχε ανέλθει σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, ο πρώτος εκκαλών υποσχόταν ότι η οφειλή θα καλυπτόταν από την εταιρία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε.", μόλις μεταβιβάζονταν σ' αυτήν τα εταιρικά μερίδια της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." και αναλάμβανε ο ίδιος μαζί με τον δεύτερο εκκαλούντα τη διαχείριση της εταιρίας αυτής. Οι παραπάνω υποσχέσεις δεν υλοποιήθηκαν και το οφειλόμενο στην πολιτικώς ενάγουσα ποσό αυξήθηκε κατά τα ποσά των μετέπειτα εισπραχθέντων αντικαταβολών μέχρι και την 25-5-2004, οπότε διακόπηκε κάθε συνεργασία μεταξύ των δύο εταιριών, ανήλθε δε συνολικά στο ποσό των € 83.867,27, το οποίο αναλύεται ειδικότερα ως εξής: α) κατά το χρονικό διάστημα από την 20-1-2003 έως και την 15-4-2004, κατά το οποίο τη διαχείριση της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." ασκούσε ο κατηγορούμενος Κ1, από κοινού με τον Χ2, εισπράχθηκε και δεν αποδόθηκε στην εγκαλούσα, το συνολικό ποσό των 67.518,16 ευρώ αλλά οι ανωτέρω το κράτησαν και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα και β) κατά το χρονικό διάστημα από την 20-4-2004 έως και την 25-5-2004, κατά το οποίο τη διαχείριση της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε." ασκούσαν άπαντες οι κατηγορούμενοι, δηλαδή οι Κ1, Χ2 και Χ1, ανεξαρτήτως της ιδιότητας τους ως εκ του καταστατικού εγκύρως διορισθέντων ή μη διαχειριστών, ενεργώντας από κοινού, εισπράχθηκε και δεν αποδόθηκε στην εγκαλούσα, το συνολικό ποσό των 16.349,11, ευρώ αλλά οι ανωτέρω το κράτησαν και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Ο πρώτος των εκκαλούντων Χ2 με, την έφεση του ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε ποτέ διαχειριστής της εταιρείας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." αλλά μόνο μέτοχος, ως εκ τούτου δε διαχειρίστηκε τα ποσά που φέρονται ως υπεξαιρεθέντα και κατά συνέπεια δεν τα ιδιοποιήθηκε αυτός, ότι δεν έγινε σύμβαση μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας αλλά μεταξύ της εταιρείας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." και της εγκαλούσας, ότι η σύμβαση αυτή δεν ήταν γενική και αόριστη για το σύνολο των αποστολών της εγκαλούσας αλλά ήταν συγκεκριμένη για κάθε αποστολή που καθόριζε εκάστοτε τον τρόπο εξόφλησης του τιμήματος, ότι η διαδικασία είσπραξης του τιμήματος των εμπορευμάτων είναι τέτοια που δεν μπορούσε αυτός να εισπράξει κάποια από τα ποσά αυτά και να τα ιδιοποιηθεί, ότι δεν υπήρξε ποτέ εντολοδόχος αφού εντολοδόχος ήταν η "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." ότι πολλά από τα χρήματα που εισέπρατταν οι αντιπρόσωποι τους κατά την παράδοση των εμπορευμάτων δεν τα απέδιδαν στην εταιρεία του αλλά τα παρακρατούσαν αυτοί, ότι μετά τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων στην εταιρεία "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε." ουσιαστικός και μοναδικός διαχειριστής της εταιρείας ήταν ο συγκατηγορούμενός του Χ1. Ο δεύτερος των εκκαλούντων Χ1 με την έφεσή του ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε ποτέ διαχειριστής της εταιρείας "UNITED COURIER SERVICES Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε." αλλά μόνο της "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ Α.Ε.", η συμμετοχή του στη διαχείριση της "UNITED COURIER SERVICER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε." κατά το χρονικό διάστημα από 20-4-2004 έως 25-5-2004 ήταν τυπική και άκυρη, αφού δεν επακολούθησε η δημοσίευση της τροποποίησης του καταστατικού που τον όριζε διαχειριστή, αλλά και κατ' ουσία δεν άσκησε ποτέ καθήκοντα διαχειριστή της εταιρείας αυτής, ως εκ τούτου δε διαχειρίστηκε τα ποσά που φέρονται στην κατηγορία ως ιδιοποιηθέντα από αυτόν, δεν τα έλαβε ποτέ στην κατοχή του και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εκκαλούντων είναι αβάσιμοι, δε στηρίζονται στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και δε συμβάλλουν στην κατάρριψη της κατηγορίας. Αντίθετα από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι οι εκκαλούντες, κατά τα χρονικά διαστήματα που κατηγορούνται άσκησαν πράγματι διαχειριστική εξουσία και ενεργώντας κατ' ουσία ως διαχειριστικά όργανα της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε.", έλαβαν στην κατοχή τους τα εισπραχθέντα ποσά αντικαταβολών, κατά τις ήδη μνημονευθείσες διακρίσεις για καθένα από τα δύο αναφερθέντα χρονικά διαστήματα, και τα ενσωμάτωσαν παράνομα στην περιουσία τους. Η εγκυρότητα ή μη αφενός μεν της μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." προς την εταιρία "ETNA ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και αφετέρου της τροποποίησης του καταστατικού της πρώτης εξ αυτών, με μεταβολή του προσώπου των διαχειριστών της, λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τις διατυπώσεις δημοσίευσης, που προβλέπονται στο Ν. 3190/1955, δεν επηρεάζουν την ποινική ευθύνη των κατηγορουμένων για την πράξη της κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία τελεσθείσας κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για την οποία κατηγορούνται, αφού αυτοί άσκησαν κατ' ουσία τη διαχειριστική εξουσία της εταιρίας αυτής. Το γεγονός ότι άσκησαν διαχειριστικά καθήκοντα προκύπτει σαφώς από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων αλλά και από τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας. Ο ισχυρισμός του πρώτου ότι τα εισπραχθέντα χρηματικά ποσά από τους κατά τόπους αντιπροσώπους του δεν αποδόθηκαν στην εταιρεία του και γι' αυτό δεν αποδόθηκαν και στην εγκαλούσα δε βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία και ως εκ τούτου κρίνεται αναληθής. Σε περίπτωση που αυτό ήταν αληθές θα έπρεπε η εταιρία του να είχε στραφεί κατά των αντιπροσώπων αυτών με συγκεκριμένες δικαστικές ενέργειες διατυπωμένες σε σχετικά δικόγραφα, αντίγραφα των οποίων θα προσκόμιζε για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Το γεγονός ότι ο δεύτερος των εκκαλούντων ως εκπρόσωπος της εταιρίας "ΕΓΝΑ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", συνυπέγραψε την υπ' αριθμ. ...συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Πάκου για τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων και την τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε." και αποδέχθηκε, συγχρόνως τον διορισμό του ως συνδιαχειριστή αυτής, αλλά και το γεγονός ότι μετά την ανωτέρω ημερομηνία προέβη σε καταβολές μισθών προς τους υπαλλήλους της εταιρίας "UNITED COURIER SERVICES Ε.Π.Ε.", αποδεικνύουν την άσκηση της διαχειριστικής του εξουσίας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε βάρος των εκκαλούντων προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο την εναντίον τους κατηγορία για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, τελεσθείσα κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών που τους παράπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών να δικαστούν για την πράξη αυτή καλώς έπραξε, ενώ οι εκκαλούντες, που με τις εφέσεις τους υποστηρίζουν τα αντίθετα, σφάλουν και πρέπει οι εφέσεις αυτές ν' απορριφθούν κατ' ουσία και να επιβληθούν σ' αυτούς τα δικαστικά έξοδα".
Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφορικά με την πράξη των τριών κατηγορουμένων, της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, φερομένης ως τελεσθείσας από τον αναιρεσείοντα, μόνον κατά το χρονικό διάστημα από 20-4-2004 μέχρι 25-5-2004, για εισπραχθέν και υπεξαιρεθέν από κοινού ποσό 16.349,11 ευρώ, που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα Χ1, που ενήργησε ως ουσιαστικός συνδιαχειριστής της εταιρείας "UNITED COURIER ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ SERVICES ΕΠΕ", μετά των συγκατηγορουμένων του συνδιαχειριστών αυτής Κ1 και Χ2, ανεξάρτητα αν βάσει του καταστατικού της εταιρείας αυτής διορίστηκαν εγκύρως ή μη οι ανωτέρω συνδιαχειριστές και ανεξάρτητα του ότι δεν επακολούθησε τυπικά κατά το ν. 3190/1955 δημοσίευση της με τη με αριθ. 15493/19-4-2004 συμβολαιογραφική πράξη τροποποιήσεως του καταστατικού της αρχικής εντολοδόχου ΕΠΕ, (το Συμβούλιο) διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος για το οποίο διώχθηκαν και κρίθηκαν οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων, παραπεμπτέοι, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, ήτοι εκείνες των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 45, 98 και 375 παρ. 2, 1 εδ. α του ΠΚ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και ισχύει ήδη μετά την προσθήκη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 375 με το άρθρο 14 παρ. 3 β του ν. 2721/1999, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, ενώ εξ άλλου δεν στερείται το βούλευμα νόμιμης βάσεως, αφού με αυτά που δέχθηκε δεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων τούτων, αλλά και για τη συνδρομή της συναυτουργίας και της ιδιότητας του αναιρεσείοντος ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ'ουσίαν.
Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι, το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σε αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση, μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η παραβίαση των διατάξεων αυτών, που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που ανήκουν σε αυτόν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ του ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δια του Εισαγγελέα Εφετών, αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως αυτού ενώπιον του Συμβουλίου, για να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις επί της υποθέσεως και των λόγων εφέσεως. Το αίτημα όμως αυτό του κατηγορουμένου, το Συμβούλιο Εφετών, με σύμφωνη πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών, απέρριψε με την παρακάτω αιτιολογία: "Τέλος το αίτημα των δύο πρώτων εκκαλούντων (Χ2 και Χ1) για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι αυτοί έχουν με πληρότητα παράσχει εξηγήσεις για τις κατηγορίες που τους βαρύνουν τόσο με τις εφέσεις τους, όσο και με τα έγγραφα υπομνήματά τους και ανέπτυξαν διεξοδικά τις απόψεις τους, οπότε η εμφάνισή τους δεν είναι αναγκαία". Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής και ουδεμία ακυρότητα της προδικασίας επήλθε και ο σχετικός από τα άρθρα 171 παρ. 1 δ και 484 παρ. 1 περ. α του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να ερευνηθεί, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 136/14-7-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθ. 943/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή