Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συνέργεια.
Περίληψη:
Άμεση συνέργεια στην πράξη της απάτης, τελεσθείσα από πρόσωπο που διαπράττει την πράξη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται άμεση εκ δόλου υποστήριξη της κύριας πράξης με βοηθητική ενέργεια στο έγκλημα που διαπράττει ο αυτουργός, σε τρόπο ώστε χωρίς αυτή να μην είναι δυνατή με βεβαιότητα η εκτέλεση του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε. Περαιτέρω, οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις που επιτείνουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνο το συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν. Έτσι, όταν η πράξη του συμμέτοχου έχει τελεστεί κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχουν και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα κατ’ άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ.
Αριθμός 471/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1158/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 συγκατηγορούμενους τους 1) Χ2 2) Χ3 3) Χ4 και 4) Χ5.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 286/07.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 275/3.7.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω εις το Συμβούλιο σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 § 1 και 513 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως με αριθ. 176/22-12-2006 του Χ1 κατά του υπ'αριθ. 1158/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου, κατά μεταρρύθμιση του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αριθ. 1989/2005, παρεπέμφθη ούτος εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικασθεί ως υπαίτιος Άμεσης συνέργειας στην πράξιν της Απάτης τελεσθείσαν από πρόσωπο που διαπράττει την πράξιν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.00) και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, στρεφομένη κατά βουλεύματος υποκειμένου εις ταύτην, ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του δικαιουμένου προς τούτο ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών και επομένως πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και εξετασθεί κατ'ουσίαν. Κατά του ως άνω βουλεύματος παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, προβάλλων τους υπό του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. λόγους .
ΙΙ) Επειδή κατά το άρθρ. 386 § 1 Π.Κ., ως αντικ. δι'άρθρ. 14 § 4 ν.2721/99, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που επροξενήθη είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παράγρ. 3 περ. α' του ίδιου άρθρου επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) η εν γνώσει παράστασις ψευδών γεγονότων ως αληθών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανείται κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ο τελευταίος μετέρχεται την απάτη κατ'επάγγελμα, όταν στην τέλεσή της προβαίνει έχοντας την πρόθεση της επανειλημμένης διάπραξής της για να πορισθεί εισόδημα προς βιοπορισμό, κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος αυτού προκύπτει ότι έχει αποκτήσει ροπή προς το έγκλημα. Εξάλλου, κατά το άρθρ. 46 § 1 περ. β' Π.Κ., τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά την διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, κατά δε το άρθρο 47 § 1 Π.Κ., όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιονδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό, χωρίς να είναι άμεση, εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής και της άμεσης συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στην γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξεως και στην βούληση ή αποδοχή να συμβάλλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Τέλος η απλή συνέργεια μπορεί να παρασχεθεί στον αυτουργό της πράξης και με αρνητική συνδρομή που παρέχεται με παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρ. 15 Π.Κ. και που υπάρχει όταν ο συνεργός, παρόλο, ότι έχει από τον νόμο ή από σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργεια του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του (Α.Π. 857/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ' σελ. 149, Α.Π. 174/2003 Ποιν. Χρ. ΝΓ'σελ. 920, Α.Π. 1446/1999 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 704, Α.Π. 878/93 Ποιν. Χρ. ΜΓ/675). Εξάλλου κατά το άρθρ. 49 § 2 του ίδιου κώδικα οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπ'όψιν μόνο για εκείνον τον συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν. Περαιτέρω η κατά τις διατάξεις των άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 484 § 1 περ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το Συμβούλιο που το εξέδωσε δεν εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε γι'αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου για τις πράξεις για τις οποίες ησκήθη ποινική δίωξις.
Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 484 § 1 περ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας ή το συμβούλιο δεν υπάγει ορθά τα περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφηρμόσθη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση ή το βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πιο πάνω περιστατικά ή κατά την ανάπτυξη αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε μεταξύ αυτών, στην αιτιολογία που τα περιέχει, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 803/96 Ποιν. Χρ. ΜΖ' σελ. 1149, ΑΠ 1446/99 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 704).
ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο, ως άνω, βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έκαμε εν μέρει δεκτή κατ'ουσίαν την υπ'αριθ. 336/15-7-2005 έφεσιν του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και, μεταρρυθμίζοντας εν μέρει το εκκληθέν υπ'αριθμ. 1989/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, απεφάνθη, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος του αναιρεσείοντος (Χ1) για κακουργηματική πλαστογραφία κατ'εξακολούθησιν, δέχθηκε περαιτέρω ότι, από την αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν ως προς την πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ'αριθ. ....... καταστατικού της Συμβολαιογράφου Αθηνών Τριαντάφυλλου Παπαδοπούλου, νομίμως δημοσιευθέντος, συνεστήθη Ανώνυμος εταιρία μεταξύ του αναιρεσείοντος, του εκ των κατηγορουμένων Χ2 και του Γ1, με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ - ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", με σκοπό την ανάπτυξη μελετών οικονομοτεχνικών, αναπτυξιακών, τεχνικών, οργάνωσης, περιβαλλοντολογικών, σκοπιμότητας και μηχανοργάνωσης επιχειρήσεων, οργανισμών, δημοσίων και ιδιωτικών έργων, παροχή συμβουλευτικών και ελεγκτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και οργανισμούς του Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα. Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της παραπάνω εταιρίας ορίσθη ο αναιρεσείων (Χ1), Αντιπρόεδρος δε αυτής ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, ενώ η γραμματειακή υποστήριξη της εταιρίας είχε ανατεθεί στην εξ αυτών Χ3. Εις τα πλαίσια των προδιαληφθεισών δραστηριοτήτων της η παραπάνω εταιρία την 4-10-2000 συνήψε σύμβαση αντιπροσώπευσης με την εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ (Ε.Ε.Ο) Α.Ε.Π.Υ.", πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας ετύγχανε ο εκ των κατηγορουμένων Χ5 και Γενικός διευθυντής ο εξ αυτών Χ4, σύμφωνα με την οποία η πρώτη εκ των ανωτέρω εταιριών είχε την δυνατότητα να παρέχει ως αντιπρόσωπος της δεύτερης, επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστάμενες στην λήψη και διαβίβαση εντολών χρηματιστηριακών συναλλαγών των πελατών της, χωρίς όμως να έχει την δυνατότητα διακίνησης ή διαχείρισης των χρημάτων των πελατών, δυνατότητα που είχε μόνο η εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ", ο οποίος με την σειρά του πραγματοποιούσε τις χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ". Η λειτουργία της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", ως γραφείου αντιπροσώπευσης της "ΕΕΟ-ΑΕΠΕΥ" ενεκρίθη από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την υπ'αριθ. .......... απόφασή της. Εις τα πλαίσια των δραστηριοτήτων αυτών ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, άτομο με ευρύ κύκλο γνωριμιών, ενεφανίζετο σε διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και εκ των εγκαλούντων Ψ1 ως γνώστης των χρηματιστηριακών δεδομένων και έμπειρος επενδυτικός σύμβουλος, εκπρόσωπος της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", η οποία ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρίας "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΑΕΠΕΥ" που ενεργεί χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας "ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ" και παράλληλα παρέστησε εις αυτούς ότι η παραπάνω εταιρία, της οποίας τυγχάνει εκπρόσωπος, έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, ο ίδιος δε, ως γνώστης των χρηματιστηριακών πραγμάτων, είναι σε θέση με κατάλληλους χειρισμούς να εξασφαλίσει μεγάλες αποδόσεις στα χρήματα που θα επενδύσουν και έτσι έπεισε τόσον τον προαναφερθέντα εγκαλούντα Ψ1 όσον και τους υπολοίπους να συνάψουν με την εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." συμβάσεις συμβουλευτικής εκτέλεσης εντολής αγοραπωλησίας επενδυτικών χαρτοφυλακίων και παρακαταθήκης χρεωγράφων και να υπογράψουν παραλλήλως αιτήσεις ανοίγματος λογαριασμού στην παραπάνω εταιρία. Ακολούθως, πριν από την αποστολή στην Ε.Ε.Ο. των αιτήσεων για άνοιγμα λογαριασμού, μετέβαινε στο κατάστημα της Εμπορικής Τραπέζης στον Γέρακα-Αττικής, όπου, εν αγνοία των επενδυτών-εγκαλούντων, άνοιγε κοινό λογαριασμό, με πρώτο όνομα δικαιούχου το όνομα του επενδυτή και δεύτερο όνομα δικαιούχου το δικό του και εν συνεχεία, αφού ανέγραφε στην αίτηση για το άνοιγμα λογαριασμού στην Ε.Ε.Ο. τον αριθμό του προαναφερθέντα κοινού λογαριασμού, καλούσε τους εγκαλούντας να καταθέσουν χρηματικά ποσά για επένδυση, σε τραπεζιτικό λογαριασμό της Ε.Ε.Ο. Μετά ταύτα, την ίδια ημέρα που οι εγκαλούντες (επενδυτές) κατέθεταν τα χρήματά τους για επένδυση, παριστάνοντας ψευδώς από κοινού μετά της εκ των κατηγορουμένων Χ3, υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητά της, στους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟΣ- Ε.Ε.Ο.", ότι οι εγκαλούντες είχαν δώσει δήθεν εντολή εις τούτους για την μεταφορά των ήδη κατατεθέντων χρηματικών ποσών από τον λογαριασμό της παραπάνω εταιρίας (Ε.Ε.Ο.), στους κοινούς λογαριασμούς που, κατά τα ανωτέρω, είχαν ανοιχθεί στην Εμπορική Τράπεζα, έπειθαν αυτούς να δώσουν εντολή στον αρμόδιο υπάλληλο της τραπέζης, όπου είχαν κατατεθεί τα χρήματα από τους επενδυτές, σε λογαριασμούς της εταιρίας, για τη μεταφορά η οποία εκτελείτο αμέσως και εν συνεχεία ο εξ αυτών κατηγορούμενος Χ2 προέβαινε σε αναλήψεις των εν λόγω χρηματικών ποσών από τους παραπάνω κοινούς λογαριασμούς της Εμπορικής Τραπέζης, τα οποία παρανόμως ιδιοποιείτο. 'Ετσι, με τον περιγραφόμενο ως άνω τρόπο, την 8-10-2001 οι εν λόγω κατηγορούμενοι (Χ2) και Χ3 παρέστησαν εις τον εγκαλούντα Ψ1 ότι η επένδυση χρημάτων με την αγοραπωλησία μετοχών μέσω της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε." που συνεργάζεται με τις προαναφερθείσες εταιρίες, είναι ιδιαίτερα αποδοτική και έτσι έπεισε τούτον να υπογράψει την υπό ιδίαν ως άνω ημερομηνίαν σύμβαση με την "Ε.Ε.Ο." καθώς και σχετική αίτηση για άνοιγμα λογαριασμού στην "Ε.Ε.Ο.", και να καταθέσει κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-2001 έως και 27-12-2001, για επένδυση σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας "Ε.Ε.Ο." το συνολικό ποσό των 44.400.000 δρχ. Εν συνεχεία την 30-10-2001, 14-11-2001 και 31-1-2002, παρέστησαν εν γνώσει ψευδώς στους υπαλλήλους της εταιρίας "Ε.Ε.Ο." Γ1, Γ2 και Γ3, ότι τόσον ο παραπάνω εγκαλών όσον και οι λοιποί τους οποίους εκπροσωπούσαν, επιθυμούσαν την μεταφορά των χρημάτων τους στον τραπεζικό λογαριασμό που ο κάθε ένας από αυτούς είχε δηλώσει στην αίτηση του προς την "Ε.Ε.Ο." αποστέλλοντας παράλληλα προς αυτήν και τις σχετικές εντολές. 'Ετσι παρεπλανήθησαν οι παραπάνω υπάλληλοι και κατόπιν εντολής των μεταφέρθησαν από τον τραπεζιτικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας των εις τον υπ'αριθμ. ...... κοινό λογαριασμό της εμπορικής τραπέζης που ως ανωτέρω ελέχθη, είχε ανοιγεί από τον κατηγορούμενο (Χ2), εν αγνοία του εγκαλούντος, τμηματικά τα χρηματικά ποσά των 17.307.000 δρχ, 9.400.000 δρχ. και 27.730.000 δρχ, αντιστοίχως, από τα οποία ανέλαβε επίσης τμηματικά το συνολικό ποσό των 35.900.250 δρχ. ή 105.356,56 ευρώ το οποίον και παρανόμως ιδιοποιήθη. Εις την περιγραφομένη ως άνω πράξιν των παραπάνω κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ο αναιρεσείων Χ1, υπό την ιδιότητά του, ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ", οικονομολόγος και σύμβουλος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά το καταστατικό της, με ειδικές γνώσεις και εμπειρία, ήτο ο ιθύνων νούς της εταιρίας ο οποίος, εν τοις πράγμασι, οργάνωσε και διοικούσε την εταιρία, εξασφαλίζοντας με τις εξειδικευμένες γνώσεις και πλούσια εμπειρία του και περαιτέρω με τις προσωπικές επαφές του, την εύρυθμη λειτουργία της παραπάνω εταιρίας. 'Ετσι με τις προϋποθέσεις αυτές εν συνδυασμώ με την εξασφάλιση υπ'αυτού της εύρυθμης λειτουργικότητος της προδιαληφθείσης εταιρίας, με την λειτουργία γραφείων, την χορήγηση εντύπου υλικού, την εγκατάσταση απαραίτητου εξοπλισμού και κυρίως ηλεκτρονικών υπολογισμών με την σύνδεση του ενός εξ αυτών με τους αντίστοιχους της εταιρείας "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ.", την δυνατότητα συμβάσεων με τους επενδυτές-πελάτες και την κίνηση των λογαριασμών τους, παρείχε άμεση συνδρομή εις τους προαναφερθέντας κατηγορουμένους (Χ2 και Χ3) στην εκτέλεση της υπ'αυτών τελεσθείσης κακουργηματικής πράξεως της απάτης.
Με το περιεχόμενο όμως αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο έγινε δεκτή η με αριθ. 336/15-7-2005 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 α) δεν περιέχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρονται εις τούτο με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις πραγματικά περιστατικά που έχουν προκύψει από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος κακουργήματος για το οποίο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών απεφάνθη να μη γίνει κατ'αυτού κατηγορία επί ταύτη δια του εκκαλουμένου ως άνω βουλεύματος του. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται καθόλου πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την κρίση της παροχής άμεσης συνδρομής από τον αναιρεσείοντα κατά την τέλεση από τον αυτουργό της προαναφερθείσης κακουργηματικής απάτης με την έννοια ότι η συνδρομή παρεσχέθη με τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς εκείνη δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η διάπραξη του εγκλήματος αυτού υπό τις περιστάσεις που φέρεται ότι ετελέσθη δεδομένου ότι εκ μόνου του γεγονότος ότι ούτος, λόγω των ειδικών γνώσεων και εμπειριών του στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρείχε η υπ'αυτού εκπροσωπουμένη, ως άνω, εταιρία, είχε την εποπτεία όλων των χρηματιστηριακών συναλλαγών που διεκπεραίωναν οι εκ των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 και επί πλέον εκ του ότι ούτος εξασφάλισε την εύρυθμο λειτουργία της εταιρίας δια του εξοπλισμού των γραφείων της με έντυπο υλικό και ηλεκτρονικούς υπολογιστάς, δεν μπορούν να υπαχθούν τα πραγματικά αυτά περιστατικά, κατά τα εκτεθέντα, στην έννοια της άμεσης συνέργειας και β) έχει υποπέσει σε ασάφειες και αντιφάσεις που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί ορθής ή μη εφαρμογής της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρ. 46 § 1 εδ. β' Π.Κ. που εφηρμόσθη και το στερούν νόμιμης βάσης, διότι, ενώ αρχικά γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων παρέσχε άμεση συνδρομή στους αυτουργούς της κύριας πράξης της απάτης, ακολούθως, εξειδικεύοντας τον τρόπο παροχής της συνδρομής αυτής, δέχεται ότι αυτή συνίσταται εις το ότι ο αναιρεσείων "με την ιδιότητά του ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ", με την οργάνωση της εταιρίας αυτής, την υποδομή που δημιούργησε, την χορήγηση εντύπου υλικού, την εγκατάσταση ηλεκτρονικών υπολογιστών παρείχε άμεση συνδρομή σ'αυτούς κατά την εκτέλεση της κακουργηματικής απάτης", ενώ παράλληλα ο χρόνος που φέρεται ότι ετελέσθη υπό του αναιρεσείοντος η ως άνω πράξις της άμεσης συνέργειας τυγχάνει διάφορος εκείνου της κυρίας πράξεως και μάλιστα μεταγενέστερος διωρισμένας εκ των κατ'εξακολούθησιν μερικωτέρων πράξεων, πράγμα το οποίον όμως δεν αποτελεί άμεση συνέργεια στην πράξιν της απάτης. Περαιτέρω δεν αναφέρεται ούτε στο σκεπτικό αλλ'ούτε στο διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι η πράξις δια την οποίαν παραπέμπεται ο αναιρεσείων έχει τελεσθεί κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς να γίνεται παράλληλα αναφορά σε πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχουν και στο πρόσωπο του συνεργού οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις. Στην εισαγγελική πρόταση στην οποία το βούλευμα παραπέμπει, αναφέρεται ότι προκύπτουν ενδείξεις κατά της εκ των κατηγορουμένων Χ3 για τετελεσμένη απάτη κατ'εξακολούθησιν, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά των λοιπών για άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό ή αιτιολογία της συνδρομής αυτοτελώς των επιβαρυντικών περιστάσεων και στο πρόσωπο των συνεργών, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρ. 49 § 2 Π.Κ., ενώ στο διατακτικό του βουλεύματος, ούτε απλή αναφορά γίνεται, περί της συνδρομής στο πρόσωπο των συνεργών των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων. Η αιτιολογία συνεπώς δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την προεκτεθείσα έννοια, και περαιτέρω το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
Κατ'ακολουθία, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως για έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα μόνο ως προς τον αναιρεσείοντα για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην απάτη κατ'εξακολούθησιν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ) εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρ. 485, 519 Κ.Π.Δ.). Παρά το γεγονός δε ότι οι λόγοι αναίρεσης δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος δεν επεκτείνεται, κατ'άρθρ. 469 Κ.Π.Δ., το αποτέλεσμα στους συγκατηγορουμένους τους Χ4 και Χ5 για άμεση συνέργεια στην παραπάνω πράξη, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι εκείνοι δεν ήσκησαν αναίρεση παραδεκτά και εμπρόθεσμα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνει τυπικά δεκτή η υπ'αριθμ. 176/22-12-2006 αίτησις αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 1158/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην απάτη κατ'εξακολούθησιν, τελεσθείσαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία η συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.) εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1. Να Αναιρεθεί δε το προσβαλλόμενο ως άνω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεσις εις το αυτό Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστάς.
Αθήναι τη 22 Ιουνίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 § 1 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον παθόντα συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 386 § 1 του ΠΚ νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, είτε, χωρίς την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (άρθρο 98 του ΠΚ), το οποίο συγκροτείται, όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ιδίου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 § 1 στοιχ. β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης που διέπραξε και στην εκτέλεση της πράξης αυτής (κύριας πράξης). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος που παρέχει συνδρομή στον αυτουργό κατά το χρόνο τελέσεως και στην εκτέλεση της άδικης πράξεως αμέσως προς αυτή συνδεόμενη, κατά τρόπο ώστε, χωρίς αυτή, να αποβαίνει αδύνατη η εκτέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε. Κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΚ όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, στοιχ. β του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελλατωμένη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό, χωρίς να είναι άμεση, εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής και της άμεσης συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξεως και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Τέλος, η απλή συνέργεια μπορεί να παρασχεθεί στον αυτουργό της πράξης και με αρνητική συνδρομή που παρέχεται με παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρ.15 ΠΚ και που υπάρχει όταν ο συνεργός, παρόλο ότι έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργειά του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του. Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46 § 1β, 49 § 2 και 386 §§ 1 & 3 εδ. α' του ΠΚ προκύπτει ότι οι επιβαρυντικές περιστάσεις της απάτης (τέλεση κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συνολικό όφελος ή συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ.), που της προσδίδουν κακουργηματικό χαρακτήρα, πρέπει να συντρέχουν ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού, για να έχει και γι' αυτόν η πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη κακουργηματικό χαρακτήρα, γιατί δεν αρκεί η συνδρομή τους στο πρόσωπο του αυτουργού. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δ' εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο, ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έκανε κατά ένα μέρος δεκτή κατ' ουσία την υπ' αριθμ. 336/15-7-2005 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και, μεταρρυθμίζοντας κατά ένα μέρος το εκκληθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, απεφάνθη, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος του αναιρεσείοντος (Χ1) για κακουργηματική πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, δέχθηκε περαιτέρω ότι, από την αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν ως προς την πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ' αριθ. ......... καταστατικού του Συμβολαιογράφου Αθηνών Τριαντάφυλλου Παπαδοπούλου, νομίμως δημοσιευθέντος, συνεστήθη Ανώνυμος εταιρία μεταξύ του αναιρεσείοντος, του εκ των κατηγορουμένων Χ2 και του Γ1, με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ -ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΓΙΣΚΟ Α,Ε.", με σκοπό την ανάπτυξη μελετών οικονομοτεχνικών, αναπτυξιακών, τεχνικών, οργάνωσης περιβαλλοντολογικών, σκοπιμότητας και μηχανοργάνωσης επιχειρήσεων, οργανισμών, δημοσίων και ιδιωτικών έργων, παροχή συμβουλευτικών και ελεγκτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και οργανισμούς του Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα. Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της παραπάνω εταιρίας ορίσθηκε ο αναιρεσείων (Χ1), Αντιπρόεδρος δε αυτής ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, ενώ η γραμματειακή υποστήριξη της εταιρίας είχε ανατεθεί στην εξ αυτών Χ3. Στα πλαίσια των προδιαληφθεισών δραστηριοτήτων της η παραπάνω εταιρία την........ συνήψε σύμβαση αντιπροσώπευσης με την εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ (Ε.Ε.Ο) Α.Ε.Π.Υ.", πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας ετύγχανε ο εκ των κατηγορουμένων Χ5 και Γενικός διευθυντής ο εξ αυτών Χ4, σύμφωνα με την οποία η πρώτη εκ των ανωτέρω εταιριών είχε τη δυνατότητα να παρέχει ως αντιπρόσωπος της δεύτερης, επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστάμενες στη λήψη και διαβίβαση εντολών χρηματιστηριακών συναλλαγών των πελατών της, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα διακίνησης ή διαχείρισης των χρημάτων των πελατών, δυνατότητα που είχε μόνο η εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ", ο οποίος με τη σειρά του πραγματοποιούσε τις χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ". Η λειτουργία της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", ως γραφείου αντιπροσώπευσης της "ΕΕΟ-ΑΕΠΕΥ" ενεκρίθη από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την υπ' αριθ. ....... απόφασή της. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων αυτών ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, άτομο με ευρύ κύκλο γνωριμιών, εμφανιζόταν σε διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και εκ των εγκαλούντων Ψ1 ως γνώστης των χρηματιστηριακών δεδομένων και έμπειρος επενδυτικός σύμβουλος, εκπρόσωπος της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", η οποία ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρίας "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΑΕΠΕΥ", που ενεργεί χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας "ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ" και παράλληλα παρέστησε σ' αυτούς ότι η παραπάνω εταιρία, της οποίας τυγχάνει εκπρόσωπος, έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, ο ίδιος δε, ως γνώστης των χρηματιστηριακών πραγμάτων, είναι σε θέση με κατάλληλους χειρισμούς να εξασφαλίσει μεγάλες αποδόσεις στα χρήματα που θα επενδύσουν και έτσι έπεισε τόσο τον προαναφερθέντα εγκαλούντα Ψ1, όσο και τους υπολοίπους, να συνάψουν με την εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π. Ε.Υ." συμβάσεις συμβουλευτικής εκτέλεσης εντολής αγοραπωλησίας επενδυτικών χαρτοφυλακίων και παρακαταθήκης χρεογράφων και να υπογράψουν παραλλήλως αιτήσεις ανοίγματος λογαριασμού στην παραπάνω εταιρία. Ακολούθως, πριν από την αποστολή στην Ε.Ε.Ο. των αιτήσεων για άνοιγμα λογαριασμού, μετέβαινε στο κατάστημα της Εμπορικής Τραπέζης στο Γέρακα-Αττικής, όπου, εν αγνοία των επενδυτών-εγκαλούντων, άνοιγε κοινό λογαριασμό, με πρώτο όνομα δικαιούχου το όνομα του επενδυτή και δεύτερο όνομα δικαιούχου το δικό του και εν συνεχεία, αφού ανέγραφε στην αίτηση για το άνοιγμα λογαριασμού στην Ε.Ε.Ο. τον αριθμό του προαναφερθέντα κοινού λογαριασμού, καλούσε τους εγκαλούντες να καταθέσουν χρηματικά ποσά για επένδυση, σε τραπεζιτικό λογαριασμό της Ε.Ε.Ο. Μετά ταύτα, την ίδια ημέρα που οι εγκαλούντες (επενδυτές) κατέθεταν τα χρήματά τους για επένδυση, παριστάνοντας ψευδώς από κοινού μετά της εκ των κατηγορουμένων Χ3, υπό την προδιαληφθείσα ιδιότητά της, στους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟΣ-Ε.Ε.Ο.", ότι οι εγκαλούντες είχαν δώσει δήθεν εντολή εις τούτους για τη μεταφορά των ήδη κατατεθέντων χρηματικών ποσών από το λογαριασμό της παραπάνω εταιρίας (Ε.Ε.Ο.), στους κοινούς λογαριασμούς που, κατά τα ανωτέρω, είχαν ανοιχθεί στην Εμπορική Τράπεζα, έπειθαν αυτούς να δώσουν εντολή στον αρμόδιο υπάλληλο της τραπέζης, όπου είχαν κατατεθεί τα χρήματα από τους επενδυτές, σε λογαριασμούς της εταιρίας, για τη μεταφορά η οποία εκτελείτο αμέσως και εν συνεχεία ο εξ αυτών κατηγορούμενος Χ2 προέβαινε σε αναλήψεις των εν λόγω χρηματικών ποσών από τους παραπάνω κοινούς λογαριασμούς της Εμπορικής Τραπέζης, τα οποία παρανόμως ιδιοποιείτο. Έτσι, με τον περιγραφόμενο ως άνω τρόπο, την 8-10-2001 οι εν λόγω κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 παρέστησαν στον εγκαλούντα Ψ1 ότι η επένδυση χρημάτων με την αγοραπωλησία μετοχών μέσω της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", που συνεργάζεται με τις προαναφερθείσες εταιρίες, είναι ιδιαίτερα αποδοτική και έτσι έπεισε τούτον να υπογράψει την υπό ιδία ως άνω ημερομηνία σύμβαση με την "Ε.Ε.Ο.", καθώς και σχετική αίτηση για άνοιγμα λογαριασμού στην "Ε.Ε.Ο.", και να καταθέσει, κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-2001 έως και 27-12-2001, για επένδυση, σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας "Ε.Ε.Ο." το συνολικό ποσό των 44.400.000 δρχ. Εν συνεχεία την 30-10-2001, 14-11-2001 και 31-1-2002, παρέστησαν εν γνώσει ψευδώς στους υπαλλήλους της εταιρίας "Ε.Ε.Ο." Γ1, Γ2 και Γ3, ότι τόσο ο παραπάνω εγκαλών όσο και οι λοιποί τους οποίους εκπροσωπούσαν, επιθυμούσαν τη μεταφορά των χρημάτων τους στον τραπεζικό λογαριασμό που ο κάθε ένας από αυτούς είχε δηλώσει στην αίτησή του προς την "Ε.Ε.Ο.", αποστέλλοντας παράλληλα προς αυτήν και τις σχετικές εντολές. Έτσι παραπλανήθηκαν οι παραπάνω υπάλληλοι και κατόπιν εντολής των μεταφέρθηκαν από τον τραπεζιτικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας των στον υπ' αριθμ. ......... κοινό λογαριασμό της Εμπορικής Τράπεζας που ως ανωτέρω ελέχθη, είχε ανοιχθεί από τον κατηγορούμενο (Χ2), εν αγνοία του εγκαλούντος, τμηματικά τα χρηματικά ποσά των 17.307.000 δρχ, 9.400.000 δρχ. και 27.730.000 δρχ, αντιστοίχως, από τα οποία ανέλαβε επίσης τμηματικά το συνολικό ποσό των 35.900.250 δρχ. ή 105.356,56 ευρώ, το οποίο και παρανόμως ιδιοποιήθηκε. Στην περιγραφόμενη ως άνω πράξη των παραπάνω κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ο αναιρεσείων Χ1, υπό την ιδιότητά του, ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ", οικονομολόγος και σύμβουλος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά το καταστατικό της, με ειδικές γνώσεις και εμπειρία, ήταν ο ιθύνων νους της εταιρίας ο οποίος, εν τοις πράγμασι, οργάνωσε και διοικούσε την εταιρία, εξασφαλίζοντας με τις εξειδικευμένες γνώσεις και πλούσια εμπειρία του και περαιτέρω με τις προσωπικές επαφές του, την εύρυθμη λειτουργία της παραπάνω εταιρίας. Ειδικότερα, ο Χ1 με τις προσωπικές επαφές του με τους διευθύνοντες του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ Α.Ε.Π.Ε.Υ., ήτοι τους Χ4 και Χ5, από τους οποίους ο πρώτος τυγχάνει πρώτος εξάδελφός του, εξασφάλιζε την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ. Λόγω δε των προαναφερθεισών ιδιοτήτων του ο Χ1 είχε την εποπτεία και την επίβλεψη όλων των χρηματιστηριακών συναλλαγών, τις οποίες διεκπεραίωνε ο Αντιπρόεδρος της εταιρείας ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ Χ2, είτε ο ίδιος προσωπικά είτε η αδελφή του, ως γραμματέας της εταιρείας, Χ3, μετά από προηγούμενη συνεννόησή τους (των αδελφών Χ2,Χ3 μεταξύ τους) και γενικά κατηύθυνε όλες τις δραστηριότητες της εταιρείας. Έτσι, με τις προϋποθέσεις αυτές σε συνδυασμό με την εξασφάλιση υπ' αυτού της εύρυθμης λειτουργικότητας της προδιαληφθείσας εταιρίας, με τη λειτουργία γραφείων, τη χορήγηση έντυπου υλικού, την εγκατάσταση απαραίτητου εξοπλισμού και κυρίως ηλεκτρονικών υπολογιστών με τη σύνδεση του ενός εξ αυτών με τους αντίστοιχους της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ,παρείχε τη δυνατότητα συμβάσεων με τους επενδυτές-πελάτες και την κίνηση των λογαριασμών τους, και άμεση συνδρομή στους προαναφερομένους κατηγορουμένους (Χ2 και Χ3) στην εκτέλεση της υπ' αυτών τελεσθείσας κακουργηματικής πράξεως της απάτης.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγινε δεκτή η με αριθ.336/15-7-2005 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1? α) δεν περιέχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που έχουν προκύψει από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος κακουργήματος και β) έχει υποπέσει σε ασάφειες, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο περί ορθής ή μη εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και το στερούν νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφέρονται ελλιπώς τα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την κρίση της παροχής άμεσης συνδρομής από τον αναιρεσείοντα κατά την τέλεση από τον αυτουργό της προαναφερθείσας κακουργηματικής απάτης, με την έννοια ότι η συνδρομή παρεσχέθη με τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς εκείνη δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη του εγκλήματος αυτού υπό τις περιστάσεις που φέρεται ότι τελέσθηκε. Το βούλευμα αυτό περιέχει ελλιπείς αιτιολογίες και ασάφεια, αφού δεν παραθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για τη γνώση, με την έννοια της επίγνωσης του αναιρεσείοντος ότι με τις υλικές του πράξεις (ποιες ειδικότερα) παρείχε με ηθελημένη υλική ενέργεια άμεση εκ δόλου υποστήριξη της κύριας πράξης με βοηθητική ενέργεια στο έγκλημα της απάτης που διέπραξαν οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του Χ2 και Χ2 σε βάρος του Ψ1, σε τρόπο ώστε χωρίς αυτή να μην είναι δυνατή με βεβαιότητα η εκτέλεση του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε. Δεν διευκρινίζει ποια από τα υλικοτεχνικά μέσα της ΑΓΙΣΚΟ χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των χρημάτων του Ψ1 από τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟ στον τραπεζικό λογαριασμό που είχε ανοίξει ο Χ2, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και η γνώση του αναιρεσείοντος ότι με τις υλικές του πράξεις βοηθάει το Χ2 και τη Χ3 κατά τη διάπραξη της ως άνω απάτης σε βάρος του Ψ1. Οι υπάλληλοι του Ε.Ε.Ο. Γ1, Γ2 και Γ3 κατέθεσαν ότι για τη μεταφορά αυτή των χρημάτων ενεργούσαν σύμφωνα με τις οδηγίες της διοικήσεως της εταιρείας του εν λόγω επενδυτικού ομίλου, η οποία διοίκηση τους είχε συστήσει να εκτελούν τις εντολές της ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ, που εδίδοντο για λογαριασμό των πελατών της, χωρίς να προσδιορίζει το περιεχόμενο των σχετικών εντολών και χωρίς να προσδιορίζει τα πρόσωπα που τις έδωσαν και ιδίως αν μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και ο αναιρεσείων.
Περαιτέρω δεν αναφέρεται ούτε στο σκεπτικό αλλ' ούτε στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος ότι η πράξη δια την οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων έχει τελεσθεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς να γίνεται παράλληλα αναφορά σε πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχουν και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις. Στην εισαγγελική πρόταση στην οποία το βούλευμα παραπέμπει, αναφέρεται ότι προκύπτουν ενδείξεις κατά της εκ των κατηγορουμένων Χ3 για τετελεσμένη απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά των λοιπών για άμεση συνεργεία στην πράξη αυτή, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό ή αιτιολογία της συνδρομής αυτοτελώς των επιβαρυντικών περιστάσεων και στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, ως άμεσου συνεργού, όπως απαιτεί η διάταξη του αρθρ. 49 § 2 Π.Κ., ενώ στο διατακτικό του βουλεύματος, ούτε απλή αναφορά γίνεται, περί της συνδρομής στο πρόσωπο αυτού των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων. Η αιτιολογία συνεπώς δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την προεκτεθείσα έννοια, και περαιτέρω το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ και β του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βουλευμα για? α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικώς, τόσον, ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του, που μπορούν να στηρίξουν δημόσια κατηγορία για άμεση συνέργεια του αναιρεσείοντος στην ως άνω πράξη της απάτης, κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα από πρόσωπα που διαπράττουν την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, όσον και ως προς τη συνδρομή και στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσής της και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως των διατάξεων αυτών, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τον αναιρεσείοντα για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000) εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ.1158/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την πράξη που αποδίδεται στο Χ1 της άμεσης συνέργιας σε απάτη κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008 . Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ