Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Απόπειρα, Συναυτουργία, Συνέργεια, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Δωροδοκία, Νομιμοποίηση εσόδων.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση τριών αιτήσεων αναιρέσεως. Αυτοπρόσωπη εμφάνιση διαδίκων κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ. Μόνο αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ. δ΄ του ΚΠΔ, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, κατ’ άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 658/06, ΑΠ 1649/04). Απόρριψη αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Υπόμνημα συγκατηγορουμένων για την επέκταση του αποτελέσματος της αναίρεσης και υποβολή αιτήματος για αυτοπρόσωπη. Απλή συνέργεια από κοινού σε απάτη, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Απόπειρα απάτης κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή και από εμπορία ναρκωτικών ουσιών). Απόπειρα νομιμοποίησης από κερδοσκοπία εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ’ επάγγελμα. Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος από κοινού. Παράβαση του άρθρου 11 του ν. 5227/31 περί μεσαζόντων. Συγκρότηση συμμορίας. Δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή. Αιτιολογία συναυτουργίας. Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα. Η αξιοποίηση αποδεικτικού μέσου, που αποκτήθηκε κατά παράβαση των άρθρων 9 § 3 Συντάγματος και 370Α § 4 Π.Κ., συνιστά απόλυτη ακυρότητα, που ισχύει και για την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία (ΑΠ 2035/2005, ΑΠ 1622/2005 Πρβλ ΑΠ 1713/2006 τμ Ε, ΑΠ 1351/2007 τμ Α1). Απόρρητο τραπεζικών συναλλαγών. Εξαιρέσεις κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 § 13 και 14 ν. 2331/1995. Αποδεικτικά μέσα που είναι προϊόντα υποκλοπής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Κατάθεση μαρτύρων που μεταφέρουν το περιεχόμενο υποκλοπής. Άσκηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Εφετών κατά παρ. 2 και 3 του άρθρου 29 του ΚΠΔ. Προσδιορισμός των πράξεων από την Ολομέλεια του Εφετείου. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας - νομίμου βάσεως. Λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, λόγω αναφοράς του αναιρεσείοντος ως συμμετόχου σε πράξεις συγκατηγορουμένων του, χωρίς όμως να παραπέμπεται για αυτές και για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, που αφορούν πράξεις των συγκατηγορουμένων του. Απόρριψη λόγων αυτών ως απαραδέκτων. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 1432/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1, 2)Χ2 και 3)Χ3, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2707/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α)από 4 Φεβρουαρίου 2008 (δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως) και β) 30 Ιανουαρίου 2008 αιτήσεις τους, ως και στις 14 Απριλίου 2008 (δύο) αιτήσεις τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 240/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμούς 146/28-3-2008 και 146Α /14-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2707/2007 βούλευμά του - που εκδόθηκε κατά το άρθρο 29 παρ. 3 ΚΠοινΔ- παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών και τους Χ1, Χ2 και Χ3 για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως: α) Απλής συνέργειας σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), γ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, δ) Παράβαση του άρθρου 11 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων- ε) Συγκρότηση συμμορίας, στ) Απόπειρα απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., ζ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών), η) Απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ'επάγγελμα. - ο Α'- α) Δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή. β) Απλή συνέργεια σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. γ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ'εξακολούθηση. δ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. ε) Συγκρότηση συμμορίας και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή)- - Ο Β'- νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή)- - Η Γ'- 'Αρθρα 42, 46, 47, 94 παρ. 1, 98, 187 παρ. 3, 386 παρ. 1, 3α-β, 1 παρ. 1α εδ. αη, αιζ, 2 παρ. 1 ν. 2331/95 [όπως το εδ. αιζ προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/97 και 6 παρ. 1 ν. 2515/97 και όπως τα άρθρα 1 και 2 αντικ. με τα άρθρα 2 και 3 ν. 3424/2005 (και 3 παρ. 4, 4 παρ. 4, 9 παρ. 2, 12 παρ. 1 ν. 2743/99)]. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στους άνω κατηγορούμενους α) στις 23-1-2008 στον πρώτο (βλ. το από ...... αποδεικτικό του επιμελητή δικαστηρίων .....)- στην διεύθυνση που αυτός είχε δηλώσει και χωρίς να προτείνεται κάποια συγκεκριμένη ακυρότητα στην έκθεση αναίρεσης - β) στις 25-1-2008 στον δεύτερο και δη στον ίδιο και γ) 25-1-2008 στη τρίτη και δη στην ίδια. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν ο μεν Χ1 ο ίδιος στις 4-2-2008, ημέρα Δευτέρα, ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 26/2008 αίτηση αναίρεσης, ο Χ2 ο ίδιος στις 4-2-2008 ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, ως κάτοικος Θεσσαλονίκης, την υπ'αριθμ. 11/2008 αίτηση αναίρεσης και η Χ3 η ίδια στις 30-1-2008 ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 23/2008 αίτηση αναίρεσης, προβάλλοντες ο μεν πρώτος α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας. Συγκεκριμένα ότι: α) απέρριψε αναιτιολόγητα την αίτηση αυτού προς αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο συμβούλιο μετά το πέρας της ανάκρισης και συνεπώς, μετά ταύτα, με το να τον παραπέμψει υπερέβη την εξουσία του. β) Δεν αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία παραπέμπεται, ούτε τις σαφείς και συγκεκριμένες σκέψεις - και ότι αποτελεί κατά το μέγιστο μέρος αντιγραφή του παραπεμπτικού διατακτικού, το οποίο αποτελεί απλή αντιγραφή του κατηγορητηρίου. Πλέον συγκεκριμένα, σε σχέση με την απλή συνέργεια στις δύο περιπτώσεις απάτης αναφέρει απλώς "υπόδειξη του τρόπου τελέσεως"χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος προσδιορισμός της ψυχικής ενισχύσεως με αναφερόμενα σαφή πραγματικά περιστατικά, ενόψει και της ιδιότητας της έμπειρης δικαστικής λειτουργού της αυτουργού και χωρίς αναφορά στο πρόσωπό του περιστατικών περί συνδρομής των άνω επιβαρυντικών περιπτώσεων. Σε σχέση με το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία ότι το σκεπτικό επαναλαμβάνει το διατακτικό. Σε σχέση με την ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος ότι δεν υπάρχουν παραδοχές ότι ο ορισμός των δικασίμων ήταν ή δεν ήταν δικαιολογημένος..... ότι οι αποφάσεις με τις οποίες έγιναν δεκτές οι σχετικές αιτήσεις υπερβαίνουν τα λογικά όρια της λογικής κρίσεως και ότι έγιναν με τον σκοπό ωφέλειας ή βλάβης άλλων........ ούτε αναφέρεται ο σκοπός αυτού περί εκδόσεως μη δίκαιων δικαστικών αποφάσεων. Επίσης - σε σχέση με τις πρωτοδίκες Τσέβη και Γ1 και τον Αντεισαγγελέα Εφετών Χ4, ανακριτή Σάββα δεν περιέχει περιστατικά μεροληπτικής κρίσεώς τους. Επίσης- σε σχέση με το άρθρο 11 ν. 5227/31 και της συγκροτήσεως συμμορίας, ότι το σκεπτικό περιέχει πιστή αντιγραφή του διατακτικού και αντιγραφή του κατηγορητηρίου (για το πρώτο). Επίσης- σε σχέση με την απόπειρα κακουργηματικής απάτης, ότι δεν δίνει απάντηση στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του και δεν παραθέτει τους λόγους για τους οποίους κρίνονται αξιόπιστοι οι ισχυρισμοί της κατηγορίας και όχι αυτός ως κατηγορούμενος. Επίσης ότι δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά για τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Επίσης- σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη εμπορία ναρκωτικών ουσιών και της απόπειρας νομιμοποιήσεως εσόδων από κακουργηματική απάτη, δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τις πράξεις αυτές. Επίσης δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την συναυτουργική δράση του. γ) Απόλυτη ακυρότητα διότι έλαβε υπόψη του έγγραφα δηλαδή της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών του, παραστατικά συγκεκριμένων τραπεζικών συναλλαγών, "τα έγγραφα της απομαγνητοφωνήσεως των υποκλαπεισών τηλεφωνικών και μη τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και συζητήσεων της Γ1, αλλά και τις καταθέσεις των, ρητώς μνημονευομένων, μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι υπέκλεψαν τηλεφωνικές συνομιλίες της προαναφερθείσης πρώην δικαστικής λειτουργού......", τα αντίγραφα των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κατηγορουμένων. Δηλαδή έλαβε υπόψη του παράνομα αποδεικτικά μέσα - ο λόγος αυτός αναπτύσσεται πιο λεπτομερώς στο από 3-3-2008 υπόμνημά του. Επίσης απόλυτη ακυρότητα σε σχέση με την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος του, διότι αυτή δεν περιλαμβανόταν στην 2/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών και συνεπώς την δίωξη έδει να ασκήσει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Ο δεύτερος για υπέρβαση εξουσίας (σε σχέση με τη πράξη της παθητικής δωροδοκίας της Γ1 που απαίτησε στις 28-2-2004 και έλαβε στις 2-3-2004 για την εκδίκαση αγωγής του Ιεροδιακόνου Β1 για την οποία δεν του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και δεν απολογήθηκε), για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης (σε σχέση με την αυτή ως άνω παθητική δωροδοκία της Γ1, καθώς και με αυτή που τέλεσε η ίδια από 2-3-2002 έως και 5-10-2004 κλπ). Η δε τρίτη α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συγκεκριμένα γιατί δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το συμβούλιο ήχθη στο βούλευμα -αφού δεν υπάρχουν στοιχεία σε βάρος της - αφ'ενός και αφετέρου γιατί δεν αναφέρει για ποιό λόγο πρόκειται για παθητική δωροδοκία και όχι ενεργητική τοιαύτη, ποιά υπόθεση εκκρεμούσε στο δικαστήριο για την οποία η καταβολή των χρημάτων και ποιά η νομιμοφανής υπόσταση των εσόδων της δικαστού, β) εσφαλμένη εφαρμογή-ερμηνεία του άρθρου 1 παρ. αιζ του ν. 2331/95, αφού το βασικό έγκλημα, για το οποίο το αυτό βούλευμα έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής της αυτουργού, δεν στοιχειοθετείται το άνω έγκλημα. Να σημειωθεί εδώ ότι το άρθρο 29 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠΔ ναι μεν αναγράφει ότι "Το συμβούλιο Εφετών αποφασίζει για την κατηγορία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό"πλην όμως αυτό δεν σημαίνει αμετάκλητα αλλά έλεγχο της ουσίας και μόνο της υπόθεσης. Επομένως χωρεί αναίρεση κατά το άρθρο 482 ΚΠΔ, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική διάταξη -βλ. και ΑΠ 596/95. Ι) Σε σχέση με "τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες"(το λεγόμενο "ξέπλυμα"-) αρχικά εισήχθη στην Ελλάδα (σε -στοιχειώδη- προσαρμογή της οδηγίας της ΕΟΚ 91/308, = L166/28-6-91 σελ. 77) με το ν. 2145/93, ΦΕΚ 88Α/28-5-93 που πρόσθεσε στον ΠΚ άρθρο 394Α, το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 9 ν. 2331/95. Ο τελευταίος νόμος (= 2331/95) - στον οποίο αποτυπώθηκε η άνω οδηγία της ΕΟΚ πληρέστερα, σχεδόν αυτούσια, (πρβλ. και Συμβάσεις Βιέννης και Στρασβούργου που κυρώθησαν με τους ν. 1990/91, 2655/98 αντίστοιχα), αποτελεί τον ισχύοντα νόμο με τις τροποποποιήσεις - αντικαταστάσεις του. Ο νόμος αυτός στο άρθρο 1 αυτού όριζε ότι "Για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια: α. "Εγκληματική δραστηριότητα"τα εγκλήματα που προβλέπονται από τις εξής διατάξεις όπως ισχύουν: αα) Εγκλήματα που προβλέπονται από το νόμο για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών..... αη) της απάτης, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη (άρθρο 386 παράγραφος 1 εδάφιο β του Ποινικού Κώδικα) ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια...... αιστ).....". Τα εγκλήματα αυτά ορίζονται (και ορίζονταν) περιοριστικά -αποκλειστικά- εξαντλητικά βλ. και ΑΠ 372/2002, ΑΠ 570/2006, ΑΠ 1611/2007, ΑΠ 404/2004), όπως προκύπτει σαφώς και από τη φράση "από τις εξής διατάξεις"και στηρίζεται στον ευρύ ορισμό της "παράνομης δραστηριότητας"του άρθρου 9ΙΧ της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ. Στην αρίθμηση αυτή δεν περιλαμβανόταν αρχικά η δωροδοκία (άρθρα 235-236, 237 ΠΚ). Στην Αιτιολ. Εκθ. του άνω νόμου αναφέρεται ότι "Στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας περιλαμβάνεται οποιαδήποτε ενέργεια από την οποία είναι δυνατό, κατά τη συνήθη και πιθανή πορεία των εγκληματικών δραστηριοτήτων, να προκύψουν έσοδα, με άλλα λόγια προϊόντα της εγκληματικής δράσης που οι δράστες θα επιδιώξουν να νομιμοποιήσουν"και αποτελούν το υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης - το λεγόμενο "βρώμικο". Στη συνέχεια με το άρθρο 2 παρ. 16 ν. 2479/97, ΦΕΚ 67Α, 6-5-97, προστέθησαν στα ανωτέρω εγκλήματα και αυτά των άρθρων 235, 236, 237 ΠΚ (- ως εδάφιο αιζ-). Τέλος, αυτό που ενδιαφέρει εδώ, με το άρθρο 2 ν 3424/2005, ΦΕΚ 305Α/13-12-2005, (που εκδόθηκε σε προσαρμογή της οδηγίας 2001/97/ΕΚ=ΕL 344/4-12-2001 σελ. 76 που τροποποίησε την οδηγία 91/308/ΕΟΚ) αντικαταστάθηκε το ανωτέρω στοιχείο α του άρθρου 1 του ν. 2331/95 και το οποίο περιλαμβάνει αυτό πλέον τα εγκλήματα που καλούνται βασικά εγκλήματα και ανήκουν στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας. Στα εγκλήματα αυτά περιλαμβάνονται αα)........ δδ) παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 ΠΚ)....... ηη) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 1729/1987 ιι) κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ". Ρητά η αιτιολ.έκθ. του ν. 3424/2005 αναφέρει στο σημείο αυτό ότι "Διευρύνεται, επίσης, η έννοια των βασικών εγκλημάτων από τα οποία προκύπτουν έσοδα υποκείμενα στη νομοθεσία για την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες"- Με τον άνω νόμο επομένως δεν περιλαμβάνονται πλέον ρητώς τα άρθρα 386 ΠΚ, και εκ πρώτης άποψης τα άρθρα 236, 237, αλλά προστέθηκε το εδάφιο
ΙΙ στο οποίο περιλαμβάνονται σαφώς και αυτά εφόσον όμως από αυτά προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ, πράγμα που δεν απαιτείται για τα ρητώς αναφερόμενα βασικά εγκλήματα (βλ. την Εισηγ.Έκθ. του ν. 3424/2005). Τα τελευταία είναι μάλιστα αδιάφορο αν πρόκειται για κακουργήματα ή πλημμελήματα. "Με τις διατάξεις της δεύτερης κατηγορίας (
ΙΙ) βασικών εγκλημάτων (γενικής φύσης) ενσωματώνεται το άρθρο 1 της Απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ της 26.6.200 (L182) του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης"- Εισηγ.Εκθ. ν. 3424/2005, το οποίο ορίζει ότι "προκειμένου για σοβαρά εγκλήματα? Τα εγκλήματα αυτά πρέπει, οπωσδήποτε να περιλαμβάνουν τα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφάλειας ελάχιστης διάρκειας άνω των έξη μηνών". Στην έννοια της παθητικής δωροδοκίας (άρθρο 235 ΠΚ) περιλαμβάνεται και το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή (άρθρο 237 παρ. 1 ΠΚ) - βλ. ΑΠ 570/2006 πρβλ ΑΠ 677/71 και πιο κάτω. Να σημειωθεί εδώ ότι το έγκλημα της δωροδοκίας ρητά περιλαμβάνεται στην οδηγία 2001/97/4-12-2001 (άρθρο 1 παρ. 1 περ. Ε) και 2005/60/26-10-2005 (άρθρο 3 παρ. 5 περ. ε). 'Ετσι και το άρθρο 261 σε συνδ. 334 Γερ ΠΚ. Εξ άλλου με το άρθρο 1 περ. β του νόμου 2331/95 ορίζεται ότι νοείται ως "Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα"- τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα στο επόμενο άρθρο, στο δε στοιχείο γ του αυτού άρθρου ορίζεται "ως περιουσία - περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα.....". Την έννοια της περιουσίας ορίζει το άρθρο 2 παρ. 6 ίδιου νόμου = "περιουσία που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσίας που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, για εγκληματική δραστηριότητα"? πρβλ. άρθρο 1 ν. 2655/98 και άρθρο 1 περ. ιστ, ιζ ν. 1990/90 και άρθρο 1 περ. 2 εδ. γ της κοινής δράσης της 3-12-98 (=EL 333/9/12/98). Το άνω στοιχείο β καταργήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 ν. 3424/2005, ΦΕΚ 305Α/13-12-2005 και αντικαταστάθηκε ως εξής "β. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις: - η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του, - η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα - η απαίτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, - η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξη της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης". Τέλος, στο άρθρο 2 παρ. 1 του αυτού νόμου (=2331/95) ορίζεται ότι "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ'επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής"- πρβλ. οδηγία 91/308/ΕΟΚ. Γενικά ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες - με τον οποίο αποδίδεται ο όρος "ξέπλυμα χρημάτων"- είναι το σύνολο πράξεων ή παραλείψεων με τις οποίες αποκρύπτεται η πραγματική προέλευση και ο δικαιούχος των παράνομα αποκτουμένων περιουσιακών στοιχείων, με τρόπο ώστε, εμφανίζονται ότι προέρχονται από νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, να διατηροί τον έλεγχο επ'αυτών. Η ως άνω παρ. 1 του άρθρου 2 ν. 2331/95 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 3424/2005, ΦΕΚ 305Α/13-12-2005, ως εξής: "1.α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β...... γ...... δ. Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α', β' και γ' της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α', β' και γ', αν η τέλεση τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ' αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ' αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ' ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β'. Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β'". Με την άνω αντικατάσταση "προστίθενται τέσσερα στοιχεία στους ορισμούς. Στο πρώτο αναπροσαρμόζεται ο βασικός ορισμός της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό της οδηγίας 2001/97 ΕΚ (άρθρο 1 παρ. 1 που τροποποιεί το άρθρο 1 παρ. 1 σημείο Δ της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ......"Αιτιολ.Εκθ. ν. 3424/2005, το οποίο όμως, στο σημείο αυτό, είναι ταυτόσημο. Το άρθρο 1 παρ. 1 περ. Γ της άνω οδηγίας (2001/97 ΕΚ EL 344/18/12/2001 σελ. 76 επ.) έχει ως εξής: Γ. "Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες": οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις: - η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του ότι προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή την συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης τους, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του, - η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα, - η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα, - η συμμετοχή σε μια από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργανώσεως για τη διάπραξη της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης. Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία των πράξεων που προαναφέρθηκαν, μπορούν να συνάγονται από τις πραγματικές περιστάσεις. Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπάρχει ακόμη και αν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχονται τα προς νομιμοποίηση περιουσιακά στοιχεία, έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας."
Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής: Για να μπορεί να γίνει λόγος για "νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί μια άλλη εγκληματική δραστηριότητα αφενός μεν και από την οποία προέρχεται η περιουσία η οποία και νομιμοποιείται αφετέρου. Απαιτείται ένα περιουσιακό στοιχείο, δηλ. το έσοδο, το οποίο να προέρχεται από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, το οποίο και αποτελεί το υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης και η οποία (προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα) είναι συγκεκριμένη. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει σχέση κύριας και επόμενης πράξης. Κύρια πράξη (άρθρο 1 εδ. ε ν. 2655/98) ή βασικό έγκλημα (άρθρο 1 περ. α ν. 3424/2005 βλ και ΑΠ 570/2006, ΑΠ 1611/2007) ή πρότερο έγκλημα είναι το έγκλημα από το οποίο παράγεται ακριβώς η επίμαχη περιουσία, επόμενη πράξη είναι η νομιμοποίηση, δηλαδή η πράξη με την οποία η επίμαχη περιουσία αποκτά νομιμοφανή υπόσταση κλπ. Η κύρια πράξη - το βασικό έγκλημα λέγεται εγκληματική δραστηριότητα, την έννοια της οποίας ορίζει ο νόμος (άρθρο 1 περ. α ν. 2331/95 σε συνδυασμό άρθρο 2 ιδίου νόμου). 'Ετσι ως εγκληματική δραστηριότητα νοείται αυτή των εγκλημάτων που αναφέρονται στον κατάλογο (και με ρητή αναφορά στις οικείες διατάξεις της Ελληνικής Νομοθεσίας) ή κάθε αξιόποινη πράξη (με ρητή εξαίρεση 17 ν.3472/2006, που δεν αφορά εδώ) που υπάγεται στη
ΙΙ του άρθρου 2 ν. 3424/2005 και προσδιορίζεται από την απειλούμενη ποινή, ήτοι όπως η έννοια αυτών αναφέρεται στις οικείες διατάξεις και δη της Ελληνικής νομοθεσίας. Το ποσό των άνω των 15.000 ευρώ δεν απαιτείται να προβλέπεται στην οικεία διάταξη ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αλλά αρκεί ότι "από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ". Απαιτείται δηλ. ότι in concreto προέκυψε. Τυχόν αντίθετη άποψη δεν στηρίζεται ούτε στη γραμματική διατύπωση, αντίκειται δε στον σκοπό του νόμου, ήτοι της εισαγωγής της
ΙΙ του άρθρου 2 (=διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της εγκληματικής δραστηριότητας) και αφετέρου εγκλήματα που έχουν στην αντικειμενική τους υπόσταση διαβαθμίσεις με βάση το ύψος της περιουσίας ελάχιστα υπάρχουν. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνεται αναμφισβήτητα τουλάχιστον το άμεσο προϊόν της εγκληματικής δραστηριότητας, δηλαδή του βασικού εγκλήματος, ήτοι ο, τιδήποτε έχει αποκτηθεί ευθέως από το έγκλημα π.χ. το δώρο επί δωροδοκίας, το όφελος της απάτης κλπ (βλ. για το θέμα αυτό βλ. μόνο Διονυσόπουλου ΠΧρ 2006 σελ. 364). Και η απαίτηση (επί παθητικής δωροδοκίας) του ωφελήματος συνιστά περιουσία όταν συγκεκριμενοποιείται σε χρήματα, το δε ζήτημα της μη δημεύσεως αυτών είναι διάφορο. Η "περιουσία"δεν απαιτείται να είναι και δημευτέα. Ο δράστης της νομιμοποιήσεως -(που τελέστηκε μέχρι 13-12-2005 ενόψει του άρθρ. 2 παρ. 1 ΠΚ) πρέπει να ενεργεί από κερδοσκοπία ή με σκοπό της συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της περιουσίας ή την αρωγή συνδρομής σε πρόσωπο που εμπλέκεται στην εγκληματική δραστηριότητα. Δεν απαιτείται αθροιστικά κερδοσκοπία και σκοπός συγκάλυψης ή συνδρομής αλλά διαζευκτικά κερδοσκοπία ή σκοπός συγκάλυψης ή συνδρομής. Η διατύπωση είναι σαφής, αρκεί οποιοδήποτε από τα τρία αυτά στοιχεία? Δεν απαιτείται η κερδοσκοπία να συντρέχει με έναν από τους άνω σκοπούς πρβλ ΑΠ 372/2002 ΑΠ 478/2000. Ο σκοπός του δράστη της νομιμοποίησης είναι υπαλλακτικά (βλ και ΑΠ 372/2002, ΑΠ 478/2000): είτε η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης του υλικού αντικειμένου της εγκληματικής δραστηριότητας είτε την παροχή συνδρομής σε όποιον εμπλέκεται είτε ως αυτουργός είτε ως συμμέτοχος στην εγκληματική δραστηριότητα, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του (πρβλ και το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 1990/91 και 6 παρ. 1 ν. 2655/98 και οδηγία 91/308/ΕΟΚ κεφάλαιο Α)? το άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2331/95 όπως είχε προ της αντικ. με το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 3424/2005 ανέγραφε μόνο τον σκοπό της συνδρομής γενικά, χωρίς δηλαδή αναφορά του αντικειμένου της συνδρομής? Το καταργηθέν άρθρο 394 Α ΠΚ ανέγραφε ρητά ως σκοπό της συνδρομής την ματαίωση της δίωξης, ή την εκτέλεση της ποινής ή μέτρου ασφαλείας ή δήμευσης) (ήδη η κερδοσκοπία δεν απαιτείται από το ν. 3424/2005). Όμως δεν αρκεί μόνη η απόκτηση κατοχής ή χρήση περιουσίας εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες - όπως ορίζει ρητά το άρθρο 1 εδ. β μετά το ν. 3424/2005) = υπόσταση της απομόνωσης. Η συγκάλυψη αναφέρεται στο προϊόν, το περιουσιακό στοιχείο που προήλθε από την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, η δε παροχή συνδρομής αναφέρεται στο δράστη (αυτουργό ή συμμέτοχο) της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας. Δεν απαιτείται όμως όπως ο δράστης της νομιμοποίησης ενεργεί στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικότητας. Καμία σύνδεση δεν γίνεται πλέον με οργανωμένο έγκλημα έτσι ώστε να απαιτείται όπως η περιουσία προέρχεται μόνο από εγκληματική δραστηριότητα του λεγόμενου οργανωμένου εγκλήματος, δεδομένου άλλωστε ότι το "ξέπλυμα"δεν αποτελεί μόνο δικό του χαρακτηριστικό. Είναι δε επίσης χαρακτηριστικό της βούλησης αυτής του 'Ελληνα νομοθέτη, ο οποίος και δια του ν. 2331/95 και δια του ν. 3424/2005 προσάρμοσε το ελληνικό δίκαιο αρχικά στην 91/308/ΕΟΚ οδηγία και εν συνεχεία στην 2001/97/ΕΚ οδηγία, στις οποίες δεν τίθεται ως προϋπόθεση τιμώρησης της νομιμοποίησης η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης. Εξ άλλου πρόκειται για υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, που πραγματώνεται με μία σειρά πράξεων, μια εκ των οποίων και μόνον αρκεί, μπορεί όμως να εκτυλίσσονται ταυτόχρονα. Έτσι ο δράστης της νομιμοποίησης (όταν δεν είναι ο ίδιος δράστης και του βασικού εγκλήματος) πρέπει να είναι σε γνώση ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα (όπως αυτή αναφέρεται ανωτέρω) ή ότι ο δράστης στον οποίο παρέχει συνδρομή εμπλέκεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα. 'Ετσι δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος στο σημείο αυτό (άλλως όμως προ του ν. 3424/2005). Λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πράξης νομιμοποίησης. Δεν αρκεί δηλ. η γνώση ότι η περιουσία προέρχεται από οποιοδήποτε έγκλημα που υπάγεται στην "εγκληματική δραστηριότητα"αλλά πρέπει αυτό να συγκεκριμενοποείται. Απαιτείται δηλαδή να γνωρίζει ότι η περιουσία προέρχεται από συγκεκριμένο έγκλημα (που πρέπει όμως να περιλαμβάνεται στον κατάλογο της εγκληματικής δραστηριότητας. Δεν απαιτείται όμως και γνώση ότι η συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα υπάγεται-εντάσσεται στον κατάλογο αυτό πρβλ ΑΠ 1611/2007 βλ. και πιο κάτω. Η πράξη της νομιμοποίησης έχει όμως αυτοτελές άδικο (εκτός από την περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. δ εδ. τελ. Ν. 2331/95, που δεν πρόκειται εδώ) έναντι της πρότερης πράξης, δηλαδή του βασικού εγκλήματος. 'Ετσι είναι αδιάφορο αν το βασικό έγκλημα έχει υποκύψει σε παραγραφή και δη μετά την τέλεση της πράξης της νομιμοποίησης (επιχείρημα και από το άρθρο 2 παρ. 8 ν. 2331/95, και άρθρο 2 παρ. 4 ν. 2331/95). Αρκεί επομένως ότι το βασικό έγκλημα περιλαμβάνεται σ'αυτά που ανήκουν στην εγκληματική δραστηριότητα χωρίς να απαιτείται ο δράστης αυτής να είναι και τιμωρητέος. Να πληρούν δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά έγκλημα που υπάγεται στην εγκληματική δραστηριότητα πρβλ. ΑΠ 351/2003 - πρβλ. και σε σχέση με το άρθρο 394 ΠΚ Μυλωνόπουλο - Ειδικό Ποινικό (2006) σελ. 667 Νο 1371, Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ τομ. γ σελ. 105, Γάφο Ειδικό Ποινικό τεύχος Ζ σελ. 6, Τούση - Γεωργίου ΠΚ (1967) σελ. 1080 Νο4, ΑΠ 343/65, ΑΠ 386/71, ΑΠ 181/2006). Μπορεί να είναι και άγνωστος ο δράστης του βασικού εγκλήματος (πρβλ Μπουρόπουλο Ερμ ΠΚ τομ. γ 105, ΑΠ 1455/83). Τέλεση εγκλήματος απαιτεί ο νόμος, όχι και καταδίκη υπαιτίου. Η ποινή εδώ επιβάλλεται για την πράξη της νομιμοποίησης και όχι για την πράξη της εγκληματικής δραστηριότητας. Ενόψει των ανωτέρω και του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα εξής: ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, "για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες"(όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3424/2005), "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται, όποιος από κερδοσκοπία ή για να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' εδ. αιζ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 (και αναριθμήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 2696/1998), "ο όρος "εγκληματικές δραστηριότητες", περιλαμβάνει (μεταξύ άλλων) και τα εγκλήματα (καλούμενα εφεξής βασικά εγκλήματα) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα"και κατά τη διάταξη της παρ γ' του ίδιου άρθρου του νόμου, "με τον όρο "περιουσία"νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/ 2005, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' του ν. 2331/1995, όπως είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε περαιτέρω και αντί του εδ. αιζ' (εγκλήματα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Π.Κ.), τέθηκε στοιχείο δδ', στο οποίο αναφέρεται συναφώς (ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο "εγκληματικές δραστηριότητες", η παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 Π.Κ.), στην έννοια όμως της οποίας περιλαμβάνεται και το έγκλημα της παρ. 1 του άρθρου 237 του Π.Κ. (παθητική δωροδοκία δικαστή), -βλ πιο κάτω- αποκλεισθείσης μόνον της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρα 236 και 237 παρ. 2 του Π.Κ.), προδήλως ως μη αποφέρουσας εισόδημα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 του Π.Κ. (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του με τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3327/2005, ισχύοντος από της 11-3-2005), "1. Εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα λάβουν, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της voμιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ("ξέπλυμα βρώμικου χρήματος") προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά), την αγορά, απόκρυψη, λήψη με την μορφή εμπράγματης, ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, (-στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και η κατάθεση χρηματικού ποσού στο όνομά του, το οποίο έτσι εμφανίζεται ως δικό του και νόμιμο-) απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση, οποιαδήποτε περιουσίας, που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα, υποκειμενικά δε δόλο και περαιτέρω σκοπό κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτή περιουσία, για τη συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη (κερδοσκοπίας ή) συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για (κερδοσκοπία ή) συγκάλυψη. Διευκρινίζεται στο νόμο αναλυτικά, τι νοείται με τους όρους "εγκληματική δραστηριότητα"και "περιουσία", στην έννοια δε της τελευταίας, περιλαμβάνεται και το χρήμα, υπό υλική ή άυλη μορφή. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου βασικού (καλούμενου) εγκλήματος (που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία) Η τέλεση του βασικού εγκλήματος, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων (βλ. ΑΠ 570/2006 πρβλ ΑΠ 413/87 ΑΠ 1212/2000, 483/86). Τα εγκλήματα αυτά, καλούμενα όπως αναφέρθηκε βασικά, προσδιορίζονται στο νόμο (άρθρο 1 παρ. α' ν. 2331) περιοριστικά, περιλαμβάνεται δε μεταξύ αυτών και η παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, αφού αποτελεί ειδικότερη περίπτωση παθητικής δωροδοκίας, η οποία ρητά προβλέπεται στο νόμο και μετά την τροποποίησή του (βλ ΑΠ 570/2006 όπου και ορθή παραπομπή δικαστή που ζήτησε και έλαβε χρηματικά ποσά με σκοπό να κρίνει υποθέσεις που έχει υπέρ του και άμεση συνέργεια σ'αυτήν του δικηγόρου που μεσολάβησε μεταξύ αυτού και διαδίκου, αμφότεροι δε και για νομιμοποίηση εσόδων με την κατάθεση του ποσού σε τράπεζα με σκοπό τη συγκάλυψη της δωροληψίας). -Να σημειωθεί μάλιστα εδώ ότι η δωροδοκία δικαστή ήταν και προ της αντικ. των άρθρων 235, 236 ΠΚ από το νδ 1234/72, ισχύει δε και σήμερα, διακεκριμένη ειδική περίπτωση της κοινής δωροδοκίας βλ. μόνο Δέδε - Ειδικό Ποινικό - σελ. 49 - Γάφο Ειδικό Ποινικό, τεύχος γ σελ. 28. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικόν ότι όταν ο δικαστής δεν μπορούσε να τιμωρηθεί κατά το άρθρο 237 ΠΚ διότι είχε ήδη γίνει η υπόθεση, τότε υπαγόταν στο άρθρο 235 ΠΚ (-βλ. Μπουρόπουλο Ερμ ΠΚ τομ β σελ. 331, Τούση - Γεωργίου ΠΚ (1967) 638 Νο7, Δέδε ο.π. σελ. 51 - Γάφο Ειδικό Ποινικό, τεύχος γ σελ. 31), η δε αιτιολογική έκθεση ΠΚ (1933) σελ. 424 ρητά αναγράφει ότι "Η προκειμένη περίπτωσις και άνευ της εξεταζομένης διατάξεως θα περιελαμβάνετο εις τα θέματα των προηγουμένων άρθρων". Επειδή, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εν προκειμένω, ως επιεικέστερη (άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.), διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 Π.Κ. όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 παρ. 7 του Ν. 3327/11-3-2005 και το οποίο ήταν πλημμέλημα-, εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα τα λάβουν με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μία υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος για το σκοπό που αναφέρθηκε προσφέρει, υπόσχεται ή δίνει τέτοια δώρα ή ωφελήματα σε κάποιο από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 ή σε οικείο τους. Από τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 Π.Κ., η οποία αναφέρεται στην παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, προκύπτει ότι, για την κατά νόμο θεμελίωση του προβλεπομένου από αυτήν αξιοποίνου αδικήματος, απαιτείται: α') εκείνος που απαιτεί δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα, να εκτελεί δικαστικά καθήκοντα ή να έχει ορισθεί διαιτητής σε κάποια υπόθεση (πρβλ ΑΠ 6/98 ολ) η οποία δεν απαιτείται να είναι συγκεκριμένη κατά τόπο χρόνο κλπ (βλ. ΑΠ 570/2006 πρβλ ΑΠ 1206/86, ΑΠ 1231/95, ΑΠ 2458/2005 ΠΧρ 2005 σελ. 622, ΑΠ 83/2006 ΠΧρ 2006 σελ. 703) αλλά να προσδιορίζεται επαρκώς β') τα δώρα ή ανταλλάγματα να μη προσήκουν σ'αυτόν και να δίνονται ή και να υπάρχει απλή υπόσχεση δόσεως τους για μελλοντική ή τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη του, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα ενέργεια ή ο δράστης σκοπούσε σπουδαίως να προβεί στην εκτέλεσή της ή δεν επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός βλ. ΑΠ 570/2006, Δέδες - Ειδικό Ποινικό- σελ. 52, ούτε απαιτείται να αναφέρεται ότι χωρίς την απαίτηση-καταβολή των δώρων η σχετική κρίση δεν θα ήταν άλλη βλ. ΑΠ 570/2006, και γ') η ενέργεια ή η παράλειψη του δικαστή να αφορά νόμιμη πράξη που περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητας του, την οποία αυτός να μπορεί να ενεργήσει ή παραλείψει κατά την άσκηση 'της από το λειτούργημα του αρμοδιότητας και να ανάγεται αυτή στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντα του, όπως αυτά διαγράφονται από το νόμο ή έχουν ανατεθεί σ'αυτόν βάσει υπηρεσιακών κανονισμών ή διαταγών ή οδηγιών των προϊσταμένων του εξ αιτίας της υπηρεσιακής του σχέσεως ή προκύπτουν από τη φύση της υπηρεσίας του. Στην έννοια της κρίσης, του άνω άρθρου νοείται ή κατά τη λήψη της απόφασης ή κατά την έκδοση εντάλματος συλλήψεως ή προφυλάκισεως εκφερομένη υπό του δικαστού - βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ τομ. β σελ. 331, η υπό του δικαστού εκφερομένη κατά την επί της υποθέσεως απόφαση Τούση-Γεωργίου ΠΚ (1967) 638 Νο8 Γάφος Ειδικό, τεύχος γ σελ. 30. Η διάταξη του άρθρου 237 παρ. 2 Π.Κ. αναφέρεται σε τρίτο, ο οποίος, ανεξαρτήτως ιδιότητας, προσφέρει ή δίνει ή υπόσχεται δώρα ή ωφελήματα στα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου πρόσωπα, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μία υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου. Το ανωτέρω αξιόποινο αδίκημα μπορεί να τελεσθεί με τη χρήση περισσοτέρων τρόπων πραγματώσεώς του, οι οποίοι αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας, δηλαδή ενός μόνο αδικήματος (υπαλλακτικώς μικτού), στο οποίο ο κάθε τρόπος τελέσεως είναι αυτοτελής και αρκεί για την ολοκλήρωση της εγκληματικής πράξεως. Να σημειωθεί όμως εδώ ότι το έγκλημα της δωροδοκίας είναι υπαλλακτικά μικτόν? Επομένως μπορεί να τελεσθεί με οποιονδήποτε τρόπο που αναγράφεται στη διάταξη, και ο οποίος είναι αυτοτελής και ισοδύναμος του άλλου, εάν δε συντρέχουν πλείονες τρόποι ή και όλοι τότε ένα και μόνον έγκλημα υπάρχει πρβλ ΑΠ 1601/2002 ΠΧρ ΝΓ 593, ΑΠ 1076/2006 - Πράξη και Λόγος- σελ. 521, ΑΠ 2365/2005, Ποινικός Λόγος σελ. 2090, ΑΠ 302/88 ΠΧρ ΛΗ 527 κ.α - Τούτο συμβαίνει γενικώτερον για τα λεγόμενα υπαλλακτικά μικτά εγκλήματα (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ, τομ. Α σελ. 35, Χωραφά - Ποινικό Δίκαιο (1966) 158, Ανδρουλάκη ΓενΜ (2006) σελ. 189, Μυλωνόπουλο ΓενΜ (2007) σελ. 160, Γάφο ΓενΜ σελ. 156, Ζησιάδη ΓενΜ - τομ. Α - σελ. 189, ΑΠ 2045/2005, ΑΠ 142/82 κ.α, Κωστάρα-Θεμελιώδεις έννοιες ΠΔ (2004) σελ. 317, Βαθιώτη-Στοιχεία ΠΔ (2007) σελ. 93- Επομένως η δίωξη περιλαμβάνει όλους τους δυνατούς τρόπους τέλεσης και συνεπώς δημιουργείται δεδικασμένο - 57 ΚΠΔ.-. επίσης η συμμετοχή σε μία από τις πλείονες πράξεις του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος είναι συμμετοχή στο όλο έγκλημα - Μυλωνόπουλος σελ. 162, όπως επίσης εάν ένας τρόπος τελέσεως γίνει στην Ελλάδα, θεωρείται ότι το όλον έγκλημα έγινε στην Ελλάδα κλπ. Επίσης ο ένας τρόπος τέλεσης να στοιχειοθετεί "εγκληματική δραστηριότητα", π.χ. απαίτηση και ο άλλος νομιμοποίηση της περιουσίας π.χ. λήψη. Επομένως μπορεί να γίνει δεκτή η συνδρομή του ενός τρόπου αντί του άλλου, αφού πρόκειται για ένα έγκλημα (-βλ ΑΠ 1089/95 ΠΧρ ΜΣΤ 226, ειδικά δε και το έγκλημα της δωροδοκίας βλ. ΑΠ 243/2006, ΑΠ 1358/95, ΑΠ 1142/79 ΑΠ 1601/2002-) αφού οι πλείονες τρόποι αποτελούν απλώς εκφάνσεις της αυτής εγκληματικής δράσεως. Οι τρόποι που μπορεί να τελεστεί το υπαλλακτικώς μικτόν έγκλημα είναι και ισοδύναμοι και αυτοτελείς. Επομένως έκαστος τρόπος έχει δικό του χρόνο παραγραφής και δεν μπορεί η παραγραφή του ενός να συμπαρασύρει και τον άλλο τρόπο, όταν μάλιστα ο τελευταίος δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ουσιαστική αποπεράτωση του προηγουμένου, όπως στην περίπτωση της δωροδοκίας η οποία δεν είναι έγκλημα περιουσιακό. Η λήψη, ως τρόπος τέλεσης της δωροδοκίας, δεν προϋποθέτει απαίτηση ούτε είναι αποτέλεσμα της απαίτησης. Είναι ανεξάρτητος τρόπος τέλεσης. 'Ετσι η τέλεση της δωροδοκίας δικαστή με την μορφή της απαίτησης, εάν ο υπαίτιος εν συνεχεία δεχθεί, ήτοι λάβει (βλ. άρθρο 235 ΠΚ και Δέδε - εγκλήματα περί την υπηρεσία σελ. 36-) το επίδικο δώρο, η τυχόν προ της εκδίκασης παραγραφή του πρώτου τρόπου τέλεσης δεν έχει ως συνέπεια την παραγραφή και του άλλου τρόπου τέλεσης - βλ. και Μπιτζιλέκη-Υπηρεσιακά Εγκλήματα - β έκδ. (2001) σελ. 187-8, όπου και ορθότατη αιτιολογία στο κείμενο και σημείωση 47. Εξάλλου, αναφορικά με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ'επάγγελμα τέλεσης της πράξης (και της νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων το εδάφ. στ' του άρθρου 13 Π.Κ. (όπως προστέθηκε με αρθ. 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996) ορίζει ότι κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράσης για πορισμό εισοδήματος. Από τον ορισμό αυτό του Π.Κ. προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης της κρινόμενης πράξης "κατ' επάγγελμα", απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτής, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος ΑΠ 372/2002 ΠΧρ ΝΓ 208, πρβλ ΑΠ 1539/2003, ΑΠ 382/2006, ΑΠ 2200/2002, ΑΠ 1720/2007, ΑΠ 402/2004 κ.α.- Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ "όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β του προηγουμένου άρθρου (=όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης) παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται.....". Πρόκειται για την απλή συνέργεια η οποία συνίσταται σε οποιαδήποτε περίπτωση εκ προθέσεως συμβολής-διευκολύνσεως (υλικής-ψυχικής) της κύριας πράξεως, η οποία δεν συνιστά άμεση συνέργεια, και παρέχεται προ ή κατά την τέλεση της κύριας πράξης (πρβλ ΑΠ 1228/2001 ΠΧρ ΝΒ 428, ΑΠ 1191/2001 ΠΧρ ΝΒ 424 κ.α.). Ο απλός συνεργός θέλει να συμβάλλει με την συνδρομή του στην τέλεση του εγκλήματος, το οποίο τελείται ή πρόκειται να τελεστεί (βλ. ΑΠ 683/99 ΠΧρ Ν 246) χωρίς όμως να απαιτείται να γνωρίζει λεπτομέρειες βλ. Δημάκη υπό 47 Νο 26. Ηθική (ψυχική) συνδρομή συνιστά ειδικώτερα και η συμβουλή περί του τρόπου τελέσεως της κύριας πράξης (βλ. μόνο Χωραφά - 1966 - σελ. 367). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ - τιμωρείται ως ηθικός αυτουργός "όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Επομένως ηθικός αυτουργός είναι αυτός που με πρόθεση προκάλεσε με οποιονδήποτε τρόπον σε κάποιον άλλον την απόφαση να τελέσει αυτός (=ο άλλος) ορισμένη αξιόποινη πράξη και αυτός την τέλεσε ή αποπειράθηκε να τελέσει αυτή (πρβλ ΑΠ 673/2007, ΑΠ 688/2007, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1469/2003 κ.α.). 'Ετσι ως τρόπος προκλήσεως της απόφασης είναι: συμβουλή, εκμετάλλευση φιλίας, υπόσχεση χορήγησης αμοιβής, προσδοκία κέρδους, εντολή, φορτικές παρακλήσεις, οδηγίες, παραινέσεις κλπ. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3 ΠΚ για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακόν όφελος, παράσταση εν γνώσει ψευδών γεγονότων σαν αληθινών (ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών) από την οποία ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, βλάβη της περιουσίας του παραπλανηθέντος ή τρίτου, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, τέλεση της πράξεως κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και, τέλος, συνολικό όφελος ή συνολική ζημία που να υπερβαίνει είτε το ποσό των 5.000.000 δραχμών αν η πράξη έχει τελεσθεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, είτε το ποσό των 25.000.000 δραχμών σε κάθε περίπτωση - βλ. ΑΠ 1944/2003 -.Ως γεγονότα, κατά την έννοια της άνω διατάξεως, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν? 'Ετσι δεν συνιστούν γεγονότα αυτά που αναφέρονται στο μέλλον, δηλαδή αυτό που θα συμβεί στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις. Όμως και οι απλές υποσχέσεις είναι γεγονότα κατά την ανωτέρω έννοια όταν παρίστανται ως απλές συνέπειες των συγχρόνως παρισταμένων και στο παρόν ή παρελθόν αναφερομένων γεγονότων - βλ. ΑΠ 660/2006, ΑΠ 382/2006, ΑΠ 1167/2006, ΑΠ 2203/2006 κ.ά.- 'Ετσι όταν παριστάνει κάποιος ότι λόγω φιλικού συνδέσμου με τον δικαστή δια του οποίου είναι δυνατή η απαλλαγή του κατηγορουμένου κλπ τότε υπάρχει παράσταση παρόντος γεγονότος (βλ. ΑΠ 1289/94, ΑΠ 587/94, ΑΠ 1603/99 ΠΧρ Ν 719-όπου και συρροή με τον νόμο περί μεσαζόντων, έτσι και ΑΠ 653/2007 - ΑΠ 1074/2006, ΑΠ 1944/2003, ΑΠ 532/2002 κ.α.). Εξ άλλου η τέλεση της απάτης για να λάβει τον χαρακτήρα κακουργήματος ως κατ'επάγγελμα και για τον συνεργό πρέπει να συντρέχει και σ'αυτόν το "κατ' επάγγελμα"- βλ. ΑΠ 110/2000, ΑΠ 2360/2003 κ.α.- Τέλος, το έγκλημα της απάτης τιμωρείται και όταν τούτο βρίσκεται στο στάδιο της απόπειρας, ήτοι μέχρι της επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης. 'Εννοια απόπειρας ΑΠ 1698/2003, ΑΠ 1331/2005, ΑΠ 675/2000, ΑΠ 1715/2001, ΑΠ 40/2005 κ.α.- Όταν η απάτη τελείται κατά συναυτουργία, δεν απαιτείται ειδικώτερη αιτιολογία περί του τρόπου συμμετοχής εκάστου συναυτουργού βλ. ΑΠ 1693/2001, ΑΠ 1944/2003 κ.α. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων - τιμωρείται "όστις παριστών ψευδώς ή αληθώς ότι ως εκ των σχέσεων αυτού ή εκ της ιδιότητός του ή εν γένει της επιρροής και του κύρους αυτού δύναται...... να προκαλέσει οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν των προσώπων τούτων......... (-δηλ. του Δημοσίου......)... λαμβάνει ως αμοιβήν ή άλλο αντάλλαγμα ή αποσπά υπόσχεση, τοιαύτης αμοιβής ή ανταλλάγματος υπέρ εαυτού ή τρίτου"- βλ. ad hoc με την υπό κρίση υπόθεση ΑΠ 1403/83 ΠΧρ ΛΔ 367. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ -"όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος......". Αρκούν δηλαδή δύο - πρβλ ΑΠ 2271/2002, ΑΠ 2541/2003 Σχετ. ΑΠ 44/2006. Για τη συρροή μεταξύ συμμορίας και του τελεσθέντος εγκλήματος που αυτή αφορούσε βλ. ΑΠ 1228/2001 και δη συρροή με το άρθρο 1 εδ. α, στ ν. 2331/95 πρβλ ΑΠ 83/2006. Το έγκλημα της συμμορίας είναι διαρκές (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ ΠΚ τομ. β σελ. 156-7. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ -"Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται......". Πρόκειται για ουσιαστική ποινική διάταξη που προστατεύει το γενικώτερο συμφέρον της ομαλής και χωρίς προσκόμματα διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας (-βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ τομ. β σελ. 386, ΑΠ 2444/2005, ΑΠ 452/2006, ΑΠ 1340/2005 κ.α.), που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα - βλ. ΑΠ 1270/2003, ΑΠ 1122/2004. Το υπηρεσιακό καθήκον που παραβαίνει ο υπάλληλος καθορίζεται από το νόμο ή την διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου - βλ. ΑΠ 543/2006, ΑΠ 1402/2003 κ.α. στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και ο δικαστής πρβλ ΑΠ 1/2005 Ολ, Μπιτζιλέκη - Τα υπηρεσιακά εγκλήματα - β εκδ.- σελ. 81- και δη κατά την εκτέλεση τόσο των δικαστικών όσο και των διοικητικών καθηκόντων. Να σημειωθεί εδώ ότι ο κατά προτίμηση προσδιορισμός υποθέσεων που έγινε με την απαίτηση ή καταβολή ωφελημάτων συνιστά παράβαση καθήκοντος αφού γίνεται σε βάρος άλλων υποθέσεων που υπάγονται στην αυτή κατηγορία και υπέρ του διαδίκου αυτών - πρβλ Κονταξή ΠΚ υπό 235 όπου και παραπομπές σελ. 2081-
Η διακριτική ευχέρεια επί τινός υποθέσεως δεν σημαίνει αυθαιρεσία? 'Αλλωστε σημασία έχει εδώ εάν η επίδικη συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα ανεπηρέαστης κρίσης ή αποτέλεσμα επιρροής τρίτων και δη χάριν ωφελείας τρίτου, οπότε, στην τελευταία περίπτωση, σαφώς πρόκειται για παράβαση καθήκοντος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν.2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' (νέα αρίθμηση) του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν δε πρόκειται για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, όπως είναι και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η παθητική δωροδοκία δικαστή, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων βλ. ΑΠ 491/2007, ΑΠ 501/2006, κ.ά. ούτε απαιτείται να αναφέρεται -προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης βλ. ΑΠ 492/2007, ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 1331/2006 κ.ά. ούτε για ποιό λόγο δεν έγινε πιστευτό ένα αποδεικτικό μέσο πρβλ ΑΠ 890/2002, ΑΠ 591/2001, ΑΠ 51/99 κ.ά ή από ποίο ή ποιά συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προκύπτει η κάθε παραδοχή -πρβλ ΑΠ 2/2003 Ολ, ΑΠ 567/2006, ΑΠ 561/2006, διότι όλα τ'ανωτέρω ανάγονται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ο δε 'Αρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομιμότητα των παραδοχών. 'Ετσι και όταν επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων με την αναίρεση βλ. ΑΠ 829/2006. Επίσης το γεγονός ότι το σκεπτικό αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού δεν αποτελεί λόγον αναίρεσης, αρκεί ότι πληρούται η απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Πρβλ ΑΠ 918/2005. Τέλος, επί κατά συναυτουργία τέλεση των εγκλημάτων απάτης παράβασης καθήκοντος, νομιμοποίησης εσόδων, δεν απαιτείται ειδικώτερος προσδιορισμός των πράξεων των συναυτουργών αφού κάτι τέτοιο δεν δημιουργεί κάποια ασάφεια ενόψει της φύσεως των εγκλημάτων αυτών πρβλ ΑΠ 50/90-Ολ. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως ΑΠ 570/2006 ΠΧρ 2007 σελ. 319, ΑΠ 491/2007 και Ποινικός Λόγος 348, 386, ΑΠ 597/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007 κ.α. Η επιβαλλόμενη δε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον όντως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη -βλ. ΑΠ 492/2007, ΑΠ 570/2007, ΑΠ 501/2006, ΑΠ 1762/2006 ΑΠ 65/07 κ.ά. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 § 2 και 318 εδ. α Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ'αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο, να διατάξει την ενώπιον του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα (-βλ. ΑΠ 545/2007), όπως ότι ο διάδικος (κατηγορούμενος) ΑΠ 540/2006, ΑΠ 658/2006, έχει ήδη υποβάλλει υπόμνημα με τους ισχυρισμούς του βλ. ΑΠ 300/2001, ΑΠ 658/2006, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1506/2002 κ.ά και από το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού δεν υπάρχει ανάγκη διασαφήσεως βλ. ΑΠ 925/2001 κ.ά. Επειδή η αξιοποίηση αποδεικτικού μέσου, που αποκτήθηκε κατά παράβαση των άρθρων 9 § 3 Συντ. και 370Α § 4 Π.Κ., συνιστά απόλυτη ακυρότητα, που ισχύει και για την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία για την παραπομπή του κατηγορουμένου, αφού προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως αυτού -βλ. ΑΠ 2035/2005, ΑΠ1622/2005 Πρβλ ΑΠ 1713/2006 τμ Ε, ΑΠ 1351/2007 τμ Α1. Είναι δε αδιάφορο-ενόψει του άρθρου 25 § 1 εδ. γ' Συντ- ποιός ο παραβάτης, αρκεί δηλ. και ιδιώτης. Εξ άλλου, ενόψει της απόλυτης διατύπωσης του άρθρου 19 § 3 Συντ. δεν μπορεί να ισχύσει εδώ η εξαίρεση του άρθρου 177 § 2 Κ.Ποιν.Δ. σε βάρος του κατηγορουμένου. Έτσι μόνο υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις των άρθρων 9, 19, 9Α Συντ. και των συνταγματικών εκτελεστικών αυτών νόμων είναι δυνατή η εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων. Όμως κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 13 ν.2331/95 "Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στον Αρμόδιο φορέα, στην Εισαγγελική αρχή, στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν τους ζητηθεί, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 1-8 του άρθρου αυτού ή τη διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του φορέα, της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων ή από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δημεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Η σχετική αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Αν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, ή σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας......". Η ποινική δίωξη στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκήθηκε μετά από την υπ'αριθμ. 2/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε κατ'εφαρμογή του άρθρου 29 Κ.Π.Δ. Κατά την έννοια της άνω απόφασης ως πράξεις που αποδίδονται σε τρίτους δεν νοούνται μόνο οι συμμετοχικές πράξεις αυτών σε αξιόποινες πράξεις δικαστικών λειτουργών αλλά και (χωρίς περιορισμό) όλες οι αξιόποινες πράξεις αυτών που -κατά το πόρισμα της προκαταρτικής εξέτασης που διενεργούσε ο Εισαγγελέας Αρείου Πάγου-φέρονται ως εμπλεκόμενες στις εγκληματικές δραστηριότητες των δικαστικών λειτουργών. Επομένως σαφώς προσδιορίζονται οι πράξεις αυτές κατά το άρθρο 246 Κ.Π.Δ. και δεν απαιτείτο περαιτέρω εξειδίκευσή τους (πρβλ άρθρο 250 Κ.Π.Δ.) και ΑΠ 270/96, ΑΠ 520/98, ΑΠ 1680/87 Μπουρόπουλο υπό 246 Νο1) αφού αυτές αναφέρονται, γίνεται παραπομπή, στο άνω πόρισμα. Επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του (2707/2007) απέρριψε (και) την αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο συμβούλιο προς παροχή διασαφήσεων και διευκρινίσεων "διότι ο κατηγορούμενος αυτός έχει εκθέσει διεξοδικά και με πληρότητα τις απόψεις του με εκτενή και αναλυτικά υπομνήματα ενώπιον του Ανακριτή και του Συμβουλίου και δεν έχει ουσιαστικά να συνεισφέρει τίποτε περισσότερο από τα ήδη εκ μέρους του εκτεθέντα"(βλ. 579 φύλλο του βουλεύματος). Έτσι αιτιολογημένα και για ορισμένους αναφερομένους λόγους απέρριψε την αίτηση αυτή και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. 'Αλλωστε ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων δεν αναφέρει τί επί πλέον των όσων έχει εκθέσει θα προσφέρει-εκθέσει. Το αυτό συμβούλιο για την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος ρητά αναφέρει (=φύλλα 591 επ.) ότι έλαβε υπόψη του "καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένων και εν γένει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων......."και ότι "δεν λαμβάνονται υπόψη προς επιβάρυνση της θέσης των κατηγορούμενων, οι δοθείσες από αυτούς, πριν από την απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου (72 Κ.Π.Δ.), μαρτυρικές καταθέσεις κατά την προκαταρκτική εξέταση (στο βαθμό που δεν παραπέμπουν οι ίδιοι σ'αυτές με την απολογία τους)"-πρβλ γι'αυτό ΑΠ 710/03 Νοβ 2004, σελ. 100 - ΑΠ 1315/2006 Π.Χρ. 2007 σελ. 611-. Ακόμη "δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο αποδεικτικό μέσο στην προκειμένη περίπτωση οι εμπεριεχόμενες στη δικογραφία καταστάσεις εισερχομένων και εξερχομένων τηλεφωνικών κλήσεων, που αφορούν τους κατηγορουμένους και άλλα πρόσωπα, στις οποίες αναγράφονται, οι αριθμοί των καλούντων και καλουμένων συνδρομητών, τα ονόματα αυτών, η ημερομηνία, η ώρα έναρξης και η διάρκεια κάθε κλήσης και για την απόκτηση των οποίων δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο ...διαδικασία άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου...."-ενόψει του άρθρου 19 Συντ. και 8 Ευρ. Σ.Δ.Α. Επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης περί λήψεως υπόψη παρανόμων αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμος και δη καθό μέρος αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη "έγγραφα κίνησης τραπεζικών λογαριασμών και παραστατικά συγκεκριμένων τραπεζικών συναλλαγών"-(αφού ο άνω έλεγχος έγινε νόμιμα στα πλαίσια του ν.2331/1995 -άρθρο 4 § 13) και "αντίγραφα των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κατηγορουμένων"(-αφού αυτά εξαιρέθησαν ρητά και δεν ελήφθησαν υπόψη). Εξ άλλου ο αυτός λόγος περί λήψεως υπόψη "εγγράφων απομαγνητοφωνήσεως των υποκλαπεισών, τηλεφωνικών και μη τηλεφωνικών, συνδιαλέξεων και συζητήσεων της Γ1, αλλά και των καταθέσεων των Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι υπέκλεψαν τηλεφωνικές συνομιλίες της προαναφερθείσης πρώην δικαστικής λειτουργού.....", είναι απαράδεκτος διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ήτοι διότι θεωρεί ως δεδομένη την αναφερομένη υποκλοπή, ενώ κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ότι γίνεται δεκτόν, ούτε ότι προτάθηκε και κρίθηκε. Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου για Κακουργήματα-Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως: Τον μεν Χ1 διότι "Στην Αθήνα, κατά τους πιο κάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Α) Στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή σε άλλον πριν και κατά την τέλεση από αυτόν των πράξεων κακουργηματικής απάτης, οι οποίες τελέστηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και ειδικότερα παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των (υπό στοιχεία Α1 και Α2) πράξεων απάτης και συγκεκριμένα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεών της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Β) Από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση εσόδων από το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα, και ειδικότερα, 1) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2 και την Γ1 την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "........"κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ....., αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις ....., ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 2) Επίσης, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2, , την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Γ) Με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 2.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (με αντικείμενο την προσωρινή επιδίκαση διατροφής) της Η1 κατά Ι1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της πελάτισσας του ίδιου Η1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της. 2) Στην Αθήνα, την 1/7/2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ1, και Κ2, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 30.6.2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Φ1, Μητροπολίτη ......., κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεση αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ του αιτούντος, και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσει τον αιτούντα Μητροπολίτη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Πράγματι η εν λόγω δικαστής εξέδωσε επί της πιο πάνω αίτησης την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία δέχθηκε στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα αυτού, που της είχαν παραδοθεί από τον Χ5 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, ως σχέδιο της απόφασης. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ2 και Κ1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 30/6/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Φ1, Μητροπολίτη ......., καθώς και την από 5.7.2004 αντίθετη αίτηση του τελευταίου, να μεροληπτήσει υπέρ του Ρ1, προς το σκοπό να ωφελήσει τον αιτούντα-καθ'ου Ρ1 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αιτούντος-καθ' ου η αίτηση Ρ1, που της είχαν παραδοθεί από τους Χ5, Κ2 και Κ1 και από τον ίδιο, ως σχέδιο της αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αίτηση και απέρριψε τη δεύτερη. 4) Στις 15.9.2003, έπεισε την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 2/9/2003 και με αριθμ. καταθ. 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Η1 κατά του Ι1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την αιτούσα πελάτισσα του, όσο και τον εαυτό του, ως πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8187/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας και παραμορφώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή της αιτούσας και των δύο ανήλικων τέκνων της το υπερβολικό ποσό 6.000 ευρώ μηνιαίως. 5) Στην Αθήνα, στις 9.2.2004, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4, στον οποίο ο πρώτος υπέβαλε σχετική αίτηση, που κατατέθηκε από τον ίδιο (Χ1) να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 12024/2003, με την οποία είχε κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Λ1 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ένοχος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για απλή εξύβριση σε βάρος του ίδιου, μεροληπτώντας υπέρ του Χ5, προς το σκοπό να ωφεληθεί ο τελευταίος και ο ίδιος, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με αντίστοιχη βλάβη του κατηγορουμένου Λ1.Ο εν λόγω Αντεισαγγελέας Εφετών αποδέχθηκε τελικά στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς του Χ5, τους οποίους και περιέλαβε στην αίτηση αναιρέσεως, την οποία συνέταξε μέσα σε δύο ώρες περίπου από τη στιγμή της χρέωσης της υπόθεσης. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2003 έως 8.9.2003, έπεισε τον πρωτοδίκη Πειραιώς ΑΔ, που εκτελούσε προσωρινά χρέη ανακριτή στο 5° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, να μεροληπτήσει υπέρ του Σ1 και να δεχθεί την από 22/8/2003 αίτηση αυτού, του οποίου ο ίδιος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος, για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κρατήσεως του, που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθμ. ΑΝΕ/ΕΠΚ/27/17-6-03 ένταλμα της 5ης Ανακρίτριας Πειραιά, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, με σκοπό να ωφελήσει τον ως άνω κατηγορούμενο Σ1, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Ο εν λόγω πρωτοδίκης εξέδωσε, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, τη με αριθμό 51/2003 διάταξη, με την οποία αντικατέστησε την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προγενέστερα, α) με τη με αριθμό 40/2003 διάταξη της Τακτικής Ανακρίτριας Άλκηστης Σιάννου, απορρίφθηκε, με σύμφωνη γνώμη της αντεισαγγελέα Ιωάννη Τσάλλη, η από 23/6/2003 αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κρατήσεως του πιο πάνω κατηγορουμένου, η οποία είχε διαταχθεί με το με αριθμό 27/12-6-2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της Τακτικής Ανακρίτριας Μαρίας Βράκα και β) με το με αριθμό 1262/7-8-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Παναγιώτας Συμιγιάννη, είχε απορριφθεί η με αριθμό 9/2003 προσφυγή κατά της ως άνω, με αριθμό 40/2003, διατάξεως. 7) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 5.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 33964/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Μ1 κατά του Ν1, για την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, ύστερα από μεταρρύθμιση των με αριθμ. 83/2003 και 5753/2003 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της, . 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Μ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 8) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 5/9/2003 αίτηση της Μ1, κατά του Ν1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8185/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων το υπερβολικό ποσό 765 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των 350 ευρώ, που είχε αρχικά επιδικαστεί με την απόφαση 83/2003. 9) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ, να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 7.7.2004 και με αριθμ. καταθ. 8230/2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της αιτούσας, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ, η οποία διατηρούσε φιλική σχέση με συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Φ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 10) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 7.7.2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8133/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανακάλεσε, κατά παραμόρφωση του αποδεικτικού υλικού, την προγενέστερη απόφαση 8309/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί υπέρ του Ω1 το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο. Δ) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 έως τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, παρέστησε αληθώς σε άλλον ότι, λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γενεί της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη δικαστικών λειτουργών, με σκοπό να λάβει αμοιβή ή να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ή άλλου ανταλλάγματος υπέρ αυτού και συγκεκριμένα παρέστησε αληθώς στη ΙΑ, ότι λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γένει της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει την εκ μέρους των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών, αποφυλάκιση του ΕΖ, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά με το υπ' αριθμ. 14/2004 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, με σκοπό να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ποσού δέκα οκτώ χιλιάδων Ευρώ (18.000) ευρώ. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου του 2001 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2004, ενώθηκε μαζί με άλλους και ειδικότερα μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ2, Κ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια. ΣΤ) Με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας άλλους σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Η πράξη όμως αυτή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η παθούσα αρνήθηκε να καταβάλει το ποσό που της ζητήθηκε, ειδικότερα: 1) κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.1999 έως 30.9.1999, επιχείρησε να λάβει από τη Π1 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτήν ψευδώς ότι, λόγω των γνωριμιών του, είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αποφυλάκιση του συζύγου της Π, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε εκτέλεση του με αριθμό 29/1999 εντάλματος του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού του αυτού διαβεβαίωνε τη Π1 ότι έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον άνδρα της από την φυλακή, αν του δώσει το ως άνω ποσό των 10.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να του καταβάλει, γιατί δεν είναι μόνος του, τονίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μέρος των χρημάτων αυτών επρόκειτο δήθεν να καταβληθεί στους ανθρώπους (δικαστικούς λειτουργούς), που ήταν μαζί του και είχαν την δυνατότητα να βγάλουν τον άνδρα της από τη φυλακή. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η ως άνω Π1 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 10.000.000 δρχ., παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε αποφασίσει να πουλήσει την οικία της για να βρει τα χρήματα αυτά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.1997 μέχρι 18.10.1997, επιχείρησε να λάβει από τον Π2 το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτόν ψευδώς, με δηλώσεις του προς τον ίδιο προσωπικά, αλλά και μέσω της αδελφής του Π3, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω δήθεν των γνωριμιών, που διατηρούσε με τον Εισαγγελέα και τον 22° Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, να παρέμβει σ' αυτούς και να τους δωροδοκήσει, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά μετά την απολογία του. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί ο ως άνω Π2 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 25.000.000 δρχ. Ζ) (Από κερδοσκοπία και) κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την κακουργηματική πράξη της εμπορίας ναρκωτικών, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια δραστηριότητα και ειδικότερα, στις αρχές Ιουνίου 1999, παρότρυνε και παρακίνησε τη Α1, που κατείχε και απέκρυπτε κατατεθειμένο στον υπ' αριθμό ...... τραπεζικό λογαριασμό της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο Υποκατάστημα Ν. Ερυθραίας το ποσό οπωσδήποτε των 83.242.771 δρχ., προερχόμενο από το έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών που είχε τελέσει ο σύζυγος της Α2, να αναλάβει από την Τράπεζα, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης, τα χρήματα αυτά. Στη συνέχεια δέχθηκε ο ίδιος, οπωσδήποτε το ποσό των 50.000.000 δρχ., καθιστάμενος δικαιούχος αυτού, προς το σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης του από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών και με την προοπτική εξασφάλισης της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 50.000.000 δρχ. Η) Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.1999 έως 12.7.1999, (από κερδοσκοπία και) με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την πράξη της κακουργηματικής απάτης, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 7.7.1999, ενώ είχε προηγηθεί στις 6.7.1999 η σύλληψη των Τ2 και Τ1, κατηγορουμένων, εκτός των άλλων, και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) (επρόκειτο για έκδοση συντάξεων από τον ΟΓΑ υπέρ άγνωστων προσώπων με πλαστά έγγραφα και στη συνέχεια είσπραξη των συντάξεων αυτών από τα ταχυδρομικά γραφεία με πλαστές εξουσιοδοτήσεις), επικοινώνησε με τη διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας στον Πειραιά Υ1 και ζήτησε, για λογαριασμό των κατηγορουμένων αυτών, οι οποίοι είχαν κατατεθειμένα σε κοινούς λογαριασμούς στην Τράπεζα αυτή τα χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα τους, να βεβαιώσει ο ίδιος το γνήσιο της υπογραφής της πελάτισσας του Τ1, η οποία νοσηλευόταν τότε φρουρούμενη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", σε κείμενο εξουσιοδότησης, προκειμένου να αναληφθούν τα ποσά αυτά. Επειδή η εν λόγω διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας Υ1 αρνήθηκε να δεχθεί μια τέτοια εξουσιοδότηση, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί με επιστολή και δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της Τ1, απευθύνθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Πατεράκη, από την οποία ζήτησε να μεταβεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο για να συντάξει έγγραφο πληρεξουσιότητας, με το οποίο η Τ1 θα παρείχε στο δικαστικό επιμελητή ........ την εντολή να αναλάβει τα εν λόγω χρηματικά ποσά. Η συμβολαιογράφος αυτή αρνήθηκε να συντάξει ένα τέτοιο πληρεξούσιο, επικαλούμενη το γεγονός ότι εναντίον της Τ1 είχε απαγγελθεί κατηγορία για υπεξαίρεση και απάτη και ήταν ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να προέρχονταν από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Τελικά έπεισε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή Παπακώστα να μεταβεί, α) στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"και β) και στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και να συντάξει τα πληρεξούσια ..... και ..... της Τ1 και του Τ2 αντιστοίχως, με τα οποία αυτοί παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικαστικό επιμελητή ........ να αναλάβει από το υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τα ποσά, 1) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ....., 2) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ....., και 3) των 5.000.000 δρχ. από αμοιβαία κεφάλαια (......) αυτών, συνολικού ποσού 8.500.000 δρχ., για τα οποία ποσά, ως προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, είχε ασκηθεί εναντίον των προαναφερόμενων δύο προσώπων ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη. Στη συνέχεια έπεισε το δικαστικό επιμελητή ...... να μεταβεί στις 9.7.1999, στο ως άνω υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας, για να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, ώστε αυτά να αποκρύβουν και να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση τους. Η διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 για την ύποπτη προέλευση των χρημάτων αυτών, απέφυγε να τα καταβάλει στον ......... την ημέρα εκείνη. Ο τελευταίος επανήλθε τη Δευτέρα, στις 12.7.1999, αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά, επειδή στο μεταξύ εκδόθηκε η διάταξη .... του Ανακριτή του Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών των κατηγορουμένων Τ1 και Τ2. Η πράξη αυτή της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παραπάνω χρημάτων από την προαναφερομένη εγκληματική δραστηριότητα, με την ανάληψη και την περιέλευσή τους στο δικαστικό επιμελητή ......, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση (κατηγορουμένου Χ1), αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Εγνατία Τράπεζα η με αριθμό 8/12.7.1999 διάταξη του 701 Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών". Τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 διότι "Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Α) Στις 10.2.2003, υποσχέθηκε δώρα σε δικαστή, που εκείνος δεν εδικαιούτο, με σκοπό να κριθεί υπόθεση που του είχε ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου και συγκεκριμένα υποσχέθηκε στην πρωτοδίκη Γ1, για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του ίδιου, ως και πελατών του, υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της, το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στις 12.2.2003, δια του συνεργάτη του Νικολάου Κούδα, στο με αριθμό ........ λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα, όπως υπέδειξε η Γ1. Β) Στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή σε άλλον πριν και κατά την τέλεση από αυτόν των πράξεων κακουργηματικής απάτης, οι οποίες τελέστηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και ειδικότερα παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 πράξεων απάτης αυτής και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Γ) Από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση εσόδων από το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα, και ειδικότερα: 1) Κατέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2000 έως και το Φεβρουάριο του 2003, α) στο με αριθμό .... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού .......), συνολικά 6.160.000 δρχ. και ειδικότερα 500.000, 300.000, 400.000, 300.000, 260.000, 500.000, 3.000.000, 400.000 και 500.000 δρχ. αντιστοίχως στις 21.3.2000, 3.4.2000, 2.5.2000, 8.5.2000, 16.11.2000, 27.12.2000, 28.5.2001, 1.6.2001 και 6.8.2001 και β) στο με αριθμό .... λογαριασμό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος που διατηρούσε ο Χ5 6.000 Ευρώ, στις 10.2.2003, ποσά τα οποία είχε απαιτήσει, ως δώρο, η προαναφερομένη δικαστική λειτουργός και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει για να κριθούν ευνοϊκώς υποθέσεις υπέρ του ίδιου και πελατών του, και έτσι να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 2) Στις 13.4.2000, 5.6.2000, 20.7.2000, 12.11.2001 και 9.8.2002, κατέθεσε τα χρηματικά ποσά των 400.000, 540.000, 500.000, 870.000 δρχ. και 600 ευρώ αντιστοίχως (το τελευταίο δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ιωαννίδη), προερχόμενα από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεσθεί δια της εκ μέρους της Γ1 απαίτησης της καταβολής των ποσών αυτών, για να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ του ίδιου, ως και των πελατών του, εκκρεμείς ενώπιον της εν λόγω δικαστικής λειτουργού υποθέσεις, στο με αριθμό ...... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού .......), για να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1 και την Γ1, την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "........", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 2901 Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1 από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 4) Στην Αθήνα, επίσης κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Δ) Με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση στους πιο κάτω δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20763/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών. 2) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και χρήση πλαστού εγγράφου, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20764/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών. 3) Κατά το πρώτο δεκανθήμερο του Οκτωβρίου του 2003, έπεισε, από κοινού με το Κ1 και τον Χ5, την Πρωτοδίκη Γ1να επιδιώξει να συμμετάσχει, κατά τη δικάσιμο της 13.10.2003, στην σύνθεση του 11ου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδή καταμήνυση, χρήση πλαστού εγγράφου και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας τον αρχικώς κληρωθέντα πρωτοδίκη Ελευθέριο Γεωργίλη (εκδόθηκε σχετικώς η πράξη 355/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) και να μεροληπτήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής υπέρ του Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος της να τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσει τον πολιτικώς ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και να βλάψει τον κατηγορούμενο με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης.
Εκδόθηκε η απόφαση 67544 και 68327/ 13 και 15.10.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε πράξη. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου του 2000 μέχρι και τα τέλη Νοεμβρίου του 2004, ενώθηκε μαζί με άλλους και ειδικότερα μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια". Και την τρίτη αναιρεσείουσα Χ3 διότι "κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2001 έως 19-2001, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή σε δικαστικό λειτουργό, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν.2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικώτερα: στις 19-2-2001 με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των 200.000 δραχμών από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που τελέστηκε από την Γ1, η οποία απαίτησε το ποσό αυτό από την ίδια, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεων της που εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής (Χ3), κατέβαλε στην Γ1, σε εκπλήρωση της πιο πάνω απαίτησης, το εν λόγω ποσό το οποίο, ύστερα από υπόδειξη της τελευταίας, κατέθεσε στο λογαριασμό της στη EUROBANK με αριθμό ...., για να προσδοθεί νομιμοφανής υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος"διότι δέχθηκε ότι προέκυψαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά σε σχέση με αυτούς και δη για μεν τον πρώτο ότι: "α. Ο εν λόγω κατηγορούμενος δικηγόρος ανέπτυξε επί μακρό χρόνο σοβαρή εγκληματική δράση στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης. Ενεργώντας συστηματικά και οργανωμένα ανέλαβε την επεξεργασία και διεκπεραίωση μεγάλου αριθμού ποινικών και αστικών υποθέσεων, για την επιτυχή έκβαση των οποίων δεν αρκέστηκε στις επιστημονικές του γνώσεις και τις υπερασπιστικές του ικανότητες, αλλά συχνά αναζήτησε, κατά τρόπο μάλιστα αθέμιτο και παράνομο, τη μεροληπτική στάση και την άμεση ή έμμεση υποστήριξη ορισμένων επίορκων δικαστικών λειτουργών (πρωτίστως της Γ1), την οποία αρκετές φορές επέτυχε να αποσπάσει. Η οργάνωση, σε μεγάλη έκταση, της δικαστηριακής εργασίας του, ως δικηγόρου, η διεκπεραίωση της οποίας ενώπιον των δικαστικών αρχών γινόταν συχνά από συνεργαζόμενους με αυτόν δικηγόρους, χωρίς την εμφάνιση του ίδιου, σε ένα σχεδιασμένο περιβάλλον και αδιαφανές πλαίσιο παραβατικής δράσης, που φανερώνει έλλειψη σεβασμού στην ορθή λειτουργία του δικαστικού συστήματος και στην απονομή της δικαιοσύνης, ήταν μεν ιδιαίτερα αποτελεσματική για την επαγγελματική του ανέλιξη και συνακόλουθα την άντληση υψηλού οικονομικού οφέλους, τον οδήγησε όμως στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, που συνδέονται αμέσως ή εμμέσως με το δικαιοδοτικό έργο και ενέχουν μεγάλη κοινωνική απαξία. Συγκεκριμένα υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος αυτός τέλεσε τα ακόλουθα εγκλήματα: Α) Απλή συνεργεία σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν του φύλλου 594 πράξεων απάτης και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου αυτού στις πιο πάνω πράξεις κακουργηματικής απάτης αναδεικνύεται σε βαθμό επαρκών ενδείξεων από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, από τους οποίους μάλιστα ο δεύτερος, μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε, κατά την κατάθεση του, ύστερα από υπόδειξη της Γ1, συνάντηση στο δικηγορικό γραφείο του Χ1, εν γνώσει του τελευταίου, με τόν Χ5 για τη διευθέτηση του θέματος της πρώτης περίπτωσης απάτης (αποφυλάκισης των Δ2, Δ3 και Δ4). Β) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή). 1) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2 και την Γ1 την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορουμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής ".........", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 2) Επίσης, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Η ενοχή του κατηγορουμένου για τις πράξεις αυτές νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία δικαστή, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, που κρίνονται απολύτως επαρκείς για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο, ευρίσκει ισχυρά ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ιδίως στις συνδυαζόμενες μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία καταθέσεις των μαρτύρων Ε1 και Θ2, που έχουν σαφή και άμεση αντίληψη των πραγμάτων, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση. Γ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ο πιο πάνω κατηγορούμενος, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 2.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (με αντικείμενο την προσωρινή επιδίκαση διατροφής) της Η1 κατά Ι1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της πελάτισσας του ίδιου Η1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της. 2) Στην Αθήνα, την 1/7/2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ1, και Κ2, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 30.6.2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Φ1, Μητροπολίτη ......., κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ του αιτούντος, και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσει τον αιτούντα Μητροπολίτη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Πράγματι η εν λόγω δικαστής εξέδωσε επί της πιο πάνω αίτησης την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία δέχθηκε στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα αυτού, που της είχαν παραδοθεί από τον Χ5 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, ως σχέδιο της απόφασης. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ2 και Κ1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 30/6/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ......, καθώς και την από 5.7.2004 αντίθετη αίτηση του τελευταίου, να μεροληπτήσει υπέρ του Ρ1, προς το σκοπό να ωφελήσει τον αιτούντα-καθ'ου Ρ1 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αιτούντος-καθ' ου η αίτηση Ρ1, που της είχαν παραδοθεί από τους Χ5, Κ2 και Κ1 και από τον ίδιο, ως σχέδιο της αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αίτηση και απέρριψε τη δεύτερη. 4) Στις 15.9.2003, έπεισε την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 2/9/2003 και με αριθμ. καταθ. 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Η1 κατά του Ι1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την αιτούσα πελάτισσα του, όσο και τον εαυτό του, ως πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8187/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας και παραμορφώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή της αιτούσας και των δύο ανήλικων τέκνων της το υπερβολικό ποσό 6.000 ευρώ μηνιαίως, το οποίο τελικά δεν καταβλήθηκε, αφού τα μέρη συμβιβάστηκαν στο ποσό των 3.000 ευρώ μηνιαίως. 5) Στην Αθήνα, στις 9.2.2004, έπεισε, από κοινού με τον Χ5 τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4, στον οποίο ο πρώτος υπέβαλε σχετική αίτηση, που κατατέθηκε από τον ίδιο (Χ1), να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 12024/2003, με την οποία είχε κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Λ1 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ένοχος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για απλή εξύβριση σε βάρος του ίδιου, μεροληπτώντας υπέρ του Χ5, προς το σκοπό να ωφεληθεί ο τελευταίος και ο ίδιος, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με αντίστοιχη βλάβη του κατηγορουμένου Λ1. Ο εν λόγω Αντεισαγγελέας Εφετών αποδέχθηκε τελικά στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς του Χ5, τους οποίους και περιέλαβε στην αίτηση αναιρέσεως, την οποία συνέταξε μέσα σε δύο ώρες περίπου από τη στιγμή της χρέωσης της υπόθεσης. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2003 έως 8.9.2003, έπεισε τον πρωτοδίκη Πειραιώς ΑΔ, που εκτελούσε προσωρινά χρέη ανακριτή στο 5° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, να μεροληπτήσει υπέρ του Σ1 και να δεχθεί την από 22/8/2003 αίτηση αυτού, του οποίου ο ίδιος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος, για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κρατήσεως του, που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθμ. ΑΝΕ/ΕΠΚ/27/17-6-03 ένταλμα της 5ης Ανακρίτριας Πειραιά, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, με σκοπό να ωφελήσει τον ως άνω κατηγορούμενο Σ1, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Ο εν λόγω πρωτοδίκης εξέδωσε, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, τη με αριθμό 51/2003 διάταξη, με την οποία αντικατέστησε την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προγενέστερα, α) με τη με αριθμό 40/2003 διάταξη της Τακτικής Ανακρίτριας Άλκηστης Σιάννου, απορρίφθηκε, με σύμφωνη γνώμη της αντεισαγγελέα Ιωάννη Τσάλλη, η από 23/6/2003 αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κρατήσεως του πιο πάνω κατηγορουμένου, η οποία είχε διαταχθεί με το με αριθμό 27/12-6-2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της Τακτικής Ανακρίτριας Μαρίας Βράκα και β) με το με αριθμό 1262/7-8-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Παναγιώτας Συμιγιάννη, είχε απορριφθεί η με αριθμό 9/2003 προσφυγή κατά της ως άνω, με αριθμό 40/2003, διατάξεως. 7) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 5.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 33964/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Μ1 κατά του Ν1, για την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, ύστερα από μεταρρύθμιση των με αριθμ. 83/2003 και 5753/2003 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Μ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 8) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 5/9/2003 αίτηση της Μ1, κατά του Ν1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους θεωρήθηκε εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8185/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων το υπερβολικό ποσό 765 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των 350 ευρώ, που είχε αρχικά επιδικαστεί με την απόφαση 8/3/2003. 9) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ, να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 7.7.2004 και με αριθμ. καταθ. 8230/2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1 για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της αιτούσας, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ, η οποία διατηρούσε φιλική σχέση με συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Φ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 10) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 7.7.2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8133/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανακάλεσε, κατά παραμόρφωση του αποδεικτικού υλικού, την προγενέστερη απόφαση 8309/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί υπέρ του Ω1 το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο. Δ) Παράβαση του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 περί μεσαζόντων. Η πράξη αυτή συνίσταται στο ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 έως τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, παρέστησε αληθώς στη ΙΑ, ότι λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γένει της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει την εκ μέρους των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών, αποφυλάκιση του ΕΖ, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά με το υπ' αριθμ. 14/2004 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, με σκοπό να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ποσού δέκα οκτώ χιλιάδων Ευρώ (18.000) ευρώ. Ε) Συγκρότηση συμμορίας. Η διάπραξη εκ μέρους του κατηγορουμένου των προαναφερόμενων εγκλημάτων υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμένης κατά τρόπο σταθερό, αποφασιστικό και αδίστακτο εγκληματικής δράσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αυτός, για να επιτύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το σκοπό του να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη, ενώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου του 2001 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2004, μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ2, Κ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια. ΣΤ) Απόπειρα απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., που συνίσταται ειδικότερα στο ότι: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.1999 έως 30.9.1999, επιχείρησε να λάβει από τη Π1 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτήν ψευδώς ότι, λόγω των γνωριμιών του, είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αποφυλάκιση του συζύγου της Π, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε εκτέλεση του με αριθμό 29/1999 εντάλματος του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού του αυτού διαβεβαίωνε τη Π1 ότι έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον άνδρα της από την φυλακή, αν του δώσει το ως άνω ποσό των 10.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να του καταβάλει, γιατί δεν είναι μόνος του, τονίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μέρος των χρημάτων αυτών επρόκειτο δήθεν να καταβληθεί στους ανθρώπους (δικαστικούς λειτουργούς), που ήταν μαζί του και είχαν την δυνατότητα να βγάλουν τον άνδρα της από τη φυλακή. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η ως άνω Π1 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 10.000.000 δρχ., παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε αποφασίσει να πουλήσει την οικία της για να βρει τα χρήματα αυτά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.1997 μέχρι 18.10.1997, επιχείρησε να λάβει από τον Π2 το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτόν ψευδώς, με δηλώσεις του προς τον ίδιο προσωπικά, αλλά και μέσω της αδελφής του Π3, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω δήθεν των γνωριμιών, που διατηρούσε με τον Εισαγγελέα και τον 22° Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, να παρέμβει σ' αυτούς και να τους δωροδοκήσει, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά μετά την απολογία του. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί ο ως άνω Π2 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 25.000.000 δρχ. Για την τέλεση της πρώτης από τις δύο αυτές πράξεις απόπειρας κακουργηματικής απάτης προκύπτουν, ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Π1 και Π7, ικανές ενδείξεις, οι οποίες κρίνονται επαρκείς για την παραπομπή του κατηγορουμένου προς πλήρη διελεύκανση της υπόθεσης κατά τη δημόσια ακροαματική διαδικασία. Για τη δεύτερη περίπτωση απόπειρας κακουργηματικής απάτης πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνδυασμένες καταθέσεις των μαρτύρων Π3, Π2, Π4, Π5 και Π6 παρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Ζ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών). (Από κερδοσκοπία και) κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την κακουργηματική πράξη της εμπορίας ναρκωτικών, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια δραστηριότητα. Ειδικότερα, στις αρχές Ιουνίου 1999, παρότρυνε και παρακίνησε τη Α1, που κατείχε και απέκρυπτε κατατεθειμένο στον υπ' αριθμό ....... τραπεζικό λογαριασμό της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο Υποκατάστημα Ν. Ερυθραίας το ποσό οπωσδήποτε των 83.242.771 δρχ., προερχόμενο από το έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών που είχε τελέσει ο σύζυγος της Α2, να αναλάβει από την Τράπεζα, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης, τα χρήματα αυτά. Στη συνέχεια δέχθηκε ο ίδιος, οπωσδήποτε το ποσό των 50.000.000 δρχ., καθιστάμενος δικαιούχος αυτού, προς το σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης του από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών και με την προοπτική εξασφάλισης της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 50.000.000 δρχ. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την απόφαση 2568, 2585/2005 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο Α2 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και κάθειρξη 10 ετών, για εμπορία ναρκωτικών ουσιών, και η σύζυγος του Α1 σε φυλάκιση 2 ετών και χρηματική ποινή 216.203 ευρώ για παράβαση του άρθρου 2 του ν. 2331/1995 και μάλιστα για τη νομιμοποίηση του ποσού των 83.242.771 δρχ., ως παράνομου εσόδου από εμπορία ναρκωτικών. Τις υπάρχουσες επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση εκ μέρους του κατηγορουμένου της πράξης αυτής, των οποίων γίνεται εκτενέστερη αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δεν είναι σε θέση να ανατρέψει, ούτε να υποβιβάσει σε επίπεδο μόνο απλών ενδείξεων, ο βασικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο ίδιος υπέδειξε στη Α1, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της, να αποσύρει το ποσό των 220.000.000 δρχ., που βρισκόταν κατατεθειμένο σε δικό της τραπεζικό λογαριασμό, δίνοντας πίστη στις διαβεβαιώσεις της ότι το ποσό αυτό αποτελούσε αποκλειστικά δικό της νόμιμο έσοδο, για να αποφύγει τον ενδεχόμενο κίνδυνο μακροχρόνιας δέσμευσης του, ισχυρισμός ο οποίος δεν κρίνεται πειστικός, αφού δεν ευρίσκει επαρκή ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό. Έτσι δεν μπορεί να αποτρέψει, όπως επίσης και ο ισχυρισμός ότι η Α1 έχει αθωωθεί για τη νομιμοποίηση του ποσού των 140.000.000 δρχ., ως παράνομου εσόδου, την παραπομπή αυτού σε δίκη για την προαναφερόμενη πράξη. Καθίσταται, λοιπόν, υπό τα δεδομένα αυτά, αναγκαίος ο ακροαματικός έλεγχος της εν λόγω κατηγορίας. Η) Απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ' επάγγελμα. Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.1999 έως 12.7.1999, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την πράξη της κακουργηματικής απάτης, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 7.7.1999, ενώ είχε προηγηθεί στις 6.7.1999 η σύλληψη των Τ2 και Τ1, κατηγορουμένων, εκτός των άλλων, και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) (επρόκειτο για έκδοση συντάξεων από τον ΟΓΑ υπέρ άγνωστων προσώπων με πλαστά έγγραφα και στη συνέχεια είσπραξη των συντάξεων αυτών από τα ταχυδρομικά γραφεία με πλαστές εξουσιοδοτήσεις), επικοινώνησε με τη διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας στον Πειραιά Υ1 και ζήτησε, για λογαριασμό των κατηγορουμένων αυτών, οι οποίοι είχαν κατατεθειμένα σε κοινούς λογαριασμούς στην Τράπεζα αυτή τα χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα τους, να βεβαιώσει ο ίδιος το γνήσιο της υπογραφής της πελάτισσας του Τ1, η οποία νοσηλευόταν τότε φρουρούμενη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", σε κείμενο εξουσιοδότησης, προκειμένου να αναληφθούν τα ποσά αυτά. Επειδή η εν λόγω διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας Υ1 αρνήθηκε να δεχθεί μια τέτοια εξουσιοδότηση, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί με επιστολή και δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της Τ1, απευθύνθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Πατεράκη, από την οποία ζήτησε να μεταβεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο για να συντάξει έγγραφο πληρεξουσιότητας, με το οποίο η Τ1 θα παρείχε στο δικαστικό επιμελητή .......... την εντολή να αναλάβει τα εν λόγω χρηματικά ποσά. Η συμβολαιογράφος αυτή αρνήθηκε να συντάξει ένα τέτοιο πληρεξούσιο, επικαλούμενη το γεγονός ότι εναντίον της Τ1 είχε απαγγελθεί κατηγορία για υπεξαίρεση και απάτη και ήταν ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να προέρχονταν από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Τελικά έπεισε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή Παπακώστα να μεταβεί, α) στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"και β) και στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και να συντάξει τα πληρεξούσια ...... και ......... της Τ1 και του Τ2 αντιστοίχως, με τα οποία αυτοί παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικαστικό επιμελητή .......... να αναλάβει από το υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τα ποσά, 1) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ......., 2) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ......, και 3) των 5.000.000 δρχ. από αμοιβαία κεφάλαια (.......) αυτών, συνολικού ποσού 8.500.000 δρχ., για τα οποία ποσά, ως προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, είχε ασκηθεί εναντίον των προαναφερόμενων δύο προσώπων ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη. Στη συνέχεια έπεισε το δικαστικό επιμελητή ........ να μεταβεί στις 9.7.1999, στο ως άνω υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας, για να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, ώστε αυτά να αποκρύβουν και να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια ημέρα (9.7.1999) ασκήθηκε εναντίον των δύο προαναφερόμενων κατηγορουμένων και ποινική δίωξη για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Η διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 για την ύποπτη προέλευση των χρημάτων αυτών, απέφυγε να τα καταβάλει στον ........ την ημέρα εκείνη. Ο τελευταίος επανήλθε τη Δευτέρα, στις 12.7.1999, αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά, επειδή στο μεταξύ εκδόθηκε η διάταξη ..... του Ανακριτή του 7ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών των κατηγορουμένων Τ1 και Τ2. Η πράξη αυτή της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παραπάνω χρημάτων από την προαναφερομένη εγκληματική δραστηριότητα, με την ανάληψη και την περιέλευσή τους στο δικαστικό επιμελητή ......., δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση (κατηγορουμένου Χ1), αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Εγνατία Τράπεζα η πιο πάνω με αριθμό 8/12.7.1999 διάταξη του 7ου Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή εκτίθενται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο συμπληρωματικά αναφέρεται". Καθίσταται συνεπώς φανερόν ότι αυτός δεν παραπέμφθηκε για συρροή εγκληματικής δραστηριότητας (=βασικό έγκλημα) και νομιμοποίηση εσόδων από αυτή? για δε την δεύτερη ότι: "Η κατηγορουμένη αυτή, η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Γ1, διέπραξε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2001 έως 19.2.2001, το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), που συνίσταται στο ότι από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή στην Γ1, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικότερα: στις 19.2.2001, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των 200.000 δραχμών από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που τελέστηκε από την Γ1, η οποία απαίτησε τα ποσό αυτό από την ίδια, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεών της που εκκρεμούσα ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής (Χ3), κατέβαλε στην Γ1, σε εκπλήρωση της πιο πάνω απαίτησης, το εν λόγω ποσό, το οποίο, ύστερα από υπόδειξη της τελευταίας, κατέθεσε στο λογαριασμό της στη EUROBANK με αριθμό ......, για να προσδοθεί νομιμοφανής υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος. Οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη εκτίθενται με πληρότητα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται (βλ. φύλλα 207 και 180 και δη στην κατάθεση εκ μέρους του ποσού των 200.000 δραχμών, στο πλήθος των δικαστικών αγώνων που είχε, και στη φιλία της με την Γ1 -γίνεται αναφορά στην 1097/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε σχετικό πίνακα δικών της στο άνω δικαστήριο-. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μη ακριβής προσδιορισμός των υποθέσεων της κατηγορουμένης που χειρίστηκε η Γ1 κατά την άσκηση των δικαστικών της καθηκόντων, επιδεικνύοντας σκοπίμως μεροληπτική συμπεριφορά, λόγω της παθητικής δωροδοκίας της, η οποία αποτελεί και την εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα) σε παράνομη νομιμοποίηση εσόδων, δεν επηρεάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη στοιχειοθέτηση της πράξεως αυτής της παθητικής δωροδοκίας σε βαθμό επαρκών ενδείξεων, αφού από το συνδυασμό όλων των αποδεικτικών στοιχείων βεβαιώνεται η απαίτηση και η λήψη εκ μέρους της Γ1 του πιο πάνω διαλαμβανόμενου χρηματικού ποσού προς το σκοπό επίδειξης μεροληπτικής συμπεριφοράς (εκδόσεως ευνοϊκών αποφάσεων υπέρ της Χ3) κατά την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων της". Για δε τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 ότι: "α. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αφού, κατά το χρονικό διάστημα από το 1983 έως το 1989, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές και απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στη Γερμανία, όπου και εργάστηκε ακολούθως στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, επέστρεψε μετά το 1993 στην Ελλάδα και άρχισε να δικηγορεί στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο, από δε το 1999 επεξέτεινε τη δικηγορική του δραστηριότητα και στην Αθήνα, αναλαμβάνοντας υποθέσεις και στα δικαστήρια των Αθηνών. Αυτός δημιούργησε στενή φιλική σχέση με την πρωτοδίκη Γ1, με την οποία γνωρίστηκε το 1993. Στενή φιλική σχέση δημιούργησε επίσης με το συγκατηγορούμενό του δικηγόρο Αθηνών Χ1, με τον οποίο ανέπτυξε και επαγγελματική συνεργασία, καθώς και με τον Αρχιμανδρίτη Χ5, του οποίου ανέλαβε και ορισμένες εκκρεμείς στα δικαστήρια υποθέσεις. Οι φιλικοί και οι επαγγελματικοί δεσμοί που δημιούργησε κατά κύριο λόγο με τα παραπάνω πρόσωπα, αποτέλεσαν τη βάση μιας περαιτέρω οργανωμένης συνεργασίας με αυτά, καθώς και με άλλα πρόσωπα, όπως ο δικηγόρος Βόλου Κ1, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση κοινών άνομων συμφερόντων και στην άντληση οικονομικών κυρίως οφελών με παραβατική συμπεριφορά. Ο κατηγορούμενος αυτός, προκειμένου να ανελιχθεί επαγγελματικά και να αποκτήσει σημαντικά οικονομικά οφέλη, δεν δίστασε να επιδείξει εγκληματική συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού προς το θεσμό της δικαιοσύνης και το δικηγορικό λειτούργημα και ενέχει μεγάλη κοινωνική απαξία και κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Ειδικότερα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος τέλεσε τα ακόλουθα κακουργήματα και πλημμελήματα: Α) Δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή: Συγκεκριμένα, στις 10.2.2003, υποσχέθηκε στην πρωτοδίκη Γ1, για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του ίδιου, ως και πελατών του, υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της, το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στις 12.2.2003, δια του συνεργάτη του ΞΟ, στο με αριθμό ..... λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα, όπως υπέδειξε η Γ1. Η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την τέλεση της πράξης αυτής αναλύεται με πληρότητα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το ποσό αυτό των 6.000 ευρώ, το οποίο, όπως και ο ίδιος δέχεται, κατατέθηκε με δική του εντολή από το συνεργάτη του ΞΟ στον πιο πάνω λογαριασμό του Χ5, αποτελεί αμοιβή δύο γραφολόγων πραγματογνωμόνων για υπόθεση του τελευταίου, ανετεθειμένη στον ίδιο, ως δικηγόρο, την οποία είχε προεισπράξει και επέστρεψε στον εντολέα του (Χ5), επειδή η σχετική πραγματογμωμοσύνη επρόκειτο να διενεργηθεί από πραγματογνώμονες της Αθήνας, δεν κρίνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας πειστικός. Αντίθετα η αποδεδειγμένη στενή συνεργασία μεταξύ Χ2, Χ5 και Γ1 για το μεροληπτικό χειρισμό προς όφελος αυτού υποθέσεων του γραφείου του, αλλά και άλλων συνεργατών του, εκ μέρους της Γ1 με την είσπραξη αμοιβής (δωροληψίας δικαστή), γεγονός που συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις, ο μεσολαβητικός ρόλος του Χ5 στον οργανωμένο μεταξύ τους κύκλο για τη διαβίβαση και μεταφορά των σχετικών εντολών και εισπράξεων προς το σκοπό μάλιστα της απόκρυψης των ποινικώς αξιόμεμπτων ενεργειών και των εσόδων από αυτές και η έλλειψη πειστικών εξηγήσεων για τη διακίνηση του εν λόγω ποσού των 6.000 ευρώ ενισχύουν τη θέση του Συμβουλίου ότι πρόκειται σαφώς για περίπτωση ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή, της οποίας επιχειρείται ανεπιτυχώς η απόκρυψη. Β) Απλή συνέργεια σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 πράξεων απάτης αυτής και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου αυτού στις πιο πάνω πράξεις κακουργηματικής απάτης αναδεικνύεται σε βαθμό επαρκών ενδείξεων από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, από τους οποίους γίνεται ρητή αναφορά και στο πρόσωπο του κατηγορουμένου. Γ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ' εξακολούθηση, που συνίσταται στο ότι από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή στην Γ1 που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικότερα: 1) Κατέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2000 έως και το Φεβρουάριο του 2003, α) στο με αριθμό ....... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού ......), συνολικά 6.160.000 δρχ. και ειδικότερα 500.000, 300.000, 400.000, 300.000, 260.000, 500.000, 3.000.000, 400.000 και 500.000 δρχ. αντιστοίχως στις 21.3.2000, 3.4.2000, 2.5.2000, 8.5.2000, 16.11.2000, 27.12.2000, 28.5.2001, 1.6.2001 και 6.8.2001 και β) στο με αριθμό ........ λογαριασμό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος που διατηρούσε ο Χ5 6.000 Ευρώ, στις 10.2.2003, ποσά τα οποία είχε απαιτήσει, ως δώρο, η προαναφερομένη δικαστική λειτουργός και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει για να κριθούν ευνοϊκώς υποθέσεις υπέρ του ίδιου και πελατών του, και έτσι να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 2) Στις 13.4.2000, 5.6.2000, 20.7.2000, 12.11.2001 και 9.8.2002, κατέθεσε τα χρηματικά ποσά των 400.000, 540.000, 500.000, 870.000 δρχ. και 600 ευρώ αντιστοίχως (το τελευταίο δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ιωαννίδη), προερχόμενα από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεσθεί δια της εκ μέρους της Γ1 απαίτησης της καταβολής των ποσών αυτών, για να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ του ίδιου, ως και των πελατών του, εκκρεμείς ενώπιον της εν λόγω δικαστικής λειτουργού υποθέσεις, στο με αριθμό .......... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού .........), για να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή και την αμέσως προηγούμενη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα η παθητική δωροδοκία δικαστή, ως βασικό έγκλημα, εκτός από εκείνη του ποσού των 6.000 ευρώ, για την οποία έχει ήδη γίνει λόγος στον οικείο τόπο, επαρκώς στοιχειοθετείται με βάση τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, όπως εξηγείται και στην εισαγγελική πρόταση. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, με τον οποίο αυτός επιχειρεί να εμφανίσει ως σύννομες τις διαδοχικές εκ μέρους του καταθέσεις των προαναφερόμενων χρηματικών ποσών στο λογαριασμό της Γ1, ότι οι καταθέσεις αυτές αποτελούν δάνειο του πελάτη του ΚΛ, κατοίκου ......., προς την Γ1 και έγιναν από τον ίδιο, ο οποίος λειτούργησε ως μεσολαβητής, μεταξύ του ΚΛ, από τον οποίο έπαιρνε τα χρήματα του δανείου για να τα μεταβιβάσει στην Γ1, και της τελευταίας, από την οποία έπαιρνε αντίστοιχες συναλλαγματικές για την εξασφάλιση του πελάτη του, δεν ευσταθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο κατηγορούμενος στο από 19.12.2005 απολογητικό υπόμνημα του στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη αναφέρει ότι μεσολάβησε, ως δικηγόρος του ΚΛ, για την εξασφάλιση αυτού, με την ταυτόχρονη παράδοση σ' αυτόν των αποσταλεισών από την Γ1 συναλλαγματικών κατά την εκτέλεση του δανείου (κατά την καταβολή του σχετικού χρηματικού ποσού), στο από 7.9.2007 υπόμνημα του, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, εκθέτει, διαφοροποιούμενος ως ένα βαθμό, ότι έπαιρνε τις συναλλαγματικές, ως εγγύηση για την αποπληρωμή των δανεισθέντων από την Γ1 ποσών και ότι οι συναλλαγματικές θα παρέμεναν στην κατοχή του μέχρι την αποπληρωμή του δανείου και μόνο σε περίπτωση που η Γ1 δεν θα ήταν σε θέση να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό θα παρέδιδε τις συναλλαγματικές στο ΚΛ, ο οποίος θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για την είσπραξη της απαίτησης του, και ακόμη ότι η Γ1 έδινε στον ίδιο τις συναλλαγματικές, διότι ήθελε να είναι ασφαλής ότι αυτές σε καμιά περίπτωση δεν θα κυκλοφορούσαν με οπισθογράφηση σε τρίτα άτομα. Αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι η μη κυκλοφορία των συναλλαγματικών με οπισθογράφηση σε τρίτα άτομα μπορούσε ευχερώς να επιτευχθεί με την προσθήκη στις συναλλαγματικές της ρήτρας "ουχί εις διαταγήν", που καθιστούσε τις εν λόγω συναλλαγματικές μη μεταβιβάσιμες με οπισθογράφηση, γεγονός που ασφαλώς γνώριζαν η πρωτοδίκης Γ1 και ο ίδιος, ως έγκριτος δικηγόρος, και δεν υπήρχε ανάγκη παράδοσης τους σ'αυτόν. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι απλώς ο μη ακριβής προσδιορισμός των υποθέσεων που χειρίστηκε η Γ1 κατά την άσκηση των δικαστικών της καθηκόντων, επιδεικνύοντας σκοπίμως μεροληπτική συμπεριφορά, δεν είναι σε θέση να επηρεάσει, όπως έχει προαναφερθεί, τη στοιχειοθέτηση των πράξεων αυτών παθητικής δωροδοκίας, ως βασικού εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων (βλ. σχετ. ΑΠ 570/2006). Εξάλλου, η εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής των περισσοτέρων πλημμεληματικών πράξεων παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που αποτελούν το βασικό έγκλημα στη νομιμοποίηση εσόδων, δεν αναιρεί, όπως έχει προδιαληφθεί, την τέλεση του εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αφού αρκεί το γεγονός ότι διακριβώθηκε αντικειμενικά η τέλεση των εν λόγω πράξεων δωροδοκίας δικαστή. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1 και την Γ1, την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.0.00 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "........", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 4) Στην Αθήνα, επίσης κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Η ενοχή του κατηγορουμένου για τις δύο τελευταίες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία δικαστή, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, που κρίνονται απολύτως επαρκείς για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο, ευρίσκει ισχυρά ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ιδίως στις συνδυαζόμενες μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία καταθέσεις των μαρτύρων Ε1 και Θ2, που έχουν σαφή και άμεση αντίληψη των πραγμάτων, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση. Δ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ο πιο πάνω κατηγορούμενος, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση στους πιο κάτω δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20763/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών. 2) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και χρήση πλαστού εγγράφου, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5 κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20764/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών. 3) Κατά το πρώτο δεκανθήμερο του Οκτωβρίου του 2003, έπεισε, από κοινού με το Κ1 και τον Χ5, την Πρωτοδίκη Γ1 να επιδιώξει να συμμετάσχει, κατά τη δικάσιμο της 13.10.2003, στην σύνθεση του II01 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδή καταμήνυση, χρήση πλαστού εγγράφου και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας τον αρχικώς κληρωθέντα πρωτοδίκη Ελευθέριο Γεωργίλη (εκδόθηκε σχετικώς η πράξη 355/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) και να μεροληπτήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής υπέρ του Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος της τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσει τον πολιτικώς ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και να βλάψει τον κατηγορούμενο με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Τελικά εκδόθηκε η απόφαση 67544 και 68327/ 13 και 15.10.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε πράξη. Μειοψήφισε η ήδη κατηγορουμένη Γ1, η οποία εξέφρασε τη γνώμη να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 3 ετών για κάθε πράξη. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, αναφορικά με τις διαλαμβανόμενες στην εισαγγελική πρόταση κατηγορίες ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, με στοιχ. Ε(Ι)1, Ε(Ι)2 και Ε(Ι)5, με τις οποίες χαρακτηρίζεται αυτοτελώς, ως αξιόποινη πράξη παράβασης καθήκοντος, η επιδιωχθείσα εκ μέρους ορισμένων δικαστικών λειτουργών συμμετοχή στη σύνθεση των δικαζόντων συγκεκριμένες υποθέσεις δικαστηρίων, ύστερα από την αντικατάσταση αρμοδίως των αρχικά ορισθέντων δικαστών, με το σκοπό να ωφελήσουν με τη μεροληπτική συμπεριφορά τους ορισμένους διαδίκους, ότι, όπως έχει εκτεθεί και πιο πάνω για αντίστοιχες κατηγορίες σε βάρος του Χ5, η συμμετοχή συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών στη σύνθεση των δικαστηρίων, που θα δίκαζαν τις υποθέσεις που τους ενδιέφεραν, συνδέεται άρρηκτα και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκδήλωση της αποφασισθείσας μεροληπτικής συμπεριφοράς τους κατά την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών προς το μοναδικό σκοπό της προσπόρισης παράνομου οφέλους σε ορισμένους διαδίκους με αντίστοιχη βλάβη των αντιδίκων τους. Υφίσταται, δηλαδή, ενότητα εγκληματικής ενέργειας, που κατατείνει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου από την αρχή τελικού σκοπού της παράνομης ωφέλειας και αντίστοιχης βλάβης ορισμένων διαδίκων, με την παράβαση εκ μέρους του δικαστή, που επέτυχε να εξασφαλίσει αρμοδίως τη συμμετοχή του στη σύνθεση των δικαζόντων δικαστηρίων, του υπηρεσιακού του καθήκοντος. Έτσι αξιόποινο χαρακτήρα, ως παράβαση καθήκοντος, φέρει η μεροληψία του δικαστή υπέρ ορισμένου διαδίκου προς το σκοπό ωφέλειας αυτού και αντίστοιχης βλάβης του αντιδίκου του, όχι και αυτή καθεαυτή η επιδιωχθείσα συμμετοχή του στη σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου προς εξυπηρέτηση του πιο πάνω σκοπού με τη μεροληπτική συμπεριφορά του. Συνακόλουθα, για τις φερόμενες στην εισαγγελική πρόταση με τα πιο πάνω στοιχεία Ε(Ι)1, Ε(Ι)2 και Ε(Ι)5 πράξεις ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, ενόψει του ότι δεν στοιχειοθετείται η παράβαση καθήκοντος, θα πρέπει να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου, όπως πιο κάτω εκτίθεται. Ε) Συγκρότηση συμμορίας. Η διάπραξη εκ μέρους του κατηγορουμένου των προαναφερόμενων εγκλημάτων υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμένης κατά τρόπο σταθερό, αποφασιστικό και αδίστακτο εγκληματικής δράσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αυτός, για να επιτύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το σκοπό του να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη, ενώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου του 2000 μέχρι και τα τέλη του Νοεμβρίου του 2004, μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια". Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού αναφέρει σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και τους λόγους που στηρίζουν την υπαγωγή τους στις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των αναιρεσειόντων. Έτσι και οι σχετικοί λόγοι των αναιρέσεων -συμπεριλαμβανομένων και αυτών που περιέχονται στο από 3-3-2008 υπόμνημα του πρώτου- είναι αβάσιμοι -βλ. για το έγκλημα της νομιμοποίησης από παθητική δωροδοκία δικαστή και το βούλευμα ΑΠ 570/2006-. Όπως ελέχθη η φερόμενη αιτίαση ότι η αιτιολογία αποτελεί κατά το μέγιστο μέρος απλή αντιγραφή του κατηγορητηρίου είναι ως λόγος αναίρεσης και αβάσιμος αλλά και απαράδεκτος αφού δεν αναφέρεται γιατί αυτό δεν αρκεί. Εξ' άλλου σαφώς αναφέρεται ο τρόπος τελέσεως της απλής συνέργειας, ήτοι η υπόδειξη του τρόπου τέλεσης, πράγμα που αρκεί, χωρίς να απαιτείται κάτι άλλο. Άλλωστε ούτε ο αναιρεσείων δεν αναφέρει γιατί αυτό δεν αρκεί. Αναφέρει επίσης ειδικά και εμπεριστατωμένα πού στηρίζει τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων (=ανάπτυξη επί μακρό χρόνο σοβαρή εγκληματική δράστη στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης, οργάνωση σε μεγάλη έκταση της δικαστηριακής εργασίας του ως δικηγόρου.....σε ένα σχεδιασμένο περιβάλλον και αδιαφανές πλαίσιο παραβατικής δράσης.....) -πρ.βλ. ΑΠ 2159/2006 όπως επίσης και τον τρόπο της ηθικής αυτουργίας = συνεχείς προτροπές, για την οποία, ενόψει της φύσεως της κυρίας πράξης (=παράβαση καθήκοντος) και του περιεχομένου της, δεν απαιτείτο να αναφέρεται ότι σκοπός του ήταν η έκδοση μη δικαίων δικαστικών αποφάσεων κλπ. Επίσης δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η μη απάντηση σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς -αφού αυτό ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, όταν μάλιστα δεν συγκεκριμενοποιούνται αυτοί. Έτσι και ο ισχυρισμός περί μη ορθής αξιολογήσεως αποδεικτικών στοιχείων. Επίσης επαρκώς περιγράφεται και το βασικό έγκλημα από το οποίο προέρχεται η περιουσία για την οποία η νομιμοποίηση, η συγκεκριμενοποίηση της οποίας -όσον αφορά λεπτομέρειες- είναι έργο του δικαστηρίου. 'Ετσι και η υπόθεση την οποία αφορά η παθητική δωροδικία σε σχέση με τη νομιμοποίηση που τέλεσε η τρίτη αναιρεσείουσα της οποίας και ο δεύτερος λόγος είναι, όπως ελέχθη, αβάσιμος όπως αβάσιμοι είναι οι λόγοι αναίρεσης ότι δεν περιλαμβάνεται στην εγκληματική δραστηριότητα η παθητική δωροδοκία δικαστή, όπως ελέχθη. Τέλος οι λόγοι αναίρεσης του δευτέρου κατηγορουμένου είναι απαράδεκτοι? ειδικώτερον ο πρώτος στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση αφού για την συγκεκριμένη πράξη της παθητικής δωροδοκίας της Γ1 που τέλεσε στις 28-2-2004 και 2-3-2004 και αναφέρεται σε υπόθεση του ιεροδιακόνου, δεν έχει παραπεμφθεί ο αναιρεσείων, πράγμα που και ο ίδιος αναφέρει στην έκθεση αναίρεσης (βλ. σελίδα 5 αυτής), οι δε λοιποί λόγοι αναίρεσης αναφέρονται σε αποδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος που ανάγονται αποκλειστικά σε άλλους κατηγορούμενους και στις αποδιδόμενες σ'αυτούς κατηγορίες, ενώ σε σχέση με αυτόν και στο οικείο σημείο υπάρχουν άλλες αποδοχές που δεν προσβάλλονται, λαμβανομένου υπόψη ότι για κάθε κατηγορούμενο το προσβαλλόμενο βούλευμα ασχολείται ξεχωριστά και περιορίζεται σ'αυτόν. Σημασία συνεπώς έχει εάν το οικείο σημείο που αφορά τον αναιρεσείοντα και αυτά που δέχεται γι'αυτόν αναφέρονται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά. Αυτά όμως δεν προσβάλλονται από τον αναιρεσείοντα αυτόν. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, σε σχέση με αναίρεση κατά βουλεύματος, δεν μπορεί να χωρήσει προβολή προσθέτων λόγων, κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τον Κ.Π.Δ., αφετέρου το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αυτής εξαρτάται από τον αναιρεσείοντα και από το προσβληθέν μέρος του βουλεύματος σε συνδυασμό με τους προβαλλόμενους λόγους. 'Ετσι τα μη θιγέντα μέρη-κεφάλαια αυτού έχουν καταστεί ήδη αμετάκλητα πρ.βλ. και άρθρο 482 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ. Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση αναιρέσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 26/2008, 11/2008 και 23/2008 αναιρέσεις των Χ1, Χ2 και Χ3. Να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτών. Αθήνα 4 Μαρτίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ Με την υπ' αριθμ. 146/28-3-2008 έγγραφη πρότασή μας εισαγάγαμε στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου τις υπ'αριθμ 26/2008, 11/2008 και 23/2008 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, Χ2 και Χ3 κατά του υπ'αριθμ. 2707/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και προτείναμε τα αναφερόμενα σ'αυτή και δη την απόρριψη των άνω αναιρέσεων. Ο από τους παραπάνω αναιρεσείοντες Χ2 υπέβαλε στην Εισαγγελία Αρείου Πάγου την από 14-4-2008 αίτησή του, για να διαβιβαστεί στο παραπάνω συμβούλιο, την από 14-4-2008 αίτησή του, με την οποία ζητάει την εμφάνισή του στο συμβούλιο αυτό "προς παροχή διευκρινίσεων και εξηγήσεων και για την ορθότερη ανάπτυξη των λόγων της αναίρεσης". Επίσης ο από τους κατηγορουμένους, αλλά όχι αναιρεσείων, Χ5 υπέβαλε δια του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου στις 14-4-2008 την από 14-4-2008 αίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο συμβούλιο Αρείου Πάγου προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει και αναπτύξει τους λόγους αναίρεσης που έχει υποβάλει με το από 9-4-2008 υπόμνημά του. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ έχει εφαρμογή και στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ, ήτοι το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του για να δώσουν, κάθε διευκρίνιση, τότε δε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Επομένως η σχετική αίτηση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, δηλαδή να εξειδικεύεται ο λόγος της εμφανίσεως, και αφετέρου όταν ο αιτών έχει ήδη αναπτύξει λεπτομερώς τους λόγους αναίρεσης με την αίτηση αναίρεσης, δεν υπάρχει λόγος αποδοχής της σχετικής αιτήσεως εμφανίσεως - παγιά στο σημείο αυτό η νομολογία του Αρείου Πάγου βλ. ΑΠ 1477/2005 στο τέλος, ΑΠ 1762/2006 στο τέλος, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 2275/2002 στο τέλος, ΑΠ 353/2004 στο τέλος κ.α.- Εξ άλλου η αίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισης υποβάλλεται μόνο υπό του αναιρεσείοντος αφού οι δυνάμενες να δοθούν εδώ εξηγήσεις-διευκρινίσεις αφορούν μόνον τους υπό τούτου προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης - βλ. ΑΠ 307/2004 - αφενός και αφετέρου δεν μπορούν να αφορούν την ουσία της υπόθεσης αφού ο 'Αρειος Πάγος δεν ερευνά αυτή. Τέλος, πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης δεν προβλέπονται επί βουλευμάτων (άρθρο 485 παρ. 2 ΚΠοινΔ). Ενόψει των ανωτέρω η άνω αίτηση του πρώτου πρέπει να απορριφθεί αφενός μεν διότι είναι αόριστη αφετέρου διότι ο αναιρεσείων αιτών έχει ήδη αναπτύξει τις απόψεις του λεπτομερώς με την αίτηση αναιρέσεως. Επίσης πρέπει να απορριφθεί και η από 14-4-2008 αίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου του κατηγορουμένου Χ5, διότι δεν είναι αναιρεσείων και διότι δεν προβλέπεται από το νόμο αποδοχή τέτοιας αιτήσεως με το άνω περιεχόμενο. 'Αλλωστε οι προταθέντες λόγοι αναίρεσης έχουν ήδη αναπτυχθεί λεπτομερέστατα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως απορριφθούν οι από 14-4-2008 αιτήσεις για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου των Χ2 και Χ5. Αθήνα 14 Απριλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες 26/4-2-2008, 11/4-2-2008 και 23/30-1-2008 αιτήσεις (εκθέσεις) των 1) Χ1, 2) Χ2 και, 3) Χ3, αντιστοίχως, κατά του 2707/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
ΙΙ. Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το πιο πάνω προσβαλλόμενο βούλευμά του, που εκδόθηκε κατά το άρθρο 29 παρ. 3 ΚΠΔ και έκρινε σε πρώτο και τελευταίο βάθμό, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, πλην άλλων, και τους αναιρεσείοντες Χ1, Χ2 και Χ3 για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως : Α) Ο πρώτος για α) απλή συνέργεια από κοινού σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), γ) ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος από κοινού, δ) παράβαση του άρθρου 11 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων- ε) συγκρότηση συμμορίας, στ) απόπειρα απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., ζ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία και κατ'επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών), η) απόπειρα νομιμοποίησης από κερδοσκοπία εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ'επάγγελμα. Β) Ο δεύτερος για α) δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή, β) απλή συνέργεια σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ'εξακολούθηση, δ) ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, ε) συγκρότηση συμμορίας και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) και Γ) η τρίτη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή.
ΙΙΙ. Ο από τους παραπάνω αναιρεσείοντες Χ2, με την από 14-4-2008 αίτησή του, ζητάει την εμφάνιση του στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου "προς παροχή διευκρινίσεων και εξηγήσεων και για την ορθότερη ανάπτυξη των λόγων της αναίρεσης". Επίσης, ο από τους κατηγορουμένους, αλλά όχι αναιρεσείων, Χ5, με την από 14-4-2008 αίτησή του, ζητάει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο αυτό Συμβούλιο, προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει και να αναπτύξει τους λόγους αναίρεσης που έχει υποβάλει με το από 9-4-2008 υπόμνημά του.
Η αίτηση του αναιρεσείοντος Χ2 πρέπει να απορριφθεί, ως κατ'ουσία αβάσιμη, αφού με τις κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και με το υπόμνημα που κατέθεσε, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις του και οι ισχυρισμοί του αναπτύσσονται επαρκώς σε αυτά, ενώ, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση για αυτοπρόσωπη αυτού εμφάνιση δεν προσδιορίζει και δεν εξειδικεύει το λόγο της αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του, δηλαδή, επί ποίων θεμάτων ζητεί αυτός να παράσχει επιπλέον διευκρινήσεις.
Η αίτηση του μη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ5, είναι απορριπτέα, προεχόντως, ως απαράδεκτη. Η διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., αναφερομένη στην συζήτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και ορίζουσα την, κατ'αυτήν δυναμένη να εφαρμοσθεί αναλόγως, διάταξη και του άρθρου 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., προϋποθέτει αναγκαίως περίπτωση συνδρομής των όρων του άρθρου 309 παρ. 2 και στην αναιρετική διαδικασία. Έτσι, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία, αφορά σε αίτημα συγκεκριμένου διαδίκου να δώσει διευκρινίσεις επί των δικονομικών και ουσιαστικών ισχυρισμών του, προκειμένου δε, κατά την ενώπιον δε του Αρείου Πάγου συζήτηση επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως διαδίκου υποβάλλεται μόνον εκ μέρους του αιτουμένου την αναίρεση του βουλεύματος διαδίκου, αφού οι δυνάμενες να δοθούν, εν προκειμένω, διευκρινίσεις αφορούν μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως. Αίτημα ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση κατά βουλεύματος διαδίκου, είναι απαράδεκτο στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία, κατά την οποία είναι και λογικώς αδιανόητη η "διευκρίνιση"των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως υπό ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση του βουλεύματος, διαδίκου. Άλλωστε, ο αιτών, επιδιώκων, κατά το άρ. 469 του ΚΠΔ, το επεκτατικό γι' αυτόν αποτέλεσμα των αναιρέσεων, που άσκησαν οι συγκατηγορούμενοί του Χ1 και Χ2, δύναται να επικαλεσθεί μόνο τους προβαλλόμενους από εκείνους λόγους αναίρεσης, χωρίς ο ίδιος να δύναται να προβάλει δικούς του λόγους. Το ίδιο ισχύει και για τον κατηγορούμενο και μη ασκήσαντα αναίρεση Κ1 ο οποίος, όπως και ο Χ5, υπέβαλε σχετικό υπόμνημα. Επομένως, το αίτημα του Χ5 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της ουσίας της υποθέσεως ("της κατηγορίας που τον βαρύνει") και για να αναπτύξει τους λόγους αναίρεσης που έχει υποβάλει με το από 9-4-2008 υπόμνημά του, είναι και εκ τούτου απαράδεκτο, και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι από 14-4-2008 αιτήσεις για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου των Χ2 και Χ5.
ΙV. Ο αναιρεσείων Χ1, με τον 1ο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι το αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη ενώπιον αυτού εμφάνιση απορρίφθηκε, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία "ιδρυομένων έτσι τόσο του από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως αιτιολογίας, όσο και εκείνου της απόλυτης ακυρότητας". Η απόλυτη δε ακυρότητα, όπως υποστηρίζει, επήλθε, διότι το δικαίωμα του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση συνδέεται με τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, ως κατηγορουμένου, ώστε, η αναιτιολόγητη μη ικανοποίησή του, αντίκειται στις σχετικές διατάξεις τόσο του ΚΠΔ, όσο και της ΕΣΔΑ. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες . Κατά τα άρθρα 309 παρ. 2 και 318 εδ. α του Κ.Π.Δ., το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο το συμβούλιο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μόνο, αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή, αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδάφ. δ' του Κ.Π.Δ., που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι είναι περιττή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων ενώπιόν του και έτσι απέρριψε τη σχετική αίτησή τους . Την κρίση του δε αυτή στήριξε, σε δικές του σκέψεις και συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε, ότι οι αιτήσεις των κατηγορουμένων (μεταξύ των οποίων και του αναιρεσείοντος Χ1), που υπέβαλαν αίτηση, "για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου προς παροχή διασαφήσεων και διευκρινίσεων, οι οποίοι κρίνονται παραδεκτές και νόμιμες (309 παρ. 2 ΚΠοινΔ), πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμες, διότι οι κατηγορούμενοι αυτοί έχουν εκθέσει διεξοδικά και με πληρότητα τις απόψεις τους με εκτενή και αναλυτικά υπομνήματα ενώπιον του Ανακριτή και του Συμβουλίου και δεν έχουν ουσιαστικά να συνεισφέρουν τίποτε περισσότερο από τα ήδη εκ μέρους τους εκτεθέντα". Η με την ανωτέρω αιτιολογία απόρριψη της αιτήσεως εμφανίσεως του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών είναι πλήρης, αφού για ορισμένους αναφερομένους στο βούλευμα λόγους απέρριψε την αίτηση αυτή. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, "κατά τους κοινούς λογικούς κανόνες δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί, ότι, μετά το χρόνο της απολογίας του κατηγορουμένου ή της υποβολής υπομνημάτων του...... ..αποκαλύφθηκαν παλαιότερα περιστατικά ή/και στοιχεία ή/και προέκυψαν νέα, από τα οποία να συνάγεται, ως αναγκαίο πόρισμα, η ανυπαρξία ενδείξεων εις βάρος του κατηγορουμένου", είναι απορριπτέες προεχόντως ως αόριστες, άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων ανέφερε επί ποίων θεμάτων ζητούσε να παράσχει επιπλέον διευκρινήσεις. Η απορριπτική δε του αιτήματος αυτού κρίση του Συμβουλίου δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 4 και 6 παρ. 3 της κυρωθείσης με το ΝΔ 53/1974 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και με την με αυτές καθιερούμενη αρχή της δίκαιης δίκης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, ότι ο αναιρεσείων έχει την δυνατότητα ενώπιον του Δικαστηρίου να αναπτύξει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του . Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α και Δ του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής του προαναφερόμενου αιτήματος διατάξεως του βουλεύματος και για απόλυτη αυτού ακυρότητα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
V. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη παράλειψη ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός . Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε. Για την κακουργηματική μορφή τη απάτης απαιτείτο επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (15.000 ευρώ). Είναι δε γεγονότα κατά την έννοια του νόμου και τα αναφερόμενα στο μέλλον γεγονότα και υποσχέσεις, όταν συνοδεύονται ταυτόχρονα από ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν, κατά τρόπο που να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως από τον δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μη εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Έτσι, όταν παριστάνει κάποιος ότι λόγω φιλικού συνδέσμου με τον δικαστή, έχει τη δυνατότητα να επιτύχει την έκδοση ευνοϊκής γι' αυτόν απόφαση, υπάρχει παράσταση παρόντος γεγονότος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της δεύτερης αυτής διατάξεως πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως είναι κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελώντας τμήμα, ολικώς ή μερικώς, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρία πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Εξάλλου, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, ότι όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, απλός συνεργός σε τετελεσμένη ή σε απόπειρα απάτης, είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (απάτη) και τη βούληση να συμβάλλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί και με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και με την ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, ''για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες'' (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3327/2005), "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται, όποιος από κερδοσκοπία ή για να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' εδ. αιζ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 (και αναριθμήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 2696/1998), "ο όρος ''εγκληματικές δραστηριότητες'', περιλαμβάνει (μεταξύ άλλων) και τα εγκλήματα (καλούμενα εφεξής βασικά εγκλήματα) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα"και κατά τη διάταξη της παρ γ' του ίδιου άρθρου του νόμου, "με τον όρο ''περιουσία'' νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/ 2005, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' του ν. 2331/1995, όπως είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε περαιτέρω και αντί του εδ. αιζ' (εγκλήματα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Π.Κ.), τέθηκε στοιχείο δδ', στο οποίο αναφέρεται συναφώς, ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο ''εγκληματικές δραστηριότητες'', μόνον η παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 Π.Κ.), στην έννοια όμως της οποίας περιλαμβάνεται και το έγκλημα της παρ. 1 του άρθρου 237 του Π.Κ. (παθητική δωροδοκία δικαστή), αποκλεισθείσης μόνον της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρα 236 και 237 παρ. 2 του Π.Κ.), προδήλως ως μη αποφέρουσας εισόδημα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 του Π.Κ. (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3327/2005, ισχύοντος από της 11-3-2005), "1. Εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα λάβουν, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά), την αγορά, απόκρυψη, λήψη με την μορφή εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση, οποιαδήποτε περιουσίας, που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα, υποκειμενικά δε δόλο, έστω και ενδεχόμενο και περαιτέρω σκοπό κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτή περιουσία, για τη συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για κερδοσκοπία ή συγκάλυψη. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου βασικού (καλούμενου) εγκλήματος (που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία) και το οποίο, όταν αυτουργός της πράξεως είναι το ίδιο πρόσωπο, πράγμα που δεν αποκλείεται από οιαδήποτε διάταξη του νόμου (εκτός από την περίπτωση που το έγκλημα τελείται υπό τη μορφή της ''παροχής συνδρομής'' σε άλλο πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα, οπότε αποκλείεται η ταυτοπροσωπία εννοιολογικά) ή άλλη διάταξη, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Κατ' εξοχήν δε ο νόμος τιμωρεί τις πράξεις συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, εκείνον που απόκτησε ο ίδιος περιουσία από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ τον άλλον (εκτός από τον αποκτήσαντα) τον θεωρεί συνεργό και τον τιμωρεί ως αυτουργό της πράξεως. Η τέλεση του βασικού εγκλήματος, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Τα εγκλήματα αυτά, καλούμενα, όπως αναφέρθηκε, βασικά, προσδιορίζονται στο νόμο (άρθρο 1 παρ. α' ν. 2331) περιοριστικά, περιλαμβάνεται δε μεταξύ αυτών, όπως προαναφέρθηκε, και η παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, αποτελούσα ειδικότερη περίπτωση παθητικής δωροδοκίας, η οποία ρητά προβλέπεται στο νόμο και μετά την τροποποίησή του. Τέλεση του εγκλήματος κατ' επάγγελμα, νοείται υπό την έννοια του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ., όταν δηλαδή από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού, για τον πορισμό εισοδήματος. Το έγκλημα δε της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, που ήταν (προ της ισχύος του ν. 3327/2005) πλημμέλημα, προϋποθέτει εκτός από τη δικαστική ιδιότητα του υπαίτιου, απαίτηση ή αποδοχή από αυτόν δώρου ή άλλου ωφελήματος, που δεν το δικαιούται ή έστω αποδοχή υπόσχεσης παροχής δώρου ή ωφελήματος. Και το έγκλημα δηλαδή της παθητικής δωροδοκίας, είναι υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του (απαίτηση ή αποδοχή δώρου ή ωφελήματος ή υπόσχεσης παροχής), αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορεί να εναλλαχθούν, σε περίπτωση δε συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης, τελείται ένα μόνον έγκλημα. Από υποκειμενική δε άποψη, εκτός από το δόλο, που αρκεί να είναι και ενδεχόμενος, απαιτείται και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου, για διεξαγωγή ή κρίση μιας υπόθεσης που του έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου. Και η παθητική δηλαδή δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, είναι έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Επίσης, κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, αυτουργός του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263Α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση, όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας, β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος, αφενός μεν στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και αφετέρου, στη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να παραβεί το καθήκον του αυτό και γ) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, αδιαφόρου όντος, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 του Ν. 5227/1931, τιμωρείται, με τις οριζόμενες σε αυτό ποινές, όποιος παριστάνει, ψευδώς ή αληθώς, ότι μπορεί από τις σχέσεις του να επιτύχει υπέρ άλλου ή για τον εαυτό του, αλλά για λογαριασμό άλλου, την σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης με το δημόσιο ή τα λοιπά στο άρθρο 1 του παρόντος αναφερόμενα πρόσωπα ή και ασχέτως προς κάθε σύμβαση προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των προσώπων αυτών, των υπαλλήλων, αντιπροσώπων ή των οργάνων τους, λαμβάνοντας αμοιβή ή άλλο αντάλλαγμα ή αποσπά υπόσχεση τέτοιας αμοιβής ή ανταλλάγματος υπέρ του εαυτού ή τρίτου. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προς απαρτισμό του παραπάνω εγκλήματος αρκεί, όπως η γενομένη παράσταση έχει ως αποτέλεσμα την λήψη οποιασδήποτε αμοιβής ή υπόσχεση αμοιβής, αδιαφόρου όντος αν η παράσταση είναι ψευδής ή αληθινή, ενώ δεν είναι υποχρεωμένο το Δικαστήριο να προσδιορίσει τούτο, το εν λόγω δε αδίκημα τελειούται με την συνδρομή των όρων, που αναγράφονται στον νόμο. Τέλος, μεταξύ των εγκλημάτων της απόπειρας απάτης και παράβασης του νόμου περί μεσαζόντων υπάρχει αληθινή συρροή, αφού καθένα από αυτά δεν αποτελεί συστατικό στοιχεί ή επιβαρυντική περίπτωση του άλλου, ούτε υπάγεται από τον νόμο στην έννοια του ετέρου ως αναγκαίο μέσο εκτέλεσης ή αναγκαία συνέπεια του ίδιου, διότι είναι αυτοτελή και διακεκριμένα φυσικώς και νομικώς. Περαιτέρω, κατά την παρ.3 του άρθρου 187 του ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικάταστασή του με το άρθρο 1 του ν. 2928/27-6-2001, (με τον οποίο κατέστη ανέγκλητη η πράξη της σύστασης, ενώ διατηρήθηκε η πράξη της συμμορίας) "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας". Το έγκλημα της συγκρότησης συμμορίας προϋποθέτει την ένωση, δηλαδή τη συμφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων για τη διάπραξη ενός τουλάχιστον, μη προσδιοριζόμενου κακουργήματος ή πλημμελήματος, ως προς το οποίο (πλημμέλημα) πρέπει να συντρέχουν και οι λοιποί όροι που αναφέρονται στην πιο άνω διάταξη. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει και θέλει τη συμφωνία για την τέλεση ενός τουλάχιστον μη προσδιοριζόμενου κακουργήματος ή πλημμελήματος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν δε πρόκειται για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, όπως είναι και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η παθητική δωροδοκία δικαστή, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με δικές του σκέψεις και με συμπληρωματική αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Σε σχέση με τις αποδιδομένες στους αναιρεσείοντες κατηγορίες. Α) ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1 δέχθηκε τα εξής "α. Ο εν λόγω κατηγορούμενος δικηγόρος ανέπτυξε επί μακρό χρόνο σοβαρή εγκληματική δράση στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης. Ενεργώντας συστηματικά και οργανωμένα ανέλαβε την επεξεργασία και διεκπεραίωση μεγάλου αριθμού ποινικών και αστικών υποθέσεων, για την επιτυχή έκβαση των οποίων δεν αρκέστηκε στις επιστημονικές του γνώσεις και τις υπερασπιστικές του ικανότητες, αλλά συχνά αναζήτησε, κατά τρόπο μάλιστα αθέμιτο και παράνομο, τη μεροληπτική στάση και την άμεση ή έμμεση υποστήριξη ορισμένων επίορκων δικαστικών λειτουργών (πρωτίστως της Γ1), την οποία αρκετές φορές επέτυχε να αποσπάσει. Η οργάνωση, σε μεγάλη έκταση, της δικαστηριακής εργασίας του, ως δικηγόρου, η διεκπεραίωση της οποίας ενώπιον των δικαστικών αρχών γινόταν συχνά από συνεργαζόμενους με αυτόν δικηγόρους, χωρίς την εμφάνιση του ίδιου, σε ένα σχεδιασμένο περιβάλλον και αδιαφανές πλαίσιο παραβατικής δράσης, που φανερώνει έλλειψη σεβασμού στην ορθή λειτουργία του δικαστικού συστήματος και στην απονομή της δικαιοσύνης, ήταν μεν ιδιαίτερα αποτελεσματική για την επαγγελματική του ανέλιξη και συνακόλουθα την άντληση υψηλού οικονομικού οφέλους, τον οδήγησε όμως στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, που συνδέονται αμέσως ή εμμέσως με το δικαιοδοτικό έργο και ενέχουν μεγάλη κοινωνική απαξία. Συγκεκριμένα υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος αυτός τέλεσε τα ακόλουθα εγκλήματα: Α) Απλή συνεργεία σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν του φύλλου 594 πράξεων απάτης και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου αυτού στις πιο πάνω πράξεις κακουργηματικής απάτης αναδεικνύεται σε βαθμό επαρκών ενδείξεων από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, από τους οποίους μάλιστα ο δεύτερος, μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε, κατά την κατάθεση του, ύστερα από υπόδειξη της Γ1, συνάντηση στο δικηγορικό γραφείο του Χ1, εν γνώσει του τελευταίου, με τον Χ5 για τη διευθέτηση του θέματος της πρώτης περίπτωσης απάτης (αποφυλάκισης των Δ2, Δ3και Δ4). Β) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή). 1) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2 και την Γ1 την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορουμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1 επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "......", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 2) Επίσης, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Η ενοχή του κατηγορουμένου για τις πράξεις αυτές νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία δικαστή, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, που κρίνονται απολύτως επαρκείς για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο, ευρίσκει ισχυρά ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ιδίως στις συνδυαζόμενες μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία καταθέσεις των μαρτύρων Ε1 και Θ2, που έχουν σαφή και άμεση αντίληψη των πραγμάτων, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση. Γ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ο πιο πάνω κατηγορούμενος, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 2.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (με αντικείμενο την προσωρινή επιδίκαση διατροφής) της Η1 κατά Ι1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της πελάτισσας του ίδιου Η1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της. 2) Στην Αθήνα, την 1/7/2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ1, και Κ2, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 30.6.2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ........., κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ του αιτούντος, και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσει τον αιτούντα Μητροπολίτη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Πράγματι η εν λόγω δικαστής εξέδωσε επί της πιο πάνω αίτησης την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία δέχθηκε στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα αυτού, που της είχαν παραδοθεί από τον Χ5 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, ως σχέδιο της απόφασης. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ2 και Κ1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 30/6/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ........, καθώς και την από 5.7.2004 αντίθετη αίτηση του τελευταίου, να μεροληπτήσει υπέρ του Ρ1, προς το σκοπό να ωφελήσει τον αιτούντα-καθ'ου Ρ1 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αιτούντος-καθ' ου η αίτηση Ρ1, που της είχαν παραδοθεί από τους Χ5, Κ2 και Κ1 και από τον ίδιο, ως σχέδιο της αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αίτηση και απέρριψε τη δεύτερη. 4) Στις 15.9.2003, έπεισε την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 2/9/2003 και με αριθμ. καταθ. 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Η1 κατά του Ι1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την αιτούσα πελάτισσα του, όσο και τον εαυτό του, ως πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8187/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας και παραμορφώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή της αιτούσας και των δύο ανήλικων τέκνων της το υπερβολικό ποσό 6.000 ευρώ μηνιαίως, το οποίο τελικά δεν καταβλήθηκε, αφού τα μέρη συμβιβάστηκαν στο ποσό των 3.000 ευρώ μηνιαίως. 5) Στην Αθήνα, στις 9.2.2004, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4, στον οποίο ο πρώτος υπέβαλε σχετική αίτηση, που κατατέθηκε από τον ίδιο (Χ1), να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 12024/2003, με την οποία είχε κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Λ1 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ένοχος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για απλή εξύβριση σε βάρος του ίδιου, μεροληπτώντας υπέρ του Χ5, προς το σκοπό να ωφεληθεί ο τελευταίος και ο ίδιος, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με αντίστοιχη βλάβη του κατηγορουμένου Λ1. Ο εν λόγω Αντεισαγγελέας Εφετών αποδέχθηκε τελικά στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς του Χ5, τους οποίους και περιέλαβε στην αίτηση αναιρέσεως, την οποία συνέταξε μέσα σε δύο ώρες περίπου από τη στιγμή της χρέωσης της υπόθεσης. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2003 έως 8.9.2003, έπεισε τον πρωτοδίκη Πειραιώς ΑΔ, που εκτελούσε προσωρινά χρέη ανακριτή στο 5° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, να μεροληπτήσει υπέρ του Σ1 και να δεχθεί την από 22/8/2003 αίτηση αυτού, του οποίου ο ίδιος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος, για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κρατήσεως του, που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθμ. ΑΝΕ/ΕΠΚ/27/17-6-03 ένταλμα της 5ης Ανακρίτριας Πειραιά, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, με σκοπό να ωφελήσει τον ως άνω κατηγορούμενο Σ1, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Ο εν λόγω πρωτοδίκης εξέδωσε, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, τη με αριθμό 51/2003 διάταξη, με την οποία αντικατέστησε την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προγενέστερα, α) με τη με αριθμό 40/2003 διάταξη της Τακτικής Ανακρίτριας Άλκηστης Σιάννου, απορρίφθηκε, με σύμφωνη γνώμη της αντεισαγγελέα Ιωάννη Τσάλλη, η από 23/6/2003 αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κρατήσεως του πιο πάνω κατηγορουμένου, η οποία είχε διαταχθεί με το με αριθμό 27/12-6-2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της Τακτικής Ανακρίτριας Μαρίας Βράκα και β) με το με αριθμό 1262/7-8-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Παναγιώτας Συμιγιάννη, είχε απορριφθεί η με αριθμό 9/2003 προσφυγή κατά της ως άνω, με αριθμό 40/2003, διατάξεως. 7) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 5.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 33964/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Μ1 κατά του Ν1, για την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, ύστερα από μεταρρύθμιση των με αριθμ. 83/2003 και 5753/2003 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Μ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 8) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 5/9/2003 αίτηση της Μ1, κατά του Ν1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8185/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων το υπερβολικό ποσό 765 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των 350 ευρώ, που είχε αρχικά επιδικαστεί με την απόφαση 83/2003. 9) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ, να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 7.7.2004 και με αριθμ. καταθ. 8230/2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της αιτούσας, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ, η οποία διατηρούσε φιλική σχέση με συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Φ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 10) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 7.7.2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8133/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανακάλεσε, κατά παραμόρφωση του αποδεικτικού υλικού, την προγενέστερη απόφαση 8309/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί υπέρ του Ω1 το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο. Δ) Παράβαση του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 περί μεσαζόντων. Η πράξη αυτή συνίσταται στο ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 έως τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, παρέστησε αληθώς στη ΙΑ, ότι λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γένει της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει την εκ μέρους των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών, αποφυλάκιση του ΕΖ, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά με το υπ' αριθμ. 14/2004 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, με σκοπό να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ποσού δέκα οκτώ χιλιάδων Ευρώ (18.000) ευρώ. Ε) Συγκρότηση συμμορίας. Η διάπραξη εκ μέρους του κατηγορουμένου των προαναφερόμενων εγκλημάτων υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμένης κατά τρόπο σταθερό, αποφασιστικό και αδίστακτο εγκληματικής δράσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αυτός, για να επιτύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το σκοπό του να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη, ενώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου του 2001 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2004, μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ2,Κ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια. ΣΤ) Απόπειρα απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., που συνίσταται ειδικότερα στο ότι: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.1999 έως 30.9.1999, επιχείρησε να λάβει από τη Π1 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτήν ψευδώς ότι, λόγω των γνωριμιών του, είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αποφυλάκιση του συζύγου της Π, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε εκτέλεση του με αριθμό 29/1999 εντάλματος του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού του αυτού διαβεβαίωνε τη Π1 ότι έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον άνδρα της από την φυλακή, αν του δώσει το ως άνω ποσό των 10.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να του καταβάλει, γιατί δεν είναι μόνος του, τονίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μέρος των χρημάτων αυτών επρόκειτο δήθεν να καταβληθεί στους ανθρώπους (δικαστικούς λειτουργούς), που ήταν μαζί του και είχαν την δυνατότητα να βγάλουν τον άνδρα της από τη φυλακή. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η ως άνω Π1 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 10.000.000 δρχ., παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε αποφασίσει να πουλήσει την οικία της για να βρει τα χρήματα αυτά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.1997 μέχρι 18.10.1997, επιχείρησε να λάβει από τον Π2 το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτόν ψευδώς, με δηλώσεις του προς τον ίδιο προσωπικά, αλλά και μέσω της αδελφής του Π3, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω δήθεν των γνωριμιών, που διατηρούσε με τον Εισαγγελέα και τον 22° Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, να παρέμβει σ' αυτούς και να τους δωροδοκήσει, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά μετά την απολογία του. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί ο ως άνω Π2 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 25.000.000 δρχ. Για την τέλεση της πρώτης από τις δύο αυτές πράξεις απόπειρας κακουργηματικής απάτης προκύπτουν, ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Π1 και Π7, ικανές ενδείξεις, οι οποίες κρίνονται επαρκείς για την παραπομπή του κατηγορουμένου προς πλήρη διελεύκανση της υπόθεσης κατά τη δημόσια ακροαματική διαδικασία. Για τη δεύτερη περίπτωση απόπειρας κακουργηματικής απάτης πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνδυασμένες καταθέσεις των μαρτύρων Π3, Π2, Π4, Π5 και Π6 παρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Ζ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών). (Από κερδοσκοπία και) κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την κακουργηματική πράξη της εμπορίας ναρκωτικών, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια δραστηριότητα. Ειδικότερα, στις αρχές Ιουνίου 1999, παρότρυνε και παρακίνησε τη Α1, που κατείχε και απέκρυπτε κατατεθειμένο στον υπ' αριθμό ......... τραπεζικό λογαριασμό της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο Υποκατάστημα Ν. Ερυθραίας το ποσό οπωσδήποτε των 83.242.771 δρχ., προερχόμενο από το έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών που είχε τελέσει ο σύζυγος της Α2, να αναλάβει από την Τράπεζα, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης, τα χρήματα αυτά. Στη συνέχεια δέχθηκε ο ίδιος, οπωσδήποτε το ποσό των 50.000.000 δρχ., καθιστάμενος δικαιούχος αυτού, προς το σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης του από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών και με την προοπτική εξασφάλισης της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 50.000.000 δρχ. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την απόφαση 2568, 2585/2005 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο Α2 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και κάθειρξη 10 ετών, για εμπορία ναρκωτικών ουσιών, και η σύζυγος του Α1 σε φυλάκιση 2 ετών και χρηματική ποινή 216.203 ευρώ για παράβαση του άρθρου 2 του ν. 2331/1995 και μάλιστα για τη νομιμοποίηση του ποσού των 83.242.771 δρχ., ως παράνομου εσόδου από εμπορία ναρκωτικών. Τις υπάρχουσες επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση εκ μέρους του κατηγορουμένου της πράξης αυτής, των οποίων γίνεται εκτενέστερη αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δεν είναι σε θέση να ανατρέψει, ούτε να υποβιβάσει σε επίπεδο μόνο απλών ενδείξεων, ο βασικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο ίδιος υπέδειξε στη Α1, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της, να αποσύρει το ποσό των 220.000.000 δρχ., που βρισκόταν κατατεθειμένο σε δικό της τραπεζικό λογαριασμό, δίνοντας πίστη στις διαβεβαιώσεις της ότι το ποσό αυτό αποτελούσε αποκλειστικά δικό της νόμιμο έσοδο, για να αποφύγει τον ενδεχόμενο κίνδυνο μακροχρόνιας δέσμευσης του, ισχυρισμός ο οποίος δεν κρίνεται πειστικός, αφού δεν ευρίσκει επαρκή ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό. Έτσι δεν μπορεί να αποτρέψει, όπως επίσης και ο ισχυρισμός ότι η Α1 έχει αθωωθεί για τη νομιμοποίηση του ποσού των 140.000.000 δρχ., ως παράνομου εσόδου, την παραπομπή αυτού σε δίκη για την προαναφερόμενη πράξη. Καθίσταται, λοιπόν, υπό τα δεδομένα αυτά, αναγκαίος ο ακροαματικός έλεγχος της εν λόγω κατηγορίας. Η) Απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ' επάγγελμα. Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.1999 έως 12.7.1999, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την πράξη της κακουργηματικής απάτης, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 7.7.1999, ενώ είχε προηγηθεί στις 6.7.1999 η σύλληψη των Τ2 και Τ1, κατηγορουμένων, εκτός των άλλων, και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) (επρόκειτο για έκδοση συντάξεων από τον ΟΓΑ υπέρ άγνωστων προσώπων με πλαστά έγγραφα και στη συνέχεια είσπραξη των συντάξεων αυτών από τα ταχυδρομικά γραφεία με πλαστές εξουσιοδοτήσεις), επικοινώνησε με τη διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας στον Πειραιά Υ1 και ζήτησε, για λογαριασμό των κατηγορουμένων αυτών, οι οποίοι είχαν κατατεθειμένα σε κοινούς λογαριασμούς στην Τράπεζα αυτή τα χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα τους, να βεβαιώσει ο ίδιος το γνήσιο της υπογραφής της πελάτισσας του Τ1, η οποία νοσηλευόταν τότε φρουρούμενη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", σε κείμενο εξουσιοδότησης, προκειμένου να αναληφθούν τα ποσά αυτά. Επειδή η εν λόγω διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας Υ1 αρνήθηκε να δεχθεί μια τέτοια εξουσιοδότηση, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί με επιστολή και δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της Τ1, απευθύνθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Πατεράκη, από την οποία ζήτησε να μεταβεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο για να συντάξει έγγραφο πληρεξουσιότητας, με το οποίο η Τ1 θα παρείχε στο δικαστικό επιμελητή ......... την εντολή να αναλάβει τα εν λόγω χρηματικά ποσά. Η συμβολαιογράφος αυτή αρνήθηκε να συντάξει ένα τέτοιο πληρεξούσιο, επικαλούμενη το γεγονός ότι εναντίον της Τ1 είχε απαγγελθεί κατηγορία για υπεξαίρεση και απάτη και ήταν ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να προέρχονταν από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Τελικά έπεισε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή Παπακώστα να μεταβεί, α) στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"και β) και στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και να συντάξει τα πληρεξούσια ..... και ..... της Τ1 και του Τ2 αντιστοίχως, με τα οποία αυτοί παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικαστικό επιμελητή .......... να αναλάβει από το υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τα ποσά, 1) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ......, 2) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ...., και 3) των 5.000.000 δρχ. από αμοιβαία κεφάλαια (......) αυτών, συνολικού ποσού 8.500.000 δρχ., για τα οποία ποσά, ως προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, είχε ασκηθεί εναντίον των προαναφερόμενων δύο προσώπων ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη. Στη συνέχεια έπεισε το δικαστικό επιμελητή ....... να μεταβεί στις 9.7.1999, στο ως άνω υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας, για να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, ώστε αυτά να αποκρυβούν και να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια ημέρα (9.7.1999) ασκήθηκε εναντίον των δύο προαναφερόμενων κατηγορουμένων και ποινική δίωξη για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Η διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 για την ύποπτη προέλευση των χρημάτων αυτών, απέφυγε να τα καταβάλει στον ........ την ημέρα εκείνη. Ο τελευταίος επανήλθε τη Δευτέρα, στις 12.7.1999, αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά, επειδή στο μεταξύ εκδόθηκε η διάταξη 8/12.7.1999 του Ανακριτή του 7ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών των κατηγορουμένων Τ1 και Τ2. Η πράξη αυτή της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παραπάνω χρημάτων από την προαναφερομένη εγκληματική δραστηριότητα, με την ανάληψη και την περιέλευσή τους στο δικαστικό επιμελητή ........, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση (κατηγορουμένου Χ1) αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Εγνατία Τράπεζα η πιο πάνω με αριθμό 8/12.7.1999 διάταξη του 7ου Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή εκτίθενται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο συμπληρωματικά αναφέρεται".
Για δε τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε τα εξής: "α. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αφού, κατά το χρονικό διάστημα από το 1983 έως το 1989, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές και απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στη Γερμανία, όπου και εργάστηκε ακολούθως στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, επέστρεψε μετά το 1993 στην Ελλάδα και άρχισε να δικηγορεί στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο, από δε το 1999 επεξέτεινε τη δικηγορική του δραστηριότητα και στην Αθήνα, αναλαμβάνοντας υποθέσεις και στα δικαστήρια των Αθηνών. Αυτός δημιούργησε στενή φιλική σχέση με την πρωτοδίκη Γ1, με την οποία γνωρίστηκε το 1993. Στενή φιλική σχέση δημιούργησε επίσης με το συγκατηγορούμενό του δικηγόρο Αθηνών Χ1, με τον οποίο ανέπτυξε και επαγγελματική συνεργασία, καθώς και με τον Αρχιμανδρίτη Χ5, του οποίου ανέλαβε και ορισμένες εκκρεμείς στα δικαστήρια υποθέσεις. Οι φιλικοί και οι επαγγελματικοί δεσμοί που δημιούργησε κατά κύριο λόγο με τα παραπάνω πρόσωπα, αποτέλεσαν τη βάση μιας περαιτέρω οργανωμένης συνεργασίας με αυτά, καθώς και με άλλα πρόσωπα, όπως ο δικηγόρος Βόλου Κ1, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση κοινών άνομων συμφερόντων και στην άντληση οικονομικών κυρίως οφελών με παραβατική συμπεριφορά. Ο κατηγορούμενος αυτός, προκειμένου να ανελιχθεί επαγγελματικά και να αποκτήσει σημαντικά οικονομικά οφέλη, δεν δίστασε να επιδείξει εγκληματική συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού προς το θεσμό της δικαιοσύνης και το δικηγορικό λειτούργημα και ενέχει μεγάλη κοινωνική απαξία και κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Ειδικότερα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος τέλεσε τα ακόλουθα κακουργήματα και πλημμελήματα: Α) Δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή: Συγκεκριμένα, στις 10.2.2003, υποσχέθηκε στην πρωτοδίκη Γ1, για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του ίδιου, ως και πελατών του, υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της, το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στις 12.2.2003, δια του συνεργάτη του ΞΟ, στο με αριθμό .... λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα, όπως υπέδειξε η Γ1. Η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την τέλεση της πράξης αυτής αναλύεται με πληρότητα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το ποσό αυτό των 6.000 ευρώ, το οποίο, όπως και ο ίδιος δέχεται, κατατέθηκε με δική του εντολή από το συνεργάτη του ΞΟ στον πιο πάνω λογαριασμό του Χ5, αποτελεί αμοιβή δύο γραφολόγων πραγματογνωμόνων για υπόθεση του τελευταίου, ανετεθειμένη στον ίδιο, ως δικηγόρο, την οποία είχε προεισπράξει και επέστρεψε στον εντολέα του (Χ5), επειδή η σχετική πραγματογνωμοσύνη επρόκειτο να διενεργηθεί από πραγματογνώμονες της Αθήνας, δεν κρίνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας πειστικός. Αντίθετα η αποδεδειγμένη στενή συνεργασία μεταξύ Χ2, Χ5 και Γ1 για το μεροληπτικό χειρισμό προς όφελος αυτού υποθέσεων του γραφείου του, αλλά και άλλων συνεργατών του, εκ μέρους της Γ1 με την είσπραξη αμοιβής (δωροληψίας δικαστή), γεγονός που συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις, ο μεσολαβητικός ρόλος του Χ5 στον οργανωμένο μεταξύ τους κύκλο για τη διαβίβαση και μεταφορά των σχετικών εντολών και εισπράξεων προς το σκοπό μάλιστα της απόκρυψης των ποινικώς αξιόμεμπτων ενεργειών και των εσόδων από αυτές και η έλλειψη πειστικών εξηγήσεων για τη διακίνηση του εν λόγω ποσού των 6.000 ευρώ ενισχύουν τη θέση του Συμβουλίου ότι πρόκειται σαφώς για περίπτωση ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή, της οποίας επιχειρείται ανεπιτυχώς η απόκρυψη. Β) Απλή συνέργεια σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 πράξεων απάτης αυτής και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου αυτού στις πιο πάνω πράξεις κακουργηματικής απάτης αναδεικνύεται σε βαθμό επαρκών ενδείξεων από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρωνΖ1 και Ζ2, από τους οποίους γίνεται ρητή αναφορά και στο πρόσωπο του κατηγορουμένου. Γ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ' εξακολούθηση, που συνίσταται στο ότι από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή στην Γ1 που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικότερα: 1) Κατέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2000 έως και το Φεβρουάριο του 2003, α) στο με αριθμό ...... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού ..........), συνολικά 6.160.000 δρχ. και ειδικότερα 500.000, 300.000, 400.000, 300.000, 260.000, 500.000, 3.000.000, 400.000 και 500.000 δρχ. αντιστοίχως στις 21.3.2000, 3.4.2000, 2.5.2000, 8.5.2000, 16.11.2000, 27.12.2000, 28.5.2001, 1.6.2001 και 6.8.2001 και β) στο με αριθμό ........ λογαριασμό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος που διατηρούσε ο Χ5 6.000 Ευρώ, στις 10.2.2003, ποσά τα οποία είχε απαιτήσει, ως δώρο, η προαναφερομένη δικαστική λειτουργός και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει για να κριθούν ευνοϊκώς υποθέσεις υπέρ του ίδιου και πελατών του, και έτσι να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 2) Στις 13.4.2000, 5.6.2000, 20.7.2000, 12.11.2001 και 9.8.2002, κατέθεσε τα χρηματικά ποσά των 400.000, 540.000, 500.000, 870.000 δρχ. και 600 ευρώ αντιστοίχως (το τελευταίο δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ιωαννίδη), προερχόμενα από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεσθεί δια της εκ μέρους της Γ1 απαίτησης της καταβολής των ποσών αυτών, για να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ του ίδιου, ως και των πελατών του, εκκρεμείς ενώπιον της εν λόγω δικαστικής λειτουργού υποθέσεις, στο με αριθμό ..... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού ......), για να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή και την αμέσως προηγούμενη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα η παθητική δωροδοκία δικαστή, ως βασικό έγκλημα, εκτός από εκείνη του ποσού των 6.000 ευρώ, για την οποία έχει ήδη γίνει λόγος στον οικείο τόπο, επαρκώς στοιχειοθετείται με βάση τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, όπως εξηγείται και στην εισαγγελική πρόταση. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, με τον οποίο αυτός επιχειρεί να εμφανίσει ως σύννομες τις διαδοχικές εκ μέρους του καταθέσεις των προαναφερόμενων χρηματικών ποσών στο λογαριασμό της Γ1, ότι οι καταθέσεις αυτές αποτελούν δάνειο του πελάτη του ΚΛ, κατοίκου ...., προς την Γ1 και έγιναν από τον ίδιο, ο οποίος λειτούργησε ως μεσολαβητής, μεταξύ του ΚΛ, από τον οποίο έπαιρνε τα χρήματα του δανείου για να τα μεταβιβάσει στην Γ1, και της τελευταίας, από την οποία έπαιρνε αντίστοιχες συναλλαγματικές για την εξασφάλιση του πελάτη του, δεν ευσταθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο κατηγορούμενος στο από 19.12.2005 απολογητικό υπόμνημα του στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη αναφέρει ότι μεσολάβησε, ως δικηγόρος του ΚΛ, για την εξασφάλιση αυτού, με την ταυτόχρονη παράδοση σ' αυτόν των αποσταλεισών από την Γ1 συναλλαγματικών κατά την εκτέλεση του δανείου (κατά την καταβολή του σχετικού χρηματικού ποσού), στο από 7.9.2007 υπόμνημα του, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, εκθέτει, διαφοροποιούμενος ως ένα βαθμό, ότι έπαιρνε τις συναλλαγματικές, ως εγγύηση για την αποπληρωμή των δανεισθέντων από την Γ1 ποσών και ότι οι συναλλαγματικές θα παρέμεναν στην κατοχή του μέχρι την αποπληρωμή του δανείου και μόνο σε περίπτωση που η Γ1 δεν θα ήταν σε θέση να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό θα παρέδιδε τις συναλλαγματικές στο ΚΛ, ο οποίος θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για την είσπραξη της απαίτησης του, και ακόμη ότι η Γ1 έδινε στον ίδιο τις συναλλαγματικές, διότι ήθελε να είναι ασφαλής ότι αυτές σε καμιά περίπτωση δεν θα κυκλοφορούσαν με οπισθογράφηση σε τρίτα άτομα. Αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι η μη κυκλοφορία των συναλλαγματικών με οπισθογράφηση σε τρίτα άτομα μπορούσε ευχερώς να επιτευχθεί με την προσθήκη στις συναλλαγματικές της ρήτρας "ουχί εις διαταγήν", που καθιστούσε τις εν λόγω συναλλαγματικές μη μεταβιβάσιμες με οπισθογράφηση, γεγονός που ασφαλώς γνώριζαν η πρωτοδίκης Γ1 και ο ίδιος, ως έγκριτος δικηγόρος, και δεν υπήρχε ανάγκη παράδοσης τους σ'αυτόν. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι απλώς ο μη ακριβής προσδιορισμός των υποθέσεων που χειρίστηκε η Γ1 κατά την άσκηση των δικαστικών της καθηκόντων, επιδεικνύοντας σκοπίμως μεροληπτική συμπεριφορά, δεν είναι σε θέση να επηρεάσει, όπως έχει προαναφερθεί, τη στοιχειοθέτηση των πράξεων αυτών παθητικής δωροδοκίας, ως βασικού εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων (βλ. σχετ. ΑΠ 570/2006). Εξάλλου, η εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής των περισσοτέρων πλημμεληματικών πράξεων παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που αποτελούν το βασικό έγκλημα στη νομιμοποίηση εσόδων, δεν αναιρεί, όπως έχει προδιαληφθεί, την τέλεση του εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αφού αρκεί το γεγονός ότι διακριβώθηκε αντικειμενικά η τέλεση των εν λόγω πράξεων δωροδοκίας δικαστή. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1 και την Γ1, την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.0.00 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "........", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 4) Στην Αθήνα, επίσης κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Η ενοχή του κατηγορουμένου για τις δύο τελευταίες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία δικαστή, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, που κρίνονται απολύτως επαρκείς για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο, ευρίσκει ισχυρά ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ιδίως στις συνδυαζόμενες μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία καταθέσεις των μαρτύρων Ε1 και Θ2, που έχουν σαφή και άμεση αντίληψη των πραγμάτων, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση. Δ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ο πιο πάνω κατηγορούμενος, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση στους πιο κάτω δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20763/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών. 2) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και χρήση πλαστού εγγράφου, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20764/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών. 3) Κατά το πρώτο δεκανθήμερο του Οκτωβρίου του 2003, έπεισε, από κοινού με το Κ1 και τον Χ5, την Πρωτοδίκη Γ1 να επιδιώξει να συμμετάσχει, κατά τη δικάσιμο της 13.10.2003, στην σύνθεση του 11ου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδή καταμήνυση, χρήση πλαστού εγγράφου και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας τον αρχικώς κληρωθέντα πρωτοδίκη Ελευθέριο Γεωργίλη (εκδόθηκε σχετικώς η πράξη 355/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) και να μεροληπτήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής υπέρ του Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος της να τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσει τον πολιτικώς ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και να βλάψει τον κατηγορούμενο με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Τελικά εκδόθηκε η απόφαση 67544 και 68327/ 13 και 15.10.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε πράξη. Μειοψήφισε η ήδη κατηγορουμένη Γ1, η οποία εξέφρασε τη γνώμη να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 3 ετών για κάθε πράξη. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, αναφορικά με τις διαλαμβανόμενες στην εισαγγελική πρόταση κατηγορίες ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, με στοιχ. Ε(Ι)1, Ε(Ι)2 και Ε(Ι)5, με τις οποίες χαρακτηρίζεται αυτοτελώς, ως αξιόποινη πράξη παράβασης καθήκοντος, η επιδιωχθείσα εκ μέρους ορισμένων δικαστικών λειτουργών συμμετοχή στη σύνθεση των δικαζόντων συγκεκριμένες υποθέσεις δικαστηρίων, ύστερα από την αντικατάσταση αρμοδίως των αρχικά ορισθέντων δικαστών, με το σκοπό να ωφελήσουν με τη μεροληπτική συμπεριφορά τους ορισμένους διαδίκους, ότι, όπως έχει εκτεθεί και πιο πάνω για αντίστοιχες κατηγορίες σε βάρος του Χ5, η συμμετοχή συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών στη σύνθεση των δικαστηρίων, που θα δίκαζαν τις υποθέσεις που τους ενδιέφεραν, συνδέεται άρρηκτα και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκδήλωση της αποφασισθείσας μεροληπτικής συμπεροφοράς τους κατά την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών προς το μοναδικό σκοπό της προσπόρισης παράνομου οφέλους σε ορισμένους διαδίκους με αντίστοιχη βλάβη των αντιδίκων τους. Υφίσταται, δηλαδή, ενότητα εγκληματικής ενέργειας, που κατατείνει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου από την αρχή τελικού σκοπού της παράνομης ωφέλειας και αντίστοιχης βλάβης ορισμένων διαδίκων, με την παράβαση εκ μέρους του δικαστή, που επέτυχε να εξασφαλίσει αρμοδίως τη συμμετοχή του στη σύνθεση των δικαζόντων δικαστηρίων, του υπηρεσιακού του καθήκοντος. Έτσι αξιόποινο χαρακτήρα, ως παράβαση καθήκοντος, φέρει η μεροληψία του δικαστή υπέρ ορισμένου διαδίκου προς το σκοπό ωφέλειας αυτού και αντίστοιχης βλάβης του αντιδίκου του, όχι και αυτή καθεαυτή η επιδιωχθείσα συμμετοχή του στη σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου προς εξυπηρέτηση του πιο πάνω σκοπού με τη μεροληπτική συμπεριφορά του. Ε) Συγκρότηση συμμορίας. Η διάπραξη εκ μέρους του κατηγορουμένου των προαναφερόμενων εγκλημάτων υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμένης κατά τρόπο σταθερό, αποφασιστικό και αδίστακτο εγκληματικής δράσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αυτός, για να επιτύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το σκοπό του να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη, ενώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου του 2000 μέχρι και τα τέλη του Νοεμβρίου του 2004, μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια".
Γ) για δε την τρίτη αναιρεσείουσα Χ3 το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε τα εξής: "Η κατηγορουμένη αυτή, η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Γ1, διέπραξε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2001 έως 19.2.2001, το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), που συνίσταται στο ότι από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή στην Γ1 που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικότερα: στις 19.2.2001, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των 200.000 δραχμών από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που τελέστηκε από την Γ1, η οποία απαίτησε τα ποσό αυτό από την ίδια, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεών της που εκκρεμούσα ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής (Χ3), κατέβαλε στην Γ1, σε εκπλήρωση της πιο πάνω απαίτησης, το εν λόγω ποσό, το οποίο, ύστερα από υπόδειξη της τελευταίας, κατέθεσε στο λογαριασμό της στη EUROBANK με αριθμό ......., για να προσδοθεί νομιμοφανής υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος. Οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη εκτίθενται με πληρότητα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται (βλ. φύλλα 207 και 180 και δη στην κατάθεση εκ μέρους του ποσού των 200.000 δραχμών, στο πλήθος των δικαστικών αγώνων που είχε, και στη φιλία της με την Γ1 -γίνεται αναφορά στην 1097/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε σχετικό πίνακα δικών της στο άνω δικαστήριο-. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μη ακριβής προσδιορισμός των υποθέσεων της κατηγορουμένης που χειρίστηκε η Γ1 κατά την άσκηση των δικαστικών της καθηκόντων, επιδεικνύοντας σκοπίμως μεροληπτική συμπεριφορά, λόγω της παθητικής δωροδοκίας της, η οποία αποτελεί και την εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα) σε παράνομη νομιμοποίηση εσόδων, δεν επηρεάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη στοιχειοθέτηση της πράξεως αυτής της παθητικής δωροδοκίας σε βαθμό επαρκών ενδείξεων, αφού από το συνδυασμό όλων των αποδεικτικών στοιχείων βεβαιώνεται η απαίτηση και η λήψη εκ μέρους της Γ1 του πιο πάνω διαλαμβανόμενου χρηματικού ποσού προς το σκοπό επίδειξης μεροληπτικής συμπεριφοράς (εκδόσεως ευνοϊκών αποφάσεων υπέρ της Χ3) κατά την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων της".
Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών, έκρινε ότι προέκυψαν σε βάρος των πιο πάνω κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον τους και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως: Α) Ο πρώτος α) απλής συνέργειας από κοινού σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), γ) ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος από κοινού, δ) παράβασης του άρθρου 11 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων- ε) συγκρότησης συμμορίας, στ) απόπειρας απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., ζ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία και κατ'επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών), η) απόπειρας νομιμοποίησης από κερδοσκοπία εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ'επάγγελμα. Β) Ο δεύτερος α) δωροδοκίας (ενεργητική) δικαστή, β) απλής συνέργεια σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ'εξακολούθηση, δ) ηθικής αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, ε) συγκρότησης συμμορίας και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή)- και Γ) η τρίτη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή).Ειδικότερα παρέπεμψε. Α) Τον Χ1 για το ότι "Στην Αθήνα, κατά τους πιο κάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Α) Στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή σε άλλον πριν και κατά την τέλεση από αυτόν των πράξεων κακουργηματικής απάτης, οι οποίες τελέστηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και ειδικότερα παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των (υπό στοιχεία Α1 και Α2) πράξεων απάτης και συγκεκριμένα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεών της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Β) Από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση εσόδων από το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα, και ειδικότερα, 1) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2 και την Γ1 την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "......"κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 2) Επίσης, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2 που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Γ) Με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 2.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (με αντικείμενο την προσωρινή επιδίκαση διατροφής) της Η1 κατά Ι1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της πελάτισσας του ίδιου Η1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της. 2) Στην Αθήνα, την 1/7/2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ1 και Κ2, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 30.6.2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ......., κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεση αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ του αιτούντος, και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσει τον αιτούντα Μητροπολίτη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Πράγματι η εν λόγω δικαστής εξέδωσε επί της πιο πάνω αίτησης την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία δέχθηκε στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα αυτού, που της είχαν παραδοθεί από τον Χ5 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, ως σχέδιο της απόφασης. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε από κοινού με τους Χ4, Κ2 και Κ1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 30/6/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ........., καθώς και την από 5.7.2004 αντίθετη αίτηση του τελευταίου, να μεροληπτήσει υπέρ του Ρ1, προς το σκοπό να ωφελήσει τον αιτούντα-καθ'ου Ρ1 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αιτούντος-καθ' ου η αίτηση Ρ1, που της είχαν παραδοθεί από τους Χ4,Κ2 και Κ1 και από τον ίδιο, ως σχέδιο της αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αίτηση και απέρριψε τη δεύτερη. 4) Στις 15.9.2003, έπεισε την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 2/9/2003 και με αριθμ. καταθ. 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Η1 κατά του Ι1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την αιτούσα πελάτισσα του, όσο και τον εαυτό του, ως πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8187/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας και παραμορφώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή της αιτούσας και των δύο ανήλικων τέκνων της το υπερβολικό ποσό 6.000 ευρώ μηνιαίως. 5) Στην Αθήνα, στις 9.2.2004, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4, στον οποίο ο πρώτος υπέβαλε σχετική αίτηση, που κατατέθηκε από τον ίδιο (Χ1), να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 12024/2003, με την οποία είχε κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Λ1 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ένοχος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για απλή εξύβριση σε βάρος του ίδιου, μεροληπτώντας υπέρ του Χ5, προς το σκοπό να ωφεληθεί ο τελευταίος και ο ίδιος, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με αντίστοιχη βλάβη του κατηγορουμένου Λ1. Ο εν λόγω Αντεισαγγελέας Εφετών αποδέχθηκε τελικά στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς του Χ5, τους οποίους και περιέλαβε στην αίτηση αναιρέσεως, την οποία συνέταξε μέσα σε δύο ώρες περίπου από τη στιγμή της χρέωσης της υπόθεσης. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2003 έως 8.9.2003, έπεισε τον πρωτοδίκη Πειραιώς ΑΔ, που εκτελούσε προσωρινά χρέη ανακριτή στο 5° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, να μεροληπτήσει υπέρ του Σ1 και να δεχθεί την από 22/8/2003 αίτηση αυτού, του οποίου ο ίδιος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος, για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κρατήσεως του, που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθμ. ΑΝΕ/ΕΠΚ/27/17-6-03 ένταλμα της 5ης Ανακρίτριας Πειραιά, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, με σκοπό να ωφελήσει τον ως άνω κατηγορούμενο Σ1, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Ο εν λόγω πρωτοδίκης εξέδωσε, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, τη με αριθμό 51/2003 διάταξη, με την οποία αντικατέστησε την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προγενέστερα, α) με τη με αριθμό 40/2003 διάταξη της Τακτικής Ανακρίτριας Άλκηστης Σιάννου, απορρίφθηκε, με σύμφωνη γνώμη της αντεισαγγελέα Ιωάννη Τσάλλη, η από 23/6/2003 αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κρατήσεως του πιο πάνω κατηγορουμένου, η οποία είχε διαταχθεί με το με αριθμό 27/12-6-2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της Τακτικής Ανακρίτριας Μαρίας Βράκα και β) με το με αριθμό 1262/7-8-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Παναγιώτας Συμιγιάννη, είχε απορριφθεί η με αριθμό 9/2003 προσφυγή κατά της ως άνω, με αριθμό 40/2003, διατάξεως. 7) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 5.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 33964/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Μ1 κατά του Ν1, για την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, ύστερα από μεταρρύθμιση των με αριθμ. 83/2003 και 5753/2003 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Μ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 8) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 5/9/2003 αίτηση της Μ1, κατά του Ν1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8185/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων το υπερβολικό ποσό 765 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των 350 ευρώ, που είχε αρχικά επιδικαστεί με την απόφαση 83/2003. 9) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ, να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 7.7.2004 και με αριθμ. καταθ. 8230/2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της αιτούσας, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ, η οποία διατηρούσε φιλική σχέση με συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Φ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 10) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 7.7.2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8133/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανακάλεσε, κατά παραμόρφωση του αποδεικτικού υλικού, την προγενέστερη απόφαση 8309/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί υπέρ του Ω1 το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο. Δ) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 έως τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, παρέστησε αληθώς σε άλλον ότι, λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γενεί της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη δικαστικών λειτουργών, με σκοπό να λάβει αμοιβή ή να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ή άλλου ανταλλάγματος υπέρ αυτού και συγκεκριμένα παρέστησε αληθώς στη ΙΑ, ότι λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γένει της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει την εκ μέρους των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών, αποφυλάκιση του ΕΖ, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά με το υπ' αριθμ. 14/2004 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, με σκοπό να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ποσού δέκα οκτώ χιλιάδων Ευρώ (18.000) ευρώ. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου του 2001 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2004, ενώθηκε μαζί με άλλους και ειδικότερα μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ2, Κ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια. ΣΤ) Με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας άλλους σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Η πράξη όμως αυτή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η παθούσα αρνήθηκε να καταβάλει το ποσό που της ζητήθηκε, ειδικότερα: 1) κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.1999 έως 30.9.1999, επιχείρησε να λάβει από τη Π1 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτήν ψευδώς ότι, λόγω των γνωριμιών του, είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αποφυλάκιση του συζύγου της Π, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε εκτέλεση του με αριθμό 29/1999 εντάλματος του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού του αυτού διαβεβαίωνε τη Π1 ότι έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον άνδρα της από την φυλακή, αν του δώσει το ως άνω ποσό των 10.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να του καταβάλει, γιατί δεν είναι μόνος του, τονίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μέρος των χρημάτων αυτών επρόκειτο δήθεν να καταβληθεί στους ανθρώπους (δικαστικούς λειτουργούς), που ήταν μαζί του και είχαν την δυνατότητα να βγάλουν τον άνδρα της από τη φυλακή. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η ως άνω Π1 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 10.000.000 δρχ., παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε αποφασίσει να πουλήσει την οικία της για να βρει τα χρήματα αυτά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.1997 μέχρι 18.10.1997, επιχείρησε να λάβει από τον Π2 το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτόν ψευδώς, με δηλώσεις του προς τον ίδιο προσωπικά, αλλά και μέσω της αδελφής του Π3, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω δήθεν των γνωριμιών, που διατηρούσε με τον Εισαγγελέα και τον 22° Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, να παρέμβει σ' αυτούς και να τους δωροδοκήσει, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά μετά την απολογία του. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί ο ως άνω Π2 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 25.000.000 δρχ. Ζ) (Από κερδοσκοπία και) κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την κακουργηματική πράξη της εμπορίας ναρκωτικών, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια δραστηριότητα και ειδικότερα, στις αρχές Ιουνίου 1999, παρότρυνε και παρακίνησε τη Α1, που κατείχε και απέκρυπτε κατατεθειμένο στον υπ' αριθμό ....... τραπεζικό λογαριασμό της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο Υποκατάστημα Ν. Ερυθραίας το ποσό οπωσδήποτε των 83.242.771 δρχ., προερχόμενο από το έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών που είχε τελέσει ο σύζυγος της Α2, να αναλάβει από την Τράπεζα, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης, τα χρήματα αυτά. Στη συνέχεια δέχθηκε ο ίδιος, οπωσδήποτε το ποσό των 50.000.000 δρχ., καθιστάμενος δικαιούχος αυτού, προς το σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης του από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών και με την προοπτική εξασφάλισης της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 50.000.000 δρχ. Η) Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.1999 έως 12.7.1999, (από κερδοσκοπία και) με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την πράξη της κακουργηματικής απάτης, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 7.7.1999, ενώ είχε προηγηθεί στις 6.7.1999 η σύλληψη των Τ2 και Τ1, κατηγορουμένων, εκτός των άλλων, και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) (επρόκειτο για έκδοση συντάξεων από τον ΟΓΑ υπέρ άγνωστων προσώπων με πλαστά έγγραφα και στη συνέχεια είσπραξη των συντάξεων αυτών από τα ταχυδρομικά γραφεία με πλαστές εξουσιοδοτήσεις), επικοινώνησε με τη διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας στον Πειραιά Υ1 και ζήτησε, για λογαριασμό των κατηγορουμένων αυτών, οι οποίοι είχαν κατατεθειμένα σε κοινούς λογαριασμούς στην Τράπεζα αυτή τα χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα τους, να βεβαιώσει ο ίδιος το γνήσιο της υπογραφής της πελάτισσας του Τ1, η οποία νοσηλευόταν τότε φρουρούμενη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", σε κείμενο εξουσιοδότησης, προκειμένου να αναληφθούν τα ποσά αυτά. Επειδή η εν λόγω διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας Υ1 αρνήθηκε να δεχθεί μια τέτοια εξουσιοδότηση, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί με επιστολή και δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της Τ1, απευθύνθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Πατεράκη, από την οποία ζήτησε να μεταβεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο για να συντάξει έγγραφο πληρεξουσιότητας, με το οποίο η Τ1 θα παρείχε στο δικαστικό επιμελητή ....... την εντολή να αναλάβει τα εν λόγω χρηματικά ποσά. Η συμβολαιογράφος αυτή αρνήθηκε να συντάξει ένα τέτοιο πληρεξούσιο, επικαλούμενη το γεγονός ότι εναντίον της Τ1 είχε απαγγελθεί κατηγορία για υπεξαίρεση και απάτη και ήταν ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να προέρχονταν από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Τελικά έπεισε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή Παπακώστα να μεταβεί, α) στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"και β) και στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και να συντάξει τα πληρεξούσια ..... και ........ της Τ1 και του Τ2 αντιστοίχως, με τα οποία αυτοί παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικαστικό επιμελητή........ να αναλάβει από το υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τα ποσά, 1) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ......, 2) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό...., και 3) των 5.000.000 δρχ. από αμοιβαία κεφάλαια (......) αυτών, συνολικού ποσού 8.500.000 δρχ., για τα οποία ποσά, ως προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, είχε ασκηθεί εναντίον των προαναφερόμενων δύο προσώπων ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη. Στη συνέχεια έπεισε το δικαστικό επιμελητή ...... να μεταβεί στις 9.7.1999, στο ως άνω υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας, για να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, ώστε αυτά να αποκρύβουν και να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση τους. Η διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 για την ύποπτη προέλευση των χρημάτων αυτών, απέφυγε να τα καταβάλει στον ........ την ημέρα εκείνη. Ο τελευταίος επανήλθε τη Δευτέρα, στις 12.7.1999, αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά, επειδή στο μεταξύ εκδόθηκε η διάταξη 8/12.7.1999 του Ανακριτή του Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών των κατηγορουμένων Τ1 και Τ2. Η πράξη αυτή της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παραπάνω χρημάτων από την προαναφερομένη εγκληματική δραστηριότητα, με την ανάληψη και την περιέλευσή τους στο δικαστικό επιμελητή ......, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση (κατηγορουμένου Χ1), αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Εγνατία Τράπεζα η με αριθμό 8/12.7.1999 διάταξη του 701 Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών".
Β) Τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 το Συμβούλιο Εφετών παρέπεμψε για το ότι "Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Α) Στις 10.2.2003, υποσχέθηκε δώρα σε δικαστή, που εκείνος δεν εδικαιούτο, με σκοπό να κριθεί υπόθεση που του είχε ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου και συγκεκριμένα υποσχέθηκε στην πρωτοδίκη Γ1, για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του ίδιου, ως και πελατών του, υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της, το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στις 12.2.2003, δια του συνεργάτη του ......, στο με αριθμό ...... λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα, όπως υπέδειξε η Γ1. Β) Στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή σε άλλον πριν και κατά την τέλεση από αυτόν των πράξεων κακουργηματικής απάτης, οι οποίες τελέστηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και ειδικότερα παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 πράξεων απάτης αυτής και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Γ) Από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση εσόδων από το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα, και ειδικότερα: 1) Κατέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2000 έως και το Φεβρουάριο του 2003, α) στο με αριθμό ....... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού ......), συνολικά 6.160.000 δρχ. και ειδικότερα 500.000, 300.000, 400.000, 300.000, 260.000, 500.000, 3.000.000, 400.000 και 500.000 δρχ. αντιστοίχως στις 21.3.2000, 3.4.2000, 2.5.2000, 8.5.2000, 16.11.2000, 27.12.2000, 28.5.2001, 1.6.2001 και 6.8.2001 και β) στο με αριθμό ...... λογαριασμό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος που διατηρούσε ο Χ5 6.000 Ευρώ, στις 10.2.2003, ποσά τα οποία είχε απαιτήσει, ως δώρο, η προαναφερομένη δικαστική λειτουργός και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει για να κριθούν ευνοϊκώς υποθέσεις υπέρ του ίδιου και πελατών του, και έτσι να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 2) Στις 13.4.2000, 5.6.2000, 20.7.2000, 12.11.2001 και 9.8.2002, κατέθεσε τα χρηματικά ποσά των 400.000, 540.000, 500.000, 870.000 δρχ. και 600 ευρώ αντιστοίχως (το τελευταίο δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ιωαννίδη), προερχόμενα από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεσθεί δια της εκ μέρους της Γ1 απαίτησης της καταβολής των ποσών αυτών, για να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ του ίδιου, ως και των πελατών του, εκκρεμείς ενώπιον της εν λόγω δικαστικής λειτουργού υποθέσεις, στο με αριθμό ..... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού .......), για να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1 και την Γ1, την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής ".......", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 2901 Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 4) Στην Αθήνα, επίσης κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Δ) Με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση στους πιο κάτω δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20763/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών. 2) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και χρήση πλαστού εγγράφου, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20764/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών. 3) Κατά το πρώτο δεκανθήμερο του Οκτωβρίου του 2003, έπεισε, από κοινού με το Κ1 και τον Χ5, την Πρωτοδίκη Γ1 να επιδιώξει να συμμετάσχει, κατά τη δικάσιμο της 13.10.2003, στην σύνθεση του 11ου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδή καταμήνυση, χρήση πλαστού εγγράφου και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας τον αρχικώς κληρωθέντα πρωτοδίκη Ελευθέριο Γεωργίλη (εκδόθηκε σχετικώς η πράξη 355/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) και να μεροληπτήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής υπέρ του Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος της να τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσει τον πολιτικώς ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και να βλάψει τον κατηγορούμενο με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης.
Εκδόθηκε η απόφαση 67544 και 68327/ 13 και 15.10.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε πράξη. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου του 2000 μέχρι και τα τέλη Νοεμβρίου του 2004, ενώθηκε μαζί με άλλους και ειδικότερα μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια".
Και Γ) την τρίτη αναιρεσείουσα Χ3, το Συμβούλιο Εφετών παρέπεμψε για το ότι "κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2001 έως 19-2001, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή σε δικαστικό λειτουργό, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν.2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικώτερα: στις 19-2-2001 με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των 200.000 δραχμών από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που τελέστηκε από την Γ1, η οποία απαίτησε το ποσό αυτό από την ίδια, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεων της που εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής (Χ3), κατέβαλε στην Γ1, σε εκπλήρωση της πιο πάνω απαίτησης, το εν λόγω ποσό το οποίο, ύστερα από υπόδειξη της τελευταίας, κατέθεσε στο λογαριασμό της στη EUROBANK με αριθμό ......, για να προσδοθεί νομιμοφανής υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος".
VII. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς όλους τους κατηγορούμενους- αναιρεσείοντες και για όλες τις αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις, την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες σε αυτούς πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα, Α) ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, τις πράξεις της α) απλής συνέργειας από κοινού σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), γ) ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος από κοινού, δ) παράβασης του άρθρου 11 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων- ε) συγκρότησης συμμορίας, στ) απόπειρας απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., ζ) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία και κατ'επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών), η) απόπειρας νομιμοποίησης από κερδοσκοπία εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ'επάγγελμα. Β) Ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα τις πράξεις της α) δωροδοκίας (ενεργητική) δικαστή, β) απλής συνέργεια σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ'εξακολούθηση, δ) ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, ε) συγκρότησης συμμορίας και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) και Γ) ως προς την τρίτη αναιρεσείουσα τις πράξεις της νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), ήτοι παρέπεμψε τους κατηγορουμένους- αναιρεσείοντες, για παραβάσεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 13 περ.α, στ, 26 παρ.1, 27, 42, 46, 47, 94 παρ. 1, 98, 187 παρ. 3, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρ.1 παρ.1 του ν.2928/01, 235, 237 παρ.1 και 2, 259, 386 παρ. 1, 3α-β, του ΠΚ, 1 παρ. 1α εδ. αη, αιζ, 2 παρ. 1 ν. 2331/95 [όπως το εδ. αιζ προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/97 και 6 παρ. 1 ν. 2515/97 και όπως τα άρθρα 1 και 2 αντικ. με τα άρθρα 2 και 3 ν. 3424/2005 και άρ.3 παρ. 5, 4 παρ. 4, 9 παρ. 2, 12 παρ. 1 ν. 2743/99, όπως ισχύει και άρ.11 του ν.5227/1931).
Επίσης το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις πιο πάνω αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, είναι αβάσιμες οι προβαλλόμενες από όλους τους αναιρεσείοντες αιτιάσεις ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής αιτιολογίας κατ'άρθρο 484 παρ. 1 δ ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, οι αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1 ότι Α) το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της νόμιμης αιτιολογίας, διότι, όπως αιτιάται, α) "κατά το μέγιστο μέρος του, αποτελεί αντιγραφή του παραπεμπτικού διατακτικού του", και ιδιαίτερα κατά το μέρος αυτού που αφορά τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή από παθητική δωροδοκία δικαστή (της Γ1), από παράνομη εμπορία ναρκωτικών ουσιών και της απόπειρας νομιμοποιήσεως εσόδων από κακουργηματική απάτη, που φέρονται ως τελεσθείσες από τρίτους, καθώς και της παραβάσεως του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 περί μεσαζόντων και της συγκροτήσεως συμμορίας, είναι απορριπτέες, προεχόντως ως απαράδεκτες, αφού η απλή επανάληψη στην αιτιολογία του βουλεύματος (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ούτε ο αναιρεσείων προσδιορίζει τα ελλείποντα για την πληρότητα της αιτιολογίας στοιχεία. Ανεξαρτήτως αυτού, στην προκειμένη περίπτωση, το αιτιολογικό του βουλεύματος δεν αποτελεί απλή αντιγραφή του διατακτικού, το οποίο, άλλωστε, και λεπτομερές είναι και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία εκδόθηκε το παραπεμπτικό βούλευμα. Επίσης, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με τις παραδοχές του ότι ο αναιρεσείων Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τους αθίγγανους Δ1 και τη Δ5, για να τους αποσπάσει από τον πρώτον το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ και από την δεύτερη το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτούς ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των αναφερόμενων στο βούλευμα συγγενών τους, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεών της με τις αρμόδιες ανακρίτριες, "ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού", αναφέρει με σαφήνεια τον τρόπο της συνέργειας του εν λόγω αναιρεσείοντος στην διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων, χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εκτίθενται και "οι λόγοι για τους οποίους η άνω έμπειρη δικαστική λειτουργός είχε ανάγκη ψυχικής ενισχύσεως και υποδείξεως προς αυτήν συγκεκριμένου τρόπου τελέσεως εγκλημάτων απάτης". Επίσης, με τις διαλαμβανόμενες στην αρχή του αναφερόμενου στον αναιρεσείοντα Χ1 σκεπτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος παραδοχές, μεταξύ των οποίων και αυτές κατά τις οποίες ο εν λόγω κατηγορούμενος δικηγόρος ανέπτυξε επί μακρό χρόνο σοβαρή εγκληματική δράση στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης και ενεργώντας συστηματικά και οργανωμένα ανέλαβε την επεξεργασία και διεκπεραίωση μεγάλου αριθμού ποινικών και αστικών υποθέσεων, για την επιτυχή έκβαση των οποίων συχνά αναζήτησε, κατά τρόπο αθέμιτο και παράνομο, τη μεροληπτική στάση και την άμεση ή έμμεση υποστήριξη ορισμένων επίορκων δικαστικών λειτουργών (πρωτίστως της Γ1) και η "οργάνωση, σε μεγάλη έκταση, της δικαστηριακής εργασίας του, ως δικηγόρου, η διεκπεραίωση της οποίας ενώπιον των δικαστικών αρχών γινόταν συχνά από συνεργαζόμενους με αυτόν δικηγόρους, χωρίς την εμφάνιση του ίδιου, σε ένα σχεδιασμένο περιβάλλον και αδιαφανές πλαίσιο παραβατικής δράσης", επιπλέον δε με τις παραδοχές του ότι αυτός διέπραξε, κατ' επανάληψη τα πιο πάνω εγκλήματα της απλής συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, αλλά και της απόπειρας κακουργηματικής απάτης σε βάρος των Π1 και Π2, με πληρότητα αιτιολογεί το Συμβούλιο την κρίση του, ότι ο αναιρεσείων αυτός ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατά την υπό την νόμου οριζόμενη έννοια. Επίσης, επί του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή από παθητική δωροδοκία δικαστή (της Γ1), στο σκεπτικό του βουλεύματος αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προδικασία και φανερώνουν πρόθεση του αναιρεσεσείοντος προς νομιμοποίηση εσόδων τρίτων, προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητά τους. - Ομοίως οι προβαλλόμενες αιτιάσεις σχετικά με την πράξη της απόπειρας κακουργηματικής απάτης, σε βάρος των Π1 και Π2, κατά τις οποίες δεν δίδεται απάντηση στους αρνητικούς της κατηγορίας, ισχυρισμούς του πρώτου αναιρεσείοντος και δεν παρατίθενται οι λόγοι, για τους οποίους κρίνονται αξιόπιστοι οι τελευταίοι και όχι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ανεξαρτήτως της αοριστίας των αιτιάσεων αυτών, αφού δεν εκτίθεται το περιεχόμενο των ισχυρισμών αυτών, το Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, ούτε να προβεί σε αξιολόγηση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Για τους ίδιους λόγους είναι απορριπτέες, ως αόριστες, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας, διότι, ενώ επικαλέστηκε συγκεκριμένα στοιχεία και επιχειρήματα, και υπέβαλε συγκεκριμένα αιτήματα, ισχυρισμούς και επιχειρήματα, που αποδείκνυαν ή ενίσχυαν την αθωότητά του, "έμειναν, όλα, αναπάντητα". Οι λοιπές αιτιάσεις επί των ιδίων παραβάσεων, προβαλλόμενες με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες, καθόσον πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Ως προς το πλημμέλημα της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση δικαστικού καθήκοντος, των αναφερομένων στο σκεπτικών δικαστικών λειτουργών (του Προέδρου Πρωτοδικών ΑΒ, των πρωτοδικών ΑΓ και Γ1, του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4 και του Ανακριτή Πειραιώς ΑΔ), το Συμβούλιο με τις παραδοχές του ότι ο αυτός κατηγορούμενος αναιρεσείων, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση στους δικαστικούς αυτούς λειτουργούς να παραβούν τα αναφερόμενα στο βούλευμα καθήκοντά τους, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος προκάλεσε στην συγκεκριμένη περίπτωση στους φυσικούς αυτουργούς την απόφαση να εκτελέσουν την εν λόγω άδικη πράξη, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας να παρατίθενται τα επιπλέον τα αναφερόμενα στην αίτηση του αναιρεσείοντος στοιχεία. Αρκεί, εξάλλου, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας, ότι εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αποδιδόμενο στους αυτουργούς αδίκημα της παράβασης καθήκοντος και η ηθελημένη πρόκληση από τον αναιρεσείοντα ηθικό αυτουργό, σε αυτούς της απόφασης να το διαπράξουν . Οι αιτιάσεις δε, ότι δεν υπάρχουν σαφείς και συγκεκριμένες παραδοχές, περί του ότι ο ορισμός των δικασίμων αυτών ήταν ή δεν ήταν δικαιολογημένος, ενόψει της μέχρι τότε πρακτικής, των υπαρχουσών ελευθέρων δικασίμων, κλπ, ή ότι οι φυσικοί αυτουργοί προέβησαν στις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις "κατόπιν αποφασιστικής και δόλιας επεμβάσεως"αυτού, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού, είτε πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου (ως προς την διάπραξη των εγκλημάτων αυτών από τους αυτουργούς, κατά τις διαλαμβανόμενες στα οικεία μέρη του βουλεύματος για τον καθένα από αυτούς παραδοχές), είτε αναφέρονται σε μη απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για την θεμελίωση της κατά του αναιρεσείοντος για την πράξη αυτή κατηγορίας (σκοπός και του ίδιου -πλην των φυσικών αυτουργών- για την έκδοση μη δίκαιων και μεροληπτικών αποφάσεων). Επομένως ο από το άρθρο 484 παρ.1 περ. δ του ΚΠΔ με τον υπό στοιχείο
ΙΙ (αρ.4-12) λόγος αναίρεσης, του αναιρεσείοντος Χ1, για έλειψη ειδικής αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Εξάλλου, με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και ως προς τα θεμελιωτικά της συναυτουργικής δράσεως του αναιρεσείοντος, μετά των αναφερομένων σε αυτό συγκατηγορουμένων του, στην εκτέλεση των εγκλημάτων της απλής συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (ήτοι από παθητική δωροδοκία δικαστή) και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, αφού, κατά τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές του, συνέπραξε και αυτός με τους εν λόγω συγκατηγορουμένους στην εκτέλεση των πράξεων αυτών για τις οποίες παραπέμφθηκε, χωρίς να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των πράξεων των συναυτουργών, ενόψει της φύσεως των εγκλημάτων αυτών. Επομένως οι διαλαμβανόμενες, στον υπό στοιχείο ι (αρ.13) λόγο αναίρεσης, αιτιάσεις, ότι "υπάρχει πρόδηλη έλλειψη νομίμου αιτιολογίας και νομίμου βάσεως του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αλλά και ευθεία εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή υπ' αυτού και της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 45 του ΠΚ", είναι αβάσιμες και απορριπτέες.
VIII. Κατά τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 177 του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με την παρ.7 του άρθρου 2 του Ν.2408/1996, "αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη όμως η ποινική δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατ' εξαίρεση της αρχής της ηθικής, αποδείξεως, που καθιερώνει η διάταξη της παρ.1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και, επομένως, αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου και περαιτέρω, ότι το δικαστήριο αποστερείται της δυνατότητας να θεωρήσει το ζήτημα του αξιοποίνου ή μη της κτήσεως του αποδεικτικού μέσου, ως προδικαστικό και να αναβάλει τη δίκη, κατά το άρθρο 59 του ΚΠΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που θα κρίνει, αν το επίμαχο αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε με αξιόποινη πράξη. Η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου, που αποκτήθηκε με τον παραπάνω αξιόποινο τρόπο, ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και κατά την ενδιάμεση διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επίσης, κατά τη διάταξη της παρ.2 εδ. α και β του άρθρου 370 Α του ΠΚ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 του Ν.3090/2002 "όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου". Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ.1, 9 9Α και 19 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, (αλλά και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ), αναφορικώς με την προσωπική και ιδιωτική ζωή και την προσωπικότητά του, η απαγόρευση της, με ειδικά μέσα μαγνητοσκόπησης ή μαγνητοφώνησης αθεμίτως, ιδιωτικής συνομιλίας, αποσκοπεί στην προστασία των εννόμων αγαθών του ατόμου που προστατεύονται από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις με την υποχώρηση της ανάγκης δικαστικής διερεύνησης της ουσιαστικής αλήθειας και της αξίας της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής διαδικασίας. Περαιτέρω, από το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη, απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επάγεται απόλυτη ακυρότητα. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 § 13 και 14 ν.2331/95 "13.Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στον Αρμόδιο Φορέα, στην εισαγγελική αρχή, στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν τους ζητηθεί, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 1-8 του άρθρου αυτού ή τη διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του Φορέα, της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δημεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Η σχετική αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Αν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, η σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας. Αλλιώς τίθεται στο αρχείο καi παραμένει μυστική. 14. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους πληροφορίες και τα στοιχεία χρησιμοποιούνται μόνο σε δίκες που αφορούν εγκληματική δραστηριότητα ή νομιμοποίηση εσόδων από τέτοια δραστηριότητα". Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1, με τον με τα στοιχεία Ια.15 λόγο αναίρεσης, προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μεταξύ άλλων, προκειμένου να διαμορφώσει την παραπεμπτική γι' αυτόν κρίση του, απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, και συγκεκριμένα, ότι έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία και μέσα: "(i) Τα έγγραφα της κινήσεως των τραπεζικών λογαριασμών όλων των κατηγορουμένων και συνεπώς εμού. ii) Παραστατικά συγκεκριμένων τραπεζικών συναλλαγών που εκτίθενται ειδικότερα και στην εισαγγελική πρόταση και στις συνεκτιμηθείσες εκθέσεις ένορκης εξετάσεως των, ρητώς μνημονευομένων, μαρτύρων Ζ1 και Ζ2.- (iii) Τα έγγραφα της απομαγνητοφωνήσεως των υποκλαπεισών, τηλεφωνικών και μη τηλεφωνικών, συνδιαλέξεων και συζητήσεων της Γ1, αλλά και τις καταθέσεις των, ρητώς μνημονευομένων, μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι υπέκλεψαν τηλεφωνικές συνομιλίες της προαναφερθείσης πρώην δικαστικής λειτουργού και αναφέρονται στις συνομιλίες αυτές λεπτομερώς, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις ένορκης εξετάσεως αυτών, τις οποίες ρητώς επικαλείται το αναιρεσιβαλλόμενο. Και.-(ΐV) Τα αντίγραφα των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κατηγορουμένων [δηλαδή του καλούντος αριθμού τηλεφώνου, του καλουμένου αριθμού τηλεφώνου, του ακριβούς χρόνου διενέργειας της ως άνω τηλεφωνικής συνδιαλέξεως και της χρονικής διάρκειας αυτής] και συνεπώς εμού, που χορήγησε, παρανόμως, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος Α. Ε.".
Oι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Ειδικότερα. Α) Τα "έγγραφα κίνησης τραπεζικών λογαριασμών"και "παραστατικά συγκεκριμένων τραπεζικών συναλλαγών", νομίμως λήφθηκαν, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 4 § 13 και 14 ν. ν.2331/1995. Β) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ρητώς αναφέρει ότι, για την έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, "δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, στην προκειμένη περίπτωση, οι εμπεριεχόμενες στη δικογραφία καταστάσεις εισερχομένων και εξερχομένων τηλεφωνικών κλήσεων, που αφορούν τους κατηγορουμένους και άλλα πρόσωπα, στις οποίες αναγράφονται, οι αριθμοί των καλούντων και καλουμένων συνδρομητών, τα ονόματα αυτών, η ημερομηνία, η ώρα έναρξης και η διάρκεια κάθε κλήσης και για την απόκτηση των οποίων δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο ...διαδικασία άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου....", ενόψει του άρθρου 19 Συντ. και 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και Γ) Η αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη "έγγραφα απομαγνητοφωνήσεως των υποκλαπεισών, τηλεφωνικών και μη τηλεφωνικών, συνδιαλέξεων και συζητήσεων της Γ1, αλλά και των καταθέσεων των Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι υπέκλεψαν τηλεφωνικές συνομιλίες της προαναφερθείσης πρώην δικαστικής λειτουργού.....", είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστη, αφού, ως προς το πρώτο σκέλος της, δεν αναφέρονται στην αίτηση ποία συγκεκριμένως "έγγραφα απομαγνητοφωνήσεως"ήταν εκείνα που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο, ενώ ως προς το δεύτερο σκέλος της, στηρίζεται στην προϋπόθεση, ότι έλαβε χώρα υποκλοπή και οι εν λόγω μάρτυρες μεταφέρουν στις καταθέσεις τους το περιεχόμενο συνομιλιών που έχουν υποκλαπεί. Ουδόλως όμως εκτίθενται στην αίτηση περιστατικά που να στηρίζουν κάτι τέτοιο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προκύπτει από τις παραδοχές του βουλεύματος ότι στήριξε την παραπεμπτική του κρίση στο περιεχόμενο τέτοιων υποκλοπών. Η αναφορά δε και μόνο ότι οι πιο πάνω μάρτυρες υπέκλεψαν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και συζητήσεις της Γ1, δεν καθιστά αυτές (τις καταθέσεις) απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο. Επισημαίνεται ότι όσα αναφέρει σχετικά ο εν λόγω αναιρεσείων στα από 29/2/2008 και από 17/4/2008 υπομνήματά του δεν λαμβάνονται υπόψη προς θεμελίωση αναιρετικών λόγων, ούτε δύνανται να καταστήσουν ορισμένους του πιο πάνω προβαλλόμενους λόγους, ενόψει και του ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως κατά βουλευμάτων. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. 1, ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα (άρ.171 παρ.1 εδ.δ' του ΚΠΔ), λόγω λήψεως υπόψη παρανόμων αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί..- ΙΧ. Κατά τις παρ.2 και 3 του άρθρου 29 του ΚΠΔ, το δικαστήριο των εφετών, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο σε ολομέλεια, με την παρουσία και του εισαγγελέα. "2. Εχει ακόμα το δικαίωμα να διατάξει τον εισαγγελέα εφετών να κινήσει ποινική δίωξη για κάθε έγκλημα και για κάθε υπαίτιο. Αν αυτή έχει ήδη ασκηθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, έχει το δικαίωμα να διατάξει να υποβληθούν τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών. 3. Και στις δύο περιπτώσεις της παρ. 2 ένας από τους εφέτες, που τον ορίζει η ολομέλεια, εκπληρώνει καθήκοντα ανακριτή στην υπόθεση και ή ενεργεί ο ίδιος κάθε ανακριτική πράξη ή αναθέτει την ενέργειά τους στον ανακριτή πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας εφετών έχει όλα τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών το συμβούλιο εφετών έχει τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του συμβουλίου πλημμελειοδικών και αποφασίζει για την κατηγορία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό". Στην προκειμένη περίπτωση, με την 2/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών (σε Συμβούλιο), που εκδόθηκε κατά το άρθρο 29 του ΚΠΔ και με βάση την οποία ασκήθηκε υπό του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και η εναντίον του αναιρεσείοντος Χ1 ποινική δίωξη για τα προαναφερόμενα εγκλήματα, αποφασίστηκαν, κατά λέξη, τα ακόλουθα: "Παραγγέλλει την άσκηση ποινικής δίωξης, αρχικής ή συμπληρωματικής, από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, σχετικά με τις αποδιδόμενες σε δικαστικούς λειτουργούς αξιόποινες πράξεις (δωροδοκίας δικαστών και άλλων συναφών εγκληματικών πράξεων) και σε τρίτους εμπλεκόμενους σ' αυτές, μετά το πέρας της διενεργούμενης σχετικά με τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης".- Κατά τη σαφή έννοια της απόφασης αυτής, η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών παραγγέλλει την άσκηση ποινικής δίωξης, από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, και κατά προσώπων, που δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, σχετικά με τις αποδιδόμενες σε δικαστικούς λειτουργούς αξιόποινες πράξεις, εφόσον οι τρίτοι εμπλέκονται καθοιονδήποτε τρόπο στις πράξεις αυτές. Η αναφορά δε ότι η ποινική αυτή δίωξη θα ασκηθεί "μετά το πέρας της διενεργούμενης σχετικά με τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης", έχει την προφανή έννοια, ότι οι σχετικές με τα εγκλήματα που διέπραξαν οι δικαστικοί λειτουργοί πράξεις των τρίτων θα προσδιορισθούν με την εν λόγω προκαταρκτική εξέταση (πρβλ την παρ.4 του άρθρου 29 ΚΠΔ, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.15 του Ν.3472/2006) και, επομένως, οι πράξεις αυτές δεν δύνανται να προσδιορισθούν εκ των προτέρων. Αρκεί οι πράξεις αυτές να είναι σχετικές με τα εγκλήματα που διέπραξαν οι δικαστικοί λειτουργοί- χωρίς να είναι απαραίτητα συμμετοχικές - η δε εξειδίκευσή τους θα γίνει από τον αρμόδιο πλέον Εισαγγελέα Εφετών κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠΔ. Η κατ' αυτό δε τον τρόπο άσκηση της ποινικής δίωξης δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 του Συντάγματος, ούτε των προστατευομένων από την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων του ως κατηγορουμένου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α του ΚΠΔ με στοιχείο iii 18-22 λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντοςΧ1, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, κατά τις οποίες επήλθε η κατά το άρθρο 171 ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως υπό του Εισαγγελέως και την υποχρεωτική συμμετοχή αυτού στις υπό του νόμου ορισμένες πράξεις της προδικασίας, δεδομένου, όπως αιτιάται, "από την ως άνω, υπ' αριθμ. 2/2005 απόφαση δεν προκύπτει, λόγω της ολοφάνερης αοριστίας της, ότι περιέχονται σ' αυτήν και τα παραπάνω εγκλήματα, για τα οποία παραπέμπομαι στο ακροατήριο, υπάρχει, εν προκειμένω, απόλυτη ακυρότητα της όλης προδικασίας, εξαιτίας της παραβιάσεως των πιο πάνω διατάξεων, που αναφέρονται στην άσκηση της ποινικής διώξεως υπό του αρμοδίου Εισαγγελέως Πλημ/κών και στην άσκηση των δικαιωμάτων μου ως κατηγορουμένου, που προστατεύονται από τον κατ/νο και την ΕΣΔΑ", είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Χ. Ο δεύτερος αναιρεσείων Χ2, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι, το προσβαλλόμενο βούλευμα, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στις πράξεις που αφορούν την κατηγορούμενη η Γ1, δέχεται ότι σε βάρος της ασκήθηκε δίωξη και για την πράξη της δωροδοκίας παθητικής δικαστή, που συνίσταται στην εκ μέρους αυτής ως δικαστού απαίτησης δώρων που δεν εδικαιούτο, με σκοπό να κριθούν υποθέσεις που της είχαν ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιων και ειδικότερα "...της απαίτησης στις 28-02-2004 και της λήψης στις 02-03-2004 από τους δικηγόρους Χ1, Χ2 και Κ1, μέσω του Χ5, του ποσού των 30.000 ευρώ για να επιδιώξει τη συμμετοχή της στην εκδίκαση της από 24-02-2004 αγωγής του ιεροδιακόνου Β1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ του τελευταίου απόφαση"και ότι η παραπάνω κατηγορία για πρώτη φορά εμφανίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, και ουδέποτε του απαγγέλθηκε κατηγορία ή του ασκήθηκε ποινική δίωξη με το ως άνω περιεχόμενο και ουδέποτε απολογήθηκε για την πράξη αυτή, συνιστά, δε η παραδοχή αυτή, όπως ο εν λόγω αναιρεσείων υποστηρίζει, υπέρβαση εξουσίας, "διότι δεν νοείται καθ' οιονδήποτε τρόπο επέκταση της ποινικής δίωξης δια του βουλεύματος για πράξεις για τις οποίες ουδέποτε μου ασκήθηκε στο στάδιο της προδικασίας ποινική δίωξη και για τις οποίες ουδέποτε απολογήθηκα". Ο κατ' αυτόν τον τρόπο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. στ Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος αναίρεσης, για υπέρβαση εξουσίας, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, αλλά και ο ίδιος ο αναιρεσείων Χ2 δέχεται στην αίτησή του, αυτός δεν παραπέμπεται για την πιο πάνω πράξη, και ουδεμία "επέκταση της ποινικής δίωξης δια του βουλεύματος"για τις πιο πάνω πράξεις έλαβε χώρα και, επομένως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
ΧΙ. Ο αυτός αναιρεσείων, με τον δεύτερο, από άρθρο 484 παρ. 1 περ δ και ε Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, της έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι "το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναλυτικά αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για μία σειρά αδικημάτων, τα οποία φέρεται ότι τελέστηκαν από την Γ1". Ακολούθως, ο ίδιος αναιρεσείων, παραθέτει αποδιδόμενα στην Γ1 αδικήματα και άλλους συγκατηγορουμένους του και ειδικότερα 1) Το αποδιδόμενο στην Γ1 αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή, που αναφέρθηκε και πιο πάνω, καθώς και τις αποδιδόμενες στους Χ5 και Κ1 πράξεις κατά τις οποίες "...Στις 28-02-2004 μεσολάβησε (ενν. ο Χ5) μεταξύ της πρωτοδίκου Γ1 και του Κ1, στον οποίο μετέφερε την πρόταση της πρώτης για την καταβολή σε αυτήν του ποσού των 30.000 ευρώ ως δώρου που δεν δικαιούτο να λάβει για να επιδιώξει τη συμμετοχή της στην εκδίκαση της από 24-02-2004 αγωγής του ιεροδιακόνου Β1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών .....". 2) Την αποδιδόμενη στην Γ1 πράξη, κατά την οποία ".. . κατά το χρονικό διάστημα από 02-03-2003 έως και 05-10-2004 απαίτησε από τους δικηγόρους Χ1,Χ2 και Κ1, προκειμένου να εκδοθούν ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ πελατών των προαναφερομένων δικηγόρων τα ποσά των ό.ΟΟΟ ευρώ, 2.500 ευρώ και 1.500 ευρώ, τα οποία και εισέπραξε στις 04-03-2003, στις 21-04-2004 και 05-10-2004.....", καθώς και το αποδιδόμενο στον Χ5 ίδιο αδίκημα, κατά το οποίο : "...Στις 19-04-2004 μεσολάβησε (ενν. ο Χ5) μεταξύ αγνώστου μέχρι τώρα προσώπου και της πρωτοδίκου Γ1, στο οποίο μετέφερε την πρόταση της τελευταίας για την καταβολή σε αυτήν του ποσού των 2.500 ευρώ, ως δώρου που δεν εδικαιούτο να λάβει, προκειμένου να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του προσώπου αυτού υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της....". 3) Την αποδιδόμενη στην Γ1 πράξη, κατά την οποία "Την 01-03-2003 απαίτησε (η Γ1) από άγνωστο μέχρι τώρα άτομο που ανήκε πάντως στην οικογένεια αθίγγανων Δ μέσω του Χ5 για να μην κρατηθεί προσωρινά ένας από τους κατηγορουμένους της οικογένειας Δ που απολογήθηκε ενώπιον της κατά την περίοδο εκείνη, το ποσό των όΟΟΟευρώ .....Κατά το χρονικό διάστημα από 02-03-2003 έως και 05-10-2004 απαίτησε από τους δικηγόρους Χ1, Χ2 και Κ1 προκειμένου να εκδοθούν ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ πελατών, των προαναφερομένων δικηγόρων, τα ποσά των 6000, 2500 και 1500, τα οποία και εισέπραξε......". 4) τις αποδιδόμενες στην Γ1 πράξεις που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατά τις οποίες . "...Με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των όΟΟΟ ευρώ από την παραπάνω πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή με στοιχείο γ 4, έλαβε το ποσό αυτό το οποίο ύστερα από υπόδειξη της κατατέθηκε στις 04-03-2003, στο λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα με αριθμό ........ από συγγενικό πρόσωπο της οικογενείας Δ που έθεσε στο σχετικό γραμμάτιο κατάθεσης αντί υπογραφής, ένα σταυρό". Και "...Στις 04-03-2003, 21-04-2004 και 05-10-2004 με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση των ποσών των 6000, 2500 και 1500ευρώ αντιστοίχως από την παραπάνω πράξη παθητικής δωροδοκίας δικαστή με στοιχείο γ5 έλαβε τα ποσά αυτά από τους δικηγόρους Χ1, Χ2 και Κ1 και στη συνέχεια τα παρέδωσε στους ....., ...... και κάποιον τρίτο .......". Ο αναιρεσείων παραθέτει τις αποδιδόμενες στους πιο πάνω συγκατηγορουμένους του κατηγορίες, προκειμένου να επισημάνει τις, κατ'αυτόν, υφιστάμενες αντιφάσεις που επιφέρουν "εκ πλαγίου παράβαση της εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης", ενώ σε όσες πράξεις φέρεται και αυτός εμπλεκόμενος (ως συναυτουργός), προβάλλει την αυτήν αιτίαση που αναφέρει και στον πρώτο λόγο της αναιρέσεώς του, ότι δηλαδή, οι κατηγορίες αυτές που τον αφορούν (και για τις οποίες δεν παραπέμπεται) εμφανίζονται για πρώτη φορά με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος. Οι λόγοι όμως αυτοί της αναίρεσης αναφέρονται σε παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, που αφορούν αποκλειστικά άλλους κατηγορούμενους και στις αποδιδόμενες σ'αυτούς κατηγορίες, για τις οποίες ο εν λόγω αναιρεσείων δεν παραπέμπεται ούτε του αποδίδεται κατηγορία . Σε σχέση με τον εν λόγω αναιρεσείοντα, στο οικείο μέρος του βουλεύματος, υπάρχουν άλλες παραδοχές, που δεν προσβάλλονται από αυτόν . Και είναι μεν αληθές, όπως αυτός αναφέρει στο από 17/4/2008 υπόμνημά του, ότι "το βούλευμα είναι ενιαίο κείμενο και ως τέτοιο εξετάζεται", όμως ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει λόγους αναίρεσης που αφορούν πράξεις συγκατηγορουμένων του, έστω και αν φέρεται σε αυτές και ο ίδιος εμπλεκόμενος, αφού για τις πράξεις αυτές δεν του έχει απαγγελθεί κατηγορία, όπως αυτός αναφέρει, και δεν παραπέμπεται γι' αυτές. Άλλωστε, ουδόλως αυτός συνδέει, τις προσβαλλόμενες με την αίτησή παραδοχές του βουλεύματος, που αφορούν τους συγκατηγορουμένους του, με εκείνες που αφορούν τον ίδιο, δηλαδή με εκείνες που αφορούν τις πράξεις για τις οποίες αυτός παραπέμπεται. Τούτο επιχειρεί να πράξει, ανεπιτρέπτως, με το υπόμνημα που κατέθεσε (και ανεξάρτητα της βασιμότητας των προβαλλομένων αιτιάσεων), συνδέοντας ορισμένες, κατ' αυτόν αντιφάσεις, με την πράξη της σύστασης συμμορίας που του αποδίδεται . Επομένως και ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β και δ Κ.Π.Δ., δεύτερος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος.
Χ
ΙΙ. Η τρίτη αναιρεσείουσα Χ3, με τον πρώτο λόγο της συνεκδικαζόμενης αίτησή της, προβάλλει την πλημμέλεια ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της κατά νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι, όπως κατά λέξη αναφέρει στην αίτησή της, "δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία ήχθη το Συμβούλιο στο Βούλευμα αυτό, και ειδικότερα και αν ήταν αληθές το γεγονός, έπρεπε 1) να αναφέρεται ρητά, για ποιο λόγο δεν είναι ενεργητική δωροδοκία αλλά παθητική τοιαύτη, αφού για να συμβαίνει τούτο, έδει να είμαι δικαστής, ή να λαμβάνω εγώ χρήματα από την ίδια ή από τρίτους, προκειμένου, να τα καταθέσω σε δικό μου λογαριασμό για να καλύψω τη δικαστή. 2) Ποια υπόθεση εκκρεμούσε στο Δικαστήριο, για την οποία υποτίθεται ότι κατέβαλα τα χρήματα της δωροδοκίας, και αν την δίκασε η ιδία ή άλλος δικαστής, οπότε έπρεπε να παραπεμφθεί και ούτος, και αν εξέδωκαν ευνοϊκή υπέρ εμού απόφαση 3) Ποια ήταν η νομιμοφανής υπόσταση των εσόδων της Δικαστού, καθήν στιγμή, ελέγχονται και εμπίπτουν στο "πόθεν έσχες"και οι τραπεζικοί λογαριασμοί..". Οι πιο πάνω αποδιδόμενες στο προσβαλλόμενο βούλευμα πλημμέλειες, είναι αβάσιμες. Στην αρχή του σκεπτικού του βουλεύματος (βλ. 2η σελ του 591 φύλλου) αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα στα οποία έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο προκειμένου να στηρίξει την παραπεμπτική του κρίση για τα αναφερόμενα σε αυτό εγκλήματα, μεταξύ των οποίων και εκείνο για το οποίο παραπέμπεται η εν λόγω κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα. Η τελευταία παραπέμπεται να δικασθεί στο ακροατήριο για το ότι "κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2001 έως 19-2001, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή σε δικαστικό λειτουργό, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν.2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή)", όπως ειδικότερα
πιο πάνω έχει αναφερθεί και όχι της παθητικής δωροδοκίας. Επομένως, οι αιτιάσεις αυτής, ότι δεν αναφέρεται στο βούλευμα, "για ποιο λόγο δεν είναι ενεργητική δωροδοκία αλλά παθητική τοιαύτη, αφού για να συμβαίνει τούτο, έδει να είμαι δικαστή κλπ", στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, για την πράξη για την οποία αυτή παραπέμπεται, δεν ήταν αναγκαία η έκθεση και των επιπλέον στοιχείων που η αναιρεσείουσα αναφέρει στις πιο πάνω με στοιχείο 2 αιτιάσεις της (ποια υπόθεση εκκρεμούσε στο Δικαστήριο, για την οποία αυτή κατέβαλε τα χρήματα κλπ), ενώ, στην αιτιολογία του βουλεύματος, εκτίθεται κατά τρόπο σαφή ο τρόπος με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσέδωσε "νομιμοφανή υπόσταση"στα από την πράξη της δωροδοκίας έσοδα της Γ1 έσοδα (κατάθεση σε Τράπεζα για λογαριασμό της). Η ίδια αναιρεσείουσα, με τον δεύτερο, όπως εκτιμάται, λόγο αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση, ότι, εφόσον το Συμβούλιο Εφετών αποφαίνεται με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά της Γ1, λόγω παραγραφής για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας, δηλαδή "..... της απαίτησης στις 17-2-2001 και της λήψης στις 19.12.2001 από την Χ3, του ποσού των 200.000 δραχμών, ως δώρο, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεών της που εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής", δεν μπορεί αυτή να παραπεμφθεί για την πιο πάνω πράξη της κατ' επάγγελμα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (παθητική δωροδοκία δικαστή), αφού, όπως υποστηρίζει, "για την συγκεκριμένη μία και μόνο πράξη υπάρχει κατηγορία εναντίον μου, δεν υφίσταται παθητική δωροδοκία, συνεπάγεται ότι δεν υφίσταται και ενεργητική τοιαύτη". Όπως, όμως, ήδη στις πιο πάνω νομικές σκέψεις έχει αναπτυχθεί, η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία για την πράξη της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων για την οποία παραπέμπεται η αναιρεσείουσα. Έτσι είναι αδιάφορο, αν το βασικό έγκλημα έχει υποκύψει σε παραγραφή και δη μετά την τέλεση της πράξης της νομιμοποίησης (εκτός από την περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. δ εδ. τελ. Ν. 2331/95, που δεν πρόκειται εδώ). Επομένως, ο από το άρ. 484 παρ.1 στοιχ. β του ΚΠΔ, όπως εκτιμάται, για εσφαλμένη η εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου.
.
Χ
ΙΙΙ. Επομένως, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης των συνεκδικαζομένων αιτήσεων, πρέπει αυτές να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). Μετά δε την απόρριψη των αιτήσεων αναιρέσεως, παρέλκει η έρευνα των, κατά το άρ. 469 του ΚΠΔ, υποβληθέντων, με τα από 10/4/2008 και 1/10/2008 υπομνήματα, αιτημάτων του Χ5 και του Κ1 αντίστοιχα, για την επέκταση του αποτελέσματος των αναιρέσεων, που άσκησαν οι συγκατηγορούμενοι τους Χ1 και Χ2 και ως προς αυτούς.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος αναιρεσείοντος Χ2 και του αιτούντος (μη αναιρεσείοντος) Χ5 (κατά κόσμο .....) .
Απορρίπτει τις 26/4-2-2008, 11/4-2-2008 και 23/30-1-2008 αιτήσεις (εκθέσεις) των 1) Χ1, 2) Χ2 και, 3) Χ3, αντιστοίχως, για αναίρεση του 2707/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει τους πιο πάνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ