Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 541 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Απαράδεκτη η αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών το οποίο, επί εγκλημάτων του Ν. 1608/1950 αποφαίνεται κατά το άρθρο 308 παρ. 1 του ΚΠΔ, αμετακλήτως.





Αριθμός 541/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Μπρέγιαννο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 141/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1674/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 515/20.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 §1 και 476 § 1 Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως του χ1, ασκηθείσα δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γεωργίου Μόνιου, δυνάμει της από 4-9-2007 εξουσιοδότησις, κατά του υπ'αριθμόν 141/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 308 § 1 εδ. 3 και 4 Κ.Π.Δ., που προσετέθη με το άρθρο 5 § 7 του ν.1738/1987 "στα εγκκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν.1608/1950 ("για τους καταχραστές του Δημοσίου"), η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, να αποφαίνεται σε μια τέτοια περίπτωση αμετακλήτως, προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που της εδόθη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, με την άσκηση της ποινικής διώξεως και από τον Ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το Συμβούλιο, κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει, ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρ. 1 του ν.1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί, ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρ. 1 του ν.1608/1950. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Εφετών οφείλει, αφού δώσει με βάση τα περιστατικά που κατά την κυριαρχική εκτίμηση του προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον κατηγορούμενο, για να δικασθεί για την πράξη αυτή, όπως ορθά εχαρακτηρίσθη από τούτο, το σχετικό δε βούλευμα του δεν υπόκειται σε αναίρεση. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ησκήθη, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται, και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι και το αμετάκλητο βούλευμα, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο σε Συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο (Α.Π. 1040/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ σελ. 129).

ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 141/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, εξεδόθη μετά την άσκηση εις βάρος του αναιρεσείοντος, ποινικής διώξεως για την πράξη της χρήσεως πλαστού εγγράφου εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, η επελθούσα ζημία του οποίου υπερβαίνει του ποσού των 50.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), με την συνδρομή δηλαδή του άρθρ. 1 ν.1608/1950, μετά δε την περάτωση της κυρίας ανάκρισης που ενηργήθη σχετικώς και επερατώθη νομίμως, η υπόθεση εισήχθη από τον Εισαγγελέα Εφετών εις το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα, εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θράκης (επί κακουργημάτων), προκειμένη να δικασθεί για την προαναφερόμενη πράξη, την οποίαν εθεώρησε ως στρεφομένην, ουχί κατά του Δημοσίου, αλλά σε βάρος του νομικού προσώπου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η ζημία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και επίσης θεώρησε ότι δεν συντρέχουν επί του προκειμένου, αι προϋποθέσεις του άρθρ. 1 του ν.1608/50. Η δυνατότητα αναιρέσεως του βουλεύματος αυτού, δηλαδή το αμετάκλητο ή μη του βουλεύματος, θα κριθεί, σύμφωνα με όσα ανεφέρθησαν, εκ των πράξεων για τις οποίες ησκήθη η ποινική διώξις και όχι εκ των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Κι, εφόσον η ποινική δίωξις ησκήθη με την συνδρομή του ν.1608/50, το προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι αμετάκλητο, μη υποκείμενο σε αναίρεση. Επομένως η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως του κατηγορουμένου, στρεφομένη κατά του παραπάνω αμετακλήτου βουλεύματος είναι απαράδεκτη και δια τον πρόσθετον λόγον ότι αύτη ησκήθη εκπροθέσμως, δηλαδή μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας των τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως του εις τον αντίκλητον του κατηγορουμένου που διαμένει εις την αλλοδαπήν, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος αναστολής αυτής του μηνός Αυγούστου. Μετά ταύτα η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Προτείνω: Ι) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 52/21-9-2007 αίτησις αναιρέσεως του χ1, κατά του υπ'αριθμ. 141/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης.

ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήναι 14 Δεκεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. 3 και 4 του Κ.Π.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 1738/1987, στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, να αποφαίνεται σε μία τέτοια περίπτωση αμετακλήτως, προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που δόθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την άσκηση της ποινικής δίωξης και από τον ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το Συμβούλιο, κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει, ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί, ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Εφετών οφείλει, αφού δώσει με βάση τα περιστατικά που κατά την κυριαρχική εκτίμησή του προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον κατηγορούμενο, για να δικαστεί για την πράξη αυτή, όπως ορθά χαρακτηρίσθηκε από τούτο, το σχετικό δε βούλευμά του, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων για τις οποίες δεν πρόκειται και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι και το αμετάκλητο βούλευμα, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο σε Συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμό 141/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, εκδόθηκε μετά την άσκηση σε βάρος του αναιρεσείοντος ποινικής διώξεως για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε και η συνολική ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 146.735,14 με τη συνδρομή δηλαδή του ν. 1608/1950, μετά δε την περάτωση της κύριας ανάκρισης που ενεργήθηκε σχετικά και περατώθηκε νομίμως, η υπόθεση εισήχθη από τον Εισαγγελέα Εφετών στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, προκειμένου να δικαστεί για την αναφερόμενη πράξη, την οποία θεώρησε ότι στρέφεται όχι κατά του Δημοσίου, αλλά σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η ζημία των οποίων υπερέβαινε το ποσό των 73.000 Ευρώ και επίσης θεώρησε, ότι δεν συντρέχουν επί του προκειμένου, οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950. Η δυνατότητα αναιρέσεως του βουλεύματος αυτού, δηλαδή το αμετάκλητο ή μη του βουλεύματος, θα κριθεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, εκ των πράξεων για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη και όχι εκ των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Και εφόσον η ποινική δίωξη ασκήθηκε με τη συνδρομή του ν. 1608/1950, το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αμετάκλητο, μη υποκείμενο σε αναίρεση. Επομένως η ένδικη αίτηση αναιρέσεως κατά του παραπάνω βουλεύματος, είναι απαράδεκτη. Σε κάθε περίπτωση, ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ένδικου μέσου της αναίρεσης, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [που κυρώθηκε με το ν.δ. 52/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ], το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, διότι το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου πλήρως εξασφαλίζεται αφού, παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και να υποβάλει τα αιτήματα και τις αντιρρήσεις του. Πολύ περισσότερο ο αποκλεισμός του κατηγορουμένου από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά του εν λόγω βουλεύματος δεν αντίκειται στο άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ν. 1705/1987), ούτε στο άρθρο 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997), δεδομένου ότι οι ανωτέρω διατάξεις αναφέρονται στο δικαίωμα επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της καταδικαστικής απόφασης ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ποινή. Τέλος, η ως άνω απαγόρευση δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις 7 παρ.2, 8 εδαφ. α', 20 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, αφού οι δικονομικές διατάξεις, ως αυτή του άρθρου 308 παρ.1 του ΚΠΔ αποτελούν νόμους δημόσιου χαρακτήρα, που εκφράζουν άμεσα γενικά και δημόσια συμφέροντα και εκτός εναντίας διατάξεως έχουν άμεση από της ισχύος τους εφαρμογή.
Συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του χ1 για αναίρεση του με αριθ. 141/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή