Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Στοιχεία υπεξαίρεσης (κοινής και κακουργηματικής). Έννοιες «ξένου κινητού πράγματος», «παράνομης ιδιοποίησης», «κατοχής» και «διαχειριστής ξένης περιουσίας». Για την κατάφαση κακουργηματικής υπεξαίρεσης, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το πράγμα που αυτός ιδιοποιείται, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων που αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής. Γι’ αυτό τελεί υπεξαίρεση αν δεν τα αποδώσει στον εντολέα και τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση, που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στοιχεία συναυτουργίας και ειδικότερα επί υπεξαιρέσεως. Αιτιολογημένο το προσβαλλόμενο βούλευμα που απέρριψε έφεση του αναιρεσείοντος κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1498/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3308/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενη τη Χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 664/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 333/19.09.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 6 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 3308/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω εκκαλουμένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 1106/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επαναδιετυπώθη σαφέστερα η κατ'αυτού κατηγορία και παραπέμπεται αυτός ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), δι'υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, από κοινού μετά της Χ2. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγον αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή, εκ του άρθρ. 375 § § 1 και 2 Π.Κ. προκύπτει ότι ο παρανόμως ιδιοποιούμενος ξένο (εν λόγω ή εν μέρει) κινητό πράγμα, περιελθόν με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του, τιμωρείται, αν πρόκειται περί αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευθέντος σ'αυτόν λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνος του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 98 § 2 Π.Κ., ως η παράγραφος αυτή προσετέθη δι'άρθρ. 14 § 1.1. Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικώς υπ'όψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξ'άλλου, έλλειψη της κατά το άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και το άρθρ. 139 του Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 περ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση σχετικώς με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, δια την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 572/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με δικές του σκέψεις και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων στο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, κατ'είδος ορισμένων, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των, έχουν ως εξής: Στις αρχές Οκτωβρίου 1999, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εμφανίστηκε στα γραφεία της μηνύτριας εταιρίας με την επωνυμία "OLYMPIC ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ & ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο AVIS, η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών τις τουριστικές επιχειρήσεις και ειδικεύεται στις ενοικιάσεις αυτοκινήτων, και αφού ανέφερε στη νόμιμη εκπρόσωπο αυτής ότι εκπροσωπούσε την εδρεύουσα στην Κολωνία της Γερμανίας εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......"(..... ΕΠΕ), η οποία διατηρεί τουριστικό γραφείο στην ως άνω πόλη με το διακριτικό τίτλο "....", ζήτησε συνεργασία με την πρώτη, συνιστάμενη στη μίσθωση αυτοκινήτων ιδιοκτησίας της AVIS για λογαριασμό πελατών του τουριστικού γραφείου "...." αντί προμήθειας. Κατόπιν της ως άνω δηλώσεως του κατηγορουμένου τούτου και την αποστολή σχετικών προτάσεων εκ μέρους της μηνύτριας στο παραπάνω τουριστικό γραφείο, για να τεθούν υπόψη αυτού, τον οποίο η μηνύτρια εταιρία θεωρούσε ως νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας, ενώ στην πραγματικότητα ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής αυτής, κατόπιν εντολής της κατηγορουμένης Χ2, νόμιμης εκπροσώπου και εταίρου της τελευταίας αυτής εταιρίας, συνήφθη η από .... αρχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και η από ..... τροποποιητική αυτής, προφορική συμφωνία, δυνάμει της οποίας, όπως τροποποιήθηκε, οι ως άνω κατηγορούμενοι, ενεργώντας ως εκπρόσωποι της εδρεύουσας στην Κολωνία εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......" ανέλαβαν την υποχρέωση έναντι της μηνύτριας, να προβαίνουν με τις προαναφερόμενες ιδιότητες τους αντί προμήθειας, την οποία θα λάμβανε η εκπροσωπούμενη απ' αυτούς εταιρία απευθείας από τον πελάτη, να προβαίνουν στην κράτηση συγκεκριμένου κάθε φορά τύπου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της μηνύτριας, για ορισμένο χρονικό διάστημα για συγκεκριμένους πελάτες του ως άνω τουριστικού γραφείου, οι οποίοι θα ταξίδευαν στην Ελλάδα και επιθυμούσαν τη μίσθωση αυτοκινήτου, το οποίο θα το παραλάμβαναν σε οποιοδήποτε από τα καταστήματα της μηνύτριας στην Ελλάδα, εισπράττοντας οι κατηγορούμενοι κατ' εντολή και για λογαριασμό της (μηνύτριας), μίσθωμα εκ των προτέρων συμφωνημένο, για το οποίο συμπλήρωναν, ως προς τον αύξοντα αριθμό, ημερομηνία εκδόσεως, όνομα πελάτη, κατηγορία οχήματος, ημέρες μίσθωσης, ημερομηνία και ώρα παραλαβής και παράδοσης του οχήματος, θέτοντας επί πλέον τη σφραγίδα και την υπογραφή του γραφείου τους (.....), τα εκδιδόμενα και αποστελλόμενα από τη μηνύτρια σε τρία αντίγραφα (λευκό, ροζ, κίτρινο) ..., που αντιπροσώπευαν τη συγκεκριμένη κατά περίπτωση χρηματική αξία, την οποία (αξία) όφειλαν (κατηγορούμενοι) να την αποδίδουν αυτούσια στη μηνύτρια, μετά πάροδο 21 ημερών από την εκ μέρους της τελευταίας αποστολή αναλυτικής κατάστασης όλων των επί μέρους συμβολαίων εκμίσθωσης αυτοκινήτων (....) του ίδιου μήνα και των αντίστοιχων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ), που εξέδιδε η τελευταία μετά την εμφάνιση του εκάστοτε πελάτη και την παραλαβή απ'αυτόν ενός εκ των αντιγράφων του ..... Στα πλαίσια της ανωτέρω συνεργασίας, οι κατηγορούμενοι, αν και εισέπραξαν από κοινού, για λογαριασμό της μηνυτρίας, ως εντολοδόχοι αυτής, κατά το από 21-3-2000 μέχρι 27-9-2000 χρονικό διάστημα, το ιδιαιτέρως μεγάλο συνολικό ποσό ύψους 88.968.015 δραχμών (261.094,68 ευρώ) το οποίο όφειλαν να το αποδώσουν αυτούσιο στη μηνύτρια καταθέτοντας αυτό στον υπ'αριθμ. ..... λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (υποκατάστημα Χαλανδρίου), αυτοί (κατηγορούμενοι), παρά το γεγονός ότι η μηνύτρια τους διαβίβαζε εγκαίρως τις αναλυτικές καταστάσεις όλων των επιμέρους συμβολαίων εκμίσθωσης αυτοκινήτων του κάθε μήνα και τις αντίστοιχες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.) που είχε εκδώσει για κάθε εκμίσθωση αυτοκινήτου που πραγματοποιούνταν, δεν το απέδωσαν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αλλά από κοινού το κατακράτησαν ιδιοποιούμενοι αυτό παράνομα. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, δια την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε. Ειδικότερα δε, αυτό δέχεται ότι ο αναιρεσείων ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής της ανωτέρω εταιρίας "......". Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ'άλλου, οι υπό την επίκληση του ιδίου αναιρετικού λόγου αιτιάσεις, οι οποίες πλήττουν την ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να απορριφθή η από 6 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 3308/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 29 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α' του άρθρου 375 ΠΚ "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: 1) Αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2) το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β'του Ν. 2721/1999. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείρηση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η πραγματική (de facto) άσκηση αυτής. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999). Όταν το έγκλημα της υπεξαίρεσης έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, επί συνδρομής της οποίας προβλέπεται μεγαλύτερη ποινή. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, τη οποίαν έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Ειδικότερα, επί υπεξαιρέσεως, υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στη συγκατοχή των πλειόνων δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ των ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών στη συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που διώχθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα, για το οποίο έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3308/2006 βούλευμά του, δέχθηκε με δικές του σκέψεις και συμπληρωματικά αναφερόμενο επιτρεπτώς στην ενσωματωμένη σ'αυτό Εισαγγελική πρόταση, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα παραδοθέντα στη μηνύτρια συμπληρωματικά σχετικά ..... με τις συνημμένες σ'αυτά αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα απολογητικά υπομνήματά τους, ότι προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη τους, έχουν ως εξής: Στις αρχές Οκτωβρίου 1999, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 εμφανίστηκε στα γραφεία της μηνύτριας εταιρίας με την επωνυμία "OLYMPIC ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο AVIS, η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών τις τουριστικές επιχειρήσεις και ειδικεύεται στις ενοικιάσεις αυτοκινήτων, και αφού ανέφερε στη νομική εκπρόσωπο αυτής ότι εκπροσωπούσε την εδρεύουσα στην Κολωνία της Γερμανίας εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....... (....... ΕΠΕ", η οποία διατηρεί τουριστικό γραφείο στην ως άνω πόλη με το διακριτικό τίτλο ".....", ζήτησε συνεργασία με την πρώτη, συνισταμένη στη μίσθωση αυτοκινήτων ιδιοκτησίας της AVIS για λογαριασμό πελατών του τουριστικού γραφείου ".....", αντί προμήθειας. Κατόπιν της ως άνω δηλώσεως του κατηγορουμένου τούτου και την αποστολή σχετικών προτάσεων εκ μέρους της μηνύτριας στο παραπάνω τουριστικό γραφείο, για να τεθούν υπόψη αυτού, τον οποίο η μηνύτρια θεωρούσε ως νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας, ενώ στην πραγματικότητα ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής αυτής, κατόπιν εντολής της κατηγορουμένης Χ2, νόμιμης εκπροσώπου και εταίρου της τελευταίας αυτής εταιρίας, συνήφθη η από .... αρχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και η από ..... τροποποιητική αυτής, προφορική συμφωνία, δυνάμει της οποίας, όπως τροποποιήθηκε, οι ως άνω κατηγορούμενοι, ενεργώντας ως εκπρόσωποι της εδρεύουσας στην Κολωνία εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......" ανέλαβαν την υποχρέωση έναντι της μηνύτριας, να προβαίνουν με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους αντί προμηθείας, την οποία θα λάμβανε η εκπροσωπούμενη απ' αυτούς εταιρία απευθείας από τον πελάτη, στην κράτηση συγκεκριμένου κάθε φορά τύπου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της μηνύτριας, για ορισμένο χρονικό διάστημα για συγκεκριμένους πελάτες του ως άνω τουριστικού γραφείου, οι οποίοι θα ταξίδευαν στην Ελλάδα και επιθυμούσαν, τη μίσθωση αυτοκινήτου, το οποίο θα το παραλάμβαναν σε οποιοδήποτε από τα καταστήματα της μηνύτριας στην Ελλάδα, εισπράττοντας οι κατηγορούμενοι κατ' εντολή και για λογαριασμό της (μηνύτριας) μίσθωμα εκ των προτέρων συμφωνημένο, για το οποίο συμπλήρωναν, ως προς τον αύξοντα αριθμό, ημερομηνία εκδόσεως, όνομα πελάτη, κατηγορία οχήματος, ημέρες μίσθωσης, ημερομηνία και ώρα παραλαβής και παράδοσης του οχήματος, θέτοντας επί πλέον τη σφραγίδα και την υπογραφή του γραφείου τους (.....", τα εκδιδόμενα και αποστελλόμενα από τη μηνύτρια σε τρία αντίγραφα (λευκό, ροζ, κίτρινο) ..., που αντιπροσώπευαν τη συγκεκριμένη κατά περίπτωση χρηματική αξία, την οποία (αξία) όφειλαν (κατηγορούμενοι) να την αποδίδουν αυτούσια στη μηνύτρια, μετά πάροδο 21 ημερών από την εκ μέρους της τελευταίας αποστολή αναλυτικής κατάστασης όλων των επί μέρους συμβολαίων εκμίσθωσης αυτοκινήτων (....) του ίδιου μήνα και των αντίστοιχων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.), που εξέδιδε η τελευταία μετά την εμφάνιση του εκάστοτε πελάτη και την παραλαβή απ' αυτόν ενός εκ των αντιγράφων του ...... Το γεγονός ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του στην κρινόμενη έφεση, ενεργούσε ως εντολοδόχος της μηνύτριας εταιρίας, με την οποία συνεβλήθη και συναλλασσόταν στα πλαίσια της επίδικης συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας ως νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας, συνάγεται και 1) από την απολογία της συγκατηγορουμένης του Χ2, η οποία ερωτηθείσα σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου που έθεσε τη μία από τις δύο υπογραφές δίπλαστη σφραγίδα της επιχειρήσεώς της στην από 19-10-1999 έγγραφη προσφορά της εγκαλούσας προς την ..... και σε κάθε σελίδα του εγγράφου αυτού, κατέθεσε ότι "η δεξιά υπογραφή πρέπει να ανήκει στον κ. Χ1 (εκκαλούντα)", 2) από το από ..... FAX της μηνύτριας εταιρίας σχετικά με τους νέους όρους της τροποποιημένης συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας, απευθυνόμενο προς την κατηγορούμενη Χ2 με κοινοποίηση στον "Κο Χ1 ......, στο οποίο, σημειωτέον, καθόσον αφορά τον τρόπο αποδόσεως των προκαταβλητέων μισθωμάτων στη μηνύτρια, αναφέρεται ότι η πληρωμή συμβολαίων ενοικιάσεως αυτοκινήτων στη μηνύτρια, βάσει των συμπληρωμένων από την ......, θα γινόταν μετά την αποστολή στο τέλος κάθε μήνα από τη μηνύτρια στους κατηγορούμενους αναλυτικής καταστάσεως, αναγράφουσας το σύνολο των συμβολαίων του μήνα, του εν συνεχεία έλεγχο της τελικής λίστας του μην από τους κατηγορούμενους, με έμβασμα σε δραχμές στο λογαριασμό της μηνύτριας στην Εθνική Τράπεζα Νο ...... κατάστημα Χαλανδρίου (ΟΛΥΜΠΙΚ Α.Ε.) και 3) από την κατάθεση της μάρτυρος ...., βοηθού του διευθύνοντος συμβούλου της μηνύτριας εταιρίας, κατά το χρόνο εκτέλεσης της επίδικης σύμβασης εργαζομένης στο τμήμα πωλήσεων της ίδιας εταιρίας, η οποία κατέθεσε σχετικά: "Όλες τις επαφές τις είχα με τον πρώτο μηνυόμενο, ο οποίος εμφανιζόταν σαν νόμιμος εκπρόσωπος της παραπάνω εταιρίας που εδρεύει στην Κολωνία Γερμανίας", και 4) από την κατάθεση της μάρτυρος ....... εργαζόμενης στο λογιστήριο της μηνύτριας εταιρίας, η οποία κατέθεσε σχετικά "Με την ιδιότητά μου αυτή ήρθα επανειλημμένα σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Χ1, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που η εταιρία ".......ΕΠΕ" είχε ορίσει ως υπεύθυνο να συναλλάσσεται με την εταιρία μας". Ο εκκαλών, όμως και η συγκατηγορούμενή του Χ2, αν και στα πλαίσια της ως άνω εμπορικής συνεργασίας κατά το από 21-3-2000 μέχρι 27-9-2000 χρονικό διάστημα εισέπραξαν από κοινού, ως εντολοδόχοι της μηνύτριας, για λογαριασμό της, από πελάτες, μισθωτές αυτοκινήτων της μηνύτριας, το ιδιαιτέρως μεγάλο συνολικό ποσό ύψους 88.968.015 δραχμών (261.094,68 ευρώ) συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α. το οποίο όφειλαν να το αποδώσουν αυτούσιο στη μηνύτρια κατά τα συμφωνηθέντα, καταθέτοντας αυτό στον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (υποκατάστημα Χαλανδρίου), αυτοί (κατηγορούμενοι), παρά το γεγονός ότι η μηνύτρια τους διαβίβαζε εγκαίρως τις αναλυτικές καταστάσεις όλων των επιμέρους συμβολαίων εκμίσθωσης αυτοκινήτων του κάθε μήνα και τις αντίστοιχες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.) που είχε εκδώσει για κάθε εκμίσθωση αυτοκινήτου που πραγματοποιούνταν, δεν το απέδωσαν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αλλά από κοινού το κατακράτησαν ιδιοποιούμενοι αυτό παράνομα. Εν όψει αυτών έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, από κοινού μετά της Χ2, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 45, 98, 375 παρ. 1 και 2 Π.Κ., όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε από το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 2721/1999. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, επαναδιατύπωσε σαφέστερα την κατ' αυτού κατηγορία και παρέπεμψε αυτόν και την συγκατηγορουμένη του Χ2 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστούν για την κακουργηματική υπεξαίρεση, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, όπως επαναδιατυπώθηκε, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, διέλαβε σ'αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για τις οποίες παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες, ανωτέρω δε παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υφίσταται ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής της ανωτέρω εταιρίας "......" και εντολοδόχος της μηνύτριας εταιρίας, με την οποία συνεβλήθη και συναλλασσόταν στα πλαίσια της επίδικης σύμβασης εμπορικής συνεργασίας. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που με την επίκληση του ως άνω λόγου πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 3308/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ