Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 430 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Επεκτατικό αποτέλεσμα.




Περίληψη:
Αναιρείται βούλευμα διότι απέρριψε σιωπηρά αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης κατηγορουμένου. Επεκτατικό αποτέλεσμα και στους συναυτουργούς. Απορρίπτει για Δημ. Δημητρίου. Απορρίπτει αυτοπρόσωπη εμφάνιση της Μαρίας Αγγγελίδη και Χρήστου Βαρδίκου. Αναιρεί στο σύνολο του το 3147/2006 βούλευμα Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει.




Αριθμός 430/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Χ3 που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, 2. Χ4 3. Χ1 και 4. Χ2 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3147/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Ιανουαρίου 2007 τρεις χωριστές αιτήσεις των τριών πρώτων αναιρεσειόντων, αντίστοιχα, και την από 17 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του τετάρτου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 140/2007.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή, με αριθμούς 103/9-3-2007, 103α/3.4.2007, 103β/8-5-2007 και 103γ/3-9-2007 στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα:
"1.Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, τις 1) 5/18-1-07, 2) 6/18-1-07, 3) 7/18-1-07 και 4) 4/17-1-07 των κατηγορουμένων 1) Χ4 , 2) Χ3 3) Χ1 , και 4) Χ2 κατοίκου ..... αντίστοιχα, κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε τις εφέσεις τους κατά του 481/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και επικύρωσε τούτο, τους παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για ιδιαίτερα διακεκριμένη υπεξαίρεση, κατά συναυτουργία, (άρθρα 45,60, 375 ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα.
2. Οι εισαγόμενες αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος εδράζονται στη διάταξη του άρθρου 483 παρ.1 ΚΠΔ, και ασκήθηκαν από μεν τον πρώτο και την τρίτη με δήλωση των εξουσιοδοτημένων δικηγόρων τους Αθανασίου Παπαθανασίου και Αργυρούς Περσίδου, αντίστοιχα, από δε τους δεύτερο και τέταρτο με αυτοπρόσωπη δήλωσή τους ενώπιον της αρμόδιας γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Ασκούνται δε μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία μέσα στην οποία δικαιούνται να το προσβάλλουν από την επίδοση του βουλεύματος, που έγινε σ' αυτούς ως εξής, στο μεν πρώτο με θυροκόλληση στην οικία του στις 10-1-07, χωρίς να επακολουθήσει και επίδοση στον αντίκλητό του δικηγόρο, άρα προ της έγκυρης επιδόσεως, στο δε δεύτερο με επίδοση στη σύνοικο σύζυγό του ...... στη δε τρίτη με θυροκόλληση στην οικία της και με επίδοση στον αντίκλητό της δικηγόρο Εμμ. Ελευθερόπουλο και στον τέταρτο με επίδοση στη συνεργάτισσά του ...... (βλ. τα οικεία επιδοτήρια, των δικ. επιμελητριών ....., .....,....., και ......, αντίστοιχα). Οι εκθέσεις συντάχθηκαν από τη γραμματέα με την τήρηση των απαιτούμενων από τα άρθρα 150-151 και 474 ΚΠΔ διατυπώσεων και περιέχουν προβλεπόμενους από το νόμο λόγους, για τους οποίους ασκούνται, οι οποίοι συνίστανται στην έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας και στην εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, (άρθρο 484 παρ. 1 περ. β και δ ΚΠΔ).
Συνεπώς, είναι νομότυπες, εμπρόθεσμες και δικαιωματικά ασκηθείσες, καθόσον παραπέμπονται για κακούργημα (άρθρο 482 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ), οπότε πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους.
3. Έλεγχος των λόγων α. Νομικές διατάξεις. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. (ΑΠ.94/06).
β. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
γ. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθό χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του, και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επιπλέον μια από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 Ε, (αρ.1 περ. β, που προστέθ. με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2171/3-6-99), ή εάν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. (παρ. 2, εδ. β που προστέθ. με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν. 2721/99). δ. Κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξή τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επί μέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος, (Α.Π. 818/89 ΠΧΡ. Μ/180). Συνίσταται δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσής της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου (Α.Π. 1085/89 ΠΧΡ. Μ/399, 1334/89 ΠΧΡ. Μ/586)
Β. Περιστατικά.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών) προέκυψαν τα εξής ουσιώδη περιστατικά:
Οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2001, όντας ο μεν πρώτος γενικός διευθυντής, οι δε λοιποί μέλη του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, ενώ περιήλθε στην κατοχή τους το χρηματικό ποσό των 45.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στις 18-2-00 στο ...... λογαριασμό της εταιρίας, στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, η παθούσα ...., υπό τον όρο εάν αποφασισθεί, με την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας και η διάθεση νέων μετοχών σε τρίτους, με παράλληλη κατάργηση του δικαιώματος προτίμησης των παλιών μετόχων, να τις μεταβιβάσουν και να τις παραδώσουν λόγω πωλήσεως 300.000 νέες μετοχές, ισόποσης αξίας, (με τιμή αγοράς 150 δρχ. την καθεμιά), και ενώ δεν πληρώθηκε ο ανωτέρω ο αναβλητικός όρος, ώστε να περιέλθει στην εταιρία τους οριστικά και η κυριότητα του ανωτέρω χρηματικού ποσού, ώστε να το χρησιμοποιήσουν ως τίμημα των 300.000 νέων μετοχών που θα μεταβίβαζαν στην παθούσα αιτία πωλήσεως, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, αυτοί από κοινού αρνήθηκαν να τις το επιστρέψουν, παρόλο ότι τους το ζήτησε προφορικά και γραπτά με το από 5-2-01 εξώδικό της, που κοινοποίησε στον καθένα απ' αυτούς ξεχωριστά, ιδιοποιούμενοι τούτο, το οποίο υπερβαίνει τη συνολική αξία των 73.000 Ε, παρανόμως, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία τους. Περαιτέρω το βούλευμα με λεπτομερή εξιστόρηση των συνθηκών αναφέρει τόσον ότι η παράδοση της κυριότητας από την παθούσα του ανωτέρω χρηματικού ποσού, τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της αποφάσεως από το Δ.Σ. της εταιρίας, με την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών, για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και τη διάθεση νέων μετοχών σε τρίτους, γεγονός που διατυπώθηκε και εγγράφως στην αίτηση που υπέβαλε στα γραφεία της, επί της οδού ...... , στην οποία ρητά αναγράφηκε ότι "εάν η επικείμενη συνέλευση της 18ης Φεβρουαρίου ή οι επαναληπτικές αυτής δεν εγκρίνουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τα χρήματα που κατέθεσε θα της επιστραφούν ατόκως στον αναγραφόμενο σ' αυτήν τραπεζικό λογαριασμό της", όσον και ότι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ενέργησαν από κοινού, καθόσον μετά την κοινοποίηση του εξωδίκου της, κατόπιν συναπόφασης, δεν προέβηκαν σε καμία ενέργεια για την επιστροφή των χρημάτων της, καίτοι γνώριζαν ότι ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας τους, αλλά άφησαν και παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα τριήμερη προθεσμία, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση της παράνομης ιδιοποίησης του ποσού τω 45.000.000 δρχ.".
Από τα περιστατικά αυτά, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης υπεξαίρεσης, που τέλεσαν σε βάρος της ανωτέρω παθούσας κατά συναυτουργία, με την επιβαρυντική περίσταση του ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 Ε. Στη συνέχεια απέρριψε τις εφέσεις των κατηγορουμένων ως ουσιαστικά αβάσιμες, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και τους παραπέμπει ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν ως υπαίτιοι τελέσεως του εγκλήματος τούτου.
Γ. Κριτική αξιολόγηση Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, κατά συναυτουργία, με την επιβαρυντική περίσταση του ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 Ε, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45 και 375 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι οι κατηγορούμενοι συνέπραξαν στην τέλεση της πράξεως, ότι έγιναν άπαντες συγκάτοχοι του χρηματικού ποσού των 45.000.000,που τους παρέδωσε η παθούσα υπό την αναβλητική αίρεση μεταβίβαση της κυριότητας, ότι η αίρεση δεν πληρώθηκε, και ότι ενσωμάτωσαν τούτο παρανόμως στην περιουσία τους. Οι αιτιάσεις τους ότι το Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε εσφαλμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και έτσι πείσθηκε ότι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για την οποία παραπέμπονται, και δη ότι δεν έλαβε υπόψη του την 3544/06 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι η καταβολή του χρηματικού ποσού της παθούσας αναζητείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ότι η μεταβίβαση του ανωτέρω χρηματικού ποσού έγινε όχι σ' αυτούς αλλά στην εταιρία, που εκπροσωπούσαν, (και συνεπώς υπαινίσσονται ότι την υπεξαίρεση τέλεσε η εταιρία.), ότι η εταιρία έγινε κύρια και όχι κάτοχος αυτού, διότι η αίρεση είχε ενοχική μόνον και όχι εμπράγματη ενέργεια, ότι η εταιρία έγινε κύρια του ποσού σύμφωνα με τις διατάξεις της ανώμαλης παρακαταθήκης και, τέλος, ότι δεν συμφωνήθηκε καμία αναβλητική αίρεση μεταβίβασης της κυριότητας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας.
5. Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως των κατηγορουμένων κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει αυτούς στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 Ε.

ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α. Να απορριφθούν οι 1) 5/18-1-07, 2) 6/18-1-07,3) 7/18-1-07 και 4) 4/17-1-07 των κατηγορουμένων 1) Χ4 , 2) Χ3 3) Χ1 , και 4) Χ2 κατοίκου ..... , αντίστοιχα, κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Β. Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 210 Ε.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής
1. Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 309 παρ.2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ, την από 29-3-07 αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένηςΧ1, με την οποία ζητά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιόν του Δικαστηρίου σας κατά τη διάσκεψή επί της 7/18-1-07 αιτήσεως αναιρέσεώς της κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, την οποία έχω προεισαγάγει ενώπιόν σας με την 103/07 πρότασή μου, και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα:
2. Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, (άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ), "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Το δικαίωμα τούτο για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως, κατά το άρθρο 20 Σ και 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ, συνιστάμενο στην παροχή δυνατότητας του κατηγορουμένου να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου (Καρράς. Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989 σελ. 167, Μαργαρίτη Λ., Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία 1992 Β`, 33). Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή εισάγεται η κατ` αντιδικία διαδικασία στο συμβούλιο (ΑΠ 1492/1981, Μπουρόπουλος, Α`, 414), γιατί προωθείται η άμεση και ζωντανή επικοινωνία δικαστή- διαδίκου. Η αίτηση υποβάλλεται με οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο (ΑΠ 1647/1982 Π.ΧΡ. 1983, 837) χρονικά πριν από την κατάρτιση (ΑΠ 680/1999 Π.ΔΙΚ. 99/919) ή την υποβολή της προτάσεως στο Συμβούλιο (ΑΠ 1295/1998 ΝοΒ 47, 475) ή τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου και την ανάπτυξη της εισαγγελικής προτάσεως (ΑΠ 57/1998 Π.ΔΙΚ. 98/ 275). Η εμφάνιση είναι δυνητική, καθόσον το Συμβούλιο μπορεί να την απορρίψει αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι (ΑΠ 1441/1997 ΝοΒ 46, 576) και διατάσσεται με παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου (Δέδες, 436, Μπουρόπουλος, Α`, 414).
3. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη με την 7/18-1-07 δεκατριασέλιδη αίτηση αναιρέσεώς της εκθέτει επαρκώς τους ισχυρισμούς της ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δεν ανακύπτει ανάγκη και περαιτέρω προφορικής εκ μέρους της αναπτύξεώς τους, με αποτέλεσμα η αίτησή της να κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη.
4.Κατ` ακολουθία, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που θα συνεδριάσει ως συμβούλιο, πρέπει να απορρίψει την ανωτέρω αίτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Να απορριφθεί η από 29-3-07 αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που θα συνεδριάσει ως συμβούλιο, προκειμένου να αποφανθεί επί της 7/18-1-07 αιτήσεως αναιρέσεως αυτής κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής
1. Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 309 παρ.2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ, την από 7-5-07 αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ2 , για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της 4/17-1-07 αιτήσεως αναιρέσεώς του κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, την οποία έχω προεισαγάγει ενώπιόν σας με την 103/07 πρότασή μου, και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα:
2.Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, [άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ], "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Το δικαίωμα τούτο για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως, κατά το άρθρο 20 Σ και 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ, συνιστάμενο στην παροχή δυνατότητας του κατηγορουμένου να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου (Καρράς Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989 σελ. 167, Μαργαρίτη Λ., Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία 1992 Β`, 33). Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή εισάγεται η κατ` αντιδικία διαδικασία στο συμβούλιο (ΑΠ 1492/1981, Μπουρόπουλος, Α`, 414), γιατί προωθείται η άμεση και ζωντανή επικοινωνία δικαστή- διαδίκου. Η αίτηση υποβάλλεται με οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο (ΑΠ 1647/1982 Π.ΧΡ. 1983, 837) χρονικά πριν από την κατάρτιση (ΑΠ 680/1999 Π.ΔΙΚ.99/ 919) ή την υποβολή της προτάσεως στο Συμβούλιο (ΑΠ 1295/1998 ΝοΒ 47, 475) ή τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου και την ανάπτυξη της εισαγγελικής προτάσεως (ΑΠ 57/1998 Π.ΔΙΚ. 98/ 275). Η εμφάνιση είναι δυνητική, καθόσον το Συμβούλιο μπορεί να την απορρίψει αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι (ΑΠ 1441/1997 ΝοΒ 46, 576) και διατάσσεται με παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου (Δέδες, 436, Μπουρόπουλος, Α`, 414).
3. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την 4/07 δεκαεπτασέλιδη αίτηση αναιρέσεώς του εκθέτει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δεν ανακύπτει ανάγκη και περαιτέρω προφορικής εκ μέρους του αναπτύξεώς τους, με αποτέλεσμα η αίτησή του να κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη.
4. Κατ` ακολουθία, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που θα συνεδριάσει ως συμβούλιο, να απορρίψει την ανωτέρω αίτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Να απορριφθεί η από 7-5-07 αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ2 , για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατά την εξέταση της 4/17-1-07 αιτήσεως αναιρέσεώς του κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Ο Αντεισγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής
1.Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 476 παρ.1 ,485 παρ.1 και 513 παρ.1, 3 ΚΠΔ τις 1) 6/18-1-07 και 2) 7/18-1-07 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Χ3 και 2) Χ1 , αντίστοιχα, κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, εκτός των άλλων, αφού απέρριψε τις εφέσεις τους κατά του 481/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και επικύρωσε τούτο, τους παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για ιδιαίτερα διακεκριμένη υπεξαίρεση, κατά συναυτουργία, (άρθρα 45,60, 375 ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα.
2. Η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ3.
α-Κατά το άρθρο 476 παρ.1, (όπως αντικατ. με το άρθρο 2 παρ.18 του Ν.2408/96), όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 473 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης ή, εάν αυτός δεν είναι παρών ή πρόκειται για βούλευμα, από την επίδοση τούτων στο δικαιούμενο. β. Στην προκείμενη περίπτωση, ενώ το προσβαλλόμενο τελεσίδικο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα με παράδοση στα χέρια της ενήλικης συνοίκου συζύγου του Μαργαρίτας Νικολοπούλου στις 5-1-07 (όπως προκύπτει από το από ...... αποδεικτικό επιδόσεως του δικ. επιμελητή ......), εντούτοις αυτός άσκησε την αίτηση αναιρέσεως κατ' αυτού στις 18-1-07, ήτοι μετά την εκπνοή της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας μέσα στην οποία δικαιούταν νόμιμα να την ασκήσει. Επομένως, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι εκπρόθεσμη και απορριπτέα ως απαράδεκτη.
3.Η αίτηση αναιρέσεως Χ1 α. Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ.2), "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ` του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ` άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα.
β. Στην προκειμένη περίπτωση ενώ η κατηγορουμένη με την από 25-10-06 αίτησή της, που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ένα μήνα πριν από τη συζήτηση της εφέσεώς της, η οποία διεξήχθη στις 23-11-06 ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, ζήτησε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον αυτού για την παροχή εξηγήσεων, κατ' ενάσκηση του παρεχόμενου σ' αυτήν από το άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ δικαιώματος ακροάσεως, εντούτοις το Συμβούλιο Εφετών δεν απάντησε στο αίτημά της τούτο, απορρίπτοντας δηλ. αυτό σιγή αναιτιολόγητα. Επομένως, παραβίασε ευθέως το δικαίωμα υπερασπίσεως της κατηγορουμένης με αποτέλεσμα να γεννάται απόλυτη ακυρότητα του εκδοθέντος βουλεύματος, κατά το άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ, και να θεμελιώνεται ο προβαλλόμενος απ' αυτήν δεύτερος λόγος της αναιρέσεώς της, (άρθρο 484 παρ.1α ΚΠΔ).
4.Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε συμβούλιο, επιβάλλεται το μεν να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ3 λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της, το δε να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα, μόνον όσον αναφέρεται την παραπομπή της ίδιας στο ακροατήριο, γιατί ο λόγος αναιρέσεως αφορά αποκλειστικά την ίδια, (άρθρο 469 ΚΠΔ), και να παραπέμψει την υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που το εξέδωσαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α. Ως προς την αίτηση του Χ3 Να απορριφθεί η 6/18-1-07 αίτηση αναιρέσεως αυτού κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών,
Β. Ως προς την αίτηση της Χ1
α-Να γίνει δεκτή η 7/18-1-07 αίτηση αναιρέσεως αυτής κατά του παραπάνω βουλεύματος.
β. Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, όσον αφορά την παραπομπή της στο αρμόδιο δικαστήριο. Και γ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που το εξέδωσαν.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του πρώτου αναιρεσείοντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση αιτήσεις: α) 6/18-1-2007 του κατηγορουμένου Χ3 , β) 7/18-1-2007 της κατηγορουμένης Χ1 γ) 4/17-1-2007 του κατηγορουμένου Χ2 και δ) 5/18-1-2007 του κατηγορουμένου Χ4 για αναίρεση του 3147/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις αυτών κατά του 481/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, για την πράξη της (κακουργηματικής) υπεξαίρεσης, κατά συναυτουργία, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της υφισταμένης μεταξύ των πρόδηλης συνάφειας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠΔ, ως προς τα βουλεύματα όπου ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων, είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση εκείνων. Εξάλλου η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην συντασσόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 474 ΚΠΔ, έκθεση ασκήσεώς του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο 3147/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα Χ3 την 5-1-2007 ως τούτο προκύπτει από το με ημερομηνία ...... αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ....... Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος αυτού, ασκήθηκε με δήλωση του ανωτέρω αναιρεσείοντος ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, στις 18-1-2007, ήτοι μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση αυτού, χωρίς να δικαιολογεί στη δήλωση το εκπρόθεσμο.
Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ που εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 του ίδιου Κώδικα, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο προκειμένου να αναπτύξουν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους και να παράσχουν κάθε διευκρίνιση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με τα δικόγραφα της αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες διεξοδικά προβάλλουν και αναλύουν τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ' αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση, μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η παραβίαση των διατάξεων αυτών, που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που ανήκουν σ' αυτόν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ του ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 25-10-2006 αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 η οποία υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δια του Εισαγγελέα Εφετών, (πριν από την προφορική ανάπτυξη της προτάσεώς του), η κατηγορουμένη ζήτησε με αυτή, να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου αυτοπροσώπως για να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις επί της υποθέσεως. Το αίτημα όμως αυτό της κατηγορουμένης, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε σιωπηρώς και αποφάνθηκε επί της κατηγορίας που την βάρυνε, χωρίς να υπάρχει επί εκείνου (του αιτήματος) ούτε πρόταση του Εισαγγελέα. Έτσι, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά άρθρο 171 παρ. 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 138 παρ. 2, 3, 306 και 309 του ΚΠΔ και ο συναφής δεύτερος κατά τη σειρά της αιτήσεως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α του ίδιου Κώδικα είναι βάσιμος. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως της Χ1 πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, σύμφωνα δε με το άρθρο 469 ΚΠΔ, αφού ο λόγος αναιρέσεως δεν αφορά αποκλειστικά την αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι, αν γινόταν δεκτή η αίτησή της για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, τότε θα είχαν δικαίωμα να κλητευθούν και να εμφανισθούν ενώπιον του Συμβουλίου και οι λοιποί διάδικοι, το αναιρετικό αποτέλεσμα επεκτείνεται και στους συγκατηγορούμενους της συναυτουργούς α) Χ3 , β) Χ2 και γ) Χ4 παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λόγων αναίρεσης των δύο τελευταίων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 6/18-1-2007 αίτηση του Χ3 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 3147/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Απορρίπτει το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο αίτημα των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2 .
Αναιρεί στο σύνολό του το 3147/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή