Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2051 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή.




Περίληψη:
Αναιρεί εν μέρει (αυτεπαγγέλτως) για πλημμέλημα (συκοφαντική δυσφήμιση) που φέρεται ότι τελέστηκε στις 14-2-2001. Παύει οριστικά ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Απορ-ρίπτει αίτηση για αναίρεση του βουλεύματος κατά τα λοιπά





ΑΡΙΘΜΟΣ 2051/2007


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση και Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2006, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης:Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 715/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ ΑΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαϊου 2004 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1029/2004.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου με αριθμό 410/26-9-2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 του ΚΠΔ, την υπ' αριθ. 77/13-5-2004 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, την οποία άσκησε επ' ονόματι και για λογαριασμό της ο ειδικός πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος αυτής δικηγόρος Αθηνών Ιωάννης Μπακάλογλου, δυνάμει της συνημμένης στην ίδια ως άνω αίτηση αναιρέσεως από 10-5-2004 έγγραφης εξουσιοδοτήσεως της ιδίας, το γνήσιο της υπογραφής της οποίας έχει βεβαιωθεί από τον δικηγόρο Σταύρο Πέτρου, κατά του υπ' αριθ. 715/7-4-2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Ι.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθ. 5.046/2003 βούλευμά του, εκτός των άλλων διατάξεών του, παρέπεμψε την ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση, καταδολίευση δανειστών και συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση (άρθρα 13 εδ. στ΄, 26 §1α, 27 §§ 1 & 2, 94, 98, 362, 363, 386 §§ 1 & 3α και 397 § 1 του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ΄ του άρθρου 13 προστέθηκε με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996 και όπως το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 11 του N. 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999), τις οποίες φέρεται ότι διέπραξε αντίστοιχα α) στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι τις 27-2-1999 εις βάρος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.-Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών", την πρώτη, β) στην Αθήνα στις 23-11-1998 εις βάρος της ίδιας ως άνω ανώνυμης εταιρείας, τη δεύτερη, και γ) στην Αθήνα στις 21-1-2000 και στις 14-2-2001 και στη Χαλκίδα στις 22-3-2000 και 16-5-2002 εις βάρος του εγκαλούντος Γεωργίου Παπάζογλου, νομίμου εκπροσώπου της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρείας, την τρίτη.
Κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος, άσκησε η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 την υπ' αριθ. 10/2003 εμπρόθεσμη και νομότυπη έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθ. 715/7-4-2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε τυπικώς και εν μέρει και κατ' ουσίαν δεκτή η προαναφερόμενη έφεση και έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη α) για την πράξη της καταδολίευσης δανειστών, λόγω παραγραφής, β) για τις μερικότερες πράξεις συκοφαντικής δυσφημήσεως, που εφέροντο ως τελεσθείσες από αυτήν στην Αθήνα στις 21-1-2000 και στη Χαλκίδα στις 22-3-2000, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της σχετικής εγκλήσεως από τον δικαιούχο, και γ) για τη μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφημήσεως, που φερόταν ως τελεσθείσα από αυτήν στις 16-5-2002, λόγω μη υποβολής σχετικής εγκλήσεως από τον δικαιούχο μέσα στη νόμιμη προθεσμία, επικυρώθηκε δε ως προς τις αφορώσες την ήδη αναιρεσείουσα υπόλοιπες διατάξεις του το εκκαλούμενο βούλευμα. Κατά του τελευταίου αυτού (υπ' αριθ. 715/2004) βουλεύματος στρέφεται ήδη η ως άνω αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § 1 εδ.α΄ του ΚΠΔ, όπως η παρ.1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 § 1 του Ν. 3160/2003, καθόσον α) ασκήθηκε αυτή στις 13-5-2004, με δήλωση του έχοντος ειδική προς τούτο εντολή, δυνάμει της από ....... έγγραφης εξουσιοδοτήσεως της αναιρεσείουσας, το γνήσιο της υπογραφής της οποίας έχει βεβαιωθεί από τον δικηγόρο Σταύρο Πέτρου, ειδικού πληρεξουσίου και αντιπροσώπου της δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μπακάλογλου ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 77/13-5-2004 έγκυρη έκθεση, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην ίδια στις 4-5-2004 και σε σύνοικο του ειδικού πληρεξουσίου και αντικλήτου δικηγόρου της Δημητρίου Κουκούλου στις 26-5-2004, αφού δεν βρέθηκε τότε ο τελευταίος στην κατοικία του, και β) διαλαμβάνεται στην ίδια αίτηση σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως και συγκεκριμένα εκείνος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ).
Aπό τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δ' αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής και στην πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ΄ σελ. 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΒ΄ σελ. 978, ΑΠ 348/1996 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΖ΄ σελ. 33, ΑΠ 911/1995 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΕ΄ σελ. 1440).

ΙΙ.- Kατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 11 του N. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 με το άρθρο 14 § 4 του N. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και πρέπει να εφαρμόζεται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ΄ ΠΚ, όπως το εδάφιο στ΄ προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ΄ του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση της απάτης υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του (βλ. ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ΄ σελ. 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΑ΄ σελ. 47 κ.λ.π.).
Τέλος, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 του Ν. 2721/1999 και άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση, όμως, της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη (του άρθρου 98 § 2 ΠΚ για το άθροισμα του ποσού) και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999, αφού ο νέος νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού (ΑΠ 17/2004 ΠΧρ. ΝΔ΄ σελ. 594). Ενταύθα πρέπει να σημειωθεί ότι ως επιεικέστερος κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ, θεωρείται ο νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) λαμβανόμενος στο σύνολο των διατάξεών του, αφού δεν συγχωρείται διαχωρισμός των ευμενέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων από τον κάθε ένα εκ των παραπάνω νόμων, γιατί με τον τρόπο αυτό καταρτίζεται από το δικαστή ίδιος νόμος κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 26, 73 επ.) περί διακρίσεως των λειτουργιών της Πολιτείας και καταρτίσεως των νόμων (ΑΠ 940/1988 ΠΧρ. ΛΗ΄ σελ. 962).

ΙΙΙ.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 715/2004 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι'αυτής συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα (ΑΠ 348/1996 ΠΧρ. ΜΖ΄ σελ. 33), έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για τα αξιόποινα αδικήματα της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και της μερικότερης πράξεως συκοφαντικής δυσφημήσεως, που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 14-2-2001. Δέχθηκε, δηλαδή, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται και προσδιορίζονται κατ' είδος στην τελευταία, αλλά και στο πρωτόδικο βούλευμα, και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης Χ1 και τα υπομνήματα των διαδίκων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη Χ1 είναι φαρμακοποιός και διατηρεί φαρμακείο στη ........ Ευβοίας, μεταξύ δε των άλλων προμηθευόταν φάρμακα και ιδιοσκευάσματα από τη μηνύτρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.- Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Γεώργιος Παπαζογλου. Αρχικά πλήρωνε αυτή τις επιταγές τις οποίες εξέδιδε έναντι της αξίας των φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων που προμηθευόταν από την ως άνω ανώνυμη εταιρεία, αλλά από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, δηλαδή από τις αρχές του καλοκαιριού του έτους 1997 και εφεξής, ειδοποίησε τον νόμιμο εκπρόσωπο της συγκεκριμένης εταιρείας ότι θα άφηνε απλήρωτες κάποιες από τις επιταγές εκδόσεώς της λόγω οικονομικών προβλημάτων και τον παρακάλεσε να την διευκολύνει, συνεχίζοντας να της δίνει φάρμακα και ιδιοσκευάσματα επί πιστώσει για να ξεπεράσει τα προβλήματά της και για να δυνηθεί να καταβάλει στη μηνύτρια εταιρεία την αξία των φαρμάκων. Για να πείσει δ' αυτή τον νόμιμο εκπρόσωπο της τελευταίας και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της επί πιστώσει πωλήσεως προς αυτήν φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων, αλλά και για να επιτύχει τη ρύθμιση του μέχρι τότε υφιστάμενου χρέους της προς τη μηνύτρια εταιρεία, παρίστανε κάθε φορά ψευδώς προς αυτόν (εκπρόσωπο μηνύτριας εταιρείας) ότι ήταν φερέγγυα και ότι είχε η ίδια, αλλά και ο πατέρας της, ικανοποιητική ακίνητη περιουσία, που επαρκούσε για την εξόφληση των οφειλών της. Έπειθε δ' έτσι τον τελευταίο και συνέχιζε να χορηγεί η υπ' αυτού εκπροσωπούμενη μηνύτρια εταιρεία φάρμακα και ιδιοσκευάσματα στην κατηγορουμένη επί πιστώσει. Επίσης, επέτυχε η τελευταία την μεταξύ αυτής και του νομίμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρείας κατάρτιση και υπογραφή του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο ανέλαβε η μηνύτρια εταιρεία την υποχρέωση να συνεχίσει την επί πιστώσει πώληση φαρμάκων προς την κατηγορουμένη και αποδέχθηκε επίσης αυτή την ομαδοποίηση όλων των μέχρι τότε υφιστάμενων χρεών της κατηγορουμένης προς αυτήν, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 78.112.000 δρχ., αποτελούμενο α) από επιταγές εκδοθείσες από την κατηγορουμένη συνολικού ποσού 47.906.835 δρχ., οι οποίες της επεστράφησαν ή τις οποίες πλήρωσε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας Γεώργιος Παπάζογλου, β) από επιταγές εκδόσεως της ιδίας συνολικού ποσού 17.093.813 δρχ., τις είχε καταθέσει η μηνύτρια εταιρεία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ως εγγύηση χρηματοδότησής της και οι οποίες θα της επιστρέφονταν ή θα τις πλήρωνε ο Γεώργιος Παπάζογλου, γ) από ποσό ανοικτού λογαριασμού της έως τις 31-12-1998, που ανερχόταν σε 9.832.027 δρχ., και δ) από δεδουλευμένους τόκους 3.276.325 δρχ. (οράτε μήνυση και καταθέσεις ....... και ....... ), η δε κατηγορουμένη Χ1 εξέδωσε για τις οφειλές της αυτές δύο επιταγές πληρωτέες από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος σε διαταγή της μηνύτριας εταιρείας και συγκεκριμένα τις υπ' αριθ........ και ........ επιταγές, για τα ποσά των 66.153.000 δρχ. και 11.959.000 δρχ. αντίστοιχα, που ήταν μεταχρονολογημένες, καθόσον έφεραν ημερομηνίες εκδόσεως ...... και ...... αντίστοιχα, ενώ συγχρόνως ανέλαβε την υποχρέωση να εκποιήσει μέρος της ακίνητης περιουσίας της για να καλύψει τις εκκρεμότητες αυτές. Μεγάλωνε, όμως, αντί να μειωθεί το άνοιγμα της κατηγορουμένης έναντι της μηνύτριας εταιρείας, ενώ συγχρόνως συνέχισε να μην καταβάλλει η πρώτη στη δεύτερη τα όσα της είχε υποσχεθεί ότι θα κατέβαλε, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει νέα ρύθμιση του χρέους και υπογραφή νέου συμφωνητικού μεταξύ τους. Σύμφωνα με το συμφωνητικό αυτό, που υπεγράφη στις 31-7-1998, ανήλθαν οι οφειλές της κατηγορουμένης προς τη μηνύτρια εταιρεία στο συνολικό ποσό των 98.447.700 δρχ., για το οποίο εκδόθηκαν δύο νέες επιταγές πληρωτέες από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και συγκεκριμένα οι υπ' αριθ. ....... και ......., για τα ποσά των 50.000.000 και 48.447.700 δρχ. αντίστοιχα, ενώ συγχρόνως επεστράφησαν στην κατηγορουμένη οι προηγούμενες. Επακολούθησε η μη ανταπόκριση της κατηγορουμένης στις υποχρεώσεις της, η εμφάνιση των προαναφερόμενων επιταγών για πληρωμή και η μη πληρωμή τους και η επιδίωξη εισπράξεως αυτών με την έκδοση αντίστοιχων διαταγών πληρωμής. Εκδόθηκαν έτσι οι υπ' αριθ. ...... και ..... διαταγές πληρωμής των Δικαστών των Μονομελών Πρωτοδικείων Αθηνών και Χαλκίδας αντίστοιχα, οι οποίες κοινοποιήθηκαν νόμιμα στην κατηγορουμένη. Κατά των διαταγών αυτών, ασκήθηκαν στις 21-1-2000 και 22-3-2000 αντίστοιχα από την τελευταία οι υπ'αριθ. 140/21-1-2000 και 192/22-3-2000 ανακοπές, με τις οποίες ισχυριζόταν αυτή ότι το πράγματι οφειλόμενο προς τη μηνύτρια εταιρεία χρέος της δεν υπερέβαινε το ποσό των 19.275.047 δρχ., ότι το υπόλοιπο ποσό κάλυπτε τόκους που υπερέβαιναν κατά πολύ τον δικαιοπρακτικό τόκο και ότι αναγκάστηκε να υπογράψει τα προαναφερόμενα συμφωνητικά και να εκδώσει τις επίδικες επιταγές λόγω της ανάγκης της να προμηθεύεται φάρμακα για το φαρμακείο της και λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, γεγονότα τα οποία εκμεταλλεύτηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας Γεώργιος Παπάζογλου για να επιτύχει την υπογραφή των ως άνω συμφωνητικών και την έκδοση των ως άνω επιταγών. Τα ίδια δε υποστήριξε και με τις προτάσεις της επί των ως άνω ανακοπών. Εκδόθηκαν, όμως, στη συνέχεια οι υπ' αριθ. 1071/2001 και 626/2002 αποφάσεις των Μονομελών πρωτοδικείων Αθηνών και Χαλκίδας αντίστοιχα, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι παραπάνω ανακοπές. Ακολούθως, διενήργησε η μηνύτρια εταιρεία, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, έλεγχο στο υποθηκοφυλακείο, οπότε διαπίστωσε αφενός μεν ότι ήταν η περιουσία της κατηγορουμένης πολύ μικρή σε σχέση με τις υποχρεώσεις της και ως εκ τούτου δεν ήταν η ίδια φερέγγυα, όπως είχε κατ' επανάληψη παραστήσει ψευδώς προς τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής (μηνύτριας εταιρείας), αφετέρου δ' ότι είχε μεταβιβάσει η κατηγορουμένη την ψιλή κυριότητα των αναφερόμενων στο εκκαλούμενο βούλευμα δύο διαμερισμάτων της με γονική παροχή στην ανήλικη θυγατέρα της Χ και είχε συστήσει επίσης επικαρπία λόγω δωρεάς εν ζωή υπέρ των γονέων της Γ1 και Γ2 επί των ιδίων ως άνω διαμερισμάτων. Η συνολική δε αξία των δύο αυτών διαμερισμάτων, που μεταβιβάστηκαν τελικά από την κατηγορουμένη προς τη θυγατέρα της και τους γονείς της με τον προαναφερόμενο τρόπο, προκειμένου να αποφύγει η ίδια την πληρωμή των χρεών της, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ., το οποίο υπολείπεται κατά πολύ του χρέους της προς τη μηνύτρια εταιρεία. Με την κρινόμενη έφεσή της, εξάλλου, ισχυρίζεται η κατηγορουμένη Χ1 ότι είναι η μεταξύ αυτής και της μηνύτριας εταιρείας διαφορά αστική και δεν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα, εν πάση δε περιπτώσει δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση τα στοιχεία της κατ'επάγγελμα τελέσεως της απάτης. Επί των ισχυρισμών αυτών της κατηγορουμένης αντιτείνεται, σύμφωνα με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι προέρχονται μεν οι οφειλές της από εμπορικές πράξεις, αλλ' απέκτησε αυτή τα φάρμακα και τα ιδιοσκευάσματα που χρειαζόταν με πίστωση του τιμήματος αυτών, με την εξακολουθητική προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρείας εν γνώσει παράσταση των προαναφερόμενων ψευδών γεγονότων ως δήθεν αληθινών, ενώ ο ισχυρισμός της περί του ότι συμπεριλαμβάνονται στην προαναφερόμενη οφειλή της υπερβολικοί τόκοι δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα, καθόσον, όπως προκύπτει από τα υπογραφέντα από αυτήν (κατηγορουμένη) συμφωνητικά, προσδιόριζε η ίδια τα ποσά των καταβλητέων κάθε φορά δικαιοπρακτικών τόκων και τα ανέγραφε στα αντίστοιχα συμφωνητικά, τα ποσά δ' αυτά δεν υπερβαίνουν το οριζόμενο από νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 των αποδιδόμενων σ' αυτήν αξιοποίνων πράξεων κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και της μερικότερης πράξεως συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στις 14-2-2001 και για τον λόγο αυτόν απέρριψε, ως προς τις πράξεις αυτές, την υπ' αυτής ασκηθείσα κατά του υπ' αριθ. 5.046/2003 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαια το πρωτόδικο βούλευμα.
IV.- Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς την προαναφερόμενη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το ως άνω Συμβούλιο ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδάφιο στ΄, 26 § 1α, 27 §§ 1 & 2, 98 και 386 §§ 1 & 3α του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ΄ του άρθρου 13 προστέθηκε με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996 και όπως το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 11 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999), τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παρεβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα ως προς τις προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις, δεν είναι αληθής, όπως ισχυρίζεται η ίδια, η παρασχεθείσα προς τον μηνυτή της διαβεβαίωση περί της υπάρξεως σεβαστής ακίνητης περιουσίας στο πρόσωπο του πατέρα της, καθόσον δι' αυτής δόθηκε εμμέσως πλην σαφώς προς τον τελευταίο η διαβεβαίωση ότι σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας αυτής θα εξοφλούσε οπωσδήποτε τις οφειλές της ο πατέρας της, ο οποίος είχε πράγματι σεβαστή ακίνητη περιουσία. Εξάλλου ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά του στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ' αυτού υιοθετούμενη πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών) με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της παραπάνω πράξης (με τις ψευδείς παραστάσεις της προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι τις 27-2-1999), η οποία συντρέχει και στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (ΑΠ 1885/2001 ΠΧρ. ΝΒ΄ σελ. 647, ΑΠ 1307/2002 ΠΧρ.ΝΓ΄497), όσο και στην υποδομή που είχε διαμορφώσει η ίδια με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, καθότι λειτουργούσε το φαρμακείο της με τα προϊόντα, που με τον προαναφερόμενο τρόπο, αποσπούσε από τη μηνύτρια εταιρεία, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι αβάσιμος ο προβαλλόμενος από την αναιρεσείουσα λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν δε στην ίδια τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 483 § 1 του ΚΠΔ).
Καθόσον αφορά, όμως, την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται ως τελεσθείσα από την ίδια στις 14-2-2001, παρατηρούμε τα εξής: Κατά τα άρθρα 111 §§ 1 & 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 § 1 στοιχ. β΄, 370 στοιχ. β΄ και 485 του ΚΠΔ, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως συμβούλιο, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 § 1 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 § 5 του Ν. 3160/2003.
Στην προκειμένη περίπτωση παραπέμφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το προσβαλλόμενο βούλευμα η αναιρεσείουσα και για τη μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι διέπραξε στις 14-2-2001 στην Αθήνα, εις βάρος του νομίμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρείας Γεωργίου Παπάζογλου. Το έγκλημα, όμως, αυτό, απειλούμενο από το νόμο με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, είναι πλημμέλημα (άρθρα 18 εδ. β΄ και 363 του ΠΚ) και έχει υποπέσει ήδη σε παραγραφή, αφού από της τελέσεώς του μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, χωρίς, εν τω μεταξύ, να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Λαμβανομένου, ύστερα απ' όλα αυτά, υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχει έναν παραδεκτό λόγο αναίρεσης, που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ), πρέπει, κατά τούτο, να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς η κατά της αναιρεσείουσας ασκηθείσα για τη μερικότερη αυτή πράξη συκοφαντικής δυσφήμησης ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής.

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να αναιρεθεί εν μέρει το υπ' αριθ. υπ' αριθ. 715/7-4-2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δη όσον αφορά την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφήμησης, την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτή στην Αθήνα στις 14-2-2001 εις βάρος του Γεωργίου Παπάζογλου, νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.- Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών", και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατ' αυτής για την πράξη αυτή ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής. και 2) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπ' αριθ. 77/13-5-2004 αίτηση αναιρέσεως της ιδίας ως άνω αναιρεσείουσας κατά του υπ' αριθ. 715/7-4-2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Αθήνα, 25 Σεπτεμβρίου 2006
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Kατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 11 του N. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 § 4 του N. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ., (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και πρέπει να εφαρμόζεται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ΄ ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ΄ του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με την υποπαρ. 1.1. της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη (του άρθρου 98 § 2 ΠΚ για το άθροισμα του ποσού) και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από το Ν. 2721/1999, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη, πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού. Τέλος, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής και στην πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση.
Στην προκείμενη, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 715/2004 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη Χ1 είναι φαρμακοποιός και διατηρεί φαρμακείο στη ...... Ευβοίας, μεταξύ δε των άλλων προμηθευόταν φάρμακα και ιδιοσκευάσματα από τη μηνύτρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.-Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Γεώργιος Παπαζογλου. Αρχικά πλήρωνε αυτή τις επιταγές τις οποίες εξέδιδε έναντι της αξίας των φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων που προμηθευόταν από την πιο πάνω ανώνυμη εταιρεία, αλλά από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, δηλαδή από τις αρχές του καλοκαιριού του έτους 1997 και εφεξής, ειδοποίησε τον νόμιμο εκπρόσωπο της εν λόγω εταιρείας ότι θα άφηνε απλήρωτες κάποιες από τις επιταγές εκδόσεώς της, λόγω οικονομικών προβλημάτων, και τον παρακάλεσε να την διευκολύνει, συνεχίζοντας να της δίνει φάρμακα και ιδιοσκευάσματα επί πιστώσει για να ξεπεράσει τα προβλήματά της και να δυνηθεί να καταβάλει στη μηνύτρια εταιρία την αξία των φαρμάκων. Για να πείσει δε αυτή το νόμιμο εκπρόσωπο της τελευταίας και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της επί πιστώσει πωλήσεως προς αυτήν φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων, αλλά και για να επιτύχει τη ρύθμιση του μέχρι τότε υφιστάμενου χρέους της προς τη μηνύτρια εταιρία, παρίστανε κάθε φορά ψευδώς προς αυτόν (εκπρόσωπο μηνύτριας εταιρίας) ότι ήταν φερέγγυα και ότι είχε η ίδια, αλλά και ο πατέρας της, ικανοποιητική ακίνητη περιουσία, που επαρκούσε για την εξόφληση των οφειλών της. Έπειθε δ' έτσι τον τελευταίο και συνέχιζε να χορηγεί η υπ' αυτού εκπροσωπούμενη μηνύτρια εταιρεία φάρμακα και ιδιοσκευάσματα στην κατηγορουμένη επί πιστώσει. Επίσης, επέτυχε η τελευταία την μεταξύ αυτής και του νομίμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρείας κατάρτιση και υπογραφή του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο ανέλαβε η μηνύτρια εταιρεία την υποχρέωση να συνεχίσει την επί πιστώσει πώληση φαρμάκων προς την κατηγορουμένη και αποδέχθηκε επίσης την ομαδοποίηση όλων των μέχρι τότε υφιστάμενων χρεών της κατηγορουμένης προς αυτήν, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 78.112.000 δρχ., αποτελούμενο α) από επιταγές εκδοθείσες από την κατηγορουμένη συνολικού ποσού 47.906.835 δρχ., οι οποίες της επεστράφησαν ή τις οποίες πλήρωσε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας Γεώργιος Παπάζογλου, β) από επιταγές εκδόσεως της ιδίας συνολικού ποσού 17.093.813 δρχ., τις οποίες είχε καταθέσει η μηνύτρια εταιρεία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ως εγγύηση χρηματοδότησεώς της και οι οποίες θα της επιστρέφονταν ή θα τις πλήρωνε ο Γεώργιος Παπάζογλου, γ) από ποσό ανοικτού λογαριασμού της έως τις 31-12-1998, που ανερχόταν σε 9.832.027 δρχ., και δ) από δεδουλευμένους τόκους 3.276.325 δρχ. (οράτε μήνυση και καταθέσεις ........ και .......), η δε κατηγορουμένη Χ1 εξέδωσε για τις οφειλές της αυτές δύο επιταγές πληρωτέες από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος σε διαταγή της μηνύτριας εταιρείας και συγκεκριμένα τις υπ' αριθ. ......... και ......... επιταγές, για τα ποσά των 66.153.000 δρχ. και 11.959.000 δρχ. αντίστοιχα, που ήταν μεταχρονολογημένες, καθόσον έφεραν ημερομηνίες εκδόσεως ........ και ........, αντίστοιχα, ενώ συγχρόνως ανέλαβε την υποχρέωση να εκποιήσει μέρος της ακίνητης περιουσίας της για να καλύψει τις εκκρεμότητες αυτές. Μεγάλωνε, όμως, αντί να μειωθεί το άνοιγμα της κατηγορουμένης έναντι της μηνύτριας εταιρείας, ενώ συγχρόνως συνέχισε να μην καταβάλλει η πρώτη στη δεύτερη τα όσα της είχε υποσχεθεί ότι θα κατέβαλε, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει νέα ρύθμιση του χρέους και υπογραφή νέου συμφωνητικού μεταξύ τους. Σύμφωνα με το συμφωνητικό αυτό, που υπεγράφη στις 31-7-1998, ανήλθαν οι οφειλές της κατηγορουμένης προς τη μηνύτρια εταιρεία στο συνολικό ποσό των 98.447.700 δρχ., για το οποίο εκδόθηκαν δύο νέες επιταγές πληρωτέες από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και συγκεκριμένα οι υπ' αριθ. ....... και ........., για τα ποσά των 50.000.000 και 48.447.700 δρχ. αντίστοιχα, ενώ συγχρόνως επεστράφησαν στην κατηγορουμένη οι προηγούμενες. Επακολούθησε η μη ανταπόκριση της κατηγορουμένης στις υποχρεώσεις της, η εμφάνιση των προαναφερόμενων επιταγών για πληρωμή και η μη πληρωμή τους και η επιδίωξη εισπράξεως αυτών με την έκδοση αντίστοιχων διαταγών πληρωμής. Εκδόθηκαν έτσι οι υπ' αριθ. ....... και ...... διαταγές πληρωμής των Δικαστών των Μονομελών Πρωτοδικείων Αθηνών και Χαλκίδας αντίστοιχα, οι οποίες κοινοποιήθηκαν νόμιμα στην κατηγορουμένη. Κατά των διαταγών αυτών, ασκήθηκαν στις 21-1-2000 και 22-3-2000 αντίστοιχα από την τελευταία οι υπ' αριθ. 140/21-1-2000 και 192/22-3-2000 ανακοπές, με τις οποίες ισχυρίσθηκε αυτή ότι το πράγματι οφειλόμενο προς τη μηνύτρια εταιρεία χρέος της δεν υπερέβαινε το ποσό των 19.275.047 δρχ., ότι το υπόλοιπο ποσό κάλυπτε τόκους που υπερέβαιναν κατά πολύ τον δικαιοπρακτικό τόκο και ότι αναγκάστηκε να υπογράψει τα προαναφερόμενα συμφωνητικά και να εκδώσει τις επίδικες επιταγές λόγω της ανάγκης της να προμηθεύεται φάρμακα για το φαρμακείο της και λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, γεγονότα τα οποία εκμεταλλεύτηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας Γεώργιος Παπάζογλου για να επιτύχει την υπογραφή των πιο πάνω συμφωνητικών και την έκδοση των πιο πάνω επιταγών. Τα ίδια δε υποστήριξε και με τις προτάσεις της επί των ως άνω ανακοπών. Εκδόθηκαν, όμως, στη συνέχεια οι υπ' αριθ. 1071/2001 και 626/2002 αποφάσεις των Μονομελών Πρωτοδικείων Αθηνών και Χαλκίδας, αντίστοιχα, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι παραπάνω ανακοπές. Περαιτέρω, προέκυψε ότι η μηνύτρια εταιρεία, διενήργησε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, έλεγχο στο υποθηκοφυλακείο, οπότε διαπιστώθηκε αφενός μεν ότι ήταν η περιουσία της κατηγορουμένης σχετικά πολύ μικρή σε σχέση με τις υποχρεώσεις της και ως εκ τούτου δεν ήταν αυτή φερέγγυα, όπως είχε κατ' επανάληψη παραστήσει ψευδώς προς τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής (μηνύτριας εταιρείας), αφετέρου δε ότι είχε μεταβιβάσει η κατηγορουμένη τη ψιλή κυριότητα των αναφερόμενων στο εκκαλούμενο βούλευμα δύο διαμερισμάτων της με γονική παροχή στην ανήλικη θυγατέρα της Χ και είχε συστήσει επίσης επικαρπία λόγω δωρεάς εν ζωή υπέρ των γονέων της Γ1 και Γ2 επί των ιδίων πιο πάνω διαμερισμάτων. Η συνολική δε αξία των δύο αυτών διαμερισμάτων, που μεταβιβάστηκαν τελικά από την κατηγορουμένη προς τη θυγατέρα της και τους γονείς της με τον προαναφερόμενο τρόπο, προκειμένου να αποφύγει η ίδια την πληρωμή των χρεών της, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ., το οποίο υπολείπεται κατά πολύ του χρέους της προς τη μηνύτρια εταιρεία. Με την κρινόμενη έφεσή της, εξάλλου, ισχυρίζεται η κατηγορουμένη Χ1 ότι είναι η μεταξύ αυτής και της μηνύτριας εταιρείας διαφορά αστική και δεν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα, εν πάση δε περιπτώσει δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση τα στοιχεία της κατ' επάγγελμα τελέσεως της απάτης. Επί των ισχυρισμών αυτών της κατηγορουμένης αντιτείνεται, σύμφωνα με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι προέρχονται μεν οι οφειλές της από εμπορικές πράξεις, αλλ' απέκτησε αυτή τα φάρμακα και τα ιδιοσκευάσματα που χρειαζόταν με πίστωση του τιμήματος αυτών, με την εξακολουθητική προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρείας εν γνώσει παράσταση των προαναφερόμενων ψευδών γεγονότων ως δήθεν αληθινών, ενώ ο ισχυρισμός της περί του ότι συμπεριλαμβάνονται στην προαναφερόμενη οφειλή της υπερβολικοί τόκοι δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα, καθόσον, όπως προκύπτει από τα υπογραφέντα από αυτήν (κατηγορουμένη) συμφωνητικά, προσδιόριζε η ίδια τα ποσά των καταβλητέων κάθε φορά δικαιοπρακτικών τόκων και τα ανέγραφε στα αντίστοιχα συμφωνητικά, τα ποσά δε αυτά δεν υπερβαίνουν το οριζόμενο από το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 715/2004 βούλευμά του, έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 των αποδιδόμενων σ' αυτήν αξιοποίνων πράξεων α) της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και β) της μερικότερης πράξεως συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτή στις 14-2-2001 και για τον λόγο αυτόν απέρριψε, ως προς τις πράξεις αυτές, την απ' αυτήν ασκηθείσα κατά του υπ' αριθ. 5.046/2003 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαια το πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του, ως προς την ειρημένη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδάφ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 98 και 386 παρ. 1 και 3α του ΠΚ ( όπως το εδάφ. στ΄ του άρθρου 13 προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996 και όπως το εδάφ. α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και στη συνέχεια από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος (με επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε, αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση) τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους ("καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τα σχετικά υπομνήματα των διαδίκων και απολογία της κατηγορουμένης), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών (με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά του στο πρωτόδικο βούλευμα και την απ' αυτό υιοθετούμενη πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών) με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της παραπάνω πράξεως (με τις ψευδείς παραστάσεις της προς το νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι τις 27-2-1999), η οποία συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όσο και στην υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, καθόσον λειτουργούσε το άνω φαρμακείο της με τα προσόντα που με τον προαναφερθέντα τρόπο αποσπούσε από τη μηνύτρια εταιρία, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς της.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς και τις σκέψεις της Εισαγγελικής προτάσεως, στις οποίες το Συμβούλιο αυτό κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την παραπεμπτική διάταξή του ως προς την άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και συνακόλουθα η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1 και 3 και 112 του Π.Κ. το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. β΄, 370 στοιχ. β΄ και 485 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως Συμβουλίου, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003.
Στην προκείμενη περίπτωση, παραπέμφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη και για τη μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στις 14-2-2001 στην Αθήνα, εις βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρίας Γεωργίου Παπάζογλου. Το έγκλημα, όμως, αυτό, απειλούμενο από το νόμο με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, είναι πλημμέλημα (άρθρα 18 εδ. β΄ και 363 του ΠΚ) και έχει υποπέσει ήδη σε παραγραφή, αφού από την τέλεση του μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, χωρίς, εν τω μεταξύ, να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού ληφθεί υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει έναν παραδεκτό λόγο αναιρέσεως που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠοινΔ), πρέπει αυτεπαγγέλτως να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα, και δη αναφορικά με την άνω μερικότερη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η κατά της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ασκηθείσα για την πράξη αυτή ποινική δίωξη, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει το υπ' αριθ. 715/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και δη αναφορικά με τη μερικότερη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, στην Αθήνα στις 14-2-2001 εις βάρος του Γεωργίου Παπάζογλου, νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.- Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών".
ΠΑΥΕΙ οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά της άνω κατηγορουμένης για την πιο πάνω αξιόποινη (πλημμεληματική) πράξη.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13 Μαΐου 2004 αίτηση της πιο πάνω αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για αναίρεση, κατά τα λοιπά, του ανωτέρω υπ' αριθ. 715/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007.





Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή