Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Παραχάραξη.
Περίληψη:
Κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων. Βούλευμα. Έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 18/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 311/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 18/07.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 180/10.5.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 § 2β, 465 § 1, 473 § 1, 474 § § 1+2, 482 § 1, 484 § 1 εδάφ. δ' Κ.Π.Δ., υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου την υπ'αρ. 164/11-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 (κατοίκου ........), η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Διονύσιο Πασχάλη δυνάμει της από 8-12-2006 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αρ. 311/2006 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών εκθέτω δε τα ακόλουθα:
Το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αρ. 2082/2005 βούλευμά του παρέπεμψε εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο (ως και τον Χ2 που δεν άσκησε την αναίρεση) προκειμένου να δικασθεί για και από κοινού κατ'εξακολούθηση κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων (αρ. 98, 208 § ια Π.Κ.). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος (καθώς και ο συγκατηγορούμενός του) άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το υπ'αρ. 311/2006 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο απέρριψε την έφεση.
Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 1-12-2006 η δε αίτηση ασκήθηκε την 11-12-2006 (ημέρα Δευτέρα) στην οποία διατυπώνεται ο λόγος ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως.
Από την διάταξη του άρθρου 208 § 1 εδ. α' Π.Κ. που ορίζει: "'Οποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής σαν γνήσιο, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή" προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται θέση σε κυκλοφορία μεταλλικού νομίσματος ή χαρτονομίσματος σαν να ήταν γνήσιο. Ο δράστης πρέπει να είναι άλλο πρόσωπο, πλην εκείνου που προέβη στην παραχάραξη με τον σκοπό της κυκλοφορίας και μπορεί να έλαβε στην κατοχή του το παραχαραγμένο με οποιονδήποτε τρόπο ως κλοπή, εύρεση, υπεξαίρεση (Μπουρόπουλος Ερμ. Π.Κ. τ.Β υπ'αρ. 208 σελ. 216 Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ σελ. 547). Ως γνήσιο το νόμισμα τίθεται στην κυκλοφορία, ιδίως, όταν ο δράστης εξαπατά τον λήπτη για την γνησιότητα. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος ήτοι γνώση και θέληση θέσεως σε κυκλοφορία παραχαραγμένου νομίσματος ως γνησίου. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος για όλα τα στοιχεία του εγκλήματος και περί της μη γνησιότητας του νομίσματος (Μπουρόπουλος τ.Β. υπ'αρ. 208 σελ. 216, contra Τούσης-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. -έκδοση Γ' σελ. 547 Α.Π. 1327/81 Π.Χρ. ΙΒ/327, Α.Π. 789/1978 Π.Χρ. ΚΗ 817).
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξ'άλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. 'Όταν δε εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (Α.Π. 1073/2006, Α.Π. 1565 Π. Χρ. ΝΓ/536). Δεν αποτελεί όμως λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (Α.Π. 2253/2002 Π.Χρ. ΝΓ/795).
Στην κρινομένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, εδέχθη, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 16-8-2002 και περί ώρα 00,30 η εκ των κατηγορουμένων στην παρούσα υπόθεση Γ1 ενώ βρισκόταν στο Καζίνο της ...... και χειριζόταν ηλεκτρονικό μηχάνημα διεξαγωγής τυχερού παιγνίου (.....), ζήτησε από υπάλληλο του καζίνου να της αντικαταστήσει ένα χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, διότι το ηλεκτρονικό μηχάνημα που χειριζόταν δεν το δεχόταν. Ο υπάλληλος προέβη σε αντικατάσταση αυτού, αλλά μετά από σχετικό έλεγχο σε ειδικό μηχάνημα ελέγχου γνησιότητος, διεπιστώθη ότι ήταν πλαστό. Σε έλεγχο που έγινε στην συνέχεια και των υπολοίπων χαρτονομισμάτων που η ανωτέρω είχε στην κατοχή της, διεπιστώθη ότι μεταξύ άλλων γνησίων είχε και ένα ακόμη χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο επίσης ήταν πλαστό. Το ίδιο ακριβώς συνέβη λίγο αργότερα με τον ετέρο κατηγορούμενο Γ2, ο οποίος ζήτησε να του αντικαταστήσουν ένα χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο όμως ήταν πλαστό, όπως και άλλα τρία των (50) ευρώ που είχε στην κατοχή του, μεταξύ άλλων γνησίων. Τέλος περί ώρα 02,30' πρωινή της αυτής ημερομηνίας και ο κατηγορούμενος Γ3 προσκόμισε στον υπάλληλο του Καζίνου, που διεξήγαγε το τυχερό παίγνιο πόκερ, τρία χαρτονομίσματα των (50) ευρώ για τη συμμετοχή στο εν λόγω παίγνιο τα οποία όμως, όπως διαπιστώθηκε μετά από σχετικό έλεγχο ήταν και αυτά πλαστά. Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι συνελήφθησαν, αλλά από την αυτεπάγγελτη προανάκριση που διενεργήθηκε διεπιστώθη ότι ουδεμία σχέση συνέδεε τους ανωτέρω τρεις με την αξιόποινη πράξη, οι οποίοι πράγματι δεν εγνώριζαν την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων που είχαν στην κατοχή τους και τα οποία είχα προμηθευτεί ενωρίτερα από τα ταμεία του καζίνου, κατά την εξαργύρωση κερδών τους τις προηγούμενες ώρες και ειδικώτερα την πρώτη μεταμεσονύκτια ώρα της 16-8-2002. Συγκεκριμένα, η Γ1 είχε λάβει (100) ευρώ, ο Γ3 (262) ευρώ και ο Γ2 2.400 και 800 ευρώ, αντίστοιχα, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις κερδών.
Κατόπιν των ανωτέρω, θορυβημένη η διεύθυνση του καζίνου, διενήργησε έλεγχο σε όλα τα ηλεκτρονικά παίγνια, κατά τον οποίον βρέθηκαν εντός αυτών (60) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ το καθένα, ενώ στα ταμεία των ηλεκτρονικών τυχερών παιγνίων ".......", βρέθηκαν σε δύο δεσμίδες εισπράξεων της 14-8-2002 επιπλέον (44) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ το καθένα. Από τις καταθέσεις των υπαλλήλων του ταμείου Ζ1 και Ζ2 συνάγεται ότι για να κυκλοφορήσουν πλαστά χαρτονομίσματα εντός του χώρου του καζίνου, απαιτείτο να τοποθετηθούν εντός των ηλεκτρονικών τυχερών παγινίων και στην συνέχεια, σε περίπτωση κέρδους, να γίνει εξαργύρωση των μαρκών, που θα εξήγοντο από το μηχάνημα, στο ταμείο του καζίνου. Επίσης από την έρευνα που διενεργήθηκε και ειδικώτερα από τον προϊστάμενο του τμήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης του καζίνου Δ1, διεπιστώθη ότι την 15-8-2002 σε όλα τα ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, εντός των οποίων είχαν βρεθεί την επομένη (16-8-02), τα πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ και ειδικώτερα στα υπ'αριθμ. ..., ..., ..., και ..... ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, είχαν συμμετοχή, ως παίκτες, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 οι οποίοι σε όλες τις περιπτώσεις βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Επιπλέον η παρουσία των ανωτέρω και η συμμετοχή τους από κοινού στα ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, επιβεβαιώθηκε ότι είχε λάβει χώρα και την αμέσως προηγούμενη ημέρα, δηλαδή στις 14-8-2002, και τούτο διότι στις εισπράξεις της ανωτέρω ημερομηνίας βρέθηκαν συνολικά (44) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ έκαστο (βλ. στα σχετικά έγγραφα, στις φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από την κάμερα και εμφαίνονται οι ανωτέρω δύο κατηγορούμενοι να προβαίνουν σε εξαργυρώσεις, στην υπ'αριθμ. .... από ....... αναφορά του προϊσταμένου του τμήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης Δ1, όπου λεπτομερώς εκτίθενται οι κινήσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων, στις εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης και στα λοιπά έγγραφα). Εκ των εξετασθέντων μαρτύρων βλέπε στις καταθέςεις του Διευθυντού της επιχειρήσεως του "........", Ζ3 της υπαλλήλου Ζ4 και του ανωτέρω Δ1, ο οποίος με σαφήνεια εκθέτει: "Ελέγχοντας από το σύστημα του τμήματός μας τις συγκεκριμένες μηχανές ..... διαπιστώσαμε ότι έπαιζαν σε όλες οι παρακάτω πελάτες α) Χ2 και β) Χ1.... Με απόλυτη βεβαιότητα αναγνωρίζω ότι στις πρώτες τέσσερες (4) των φωτογραφιών του Χ2.... που βρίσκεται στο ταμείο των ... και εξαργυρώνει κέρματα που έχει πάρει από τις μηχανές που προανέφερα. Στις άλλες πέντε (5) φωτογραφίες αναγνωρίζω επίσης με απόλυτη βεβαιότητα τον προαναφερόμενο Χ2 και δίπλα του σε όλες τις φωτογραφίες τον Χ1. Στις πέντε (5) αυτές φωτογραφίες τα εν λόγω άτομα βρίσκονται μπροστά σε μία (1) ή δύο (2) από τις προαναφερόμενες μηχανές παίζοντας ή κοιτάζοντας προς αυτές.....". Επίσης στην κατάθεση του αυτή αναφέρει και για δύο πλαστά χαρτονομίσματα των (100) ευρώ που είχαν βρεθεί μετά το κλείσιμο του καζίνο και τα οποία "κατά πάσα πιθανότητα ήταν εκείνα που είχε εξαργυρώσει ο Χ1 στις 29-8-02 στην ρουλέτα με τον αριθμό 22....".
Οι κατηγορούμενοι δεν ηδυνήθησαν βασίμως να αποσείσουν την εις βάρος τους κατηγορία ισχυριζόμενοι, (ο Γ4) ότι δήθεν "επιλέχθηκε ως κατηγορούμενος για να καλυφθούν τρίτα άτομα", ποιά όμως ήσαν αυτά τα πρόσωπα και για ποιο λόγο να καλυφθούν ουδέν αναφέρει, ο δε δεύτερος ότι δήθεν εξυπηρετούσε άλλους παίχτες "στις συναλλαγές τους με το ταμείο γιατί φοβόντουσαν ότι αν σηκωθούν θα τους πάρουν το μηχανάκι". (Εννοεί το ηλεκτρονικό τυχερό μηχάνημα το οποίο θα το "κατελάμβανε" άλλος παίχτης, αν έφευγαν έστω για λίγο).
Τέλος δέον να επισημανθεί ότι ο Γ4 και στο Καζίνο ... είχε συλληφθεί να τροφοδοτεί τα ηλεκτρονικά παίγνια με πλαστά χαρτονομίσματα των (50) και (100) ευρώ, σε έρευνα δε που είχε γίνει τότε στο ξενοδοχείο του, βρέθηκε ένα πλαστό χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο είχε τον ίδιο αριθμό σειράς με τα πλαστά χαρτονομίσματα που είχαν εντοπισθεί στο Καζίνο της ..., αλλά και σ'αυτό της ... ο ίδιος άλλωστε είχε ομολογήσει τότε την πράξη του ισχυριζόμενος ότι είχε προμηθευτεί "......" τεμάχια πλαστών χαρτονομισμάτων στην Γερμανία από Βούλγαρο Υπήκοο (βλ. στο υπ'αριθμ. 149/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, αλλά και στην απολογία του στον ανακριτή για την παρούσα υπόθεση.
Κατ'ακολουθίαν των όσων εξετέθησαν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας επ'ακροατηρίω σε βάρος των κατηγορουμένων για την ανωτέρω πράξη για την οποία εδιώχθησαν, ως η έννοια αυτής ανεπτύχθη ανωτέρω.
Ορθώς, συνεπώς, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών εξετίμησε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, παραπέμπτοντας τους ανωτέρω δύο εκκαλούντες κατηγορουμένους στο τριμελές εφετείο (για τα κακουργήματα). Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος υπ'αρ. 2082/2005 του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο εκρίθη παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 208 § ια Π.Κ. την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων στο Καζίνο της ..... κατά το χρονικό διάστημα από 14 έως 16 Αυγούστου 2002 με πρόθεση έθεσε σε κυκλοφορία 111 παραχαραγμένα νομίσματα των 50 ευρώ έκαστο ως γνήσια τα οποία χρησιμοποίησε κατά την διεξαγωγή τυχερών παιγνίων. Το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει διεξοδικά τον τρόπο δράσεως του αναιρεσείοντος παραθέτει απόσπασμα καταθέσεως υπαλλήλου του Καζίνο ... στην οποία εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο οι υπάλληλοι ενήργησαν και διασταύρωσαν τα στοιχεία για να εξιχνιάσουν την πράξη. Επίσης το βούλευμα (φύλλο 6 σελ. β) αντικρούει τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος ενώ κάνει μνεία ότι στο παρελθόν ανάλογη πράξη φέρεται ότι είχε τελέσει στο Καζίνο ... για την οποία είχε παραπεμφθεί το υπ'αρ. 149/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου. Ο ισχυρισμός του ότι ουδόλως στοιχειοθετείται επαρκώς η συμμετοχή του στις ενέργειες που κατηγορείται περισσότερο συνιστά αναφορά στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων επί της ουσίας που όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινομένη αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω
Ι) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 164/2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 , κατά του υπ'αρ. 311/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείόντος.
Αθήνα 22 Φεβρουαρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το Βούλευμα του Συμβουλίου των Εφετών, που απορρίπτει την έφεση, κρίνοντας ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για ορισμένη αξιόποινη πράξη, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν οι πιο πάνω ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων.
Στην κρινομένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Στις 16-8-2002 και περί ώρα 00,30, η εκ των κατηγορουμένων στην παρούσα υπόθεση Γ1 ενώ βρισκόταν στο Καζίνο της .... και χειριζόταν ηλεκτρονικό μηχάνημα διεξαγωγής τυχερού παιγνίου (....), ζήτησε από υπάλληλο του καζίνου να της αντικαταστήσει ένα χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, διότι το ηλεκτρονικό μηχάνημα που χειριζόταν δεν το δεχόταν. Ο υπάλληλος προέβη σε αντικατάσταση αυτού, αλλά, μετά από σχετικό έλεγχο σε ειδικό μηχάνημα ελέγχου γνησιότητας, διεπιστώθη ότι ήταν πλαστό. Σε έλεγχο που έγινε στην συνέχεια και των υπολοίπων χαρτονομισμάτων που η ανωτέρω είχε στην κατοχή της, διεπιστώθη ότι μεταξύ άλλων γνησίων είχε και ένα ακόμη χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο επίσης ήταν πλαστό. Το ίδιο ακριβώς συνέβη λίγο αργότερα με τον έτερο κατηγορούμενο Γ2, ο οποίος ζήτησε να του αντικαταστήσουν ένα χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο όμως ήταν πλαστό, όπως και άλλα τρία των (50) ευρώ που είχε στην κατοχή του, μεταξύ άλλων γνησίων. Τέλος, περί ώρα 02,30' πρωϊνή της αυτής ημερομηνίας και ο κατηγορούμενος Γ3 προσκόμισε στον υπάλληλο του Καζίνου, που διεξήγαγετο τυχερό παίγνιο πόκερ, τρία χαρτονομίσματα των (50)ευρώ για τη συμμετοχή στο εν λόγω παίγνιο τα οποίαόμως, όπως διαπιστώθηκε μετά από σχετικό έλεγχο, ήτανκαι αυτά πλαστά.
Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι συνελήφθησαν, αλλά από την αυτεπάγγελτη προανάκριση που διενεργήθηκε διεπιστώθη ότι ουδεμία σχέση συνέδεε τους ανωτέρω τρεις με την αξιόποινη πράξη, οι οποίοι πράγματι δεν εγνώριζαν την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων που είχαν στην κατοχή τους και τα οποία είχαν προμηθευτεί ενωρίτερα από τα ταμεία του καζίνου, κατά την εξαργύρωση κερδών τους τις προηγούμενες ώρες και ειδικότερα την πρώτη μεταμεσονύκτια ώρα της 16-8-2002. Συγκεκριμένα, η Γ1 είχε λάβει (100) ευρώ, ο Γ3 (262) ευρώ και ο Γ2 2.400 και 800 ευρώ, αντίστοιχα, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις κερδών. Κατόπιν των ανωτέρω, θορυβημένη η διεύθυνση του καζίνου, διενήργησε έλεγχο σε όλα τα ηλεκτρονικά παίγνια, κατά τον οποίον βρέθηκαν εντός αυτών (60) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ το καθένα, ενώ στα ταμεία των ηλεκτρονικών τυχερών παιγνίων "......", βρέθηκαν σε δύο δεσμίδες εισπράξεων της 14-8-2002 επιπλέον (44) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ το καθένα. Από τις καταθέσεις των υπαλλήλων του ταμείου Ζ1 και Ζ2. συνάγεται ότι για να κυκλοφορήσουν πλαστά χαρτονομίσματα εντός του χώρου του καζίνου, απαιτείτο να τοποθετηθούν εντός των ηλεκτρονικών τυχερών παιγνίων και στην συνέχεια, σε περίπτωση κέρδους, να γίνει εξαργύρωση των μαρκών, που θα εξήγοντο από το μηχάνημα, στο ταμείο του καζίνου. Επίσης από την έρευνα που διενεργήθηκε και ειδικότερα από τον προϊστάμενο του τμήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης του καζίνου Δ1, διεπιστώθη ότι την 15-8-2002 σε όλα τα ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, εντός των οποίων είχαν βρεθεί την επομένη (16-8-02), τα πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ και ειδικότερα στα υπ' αριθμ. ..., ...., .... και .... ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, είχαν συμμετοχή, ως παίκτες, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 οι οποίοι σε όλες τις περιπτώσεις βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Επιπλέον η παρουσία των ανωτέρω και η συμμετοχή τους από κοινού στα ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, επιβεβαιώθηκε ότι είχε λάβει χώρα και την αμέσως προηγούμενη ημέρα, δηλαδή στις 14-8-2002, και τούτο, διότι στις εισπράξεις της ανωτέρω ημερομηνίας βρέθηκαν συνολικά (44) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ έκαστο (βλ. στα σχετικά έγγραφα, στις φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από την κάμερα και εμφαίνονται οι ανωτέρω δύο κατηγορούμενοι να προβαίνουν σε εξαργυρώσεις, στην υπ' αριθμ. ..... από ..... αναφορά του προϊσταμένου του τμήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης Δ1, όπου λεπτομερώς εκτίθενται οι κινήσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων, στις εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης και στα λοιπά έγγραφα). Εκ των εξετασθέντων μαρτύρων βλέπε τις καταθέσεις του Διευθυντού της επιχειρήσεως του "........", Ζ3, της υπαλλήλου Ζ4 και του ανωτέρω Δ1, ο οποίος με σαφήνεια εκθέτει: "Ελέγχοντας από το σύστημα του τμήματος μας τις συγκεκριμένες μηχανές .... διαπιστώσαμε ότι έπαιζαν σε όλες οι παρακάτω πελάτες α) Χ2 και β) Χ1.... Με απόλυτη βεβαιότητα αναγνωρίζω ότι στις πρώτες τέσσερες (4) των φωτογραφιών τον Χ2.... που βρίσκεται στο ταμείο των ... και εξαργυρώνει κέρματα που έχει πάρει από τις μηχανές που προανέφερα. Στις άλλες πέντε (5) φωτογραφίες αναγνωρίζω επίσης με απόλυτη βεβαιότητα τον προαναφερόμενο Χ2 και δίπλα του σε όλες τις φωτογραφίες τον Χ1. Στις πέντε (5) αυτές φωτογραφίες τα εν λόγω άτομα βρίσκονται μπροστά σε μία (1) ή δύο (2) από τις προαναφερόμενες μηχανές, παίζοντας ή κοιτάζοντας προς αυτές". Επίσης στην κατάθεση του αυτή αναφέρει και για δύο πλαστά χαρτονομίσματα των (100) ευρώ που είχαν βρεθεί μετά το κλείσιμο του καζίνο και τα οποία "κατά πάσα πιθανότητα ήταν εκείνα που είχε εξαργυρώσει ο Χ1 στις 29-8-02 στην ρουλέτα με τον αριθμό 22.....". Οι κατηγορούμενοι δεν ηδυνήθησαν βασίμως να αποσείσουν την εις βάρος τους κατηγορία ισχυριζόμενοι, (ο Γ4) ότι δήθεν "επιλέχθηκε ως κατηγορούμενος για να καλυφθούν τρίτα άτομα", ποια όμως ήσαν αυτά τα πρόσωπα και για ποιο λόγο να καλυφθούν ουδέν αναφέρει, ο δε δεύτερος ότι δήθεν εξυπηρετούσε άλλους παίκτες "στις συναλλαγές τους με το ταμείο γιατί φοβόντουσαν ότι αν σηκωθούν θα τους πάρουν το μηχανάκι". (Εννοεί το ηλεκτρονικό τυχερό μηχάνημα το οποίο θα το "κατελάμβανε" άλλος παίχτης, αν έφευγαν έστω για λίγο).
Τέλος, δέον να επισημανθεί ότι ο Γ4 και στο Καζίνο...... είχε συλληφθεί να τροφοδοτεί τα ηλεκτρονικάπαίγνια με πλαστά χαρτονομίσματα των (50) και (100)ευρώ, σε έρευνα δε που είχε γίνει τότε στο ξενοδοχείοτου, βρέθηκε ένα πλαστό χαρτονόμισμα των (50) ευρώ,το οποίο είχε τον ίδιο αριθμό σειράς με τα πλαστάχαρτονομίσματα που είχαν εντοπισθεί στο Καζίνο της....., αλλά και σ' αυτό της ......, ο ίδιος άλλωστεείχε ομολογήσει τότε την πράξη του ισχυριζόμενος ότιείχε προμηθευτεί "......" τεμάχια πλαστώνχαρτονομισμάτων στην Γερμανία από Βούλγαρο Υπήκοο(βλ. στο υπ' αριθμ. 149/2002 βούλευμα του ΣυμβουλίουΠλημμελειοδικών Ρόδου, αλλά και στην απολογία τουστον ανακριτή για την παρούσα υπόθεση).
Κατ' ακολουθίαν των όσων εξετέθησαν, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας επ' ακροατηρίω σε βάρος των κατηγορουμένων για την ανωτέρω πράξη για την οποία εδιώχθησαν, ως η έννοια αυτής ανεπτύχη ανωτέρω".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 311/2006 Βούλευμά του, την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, σε αυτό, εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της κυκλοφορίας παραχαραγμένων νομισμάτων (χαρτονομισμάτων) από κοινού, κατ' εξακολούθηση, για το οποίο ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 208 παρ. 1α του Π.Κ.. Συγκεκριμένα, στο προσβαλλόμενο Βούλευμα, αναφέρεται με σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, στο Καζίνο της ........ και κατά το χρονικό διάστημα από 14 έως 16 Αυγούστου του έτους 2002, με πρόθεση έθεσε σε κυκλοφορία 111 παραχαραγμένα χαρτονομίσματα, των 50 ευρώ το καθένα, ως γνήσια, τα οποία χρησιμοποίησε κατά το διάστημα που πήγαινε στο Καζίνο και έπαιζε τυχερά παιχνίδια. Διαλαμβάνεται επίσης με σαφήνεια ο τρόπος δράσης του αναιρεσείοντος, καθώς και οι αλλεπάλληλες διασταυρώσεις των στοιχείων που έκαναν οι υπάλληλοι, προκειμένου, με τον εντοπισμό των δραστών, να εξιχνιασθεί η ως άνω αξιόποινη πράξη. Αντικρούονται διεξοδικά οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, περί μη συμμετοχής του στην ως άνω αξιόποινη πράξη, τόσο με την αντιπαραβολή των παραχαραγμένων νομισμάτων που βρέθηκαν στις ηλεκτρονικές μηχανές όπου αυτός και ο συγκατηγορούμενός του έπαιζαν τυχερά παιχνίδια, όσο και με τη μνεία ότι, ένα από τα παραχαραγμένα νομίσματα που βρέθηκε στο Καζίνο της ......, ήταν της ίδιας σειράς με τα παραχαραγμένα νομίσματα που αυτός συνελήφθη να παίζει στο Καζίνο της ......, πράξη για την οποία εκδόθηκε σε βάρος του το υπ' αρ. 149/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου. Μετά από αυτά, ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, συνακόλουθα και η ένδικη αναίρεση, ο δε αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρ 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 164/2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αρ. 311/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ