Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 897 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως όταν από την επίκληση της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου περί τα πράγματα. Επιτρεπτή η αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα, όπου αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπ’ όψη για την παραπομπή του κατηγορουμένου, τα οποία αρκεί να αναφέρονται κατ’ είδος, για να έχει το βούλευμα ειδική αιτιολογία, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Απορρίπτει.





Αριθμός 897/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1742/2007.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 6/9.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθμ. 199/26-9-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθ. 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ αριθ. 98/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ και β) της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρα 46 § 1 β', 94 § 1, 224 § 2 και 1 και 386 § § 1 και 3β' Π.Κ.).Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησε ο κατηγορούμενος την υπ'αριθμ. 52/2007 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1752/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ'ουσία την έφεση αυτή. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος άσκησε ο κατηγορούμενος την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της (άρθρα 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § 1α' Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 § 1 του Ν.3160/2003). Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί, α) της εσφαλμένης εφαρμογής ή εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρο 484 § ιβ' Κ.Π.Δ.) και β) την έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ. (άρθρο 484 § ιδ' Κ.Π.Δ.). Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1 996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δ' αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και η τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών αποδείξεων και συλλογισμών, καθώς επίσης είναι επιτρεπτή δια της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών η αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 1138/2004, ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1566/98 Π.Χρ. ΜΘ'/907). Ενώ κατά το άρθρο 484 § ιβ' Κ.Π.Δ., λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδέχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. 'Ενεκα της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 Π.Κ. και στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με τα οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση. Θεωρείται ως τετελεσμένη η απάτη αυτή όταν το δικαστήριο που παραπλανάται από τον διάδικο με την υποβολή των ψευδών αποδεικτικών μέσων εκδίδει οριστική απόφαση δυσμενή για το αντίδικό του (Α.Π. 1167/2006 Π. Χρ. ΝΖ'/428 και ΑΠ 1452/2006 Π.Χρ. ΝΖ/629). Κατά την παράγραφο 3 εδάφ. β' του ιδίου άρθρου 386 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν.2721/3-6-1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 €). Εξάλλου κατά το άρθρο 46 § ιβ Π.Κ., με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξεως και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και παροχή συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια της τελέσεως της κυρίας πράξεως, συνδεόμενης προς αυτήν κατά τρόπον, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις υπό τις οποίες είχε διαπραχθεί (ΑΠ 1397/2006 Π.Χρ.ΝΖ'/623). Περαιτέρω κατά το άρθρο 224 § 2 του Π.Κ., με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται "όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση το δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από δηλώσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 830/2004 Π.Χρ. ΝΕ/318). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1752/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 2464/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ'/626), δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του επί της ουσίας της υποθέσεως, ότι : "Από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, όλα τα έγγραφα που έχουν επισυναφθεί στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου Χ1 και τα όσα αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 14-4-2002 απεβίωσε στη ........ Αττικής, σε ηλικία 74 ετών, η Ψ2, η οποία κατά το χρόνο θανάτου της ήταν συγκυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 500 τετραγωνικών μέτρων που βρίσκεται εντός σχεδίου της κοινότητας Σαρωνίδος Αττικής, μετά της επ' αυτού τριώροφου οικοδομής αποτελούμενης από υπόγειο 60 τετραγωνικών μέτρων περίπου, ισόγειο 130 τετραγωνικών μέτρων, πρώτο όροφο 150 τετραγωνικών μέτρων και δεύτερο όροφο 150 τετραγωνικών μέτρων, συνολικής αξίας (του 1/2 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και οικοδομής) 865.737 ευρώ . Η ως άνω θανούσα ήταν σύζυγος του Ψ, κατά τη διάρκεια δε του γάμου τους δεν είχαν αποκτήσει τέκνα, ενώ το άνω ακίνητο (1/2 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και οικοδομής) αποτελούσε και το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο. Στις 5-11-2002, ο Ψ υπέβαλε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 4-11-2002 και με αριθμ. καταθέσεως 5332/2002 αίτηση και προσκόμισε για δημοσίευση και κήρυξη της ως κυρίας, μία ιδιόγραφη διαθήκη με χρονολογία ......, η οποία είχε το εξής περιεχόμενο: "Σήμερα στις ..... εγώ η Ψ2 έμπορος επιθημώντας να τακτοποιήσω τα της περιουσίας μου. Συντάσω το παρόν έγγραφο που αποτελεί και την Διαθήκην μου . και ορίζω γενικό κληρονόμο μου για ολόκληρη την περιουσία μου, που θα ευρέθη μετά τον θάνατον μου, κινητή και ακίνητη, τον σύζηγόν μου. Ψ. Αθήναι ...... η Διαθέτουσα ". Στη δίκη που έγινε την 31-1-2003 στο ανωτέρω δικαστήριο, εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ο κατηγορούμενος Χ1, ο οποίος κατέθεσε τα εξής: " Με την διαθέτιδα είχαμε φιλικές σχέσεις και από δική μου αντίληψη γνωρίζω και το γραφικό της χαρακτήρα και την υπογραφή της . Στη διαθήκη που μου δείχνετε Βεβαιώνω πράγματι τη γνησιότητα τους". Κατόπιν τούτων, η αίτηση έγινε δεκτή και κηρύχθηκε κυρία η ως άνω διαθήκη με την υπ' αριθμ.189/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά από αυτό ο εγκαλών Ψ1, αδελφός της θανούσας, ανέθεσε στους δικαστικούς γραφολόγους ..... και ..... να γνωμοδοτήσουν σχετικά με το αν η με χρονολογία ..... χειρόγραφη διαθήκη της Ψ2, γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε με το χέρι της και αποτελεί τη γνήσια αυτής ιδιόγραφη διαθήκη ή όχι. Οι ως άνω γραφολόγοι με τις από .... και ...... εκθέσεις τους γνωμοδότησαν ότι η διαθήκη αυτή δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την Ψ2 και κατά συνέπεια δεν είναι η γνήσια αυτής ιδιόγραφη διαθήκη. Στην κατάρτιση της ως άνω πλαστής διαθήκης προέβη ο, Ψ, σύζυγος της θανούσας, ο οποίος προκειμένου να περιέλθει σ' αυτόν ολόκληρη η κληρονομιαία περιουσία της αποβιωσάσης συζύγου του ανερχόμενη στο ποσό των 865.737 ευρώ και να αποκλείσει τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της και συγκεκριμένα τους αμφιθαλείς αδελφούς της Ψ1(πρώτο εγκαλούντα), ......(δεύτερο εγκαλούντα), ...... και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αμφιθαλούς αδελφού της, ........, ήτοι ........., ........, ........ και ........., κατάρτισε κατ' απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα της αποβιώσασας την παραπάνω διαθήκη και στην οποία έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της με την οποία φέρεται η θανούσα σύζυγος του να αφήνει ολόκληρη την περιουσία της που θα ευρεθεί κατά το χρόνο του θανάτου της σ' αυτόν . Σκοπός του δε ήταν να παραπλανήσει με τη χρήση της τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της θανούσας, τις δικαστικές αρχές και άλλες αρμόδιες υπηρεσίες καθώς και τους τρίτους (αγοραστές κληρονομιάς κ.λ.π.) σχετικά με το γεγονός ότι η αποβιώσασα σύζυγος του είχε συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη με την οποία τον εγκαθιστούσε μοναδικό κληρονόμο ολόκληρης της περιουσίας της, αποκλείοντας έτσι από την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή επί της κληρονομιαίας περιουσίας της αποβιωσάσης Ψ2 τους ως άνω συγγενείς της. Περαιτέρω, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ και ανήρχετο στο ποσό των 432.868 ευρώ, δεδομένου ότι αν κληρονομούσε την αποβιώσασα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου κατ' άρθρο 1820 του Α.Κ. θα ελάμβανε από τα περιουσιακά στοιχεία της αποβιώσασας ποσοστό που αντιστοιχεί σε κληρονομιαία 432.868 ευρώ (865.737 ΧΙ/2), με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των εγκαλούντων και των λοιπών εξ αδιαθέτου κληρονόμων. Στη συνέχεια ο Ψ έκανε χρήση της πλαστής αυτής διαθήκης, δεδομένου ότι την 5-11-2002, κατέθεσε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Διαθηκών), την από 4-11-2002 αίτηση του με την οποία ζητούσε να δημοσιευθεί και να κηρυχθεί κυρία η πλαστή διαθήκη. Δικάσιμος για την εκδίκαση της αιτήσεως αυτής ορίσθηκε η 31-1-2003, κατά την οποία προσήγαγε αυτός την πλαστή διαθήκη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο με το υπ' αριθμ. 558/2003 πρακτικό του δημοσίευσε αυτήν . Περαιτέρω ο ως άνω με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, στην ανωτέρω δικάσιμο, όταν εμφανίστηκε για να υποστηρίξει την αίτηση του για την κήρυξη ως κυρίας της διαθήκης, ψευδώς παριστάνοντας ότι πρόκειται για γνήσια διαθήκη, εκτός του γεγονότος ότι υποστήριξε τον ψευδή αυτό ισχυρισμό του με την επίκληση και προσαγωγή της πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης, επικαλέστηκε, ως προς τη γνησιότητα της και προς επίρρωση του ισχυρισμού του, το μάρτυρα Χ1, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως, εν γνώσει του ψευδώς, ότι από δική του αντίληψη γνωρίζει και το γραφικό χαρακτήρα της διαθέτιδος και την υπογραφή της και ότι Βεβαιώνει ότι η διαθήκη που του επιδείχθηκε είναι γνήσια. Έτσι έπεισε το Δικαστή, ο οποίος προέβη στη δημοσίευση της ως άνω πλαστής διαθήκης με τα υπ' αριθμ. 558/2003 πρακτικά και στην κήρυξη αυτής ως κυρίας με την υπ' αριθμ. 189/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών . Με την παραπάνω ψευδή κατάθεση του, βεβαιώνοντας αναληθώς τη γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής της αποβιώσασας σε πλαστό έγγραφο που δημοσιεύθηκε ως διαθήκη της, ο κατηγορούμενος Χ1 παρείχε άμεση συνδρομή στον Ψ, ο οποίος σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα πέτυχε να παραπλανήσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο οποίος προέβη σε δημοσίευση του πιο πάνω πλαστού εγγράφου με τα υπ' αριθμ. 558/2003 πρακτικά και στην κήρυξη αυτού ως κυρίας διαθήκης της αποβιώσασας συζύγου του με την υπ' αριθμ. 189/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο ανέρχεται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στο ποσό των 432.868 ευρώ. με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία των εγκαλούντων και εξ αδιαθέτου κληρονόμων της. Ο κατηγορούμενος Χ1, απολογούμενος αρνείται την κατηγορία ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι κατά την εκδίκαση της από 4-11-2002 αιτήσεως του Ψ, όπου εξετάσθηκε ως μάρτυρας ο δικαστής δεν τον ρώτησε για τη γραφή και την υπογραφή της διαθέτιδας . Κάτι τέτοιο όμως διαψεύδεται από τα ίδια τα πρακτικά της δίκης (υπ' αριθμ.189/2003) όπου ο κατηγορούμενος καταθέτει επί λέξει ότι " Με την διαθέτιδα είχαμε φιλικές σχέσεις και από δική μου αντίληψη γνωρίζω και το γραφικό της χαρακτήρα και την υπογραφή της . Στη διαθήκη που μου δείχνετε Βεβαιώνω πράγματι τη γνησιότητα τους". Ο δε ισχυρισμός του ότι το ζεύγος Ψ2,Ψ τον κάλεσαν στο κατάστημα τους δήθεν το έτος 1986 και του εμφάνισαν τις διαθήκες τους τις οποίες είχαν ετοιμάσει και υπογράψει ο ένας για τον άλλον δεν ενισχύεται ούτε επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο στοιχείο της δικογραφίας . Επιπλέον δε ουδέποτε ανευρέθη η διαθήκη του Ψ με την οποία αυτός κατά τα λεγόμενα του κατηγορουμένου εγκαθιστούσε τη σύζυγο του ως μοναδική κληρονόμο της περιουσίας του . Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι ο δράστης και αυτουργός των πράξεων της πλαστογραφίας (κακουργηματικής μορφής) της απάτης (κακουργηματικής) στο δικαστήριο και ηθικός αυτουργός της ψευδορ'κίας του κατηγορουμενου Χ1, Ψ, απεβίωσε την 6-11-2003 δηλαδή πριν από την άσκηση (20-4-05) εναντίον του της προσήκουσας ποινικής δίωξης θεωρούμενης έτσι αυτής (ποιν. δίωξης) ως μη γενομένης. Από τα προεκτεθέντα, είναι πρόδηλο ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου ικανές να στηρίξουν κατηγορία εναντίον του στο ακροατήριο για τις πράξεις α) της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ και β) της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρ. 1,14 § 1, 26 § 1α 27 § 1, 46 § 1β, 224 § 2-1, 227 § 1, 386 § 1-3β όπως η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. από το άρθρ. 14 § 4 Ν.2721/99, τις οποίες άλλωστε ορθώς παραπέμπεται για να δικαστεί.
Συνεπώς, ορθή τυγχάνει η παραπομπή του κατηγορουμένου, δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος (στο οποίο κατά τα λοιπά εξ ολοκλήρου αναφερόμαστε), στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί για τις πράξεις που του αποδίδονται και ως εκ τούτου, αβάσιμη κρίνεται στην ουσία της η κρινομένη έφεση η οποία πρέπει να απορριφθεί. Πρέπει επίσης να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα Και να επιβληθούν τα έξοδα ύψους 220 Ευρώ σε βάρος του εκκαλούντα (άρθρ. 5S3 §1 Κ.Π.Δ). Με τις σκέψεις του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων για τα οποία παραπέμφθηκε να δικασθεί ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την παραπομπή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνημονευθέντα περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προβλέπουν τα αδικήματα της άμεσης συνέργειας σε απάτη επί δικαστηρίου και της ψευδορκίας μάρτυρα, για τα οποία παραπέμπεται να δικασθεί, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Είναι λοιπόν κατά ταύτα απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης του αναιρεσείοντος, οι οποίοι κυρίως πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.).

Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ'αριθμ. 199/2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 14-11-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος".

Αφού άκουσε την παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ.2, 476 παρ. 1, 484 παρ. παρ.1 ΚΠοινΔικ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως (Ολομ. Α.Π. 2/2002). Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δικ. λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθη στο βούλευμα, πρέπει στην έκθεση να διαλαμβάνονται συγκεκριμένη ή ουσιαστική ποινική διάταξη, που (φέρεται ότι) παρεβιάσθη, η μορφή της παραβιάσεώς της αν δηλαδή έλαβε χώρα εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή αυτής, η έννοια που δόθηκε σ'αυτήν από το συμβούλιο κατά την ερμηνεία της ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που εδέχθη το συμβούλιο ότι απεδείχθησαν κατά τη γενομένη υπαγωγή τους εις αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη υπ'αριθμ. 199/2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ'αριθμ. 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίον απέρριψε έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 98/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίον παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για άμεση συνέργεια σε απάτη στο δικαστήριο με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 Ευρώ ως και ψευδορκία μάρτυρος, ο αναιρεσείων επικαλούμενος ως λόγους αναιρέσεως πλημμέλειες από την επίκληση της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 3 Π.Κ., βάλλει κατά της αναιρετικώς ανελέγκτου περί τα πράγματα κρίσεως του Συμβουλίου, παραπονούμενος δι' εσφαλμένην εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, σχετικά με την αξία της κληρονομίας, εις ήν αφορά η διαθήκη, κατά την δημοσίευση της οποίας φέρεται ότι ψευδόρκησε και συνήργησε αμέσως εις την απάτη στο δικαστήριο ο αναιρεσείων.
Συνεπώς ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος.

ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι το Συμβούλιο έλαβεν υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση του περί της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλομένη από τις ανωτέρω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπον αυτόν αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ.53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ.1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ίδιας ως άνω Σύμβασης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21.11.1984 και εκυρώθη με τον Ν.1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστάς του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποίαν αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψεν από την ανάκριση ή την προανάκριση. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, δια του δευτέρου λόγου της αναιρέσεώς του, παραπονείται δι' έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, διότι "τα αποδεικτικά στοιχεία όχι μόνο δεν συσχετίζονται στοιχειωδώς, αλλ' ούτε προσδιορίζονται κατά κατηγορίες, ούτως ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία για το ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και εκτίμησε κατά περιεχόμενο το σύνολο των προσκομισθέντων κρισίμων αποδεικτικών μέσων και όχι μόνο μέρος αυτών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του προσβαλλομένου βουλεύματος". Όμως, όπως προκύπτει, από την παραδεκτή επισκόπηση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τούτο με καθολική αναφορά, επιτρεπτή, στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών εδέχθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου εις το ακροατήριο, από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα και δή: "Από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, όλα τα έγγραφα που έχουν επισυναφθεί στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου Χ1 και τα όσα αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα".
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ' ό μέρος δε με τον λόγον αυτόν προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Απορριπτομένων αμφοτέρων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 26.9.2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1752/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220) .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή