Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1700 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.




Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Στοιχεία κακουργηματικής απάτης από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες, κατ’ επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Αιτιολογία βουλεύματος. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 386 παρ. 3α του Π.Κ. . Η ελλιπής παράθεση των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, ή και η εξ ολοκλήρου έλλειψη μείζονος πρότασης, όπως ακόμη και η μη παράθεση του σχετικού άρθρου στο οποίο στηρίζεται η κατά του κατηγορουμένου κατηγορία, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Λόγος αναίρεσης για ασάφειας ως προς τον σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, της γνώσεως της αναληθείας των σχετικών πραγματικών περιστατικών. Λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 ΠΚ, διότι οι ψευδείς παραστάσεις, ότι ο αναιρεσείων είναι «αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας» κλπ, συνιστούν αξιολογικές κρίσεις και όχι γεγονότα, ή αποτελούν διαβεβαιώσεις για περιστατικά αναγόμενα στο μέλλον. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 1700/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 57/2008 πράξη του Προέδρου Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1571/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1835/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 163/7-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
I) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1571/2007 βούλευμά του απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την υπ'αριθμ. 85/2007 έφεση του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 320/2007 βουλεύματος του συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών. Με το τελευταίο αυτό βούλευμα είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως απάτης κατεπάγγελμα και της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Το άνω βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις ... (βλ. το από .... αποδεικτικό του επιμελητή ....) και κατ' αυτού άσκησε ο ίδιος στις 25-10-2007 ενώπιον του γραμματέα Εφετών Αθηνών την υπ'αριθμ. 229/2007 αναίρεση προβάλλων ως λόγους αναίρεσης εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (βλ. παρακάτω):
ΙΙ) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του -με επιτρεπτή καθ'ολοκληρίαν παραπομπή στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και συμπληρωματικά, δια της τελευταίας, στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος- δέχθηκε ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα προέκυψαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος που είναι νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην Ελλάδα εταιρείας με την επωνυμία "Κ.ΚΑΡΔΑΣΙΛΑΡΗΣ και Υιοί Α.Ε.Β.Ε." και το διακριτικό τίτλο "CARDICO", η οποία δραστηριοποιείτο κατά κύριο λόγο στις εισαγωγές και το χονδρεμπόριο ξηρών καρπών στην Ελλάδα και τα τελευταία έτη έχει επεκτείνει το αντικείμενο των δραστηριοτήτων της και στον τομέα της συγκέντρωσης, συσκευασίας και εξαγωγής καρυδόψιχας από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας, μέσω τρίτου προσώπου και δη του Γ1, ο οποίος ήταν κοινός γνωστός των διαδίκων, ήλθε σε επαφή προσέγγισε κατά το έτος 2000 τον εγκαλούντα Ψ1 στην Αθήνα και με τη δικαιολογία ότι ενδιαφέρεται να αποκτήσει η εταιρεία του ηγετική θέση στην αγορά της Μολδαβίας και το εξαγωγικό εμπόριο καρυδόψιχας, του πρότεινε να εξαγοράσει η εταιρεία "CARDICO" που εκπροσωπούσε, την εταιρία του εγκαλούντα ".....", συμφερόντων του εγκαλούντα, προκειμένου με τη συνεργασία και την παράλληλη λειτουργία των δύο εταιρειών να πετύχει να καλύψει σχεδόν το σύνολο της εξαγωγικής δραστηριότητας καρυδόψιχας στη χώρα αυτή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εγκαλών Ψ1 είναι επιχειρηματίας από πολλών ετών με κύρια έδρα των επιχειρήσεων του τη Δημοκρατία της Μολδαβίας. Κατά τα τελευταία χρόνια αντικείμενο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του υπήρξε μεταξύ των άλλων και η συγκέντρωση , επεξεργασία και εξαγωγή από τη χώρα αυτή καρυδόψιχας, δραστηριότητα που ασκούσε μέσω της πιο πάνω εταιρείας "...... (.....), που είχε την έδρα της στη Μολδαβία και ήταν θυγατρική της εδρεύουσας στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας με την επωνυμία "....". Η ως άνω θυγατρική εταιρεία, την οποία εκπροσωπούσε ο εγκαλών ως διευθύνων σύμβουλος αυτής, κατέχοντας και το 95% των μεριδίων της, πραγματοποιούσε εξαγωγές καρυδόψιχας προς την Γαλλία, την Ελλάδα και άλλες χώρες και είχε κατά τα τελευταία έτη πετύχει να συγκεντρώνει και να συσκευάζει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής. Η εταιρία του κατηγ/νου ανταγωνιζόταν τη δραστηριότητα της εταιρίας του εγκαλούντα, με μικρότερο όμως κύκλο εργασιών, είχε δε πετύχει κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα των ετών 2000-2001 να εξασφαλίσει άδεια του Μολδαβικού κράτους για την εξαγωγή μόλις 200 τόννων καρυδόψιχας, παρόλο που η δυναμικότητα της ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη. Ο εγκαλών απέρριψε κατ'αρχήν την πρόταση εξαγοράς, πλην όμως ο. κατηγορούμενος επανήλθε με νέες βελτιωμένες ως προς το τίμημα προεχόντως και δελεαστικές κατά συνέπεια προτάσεις και έτσι άρχισαν κατά τον μήνα Ιούνιο του έτους 2001 διαπραγματεύσεις. Κατά το χρονικό στάδιο αυτό λοιπόν, ο κατηγορούμενος διαβεβαίωνε τον πιο πάνω εγκαλούντα τόσο για τη δική του φερεγγυότητα και αξιοπιστία, όσο και για τη σοβαρή πρόθεση και την δυνατότητα της εταιρείας του να προβεί στην εν λόγω αγορά και την περαιτέρω επικερδή λειτουργία των δύο εταιρειών, παριστάνοντας ψευδώς στον Ψ1 ότι η εταιρία του είχε πράγματι ενδιαφέρον να εξαγοράσει με πίστωση την εταιρία του έναντι του ποσού των 7.000.000 δολαρίων ΗΠΑ με σκοπό να τη συνεχίσει για 8 έτη τουλάχιστον. Επίσης του παρέστησε ψευδώς ότι ο ίδιος ήταν αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας και είχε την πρόθεση και την ικανότητα να συνεχίσει τη λειτουργία και των δύο ως άνω εταιρειών για το άνω χρονικό διάστημα και συνεπώς δεν κινδύνευε η απαίτηση του εγκαλούντα επί του πιστουμένου τιμήματος. Τα ανωτέρω όμως ήταν καθ' ολοκληρίαν ψευδή, καθώς ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν ήταν αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας και η εταιρία του δεν ενδιαφερόταν πράγματι για την εξαγορά της εταιρείας του εκκαλούντος, αλλά επιθυμούσε να εκτοπίσει αυτή από τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε στην αγορά καρυδόψιχας στη Μολδαβία και να τη θέσει εκτός λειτουργίας και ανταγωνισμού, καταλαμβάνοντας τη θέση της με την εταιρεία "ΞΗΡΟΦΡΟΥΤ" ιδίων συμφερόντων, χωρίς να καταβάλλει στον εγκαλούντα και το τίμημα για την εξαγορά της. Εξ αιτίας των διαβεβαιώσεων αυτών πείσθηκε ο εγκαλών για τη σοβαρότητα της πρότασης και την αξιοπιστία του εγκαλούντα και συμφώνησε στην πώληση της εταιρείας του. Έτσι συνέταξαν το από ..... μνημόνιο συνεργασίας τους το οποίο και προσυπέγραψαν για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας "CARDICO" ο κατηγορούμενος και για λογαριασμό της πωλήτριας μητρικής εταιρείας "....." ο Ψ1. Σύμφωνα με τους όρους του μνημονίου αυτού η πωλήτρια θα μεταβίβαζε το σύνολο των εταιρικών μεριδίων της υπό μεταβίβαση εταιρείας στην αγοράστρια εταιρεία και η τελευταία θα κατέβαλε στην πωλήτρια με την υπογραφή της οριστικής σύμβασης το ποσό των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ (όρος 1), και με την ολοκλήρωση του νομικού και οικονομικού ελέγχου της υπό μεταβίβαση εταιρείας, στον οποίο θα προέβαινε η αγοράστρια εντός δέκα πέντε (15) ημερών θα κατέβαλε επιπλέον το ποσό των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ (όρος 2), καθώς και μετοχές της αγοράστριας "CARDICO" αξίας 200.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση τη χρηματιστηριακή τους τιμή, (δεδομένου ότι η πωλήτρια ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών), κατά την ημέρα της μεταβίβασης(όρος 3). Επίσης, η αγοράστρια θα κατέβαλε στην πωλήτρια κατά τον μήνα Οκτώβριο των ετών 2002 και 2003 το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ κάθε φορά (όρος 4) υπό τη μορφή αμοιβών του εκπροσώπου της Ψ1, η οποία θα ανερχόταν σε 0,25 δολλάρια ΗΠΑ ανά κιλό εξαγόμενης, από τις δύο ως άνω εταιρείες, καρυδόψιχας για τους πρώτους 2000 τόνους και θα κυμαινόταν κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρατιθέμενο στο μνημόνιο σχετικό πίνακα για κάθε επιπλέον εξαγώγιμη ποσότητα. Με το ίδιο μνημόνιο και προκειμένου να αποκρύβει το πραγματικό τίμημα, το οποίο ανήρχετο στο ποσό των 7.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι, ταυτόχρονα με την υπογραφή της οριστικής συμβάσεως πωλήσεως, θα υπογραφόταν μεταξύ της αγοράστριας και του εγκαλούντος Ψ1 σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία ο εγκαλών θα παρείχε υποστήριξη και προώθηση των εργασιών της αγοράστριας έναντι αμοιβής, που θα τελούσε σε συνάρτηση με το συνολικό όγκο των ετήσιων εξαγωγών καρυδόψιχας των δύο εταιρειών (CARPICO και ......) , αφού αυτή θα κυμαινόταν ανάλογα με τα εξαγώμενα από αυτές κιλά καρυδόψιχας, όπως ειδικότερα στον παρατιθέμενο στο μνημόνιο πίνακα αναφέρεται (όροι 5,6). Η διάρκεια της ως άνω συμβάσεως παροχής υπηρεσιών θα ήταν οκταετής και θα έληγε τον Οκτώβριο του έτους 2009, εκτός αν το άθροισμα των ετήσιων αμοιβών του εγκαλούντος ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 6.600.000 δολλαρίων ΗΠΑ πριν από την ως άνω καταληκτική ημερομηνία, οπότε με τη συμπλήρωση του ποσού αυτού η σύμβαση θα ελύετο αυτομάτως ( όρος 7).Στη συνέχεια στις 10-9-2001 υπεγράφη και η σύμβαση μεταβίβασης και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών .'Ετσι με το πιο πάνω μνημόνιο και την επακολουθήσασα σύμβαση, πεισθείς στις προαναφερθείσες ψευδείς διαβεβαιώσεις του κατηγ/νου, ο Ψ1 δέχτηκε να παραδώσει το πελατολόγιο, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό της εταιρείας του στην εταιρία του κατηγ/νου πριν την υπογραφή της οριστικής συμβάσεως, διακόπτοντας τη λειτουργία της , με την καταβολή μέρους μόνο του τιμήματος, της τάξης των 200.000 δολλαρίων Η.Π.Α. Επίσης συμφώνησε να πάρει το υπόλοιπο τίμημα, μετά την υπογραφή της οριστικής, σύμβασης μεταβίβασης τμηματικά, και δη 200.000 δολλάρια σε μετοχές της εταιρείας του κατηγ/νου "CARDΙCO" και το υπόλοιπο σε ποσοστά επί των ετήσιων εξαγωγών των δύο εταιριών, για τα επόμενα οκτώ έτη, κάτι που δεν θα δεχόταν αν γνώριζε την αλήθεια. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε ο κατηγορούμενος να βλάψει τον Ψ1 και την εταιρία του, κατά το ποσό του υπολοίπου τιμήματος των 6.800.000 δολλαρίων Η.Π.Α. που ποτέ δεν κατέβαλε ο κατηγ/νος, με αντίστοιχο δικό του αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος, αφού αυτός όταν υπογράφηκαν οι προαναφερθείσες συμβάσεις, κατέβαλε στους εγκαλούντες έναντι του συνολικού ως άνω τιμήματος, δύο δόσεις των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ η κάθε μία, έτσι ώστε να ενεργοποιηθούν οι σχετικοί όροι της συμβάσεως περί παράδοσης της υπό μεταβίβαση εταιρείας και όταν αυτή του παραδόθηκε διέκοψε τη διαδικασία της αγοράς, αλλά και τη λειτουργία των δύο εταιρειών, δηλαδή της "......", και της "CARDICO" και μετέφερε τα μηχανήματα και τον κινητό εξοπλισμό της πρώτης εκτός Μολδαβίας, έτσι ώστε να ματαιωθεί η αξίωση του εγκαλούντα επί του όγκου των εξαγωγών των δύο εταιρειών, ο ίδιος δε συνέχισε τη δραστηριότητα του στον τομέα της εξαγωγής καρυδόψιχας με την εταιρεία "ΞΗΡΟΦΡΟΥΤ". Την πράξη της πιο πάνω απάτης, η οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και υπερβαίνει το ποσό των-15.000 ευρώ, τέλεσε ο κατηγ/νος κατ' επάγγελμα, αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αυτός είχε διαμορφώσει υποδομή, ιδίως με την ετοιμότητα του για συνέχιση της δραστηριότητας του μέσω τρίτης εταιρείας, με εκτόπιση από την αγορά της πιο πάνω εταιρίας "......." με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, αφού συνέχισε, προς επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού του, επί μακρό χρόνο να επιμένει στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του προς τον εγκαλούντα, με περαιτέρω σκοπό να πορισθεί εισόδημα" και "Ενόψει αυτών, ορθώς κρίθηκαν, εν όψει των προεκτεθέντων, ως επαρκείς οι ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντα με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στις ορθές και νομίμους σκέψεις του οποίου συμπληρωματικά αναφερόμεθα και συνεπώς τα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με την πιο πάνω έφεση του, ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Συνεπώς πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα". Οι λόγοι αναίρεσης που προβάλλει κατά του βουλεύματος αυτού συνίστανται: 1) Εσφαλμένη ερμηνεία διότι δεν αναφέρει (υπάρχει) στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού η απαιτούμενη σχέση υλικής αντιστοιχίας μεταξύ οφέλους-ζημίας επικαλείται μάλιστα στο σημείο αυτό την ΑΠ 2151/2006. Σε σχέση με την εσφαλμένη εφαρμογή διότι υπήγαγε στην έννοια του όρου "γεγονότα" του άρθρου 386 ΠΚ πραγματικά περιστατικά που δεν υπάγονται σ'αυτή και δη ο ισχυρισμός ότι είναι "αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας" και ότι "η εταιρεία του δεν ενδιαφερόταν πράγματι για την εξαγορά της εταιρείας..." και "η πρόθεσή του...." -συνιστούν διαβεβαιώσεις για περιστατικά αναγόμενα στο μέλλον, που δεν υπάγονται στην έννοια των γεγονότων του άρθρου 386 Π.Κ. 2) Υπάρχει αντίφαση διότι ενώ δέχεται ότι "σκοπός των δήθεν απατηλών του ήταν να εκτοπίσει τον εγκαλούντα από τη δεσπόζουσα θέση που αυτός κατείχε στην αγορά καρυδόψιχας στη Μολδαβία και να θέσει την επιχείρησή του εκτός λειτουργίας και ανταγωνισμού καταλαμβάνοντας τη θέση της με την εταιρεία "ΞΗΡΟΦΡΟΥΤ"- συγχρόνως όμως δέχεται και ότι "με την παράνομη πράξη για την οποία υποτίθεται ότι ετέλεσε, επέτυχε να βλάψει τον εγκαλούντα και την εταιρεία του κατά το ποσό του υπολοίπου τιμήματος των έξι εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων (6.800.000) δολαρίων ΗΠΑ με αντίστοιχο δικό του παράνομο περιουσιακό όφελος" και έτσι δεν καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί μετά βεβαιότητας ποιός ο σκοπός παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Επίσης-σε σχέση με τον πρώτο σκοπό - δεν ήταν βέβαιος και προσδοκώμενος μετά βεβαιότητας έτσι ώστε να συνιστά περιουσιακή βλάβη και ότι θα προερχόταν από την περιουσία του εγκαλούντος -το λεγόμενο ότι και μετά το κλείσιμο της "...." και ο αναιρεσείων απεχώρησε από Μολδαβία και ουδεμία εμπορική δραστηριότητα άσκησε εκεί ούτε αμέσως ούτε εμμέσως μέσω της "ΞΗΡΟΦΡΟΥΤ" ή οποιασδήποτε άλλης εταιρείας - δεν γίνεται δεκτόν από το προσβαλλόμενο βούλευμα. 3) Ότι δεν αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων ενήργησε εν γνώσει της αναληθείας των σχετικών πραγματικών περιστατικών. Επίσης δεν αξιολόγησε το γεγονός ότι μετά την καταγγελία της σύμβασης η εταιρία του "....." αδρανοποιήθηκε, πράγμα που προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. 'Ετσι και διάφοροι ισχυρισμοί του εγκαλούντος. Επίσης το ότι το ποσό των 6.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ αποτελεί προϊόν σύμβασης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και όχι τίμημα της πώλησης. Τέλος, ότι δεν αξιολογείται το άρθρο 1 της σύμβασης μεταβίβασης από το οποίο προκύπτει το δικαίωμα της εταιρείας του αναιρεσείοντος να υπαναχωρήσει της άνω σύμβασης.
ΙΙ) Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 386 § § 1,3 Π.Κ. -όπως ισχύουν- προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης -σε βαθμό κακουργήματος- απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών (ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών) εξ αιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος (=παραπλανηθείς) και πείθεται να προβεί σε πράξη (παράλειψη ή ανοχή) ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου (όταν ο παραπλανηθείς έχει από το νόμο ή τα πράγματα μπορεί να διαθέσει την περιουσία αυτού, του τρίτου)- βλ. ΑΠ 293/2006, ΑΠ 1296/2002, ΑΠ 2140/2006-και το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (=73.000 ευρώ) ή όταν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα (ή κατά συνήθεια) και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (=15.000 ευρώ). Κατά την έννοια της άνω διάταξης ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή υπάρχουν τουλάχιστον στο παρόν ή συμβαίνουν τη στιγμή της βεβαιώσεως (βλ. ΑΠ 1855/2001, ΑΠ 247/2002, ΑΠ 945/2006, ΑΠ 1167/2006, ΑΠ 1820/2003 κ.α.) -δηλ. κάθε συμβάν (κατάσταση, σχέση, συμπεριφορά) που αναφέρεται η προσωπική κατάσταση λ.χ. φερεγγυότητα κλπ του δράστη ή άλλου βλ. ΑΠ 60/2005- Χρόνος τελέσεως της απάτης είναι ο χρόνος καθ'όν ο υπαίτιος, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του (βλ. ΑΠ 98/2004, ΑΠ 405/2004, ΑΠ 1155/2000, ΑΠ 1639/2002 κ.α.). Ζημιά υπάρχει έστω και αν δημιουργήθηκε ενεργός αξίωση αποζημίωσης (βλ. ΑΠ 1220/2005 κ.α.). Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 § 3 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό - ή την ενσωματωμένη σ'αυτό και υιοθετουμένη εισαγγελική πρόταση- με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση τα οποία αναφέρονται στα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν (θεμελιώνουν) τα περιστατικά αυτά, και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο -βλ. ΑΠ 2415/2005, ΑΠ 732/2005, ΑΠ 48/2007, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 570/2006 κ.α. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικώτερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, ενώ η μη ορθή εκτίμησή τους δεν συνιστά ή δημιουργεί λόγον αναιρέσεως αφού περί αυτών κρίνει κυριαρχικά το δικαστήριο της ουσίας -βλ. ΑΠ 2415/2005, ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 2/2003 Ολ, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 829/2006 κ.ά. Η έλλειψη νόμιμη βάσης αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά στα οποία το συμβούλιο στήριξε την παραπομπή του για το συγκεκριμένο έγκλημα, ενώ η παράλειψη της αναφοράς (στη μείζονα σκέψη) των διατάξεων που εφαρμόστηκαν ή ερμηνεία αυτών δεν αποτελεί λόγον αναίρεσης (βλ. ΑΠ 1020/2005- Ελ Δνη 2005 σελ. 1064), δεδομένου ότι το εάν τα πραγματικά περιστατικά υπάγονται ή όχι σε ορισμένη διάταξη το κρίνει ο 'Αρειος Πάγος. Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους λόγους σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ που ορθά εφήρμοσε. Ειδικώτερα σαφώς δέχεται ότι ο αναιρεσείων παρέστησε, κατά το χρονικό διάστημα από Ιουνίου έως 10-9-2001, ότε και υπεγράφη η σύμβαση, ψευδή γεγονότα ως αληθή, ήτοι ότι ήταν ο ίδιος φερέγγυος και αξιόπιστος επιχειρηματίας. Η φερεγγυότητα και η αξιοπιστία αυτή δεν αναφέρεται στη τήρηση των λεγομένων ως τοιούτων -δηλ. "για αθέτηση του λόγου"- αλλά στην οικονομική τοιαύτη. Από τα ψευδή αυτά γεγονότα παραπλανήθηκε ο εγκαλών και δέχθηκε την πώληση και δη υπέγραψε το μνημόνιο και τη σύμβαση πώλησης και παρέδωσε τον πλήρη εξοπλισμό και τη διοίκηση της εταιρίας έναντι του τιμήματος των 7.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ από τα οποία έλαβε μόνο 200.000- Επίσης σαφώς δέχεται ότι ο αναιρεσείων ενήργησε, όπως ενήργησε, με σκοπό το περιουσιακό όφελος που συνίσταται στη μη καταβολή του τιμήματος που ανέρχεται στο ποσό των 6.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ το οποίο συνιστά και τη βλάβη του εγκαλούντος (βλ. 5ο φύλλο αυτού). Ρητά δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι το τίμημα ανέρχονταν στο ποσό των 7.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, από τα οποία ο αναιρεσείων κατέβαλε 200.000 δολλάρια ΗΠΑ και ότι στην οικεία συμφωνία εμφανίζεται τούτο ως δήθεν αμοιβή της σύμβασης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Δεν δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι η βλάβη και το αντίστοιχο όφελος έγκειται στη μη λειτουργία και απώλεια κερδών για την εταιρεία του εγκαλούντος αφενός και στη λειτουργία και απόκτηση κερδών για την εταιρία του αναιρεσείοντος αφετέρου-αντίστοιχα. Η αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα για τις περαιτέρω ενέργειες του αναιρεσείοντος μετά την υπογραφή του μνημονίου και της σύμβασης αναφέρονται ως αποτελέσματα της γενομένης ήδη πωλήσεως και επιβεβαίωση του τελικού-απωτέρου σκοπού αυτού, δηλ. του εκτοπισμού της εταιρείας του εγκαλούντος, δεν αποτελούν όμως στοιχείο του εγκλήματος της απάτης, αλλά είναι αποτέλεσμα αυτού. Το έγκλημα είναι το μέσο και δη το αναγκαίο προηγούμενο μέσο του τελικού σκοπού με αποδοχή όλων των στοιχείων αυτού (εγκλήματος) και ειδικώτερα την μη καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος που αποτελούσε μέρος της σύμβασης αγοραπωλησίας. Η αναφορά λοιπόν του "σκοπού του εκτοπισμού" δεν ενέχει αναφορά αυτού ως στοιχείου του εγκλήματος της απάτης αλλά έμφαση του σκοπού του τελευταίου που συνίσταται στην μη καταβολή του τιμήματος και δη του υπολοίπου αυτού ως στοιχείο της αγοραπωλησίας που ήταν αποτέλεσμα της απάτης και χωρίς την οποία δεν μπορούσε να επιτευχθεί ο τελικός αυτός σκοπός. Επομένως ο τελικός σκοπός αυτός βαίνει παράλληλα αλλά ανεξάρτητα από τον σκοπό του εγκλήματος της απάτης. Έτσι η αναφορά και αυτού δεν ενέχει κάποια αντίφαση ή ασάφεια σε σχέση με τον ρηθέντα και ρητά αναφερόμενο σκοπό της απάτης. Έτσι ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι όχι μόνον αβάσιμος αλλά στηρίζεται και σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι δηλ. η ζημία του εγκαλούντος έγκειται στην απώλεια κερδών κλπ -πράγμα που δεν δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως ελέχθη. Έτσι είναι αλυσιτελής η επίκληση της 2151/2006 απόφασης του Αρείου Πάγου. Επίσης ο αυτός λόγος αναίρεσης σε σχέση με τον όρο "γεγονότα" είναι αβάσιμος αφού η παράσταση αναφέρεται σε ενεστώτα-παρόντα πραγματικά περιστατικά, δηλ. στην οικονομική ικανότητα του αναιρεσείοντος η οποία απεδείχθη ψευδής, αφού δεν κατεβλήθη το τίμημα. Επίσης ο δεύτερος λόγος αναίρεσης- σε σχέση με την δήθεν αντίφαση- είναι, όπως ελέχθη αβάσιμος. Επίσης με το σκέλος αυτού που αναφέρεται στο κέρδος-ζημία στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όπως ελέχθη. Σε σχέση με το άλλο σκέλος αυτού περί του ότι το δεκτόν γενόμενο ότι μετά το κλείσιμο της "....", ο αναιρεσείων συνέχισε τη δραστηριότητά του με άλλη εταιρία- είναι ψευδές, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος διότι ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων. Τέλος, ο τρίτος λόγος αναίρεσης -σε σχέση με την αναφορά της γνώσεως του αναιρεσείοντος περί της αναληθείας των φερομένων ψευδών πραγματικών περιστατικών - είναι αβάσιμος διότι η γνώση αυτή προκύπτει αφ'εαυτής αφού πρόκειται περί συμπεριφοράς και κατάστασης του ιδίου του αναιρεσείοντος.
Σε σχέση με τα άλλα σκέλη αυτού ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος αφού ανάγεται σε φερόμενη δήθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά, όσον αφορά δε ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα είναι αβάσιμος αφού, σαφώς προκύπτει ότι για τον σχηματισμό της κρίσεώς του το συμβούλιο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως ρητά αναφέρει αυτά κατά το είδος τους. Επομένως η υπό κρίση αναίρεση πρέπει να απορριφθεί. Επίσης πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα αυτού για να παραστεί στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου προς παροχή περαιτέρω διευκρινίσεων επί της αναιρέσεως, διότι το αίτημα αυτό είναι και αόριστο και αβάσιμο αφού έχει ήδη πλήρως εκθέσει τις απόψεις του. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως απορριφθεί η υπ'αριθμ. 229/2007 αναίρεση του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 1571/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο συμβούλιο Αρείου Πάγου και επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος του.
Αθήνα 3 Δεκεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου, "προς παροχή περαιτέρω διευκρινήσεων επί της αιτήσεώς του", ανεξαρτήτως της αοριστίας αυτού, αφού δεν εξειδικεύονται τα προς διευκρίνηση θέματα, είναι απορριπτέος και ως ουσιαστικώς αβάσιμο, αφού με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, αλλά και με τα τρία υπομνήματα που υπέβαλε στο Συμβούλιο αυτό, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις του και οι ισχυρισμοί του αναπτύσσονται εκτεταμένα σε αυτά. II. Η κρινόμενη 229/25-10-2007 έκθεση αναίρεσης του Χ1, κατά του. 1571/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση αυτού κατά του 320/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις της κακουργηματικής απάτης από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, ήτοι για παράβαση των άρθρων 1,13 περ. στ, 14 §1, 18α, 26 § 1α, 27 § 1, 60, 79 και 386 § 3α -1 του ΠΚ, όπως η § 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του ν. 2721/1999, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. III. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη παράλειψη ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε. Για την κακουργηματική μορφή τη απάτης απαιτείτο επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Κατά την έννοια της άνω διάταξης ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή υπάρχουν τουλάχιστον στο παρόν ή συμβαίνουν τη στιγμή της βεβαιώσεως -δηλ. κάθε συμβάν (κατάσταση, σχέση, συμπεριφορά) που αναφέρεται η προσωπική κατάσταση λ.χ. φερεγγυότητα κλπ του δράστη ή άλλου. Η υπόσχεση εκπληρώσεως παροχής σε μελλοντικό χρόνο συνδυαζόμενη με ψευδή παράσταση ενός εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού, όπως είναι η ενδιάθετη πρόθεση του δράστη να μην εκτελέσει την συμβατική υποχρέωσή του στο μέλλον, δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και άρα με αυτήν δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης, αφού στη περίπτωση αυτή ανακύπτει μόνον αστική διαφορά, για το λόγο ότι η υπόσχεση εκπληρώσεως παροχής στο μέλλον με την πρόθεση αθετήσεως της, δεν έχει εξωτερική υπόσταση και δεν υποπίπτει στις αισθήσεις εκείνου προς τον οποίο δίνεται. Όταν όμως οι υποσχέσεις και οι συμβατικές υποχρεώσεις συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Χρόνος τελέσεως της απάτης είναι ο χρόνος κα κατά τον οποίο ο υπαίτιος, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τέλεσης του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Λόγο αναίρεσης , κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ..β του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "...Ο κατηγορούμενος που είναι νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην Ελλάδα εταιρείας με την επωνυμία "Κ.ΚΑΡΔΑΣΙΛΑΡΗΣ και Υιοί Α.Ε.Β.Ε." και το διακριτικό τίτλο "CARDICO", η οποία δραστηριοποιείτο κατά κύριο λόγο στις εισαγωγές και το χονδρεμπόριο ξηρών καρπών στην Ελλάδα και τα τελευταία έτη έχει επεκτείνει το αντικείμενο των δραστηριοτήτων της και στον τομέα της συγκέντρωσης, συσκευασίας και εξαγωγής καρυδόψιχας από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας, μέσω τρίτου προσώπου και δη του Γ1, ο οποίος ήταν κοινός γνωστός των διαδίκων, ήλθε σε επαφή προσέγγισε κατά το έτος 2000 τον εγκαλούντα Ψ1 στην Αθήνα και με τη δικαιολογία ότι ενδιαφέρεται να αποκτήσει η εταιρεία του ηγετική θέση στην αγορά της Μολδαβίας και το εξαγωγικό εμπόριο καρυδόψιχας, του πρότεινε να εξαγοράσει η εταιρεία "CARDICO" που εκπροσωπούσε, την εταιρία του εγκαλούντα "......", συμφερόντων του εγκαλούντα, προκειμένου με τη συνεργασία και την παράλληλη λειτουργία των δύο εταιρειών να πετύχει να καλύψει σχεδόν το σύνολο της εξαγωγικής δραστηριότητας καρυδόψιχας στη χώρα αυτή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εγκαλών Ψ1 είναι επιχειρηματίας από πολλών ετών με κύρια έδρα των επιχειρήσεων του τη Δημοκρατία της Μολδαβίας. Κατά τα τελευταία χρόνια αντικείμενο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του υπήρξε μεταξύ των άλλων και η συγκέντρωση, επεξεργασία και εξαγωγή από τη χώρα αυτή καρυδόψιχας, δραστηριότητα που ασκούσε μέσω της πιο πάνω εταιρείας "..... (.....), που είχε την έδρα της στη Μολδαβία και ήταν θυγατρική της εδρεύουσας στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας με την επωνυμία ".....". Η ως άνω θυγατρική εταιρεία, την οποία εκπροσωπούσε ο εγκαλών ως διευθύνων σύμβουλος αυτής, κατέχοντας και το 95% των μεριδίων της, πραγματοποιούσε εξαγωγές καρυδόψιχας προς την Γαλλία, την Ελλάδα και άλλες χώρες και είχε κατά τα τελευταία έτη πετύχει να συγκεντρώνει και να συσκευάζει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής. Η εταιρία του κατηγορουμένου ανταγωνιζόταν τη δραστηριότητα της εταιρίας του εγκαλούντα, με μικρότερο όμως κύκλο εργασιών, είχε δε πετύχει κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα των ετών 2000-2001 να εξασφαλίσει άδεια του Μολδαβικού κράτους για την εξαγωγή μόλις 200 τόννων καρυδόψιχας, παρόλο που η δυναμικότητα της ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη. Ο εγκαλών απέρριψε κατ' αρχήν την πρόταση εξαγοράς, πλην όμως ο κατηγορούμενος επανήλθε με νέες βελτιωμένες, ως προς το τίμημα προεχόντως, και δελεαστικές κατά συνέπεια προτάσεις και έτσι άρχισαν κατά τον μήνα Ιούνιο του έτους 2001 διαπραγματεύσεις. Κατά το χρονικό στάδιο αυτό λοιπόν, ο κατηγορούμενος διαβεβαίωνε τον πιο πάνω εγκαλούντα τόσο για τη δική του φερεγγυότητα και αξιοπιστία, όσο και για τη σοβαρή πρόθεση και την δυνατότητα της εταιρείας του να προβεί στην εν λόγω αγορά και την περαιτέρω επικερδή λειτουργία των δύο εταιρειών, παριστάνοντας ψευδώς στον Ψ1 ότι η εταιρία του είχε πράγματι ενδιαφέρον να εξαγοράσει με πίστωση την εταιρία του έναντι του ποσού των 7.000.000 δολαρίων ΗΠΑ με σκοπό να τη συνεχίσει για 8 έτη τουλάχιστον. Επίσης του παρέστησε ψευδώς ότι ο ίδιος ήταν αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας και είχε την πρόθεση και την ικανότητα να συνεχίσει τη λειτουργία και των δύο ως άνω εταιρειών για το άνω χρονικό διάστημα και συνεπώς δεν κινδύνευε η απαίτηση του εγκαλούντα επί του πιστουμένου τιμήματος. Τα ανωτέρω όμως ήταν καθ' ολοκληρίαν ψευδή, καθώς ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν ήταν αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας και η εταιρία του δεν ενδιαφερόταν πράγματι για την εξαγορά της εταιρείας του εκκαλούντος, αλλά επιθυμούσε να εκτοπίσει αυτή από τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε στην αγορά καρυδόψιχας στη Μολδαβία και να τη θέσει εκτός λειτουργίας και ανταγωνισμού, καταλαμβάνοντας τη θέση της με την εταιρεία "ΞΗΡΟΦΡΟΥΤ" ιδίων συμφερόντων, χωρίς να καταβάλλει στον εγκαλούντα και το τίμημα για την εξαγορά της. Εξ αιτίας των διαβεβαιώσεων αυτών πείσθηκε ο εγκαλών για τη σοβαρότητα της πρότασης και την αξιοπιστία του εγκαλούντα και συμφώνησε στην πώληση της εταιρείας του. Έτσι συνέταξαν το από 5/9/2001 μνημόνιο συνεργασίας τους, το οποίο και προσυπέγραψαν, για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας "CARDICO" ο κατηγορούμενος και για λογαριασμό της πωλήτριας μητρικής εταιρείας "......" ο Ψ1. Σύμφωνα με τους όρους του μνημονίου αυτού, η πωλήτρια θα μεταβίβαζε το σύνολο των εταιρικών μεριδίων της υπό μεταβίβαση εταιρείας στην αγοράστρια εταιρεία και η τελευταία θα κατέβαλε στην πωλήτρια με την υπογραφή της οριστικής σύμβασης το ποσό των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ (όρος 1), και με την ολοκλήρωση του νομικού και οικονομικού ελέγχου της υπό μεταβίβαση εταιρείας, στον οποίο θα προέβαινε η αγοράστρια εντός δέκα πέντε (15) ημερών θα κατέβαλε επιπλέον το ποσό των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ (όρος 2), καθώς και μετοχές της αγοράστριας "CARDICO" αξίας 200.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση τη χρηματιστηριακή τους τιμή, (δεδομένου ότι η πωλήτρια ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών), κατά την ημέρα της μεταβίβασης (όρος 3). Επίσης, η αγοράστρια θα κατέβαλε στην πωλήτρια κατά τον μήνα Οκτώβριο των ετών 2002 και 2003 το ποσό των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ κάθε φορά (όρος 4) υπό τη μορφή αμοιβών του εκπροσώπου της Ψ1, η οποία θα ανερχόταν σε 0,25 δολλάρια ΗΠΑ ανά κιλό εξαγόμενης, από τις δύο ως άνω εταιρείες, καρυδόψιχας για τους πρώτους 2000 τόνους και θα κυμαινόταν κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρατιθέμενο στο μνημόνιο σχετικό πίνακα για κάθε επιπλέον εξαγώγιμη ποσότητα. Με το ίδιο μνημόνιο και προκειμένου να αποκρυβεί το πραγματικό τίμημα, το οποίο ανήρχετο στο ποσό των 7.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι, ταυτόχρονα με την υπογραφή της οριστικής συμβάσεως πωλήσεως, θα υπογραφόταν μεταξύ της αγοράστριας και του εγκαλούντος Ψ1 σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία ο εγκαλών θα παρείχε υποστήριξη και προώθηση των εργασιών της αγοράστριας έναντι αμοιβής, που θα τελούσε σε συνάρτηση με το συνολικό όγκο των ετήσιων εξαγωγών καρυδόψιχας των δύο εταιρειών (CARPICO και .....), αφού αυτή θα κυμαινόταν ανάλογα με τα εξαγώμενα από αυτές κιλά καρυδόψιχας, όπως ειδικότερα στον παρατιθέμενο στο μνημόνιο πίνακα αναφέρεται (όροι 5,6). Η διάρκεια της ως άνω συμβάσεως παροχής υπηρεσιών θα ήταν οκταετής και θα έληγε τον Οκτώβριο του έτους 2009, εκτός αν το άθροισμα των ετήσιων αμοιβών του εγκαλούντος ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 6.600.000 δολλαρίων ΗΠΑ πριν από την ως άνω καταληκτική ημερομηνία, οπότε με τη συμπλήρωση του ποσού αυτού η σύμβαση θα ελύετο αυτομάτως ( όρος 7). Στη συνέχεια στις .... υπεγράφη και η σύμβαση μεταβίβασης και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Έτσι με το πιο πάνω μνημόνιο και την επακολουθήσασα σύμβαση, πεισθείς στις προαναφερθείσες ψευδείς διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, ο Ψ1 δέχτηκε να παραδώσει το πελατολόγιο, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό της εταιρείας του στην εταιρία του κατηγορουμένου πριν την υπογραφή της οριστικής συμβάσεως, διακόπτοντας τη λειτουργία της, με την καταβολή μέρους μόνο του τιμήματος, της τάξης των 200.000 δολλαρίων Η.Π.Α. Επίσης συμφώνησε να πάρει το υπόλοιπο τίμημα, μετά την υπογραφή της οριστικής, σύμβασης μεταβίβασης τμηματικά, και δη 200.000 δολλάρια σε μετοχές της εταιρείας του κατηγορουμένου "CARDΙCO" και το υπόλοιπο σε ποσοστά επί των ετήσιων εξαγωγών των δύο εταιριών, για τα επόμενα οκτώ έτη, κάτι που δεν θα δεχόταν αν γνώριζε την αλήθεια. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε ο κατηγορούμενος να βλάψει τον Ψ1 και την εταιρία του, κατά το ποσό του υπολοίπου τιμήματος των 6.800.000 δολλαρίων Η.Π.Α. που ποτέ δεν κατέβαλε ο κατηγορούμενος, με αντίστοιχο δικό του αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος, αφού αυτός όταν υπογράφηκαν οι προαναφερθείσες συμβάσεις, κατέβαλε στους εγκαλούντες έναντι του συνολικού ως άνω τιμήματος, δύο δόσεις των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ η κάθε μία, έτσι ώστε να ενεργοποιηθούν οι σχετικοί όροι της συμβάσεως περί παράδοσης της υπό μεταβίβαση εταιρείας και όταν αυτή του παραδόθηκε διέκοψε τη διαδικασία της αγοράς, αλλά και τη λειτουργία των δύο εταιρειών, δηλαδή της "......", και της "CARDICO" και μετέφερε τα μηχανήματα και τον κινητό εξοπλισμό της πρώτης εκτός Μολδαβίας, έτσι ώστε να ματαιωθεί η αξίωση του εγκαλούντα επί του όγκου των εξαγωγών των δύο εταιρειών, ο ίδιος δε συνέχισε τη δραστηριότητα του στον τομέα της εξαγωγής καρυδόψιχας με την εταιρεία ".....". Την πράξη της πιο πάνω απάτης, η οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και υπερβαίνει το ποσό των-15.000 ευρώ, τέλεσε ο κατηγορούμενος κατ' επάγγελμα, αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αυτός είχε διαμορφώσει υποδομή, ιδίως με την ετοιμότητα του για συνέχιση της δραστηριότητας του μέσω τρίτης εταιρείας, με εκτόπιση από την αγορά της πιο πάνω εταιρίας "......" με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, αφού συνέχισε, προς επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού του, επί μακρό χρόνο να επιμένει στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του προς τον εγκαλούντα, με περαιτέρω σκοπό να πορισθεί εισόδημα....... Όσον αφορά, πέραν των άλλων αποδεικτικών μέσων, ειδικά τους εξετασθέντες μάρτυρες κατηγορίας, εξ αυτών προεχόντως οι Γ2, Γ3, αλλά και ο μεσολαβητής στις προαναφερθείσες μεταξύ των διαδίκων διαπραγματεύσεις Γ1, καταθέτουν, μεταξύ των άλλων, προς την κατεύθυνση της συναγωγής επαρκών ενδείξεων για στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας, κατά του κατηγορουμένου για την πιο πάνω πράξη και τα εξής : Ο μάρτυς Γ1 στην από 1-10-2003 κατάθεσή του ενώπιον της 9ης Πταισματοδίκου Αθηνών (αναφέρει) ότι ο κατηγορούμενος μετά τη συμφωνία σταμάτησε κάθε δραστηριότητα, επικαλούμενος εκ των υστέρων κάποιες φορολογικές εκκρεμότητες στη Μολδαβία οι οποίες όμως, ως εκθέτει προϋπήρχαν της συμφωνίας με τον μηνυτή και του τις απέκρυψε, αν δε τις γνώριζε ο μηνυτής δεν θα προχωρούσε σε συμφωνία, η ζημία του ότι είναι και πέραν του τιμήματος των 6.800.000 δολλαρίων που δεν εισέπραξε και τέλος ότι κατά τη γνώμη του ο κατηγορούμενος κινήθηκε με σκοπό να εξουδετερώσει την ανταγωνίστρια εταιρία "...." από την αγορά. Ο μάρτυς Γ2 στην από 14-10-2003 κατάθεση του ενώπιον της πιο πάνω Πταισματοδίκου αναφέρει ότι υπήρχαν προβλήματα με τις φορολογικές αρχές και οικονομικές εκκρεμότητες της επιχείρησης του κατηγορουμένου εξ αιτίας των οποίων δεν μπορούσε να δουλέψει εκτιμά δε ότι αυτό το γνώριζε ο κατηγορούμενος όταν ξεκινούσε τις διαπραγματεύσεις και ότι από την μικρή του πείρα σε επιχειρήσεις και την ελεύθερη αγορά, σχημάτισε την εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε εξ αρχής βάσει σχεδίου, αποκρύπτοντας τα προβλήματα και εμφανιζόμενος με καλές προθέσεις ενώ σκοπός του ήταν να εξουδετερώσει το μηνυτή από την αγορά της Μολδαβίας και των άλλων χωρών που εξήγαγε καρυδόψιχα. Τέλος ο μάρτυς Γ3 στην από 1-10-2003 κατάθεση του στην πιο πάνω Πταισματοδίκη αλλά και κυρίως ενώπιον του 14ου Ανακριτού καταθέτει σαφώς ότι ο κατηγορούμενος είχε προβλήματα με τις οικονομικές - φορολογικές αρχές της Μολδαβίας, και ενώ γνώριζε τα προβλήματα του με τις αρχές αυτές που προϋπήρχαν της συμφωνίας για την εξαγορά τα απέκρυψε και παρέστησε στον Ψ1 ότι έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την παραγωγή του εργοστασίου της επιχείρησης αν δε ο Ψ1 ήξερε την πραγματικότητα δεν θα συμφωνούσε στην πώληση της επιχείρησής του. Κατόπιν τούτου, εν όψει και του προεκτεθέντος περιεχομένου αυτών των καταθέσεων, δεν φαίνεται να υπάρχει μόνον αθέτηση υπόσχεσης από πλευράς κατηγορουμένου, αλλά και συνδυασμός με παράσταση ψευδούς γεγονότος, σχετικά δηλαδή με την αξιοπιστία, φερεγγυότητα του κατηγορουμένου και την πρόθεση του για συνέχιση της λειτουργίας των πιο πάνω δύο εταιριών, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στο νομικό μέρος της παρούσης......Τα όσα δε καταθέτουν, οι μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορουμένου ...... και ....... εκθέτουν, αργότερα, και δη στις από 31-3-2006 ενώπιον του 14ου Ανακριτή σχετικά με ανάγκη από φόβο απλώς, από πλευράς κατηγορουμένου για μη συνέχιση της συνεργασίας με τον εγκαλούντα, στερούνται, εν όψει των προεκτεθέντων και των αντιφατικών θέσεων του ιδίου του κατηγορουμένου στα απολογητικά του υπομνήματα, ουσιαστικής βασιμότητας και δεν μπορούν να απαλείψουν.....τις ως άνω προκύψασες επαρκείς ενδείξεις ενοχής........". IV. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής απάτης, κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες, κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, ( άρθρα 13στ, 26 παρ.1α, 27 παρ.1α, 386 παρ.3α-1 ΠΚ). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 320/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το ίδιο Συμβούλιο κατέληξε στην κρίση του αυτή, αφού, με την επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά του στην εισαγγελική πρόταση, εξετίμησε όλα τα αναφερόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντα στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13γ, 26 παρ.1α, 27 παρ.1α, και 386 παρ.3α-1 ΠΚ, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Για την πληρότητα δε της πιο πάνω αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις πιο πάνω παραδοχές του περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ 'επάγγελμα τέλεσης της κακουργηματικής πράξεως της απάτης που του αποδίδεται .
V. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο από τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 περ.β' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλει την αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών, ερμήνευσε εσφαλμένα την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ, καθόσον παρέθεσε μεν στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού τα στοιχεία της απάτης, αλλά ελλιπή, "καθόσον δεν αναφέρει τον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο και κυρίως την ανάγκη σχέσης υλικής αντιστοιχίας μεταξύ του σκοπηθέντος οφέλους και της προκληθείσας ζημίας". Η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα, προεχόντως, ως απαράδεκτη. Η ελλιπής παράθεση των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, ή και η εξ ολοκλήρου έλλειψη μείζονος πρότασης, όπως ακόμη και η μη παράθεση του σχετικού άρθρου στο οποίο στηρίζεται η κατά του κατηγορουμένου κατηγορία, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άθρο 484 παρ.1 του ΚΠΔ, και ειδικότερα τον αναφερόμενο από τον αναιρεσείοντα της περ' β του παρ.1 του άρθρου αυτού. Αρκεί ότι εκτίθενται στο παραπεμπτικό βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα αυτό. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
VI. Με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενη αιτήσεως, ο αναιρεσείων προβάλει την αιτίαση ότι, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι σκοπός των απατηλών ενεργειών του ήταν να εκτοπίσει τον εγκαλούντα από τη δεσπόζουσα θέση που αυτός κατείχε στην αγορά καρυδόψιχας στη Μολδαβία και να θέσει την επιχείρηση του εκτός λειτουργίας και ανταγωνισμού καταλαμβάνοντας τη θέση της με την εταιρεία "ΞΗΡΟΦΡΟΥΤ"", συγχρόνως, όλως αντιφατικά, δέχεται ότι, με την παράνομη πράξη που τέλεσε, πέτυχε να βλάψει τον εγκαλούντα και την εταιρεία του κατά το ποσό του υπολοίπου τιμήματος των έξι εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων (6.800.000) δολαρίων ΗΠΑ, με αντίστοιχο δικό του παράνομο περιουσιακό όφελος. Έτσι, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων, δεν δύναται να ελεγχθεί μετά βεβαιότητος, εάν το Εφετείο με τα παραπάνω δέχεται ότι ο σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους ήταν η εκτόπιση του εγκαλούντος από την αγορά καρυδόψιχας της Μολδαβίας ή η μη πληρωμή γι' αυτό των έξι εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων (6.800.000) δολαρίων ΗΠΑ. Όμως, όπως προκύπτει από τις σαφείς παραδοχές του βουλεύματος, γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων ενήργησε, με σκοπό το περιουσιακό όφελος που συνίσταται στη μη καταβολή του τιμήματος που ανέρχεται στο ποσό των 6.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο συνιστά και τη βλάβη του εγκαλούντος. Δηλαδή, κατά τα εκτιθέμενα στο βούλευμα περιστατικά, υφίσταται η απαιτούμενη για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης υλική αντιστοιχία, αφού το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος συμπίπτει με την προκληθείσα περιουσιακή ζημία. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι το τίμημα ανέρχονταν στο ποσό των 7.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, από τα οποία ο αναιρεσείων κατέβαλε 200.000 δολλάρια ΗΠΑ και ότι στην σχετική συμφωνία εμφανίζεται το τίμημα αυτό ως δήθεν αμοιβή της σύμβασης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Δεν δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι η βλάβη και το αντίστοιχο όφελος έγκειται, αφενός στη μη λειτουργία και απώλεια κερδών για την εταιρεία του εγκαλούντος και αφετέρου, στη λειτουργία και απόκτηση κερδών για την εταιρία του αναιρεσείοντος αντίστοιχα. Ο κατηγορούμενος, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος εξαπάτησε τον εγκαλούντα κατά τον πιο πάνω τρόπο με τελικό σκοπό την εκτόπιση αυτού από την αγορά καρυδόψιχας της Μολδαβίας. Ο "σκοπός δε του εκτοπισμού" δεν αποτελεί στοιχείο του εγκλήματος της απάτης, έγινε δε σχετική αναφορά στο βούλευμα προς επισήμανση της εξαρχής, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως αγοραπωλησίας, αποφάσεως του κατηγορουμένου να μη καταβάλει το υπόλοιπο τίμημα, της αγοραπωλησίας, η οποία ήταν αποτέλεσμα της απάτης και χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ο τελικός αυτός σκοπός, ο οποίος είναι διαφορετικός και ανεξάρτητος από το σκοπό του εγκλήματος της απάτης. Έτσι η αναφορά και αυτού του σκοπού ουδεμία ενέχει κάποια αντίφαση ή ασάφεια. Η περαιτέρω δε αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι ενέχει αντίφαση η παραδοχή του βουλεύματος ότι σκοπός του αναιρεσείοντος ήταν να μην καταβάλει στον εγκαλούντα τα έξι εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες (6.800.000) δολλάρια ΗΠΑ, με την παραδοχή ότι το ποσό αυτό αποτελούσε προϊόν σύμβασης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, χωρίς μάλιστα να παραθέτει το προσβαλλόμενο βούλευμα σκέψεις, από τις οποίες να προκύπτει ότι υπήρχε υψηλή πιθανότητα επίτευξης αυτού του στόχου, είναι απορριπτέα, ως στηριζόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού ρητώς αναφέρεται στο σκεπτικό του βουλεύματος, ότι, στην σχετική συμφωνία το τίμημα των 6.800.000 δολαρίων, εμφανίζεται ως "δήθεν αμοιβή" της σύμβασης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών.
Συνεπώς ο δεύτερος, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νομίμου βάσεως του βουλεύματος με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και απορριπτέος. VII. Ο τρίτος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά το οποίο το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το αν το έγκλημα της απάτης τελέστηκε από τον αναιρεσείοντα εν γνώσει της αναληθείας των σχετικών πραγματικών περιστατικών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η γνώση του αναιρεσείοντος, περί της αναληθείας των φερομένων ψευδών πραγματικών περιστατικών, προκύπτει από τις σαφείς παραδοχές του βουλεύματος, κατά τις οποίες οι ψευδείς αυτές παραστάσεις αφορούν συμπεριφορές και καταστάσεις του ιδίου του αναιρεσείοντος.
VIII. Με τον τέταρτο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή της ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 ΠΚ, διότι, όπως αναφέρει ο αναιρεσείων, οι κατά τις παραδοχές του βουλεύματος ψευδείς παραστάσεις, ότι αυτός είναι "αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας", συνιστούν αξιολογικές κρίσεις και όχι γεγονότα, όπως και ο ισχυρισμός ότι η εταιρεία του αναιρεσείοντος δεν ενδιαφερόταν πράγματι για την εξαγορά της εταιρείας του εγκαλούντος, αλλά επιθυμούσε να εκτοπίσει αυτή χωρίς να καταβάλλει στον εγκαλούντα και το τίμημα για την εξαγορά της, η δε πρόθεση και ικανότητα συνέχισης της λειτουργίας των δύο εταιριών, καθώς και η πρόθεση του αναιρεσείοντος να προβεί στην εν λόγω αγορά και την περαιτέρω επικερδή λειτουργία των δύο εταιριών, αποτελούν διαβεβαιώσεις για περιστατικά αναγόμενα στο μέλλον και δεν συνιστούν "γεγονότα". Ο λόγος αυτός αναίρεσης με τις πιο πάνω αιτιάσεις πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού η ψευδής παράσταση αναφέρεται σε ενεστώτα και παρόντα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή στην οικονομική ικανότητα του αναιρεσείοντος, η οποία αποδείχθηκε ψευδής, αφού δεν καταβλήθηκε το τίμημα. Ειδικότερα, κατά τις σαφείς παραδοχές του βουλεύματος, τις υποσχέσεις του ο αναιρεσείων ότι θα πράξει όσα τελικά δεν έπραξε, τις συνόδευσε, προκειμένου να εξαπατήσει τον εγκαλούντα, με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις ψευδών γεγονότων, δηλαδή ότι ο αναιρεσείων ήταν αξιόπιστος και φερέγγυος, που αποτελούν πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρόν.
IX. Κατά τα λοιπά ,οι διαλαμβανόμενες, τόσο στον δεύτερο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ως προς τις παραδοχές του βουλεύματος, ότι μετά την καταγγελία της σύμβασης η εταιρεία "....", αδρανοποιήθηκε και έπαυσε να λειτουργεί, όσο και ως προς τα διαλαμβανομένα περαιτέρω στον τέταρτο λόγο αναίρεσης, κατά τα οποία το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη του και δε αξιολόγησε τα αναφερόμενα στην αίτηση γεγονότα, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων η της ελλείψεως ακροάσεως, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( 583 παρ.1 ΚΠΔ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 229/25-10-2007 έκθεση αναίρεσης του Χ1, για αναίρεση του 1571/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα , στις 27 Ιουνίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή