Αριθμός 1369/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Δημήτριο Λοβέρδο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καλαμίδα, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Διονύσιο Γιαννακόπουλο και Ελένη Παναγιωτάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαϊου 2007, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ :
Του αναιρεσείοντος : ..... , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μικέ Κουντούρη.
Της αναιρεσίβλητης : Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Βritish Airways PLC" (ΜΠΡΙΤΙΣ ΑΙΡΓΟΥΕΙΖ ΠΛΣ), που εδρεύει στο Λονδίνο της Μεγάλης Βρετανίας και η οποία διατηρεί γραφεία και στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τσικρικά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-2-1996 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 9771/1996 προδικαστική, 881/2003 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 8497/2004 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10 Νοεμβρίου 2005 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Διονύσιος Γιαννακοπουλος ανέγνωσε την από 30 Μαρτίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 914 και 932 Α.Κ., συνάγεται, ότι για τη γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει: α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που επάγεται προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα του άλλου, που προστατεύονται από το νόμο. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή σε παράλειψη, εφ' όσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος με επιχείρηση της θετικής πράξεως που παραλείφθηκε προς αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει από το νόμο ή από αδικοπραξία, οπότε μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη. Μπορεί ακόμη να προκύπτει αυτή η υποχρέωση από την καλή πίστη που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 Α.Κ., όπως διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία κάποιος με προηγούμενη συμπεριφορά δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση ή κατάσταση δυσχέρειας σε άλλον, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής τού κινδύνου και από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία σ' αυτόν και ακόμη στην περίπτωση που κάποιος ενεργεί αντίθετα στα χρηστά ήθη με πρόθεση βλάβης (Α.Κ. 919), οπότε επιβάλλεται στον δράστη της παράνομης αυτής συμπεριφοράς να προβεί σε θετική ενέργεια προς αποτροπή επελεύσεως της ζημίας σ' αυτόν που προσβάλλεται. Από τα άρθρα 330, 361, 297, 298, 914 και 919 Α.Κ., προκύπτει, ότι, όταν υφίσταται συμβατικός δεσμός ανάμεσα σε δύο πρόσωπα μπορεί στα πλαίσια των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων τους, που πηγάζουν από την οικεία συμβατική σχέση, από μία ή περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις τους ενός από τους συμβαλλομένους, να γεννηθεί, πλην της ενδοσυμβατικής ευθύνης και εξωδικαιοπρακτική για την αποκατάσταση της ζημίας, η οποία προκλήθηκε στον άλλο κατά τους ορισμούς των άρθρων 914, 919 Α.Κ., αν η πράξη ή παράλειψη και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος άλλος υπαιτίως (ΑΠ Ολομ. 967/197). Κατά το άρθρο 2 της από 29-1-1930 Συμβάσεως της Βαρσοβίας περί ενοποιήσεως διατάξεων σχετικών με τις διεθνείς αερομεταφορές, η οποία κυρώθηκε με τον α.ν. 596/1937, τροποποιήθηκε με το από 28-9-1955 πρωτόκολλο της Χάγης, που κυρώθηκε με το ν.δ. 4365/1964, συμπληρώθηκε με την από 18-9-1961 σύμβαση Γουαδαλαχάρας, που κυρώθηκε με το ν.δ. 766/1971 και τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο που υπογράφηκε στη Γουατεμάλα στις 8-3-1971 και τα τέσσερα (4) πρόσθετα πρωτόκολλα που υπογράφηκαν στο Μόντρεαλ στις 25-91975, που κυρώθηκαν με το νόμο 1778/1988, η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται σε κάθε διεθνή μεταφορά προσώπων, αποσκευών και εμπορευμάτων με αεροσκάφος. Ως "διεθνής μεταφορά", εκτός των άλλων περιπτώσεων, είναι κάθε μεταφορά στην οποία, σύμφωνα με τα περί αυτής συνομολογηθέντα, το σημείο της αναχώρησης του αεροσκάφους και το σημείο προορισμού του βρίσκονται στο έδαφος δύο συμβαλλομένων μερών, είτε στο έδαφος ενός μόνο συμβαλλόμενου μέρους, εφ' όσον συμφωνήθηκε σημείο σταθμεύσεως μέσα στο έδαφος άλλου κράτους και αν ακόμη το κράτος αυτό δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος. Κατά το άρθρο 17 της ίδιας συμβάσεως, ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επέρχεται σε περίπτωση θανάτου, ή κάθε σωματικής βλάβης, που υφίσταται ένας επιβάτης, με την προϋπόθεση ότι το γεγονός που προκάλεσε το θάνατο ή τη σωματική βλάβη έγινε στο αεροσκάφος ή στη διάρκεια των διαδικασιών επιβίβασης ή αποβίβασης. Ως προς τη διάρκεια της εναέριας μεταφοράς, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 1 του άνω άρθρου της Συμβάσεως της Βαρσοβίας, που ορίζει την ευθύνη του εναερίου μεταφορέα για τα μεταφερόμενα πρόσωπα, από την πρώτη στιγμή από την οποία γίνεται έναρξη των ενεργειών επιβιβάσεως, διαρκεί καθ' όλο το διάστημα της πτήσεως και λήγει όταν περατωθούν όλες οι ενέργειες αποβιβάσεως. Η έναρξη της ευθύνης του εναέριου μεταφορέα έναντι των μεταφερομένων προσώπων συμπίπτει, κατ' αρχήν, προ την έναρξης ανόδου στην κλίμακα που οδηγεί στο εσωτερικό του αεροσκάφους, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που η ευθύνη αρχίζει από τη στιγμή εκκινήσεως των ταξιδιωτών από τον αεροσταθμό για το πεδίο απογειώσεως προς επιβίβαση, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που ο μεταφορέας διαθέτει υπαλλήλους του στο αεροδρόμιο, που συγκεντρώνουν τους ταξιδιώτες στον αεροσταθμό την κανονισμένη ώρα, αμέσως μόλις η διεύθυνση του αεροδρομίου επιτρέψει την επιβίβαση, οδηγώντας αυτούς στο πεδίο απογειώσεως ομαδικώς, προκειμένου να γίνει η επιβίβασή τους στο αεροσκάφος, διότι στην περίπτωση αυτή ο ταξιδιώτης δεν κινείται κατά βούληση, αλλά σύμφωνα με τις διαταγές των υπαλλήλων του αερομεταφορέα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 19 της ίδιας συμβάσεως, ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για την ζημία που θα προέλθει από την καθυστέρηση κατά την εναέρια μεταφορά επιβατών, αποσκευών ή εμπορευμάτων. Από τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 της παραπάνω συμβάσεως προκύπτει, ότι, στις προβλεπόμενες στα άρθρα 17, 18, και 19 περιπτώσεις, κάθε αγωγή σχετικά με την ευθύνη του μεταφορέα σε οποιαδήποτε βάση και αν στηρίζεται, δεν μπορεί να ασκηθεί, παρά μόνο υπό τους όρους και περιορισμούς που προβλέπονται από τη σύμβαση αυτή και ότι κάθε αγωγή για αεροπορική μεταφορά διεπόμενη από την άνω σύμβαση, όπως και εκείνη με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση συνεπεία καθυστερήσεως μεταφοράς επιβατών στον τόπο προορισμού τους, υπόκειται στους ορισμούς της άνω συμβάσεως, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού μας δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης διατάξεως νόμου από την επικύρωσή της με τον α.ν. 596/37 και τη θέση της σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 του ισχύοντος Συντάγματος. Η αστική ευθύνη από καθυστέρηση στην αερομεταφορά επιβατών, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 19 της Συμβάσεως της Βαρσοβίας, όπως ισχύει, διέπεται από τους κανόνες αυτής, που δεν προνοούν για τον καθορισμό της εκτάσεως της περιόδου της εναέριας μεταφοράς, εντός της οποίας είναι υπεύθυνος ο αερομεταφορέας για την ζημία που ήθελε προέλθει από σημειωθείσα εντός της περιόδου αυτής καθυστέρηση στους επιβάτες που ενδιαφέρονται, όταν έρχονται σε επαφή με τις αεροπορικές εταιρείες για την ταχεία εκτέλεση της μεταφοράς τους. Γίνεται δεκτό, ότι, όταν πρόκειται για εναέρια μεταφορά επιβατών, ενόψει της σιωπής του άρθρου 19 της Συμβάσεως της Βαρσοβίας, έχει διαφορετική έκταση η περίοδος εναέριας μεταφοράς προσώπων από την διάρκεια της περιόδου εναέριας μεταφοράς εμπορευμάτων και αποσκευών και ενόψει του ότι η καθυστέρηση δεν νοείται αυτοτελώς, αλλά πάντοτε σε συνδυασμό προς την αερομεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, όταν πρόκειται για ζημία από καθυστέρηση που επήλθε σε ταξιδιώτη, για την θεμελίωση της ευθύνης του εναέριου μεταφορέα πρέπει να αποδειχθεί, ότι η καθυστέρηση έλαβε χώρα κατά την περίοδο της εναέριας μεταφοράς, όπως αυτή καθορίζεται ως άνω στο άρθρο 17 της Συμβάσεως της Βαρσοβίας. Αντίθετα, αν η ζημία από καθυστέρηση επήλθε στον αποστολέα ή παραλήπτη εμπορευμάτων, για τη θεμελίωση της ευθύνης του εναέριου μεταφορέα πρέπει να αποδειχθεί, ότι η καθυστέρηση έλαβε χώρα κατά την περίοδο της εναέριας μεταφοράς, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 18 παρ, 2, 4 της άνω διεθνούς συμβάσεως που περιλαμβάνει την περίοδο κατά την οποία οι αποσκευές ή τα εμπορεύματα βρίσκονται υπό τη φύλαξη του μεταφορέα είτε σε ένα αεροδρόμιο είτε επί ενός αεροσκάφους, είτε σε οποιοδήποτε χώρο σε περίπτωση προσγειώσεως έξω από το χώρο του αεροδρομίου. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, αν έχει σε περίπτωση αεροπορικής μεταφοράς επιβάτη από το έδαφος ενός κράτους που έχει προσχωρήσει στην άνω διεθνή σύμβαση, εκδοθεί εισιτήριο μεταφοράς του σε ορισμένη πτήση αεροσκάφους, σε ορισμένο μέρος άλλου κράτους, συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, αλλά εξ υπαιτιότητος του εναέριου μεταφορέα επέλθει καθυστέρηση προ της ενάρξεως ή μετά τη λήξη της ανωτέρω καθορισθείσης περιόδου της εναέριας μεταφοράς, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 της Συμβάσεως της Βαρσοβίας για τη μεταφορά προσώπων, όπως κατά τη διάρκεια σuγκεντρώσεως των επιβατών στο αεροδρόμιο αναχωρήσεως πριν αρχίσει η καθοδήγηση των επιβατών ομαδικώς με τη συνοδεία υπαλλήλου του αερομεταφορέα από τον αεροσταθμό προς το πεδίο απογειώσεως για επιβίβαση στο αεροπλάνο ή εάν πριν από οποιαδήποτε εκκίνηση των επιβατών από το χώρο αναμονής, δηλώσει σ' αυτούς ο μεταφορέας, ότι αναβάλει αυθαιρέτως την αναχώρηση του αεροσκάφους για πολλές ώρες ή για μία ημέρα, με συνέπεια την εκτέλεση της μεταφοράς σε χρόνο διαφορετικό από αυτόν που προκύπτει από τη σύμβαση, υφίσταται ευθύνη του μεταφορέα, που υπαιτίως εκτελεί πλημμελώς τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή είναι δυνατό ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε περιπτώσεως να συνιστά, η αναβολή ή η ματαίωση της πτήσεως, υπαίτια εκ μέρους του μη εκτέλεση της συμβάσεως. Στις περιπτώσεις, όμως, αυτές η ευθύνη του μεταφορέα έναντι των επιβατών και η έκταση της ζημίας των τελευταίων από την καθυστέρηση ή την υπαίτια μη εκτέλεση της συμβάσεως, θα διέπονται όχι από τη Σύμβαση της Βαρσοβίας, που αποκλείει κατά έμμεσο, αλλά σαφή τρόπο, την εφαρμογή του δικαίου των χωρών που έχουν συμβληθεί επί των θεμάτων που ρύθμισε ειδικά, ιδίως με τα άνω άρθρα και εκείνα των διατάξεων των άρθρων 20, 21, 23, 25, αλλά από το εσωτερικό δίκαιο του κράτους, στο έδαφος του οποίου εκδηλώθηκε αυτή η αντισυμβατική συμπεριφορά του μεταφορέα για τις ενοχές από συμβάσεις επί υπαιτίας αδυναμίας παροχής που υπάρχει, όταν αυτή οφείλεται κατά τον ημεδαπό Α.Κ. σε πταίσμα του οφειλέτη ή των προσώπων, για τις πράξεις ή παραλείψεις των οποίων αυτός φέρει την ευθύνη (άρθρα 330 - 335) και επί υπερημερίας του οφειλέτη, που δεν ταυτίζεται με την άπρακτη πάροδο του ορισμένου για την εκπλήρωση της παροχής χρόνου, αλλά είναι η μη εμπρόθεσμη εκπλήρωση της παροχής, από υπαιτιότητα του οφειλέτη (άρθρ. 340 επ. Α.Κ.). Σύμβαση ακριβόχρονης εκτελέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 401 Α.Κ., είναι η αμφοτεροβαρής σύμβαση, κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι όρισαν, ότι η παροχή πρέπει να εκπληρωθεί αποκλειστικώς σε ορισμένο χρόνο ή αποκλειστικώς εντός ορισμένης προθεσμίας, πλην, όμως, η καθυστερημένη εκπλήρωση της παροχής είναι δυνατή και χρήσιμη για το δανειστή, παρ' ότι έχει συμφωνηθεί, ότι αυτή δεν μπορεί να αποτέλεσε εκπλήρωση. Αντιδιαστέλλεται αυτή η σύμβαση, που πρόκειται για γνήσια σύμβαση ακριβόχρονης εκτελέσεως, στην οποία μόνο εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 401 Α.Κ., κατά την οποία ο δανειστής δικαιούται εν αμφιβολία, σε υπαναχώρηση από μόνη την καθυστέρηση, ανεξαρτήτως υπαιτιότητος του οφειλέτη, αν δεν προτιμά την απαίτηση της παροχής, οπότε οφείλει να ανακοινώσει τούτο αμέσως στον οφειλέτη από τη μη γνήσια σύμβαση ακριβόχρονης εκτελέσεως, που υπάρχει όταν ο χρόνος παροχής είναι έτσι καθορισμένος, ώστε η εκπλήρωση της παροχής από τη φύση της μόνο εντός του χρόνου αυτού να είναι κατά το συμβατικό σκοπό δυνατή, οπότε η καθυστερημένη εκπλήρωση μετά την πάροδο του χρόνου παροχής την καθιστά αδύνατη ή άχρηστη για το δανειστή και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 401 Α.Κ., αλλά οι περί αδυναμίας παροχής διατάξεις των άρθρων 335 επ. 362 επ. Α.Κ.. Για την, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 401 Α.Κ., άσκηση του προς υπαναχώρηση δικαιώματος του δανειστή, κατά τους όρους των άρθρων 386 επ. Α.Κ., δεν απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη, αλλά το δικαίωμα από τον δανειστή γεννιέται από μόνη την καθυστέρηση, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του οφειλέτη, στην οποία δύναται να οδηγήσει η καθυστέρηση, εφ' όσον η βραδεία εκπλήρωση της παροχής, ανάλογα με το είδος και το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, ενόψει και των επιταγών της συναλλακτικής καλής πίστεως (Α.Κ. 288) είναι δυνατή, ο δανειστής βαρύνεται με την απόδειξη της παραβάσεως της ενοχικής υποχρεώσεως του οφειλέτη και ειδικότερα τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αδυναμίας ή της υπερημερίας, μεταξύ των οποίων και την καθυστέρηση και τη ζημία που προκλήθηκε σ' αυτόν από τη μη εκπλήρωση, όπως και το διαφυγόν κέρδος που αυτός θα είχε αποκομίσει, αν είχε εκπληρωθεί η παροχή, καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της καθυστερήσεως και της ζημίας. Το πταίσμα του οφειλέτη τεκμαίρεται και ο ίδιος έχει το βάρος να αποδείξει για να απαλλαγεί, ότι η αδυναμία της παροχής ή η καθυστέρηση αυτής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για τις πράξεις ή παραλείψεις των οποίων φέρει ο ίδιος την ευθύνη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 περ. α' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολ. ΑΠ 36/1988, ΑΠ 1399/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του αυτού άρθρου 559 αρ. 19 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, λογικώς, η έλλειψη νόμιμης βάσης σημαίνει την αδυναμία αναιρετικού ελέγχου της δικανικής κρίσης ως προς την εφαρμογή διάταξης ουσιαστικού νόμου, ιδίως λόγω έλλειψης ή ανεπάρκειας ή αντιφατικότητας αιτιολογιών ως τοιούτων νοουμένων μόνο των ουσιαστικών παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση του δικαστηρίου αναιρείται α) για ανεπαρκείς αιτιολογίες, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της διάταξης του ουσιαστικού δικαίου, την οποία το δικαστήριο εφάρμοσε, όχι δε και όταν οι αποδιδόμενες ελλείψεις ανάγονται στην ανάλυση ή στάθμιση των αποδείξεων ή την αιτιολόγηση του σαφούς αποδεικτικού πορίσματος (ολομ. Α.Π. 24/1992) β) για έλλειψη αιτιολογικών όταν η ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν περιέχει καθόλου πραγματικά περιστατικά και δικαιολογούν τη παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου, για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας και γ) για αντιφατικές αιτιολογίες, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το αιτιολογικό της αποφάσεως, αλληλοσυγκρούονται και αντιτίθενται μεταξύ τους (ολομ. 1/1999). Στη περίπτωση, που πρόκειται, όπως προκύπτει από τη προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, το οποίον, κατά παραδοχή εφέσεως της αναιρεσίβλητης και εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης, απέρριψε κατ' ουσίαν αγωγή του αναιρεσείοντος για αποζημίωση από τη μη εκτέλεση σύμβασης, ενώ, μετ' απόρριψη της ιδίας εφέσεως έκρινε και αυτό ως μη νόμιμη την εκ της αδικοπραξίας βάση της ιδίας αγωγής, εναέριας μεταφοράς, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: "ο ενάγων, που είναι ιατρός καρδιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επρόκειτο στις 29-10-1994 να ταξιδεύσει αεροπορικώς από την Αθήνα στο Λονδίνο με την υπ' αριθμ. 631 πτήση της εναγομένης αεροπορικής εταιρείας, που αναλάμβανε και εκτελούσε διεθνείς αεροπορικές μεταφορές προσώπων και εμπορευμάτων και ήταν εταιρεία ιδρυθείσα κατά το αγγλικό δίκαιο με έδρα το Λονδίνο, διατηρούσε δε υποκατάστημα και στην Αθήνα. Για το συγκεκριμένο αεροπορικό ταξίδι, που θα γινόταν με την άνω πτήση προγραμματισμένη να αναχωρήσει ώρα 08.20 από το ανατολικό αεροδρόμιο Ελληνικού, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό και με ημερομηνία επιστροφής από Λονδίνο 31-10-1994, ώρα 12.00, ο ενάγων είχε προμηθευθεί το προσκομιζόμενο σε φωτοαντίγραφο με μετάφραση στην ελληνική γλώσσα υπ' αριθμό ....... εισιτήριο υπό ημερομηνία εκδόσεως 6-10-94 από το τουριστικό γραφείο "....... CO" στην Αθήνα, στο οποίο πλήρωσε και το αντίτιμο του εισιτηρίου. Επρόκειτο να συνταξιδεύσει με τον ενάγοντα στην πτήση αυτήν από την Αθήνα με το ίδιο αεροπλάνο ο εξετασθείς ως μάρτυρας γιός του ...... Ο μάρτυρας αυτός μετά την άφιξη του αεροπλάνου της εναγομένης στο Λονδίνο θα παρέμενε εκεί και αργότερα θα πήγαινε με άλλη πτήση στη Βουδαπέστη. Αντίθετα, σκοπός του ταξιδιού του ενάγοντος στο Λονδίνο την πιο πάνω χρονολογία με την πτήση που προαναφέρθηκε ήταν να συμμετάσχει σε διοργανωμένο εκεί από φαρμακευτικούς οίκους του εξωτερικού ιατρικό καρδιολογικό συνέδριο που ήταν διαρκείας δύο-τριών ωρών και στη συνέχεια να συμμετάσχει ως σύμβουλος του ως μάρτυρα αποδείξεως εξετασθέντος επίσης, φαρμακοβιομηχάνου ..... που ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της φαρμακευτικής βιομηχανικής εταιρείας "ΕΛΠΕΝ" σε συνάντηση που θα γινόταν στο ξενοδοχείο .... του Λονδίνου το απόγευμα της ίδιας ημέρας (29-10-94), μετά το άνω συνέδριο που υπολογιζόταν ότι θα τελείωναν οι εργασίες του έως την 17.00 ώρα Γκρίνουϊτς Αγγλίας. Στη συνάντηση εκείνη θα εξέφραζε ο άνω μάρτυς τις απόψεις του σε εκπροσώπους ξένων φαρμακευτικών εταιρειών σχετικά με πρωτότυπα φάρμακα για καρδιοπαθείς, για τις εξελίξεις ως προς τα οποία είχε ενημερωθεί ο ενάγων και την αντιπροσώπευση ή συμπαραγωγή των οποίων και ειδικότερα στατινών που μειώνουν την χοληστερίνη στους καρδιοπαθείς, ενδιαφερόταν ο άνω μάρτυς να αποκτήσει η εταιρεία που εκπροσωπούσε, κατόπιν διαπραγματεύσεων και σύναψη σχετικών συμβάσεων με τις ξένες φαρμακευτικές εταιρείες παραγωγής των. Η πτήση 631 το πρωϊ της 29-10-94 με την οποία θα ταξίδευε ο ενάγων από την Αθήνα για το Λονδίνο δεν πραγματοποιήθηκε την προγραμματισμένη ώρα, αλλά λίγη ώρα πριν ξεκινήσουν οι επιβάτες από την αίθουσα αναμονής των ανατολικό αεροδρόμιο Ελληνικού για το χώρο του αεροδρομίου, όπου ήταν το αεροπλάνο, προς επιβίβαση και αφού είχαν ελεγχθεί τα εισιτήρια και τα διαβατήριά των και τους είχε δοθεί αριθμός θέσεως, τους ανακοινώθηκε ότι θα υπάρξει καθυστέρηση μικρής διάρκειας. Μετά πάροδο κάποιου διαστήματος έγινε νέα ανακοίνωση προς τους υπαλλήλους του τμήματος της εναγομένης στο αεροδρόμιο για ύπαρξη καθυστερήσεως και μία ώρα μετά την πρώτη ενημέρωση ανακοινώθηκε στους επιβάτες, ότι η πτήση αυτή δεν θα γινόταν πρωϊνή ώρα, αλλά θα καθυστερούσε και θα γινόταν το βράδυ, χωρίς να προσδιορισθεί η ακριβής ώρα αναχωρήσεως. Τότε, δηλαδή περί την 09.30 πρωϊνή ώρα ή λίγα λεπτά αργότερα, έμαθαν οι επιβάτες ότι υπήρχε βλάβη στο αεροπλάνο που θα τους μετέφερε στο Λονδίνο και ότι έπρεπε να έλθει κάποιο ανταλλακτικό από εκεί με επόμενη πτήση για την αποκατάστασή της. Η βλάβη εντοπίσθηκε από τεχνικούς της εναγομένης μετά την διαπίστωση ότι σημειωνόταν απώλεια υγρών σε υδραυλικό σύστημα του κάτω μέρους του πηδαλίου του αεροπλάνου, που ήταν τύπου μπόϊνγκ 767, μία ώρα πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση του αεροσκάφους και αποφάσισαν οι μηχανικοί που έκαναν τον έλεγχο, ύστερα από επικοινωνία με το τεχνικό επιχειρησιακό κέντρο της εναγομένης στην Αγγλία, να παραμείνει στο έδαφος το αεροσκάφος μέχρι να σταλεί το απαιτούμενο ανταλλακτικό με την επόμενη αεροπορική πτήση της εναγομένης από το Λονδίνο, που ξεκινούσε την ημέρα εκείνη το μεσημέρι και έφθασε στην Αθήνα λίγο μετά τις 4.00 μ.μ.. Δεν υπήρχε διαθέσιμο τέτοιο ανταλλακτικό στην Αθήνα, διότι η Ολυμπιακή Αεροπορία, με την οποία συνεργάζονταν σε παροχή τεχνικής υποστηρίξεως η εναγομένη, δεν χρησιμοποιούσε για το δικό της μεταφορικό έργο τέτοιου τύπου αεροπλάνα, ενώ ο μάρτυς ..... που εργαζόταν ως προϊστάμενος στο τμήμα εξυπηρετήσεως πελατών της εναγομένης, έκανε λόγο στην κατάθεσή του ότι απευθύνθηκαν και στην εταιρεία "....... AIRLINES" που χρησιμοποιούσε εκείνη την εποχή ιδίου τύπου αεροπλάνο, αλλά δεν βρήκαν διαθέσιμο τέτοιο ανταλλακτικό. Απαιτήθηκε η αποσυναρμολόγηση ορισμένων εξαρτημάτων για να γίνει η αντικατάσταση του φθαρμένου με το ανταλλακτικό που εστάλη από το Λονδίνο, που κρίθηκε απαραίτητη για λόγους ασφαλείας και έγιναν στη συνέχεια μετά την αποκατάσταση της βλάβης οι αναγκαίες δοκιμές για να διαπιστωθεί η κανονική λειτουργία του συστήματος αυτού του αεροσκάφους, με συνέπεια να δηλωθεί από τους τεχνικούς της εναγομένης ότι λειτουργούσε ικανοποιητικά το σύστημα στο οποίο είχε σημειωθεί η βλάβη, όχι νωρίτερα από την 8.45 μ.μ. της 29-10-94 και να πραγματοποιηθεί η πτήση αργά το βράδυ, αφού το αεροσκάφος αυτό απογειώθηκε από το ανατολικό αεροδρόμιο της 23.45 της ιδίας ημέρας. Ο ενάγων δεν επιβιβάσθηκε στο αεροπλάνο αυτής της πτήσης της εναγομένης προς Λονδίνο. Η βλάβη του αεροπλάνου και η καθυστέρηση επί 15 ώρες από την ώρα, που αρχικά προβλεπόταν να γίνει μέχρι να πραγματοποιηθεί την άνω νυκτερινή ώρα, οδήγησαν τον ενάγοντα στην απόφαση ματαιώσεως του ταξιδιού αυτού. Δεν υπήρχε πλέον ο λόγος να μεταβεί αυτός στο Λονδίνο, αφού η διάρκεια της πτήσεως ήταν τρισήμισυ ωρών και είχε ήδη πριν από την αναχώρηση του αεροπλάνου από την Αθήνα παρέλθει η ώρα που έπρεπε να συναντηθεί με τον προαναφερθέντα μάρτυρα φαρμακοβιομήχανο στο Λονδίνο για να τον συμβουλεύει κατά τις συζητήσεις του με τους εκπροσώπους άλλων φαρμακοβιομηχανιών για τα καρδιολογικά φάρμακα που τον ενδιέφεραν. Σημειώνονται οι καθυστερήσεις της συγκεκριμένης πτήσεως του αεροπλάνου της εναγομένης και η ώρα τελικής απογειώσεώς του από το αεροδρόμιο στα έντυπα που συμπληρώθηκαν από το προσωπικό θαλάμου δια κυβερνήσεως και τους τεχνικούς της εναγομένης και προσκομίζονται σε επικυρωμένα φωτοαντίγραφα και μεταφρασμένα αποσπάσματα. Ο ενάγων ζήτησε από τους αρμόδιους υπαλλήλους του τμήματος εξυπηρετήσεως πελατών της εναγομένης την ακύρωση του εισιτηρίου του, όταν επαναφέρθηκαν οι επιβάτες της πτήσεως 631 για Λονδίνο στο Ανατολικό Αεροδρόμιο με τουριστικά λεωφορεία από το Ξενοδοχείο ....., στο οποίο προσωρινά είχαν καταλύσει από το μεσημέρι της 29-10-94 με ευθύνη και επιβάρυνση της εναγομένης μέχρι να αποκατασταθεί η βλάβη του αεροσκάφους. Στον ενάγοντα μετά την υπαναχώρησή του από τη σύμβαση εναέριας μεταφοράς του στο Λονδίνο, που δηλώθηκε όταν άρχισε να γίνεται νέος έλεγχος αποσκευών και εισιτηρίων των επιβατών, που θα αναχωρούσαν με την πτήση εκείνη από το ανατολικό αερολιμένα, καταβλήθηκε, όπως δέχεται και ο ίδιος, η αξία του αντιτίμου του ακυρωθέντος εισιτηρίου μεταφοράς του και ζήτησε και έλαβε, πριν αποχωρήσει από το αεροδρόμιο για να επιστρέψει στην κατοικία του στη Ραφήνα, βεβαίωση που υπογράφεται από τον ως μάρτυρα εξετασθέντα υπάλληλο της εναγομένης που ήταν προϊστάμενος στο τμήμα εξυπηρετήσεως πελατών στον Αερολιμένα Αθηνών. Στη χειρόγραφη αυτή βεβαίωση αναφέρεται ότι η πτήση της εναγομένης 631 της 29-10-94 καθυστέρησε επί 15 ώρες λόγω τεχνικής βλάβης, ότι ο ενάγων δεν κατέστη δυνατό να πάει στον προορισμό με άλλη εταιρεία λόγω πληρότητος και ότι δεν δέχεται να αναχωρήσει με την καθυστερημένη πτήση, διότι οι λόγοι μεταβάσεώς του στο Λονδίνο έχουν εκλείψει. Μετά την ανακοίνωση που έγινε περί ώρα 09,30 πρωϊνή της 29-10-94 στους επιβάτες, ότι η πτήση 631 της εναγομένης θα καθυστερούσε και θα πραγματοποιούνταν τις εσπερινές ώρες της ίδιας ημέρας λόγω του τεχνικού προβλήματος, που είχε παρουσιασθεί στο αεροπλάνο, έγιναν από τους υπαλλήλους της εναγομένης στο αεροδρόμιο προσπάθειες να προωθηθούν με πτήσεις άλλων αεροπορικών εταιρειών προς το Λονδίνο, ανάλογα με τις υπάρχουσες κενές θέσεις στις πτήσεις εκείνες, όσοι από τους επιβάτες εδήλωσαν αυτό στους αρμοδίου υπαλλήλους της στο αεροδρόμιο και κυρίως εκείνους που θα άλλαζαν αεροπλάνο μετά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο του ΧΗΘΡΟΟΥ στο Λονδίνο για να προωθηθούν με άλλες πτήσεις στον τελικό προορισμό τους. Μετά την ανακοίνωση της αναβολής της 631 πτήσεως συνεπεία του άνω προβλήματος για τις εσπερινές ώρες της ίδιας ημέρας, έγινε άλλη ανακοίνωση να δηλώσουν ποιοί από τους επιβάτες της πτήσεως αυτής επιθυμούσαν να προωθηθούν στον προορισμό τους με αεροπορικές πτήσεις άλλων εταιρειών. Στα πλαίσια των δυνατοτήτων της και με εφαρμογή των κανόνων της ΙΑΤΑ σε περίπτωση καθυστερήσεως αεροπορικών πτήσεων που προβλέπουν την κατά προτεραιότητα εξυπηρέτηση για άτομα με ειδικές ανάγκες, για μητέρες με μικρά παιδιά, για ναυτικούς, για επιβάτες που συνεχίζουν από τον τόπο προορισμού το αεροπορικό ταξίδι τους με υπερατλαντικές πτήσεις, για επιβάτες πρώτης θέσεως και μετά για επιβάτες που ταξιδεύουν συχνά με την ίδια αεροπορική εταιρεία και τα στοιχεία των οποίων είναι καταχωρημένα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της εναγομένης ή είναι εφοδιασμένοι με κάρτα αναγνωρίσεώς των, φρόντισε αυτή και προωθήθηκαν με άλλες πτήσεις των εταιρειών ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ, ΤRANS WORLD AIRLlNES (ΤWA), LUFΤHANSA (LΗ), SABENA, περί τους 45 επιβάτες της πτήσεως του αεροπλάνου της που ήταν σε καθυστέρηση και είχαν τελικό προορισμό πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ή ήταν ναυτικοί που έπρεπε να ναυτολογηθούν σε πλοίο από λιμάνι στη Γερμανία. Σχετικά με αυτό κατέθεσαν οι εξετασθέντες κατά πρόταση της εναγομένης υπάλληλοι του τμήματος εξυπηρετήσεως επιβατών ...... και ...... Η προώθηση ορισμένων από τους επιβάτες πτήσεως σε καθυστέρηση με πτήσεις άλλων εταιρειών επιβεβαιώνεται από τις προσκομιζόμενες σε ακριβή φωτοαντίγραφα με μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από 29-10-1994 καταστάσεις διακοπής πτήσεως και παραδόσεως επιβατών από την εναγομένη ως παραδίδουσα αερομεταφορέα στις άλλες άνω αεροπορικές εταιρείες ως παραλαμβάνοντες αερομεταφορείς. Σημειώνεται, ότι το αεροπλάνο της εναγομένης που θα εκτελούσε την πτήση 631 από Αθήνα για Λονδίνο την 29-10-1994, η οποία καθυστέρησε λόγω της βλάβης που διαπιστώθηκε στο υδραυλικό σύστημα του κάτω μέρους του πηδαλίου του, θα μετέφερε αρχικά 210 επιβάτες τουλάχιστον, ενώ όταν έγινε τελικά η πτήση την 23.45' ώρα οι επιβάτες που ταξίδευσαν ήταν συνολικά 170, όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο πτήσεων της εναγομένης για την 29-10-94 σε σχέση με την πτήση 631. Ο ενάγων δεν παρέμεινε στο αεροδρόμιο για να επιδιώξει να προωθηθεί με πτήση άλλης αεροπορικής εταιρείας στο Λονδίνο το πρωϊ της 29-10-94, παρά τον επαγγελματικό χαρακτήρα του ταξιδιού του και την ανάγκη να παρευρεθεί το απόγευμα της ίδιας ημέρας στην προκαθορισμένη συνάντηση του προαναφερθέντος φαρμακοβιομηχάνου ως σύμβουλός του σε καρδιολογικά φάρμακα με εκπροσώπους ξένων φαρμακευτικών οίκων, αλλά δέχθηκε να συμπεριληφθεί στην ομάδα επιβατών που αρχικά οδηγήθηκαν στην ειδική αίθουσα μεταφοράς όπου αναμένουν οι επιβάτες πτήσεων σε καθυστέρηση και στη συνέχεια στο ξενοδοχείο ....., όπου κατέλυσαν μέχρι να επισκευασθεί η βλάβη του αεροπλάνου και να γίνει η πτήση αυτού προς Λονδίνο. Ο ενάγων δέχεται με όσα εκθέτει στην αγωγή του, ότι, όταν πληροφορήθηκε από τη συνοδό εδάφους, που τους οδηγούσε στην αίθουσα TRANSFER του αεροδρομίου, ότι δεν επρόκειτο να αναχωρήσει το αεροπλάνο πριν από τις 3 μετά το μεσημέρι, όπως άκουσε, ζήτησε να αναχωρήσει κατά προτεραιότητα με άλλη πτήση της εναγομένης ή άλλης αεροπορικής εταιρείας λόγω της ακριβώς χρονικά προγραμματισμένης και σοβαρής επαγγελματικής φύσεως συναντήσεώς του στο Λονδίνο. Προφανώς σε κάποια συνοδό των επιβατών ανέφερε ο ενάγων την ανάγκη να είναι συνεπής στις επαγγελματικές υποχρεώσεις του στο Λονδίνο και την ανάγκη επείγουσας αναχωρήσεώς του από την Αθήνα για εκεί, υπό τη διαφαινόμενη έλλειψη χρόνου από την καθυστέρηση και όχι στους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγομένης στον ανατολικό αερολιμένα που θα φρόντιζαν να ανεύρουν, αν υπήρχε πτήση άλλης αεροπορικής εταιρείας, για να αναχωρήσει αυτός ενωρίτερα για το Λονδίνο. Δεν υπήρχε κενή θέση στις άλλες δύο πτήσεις της εναγομένης την ίδια ημέρα με τον ίδιο προορισμό που ήταν προγραμματισμένες, όμως μεταξύ 3.15-4 μ.μ. ώρα η μία και 6-7 μ.μ . ώρα η άλλη και δεν εξυπηρετούσαν την έγκαιρη άφιξη του ενάγοντος στο Λονδίνο, ώστε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του και γι' αυτό στη βεβαίωση που χορηγήθηκε από τον άνω μάρτυρα υπάλληλο της εναγομένης, που προϊστατο στο τμήμα εξυπηρετήσεως επιβατών στον ενάγοντα, σημειώθηκε, ότι δεν κατέστη δυνατό να πάει στο Λονδίνο με άλλη πτήση λόγω πληρότητας. Από όσα ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του, ότι προσπάθησε, αλλά δεν προσέγγισε τον αρμόδιο υπάλληλο της εναγομένης από το ότι υπήρχε μεγάλη πίεση και συνωστισμός από τους επιβάτες, που προσπαθούσαν να βρουν εισιτήριο με άλλη πτήση και ότι οι διαγκωνισμοί και ωθήσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων δεν επέτρεψαν να φθάσει και αυτός στον αρμόδιο υπάλληλο για να ζητήσει την κατά προτεραιότητα μεταφορά του, επιβεβαιώνεται ότι ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα όσα ανέφεραν εξεταζόμενοι ως μάρτυρες οι άνω υπάλληλοι της εναγομένης στο τμήμα εξυπηρετήσεως επιβατών αυτής στον αερολιμένα στο Ελληνικό, ότι δεν ζήτησε ο ενάγων από τον αρμόδιο υπάλληλο της εναγομένης να γίνει προσπάθεια κατά προτεραιότητα προωθήσεώς του στον προορισμό του με πτήση άλλης αεροπορικής εταιρείας για σοβαρούς επαγγελματικούς λόγους. Όσα αντίθετα ανέφερε ο μάρτυρας γιός του ενάγοντος για ενημέρωση εκ μέρους του τελευταίου του αρμοδίου προσωπικού της εναγομένης στο γραφείο ελέγχου εισιτηρίων, ότι είχε σοβαρή επαγγελματική υποχρέωση στο Λονδίνο την 5η απογευματινή τοπική ώρα Λονδίνου και έπρεπε τότε να βρίσκεται οπωσδήποτε εκεί και ότι ενημέρωσε εκ νέου για το ίδιο θέμα τους υπαλλήλους της εναγομένης στο αεροδρόμιο προφορικώς μετά την αναγγελία της καθυστερήσεως της πτήσεως για το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πως και ότι τον διαβεβαίωσαν οι υπάλληλοι της εναγομένης ότι όλοι οι επιβάτες με επείγουσες υποχρεώσεις, όπως και οι επιβάτες που είχαν πτήσεις να ανταπόκριση θα εξυπηρετούνταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, δεν κρίνονται πειστικά. Ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι από τη συρροή των επιβατών που ενδιαφέρονταν να αναχωρήσουν με άλλες πτήσεις στο χώρο προ του γραφείου όπου ήταν ο αρμόδιος υπάλληλος της εναγομένης δεν μπόρεσε να τον πλησιάσει αυτόν, αν και δεν ήταν συνεχής η κατάσταση αυτή προ του γραφείου του αρμοδίου υπαλλήλου της εναγομένης στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και θα μπορούσε ο ενάγων αναμένοντας στο αεροδρόμιο κάποια στιγμή να διατυπώσει και εκείνος το αίτημά του να προωθηθεί με άλλη αεροπορική εταιρεία στον προορισμό του μέχρι το μεσημέρι της ημέρας εκείνης. Δεν προσδιόρισε ο εν λόγω μάρτυρας γιος του ενάγοντος, σε ποίον συγκεκριμένο υπάλληλο της εναγομένης απευθύνθηκε ο ενάγων για να ζητήσει την κατά προτεραιότητα προώθησή του στον τόπο προορισμού του με πτήση άλλης αεροπορικής εταιρείας, αλλά αόριστα αναφέρει ότι απευθύνθηκε ο πατέρας του σε γυναίκα υπάλληλο με στολή του προσωπικού εδάφους της εναγομένης. Δεν συμβαδίζει με το ενδιαφέρον του ενάγοντος να αναχωρήσει εγκαίρως από το αεροδρόμιο στο Ελληνικό με πτήση άλλης εταιρείας, ώστε να είναι στο Λονδίνο πριν από την ώρα που είχε ορισθεί για τη συνάντηση των εκπροσώπων των φαρμακοβιομηχανιών στην οποία θα συμμετείχε, το ότι δεν παρέμεινε στον αερολιμένα για να σφραγίσει το εισιτήριό του, ώστε να αναζητήσει άλλη πτήση για να ταξιδεύσει μέχρι το μεσημέρι, αλλά δέχθηκε να επιβιβασθεί στο τουριστικό λεωφορείο που μετέφερε τους επιβάτες της καθυστερημένης πτήσεως της εναγομένης από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο ...... και να παραμείνει εκεί μέχρι την ώρα που ειδοποιήθηκαν και μεταφέρθηκαν εκ νέου στο αεροδρόμιο για να αναχωρήσουν το βράδυ της ίδιας ημέρας μετά την αποκατάσταση της βλάβης στο αεροπλάνο μπόϊνγκ 767 της εναγομένης εταιρείας. Η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην πτήση του αεροπλάνου της εναγομένης που επρόκειτο να μεταφέρει και τον ενάγοντα στο Λονδίνο το πρωϊ της 29-10-94, πριν από την έναρξη μεταφοράς των επιβατών από το χώρο του αεροδρομίου στην πίστα προς επιβίβαση στο αεροπλάνο και συνεχίσθηκε μέχρι την ώρα που υπαναχώρησε ο ενάγων από τη σύμβαση εναέριας μεταφοράς του, πριν αρχίσει η επανεπιβίβαση των ταξιδιωτών στο αεροπλάνο, οφείλονταν όχι σε πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων και υπαλλήλων ή βοηθών εκπληρώσεως της εναγομένης, αλλά στην προαναφερθείσα βλάβη που διαπιστώθηκε από τους τεχνικούς της εναγομένης κατά τη διάρκεια των ελέγχων που γίνονταν στο αεροσκάφος της εταιρείας και το σύστημα λειτουργίας του, όσο ήταν προσγειωμένο στην πίστα του αεροδρομίου μετά την εκτέλεση της νυκτερινής πτήσεως της προηγούμενης ημέρας από Λονδίνο προς Αθήνα, όπου είχε προσγειωθεί την 04.37 ώρα της 29-10-1994 και πριν την πτήση 631 της ίδιας ημέρας από Αθήνα προς Λονδίνο που ήταν προγραμματισμένη για την 08.20 πρωϊνή ώρα αυτής. Η ευθύνη για ζημιές από ελάττωμα του αεροσκάφους ισοδυναμεί προς ευθύνη για τα τυχερά και η βλάβη σε σύστημα του αεροσκάφους της εναγομένης απαλλάσσει τον αερομεταφορέα της ευθύνης για αποκατάσταση της ζημίας από καθυστέρηση κατά τη διάρκεια της αεροπορικής διεθνούς μεταφοράς υπό την προαναφερθείσα έννοια για ανώτερη βία και τυχερά. Απαλλαγή, όμως, του αερομεταφορέα συνεπάγεται ως τυχερό η βλάβη του αεροσκάφους και σε περίπτωση που. λόγω της εκδηλώσεως της αιτίας που προκάλεσε την καθυστέρηση πριν από την έναρξη της περιόδου εναέριας μεταφοράς επιβατών, εφαρμόζονται κατά τα προαναφερθέντα οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου του κράτους όπου έλαβε χώρα αυτή η παραβίαση της προθεσμίας που εκ των προτέρων είχε ορισθεί για την έναρξη πραγματοποιήσεως της μεταφοράς και η υπαναχώρηση του συμβαλλομένου επιβάτη από τη σύμβαση αερομεταφοράς του σε άλλη χώρα, ως σύμβαση ακριβόχρονης εκτελέσεως που θεωρεί υπαίτια την καθυστερημένη μεταφορά. Κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 686, 330, 336, 342, 363 εδ. α' Α.Κ. και αν η αδυναμία (αρχική ή επιγενόμενη) είτε η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε τυχερό, δηλαδή σε γεγονός που είναι πέρα από το δόλο ή την αμέλεια και δεν προβλέφθηκε, ούτε μπορούσε να προβλεφθεί ή να αποφευχθεί από ένα μέσο συνετό άνθρωπο απαλλάσσεται ο οφειλέτης της ευθύνης να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη ο δανειστής από την καθυστέρηση εκπληρώσεως, είτε απολήγει αυτή σε αδυναμία παροχής, είτε σε υπερημερία. Δεν απαιτούνταν να ταχθεί από το Δικαστήριο απόδειξη σε βάρος της εναγομένης, ότι η καθυστέρηση της πτήσεως με την οποία θα ταξίδευε ο ενάγων στο Λονδίνο οφειλόταν σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, αφού προαποδεικνυόταν η βλάβη του αεροπλάνου της εναγομένης και η εξ αυτής καθυστέρηση της πτήσεως επί 15 ώρες, από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την εναγομένη πρωτοδίκως και δεν υποστηρίχθηκε από τον ενάγοντα, ότι υπήρχε συμβατικός όρος για επίταση της ευθύνης της αντιδίκου του, αν δεν μπορούσε να εκτελέσει τη μεταφορά του, όπως είχε προγραμματισθεί, από τυχαίο γεγονός πριν την έναρξη της περιόδου εναέριας μεταφοράς των επιβατών της συγκεκριμένης πτήσεως. Οι αεροπορικές εταιρείες που εκτελούν διεθνείς μεταφορές επιβατών, όπως η εναγομένη, δεν είναι υποχρεωμένες να διατηρούν στα αεροδρόμια άλλων χωρών, όπου προσγειώνονται αεροπλάνα των, εναποθηκευμένα ανταλλακτικά για όλα τα εξαρτήματα των τύπων των αεροσκαφών που χρησιμοποιούν, εκτός από τα αναλώσιμα και τα περιορισμένης αντοχής, στα οποία δεν ανήκε το ανταλλακτικό που εστάλη αεροπορικώς από το Λονδίνο με την επόμενη από εκεί πτήση προς Αθήνα, για να τοποθετηθεί από τους τεχνικούς της εναγομένης στο αεροσκάφος που θα εκτελούσε την πτήση 631 και στο οποίο διαπιστώθηκε η βλάβη κατά τη διάρκεια των τακτικών κατά τα ισχύοντα επί αεροσκαφών ελέγχων που έγιναν κατά το διάστημα που έπρεπε, δηλαδή μεταξύ της προσγειώσεώς του στο αεροδρόμιο από προηγούμενη από Λονδίνο προς Αθήνα πτήση, κατά την οποία κανένα τεχνικό πρόβλημα δεν εκδηλώθηκε στο αεροσκάφος, και πριν την πραγματοποίηση της επόμενης πτήσεως. Εξάλλου, η αντικατάσταση του άνω εξαρτήματος που προηγουμένως αναζητήθηκε από άλλη αεροπορική εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν η εναγομένη στην Ελλάδα, αλλά δεν βρέθηκε, αποφασίσθηκε από τους τεχνικούς της εν λόγω εταιρείας, για τις πράξεις των οποίων θεωρείται υπεύθυνη η ίδια η εναγομένη, για λόγους ασφαλούς πραγματοποιήσεως της συγκεκριμένης πτήσεως και ήταν επιβεβλημένη. Επί μεταφοράς προσώπων κατά τις διατάξεις της Συμβάσεως της Βαρσοβίας, παρουσιάζεται παρέκκλιση από την θεωρία του πταίσματος με την αναγνώριση ευθύνης του εναέριου μεταφορέα για τη ζημία από θάνατο, τραυματισμό ή άλλη σωματική βλάβη που υφίσταται κάποιος ταξιδιώτης συνεπεία αεροπορικού σφάλματος ή σφάλματος στους χειρισμούς από το προσωπικό διακυβερνήσεως του αεροσκάφους ή από τεχνικό προσωπικό, ιπτάμενο ή εδάφους, που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση βλαβών του αεροσκάφους. Δεν αποτελούσαν, επομένως, περιστατικά που έπρεπε να υποχρεωθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να αποδείξει η εναγομένη ως εναέριος μεταφορέας για να απαλλαγεί από την ευθύνη αποζημιώσεως, ως φέρουσα το βάρος αποδείξεως, η έλλειψη υπαιτιότητάς της για τις αποδιδόμενες από τον ενάγοντα παραλείψεις των οργάνων και προστηθέντων της εναγομένης σε σχέση με την διαπίστωση και πρόληψη της βλάβης που εμφανίσθηκε στο αεροπλάνο, ούτε είχε υποχρέωση η εναγομένη στα πλαίσια αναγκαίων μέτρων που έπρεπε να λάβει προς αποφυγή της ζημίας του ενάγοντος από την καθυστέρηση της πτήσεως που θα τον μετέφερε στο Λονδίνο να είχε προέλθει αυτή σε συμφωνία με άλλη εκτός της Ολυμπιακής, αφού αυτή δεν χρησιμοποιούσε αεροσκάφη τύπου Μπόϊνγκ 767 για τις αερομεταφορές της, αεροπορική εταιρεία, είτε με τον κατασκευαστή σε σύμβαση για την προμήθεια του ανταλλακτικού του υδραυλικού συστήματος του αεροσκάφους της που κρίθηκε ότι έπρεπε να αντικατασταθεί και ότι έπρεπε να είχε προέλθει η εναγομένη σε ενδελεχή, επαρκή και έγκαιρο έλεγχο του αεροσκάφους της αμέσως κατά το χρόνο αφίξεώς του στο αεροδρόμιο στην Αθήνα, είτε να είχε προβλέψει ανάλογα με τις ώρες λειτουργίας του ως πιθανή τη φθορά του και να είχε προβλέψει την ασφαλή συντήρησή του σε προγενέστερο στάδιο, ώστε να αποφευχθεί η βλάβη, είτε να είχε φροντίσει για την ύπαρξη του συγκεκριμένου ανταλλακτικού στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Δεν ήταν εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 20 της Συμβάσεως της Βαρσοβίας για την απαλλαγή του αερομεταφορέα και τη ζημία στους επιβάτες από καθυστέρηση κατά την εναέρια μεταφορά του, αλλά οι προαναφερθείσες διατάξεις του ημεδαπού Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες κατά τα προεκτεθέντα, απαλλάσσονταν η εναγομένη, αν από γεγονός που είναι τυχερό και συνέβη πριν από την έναρξη της περιόδου εναέριας μεταφοράς επιβατών, κατέστη αδύνατη η πραγματοποίηση της πτήσεως που θα μετέφερε τον ενάγοντα στο Λονδίνο την ώρα που είχε προγραμματισθεί, αλλά καθυστέρησε. Ομοίως, από το ότι δεν υπήρχε όρος στο εισιτήριο που είχε χορηγηθεί στον ενάγοντα ότι ήταν υποχρεωμένη η εναγομένη, σε περίπτωση καθυστερήσεως αυτής της πτήσεως, να μεριμνήσει για την πραγματοποίηση του ταξιδιού του ενάγοντος με άλλη αεροπορική εταιρεία και από το ότι δεν απευθύνθηκε ο ενάγων στον αρμόδιο υπάλληλο της εναγομένης στο αεροδρόμιο Ελληνικού για να ζητήσει λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων που είχε αναλάβει, την κατά προτεραιότητα προώθησή του στον τόπο προορισμού του με πτήση άλλης αεροπορικής εταιρείας, αλλά δέχθηκε να μεταφερθεί μαζί με τους άλλους επιβάτες της πτήσεως που καθυστερούσε σε ξενοδοχείο εκτός αεροδρομίου μέχρι την αποκατάσταση της βλάβης στο αεροσκάφος αυτό, αφού οι επόμενες πτήσεις της εναγομένης την ίδια ημέρα από Αθήνα για Λονδίνο παρουσίαζαν πληρότητα, δεν δημιουργούνταν ευθύνη της εναγομένης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, κατά τα άρθρα 914 και 932 Α.Κ. από αδικοπραξία, υπό την έννοια παραλείψεως, παρανόμως και υπαιτίως, επιβαλλόμενης ενέργειας. Δεν συνιστούν παραλείψεις από νομική υποχρέωση, που να προκύπτει από δικαιοπραξία, η από αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά με πρόθεση βλάβης ή από συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και τους όρους συναλλαγών, που εφαρμόζονταν σε περιπτώσεις παρόμοιες από τις αεροπορικές εταιρείες, το ότι υπό τις άνω περιστάσεις και συνθήκες δεν προήλθε η εναγομένη σε θετικές ενέργειες δια των υπαλλήλων της στο αεροδρόμιο στο Ελληνικό, για την εξασφάλιση της μεταφοράς του ενάγοντος με αεροπλάνο άλλης εταιρείας κατά προτεραιότητα, ώστε να αφιχθεί εγκαίρως στο Λονδίνο για να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές υποχρεώσεις του". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Εφετείο, αφενός, μεν, μετ' απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος, απέρριψε και αυτό την ένδικη αγωγή κατά την περί αδικοπραξίας βάση της, αφ' ετέρου δεχθέν και ως κατ' ουσίαν βάσιμη την έφεση της αναιρεσίβλητης, απέρριψε στο σύνολό της ως αβάσιμη από ουσιαστικής απόψεως την αγωγή του αναιρεσείοντος. Κρίνοντας δε έτσι δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις πρoαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις, διέλαβε δε πλήρεις, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα κρίσιμα ζητήματα, που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και λεπτομερώς στο σκεπτικό αναλύονται, ασκούν δε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της όλης δίκης, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος.
Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος, τρίτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Με βάση τη διάταξη αυτή, δημιουργείται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διάφορο από αυτό που πραγματικά υπάρχει σ' αυτό. Η παραμόρφωση δε είναι νοητή μόνο στα αποδεικτικά έγγραφα και όχι στους ισχυρισμούς των διαδίκων. Δεν υπάρχει παραμόρφωση, όταν το σφάλμα αναφέρεται στην εκτίμηση του περιεχομένου, γιατί τότε πρόκειται για εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Πρέπει δε τη παραπάνω επιζήμια για τον αναιρεσείοντα κρίση του να σχημάτισε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει, όταν τούτο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαρθεί η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στη περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στη προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 29-101994 βεβαιώσεως του αρμοδίου υπαλλήλου της αναιρεσίβλητης με το να δεχθεί αντίθετα προς αυτά που εκεί αναφέρονται σχετικά με την άρνηση του αναιρεσείοντος να αναχωρήσει για Λονδίνο με καθυστερημένη (άλλη) πτήση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ότι στις άλλες δύο πτήσεις της αναιρεσίβλητης της ίδιας ημέρας μεταξύ της 3.15-4 μ.μ. και 6-7 μ.μ. δεν υπήρχε κενή θέση, οι οποίες, όμως, (δύο πτήσεις) δεν εξυπηρετούσαν τον αναιρεσείοντα στην έγκαιρη άφιξή του στο Λονδίνο, δεν είναι ουσιαστικά διάφορα με εκείνα που αναγράφεται επί λέξει στην ανωτέρω βεβαίωση, ότι "δεν κατέστη δυνατό να πάει στο Λονδίνο με άλλη πτήση λόγω πληρότητος. Επίσης, δεν δέχεται να αναχωρήσει με τη καθυστερημένη πτήση, καθότι οι λόγοι της μεταβάσεώς του στο Λονδίνου έχουν εκλείψει". Έτσι δεν υπάρχει "παραμόρφωση" της περί ής πρόκειται βεβαιώσεως υπό την προεκτεθείσα έννοια.
Με τον έκτο (και τελευταίο) λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση αιτιάσεων εκ των αρ. 11 και 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, βάλλει κατά της αναιρεσιβαλόμενης, διότι ενώ εδέχθη, ότι "δεν απαιτούνται να ταχθεί από το δικαστήριο απόδειξη σε βάρος της εναγομένης, ότι η καθυστέρηση της πτήσεως, με την οποία θα ταξίδευε ο ενάγων στο Λονδίνο, οφειλόταν σε γεγονός για το οποίον δεν υπέχει ευθύνη, αφού προαποδεικνυόταν η βλάβη του αεροπλάνου της εναγομένης και η εξ αυτής καθυστέρηση της πτήσεως επί 15 ώρες, από τα στοιχεία που προσκομίσθησαν από την εναγομένη πρωτοδίκως και δεν υποστηρίχθηκε από τον ενάγοντα, ότι υπήρχε συμβατικός όρος για επίταση της ευθύνης της αντιδίκου..............", εντούτοις δεν κατονομάζει τα έγγραφα αυτά, ούτε τα επικαλείται, αλλ' ούτε και προσκομίσθηκαν στη κατ' έφεση δίκη. Ο λόγος αυτός κατά μεν το πρώτο μέρος του (της αιτιάσεως εκ του αρ. 11) είναι αβάσιμος, διότι από την υπάρχουσα ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να απαιτείται ειδική μνεία καθενός από αυτά (Α.Π. 1655/2006, Α.Π. 22/2005), που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομίμως οι διάδικοι, σε συνδυασμό και προς όλες τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει χωρίς αμφιβολία, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα αυτά, επί των οποίων στηρίχθηκε η περί προαποδείξεως ανωτέρω κρίση του (ολομ. Α.Π. 14/2005), κατά δε το δεύτερο μέρος του (της αιτιάσεως εκ του αριθ. 13) είναι απαράδεκτος, διότι η εφαρμογή του προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως (Α.Π. 3/2005 Ελλ. Δνη 46. 820), που εν προκειμένω δεν απαιτείτο. Ενόψει όλων αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος (αναιρέσεως) για έρευνα, πρέπει η αίτησης αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-
Απορρίπτει την από 10.11.2005 αίτηση τού ...... για αναίρεση της 8497/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
-
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία καθορίζει στο ποσόν των χιλίων εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ