Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2275 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ. Πότε απόλυτη ακυρότητα. Άρθρο 276 παρ. 1 σε συνδ. με 282 παρ. 1 ΚΠΔ. Όταν επιτρέπεται προσωρινή κράτηση ο ανακριτής μπορεί κατά την κρίση του να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως χωρίς να καλέσει τον κατηγορούμενο και ούτω περατούται η ανάκριση. Επομένως είναι άνευ εννόμου επιρροής το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν εκλήθη προς απολογία στη γνωστή στις αρχές διεύθυνση και παραβιάσθησαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση και εκπροσώπηση και άσκηση των δικαιωμάτων του. Αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος για πλαστογραφία. Πότε κακουργηματική πλαστογραφία. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 2275/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 18/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 164/7.4.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρον 485 & 1 ΚΠΔ την με αριθμ. 18/16-11-2007 αίτηση του Χ, γενομένη δια πληρεξουσίου η οποία είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης, για αναίρεση του με αριθμ. 354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία ως προς τις κατηγορίες της κακουργηματικής πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφων η με αριθμ. 57/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 913/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά για να δικαστεί για κακουργηματική πλαστογραφία και για υπεξαγωγή εγγράφων και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 α και δ ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ο προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης, ο πρώτος στο ότι ο αναιρεσείων δεν κλήθηκε ν' απολογηθεί στην διεύθυνση κατοικίας του άλλα σε προηγούμενη διεύθυνση του και ο δεύτερος στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις προς στήριξη της κατηγορίας όπως δεν εκτίθενται και οι συγκροτούντες το έγκλημα της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση όροι και ότι για τον υπολογισμό της ζημίας ή του οφέλους συνυπολογίστηκαν τα ποσά όλων των επί μέρους πλαστογραφιών και όχι χωριστά για κάθε μια λαμβανομένου υπ όψη ότι οι επί μέρους πράξης δεν υπερέβαιναν το ποσό των 73.000 ευρώ η κάθε μια. Κατά το άρθρο 171 & 1 στ δ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος.
Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 173 &2 του ΚΠΔ από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρ. 171 όσες αναφέρονται σε πράξεις τις προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174&1 ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται και κατά τη διάταξη του άρθρου 176 & 1 αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας διαδικασία το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εκδίκασης της υπόθεσης.
Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι πράξεις η παραλείψεις προανακριτικών ή ανακριτικών υπαλλήλων που έχουν σχέση με την εμφάνιση εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος δημιουργούν απόλυτες ακυρότητες, ότι οι ακυρότητες αυτές μπορούν να προταθούν μέχρι της αμετάκλητης παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορούν οι ακυρότητες αυτές να προταθούν ακόμη και στο Άρειο Πάγο είναι να έχουν υποβληθεί και να έχουν τεθεί υπ' όψη του αρμοδίου κατ' άρθρο 176 & 1 ΚΠΔ δικαστικού συμβουλίου το οποίο είναι το αρμόδιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου οπότε απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υπόθεσης ΑΠ 1259/2000 ΠΧ. ΝΑ 440 και 1260/2000 Π.Χ ΝΑ 441 ΑΠ 44/2005 ΠΧ ΝΕ 831).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων παραπονείται ότι φέρεται ως φυγόδικος και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης λόγω της μη προσέλευσης του για απολογία, γιατί δεν κλήθηκε στην διεύθυνση κατοικίας του που ήταν η οδός .... στην ..... άλλα σε προγενέστερη, την οδό ....., και λόγω μη ανεύρεσής του κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής. Στην συνέχεια και παρά την συμπληρωματική κυρία ανάκριση την οποία διέταξε το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημ/κών Πειραιά το όποιο εκτίμησε την αίτηση του για ανάκληση του εντάλματος της σύλληψής του που είχε εκδοθεί κατ' αυτού για περαιτέρω ανάκριση και πάλι δεν προσήλθε για απολογία αν και όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα κλήθηκε στην διεύθυνση του (.....). Στην ασκηθείσα δε από αυτόν έφεση ανέφερε ότι εφεσιβάλλει το με αριθμ. 913/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών για κακή εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων και των πραγματικών περιστατικών χωρίς ν' αναφέρει τίποτε για την κλήτευση του. Κατά συνέπεια των παραπάνω οι αιτιάσεις για ακυρότητες που εμφιλοχώρησαν κατά τον αναιρεσείοντα κατά την προδικασία και οι οποίες είχαν σαν περιεχόμενο την κλήση του σε απολογία και γενικά την άσκηση των δικαιωμάτων του είναι αβάσιμες γιατί το μεν κλήθηκε όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα το δε καλύφθηκαν λόγω του ότι δεν προτάθηκαν έγκαιρα ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου ώστε να κριθούν από αυτό και πρέπει ν' απορριφθούν. Ως προς τον δεύτερο λόγο: Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 παρ. 1 "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση ... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14&2α του Ν 2721/99 κατά την οποία '' εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.370 ευρώ) '' Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ αρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Και ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 14&2α του Ν 2721/99 για τον υπολογισμόν του ποσού της ζημίας στις κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίες λαμβάνεται υπ' όψη του συνολικό όφελος ή ζημίας στο οποίο απέβλεψε ο κατηγορούμενος (ΑΠ 467/2002, ΑΠ 2170/2002, ΑΠ 858/2004, ΑΠ 1142/2003).
Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο απαλλακτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και κατέληξε στην απαλλακτική κρίση (ΑΠ Ολ. 2/2002, ΑΠ 814/2000, ΑΠ 1167/2000, ΑΠ 854/2004, ΑΠ 1504/2004, ΑΠ 1984/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Ο αναιρεσείων γνωρίστηκε και συνδέθηκε μετά φιλίας με την εγκαλούσα κατά τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου 2001. Ο αναιρεσείων την έπεισε να συνεργαστεί με την ΑΕ ''Πειραϊκή - Πετρελαϊκή, Ανώνυμη Οικοδομική και Βιομηχανική Εταιρία Καυσίμων και Λιπαντικών ΑΕ'', ής και υπήρξε κατά το παρελθόν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ''Πειραϊκής - Πετρελαϊκής θέση από την οποία είχε εκπέσει γεγονός το οποίο απέκρυψε από την εγκαλούσα λόγω του ότι την συνέφερε επαγγελματικά και ότι για την εμπορία και διακίνηση των ποσοτήτων πετρελαίου την αναλάμβανε αυτός σε 'όλο άτυπου διαχειριστή την οποία πρόταση την δέχθηκε και για την κάλυψη των αναγκών της διαχείρισης του εμπιστεύτηκε τρία μπλόκ επιταγών από τις τράπεζες Ε.Τ.Ε, ΑΛΦΑ ΒΑΝΚ και ΕΓΝΑΤΙΑ. Στην συνέχεια ο αναιρεσείων από τα βιβλιάρια επιταγών που του εμπιστεύθηκε η εγκαλούσα για την κάλυψη των αναγκών της εμπορίας πετρελαίου με την παραπάνω εταιρεία προέβη στην συμπλήρωση με τα στοιχεία της εγκαλούσας και την υπογραφή της την οποία έθεσε κατ' απομίμηση και εξέδωσε συνολικά ένδεκα επιταγές οι οποίες αναφέρονται λεπτομερώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα και ενταύθα αριθμητικά προς αποφυγή επαναλήψεων. Συγκεκριμένα προέβη στην κατάρτιση των παραπάνω αναφερομένων ένδεκα επιταγών, εκ των οποίων επτά πληρωτέες από την ΕΓΝΑΤΙΑ Τράπεζα, ποσών, 50.960, 51.299, 60.000, 61.000, 62.000, 26.320 και 35.510 ευρώ τρεις πληρωτέες από την ΑΛΦΑ ΒΑΝΚ ποσών 26.000, 26.750, 26.750 και μιας πληρωτέας από την EFG EUROBANK ERGASIAS ποσού 40.840 ευρώ όπως επίσης προέβη και στην νόθευση τεσσάρων επιταγών της εγκαλούσας πληρωτέες από την Ε.Τ.Ε αφού συμπλήρωσε τις επιταγές αυτές καθ' όλα τα στοιχεία της και την υπογραφή της που η εγκαλούσα του είχε δώσει λευκές και στις οποίες ανέγραψε τα ποσά 55.000, 57.800, και 9.543 και 29.973 ευρώ ήτοι συνολικού ποσού περίπου 619.700 ευρώ ποσό το οποίο ο αναιρεσείων ωφελήθηκε με αντίστοιχη βλάβη της εγκαλούσας. Στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, περιγράφεται η δραστηριότητα του αναιρεσείοντα όπως επίσης εκτίθενται με λεπτομέρεια και καθ' όλα τους τα στοιχεία οι μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας και της νόθευσης τις οποίες τέλεσε ο αναιρεσείων όπως επίσης και το συνολικό ποσό στο οποίο απέβλεψε και το οποίο ποσό ανέρχεται σε ποσό άνω των 619.700 ευρώ περίπου. Ωσαύτως περιγράφεται και εκτίθενται και όλα τα στοιχεία της πλημμεληματικής πράξης της υπεξαγωγής εγγράφων την οποία φέρεται ότι τέλεσε ο αναιρεσείων.
Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα ασχολείται και με το γεγονός της κατάθεσης φωτοαντιγράφων των επιταγών όπως και ότι το γεγονός αυτό το επικαλέστηκε ο αναιρεσείων στην αίτηση του για ανάκληση του εντάλματος σύλληψης του και αναφέροντας την πληρωμή των επιταγών αυτών ισχυρίστηκε ότι εξέλειπε ο λόγος της καταδίωξης του λόγω άρσης του άδικου χαρακτήρα των πράξεων, γεγονός όμως το οποίο το προσβαλλόμενο βούλευμα το απέρριψε λόγω του ότι ο ισχυρισμός αυτό και αληθής να ήταν πράγμα που δεν προέκυπτε από άλλα στοιχεία δεν οδηγούσε σε άρση του άδικου χαρακτήρα των πράξεων άλλα μπορούσε μόνο να εκτιμηθεί σαν ελαφρυντική περίπτωση. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω όπως Να απορριφθεί η με αριθμ. 18/16-11-2007 αίτηση του Χ, για αναίρεση του με αριθμ. 354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα.
Αθήνα την 5-3-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατ' άρθρον 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξ άλλου κατά το άρθρο 276 παρ. 1 ΚΠΔ, ο ανακριτής μπορεί να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως στις περιπτώσεις εκείνες που κατά το άρθρο 282 παρ. 1 ΚΠΔ επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, κατά δε το άρθρο 271 παρ. 1 ιδίου Κώδικος και στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση ο ανακριτής μπορεί και δεν υποχρεούται, αντί να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως κατ' αυτού, να καλέσει τον κατηγορούμενο με κλήση η οποία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού (271). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άνω άρθρων σαφώς συνάγεται ότι, αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα, για πράξη, δηλαδή, για την οποίαν επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατ' άρθρο 282 ΚΠΔ, ο ανακριτής δύναται, κατά την κρίση του, είτε να κλητεύσει τον κατηγορούμενο, είτε να εκδώσει εναντίον του ένταλμα συλλήψεως, χωρίς να έχει προηγηθεί κλήση προς απολογία.
Συνεπώς, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως, η κλήση του κατηγορουμένου προς απολογία είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι επερατώθη νομίμως με την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως, ασχέτως εάν προηγήθη νομίμως ή όχι κλήση για απολογία του. Στην προκειμένη περίπτωση, "ο εκκαλών δεν απολογήθηκε κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως με συνέπεια αυτή να περατωθεί με την έκδοση εις βάρος του του υπ' αριθ. 11/2006 εντάλματος συλλήψεως", όπως κατά λέξη δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, εφόσον ο νυν αναιρεσείων κατηγορείτο και για κακουργηματικές πράξεις, της απάτης κατ' εξακολούθηση, από την οποία το συνολικό όφελος και η περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 ευρώ, και πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με σκοπό το περιουσιακό όφελος του υπαιτίου δια της προκλήσεως βλάβης εις τρίτο, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρα 98 παρ. 2, 386 παρ. 1 και 3β', 216 παρ. 1, 3α' ΠΚ, όπως αυτά ισχύουν μετά τον Ν. 2721/1999), για τις οποίες συγχωρείται προσωπική κράτηση. Εντεύθεν, είναι χωρίς νόμιμη επιρροή το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα περιστατικό ότι δεν εκλήθη προς απολογία στη γνωστή στις αρχές διεύθυνσή του, στην ..... στη ....., αλλ' εθεωρήθη ως αγνώστου διαμονής μη ευρεθείς στην εις ήν ανεζητήθη τελευταία γνωστή διαμονή του επί της οδού ..... .
Συνεπώς, νομίμως επερατώθη η κυρία ανάκριση με την έκδοση του ανωτέρω εντάλματος συλλήψεως, ασχέτως εάν δεν επροηγήθη κλήση του, νόμιμη ή μη, προς απολογίαν. Μετά ταύτα, ο σχετικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως κατά του υπ' αριθ. 354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, δια του οποίου παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, με τον οποίο (λόγον) υποστηρίζει ότι επήλθε απόλυτη ακυρότης, διότι εξεδόθη εις βάρος του από τον Β' Ανακριτή Πειραιώς το άνω ένταλμα συλλήψεως, χωρίς να κληθεί σε απολογία και ούτω παρεβιάσθησαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση και υπεράσπισή του ως κατηγορουμένου (άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ' και 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ), είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Αυτά πέραν του ότι, και πάντα κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, και μετά την δια του υπ' αριθ. 539/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς διαταχθείσα περαιτέρω κυρία ανάκριση, προκειμένου να κληθεί ο κατηγορούμενος Χ στην νέα διεύθυνση ..... για να εμφανισθεί και απολογηθεί ως και την κλήση του εις την διεύθυνση αυτή, με το σχετικό από 30.6.2007 αποδεικτικό, και πάλιν ούτος δεν προσήλθε.
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος των, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Η απαιτουμένη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιας δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21-11-1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση.
Παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων, δηλαδή της καταρτίσεως ή της νοθεύσεως ή της χρήσεως, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν είτε εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 13γ ΠΚ, από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισθέν από άλλον, είτε νόθευση, αλλοίωση, δηλαδή, της εννοίας του, με μεταβολή του περιεχομένου του, που γίνεται με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων χωρίς την συναίνεση του εκδότου ή κατά τρόπον αντίθετο του συμφωνηθέντος, ρητά ή σιωπηρά, με τον εκδότη, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των απαρτιζόντων την πράξη περιστατικών και τον σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή του νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου δημοσίας σχέσεως ή ιδιωτικής τοιαύτης. Οι έννομες συνέπειες μπορούν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο και είναι αδιάφορο αν η παραπλάνηση επετεύχθη, η δε περαιτέρω χρήση του εγγράφου αυτού από τον πλαστογράφο δεν αποτελεί στοιχείο της πλαστογραφίας, αλλά λαμβάνεται υπόψη μόνο ως επιβαρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση της ποινής. Για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής μορφής της πλαστογραφίας κατά το α' εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ, όπως ισχύει μετά τον Ν. 2721/3.6.1999, απαιτείται το μεν ο επιπρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, το δε και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ, αδιαφόρως εάν επετεύχθη ή όχι ο σκοπός αυτός. Το τελευταίο αυτό ποσοτικό όριο σε περίπτωση τελέσεως της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση υπολογίζεται αθροιστικά, δηλαδή η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση της πλαστογραφίας λαμβάνονται συνολικά υπ' όψη, αν ο υπαίτιος απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό κατ' άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ η οποία προσετέθη στο άρθρο αυτό με το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 3721/1999. Για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφων του άρθρου 222 ΠΚ απαιτείται απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 13γ' ΠΚ, προορισμένου να αποδείξει ορισμένο γεγονός, του οποίου, εγγράφου, ο δράστης δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος, ή που άλλος έχει δικαίωμα κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου να ζητήσει την παράδοσή του, όπως είναι η λευκή επιταγή από μπλόκ, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος που ενέχει την γνώση ότι ο δράστης δεν είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου και την θέληση αποκρύψεως κτλ τούτου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση ως προς τις πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και της υπεξαγωγής εγγράφων κατ' εξακολούθηση, πλην ορισμένων περιπτώσεων όπως κατωτέρω, και με μνεία όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβεν υπ' όψη του, (εδέχθη) τα εξής: Η Α, έμπορος, κάτοικος Αθηνών, γνωρίστηκε με τον εκκαλούντα Χ στις αρχές του μηνός Νοεμβρίου του 2001, όταν τον επισκέφθηκε στον χώρο εργασίας του στον Πειραιά ύστερα από σύσταση του κοινού τους φίλου Β. Η ιδία ισχυρίζεται ότι αφορμή της επίσκεψής της ήταν η αναζήτηση εργασίας. Ανεξάρτητα από την αφορμή της επίσκεψης και της συνακόλουθης γνωριμίας τους, γεγονός είναι ότι η τελευταία εξελίχθηκε σε αισθηματικό δεσμό. Η φύση του δεσμού αυτού ως τοιούτου, δεν συνομολογείται βεβαίως από την ίδια, πλην όμως προκύπτει αποχρώντως από την με ημερομηνία 11-11-2003 ένορκη κατάθεση στον Πταισματοδίκη Νίκαιας της προταθείσης από αυτήν μάρτυρος και φίλης της Γ (βλ. κατάθεση). Ο εκκαλών στο παρελθόν είχε διατελέσει πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στον Πειραιά και επί της οδού Γούναρη 21-23 ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ - ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΓΡΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΚΑΙ ΛΙΠΑΝΤΙΚΩΝ ΑΕ" και τον διακριτικό τίτλο "ΠΕΙΡΑΪΚΗ -ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ Α.Ε", θέση την οποία είχε απωλέσει ήδη από 4-5-2001 (βλ. το υπ' αριθμ. ..... σχετικό πρακτικό), χωρίς όμως και να παύσει έκτοτε να συνεργάζεται με την εταιρεία. Την αποχώρησή του από τη διοίκηση της εταιρείας την απέκρυψε από την Α, την οποία αντιθέτως διαβεβαίωνε, πιθανότατα και για λόγους εντυπωσιασμού, ότι εξακολουθούσε να είναι πρόεδρος του ΔΣ και σημαίνον στέλεχος αυτής. Η Α με τις δύο από 20-6-2003 και 18-8-2003 μηνύσεις της, ισχυρίζεται ότι καθ' όλη την διάρκεια της μεταξύ τους γνωριμίας και συνεργασίας, περί της οποίας θα γίνει λόγος ευθύς αμέσως κατωτέρω, πίστευε ότι αυτός ενεργούσε με την ιδιότητα του προέδρου του ΔΣ και διευθύνοντος συμβούλου της εν λόγω εταιρείας. Όμως τούτο δεν πρέπει να είναι αληθές, η διαπίστωση δε αυτή προκύπτει από την εκτίμηση και αξιολόγηση του με ημερομηνία 2-7-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης και του από 2-8-2002 συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας, έγγραφα που υπογράφηκαν αφ' ενός μεν από αυτήν αφ' ετέρου δε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εν λόγω εταιρείας "ΠΕΙΡΑΪΚΗ -ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ Α.Ε", Δ. Από τα έγγραφα αυτά συνάγεται ότι από 2-7-2002 και εντεύθεν, ο εκκαλών δεν εκπροσωπούσε την εταιρεία, όπως θα ήταν λογικό και αναμενόμενο, εάν είχε τις ιδιότητες του προέδρου του ΔΣ και διευθύνοντος συμβούλου, τούτο δε το γνώριζε ή όφειλε να το γνωρίζει η εγκαλούσα, με συνέπεια η όποια διαφορετική της θέση να παρίσταται ως μη πειστική. Εκμεταλλευόμενος ο εκκαλών την συναισθηματική του σχέση και την συνακόλουθη επιρροή που ασκούσε επ' αυτής, την έπεισε ότι ήταν προς το συμφέρον της να συνεργασθεί στον χώρο της εμπορίας καυσίμων με την εταιρεία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ -ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΕ" αγοράζοντας από αυτήν καύσιμα και μεταπωλώντας τα με εξασφαλισμένο κέρδος σε άτομα που θα της υποδείκνυε ο ίδιος, παροτρύνοντάς την να συστήσει για τον σκοπό αυτό ατομική επιχείρηση με αντικείμενο την εμπορία τέτοιου είδους προϊόντων. Πεισθείσα στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις και παροτρύνσεις του η Α, την 12-6-2002 συνέστησε ατομική επιχείρηση εμπορίας στερεών, υγρών και αερίων καυσίμων με έδρα την οδό ..... του ..... . Ακολούθως την 2-7-2002 με το υπό την αυτή ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, μίσθωσε από την εταιρεία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ - ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ Α.Ε" μία δεξαμενή 8.000 λίτρων στην περιοχή των ....., ενώ με το από 2-8-2002 συμφωνητικό που υπεγράφη μεταξύ αυτής και του νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας Δ, καθορίστηκαν οι όροι της μεταξύ τους αποκλειστικής συνεργασίας. Σύμφωνα με τον πρώτο όρο, η Α όφειλε να προμηθεύεται αποκλειστικά και μόνο από την ως είρηται εταιρεία πετρέλαιο κίνησης για την κάλυψη των αναγκών της επιχείρησής της, ενώ σύμφωνα με τον δεύτερο όρο η εταιρεία θα χορηγούσε στην Α εμπορευματική πίστωση ύψους 58.694,06 ευρώ, την οποία η τελευταία όφειλε να επιστρέψει είτε με μηνιαίες καταβολές 2.934,70 ευρώ, είτε με επιταγές εκδόσεώς της ή επιταγές των πελατών της. Επειδή όμως η Α διατηρούσε παράλληλα εμπορικό κατάστημα στην ..... και εξ αντικειμένου δεν μπορούσε να ευρίσκεται διαρκώς στο ..... για να διευθύνει αυτοπροσώπως και αυτήν την επιχείρησή της, ο εκκαλών της πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος άτυπα τον ρόλο του διαχειριστή, αυτή δε δέχθηκε την πρότασή του αυτή. Στην συνέχεια την έπεισε ότι, προκειμένου να διευκολυνθεί η αγορά καυσίμων με πίστωση από την εταιρεία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ-ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ Α.Ε", ήταν απαραίτητο να προμηθευτεί μπλοκ επιταγών, από τα οποία θα εξέδιδε τις επιταγές που ήταν αναγκαίες για την αγορά καυσίμων, οι οποίες εν τέλει θα εξοφλούνταν από το τίμημα που θα εισέπραττε από την πώληση των καυσίμων σε τρίτους. Πράγματι αυτή πείσθηκε και την 27-7-2002, συνοδευόμενη από τον ίδιο, πήγε στο υποκατάστημα ..... της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ και αφού άνοιξε τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό, ζήτησε να της χορηγηθεί μπλοκ επιταγών. Η Τράπεζα της χορήγησε μπλοκ των δέκα φύλλων με αρίθμηση από ..... έως ....., το οποίο μάλιστα, ύστερα από εξουσιοδότησή της, το παρέλαβε ο εκκαλών. Με τον ίδιο τρόπο άνοιξε την 22-8-2002 στην ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό με αρχική κατάθεση το ποσό των 1500 ευρώ και την 4-9-2002 της χορηγήθηκε μπλοκ επιταγών των δέκα φύλλων με αρίθμηση από ..... έως ..... . Τέλος την 18-10-2002 άνοιξε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό όψεως, με αρχική κατάθεση 740 ευρώ και αυθημερόν της χορηγήθηκε μπλοκ επιταγών των δέκα φύλλων με αρίθμηση από ..... έως ..... . Αφού προμηθεύτηκε τα ανωτέρω τρία μπλοκ επιταγών, τα παρέδωσε στην συνέχεια στον εκκαλούντα, πεισθείσα στην διαβεβαίωσή του ότι θα ήταν πιο ασφαλές να τα φυλάσσει ο ίδιος στο χρηματοκιβώτιο της εταιρείας και να της τα δίδει κάθε φορά που χρειαζόταν να εκδώσει κάποια επιταγή. Με τον τρόπο αυτό περιήλθαν στην κατοχή του εκκαλούντος τα μπλοκ επιταγών της Α. Ακολούθως αυτός, εκδηλώνοντας έμπρακτα πρόθεση υπεξαγωγής των μπλοκ αυτών, αφ' ενός μεν προέβη στην έκδοση και κυκλοφορία των επιταγών, περί των οποίων θα γίνει λόγος ευθύς κατωτέρω, συμπληρώνοντας τα απαραίτητα για το τυπικό τους κύρος στοιχεία και πλαστογραφώντας την υπογραφή της Α στη θέση του εκδότη, αφ' ετέρου δε στην νόθευση των υπ' αριθμ. ....., ....., ..... και ..... επιταγών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συμπληρώνοντας τα ελλείποντα στοιχεία τους χωρίς την εντολή και συναίνεση της Α, καταχρώμενος έτσι τις υπογραφές που είχε θέσει αυτή εν λευκώ σ' αυτές, ως εκδότρια. Στην πλαστογράφηση των επιταγών αυτών, είτε με την μορφή της κατάρτισης είτε εκείνη της νόθευσης, προέβη ο εκκαλών προκειμένου να παραπλανηθούν οι τρίτοι κομιστές στους οποίους και τις μεταβίβασε, όπως και οι αρμόδιοι υπάλληλοι των τραπεζών, ως προς τον πραγματικό εκδότη τους και την ύπαρξη των ενσωματωμένων σ' αυτές απαιτήσεων, με τον επιπρόσθετο σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με το ποσό που προέκυπτε από το άθροισμα των επιμέρους ποσών κάθε επιταγής, αποβλέποντας ευθύς εξ αρχής στο ποσό αυτό, προκαλώντας ταυτόχρονα ισόποση περιουσιακή βλάβη στην Α, δοθέντος ότι οι επιταγές αυτές δεν κάλυπταν πραγματικές συναλλαγές της τελευταίας αλλά προσωπικές του συναλλαγές και υποχρεώσεις. Α) Ειδικότερα ο εκκαλών προέβη στην κατάρτιση των εξής πλαστών επιταγών α) της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως χρόνο έκδοσης την 3-11-2002, τόπο έκδοσης το ....., ποσό το ποσό των 50.960 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή Ε, ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτή έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στο πρόσωπο σε διαταγή του οποίου είχε εκδοθεί, β) της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 9-11-2002, ποσό το ποσό των 51.299 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή Ε, ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτή έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στο πρόσωπο σε διαταγή του οποίου είχε εκδοθεί. γ) της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 6-11-2002, ποσό το ποσό των 60.000 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή Ε, ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτή έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στο πρόσωπο σε διαταγή του οποίου είχε εκδοθεί, δ) της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 14-11-2002, ποσό το ποσό των 61.000 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή Ε, ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτή έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στο πρόσωπο σε διαταγή του οποίου είχε εκδοθεί, ε) της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 23-11-2002, ποσό το ποσό των 62.000 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή Ε, ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτή έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στο πρόσωπο σε διαταγή του οποίου είχε εκδοθεί, στ) την 17-1-2003 της υπ' αριθμ. 2248080-3 επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 17-1-2003, ποσό το ποσό των 26.320 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή Ε, ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτή έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στο πρόσωπο σε διαταγή του οποίου είχε εκδοθεί, ζ) την 24-3-2003 της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 24-3-2003, ποσό το ποσό των 35.510 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή της εταιρείας "ΠΕΙΡΑΪΚΗ -ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΕ", ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής Επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτής έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας σε διαταγή της οποίας είχε εκδοθεί. Σημειώνεται ότι όλες οι ανωτέρω επιταγές σφραγίστηκαν κατά την ημερομηνία εμφάνισής τους, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων για την πληρωμή τους, για τις δύο δε τελευταίες εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. 473/2003 και 510/2003 Διαταγές Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. η) της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 15-11-2002, ποσό το ποσό των 26000,07 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή της εταιρείας "ΠΕΙΡΑΪΚΗ- ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΕ", ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτής έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας σε διαταγή της οποίας είχε εκδοθεί. θ) της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 25-11-2002, ποσό το ποσό των 26.750 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή της εταιρείας "ΠΕΙΡΑΪΚΗ-ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ Α.Ε", ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτής έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας σε διαταγή της οποίας είχε εκδοθεί, ι) της υπ' αριθμ. ..... επιταγής πληρωτέας από τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, θέτοντας επί του σώματος αυτής ως τόπο έκδοσης το ..... και ημερομηνία την 16-12-2002, ποσό το ποσό των 26.750 ευρώ πληρωτέο σε διαταγή της εταιρείας "ΠΕΙΡΑΪΚΗ - ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΕ", ακολούθως δε έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή και την σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της Α κάτω από την θέση του εκδότη, της επιταγής δε αυτής έκανε στη συνέχεια χρήση παραδίδοντάς την στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας σε διαταγή της οποίας είχε εκδοθεί. Οι ανωτέρω τρεις επιταγές της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ οπισθογραφήθηκαν περαιτέρω από τους κομιστές τους, εν τέλει δε οι δύο πρώτες μεταβιβάστηκαν στην τράπεζα E.F.G. Eurobank Ergasias και η τρίτη στην Γενική Τράπεζα με την ρήτρα "αξία λόγω ενεχύρου", σφραγίστηκαν δε όλες τους επί μη πληρωμή, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων κατά την ημέρα της πληρωμής, ενώ για την πρώτη εξ αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 4072/2003 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Β) Περαιτέρω ο ίδιος εκκαλών προέβη στη νόθευση των με αριθμούς ....., ....., ..... και ..... επιταγών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, τις οποίες είχε υπογράψει η Α εν λευκώ ως εκδότρια, με την συμφωνία να συμπληρωθούν τα ελλείποντα στοιχεία τους από την ίδια, καθόσον συμπλήρωσε τα στοιχεία αυτά χωρίς την εντολή και συναίνεσή της, ως εξής: α) στην με αριθμό ..... επιταγή έθεσε ως τόπο εκδόσεως το ..... και ημερομηνία την 4-12-2002, ποσό πληρωμής το ποσό των 55.000 ευρώ, πληρωτέο σε διαταγή του Ε, την οποία στη συνέχεια κυκλοφόρησε παραδίδοντάς την στο πρόσωπο σε διαταγή του οποίου είχε εκδοθεί, β) στην με αριθμό ..... επιταγή έθεσε ως τόπο εκδόσεως το ..... και ημερομηνία την 31-12-2002, ποσό πληρωμής το ποσό των 57.800 ευρώ, πληρωτέο σε διαταγή του Ε, την οποία στη συνέχεια κυκλοφόρησε παραδίδοντάς την στο πρόσωπο σε διαταγή του οποίου είχε εκδοθεί, γ) στην με αριθμό ..... επιταγή έθεσε ως τόπο εκδόσεως το ..... και ημερομηνία την 30-1-2003, ποσό πληρωμής το ποσό των 9.543 ευρώ, πληρωτέο σε διαταγή της ιδίας, την οποία στη συνέχεια κυκλοφόρησε οπισθογραφώντάς την υπέρ του ΣΤ, θέτοντας στην θέση του πρώτου οπισθογράφου κατ' απομίμηση την υπογραφή της Α, δ) στην με αριθμό ..... επιταγή έθεσε ως τόπο εκδόσεως το ..... και ημερομηνία την 28-2-2003, ποσό πληρωμής το ποσό των 29.973,40, πληρωτέο σε διαταγή της ίδιας, στη συνέχεια δε έθεσε στη θέση του πρώτου οπισθογράφου κατ' απομίμηση την υπογραφή της Α ,μεταβιβάζοντας αυτήν στην εταιρεία με την επωνυμία "N.Π OIL ΕΠΕ", με τελευταίο κομιστή την Τράπεζα Αττικής, στην οποία μεταβιβάστηκε με την ρήτρα "αξία λόγω ενεχύρου", εκδοθείσης γι' αυτήν της υπ' αριθμ. 525/2003 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Γ) στην με αριθμό ..... επιταγή της E.F.G. Eurobank Ergasias, εκδόσεως του Ζ σε διαταγή του ιδίου, με ημερομηνία έκδοσης 31-3-2003, ποσού 40.840 ευρώ, έθεσε στην θέση του δεύτερου οπισθογράφου κατ' απομίμηση την υπογραφή της Α καθώς και την σφραγίδα της ατομικής της επιχείρησης, χωρίς την συναίνεση ή την έγκρισή της, μεταβιβάζοντάς την με την οπισθογράφηση αυτή στην εταιρεία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ -ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΕ", από την οποία μεταβιβάστηκε περαιτέρω στην εταιρεία "N.Π OIL ΕΠΕ", με τελευταίο κομιστή της την Τράπεζα Αττικής στην οποία μεταβιβάστηκε με την ρήτρα "αξία λόγω ενεχύρου", εκδοθείσης γι' αυτήν της υπ' αριθμ. 525/2003 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η έκδοση και κυκλοφορία όλων των ανωτέρω επιταγών δεν αντιπροσώπευε πραγματικές αγορές καυσίμων από την ατομική επιχείρηση της φερομένης ως εκδότριας αυτών Α, αλλά έγινε από τον εκκαλούντα με αποκλειστικό και μόνο σκοπό με την κυκλοφορία τους να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με το συνολικό ποσό των επιταγών αυτών, δοθέντος ότι με αυτές καλύφθηκαν προσωπικές του συναλλαγές και υποχρεώσεις. Ο εκκαλών δεν απολογήθηκε κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως, με συνέπεια αυτή να περατωθεί με την έκδοση σε βάρος αυτού του υπ' αριθμ. 11/2006 εντάλματος συλλήψεως. Και ενώ η δικογραφία εκκρεμούσε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς για την έκδοση βουλεύματος μετά την αρχική περάτωση της κυρίας ανακρίσεως, πέραν από την από 28-12-2006 αίτηση που κατέθεσε στο Συμβούλιο τούτο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του και ισχυριζόταν ότι εσφαλμένως είχε εκδοθεί σε βάρος του ένταλμα συλλήψεως ζητώντας την ανάκλησή του, με το απευθυνόμενο στο αυτό Συμβούλιο από 3-1-2007 υπόμνημα και τα επισυναπτόμενα σε αυτό έγγραφα, διατεινόταν ότι είχε εξοφλήσει ο ίδιος προσωπικά τις επιταγές που σύρονταν στους λογαριασμούς της Ε.Τ.Ε. και της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (παρέλειπε την υπ' αριθμ. .....) και κατείχε τα πρωτότυπα αυτών, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού προσήγαγε φωτοαντίγραφα των επιταγών αυτών καθώς και υπεύθυνη δήλωση συντεταγμένη κατά τους τύπους του Ν. 1599/1986, με την οποία δήλωνε ότι τα προσαγόμενα φωτοαντίγραφα ήταν ακριβή αντίγραφα των πρωτοτύπων (τα οποία κατείχε ο ίδιος, όπως συμπερασματικά και μόνο συναγόταν από το κείμενο της δήλωσης). Όμως η προσαγωγή και επίκληση των φωτοτυπικών αντιγράφων των περί ων ο λόγος επιταγών, χωρίς την προσαγωγή βεβαίωσης οιασδήποτε δημόσιας Αρχής, από την οποία να προκύπτει ότι ο εκκαλών επέδειξε στον υπογράφοντα την βεβαίωση και κατέχει τα πρωτότυπα σώματα των επίμαχων επιταγών, δεν αποδεικνύει και την εξόφλησή τους, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε άνευ ετέρου να οδηγήσει στην άρση του άδικου χαρακτήρα των διωχθεισών εν προκειμένω πράξεων, αλλά θα μπορούσε απλώς να συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της κατάφασης ή μη του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου. Σημειώνεται εν παρενθέσει ότι είναι αληθώς παράδοξο να έχει ο ίδιος ο εκκαλών εξοφλήσει τις περί ων ο λόγος επιταγές, αφού όπως ήδη σημειώθηκε, ο ίδιος δεν είχε αναλάβει κάποια δέσμευση από αυτές, ούτε ως εκδότης, ούτε ως οπισθογράφος. Εκτός και αν η έκδοση και κυκλοφορία των επιταγών αυτών, οι οποίες συνδέονται με αγοραπωλησίες καυσίμων, υποκρύπτει όχι απόλυτα ορθόδοξες συναλλαγές στον χώρο της εμπορίας των συγκεκριμένων ειδών. Ερμηνεύοντας και αξιολογώντας την αρχική αίτηση, το από 3-1-2007 υπόμνημα και το από 2-2-2007 συμπληρωματικό τοιούτο, ως εμπεριέχοντα αιτήματα για διενέργεια συμπληρωματικής ανάκρισης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το υπ' αριθμ. 539/2007 βούλευμά του διέταξε όντως περαιτέρω κυρία ανάκριση, προκειμένου κατ' αυτήν να κληθεί ο κατηγορούμενος στη νέα του διεύθυνση ( .....) για να απολογηθεί. Όμως παρά το ότι εκλήθη στην διεύθυνση αυτή (βλ. το σχετικό από 30-6-2007 αποδεικτικό), εν τούτοις δεν προσήλθε. Έτσι η θέση του, που συνίσταται στην άρνηση των κατηγοριών που του αποδίδονται, αποτυπώνεται στις έγγραφες εξηγήσεις που παρέσχε στα πλαίσια της διενεργηθείσης προκαταρκτικής εξέτασης. Σύμφωνα με αυτές, ουδέν το ψευδές παρέστησε στην μηνύτρια, η οποία δέχθηκε να συνεργασθεί μαζί του καθώς και με την εταιρεία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΕ", έχουσα πλήρη εικόνα της πραγματικής κατάστασης, οι φερόμενες δε ως πλαστές επιταγές ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, είχαν δοθεί από την ίδια στην προαναφερθείσα εταιρεία προς διευκόλυνσή της, οι επιταγές δε αυτές είχαν εξοφληθεί από τον ίδιο και τα πρωτότυπα σώματά τους βρίσκονταν στα χέρια του. Ισχυριζόταν περαιτέρω ότι οι υπ' αριθμ. ....., ..... και ..... επιταγές, που ήταν πληρωτέες στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, είχαν εκδοθεί από την μηνύτρια σε διαταγή της αυτής ως άνω εταιρείας, η πρώτη και η τρίτη ως εγγύηση για την έναρξη της μεταξύ τους εμπορικής σχέσεως, ενώ η δεύτερη σε εξόφληση των υπ' αριθμ. ....., ..... και ..... τιμολογίων της εταιρείας για την αγορά από αυτήν (μηνύτρια) καυσίμων. Κατέληγε εν τέλει ότι οι περισσότερες των επιταγών, περί των οποίων γινόταν λόγος στην αρχική από 20-6-2003 καθώς και την συμπληρωματική από 18-8-2003 μήνυση της Α, είχαν εξοφληθεί από τον ίδιο. Οι ισχυρισμοί αυτοί του εκκαλούντος είναι αβάσιμοι, προκύπτει δε το τοιούτο κυρίως και πρωτίστως από την φυγοδικία του, η οποία αποτελεί αδιάψευστη από την πλευρά του ομολογία ενοχής. Πράγματι, εάν είχε εξοφλήσει, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, και κατείχε τα πρωτότυπα των επιταγών που φέρονται ως πλαστές ή νοθευμένες, θα εμφανιζόταν στην ανάκριση και θα τα επεδείκνυε στην Ανακρίτρια, αποδεικνύοντας έτσι πλήρως τους ισχυρισμούς του. Αντ' αυτού προτίμησε για άλλη μία φορά να φυγομαχήσει φυγοδικών. Τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από την μελέτη των στοιχείων της προκειμένης δικογραφίας που τίθεται ήδη υπό την κρίση του Συμβουλίου σας, θεμελιώνουν πλήρως την έννοια των εγκλημάτων της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος και της υπεξαγωγής εγγράφων κατ' εξακολούθηση, όχι όμως και εκείνο της απάτης κατ' εξακολούθηση, με την μορφή της αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων, από υπαίτιο ο οποίος, βάσει της εμφανισθείσης από τον ίδιο ψευδούς καταστάσεως που δημιουργούσε την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, είχε ευθύς εξ αρχής ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Μετά ταύτα, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, ποσό εις το οποίο απέβλεπεν εξ αρχής με τις μερικότερες πράξεις του ως και την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων, πλην των εις τις ίδιες σκέψεις του βουλεύματος και εις το διατακτικό αναφερομένων δύο επιταγών, για τις οποίες έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη.
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς διέλαβε στο βούλευμά του την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 2, 216 παρ. 1 και 3, 222 ΠΚ. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση η ταυτότητα των εγγράφων που ο κατηγορούμενος το μεν κατήρτισεν εξ υπαρχής, το δε ενόθευσε, προσδιορίζεται εις τι συνίσταται η κατάρτιση ως και η νόθευση υπό την έννοιαν της αλλοιώσεως και μνημονεύονται τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η κατάρτιση και η αλλοίωση, εξειδικεύεται περαιτέρω ο σκοπός της παραπλανήσεως των τρίτων και εκείνος του πορισμού του περιουσιακού οφέλους και της αντιστοίχου ζημίας της παθούσης, η οποία με τις μερικότερες πράξεις απέβλεψε στο συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ' ό μέρος δε με αυτόν πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, σχετικά με την εξόφληση των επιταγών και την κατοχή φωτοτυπικών αντιγράφων αυτών, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Κατ' ακολουθίαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθ. 18/16 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθ. 354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 2008. Και

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

<< Επιστροφή