Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος. Απαράδεκτοι οι πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση βουλεύματος πέραν από όσους περιλαμβάνονται στην αίτηση αναιρέσεως (άρθρ. 585 παρ. 4 του Κ.Π.Δ.). Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1606/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αθανάσιο Κουτρομάνο (ο οποίος ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 200/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 10 Ιουλίου 2007, προσθέτους λόγους που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1369/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 39/30-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 9-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ'αριθμ. 200/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 234/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), διά να δικασθή διά α) αρπαγή κατά συρροή, β) απόπειρα εκβιάσεως εις βαθμό κακουργήματος κατά συρροή και γ) σκοπουμένη βαρεία σωματική βλάβη. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγον αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας.
Επειδή, ως προκύπτει εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρ. 139 ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση σχετικώς με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, διά την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 572/2005). Διά την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά εκάστου αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί η κατ'είδος αναφορά αυτών. Πρέπει όμως να προκύπτη ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά (ΑΠ 685/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/233). Ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψη και δεν συνεξετιμήθησαν τα λοιπά (ΑΠ 1239/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/490). Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (ΑΠ 861/2004 εις ΠΧ/ΝΕ'/408). Εξ άλλου, κατά το άρθρ. 485 παρ. 2 ΚΠΔ, πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση βουλευμάτων πέρα από όσους περιλαμβάνονται στη σχετική έκθεση δεν μπορούν να προταθούν από εκείνον που ασκεί την αναίρεση. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρ. 6 παρ. 1 ΠΚ, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε, κατά δε το άρθρ. 9 παρ. 1 περ. β' ΠΚ, η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφή.
Κατά την σαφή δε έννοια της διατάξεως αυτής, διά τον αποκλεισμό της ποινικής διώξεως, στην ανωτέρω περίπτωση, η παραγραφή πρέπει να έχη συντελεσθή κατά τον χρόνο της ασκήσεως της ποινικής διώξεως υπό του ημεδαπού εισαγγελέως. Τέλος, κατά το άρθρ. 322 περ. β' ΠΚ, το έγκλημα της αρπαγής τιμωρείται διά καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, κατά το άρθρ. 385 παρ. 1 περ. α' εν συνδ. προς άρθρ. 380 παρ. 1, 2 ΠΚ, το έγκλημα της εκβιάσεως, τελούμενο με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής ή σώματος, τιμωρείται διά καθείρξως ή ισοβίου καθείρξεως, και κατά το άρθρ. 310 ΠΚ, το έγκλημα της σκοπουμένης βαρείας σωματικής βλάβης τιμωρείται διά καθείρξεως μέχρι δέκα ετών. Δηλαδή τα εν λόγω εγκλήματα είναι κακουργήματα (άρθρ. 18 ΠΚ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με ολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικά μέσα, κατ'είδος προσδιοριζόμενα, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Ο Α, γερμανός υπήκοος, συγγενής εξ αγχιστείας με τον κατηγορούμενο-εκκαλούντα είχε φιλικές σχέσεις στη ... με τους παθόντες Β και τη σύζυγό του, ... καταγωγής Γ, στους οποίους ο Α γνώρισε κι ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις, τους Δ και Ε. Περί τα τέλη έτους 2001, ο Ε που διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρικών ειδών στη ... έπεισε τους παθόντες να του δανείσουν χρηματικό ποσό 20.000 μάρκων ..., με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει τα χρήματα μέχρι τον Φεβρουάριο 2002. Η υπόσχεση δεν υλοποιήθηκε και τα χρήματα δεν επεστράφησαν και γι'αυτό οι παθόντες κατέφυγαν στα δικαστήρια κι εξέδωσαν διαταγή πληρωμής σε βάρος του άνω οφειλέτη κι επιδίωκαν αναγκαστική εκτέλεση. Για ν'αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος ο Ε με συνεργούς τους Δ, τον άνω αναφερόμενο Α, τον κατηγορούμενο Χ και τους ΣΤ και Ζ, φίλους του Α, οργάνωσαν εγκληματικό σχέδιο απαγωγής, παράνομης κατακράτησης, εκβιασμού-σωματικών βλαβών σε βάρος των παθόντων. 'Ετσι στις 21-5-2002, με παραπλανητικό τρόπο τους παρέσυραν σε αποθήκη ερημικής τοποθεσίας της πόλης ... για να τους παραδώσουν δήθεν μέρος του οφειλόμενου χρηματικού ποσού. Εκεί τους συνέλαβαν, τους στέρησαν την ελευθερία κινήσεων με σκοπό να τους αναγκάσουν να υπογράψουν έγγραφη δήλωση περί μη οφειλής του ποσού των 20.000 D.M. κι επί πλέον να τους παραδώσουν χωρίς να έχουν τέτοια υποχρέωση ποσό 30.000 D.M. Γι'αυτό απείλησαν τον Β ότι θα τον μεταφέρουν βίαια στην ... και τη σύζυγό του στην ..., ότι θα τους χορηγήσουν ναρκωτικές ουσίες παρά τη θέλησή τους, έπληξαν τον Β με γροθιές στο πρόσωπο, με λακτίσματα στο σώμα του και με χρήση σουβλιού, προκαλώντας σ'αυτόν βαριές σωματικές βλάβες στο δεξί χέρι και στη δεξιά κνήμη του, αλλά τελικά δεν πέτυχαν να περατώσουν την πράξη του εκβιασμού που επιδίωξαν, γιατί ο παθών βρήκε τρόπο να ελευθερωθεί, να ειδοποιήσει την αστυνομία και στη συνέχεια να ελευθερωθεί και η σύζυγός του. Οι δράστες πλην του Χ, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει στην ..., καταδικάστηκαν με απόφαση του Ποινικού Γερμανικού Δικαστηρίου - ο Ζ αθωώθηκε - κι επιβλήθηκαν σ'αυτούς ποινές στερητικές της ελευθερίας, δεδομένου ότι κρίθηκαν ένοχοι των αξιόποινων κατά τους νόμους της Γερμανίας πράξεων "από κοινού εκβιαστικής αρπαγής με κατ'ιδέαν συρροή απόπειρας ληστρικής εκβίασης" κι επί πλέον ο Α "κατ'ιδέαν συρροής με βιασμό και επικίνδυνη σωματική βλάβη".
Ο κατηγορούμενος-εκκαλών αρνείται τις κατηγορίες, ισχυρίζεται ότι ήταν παρών στον τόπο τέλεσης των άνω αξιόποινων πράξεων, αλλά δεν αντιλήφθηκε την τέλεσή τους, γιατί ευρισκόταν εκτός της αποθήκης και αργότερα μαζί με τους Ζ και Δ ταξίδεψαν προς το αεροδρόμιο προκειμένου ν'αναχωρήσει για την προγραμματισμένη επάνοδό του στην ..., πλην όμως είναι σαφείς οι καταθέσεις των δύο παθόντων που τον αναφέρουν ως συμμέτοχο στις σε βάρος τους τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις.
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις εις βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, διά να δικασθή διά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, και απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση αυτού και επεκύρωσε το ως άνω παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς.
Με τις παραδοχές και σκέψεις αυτές το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη υπό του άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρ. 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, ως άνω, σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα εκ της ανακρίσεως πραγματικά περιστατικά εν σχέσει προς τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, προς παραπομπή τούτου στο ακροατήριο.
Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα προσδιορίζονται κατ'είδος τα ληφθέντα υπ'όψη αποδεικτικά στοιχεία, η δε επισήμανση των καταθέσεων των δύο παθόντων, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και, επομένως, η περί ελλείψεως αιτιολογίας αιτίαση είναι αβάσιμη, ενώ, κατά το μέρος με το οποίο δι'αυτής πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων και περί πραγμάτων κρίση του συμβουλίου, είναι απαράδεκτη.
Εξ άλλου, οι από 10/11-7-2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, εκτός του κειμένου της από 9-7-2007 εκθέσεως αναιρέσεως ευρισκόμενοι, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού αυτοί, κατά τα προεκτεθέντα, δεν μπορούν να προταθούν από τον αναιρεσείοντα. Πάντως, ο ισχυρισμός περί παραγραφής των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, ως πλημμελημάτων κατά τον Γερμανικό Ποινικό Κώδικα, λόγω παρελεύσεως πενταετίας από της τελέσεώς των, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, ως προκύπτει εκ της επισκοπήσεως των στοιχείων της δικογραφίας, η ποινική δίωξη δι'αυτές ησκήθη προ της παραγραφής των κατά τον ανωτέρω αλλοδαπό νόμο. Αλλ'υπό τα δεδομένα αυτά, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω-------------------------
Να απορριφθή η από 9 Ιουλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, ως και οι από 10/11-7-2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, κατά του υπ'αριθμ. 200/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 29 Οκτωβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν ιδρύει όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με ολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα σ' αυτό αποδεικτικά μέσα, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά? "Ο Α, γερμανός υπήκοος, συγγενής εξ αγχιστείας με τον κατηγορούμενο-εκκαλούντα είχε φιλικές σχέσεις στη ... με τους παθόντες Β και τη σύζυγό του, ... καταγωγής Γ, στους οποίους ο Α γνώρισε κι ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις, τους Δ και Ε. Περί τα τέλη έτους 2001, ο Ε, που διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρικών ειδών στη ..., έπεισε τους παθόντες να του δανείσουν χρηματικό ποσό 20.000 μάρκων ..., με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει τα χρήματα μέχρι το Φεβρουάριο 2002. Η υπόσχεση δεν υλοποιήθηκε και τα χρήματα δεν επεστράφησαν και γι' αυτό οι παθόντες κατέφυγαν στα δικαστήρια κι εξέδωσαν διαταγή πληρωμής σε βάρος του άνω οφειλέτη κι επιδίωκαν αναγκαστική εκτέλεση. Για ν' αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος ο Ε, με συνεργούς τους Δ, τον άνω αναφερόμενο Α τον κατηγορούμενο Χ και τους ΣΤ' και Ζ, φίλους του Α, οργάνωσαν εγκληματικό σχέδιο απαγωγής, παράνομης κατακράτησης, εκβιασμού-σωματικών βλαβών σε βάρος των παθόντων. Έτσι στις 21-5-2002, με παραπλανητικό τρόπο τους παρέσυραν σε αποθήκη ερημικής τοποθεσίας της πόλης ... για να τους παραδώσουν δήθεν μέρος του οφειλόμενου χρηματικού ποσού. Εκεί τους συνέλαβαν, τους στέρησαν την ελευθερία κινήσεων, με σκοπό να τους αναγκάσουν να υπογράψουν έγγραφη δήλωση περί μη οφειλής του ποσού των 20.000 D.Μ. κι επί πλέον να τους παραδώσουν, χωρίς να έχουν τέτοια υποχρέωση, ποσό 30.000 D.Μ. Γι' αυτό απείλησαν το Β ότι θα τον μεταφέρουν βίαια στην ... και τη σύζυγό του στην ..., ότι θα τους χορηγήσουν ναρκωτικές ουσίες, παρά τη θέληση τους, έπληξαν το Β με γροθιές στο πρόσωπο, με λακτίσματα στο σώμα του και με χρήση σουβλιού, προκαλώντας σ' αυτόν βαριές σωματικές βλάβες στο δεξί χέρι και στη δεξιά κνήμη του, αλλά τελικά δεν πέτυχαν να περατώσουν την πράξη του εκβιασμού που επιδίωξαν, γιατί ο παθών βρήκε τρόπο να ελευθερωθεί, να ειδοποιήσει την αστυνομία και στη συνέχεια να ελευθερωθεί και η σύζυγος του. Οι δράστες, πλην του Χ, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει στην ..., καταδικάστηκαν με απόφαση του Ποινικού Γερμανικού Δικαστηρίου - ο Ζ αθωώθηκε - κι επιβλήθηκαν σ' αυτούς ποινές στερητικές της ελευθερίας, δεδομένου ότι κρίθηκαν ένοχοι των αξιόποινων κατά τους νόμους της Γερμανίας πράξεων "από κοινού εκβιαστικής αρπαγής, με κατ' ιδέαν συρροή απόπειρας ληστρικής εκβίασης", κι επί πλέον ο Α "κατ' ιδέαν συρροής με βιασμό και επικίνδυνη σωματική βλάβη".
Ο κατηγορούμενος-εκκαλών αρνείται τις κατηγορίες, ισχυρίζεται ότι ήταν παρών στον τόπο τέλεσης των άνω αξιόποινων πράξεων, αλλά δεν αντιλήφθηκε την τέλεσή τους, γιατί ευρισκόταν εκτός της αποθήκης, και αργότερα μαζί με τους Ζ και Δ ταξίδεψαν προς το αεροδρόμιο, προκειμένου ν' αναχωρήσει για την προγραμματισμένη επάνοδό του στην ..., πλην όμως είναι σαφείς οι καταθέσεις των δύο παθόντων που τον αναφέρουν ως συμμέτοχο στις σε βάρος τους τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις".
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη από τα αρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, ως άνω, σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων στον αναιρεσείοντα αξιοποίνων πράξεων? α) αρπαγή κατά συρροή, β) απόπειρα εκβιάσεως σε βαθμό κακουργήματος κατά συρροή και γ) σκοπούμενη βαρεία σωματική βλάβη, για τα οποία αυτός κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1-3, 322 περ. β, 385 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ και άρθρα 226, 234, 239 και 253 του Γερμανικού ΠΚ. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα προσδιορίζονται κατ' είδος τα ληφθέντα υπ' όψη αποδεικτικά μέσα.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου, περί ελλείψεως αιτιολογίας, με την επιλεκτική αναφορά στο δικόγραφο της αναιρέσεως μόνο μέρους του αιτιολογικού και συγκεκριμένα της τελευταίας παραγράφου αυτού, είναι αβάσιμος, κατά το μέρος δε που με αυτόν, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου είναι απαράδεκτος και, ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τα άρθρο 485 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά τη νομοθετική μεταρρύθμιση του Ν. Δ/τος 1160/1972, "πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση βουλευμάτων πέραν από όσους περιλαμβάνονται στη σχετική έκθεση δεν μπορούν να προταθούν από εκείνον που ασκεί την αναίρεση". Για το λόγο αυτό οι από 10-7-2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι βρίσκονται εκτός του κειμένου της από 9-7-2007 εκθέσεως αναιρέσεως, που κατατέθηκαν στις 11-7-2007, απαραδέκτως προβάλλονται και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθούν.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-7-2007 αίτηση του Χ, ως και τους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, που κατατέθηκαν στις 11-7-2007, κατά του υπ' αριθμ. 200/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1606/2008 σελ. 212