Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νομιμοποίηση εσόδων.
Περίληψη:
Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος, για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Πρέπει να αναφέρονται ποια κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη του, στα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται (άρθρο 178 Κ.Π.Δ.) τα έγγραφα, οι μαρτυρι-κές καταθέσεις και οι απολογίες του κατηγορούμενου. Αναιρεί και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1148/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2118/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1992/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 56/6.2.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 256/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2118/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Με το υπ'αριθμ 1037/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ'εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ (άρθρ. 258 περ. γ', 263Α ΠΚ, 1 § 1 Ν.1808/50, 1 στοιχ. α', ιι και 2 § 1 ν. 2331/95, όπως τα δύο τελ. αντικ. με αρ. 2 § 1 και 3 § 1 ν.3424/05).
Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 2118/2007 βούλευμα, το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση (231/2007) αυτού και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως διόρθωσε και αναδιατύπωσε το διατακτικό του ως προς το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης, από το εσφαλμένο "αρχές του έτους 1995 μέχρι 2 Ιανουαρίου 1998" στο ορθό "από 24-8-1995 έως 2 Ιανουαρίου 1998".
Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε από τον δικηγόρο Αθηνών Αλέξιο Αθανασόπουλο, για λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ1, δυνάμει της από 9-11-2007 εξουσιοδοτήσεως του τελευταίου, νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως (εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 24-10-2007 με θυροκόλληση, στον ως άνω δε αντίκλητό του δικηγόρο στις 2-11-2007, ενώ η ένδικη αίτηση ασκήθηκε στις 12-11-2007). Περιέχει δε συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως, ήτοι: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, άλλως εκ πλαγίου παραβάσεως αυτής και γ) της απόλυτης ακυρότητας (αρ. 484 § 1 στοιχ. α', β' και δ' Κ.Π.Δ.). Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα.
Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ'ουσία.
'Ελλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που αποτελεί κατά τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν εκθέτει με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί η γενική κατά το είδος αναφορά τούτων, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα -και όχι μόνο μερικά από αυτά- για να μορφώσει την κρίση του, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 Κ.Π.Δ. (Ολ. ΑΠ 1/2005). 'Όταν δεν προσδιορίζεται το είδος των αποδεικτικών μέσων, δεν αρκεί για να καλύψει την έλλειψη αυτή, η επίκληση μεμονωμένων καταθέσεων ή εγγράφων και δη επιλεκτικά (ΑΠ 93/2007, ΑΠ 291/2006, ΑΠ 628/2006, ΑΠ 1588/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με εξ ολοκλήρου επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα:
Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, μέ την υπ' αριθμόν 2104/2006 απόφαση του Γ'Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κηρύχθηκε ένοχος του ότι στη ...... Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπάλληλος τυγχάνων, στον οποίο είχε ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, τα οποία είχε λάβει στην κατοχή του λόγω της παραπάνω ιδιότητας του, τέλεσε δε την πράξη του αυτή υπό την επιβαρυντική περίσταση της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου, καθόσον η πράξη του στρεφόταν κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το δε επιτευχθέν απ' αυτόν όφελος και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχονται στο ποσό των 66.500.000 δρχ. Συγκεκριμένα, κληρικός τυγχάνων της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, φέρων τον βαθμό του Επισκόπου και κατέχων τη θέση του Μητροπολίτη ......, ιδιοποιήθηκε, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, παράνομα το συνολικό ποσό των 66.500.000 δρχ. σε βάρος της περιουσίας της Ιεράς Μονής .... και ....., η οποία, ως θρησκευτικό καθίδρυμα κατά τις διατάξεις του Ν.590/77 περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, προστατευόμενο από τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί καταχραστών του δημοσίου.
Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και την ιδιότητα του ως επιχώριου Μητροπολίτη και την ως εκ τούτου δυνατότητα του προς επιβολή επί της υπέργηρης (ηλικίας 84 ετών) Ηγουμένης και αφού αφενός υπόσχονταν σ' αυτήν ότι θα προωθήσει το ζήτημα Αγιοκατάταξης του ...... και αφετέρου την απειλούσε ότι θα την έσερνε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και θα την εξόριζε, παρέλαβε απ'αυτήν, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της Ιεράς Μοναστικής Αδελφότητας και του Ηγουμενοσυμβουλίου, τα αναφερόμενα παρακάτω χρηματικά ποσά προκειμένου να τα διαθέσει για τις ανάγκες του ποιμαντικού έργου της Μητροπόλεως ....., πράγμα το οποίο δεν έπραξε ούτε επέστρεψε στη Μονή τα χρήματα, αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του και τα ιδιοποιήθηκε έτσι παράνομα: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998 ο κατηγορούμενος, ως Μητροπολίτης ....., παρέλαβε από την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής ..... και ..... :
1) το ποσό των 500.000 δρχ. για κάθε επίσκεψη του, η οποία ελάμβανε χώρα μία, φορά ανά δεκαπέντε (15) ημέρες 2) το ποσό των 500.000 δρχ. τρεις φορές το χρόνο και δη κατά την ακολουθία του Μεγάλου Απόδειπνου κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κατά την ακολουθία του Νυμφίου κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα και κατά το Μεγάλο Ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης 3) το ποσό των 1.500.000 δρχ. δύο φορές το χρόνο κατά την 5η Μαΐου, ημέρα της εορτής του οσίου ..... και 4) το ποσό των 1.500.000 δρχ. την 2-1-1998.
Συνολικά κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος παρέλαβε από την τότε Ηγουμένη το ποσό των 51.000.000 δρχ.( 36.000.000 και 4.500.000 και 9.000.000 και 1.500.000 δρχ.) το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Β) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996, υπό την ίδια ιδιότητα και περιστάσεις παρέλαβε από την Ηγουμένη Γ1, μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβύτερου Δ1, που υπηρετούσε ως γραμματέας στο ιδιαίτερο γραφείο του, το συνολικό ποσό των 15.500.000 δρχ. και δη το ποσό των 500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία, πάντως μέσα στο θέρος του έτους 1995. Τα ποσά αυτά τα παραλάμβανε από την Ηγουμένη για λογαριασμό του κατηγορουμένου ο Δ1 και τα παρέδιδε στον κατηγορούμενο εντολέα του. ο οποίος τα ιδιοποιήθηκε παράνομα.
Το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε κάθειρξη οχτώ (8) ετών και απεφάνθη όπως η έφεση που θα ασκήσει ο κατηγορούμενος να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής 30.000 ευρώ ως χρηματική εγγύηση και της απαγορεύσεως εξόδου του από την χώρα.
Η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος είναι αυτή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. δηλονότι το προαπαιτούμενο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η ποινική δίωξη για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως, κατόπιν του ΕΠ 111/05 από 8-4-2005 εγγράφου της Επιτροπής του άρθρου 7 Ν.2331/95.
Εκ του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε στον με αριθμό ...... λογαριασμό που τηρεί στην EUROBANK, εξ 94.000.000 δρχ., προϊόν της κακουργηματικής υπεξαίρεσης για την οποία παραπέμφθηκε στο Ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, επιχειρώντας μ' αυτόν τον τρόπο να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση τους δια του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως η Ανακρίτρια του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος εξέδωσε την υπ' αριθμόν 185/ 26.4.2005 Διάταξη, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως, με την οποία απαγόρευσε την κίνηση του υπ' αριθμόν .......λογαριασμού, που τηρούσε στην Τράπεζα EUROBANK ο κατηγορούμενος, όπως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα.
Μετά την έκδοση της Διατάξεως αυτής ο Διευθυντής της Διεύθυνσης COMPLIANCE της ανωτέρω Τράπεζας, στον οποίο διαβιβάστηκε, εκτελώντας αυτήν, με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου ....... έγγραφο γνωστοποίησε στην 11η Τακτική Ανακρίτρια ότι μέχρι την 27.4.2005 ο κατηγορούμενος ήταν δικαιούχος η και συνδικαιούχος με συγγενικά του πρόσωπα των λογαριασμών που παρουσίαζαν υπόλοιπο και ιδίως:
1) ..... λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του, με υπόλοιπο ,την 27.4.2005, ποσό 10,96 ευρώ 2) ....... λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του με συνδικαιούχο την αδελφή του Ζ1, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 72.785,63 ευρώ 3) ....... λογαριασμό ταμιευτηρίου σε ξένο συνάλλαγμα που, είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του με συνδικαιούχους τους Ζ2 και Ζ3, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 831,30 δολάρια ΗΠΑ 4) ....... λογαριασμός-μερίδα χαρτοφυλακίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του και στο όνομα των Ζ2 και Ζ3, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 246.439,63 ευρώ 5) .......λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "...... Ltd", του οποίου λογαριασμού ο κατηγορούμενος είναι κατά δήλωση του δικαιούχος του κεφαλαίου (...) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 258.818,18 ευρώ 6) ..... λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία ....... Ltd , του οποίου λογαριασμού-μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωση του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου (....) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 9.756,86 δολάρια ΗΠΑ 7) ..... λογαριασμός μερίδος χαρτοφυλακίου που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "....... Ltd'' της οποίας μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωση του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου( ..... της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 3.539.644,29 ευρώ.
Επιπλέον, σε εκτέλεση της ανωτέρω ανακριτικής διατάξεως, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με το υπ' αριθμόν ..... έγγραφο της γνωστοποιεί ότι ο κατηγορούμενος είναι δικαιούχος του υπ' αριθμόν ...... λογαριασμού, με υπόλοιπο, την 17.11.2005, ποσό 1251,98 ευρώ.
Η κατηγορία που αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι το προϊόν της εγκληματικής πράξης (δηλαδή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ.) και συγκεκριμένα το ποσό των 66.500.000 δρχ. απέκρυψε και μεταβίβασε κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 1995 μέχρι την 2.1.1998, αφού τα κατέθεσε σε προσωπικούς, κοινούς και εταιρικούς λογαριασμούς (ανωτέρω 1 έως 6) ταμιευτηρίου και μερίδων χαρτοφυλακίου στην Τράπεζα EUROBANK ενεργώντας από κερδοσκοπία και με σκοπό συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης τους.
Το αποκτηθέν παρανόμως ανωτέρω χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ. δεν είναι το μοναδικό υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού παράγει με την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ιδίως δια μέσου υπεράκτιων εταιρειών και άλλα παράνομα ωφελήματα, από την κατάθεση σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, από την κεφαλαιοποίηση των τόκων και από την επωφελή επένδυση και εκμετάλλευση των παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων, που πλέον αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και απαρτίζουν την έννοια της περιουσίας, κατά την διάταξη του άρθρου 1, β Ν.2331/2005.
Ο κατηγορούμενος απέκρυψε την προέλευση των, από παράνομη ιδιοποίηση, προερχομένων χρηματικών ποσών, διοχετεύοντας αυτά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, μάλιστα δε κατέστη κάτοχος λογαριασμών-μερίδας χαρτοφυλακίου του κεφαλαίου της υπεράκτιας εταιρείας ......, όπως ανωτέρω καταχωρούνται.
Η εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου αλλά και ο συνολικός σχεδιασμός της δράσης του αρχίζει από την εποχή που ανέμενε την δημοσίευση του διορισμού του στη Μητρόπολη ....., όταν με διάφορα προσκόμματα δεν επέτρεπε την σύνταξη Κανονισμού Λειτουργίας της Μονής για να μπορεί να διαχειρίζεται τα οικονομικά της Μονής.
Μάλιστα δε αρνήθηκε να προωθήσει προς έγκριση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Κανονισμό Λειτουργίας που κατήρτισε το Τριμελές Ηγουμενοσυμβούλιο θεωρώντας ότι η Ιερά Μονή έχει τάσεις αυτονομήσεως και φαλκιδεύσεως των κανονικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων του οικείου Μητροπολίτη.
Έτσι δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε από τον κατηγορούμενο η εκκρεμής κατάσταση ως προς την διοικητική και οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής για να μπορεί ο ίδιος να διαχειρίζεται προς όφελος του τα οικονομικά της.
Για να κάμψει δε την αντίσταση της τότε Ηγουμένης Γ1, γνωρίζοντας ότι η διακαής επιθυμία της ήταν η Αγιοκατάταξη του ........ και ότι για αυτό έπρεπε ο ίδιος να εισηγηθεί θετικά στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, άσκησε το μεν ψυχολογική πίεση σ' αυτήν για να προωθήσει την Αγιοκατάταξη το δε με την απειλή ότι θα την σύρει στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια και θα την εξορίσει, κατάφερε να της αποσπάσει διάφορα χρηματικά ποσά για να τα διαθέσει δήθεν για το ποιμαντικό έργο της Μητροπόλεως.
Εξάλλου με την ανάληψη των καθηκόντων του ζήτησε και έλαβε με απόδειξη και με απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου ως δωρεά το ποσό των 1.500.000 δρχ. για να καλύψει τις ανάγκες επίπλωσης των γραφείων της Μητροπόλεως και τα δικαστικά έξοδα της δικαστικής διαμάχης με τον πρώην Μητροπολίτη .... Β1, την στιγμή που η Μητρόπολη ..... είχε την υποχρέωση και την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τις παραπάνω δαπάνες.
Στην συνέχεια ελάμβανε υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη ......οσωπικά ο ίδιος κατά τις εορτές που ιερουργούσε στη Μονή και σε άλλες μέρες που μετέβαινε προς τούτο στη Μονή μετά από τηλεφωνική ειδοποίηση της Ηγουμένης να του ετοιμάσει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είτε δια του πρεσβυτέρου Δ1, στον οποίο είχε αναθέσει την τέλεση του εσπερινού της Κυριακής στη Μονή και ο οποίος ζητούσε από την Ηγουμένη συγκεκριμένα χρηματικά ποσά κατ' εντολή και για λογαριασμό του κατηγορουμένου.
Είναι πρόδηλο ότι άμεση προτεραιότητα του κατηγορουμένου υπήρξε η διοχέτευση του ρευστού στο νόμιμο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα του εσωτερικού, μέσω της μεταμφίεσης του σε συνήθεις μορφές χρηματοοικονομικών αξιών.
Αλλά δεν παρέμεινε στο στάδιο αυτό. Διαχώρισε τα παράνομα έσοδα από την πηγή τους, δημιουργώντας ένα πλέγμα οικονομικών συναλλαγών, σχεδιασμένο να καλύψει το εποπτικό ίχνος και να εξασφαλίσει ανωνυμία, μεταφέροντας τα ήδη τοποθετημένα χρήματα σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα.
Οι εγκληματικές ενέργειες του κατηγορουμένου υπάκουαν σε ένα οργανωμένο σχέδιο που αφετηρία είχε την παράνομη απόκτηση χρημάτων και πέρας την απόκρυψη τους δια μέσου μιας συστηματικής μεθόδευσης συναλλαγών.
Περαιτέρω είναι προφανές ότι το Συμβούλιο έκρινε ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι αυτός της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία.
Η κρίση αυτή δεν είναι ορθή το μεν διότι ταυτίζει τις δύο πράξεις από πλευράς χρόνου τελέσεως, ενώ ευρίσκονται σε σχέση προηγούμενης και επόμενης, το δε διότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο τα παράνομα έσοδα, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και με την μορφή της κατάθεσης κατέληγαν και αναπαράγονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και διοχετεύονταν σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα.
Ο κατηγορούμενος προς την κατεύθυνση αυτή ουδέν συνεισφέρει πλην του υπολογισμού των τόκων των τραπεζικών λογαριασμών του.
Αντιθέτως εκμεταλλευόμενος την προφανή αυτή παραδρομή και μάλιστα με την υπόμνηση ότι ο Ν.2331/95 ίσχυσε από την 23.8.1995, προβαίνει σε μία αλυσιτελή αφαιρετική διαδικασία των, κατ' αυτόν, ποσών που δεν μπορούν να υπολογιστούν στο συνολικό ποσό των 50.000.000 δρχ., αρνούμενος πάντα ότι τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, αφού τα ποσά αυτά αφορούν και σχετίζονται με την υπό κρίση χρονική περίοδο των αρχών του έτους 1995 και μέχρι την 23.8.1995.
Κι αυτό διότι λογαριάζοντας τα ποσά του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, (υπό την προϋπόθεση, κατά την άποψη του, ότι μπορούσε να γίνει η άθροιση, που δεν μπορεί να γίνει), στο συνολικό ποσό των 23.500.000 δρχ., δια της αφαιρέσεως, καταλήγει σε ποσό μικρότερο των 50.000.000 δρχ. με συνέπεια και αφού οι μερικότερες πράξεις υπολείπονται του ποσού των 15.000 ευρώ να μην μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 1, στοιχείο α, π Ν.2331/95, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 παρ. 1 Ν.3424/2005.
Όμως το Συμβούλιο Σας μπορεί να διορθώσει το, εκ παραδρομής, σφάλμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως κείμενο εντός των χρονικών ορίων εφαρμογής του Ν.2331/95, χωρίς να μειωθεί το χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ., που αποτελεί το αντικείμενο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και κατ' επέκταση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Από τις διατάξεις των άρθρων 313,317,318,319, 463, 469, 481 και 482 συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση που το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως κάποιου από τους διαδίκους της ποινικής διαδικασίας δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 470 ΚΠΟΙΝΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ενδίκου μέσου κατά βουλευμάτων και έχει την εξουσία ακόμα και να χειροτερεύσει την θέση του κατηγορουμένου και να προσδώσει στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τον ορθό χαρακτηρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας.
Μεταβολή της κατηγορίας υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει απαγγελθεί η κατηγορία, επί της οποίας κλήθηκε να απολογηθεί ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό.
Αντιθέτως δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με το Βούλευμα συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, όπως και όταν καθορίζεται μεν διαφορετικός χρόνος τέλεσης της πράξης, αρκεί τούτο να μην επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης η να μην αποκλείει υπάρχουσα παραγραφή.
Ώστε το Συμβούλιο Εφετών, επιλαμβανόμενο έφεσης του κατηγορουμένου, μπορεί στα πλαίσια της λειτουργικής αρμοδιότητας του να προβεί με το Βούλευμα, που εκδίδει, σε ορθό χαρακτηρισμό της πράξης και στον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης αυτής, εφόσον έτσι δεν αποκλείεται υπάρχουσα παραγραφή η δεν επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξης (ΑΠ 492/2003 ΝΟΒ-2003-1708).
Επιπλέον, από την διάταξη του άρθρου 317 παρ.2 ΚΠΟΙΝΔ προκύπτει ότι σκοπός της θεώρησης της κατηγορίας είναι να διορθώσει και να θεραπεύσει κάθεατέλεια η πλημμέλεια η αταξία του πρωτοδίκου βουλεύματος είτε ουσιαστική είτε δικονομική πριν να έλθει η υπόθεση στο Δικαστήριο, επανεξεταζομένης πλήρως της υποθέσεως, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 318 ΚΠΟΙΝΔ, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, ελέγχοντας το πρωτόδικο βούλευμα έχει αρμοδιότητα να διατάσσει ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Επομένως το Συμβούλιο σας πρέπει να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων το χρονικό διάστημα από την 24.8.1995 και εντεύθεν, εφόσον η εγκληματική δράση του κατηγορουμένου είχε εκδηλωθεί και κατ' αυτό το χρόνο, μέχρι και την 2.1.1998.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο κατηγορούμενος ότι " όσα ποσά υπάρχουν η και υπήρξαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του ανήκουν στην οικογένεια του και σ' αυτόν και προέρχονται από νόμιμη δραστηριότητα τους" και ότι " όταν ο δράστης (ειδικώς δε αν πρόκειται για μεμονωμένο πρόσωπο) καταθέτει τα χρήματα, που φέρεται να έχει αποκτήσει (δήθεν) από εγκληματική του πράξη, σε δικό του, προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, η ενέργεια του ναι μεν ενδέχεται να συνιστά μία πράξη αποκρύψεως, πλην όμως, μόνη αυτή, δεν του προσδίδει νόμιμο τίτλο για τα φερόμενα παράνομα έσοδα του".
Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι, αναπόδεικτοι και μετέωροι. Και τούτο διότι η αόριστη αναφορά περί της προέλευσης από νόμιμη δραστηριότητα των ποσών που υπάρχουν στους λογαριασμούς, χωρίς η δραστηριότητα αυτή να κατονομάζεται η να περιγράφεται η ακόμη να υποστηρίζεται από νομιμοποιητικά έγγραφα δεν αρκεί για να καταδείξει την νόμιμη προέλευση των καταθέσεων.
Οι μισθοί και τα τυχερά του κατηγορουμένου λόγω της θέσεως του ως Μητροπολίτη επί τριάντα και πλέον έτη με τον ασαφή χαρακτηρισμό "αμφότερα σημαντικού ύψους", που δεν προσδιορίζεται ούτε αποδεικνύεται, δεν επαρκούν για να καλύψουν τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς, ούτε και " η περιουσία" που δεν προσδιορίζεται σε ποιόν ανήκει ούτε και τα εισοδήματα των αδελφών του, που δεν αναλύονται.
Περαιτέρω ο κατηγορούμενος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι αφού έχει προσδιοριστεί το υλικό αντικείμενο του βασικού εγκλήματος στο ποσό των 66.500.000 δρχ., οποιοδήποτε επιπλέον ποσό βρέθηκε στους λογαριασμούς του δεν μπορεί νομικώς και ουσιαστικώς να αποτελέσει υλικό αντικείμενο της αποδιδομένης πράξεως ώστε δεν μπορεί να είναι πλέον δεσμευμένο.
Και το αίτημα να αρθεί, κατά το επιπλέον ποσό , η διάταξη δεσμεύσεως κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του.
Επί του ζητήματος αυτού ρητέα τα εξής: Η 11η Τακτική Ανακρίτρια με την υπ' αριθμόν 185/ 26.4.2005 Διάταξη, κατόπιν συμφώνου γνώμης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών απαγόρευσε την κίνηση του με αριθμό .........λογαριασμού που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα EUROBANK, ως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα.
Ο κατηγορούμενος με την από 9.5.2005 αίτηση του και τις από 2.11.2005 και 29.12006 αιτήσεις του με όμοιο περιεχόμενο τις οποίες επαναφέρει και επικαλείται στην έκθεση εφέσεως, ζήτησε (και ζητά) την άρση της ανωτέρω διατάξεως.
Η αίτηση του αυτή κρίθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το υπ' αριθμόν 2234/2005 βούλευμα απεφάνθη για την απόρριψη της ως ουσιαστικά αβάσιμης.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5 παρ Α Ν.2331/95 ο κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του Ανακριτή η την ανάκληση του Βουλεύματος με αίτηση που απευθύνεται προς το Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή η τον Εισαγγελέα, μέσα σε δέκα μέρες από την επίδοση σ' αυτόν της διάταξης η του βουλεύματος. Το Συμβούλιο, στο οποίο δεν μετέχει ο Ανακριτής αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης η του βουλεύματος. Η Διάταξη η το Βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.
Από την ανωτέρω διάταξη νόμου συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος η ο τρίτος με τον οποίο ο κατηγορούμενος διατηρούσε κοινό λογαριασμό, σε περίπτωση που εκδόθηκε διάταξη του Ανακριτή, κατ' άρθρον 5 παρ.1 Ν.2331/95, έχει δύο δυνατότητες 1) η πρώτη είναι η αυτοτελής αίτηση με αίτημα την άρση της διατάξεως του Ανακριτή που απευθύνεται στο Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή η τον Εισαγγελέα εντός προθεσμίας δέκα ημερών, που αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της διατάξεως. Το Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε ημερών αμετακλήτως δηλαδή δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως η της αναιρέσεως σε βάρος του βουλεύματος που αποφαίνεται για την τύχη της αιτήσεως.2) η δεύτερη είναι η ανάκληση της διατάξεως του Ανακριτή η του Βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου αν προκύψουν νέα στοιχεία. Η ευχέρεια αυτή χορηγείται στον Ανακριτή, όταν διενεργείται κυρία ανάκριση και στο Δικαστικό Συμβούλιο, στην περίπτωση που διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και η απαγόρευση κινήσεως λογαριασμών επιβλήθηκε με Βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου. Η ανάκληση διενεργείται αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου.
Συνεπώς η από 9,5.2005 αίτηση του κατηγορουμένου, που επαναφέρεται προς κρίση, για την. άρση της με αριθμό 185/26.4.2005 διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας, η τύχη της οποίας κρίθηκε με το υπ' αριθμόν 2234/2005 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αμετακλήτως, καθώς και οι από 21.11.2005 και από 29.1.2006 αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
Επειδή με τα δεδομένα αυτά, νομικά και πραγματικά, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το υπ' αριθμόν 1037/2007 Βούλευμα έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για το προαναφερόμενο έγκλημα και τον παρέπεμψε να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η έφεση του κατηγορουμένου, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί το εν λόγω Βούλευμα, αφού διορθωθεί, μόνο, κατ' άρθρον 145 παρ.2 εδ. τελευταίο ΚΠΟΙΝΔ, ο χρόνος, που αναφέρεται στο διατακτικό του, ως χρόνος τελέσεως της πράξεως από το εσφαλμένο " αρχές του έτους 1995 μέχρι τις 2.1.1998" στο ορθό " από την 24 Αυγούστου 1995 μέχρι τις 2 Ιανουαρίου 1998" και να απορριφθεί η από 9.5.2005 αίτηση μαζί με τις από 21.11.2005 και 29.11.2005 αιτήσεις για την άρση της υπ' αριθμόν 185/26.4.2005 Διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Όμως, πουθενά στο βούλευμα ή στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δεν γίνεται μια γενική αναφορά των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη. Η έλλειψη αυτή ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, δεν καλύπτεται από την επιλεκτική αξιολόγηση των αναφερομένων ως άνω τραπεζικών λογαριασμών του αναιρεσείοντες και της απολογίας αυτού. Διότι όπως προκύπτει από το σκεπτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος (σελ. 23) και από τον φάκελλο της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν ελήφθη υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αφού δεν γίνεται καθόλου μνεία ούτε κατά κατηγορία των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, ήτοι των μαρτυρικών καταθέσεων και των άλλων εγγράφων, καθώς και των υπομνημάτων του αναιρεσείοντος, που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση.
Συνεπώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την από τις ως άνω διατάξεις απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και πρέπει, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο αναιρέσεως, παρελκούσης δε της έρευνας των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω να αναιρεθεί το υπ'αριθμ. 2118/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών. Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη της, κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προανάκριση και κύρια ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο, να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η αόριστη όμως αναφορά στο βούλευμα των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, χωρίς κανένα ειδικότερο προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστικό συμβούλιο δεν αρκεί, και η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται από την τυχόν επιλεκτική επίκληση, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, αφού προηγουμένως διόρθωσε και αναδιατύπωσε το διατακτικό του, ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με βασικό έγκλημα, αυτό της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, από την οποία το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ(άρθρα 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 258 περ.γ', 263Α του Π.Κ, 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, 1 στοιχ. α και 2 παρ.1 του ν. 2331/1995, όπως αντικ. με άρθρο 2 παρ.1 και 3 παρ.1 του ν. 3424/2005). Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο με αριθμό 2118/2007 βούλευμά του, με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, την οποία ενσωματώνει αυτούσια στο σκεπτικό του, διαλαμβάνει σε σχέση με την παράθεση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία σχημάτισε την, περί παραπομπής των κατηγορουμένων, ουσιαστική κρίση του, τα ακόλουθα: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος, Χ1, με την υπ' αριθμό 2104/2006 απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος του ότι στη ....... Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπάλληλος τυγχάνων, στον οποίο είχε ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, τα οποία είχε λάβει στην κατοχή του λόγω της παραπάνω ιδιότητας του, τέλεσε δε την πράξη του αυτή υπό την επιβαρυντική περίσταση της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου, καθόσον η πράξη του στρεφόταν κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το δε επιτευχθέν απ' αυτόν όφελος και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχονται στο ποσό των 66.500.000 δρχ. Συγκεκριμένα, κληρικός τυγχάνων της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, φέρων τον βαθμό του Επισκόπου και κατέχων τη θέση του Μητροπολίτη ......, ιδιοποιήθηκε, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, παράνομα το συνολικό ποσό των 66.500.000 δρχ. σε βάρος της περιουσίας της Ιεράς Μονής .... και ....., η οποία, ως θρησκευτικό καθίδρυμα κατά τις διατάξεις του Ν.590/77 περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, προστατευόμενο από τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί καταχραστών του δημοσίου.
Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και την ιδιότητα του ως επιχώριου Μητροπολίτη και την ως εκ τούτου δυνατότητα του προς επιβολή επί της υπέργηρης (ηλικίας 84 ετών) Ηγουμένης και αφού αφενός υπόσχονταν σ' αυτήν ότι θα προωθήσει το ζήτημα Αγιοκατάταξης του ..... και αφετέρου την απειλούσε ότι θα την έσερνε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και θα την εξόριζε, παρέλαβε απ'αυτήν, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της Ιεράς Μοναστικής Αδελφότητας και του Ηγουμενοσυμβουλίου, τα αναφερόμενα παρακάτω χρηματικά ποσά προκειμένου να τα διαθέσει για τις ανάγκες του ποιμαντικού έργου της Μητροπόλεως ...., πράγμα το οποίο δεν έπραξε ούτε επέστρεψε στη Μονή τα χρήματα, αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του και τα ιδιοποιήθηκε έτσι παράνομα: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998 ο κατηγορούμενος, ως Μητροπολίτης ...., παρέλαβε από την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής ..... και ..... :
1) το ποσό των 500.000 δρχ. για κάθε επίσκεψή του, η οποία ελάμβανε χώρα μία, φορά ανά δεκαπέντε (15) ημέρες 2) το ποσό των 500.000 δρχ., τρεις φορές το χρόνο και δη κατά την ακολουθία του Μεγάλου Απόδειπνου, κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κατά την ακολουθία του Νυμφίου, κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα και κατά το Μεγάλο Ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης 3) το ποσό των 1.500.000 δρχ., δύο φορές το χρόνο, κατά την 5η Μαΐου, ημέρα της εορτής του οσίου .... και 4) το ποσό των 1.500.000 δρχ. την 2-1-1998.
Συνολικά, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο κατηγορούμενος παρέλαβε από την τότε Ηγουμένη το ποσό των 51.000.000 δρχ.( 36.000.000 και 4.500.000 και 9.000.000 και 1.500.000 δρχ.), το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Β) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996, υπό την ίδια ιδιότητα και περιστάσεις, παρέλαβε από την Ηγουμένη Γ1, μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβύτερου Δ1, που υπηρετούσε ως γραμματέας στο ιδιαίτερο γραφείο του, το συνολικό ποσό των 15.500.000 δρχ. και δη το ποσό των 500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία, πάντως μέσα στο θέρος του έτους 1995. Τα ποσά αυτά τα παραλάμβανε από την Ηγουμένη για λογαριασμό του κατηγορουμένου ο Δ1 και τα παρέδιδε στον κατηγορούμενο εντολέα του, ο οποίος τα ιδιοποιήθηκε παράνομα.
Το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε κάθειρξη οχτώ (8) ετών και απεφάνθη όπως η έφεση που θα ασκήσει ο κατηγορούμενος να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε, με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής 30.000 ευρώ ως χρηματική εγγύηση και της απαγορεύσεως εξόδου του από την χώρα.
Η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος είναι αυτή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. δηλονότι το προαπαιτούμενο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η ποινική δίωξη για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως, κατόπιν του ΕΠ 111/05 από 8-4-2005 εγγράφου της Επιτροπής του άρθρου 7 Ν.2331/95.
Εκ του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε στον με αριθμό ........ λογαριασμό, που τηρεί στην EUROBANK, εξ 94.000.000 δρχ., προϊόν της κακουργηματικής υπεξαίρεσης για την οποία παραπέμφθηκε στο Ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, επιχειρώντας μ' αυτόν τον τρόπο να συγκαλύψει την αληθινή προέλευσή τους δια του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως, η Ανακρίτρια του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος εξέδωσε την υπ' αριθμόν 185/ 26.4.2005 Διάταξη, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως, με την οποία απαγόρευσε την κίνηση του υπ' αριθμόν ......... λογαριασμού, που τηρούσε στην Τράπεζα EUROBANK ο κατηγορούμενος, όπως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό, έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα.
Μετά την έκδοση της Διατάξεως αυτής ο Διευθυντής της Διεύθυνσης COMPLIANCE της ανωτέρω Τράπεζας, στον οποίο διαβιβάστηκε, εκτελώντας αυτήν, με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου ..... έγγραφο, γνωστοποίησε στην 11η Τακτική Ανακρίτρια ότι μέχρι την 27.4.2005 ο κατηγορούμενος ήταν δικαιούχος η και συνδικαιούχος με συγγενικά του πρόσωπα των λογαριασμών που παρουσίαζαν υπόλοιπο και ιδίως:
1) ..... λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 10,96 ευρώ 2) ...... λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του με συνδικαιούχο την αδελφή του Ζ1, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 72.785,63 ευρώ 3) ........ λογαριασμό ταμιευτηρίου σε ξένο συνάλλαγμα που, είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του με συνδικαιούχους τους Ζ2 και Ζ3, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 831,30 δολάρια ΗΠΑ 4) ....... λογαριασμός-μερίδα χαρτοφυλακίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του και στο όνομα των Ζ2 και Ζ3, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 246.439,63 ευρώ 5) ...... λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "....Ltd", του οποίου λογαριασμού ο κατηγορούμενος είναι, κατά δήλωσή του, δικαιούχος του κεφαλαίου (....) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 258.818,18 ευρώ 6) ....... λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία .... Ltd, του οποίου λογαριασμού-μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωση του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου (....) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 9.756,86 δολάρια ΗΠΑ 7) ...... λογαριασμός μερίδος χαρτοφυλακίου, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία ".....Ltd'', της οποίας μερίδας ο κατηγορούμενος, κατά δήλωσή του, είναι δικαιούχος του κεφαλαίου( .....της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 3.539.644,29 ευρώ.
Επιπλέον, σε εκτέλεση της ανωτέρω ανακριτικής διατάξεως, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με το υπ' αριθμόν ...... έγγραφό της, γνωστοποιεί ότι ο κατηγορούμενος είναι δικαιούχος του υπ' αριθμόν ....... λογαριασμού, με υπόλοιπο, την 17.11.2005, ποσό 1251,98 ευρώ.
Η κατηγορία που αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι το προϊόν της εγκληματικής πράξης (δηλαδή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ.) και συγκεκριμένα το ποσό των 66.500.000 δρχ., απέκρυψε και μεταβίβασε κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 1995 μέχρι την 2.1.1998, αφού τα κατέθεσε σε προσωπικούς, κοινούς και εταιρικούς λογαριασμούς (ανωτέρω 1 έως 6) ταμιευτηρίου και μερίδων χαρτοφυλακίου στην Τράπεζα EUROBANK ενεργώντας από κερδοσκοπία και με σκοπό συγκάλυψης της αληθινής προέλευσής τους.
Το αποκτηθέν παρανόμως ανωτέρω χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ. δεν είναι το μοναδικό υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού παράγει, με την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ιδίως δια μέσου υπεράκτιων εταιρειών και άλλα παράνομα ωφελήματα, από την κατάθεση σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, από την κεφαλαιοποίηση των τόκων και από την επωφελή επένδυση και εκμετάλλευση των παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων, που πλέον αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και απαρτίζουν την έννοια της περιουσίας, κατά την διάταξη του άρθρου 1, β Ν.2331/2005.
Ο κατηγορούμενος, απέκρυψε την προέλευση των, από παράνομη ιδιοποίηση, προερχομένων χρηματικών ποσών, διοχετεύοντας αυτά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, μάλιστα δε, κατέστη κάτοχος λογαριασμών-μερίδας χαρτοφυλακίου του κεφαλαίου της υπεράκτιας εταιρείας ....., όπως ανωτέρω καταχωρούνται.
Η εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου, αλλά και ο συνολικός σχεδιασμός της δράσης του αρχίζει από την εποχή που ανέμενε την δημοσίευση του διορισμού του στη Μητρόπολη ....., όταν με διάφορα προσκόμματα, δεν επέτρεπε την σύνταξη Κανονισμού Λειτουργίας της Μονής, για να μπορεί να διαχειρίζεται τα οικονομικά της Μονής.
Μάλιστα δε, αρνήθηκε να προωθήσει προς έγκριση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Κανονισμό Λειτουργίας που κατήρτισε το Τριμελές Ηγουμενοσυμβούλιο, θεωρώντας ότι η Ιερά Μονή έχει τάσεις αυτονομήσεως και φαλκιδεύσεως των κανονικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων του οικείου Μητροπολίτη.
Έτσι, δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε από τον κατηγορούμενο η εκκρεμής κατάσταση, ως προς την διοικητική και οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής, για να μπορεί ο ίδιος να διαχειρίζεται προς όφελος του τα οικονομικά της.
Για να κάμψει δε την αντίσταση της τότε Ηγουμένης Γ1, γνωρίζοντας ότι η διακαής επιθυμία της ήταν η Αγιοκατάταξη του ..... και ότι για αυτό έπρεπε ο ίδιος να εισηγηθεί θετικά στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, άσκησε, το μεν ψυχολογική πίεση σ' αυτήν, για να προωθήσει την Αγιοκατάταξη, το δε, με την απειλή ότι θα την σύρει στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια και θα την αφορίσει, κατάφερε να της αποσπάσει διάφορα χρηματικά ποσά για να τα διαθέσει, δήθεν, για το ποιμαντικό έργο της Μητροπόλεως.
Εξ' άλλου, με την ανάληψη των καθηκόντων του, ζήτησε και έλαβε με απόδειξη και με απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου ως δωρεά, το ποσό των 1.500.000 δρχ. για να καλύψει τις ανάγκες επίπλωσης των γραφείων της Μητροπόλεως και τα δικαστικά έξοδα της δικαστικής διαμάχης με τον πρώην Μητροπολίτη .... Β1, την στιγμή που η Μητρόπολη ..... είχε την υποχρέωση και την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τις παραπάνω δαπάνες.
Στην συνέχεια, ελάμβανε, υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη ....., είτε προσωπικά ο ίδιος, κατά τις εορτές που ιερουργούσε στη Μονή και σε άλλες μέρες που μετέβαινε προς τούτο στη Μονή, μετά από τηλεφωνική ειδοποίηση της Ηγουμένης, να του ετοιμάσει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είτε δια του πρεσβυτέρου Δ1, στον οποίο είχε αναθέσει την τέλεση του εσπερινού της Κυριακής στη Μονή και ο οποίος ζητούσε από την Ηγουμένη συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, κατ' εντολή και για λογαριασμό του κατηγορουμένου.
Είναι πρόδηλο, ότι άμεση προτεραιότητα του κατηγορουμένου, υπήρξε η διοχέτευση του ρευστού στο νόμιμο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα του εσωτερικού, μέσω της μεταμφίεσής του σε συνήθεις μορφές χρηματοοικονομικών αξιών.
Αλλά δεν παρέμεινε στο στάδιο αυτό. Διαχώρισε τα παράνομα έσοδα από την πηγή τους, δημιουργώντας ένα πλέγμα οικονομικών συναλλαγών, σχεδιασμένο να καλύψει το εποπτικό ίχνος και να εξασφαλίσει ανωνυμία, μεταφέροντας τα ήδη τοποθετημένα χρήματα σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα.
Οι εγκληματικές ενέργειες του κατηγορουμένου, υπάκουαν σε ένα οργανωμένο σχέδιο, που αφετηρία είχε την παράνομη απόκτηση χρημάτων και πέρας την απόκρυψη τους δια μέσου μιας συστηματικής μεθόδευσης συναλλαγών.
Περαιτέρω, είναι προφανές ότι το Συμβούλιο έκρινε ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι αυτός της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία.
Η κρίση αυτή δεν είναι ορθή, το μεν διότι ταυτίζει τις δύο πράξεις από πλευράς χρόνου τελέσεως, ενώ ευρίσκονται σε σχέση προηγούμενης και επόμενης, το δε, διότι, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο τα παράνομα έσοδα, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και με την μορφή της κατάθεσης, κατέληγαν και αναπαράγονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και διοχετεύονταν σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα.
Ο κατηγορούμενος, προς την κατεύθυνση αυτή ουδέν συνεισφέρει, πλην του υπολογισμού των τόκων των τραπεζικών λογαριασμών του.
Αντιθέτως, εκμεταλλευόμενος την προφανή αυτή παραδρομή και μάλιστα με την υπόμνηση ότι ο Ν.2331/95 ίσχυσε από την 23.8.1995, προβαίνει σε μία αλυσιτελή αφαιρετική διαδικασία των, κατ' αυτόν, ποσών, που δεν μπορούν να υπολογιστούν στο συνολικό ποσό των 50.000.000 δρχ., αρνούμενος πάντα, ότι τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, αφού τα ποσά αυτά αφορούν και σχετίζονται με την υπό κρίση χρονική περίοδο των αρχών του έτους 1995 και μέχρι την 23.8.1995.
Κι' αυτό διότι λογαριάζοντας τα ποσά του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, (υπό την προϋπόθεση, κατά την άποψη του, ότι μπορούσε να γίνει η άθροιση, που δεν μπορεί να γίνει), στο συνολικό ποσό των 23.500.000 δρχ., δια της αφαιρέσεως, καταλήγει σε ποσό μικρότερο των 50.000.000 δρχ. με συνέπεια και, αφού οι μερικότερες πράξεις υπολείπονται του ποσού των 15.000 ευρώ, να μην μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 1, στοιχείο α, π Ν.2331/95, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 1 Ν.3424/2005.
Όμως, το Συμβούλιό Σας, μπορεί να διορθώσει το, εκ παραδρομής, σφάλμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως, κείμενο εντός των χρονικών ορίων εφαρμογής του Ν.2331/95, χωρίς να μειωθεί το χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ., που αποτελεί το αντικείμενο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και κατ' επέκταση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Από τις διατάξεις των άρθρων 313,317,318,319, 463, 469, 481 και 482 συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση που το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως κάποιου από τους διαδίκους της ποινικής διαδικασίας, δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 470 ΚΠΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ενδίκου μέσου κατά βουλευμάτων και έχει την εξουσία ακόμα και να χειροτερεύσει την θέση του κατηγορουμένου και να προσδώσει στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τον ορθό χαρακτηρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας.
Μεταβολή της κατηγορίας, υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική, από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει απαγγελθεί η κατηγορία, επί της οποίας κλήθηκε να απολογηθεί ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό.
Αντιθέτως, δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με το βούλευμα συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, όπως και όταν καθορίζεται μεν διαφορετικός χρόνος τέλεσης της πράξης, αρκεί τούτο να μην επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης, ή να μην αποκλείει υπάρχουσα παραγραφή.
Ώστε, το Συμβούλιο Εφετών, επιλαμβανόμενο έφεσης του κατηγορουμένου, μπορεί, στα πλαίσια της λειτουργικής αρμοδιότητάς του, να προβεί, με το Βούλευμα, που εκδίδει, σε ορθό χαρακτηρισμό της πράξης και στον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης αυτής, εφόσον έτσι δεν αποκλείεται υπάρχουσα παραγραφή η δεν επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξης.
Επιπλέον, από την διάταξη του άρθρου 317 παρ.2 ΚΠΔ προκύπτει ότι σκοπός της θεώρησης της κατηγορίας, είναι να διορθώσει και να θεραπεύσει κάθε ατέλεια η πλημμέλεια η αταξία του πρωτοδίκου βουλεύματος, είτε ουσιαστική, είτε δικονομική, πριν να έλθει η υπόθεση στο Δικαστήριο, επανεξεταζομένης πλήρως της υποθέσεως, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 318 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, ελέγχοντας το πρωτόδικο βούλευμα, έχει αρμοδιότητα να διατάσσει ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Επομένως, το Συμβούλιό σας πρέπει να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων το χρονικό διάστημα από την 24.8.1995 και εντεύθεν, εφόσον η εγκληματική δράση του κατηγορουμένου είχε εκδηλωθεί και κατ' αυτό το χρόνο, μέχρι και την 2.1.1998.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο κατηγορούμενος ότι "όσα ποσά υπάρχουν ή και υπήρξαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του, ανήκουν στην οικογένειά του και σ' αυτόν και προέρχονται από νόμιμη δραστηριότητά τους" και ότι " όταν ο δράστης (ειδικώς δε αν πρόκειται για μεμονωμένο πρόσωπο) καταθέτει τα χρήματα, που φέρεται να έχει αποκτήσει (δήθεν) από εγκληματική του πράξη, σε δικό του, προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, η ενέργεια του, ναι μεν ενδέχεται να συνιστά μία πράξη αποκρύψεως, πλην όμως, μόνη αυτή, δεν του προσδίδει νόμιμο τίτλο για τα φερόμενα παράνομα έσοδά του".
Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι, αναπόδεικτοι και μετέωροι. Και τούτο, διότι η αόριστη αναφορά περί της προέλευσης από νόμιμη δραστηριότητα των ποσών που υπάρχουν στους λογαριασμούς, χωρίς η δραστηριότητα αυτή να κατονομάζεται η να περιγράφεται η ακόμη να υποστηρίζεται από νομιμοποιητικά έγγραφα, δεν αρκεί για να καταδείξει την νόμιμη προέλευση των καταθέσεων.
Οι μισθοί και τα τυχερά του κατηγορουμένου, λόγω της θέσεως του ως Μητροπολίτη επί τριάντα και πλέον έτη με τον ασαφή χαρακτηρισμό "αμφότερα σημαντικού ύψους", που δεν προσδιορίζεται, ούτε αποδεικνύεται, δεν επαρκούν για να καλύψουν τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς, ούτε και " η περιουσία", που δεν προσδιορίζεται σε ποιόν ανήκει ούτε και τα εισοδήματα των αδελφών του, που δεν αναλύονται.
Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, αφού έχει προσδιοριστεί το υλικό αντικείμενο του βασικού εγκλήματος στο ποσό των 66.500.000 δρχ., οποιοδήποτε επιπλέον ποσό βρέθηκε στους λογαριασμούς του, δεν μπορεί νομικώς και ουσιαστικώς να αποτελέσει υλικό αντικείμενο της αποδιδομένης πράξεως ώστε δεν μπορεί να είναι πλέον δεσμευμένο.
Και το αίτημα να αρθεί, κατά το επιπλέον ποσό, η διάταξη δεσμεύσεως κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του.
Επί του ζητήματος αυτού, ρητέα τα εξής: Η 11η Τακτική Ανακρίτρια με την υπ' αριθμόν 185/ 26.4.2005 Διάταξη, κατόπιν συμφώνου γνώμης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, απαγόρευσε την κίνηση του με αριθμό.......... λογαριασμού, που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα EUROBANK, ως και κάθε λογαριασμού, που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα.
Ο κατηγορούμενος με την από 9.5.2005 αίτησή του και τις από 2.11.2005 και 29.12006 αιτήσεις του με όμοιο περιεχόμενο τις οποίες επαναφέρει και επικαλείται στην έκθεση εφέσεως, ζήτησε (και ζητά) την άρση της ανωτέρω διατάξεως.
Η αίτηση του αυτή, κρίθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο, με το υπ' αριθμόν 2234/2005 βούλευμα, απεφάνθη για την απόρριψή της, ως ουσιαστικά αβάσιμης.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5 παρ Α Ν.2331/95, ο κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του Ανακριτή η την ανάκληση του βουλεύματος με αίτηση που απευθύνεται προς το Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή η τον Εισαγγελέα, μέσα σε δέκα μέρες από την επίδοση σ' αυτόν της διάταξης η του βουλεύματος. Το Συμβούλιο, στο οποίο, δεν μετέχει ο Ανακριτής αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης η του βουλεύματος. Η διάταξη η το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.
Από την ανωτέρω διάταξη νόμου, συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος ή ο τρίτος, με τον οποίο ο κατηγορούμενος διατηρούσε κοινό λογαριασμό, σε περίπτωση που εκδόθηκε διάταξη του Ανακριτή, κατ' άρθρον 5 παρ.1 Ν.2331/95, έχει δύο δυνατότητες 1) η πρώτη είναι η αυτοτελής αίτηση, με αίτημα την άρση της διατάξεως του Ανακριτή, που απευθύνεται στο Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή η τον Εισαγγελέα εντός προθεσμίας δέκα ημερών, που αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της διατάξεως. Το Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε ημερών, αμετακλήτως δηλαδή δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως η της αναιρέσεως σε βάρος του βουλεύματος που αποφαίνεται για την τύχη της αιτήσεως.2) η δεύτερη είναι η ανάκληση της διατάξεως του Ανακριτή η του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, αν προκύψουν νέα στοιχεία. Η ευχέρεια αυτή χορηγείται στον Ανακριτή, όταν διενεργείται κυρία ανάκριση και στο Δικαστικό Συμβούλιο, στην περίπτωση που διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και η απαγόρευση κινήσεως λογαριασμών επιβλήθηκε με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου. Η ανάκληση διενεργείται αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου.
Συνεπώς, η από 9.5.2005 αίτηση του κατηγορουμένου, που επαναφέρεται προς κρίση, για την. άρση της με αριθμό 185/26.4.2005 διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας, η τύχη της οποίας κρίθηκε με το υπ' αριθμόν 2234/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αμετακλήτως, καθώς και οι από 21.11.2005 και από 29.1.2006 αιτήσεις, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, νομικά και πραγματικά, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το υπ' αριθμόν 1037/2007 βούλευμα, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για το προαναφερόμενο έγκλημα και τον παρέπεμψε να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η έφεση του κατηγορουμένου, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί το εν λόγω βούλευμα, αφού διορθωθεί, μόνο, κατ' άρθρον 145 παρ.2 εδ. τελευταίο ΚΠΔ, ο χρόνος, που αναφέρεται στο διατακτικό του, ως χρόνος τελέσεως της πράξεως, από το εσφαλμένο " αρχές του έτους 1995 μέχρι τις 2.1.1998" στο ορθό " από την 24 Αυγούστου 1995 μέχρι τις 2 Ιανουαρίου 1998" και να απορριφθεί η από 9.5.2005 αίτηση μαζί με τις από 21.11.2005 και 29.11.2005 αιτήσεις για την άρση της υπ' αριθμόν 185/26.4.2005 Διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών".
Από τις αναφορές, όμως, αυτές του Συμβουλίου Εφετών, προκύπτει ότι τόσο στο προσβαλλόμενο βούλευμα, όσο και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δεν γίνεται οποιαδήποτε, έστω, γενική (κατ' είδος) αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη του, προκειμένου το Συμβούλιο να καταλήξει στην κρίση του αυτή. Συγκεκριμένα, στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, προς το Συμβούλιο Εφετών, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ενσωματώθηκε καθολικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία και αναφορά, σε οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, από εκείνα του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ, όπως επίσης και στο ίδιο το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν γίνεται από το Συμβούλιο Εφετών, αντίστοιχη αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του. Ούτε επίσης, γίνεται, στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οποιαδήποτε αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ώστε τυχόν σχετική παράλειψη να καλυφθεί. Η έλλειψη αυτή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καλυφθεί από την επιλεκτική αξιολόγηση ορισμένων μόνο εγγράφων και μάλιστα των τραπεζικών λογαριασμών ή και ορισμένων ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, τη στιγμή κατά την οποία, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι συνεκτιμήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη το σύνολο των ευρισκομένων στη δικογραφία εγγράφων, ακόμη δε και οι απολογίες του (κυρία και συμπληρωματική) καθώς και τα υπομνήματά του κατηγορουμένου, για τα οποία δεν γίνεται ούτε επίκλησή τους. Η έλλειψη αυτή του βουλεύματος, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, για τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν γίνεται σ' αυτό οποιαδήποτε αναφορά, είτε στους μάρτυρες, είτε στα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη, πλην ελαχίστων, όπως στην υπ' αριθμό 2104/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, ή στο υπ' αριθμό ΕΠ 8-4-2005 έγγραφο της επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, ή σε ορισμένα έγγραφα του Ανακριτή, καθιστά ελλιπή αιτιολογία, αντίθετα προς ό,τι επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Έτσι, όμως, υπάρχει ασάφεια στο προσβαλλόμενο βούλευμα και, ως εκ τούτου, αυτό στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή, ως βάσιμου του προβαλλόμενου, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του Κ.Π.Δ, λόγου αναιρέσεως, της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί, το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρα 485 παρ.1, 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμό 2118/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ