Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1514 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νομιμοποίηση εσόδων.




Περίληψη:
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 1514/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1467/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1588/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, με αριθμό 555/2-12-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 160/6-10-08 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του 1467/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και του προδικαστικού του 2698/07, το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά του 301/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, επικύρωσε το βούλευμα τούτο και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα, αμφότερα κατ' εξακολούθηση [άρθρα 13 περ.γ,στ,60-63,94 παρ.1,98,404 παρ.2,3 ΠΚ,1 παρ.1 περ.αιη, όπως αντικατ. με το άρθρο 6 παρ.1 Ν.2515/97,2 παρ.1 εδ. α, β Ν.2331/95],και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα.
2-Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο, στον οποίο ο νόμος του δίνει το σχετικό δικαίωμα, αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα τον παραπέμπει για κακουργήματα, με δήλωση, μέσω της εξουσιοδοτημένης συνηγόρου του Νερατζώ Καρατσιόβη, ενώπιον του γραμματέα του εκδώσαντος αυτό Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, πριν προ πάσης προς αυτόν επιδόσεως. Η έκθεση συντάχθηκε από την αρμόδια γραμματέα Αικ. Σωφρόνη με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ και περιέχει τους λόγους για τους οποίους ασκείται, οι οποίοι έγκεινται στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφάρμοσε,[άρθρα 139 και 484 παρ.1 περ.β και δ ΚΠΔ].
Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της. Α-Νομικές διατάξεις. α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά.[ΑΠ.19/01 ΟΛΟΜ-ΠΔΙΚ. 01/1225, ΠΧΡ.02/402, ΠΛΟΓ. 01/1693]. β-Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. γ-Κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Κατά το άρθρο 98 του Π.Κ., αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στη διάταξη αυτή με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/3-6-1999 προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος, που ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. δ-Τοκογλυφία. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 Π.Κ., όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/3-6-1999,"1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσή της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α') όποιος, ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. β') όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 στοιχ. α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν απ' αυτή την απαίτηση.3. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παρ. 1 και 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή. Με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/3-6-1999 επήλθε νομοθετική μεταβολή στις ποινικές κυρώσεις του εγκλήματος της τοκογλυφίας και, ειδικότερα, στη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 404 Π.Κ. η φράση "με φυλάκιση μέχρι δύο ετών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών", στη δε παράγραφο 3 του άρθρου αυτού η φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών".Κατά συνέπεια, μετά την έναρξη της ισχύος του ανωτέρω υπ'αριθμ. 2721/3-6-1999 νόμου, το έγκλημα της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφίας φέρει πλέον κακουργηματικό χαρακτήρα. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας δύναται να πραγματωθεί με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων ή με την επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί και με την κατάθεση αιτήσεως από το δράστη στο αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση, βάσει αξιογράφων (συναλλαγματικών, επιταγών) που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, διαταγής πληρωμής σε βάρος του θύματος. Οι ανωτέρω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφ' όσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική και όχι φαινομένη συρροή, δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, κατά την έννοια του άρθρου 98 Π.Κ., εφ' όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως κάθε εγκληματικής μορφής από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 Π.Κ. και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του δράστη. Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωματώνουν μη νομίμους τόκους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή η επιδίωξη εισπράξεως αυτών (ΑΠ 480/98 ΠΧ ΜΗ/1091,ΑΠ 604/00 ΠΧ ΝΑ/17,ΑΠ.1606/04 ΔΙΚ.04/1569]- ε-Κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατά το άρθρο 13 περ.στ ΠΚ "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". 'Ετσι, κατά την έννοια της άνω διατάξεως (άρθρο 404 παρ. 3 Π.Κ.), ως κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι πράττει ο υπαίτιος της τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη, με σκοπό να πορισθεί από αυτές εισόδημα. Προς τούτο αρκεί και η τέλεση μιας μόνο πράξεως, όταν από αυτήν, εν όψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων που τη συνοδεύουν, προκύπτει η ως άνω επιδίωξη του πορισμού εισοδήματος. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, ως κατά συνήθεια τέλεση τοκογλυφίας νοείται η από την κατ' επανάληψη τέλεση αυτής συναγωγή συμπεράσματος ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας (ΑΠ 1647/1999 ΠΧ Ν' σελ. 734). στ-Νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων. Κατά το άρθρο 2 παρ.1 στοιχ, όπως αντικαταστ. με το άρθρο 3 παρ.1 Ν.3424/05,του Ν.2331/95 "Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις..", τιμωρείται κατά μεν το στοιχείο α με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κατά δε το στοιχείο β με κάθειρξη αν έδρασε ως υπάλληλος των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 2α παρ.1 και με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών ,αν ασκεί τέτοιου είδους πράξεις κατ' επάγγελμα ή αν είναι υπότροπος ή έδρασε στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής ομάδας ή οργάνωσης. Και νομιμοποίηση μεν εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κατά το άρθρο 1 στοιχ.β, όπως τούτο αντικαταστ. με το άρθρο 2 παρ.5 του Ν.3424/05,του ίδιου νόμου νοούνται α) η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του, β) η απόκρυψη ή η συγκάλυψη όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι προέρχεται από δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, και δ) η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξής της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης. Εγκληματικές δε δραστηριότητες, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ίδιου νόμου νοούνται τα βασικά καλούμενα εγκλήματα, στα οποία περιλαμβάνονται αφενός μεν όσα απαριθμούνται στο στοιχ. α, όπως τούτο τροποπ. αρχικά με το 2 Ν.2479/97,έκτο Ν.2656,ένατο Ν.2803/00,1 Ν.2928/01,70 Ν.3028/02,και αντικατ. τελικά με το άρθρο 2 παρ.1 Ν.3424/05,μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας (υποπερ. δδ), αφετέρου δε, κατά το στοιχ.β, όπως τούτο αντικατ. με το άρθρο 2 παρ.5 Ν.3424/05,κάθε πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητικής της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 Ε. Περιουσία δε, κατά το ίδιο άρθρο (στοιχ.γ) νοείται κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1,που προστέθ. με το άρθρο 3 παρ.1 Ν.3424/05, στοιχ. δ, η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α,β και γ της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω υπό τα στοιχεία α,β και γ, αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. α) Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για τη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ' αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ' αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά του υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ' ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β). Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β." Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα εξής συμπεράσματα: α)-Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα διαπλάσσεται από το νόμο ως υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του (απαίτηση ή αποδοχή δώρου ή ωφελήματος ή υπόσχεσης παροχής), αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορεί να εναλλαχθούν, ενώ στην περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης τελείται ένα μόνον έγκλημα, του οποίου μάλιστα χρόνος τέλεσης είναι ο χρόνος που εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος (τέλεσης). Συνίσταται δε σε μια σύνθετη διαδικασία μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία στη συνέχεια μετασχηματίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται νόμιμη. β)-Προσβαλλόμενο έννομο αγαθό από τη νομιμοποίηση είναι η εσωτερική ασφάλεια και η ίδια η κοινωνία, η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η απονομή της δικαιοσύνης. Τούτο σημαίνει ότι η νομιμοποίηση τιμωρείται και όταν δεν γίνεται μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
γ)-Η τέλεση του αδικήματος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός χρονικά πρότερου εγκλήματος, κύριου ή βασικού, που ανήκει στην κατηγορία των εγκλημάτων που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 1 του νόμου και από το οποίο προέρχεται η περιουσία που νομιμοποιείται. Τα δυο αυτά εγκλήματα συρρέουν μεταξύ τους με αληθινή πραγματική συρροή. δ)-Η εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προέρχεται η περιουσία, η οποία ερευνάται παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο, πρέπει όχι απλώς να εικάζεται, αλλά και να εξατομικεύεται πλήρως ως προς το χρόνο και τους δράστες της, έστω και εάν δεν έχουν καταδικασθεί γι' αυτήν ή δεν έχει απαγγελθεί κατηγορία,[ΑΠ.372/02 Π.ΛΟΓ.02/291, ΑΠ.478/00 ΝΟΒ 00/1309]. ε)-Υποκείμενο τελέσεως της νομιμοποίησης μπορεί να είναι και ο αυτουργός ή ο ηθικός αυτουργός του βασικού εγκλήματος υπό την προϋπόθεση ότι η τέλεση αυτού από τον ίδιο τον δράστη ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχέδιο δράσης. Ο δράστης δηλ. του βασικού εγκλήματος μπορεί να ταυτίζεται με το δράστη της νομιμοποίησης.
στ)-Η τέλεση του ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να γίνεται στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής ομάδας ή οργάνωσης, αλλά μπορεί να τελεσθεί και από ένα μεμονωμένο άτομο. Εάν όμως ο υπαίτιος έδρασε στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικής οργάνωσης, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση με αποτέλεσμα η πράξη του να τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. ζ)-Η νομιμοποίηση δεν συνιστά διακεκριμένη αποδοχή προϊόντος του εγκλήματος, ούτε τελεί σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού προς αυτή. Μεταξύ της αποδοχής και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος υπάρχει σχέση απορρόφησης. Τα δυο εγκλήματα είναι εναλλάσσουσες έννοιες, δηλ. μεταξύ τους υφίσταται σχέση αλληλοτομής. Μερικές φορές πράξεις αποδοχής είναι συγχρόνως και πράξεις ξεπλύματος χρήματος, π.χ. αγορά κλοπιμαίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, μερικές ουδέποτε συνιστούν και πράξεις ξεπλύματος, ακόμα και εάν συντρέχουν όλες οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.2331/95.π.χ.η αποδοχή κλοπιμαίου ευτελούς αξίας, ενώ μερικές πράξεις ξεπλύματος δεν συνιστούν και πράξεις κλεπταποδοχής, π.χ. η μετατροπή περιουσίας από τον ίδιο το δράστη.[Χρ. Μυλωνόπουλος Ποιν. Δίκαιο. Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας 2001 σελ.636]. η)-Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, γνώση δηλ. και αποδοχή ότι η μετατρεπόμενη ή η μεταβιβαζόμενη ή η αποκτώμενη ή η κατεχόμενη ή η χρησιμοποιούμενη περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες και, επιπλέον, ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδόποτε εμπλέκεται σ' αυτές, προκειμένου να αποφύγει τούτος τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Είναι δηλ. έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. θ)-Η νομιμοποίηση των εσόδων ανήκει στην κατηγορία, όπως και η αποδοχή και διάθεση προϊόντων του εγκλήματος, των εξαρτημένων ή συναφών εγκλημάτων, η στοιχειοθέτηση των οποίων προϋποθέτει την προγενέστερη τέλεση κάποιας άλλης αξιόποινης πράξης. Η προηγούμενη πράξη από την οποία προέρχεται η νομιμοποιούμενη περιουσία αρκεί να είναι τελειωτικά άδικη, χωρίς να απαιτείται να είναι και καταλογιστή ή τιμωρητή. Ο δράστης τιμωρείται διότι συγκαλύπτει την εγκληματική προέλευση της περιουσίας. Είναι αδιάφορο, επομένως, εάν το αξιόποινο της προηγούμενης πράξης έχει εξαλειφθεί, λόγω παραγραφής, ανάκλησης ή μη υποβολής της εγκλήσεως, έμπρακτης μετάνοιας κλπ. Κατ' εξαίρεση με τον πρόσφατο νόμο 3424/05,που τροποποίησε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 εδ. δ του Ν.2331/95, στις περιπτώσεις της ελαφράς εγκληματικότητας θεσπίσθηκε εξάρτηση του αξιοποίνου και του τιμωρητού του ξεπλύματος με την προηγούμενη πράξη του βασικού εγκλήματος. Τούτο συμβαίνει όταν το βασικό έγκλημα, από το οποίο προέρχεται η περιουσία που ξεπλένεται, είναι πλημμέλημα που τιμωρείται από το νόμο με φυλάκιση έως ένα έτος. Στην περίπτωση αυτή υφίσταται εξάρτηση του αξιοποίνου και του τιμωρητού του ξεπλύματος από το βασικό έγκλημα, η οποία έχει τις εξής ποινικοδικονομικές συνέπειες: 1) Η νομιμοποίηση υποβιβάζεται από κακούργημα σε πλημμέλημα και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. 2) Εάν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου ή τρίτου για το βασικό έγκλημα, η τυχόν καταδίκη και ποινή κατά του δράστη για τη συναφή νομιμοποίηση δεν μπορεί να υπερβαίνει την ποινή που επιβλήθηκε κατ' αυτού ή κατά του τρίτου για το βασικό έγκλημα. Και 3) εάν εξαλειφθεί το αξιόποινο του βασικού, λόγω π.χ. παραγραφής, ή εάν απαλλαγεί ο δράστης γι' αυτό, τότε εξαλείφεται αντίστοιχα και απαλλάσσεται ταυτόχρονα και ο δράστης της νομιμοποίησης. Αντίθετα, [a contrario] εάν το βασικό έγκλημα είναι κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρούμενο με φυλάκιση άνω του ενός έτους, τότε δεν υπάρχει εξάρτηση του αξιοποίνου του ξεπλύματος από το αξιόποινο και το τιμωρητό του δράστη του βασικού εγκλήματος. Εάν π.χ. το βασικό έγκλημα είναι κλοπή ενός αυτοκινήτου, που τιμωρείται, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, [άρθρο 372 παρ.1 ΠΚ], δεν υπάρχει εξάρτηση της νομιμοποίησης αυτού από το αξιόποινο και από το τιμωρητό της κλοπής. Έτσι, εάν εξαλειφθεί το αξιόποινο του βασικού, εάν δηλ. παραγραφεί η κλοπή, ή εάν απαλλαγεί ο δράστης αυτής, δεν συνεξαλείφεται αντίστοιχα, ούτε συναπαλλάσσεται κατ' ανάγκη και ο δράστης του ξεπλύματος. Ώστε, τα εγκλήματα αυτά, δηλ. το βασικό έγκλημα και το αξιόποινο του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, έχουν αυτοτελές αξιόποινο, με ξεχωριστό το καθένα άδικο και απαξία.[ΑΠ.1611/07]. ι-Το έγκλημα της τοκογλυφίας συμπεριλαμβάνεται στα βασικά εγκλήματα του εγκλήματος της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων, είτε τελέσθηκε υπό τη βασική μορφή της καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας [της παραγρ.1],είτε υπό τη βασική μορφή της τοκογλυφικής σύναψης δανείου ή της λήψης τοκογλυφικών ωφελημάτων [της παραγρ.2], είτε τελέσθηκε υπό τη διακεκριμένη-κακουργηματική μορφή του, [κατ' επάγγελμα δηλ. ή κατά συνήθεια],γιατί σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις πληρούται ο αντικειμενικός όρος της γενικής ρήτρας, στην οποία περιέχονται όλα τα εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή στερητικής της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται και ο έτερος αντικειμενικός όρος ότι από την τέλεση αυτής προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 Ε. Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογίας) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2000 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος και δη αυτού της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφίας, κατά την παροχή δανείων, που συνήψε ως δανειστής, συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των (15.000) ευρώ. Ειδικότερα: α-Στις 25/04/2000) συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "Θ.ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Α.Β.Ε.Ε. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ-ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ" και το νόμιμο εκπρόσωπο της Ε1 σύμβαση δανείου ποσού (5.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμό .... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους (5.900.000) δραχμών, εις διαταγή του (κατηγορουμένου) και λήξεως 25/06/2000. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (9% ανά μήνα) ποσού 900.000 δρχ., ήτοι (5.000.000 Χ 9% ανά μήνα=450.000 το μήνα Χ 2 μήνες)= (900.000) δραχμές, τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει για διάστημα 60 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,20% ( δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 35/18.4.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις (120.000) δραχμές. Επομένως, έλαβε τοκογλυφικούς τόκους ύψους (900.000-120.000) -(780.000) δραχμών ή (2.289 ΕΥΡΩ). β- Στις 24/04/2000, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (1.300.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του, έλαβε την με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους (2.000.000) δραχμών, εις διαταγή "ΠΛΑΓΚΟΝ Α.Ε." και λήξεως την 25/07/2000 για διάστημα 60 ημερών και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν τόκος ύψους 18% ανά μήνα και συνολικού ποσού (700.000) δρχ., ήτοι (1.300.000 Χ 18% ανά μήνα=234.000 το μήνα Χ 3 μήνες =700.000 δραχμές), τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο (1.300.000) δραχμές, συνολικούς τόκους (700.000) δραχμών για διάστημα 90 αντιστοιχούσε τότε σε 1,20% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 35/18.4.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις (46.800) δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (700.000-46.800)=(653.200) δραχμών ή (1.916) ΕΥΡΩ. γ-Στις 20/06/2000, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (1.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμό ...επιταγή (ατομική του β' των εγκαλούντων) της Εθνικής Τράπεζας ύψους (1.330.000) δραχμών, εις διαταγή ΠΛΑΓΚΟΝ Α.Ε. και λήξεως 27/09/2000. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (ύψους 10% ανά μήνα) και συνολικού ποσού (330.000) δραχ. ήτοι (1.000.000 Χ 10% ανά μήνα = 100.000 το μήνα ( δηλ. 3.333 δρχ. ανά ημέρα Χ 99 ημέρες=(330.000) δραχμές, τον οποίο συνομολόγησε να λάβει ο κατηγορούμενος. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο (1.000.000) δραχμές, συνολικούς τόκους (330.000) δραχμών για διάστημα 99 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,16% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 36/28.6.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις (38.279) δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (330.000-38.279)=(291.721) δραχμών ή (856 ΕΥΡΩ). δ- Στις 13/07/2000, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (5.000.000) δραχμών και προς εξόφληση της απαιτήσεως του, έλαβε την με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, ύψους 6.350.000 δραχμών, εις διαταγή των εγκαλούντων και λήξεως την 14η/10/2000. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (ύψους 8,7% ανά μήνα) και συνολικού ποσού 1.350.000 δρχ., ήτοι 5.000.000 Χ 8,7% ανά μήνα-435.000 το μήνα ( δηλ. 14.500 δρχ. ανά ημέρα Χ 93 ημέρες=(1.350.000) δραχμές, τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο (5.000.000) δραχμές, συνολικούς τόκους (1.350.000) δραχμών για διάστημα 93 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,16% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 36/28.6.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις 179.799 δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (1.350.000-179.799)=(1.170.200) δραχμών ή (3.434) ΕΥΡΩ. ε- Στις 20/10/2000 , συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (3.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους 3.810.000 δραχμών, εις διαταγή των εγκαλούντων και λήξεως την 20η/01/2001. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (ύψους 8,7% ανά μήνα) συνολικού ποσού 810.000 δρχ., ήτοι (3.000.000 Χ 8,7% ανά μήνα=261.000 το μήνα (δηλ.8.700 δρχ. ανά ημέρα Χ 92 ημέρες)=810.000 δραχμές, τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο (3.000.000) δραχμών, συνολικούς τόκους (810.000) δραχμών για διάστημα 92 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,02% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 42.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν (93.840) δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (810.000-93.840) =(716.160) δραχμών ή (2.101 ΕΥΡΩ). στ-Στις 20/10/2000 συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού 3.000.000 δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμ. ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους 4.080.000 δραχμών, εις διαταγή των εγκαλούντων και λήξεως 20/02/2001. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (ύψους 8,7% ανά μήνα) και συνολικού ποσού 1.080.000 δρχ. (3.000.000 Χ 8,7% ανά μήνα = 261.000 το μήνα (δηλ. 8.700 δρχ. ανά ημέρα Χ 123 ημέρες =1.080.000 δραχμές), τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο 3.000.000 δραχμών, συνολικούς τόκους 1.080.000 δραχμών για διάστημα 123 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,02% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 42.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις 125.460 δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (1.080.000-125.460)=954.540 δραχμών ή (2.801 ΕΥΡΩ). ζ- Στις 25/01/2001, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1 σύμβαση δανείου ποσού (20.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του ο 2ος εγκαλών εξέδωσε αυθημερόν και του παρέδωσε την με αριθμ. ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, σε διαταγή του 2ου εγκαλούντα, ύψους 32.000.000 δραχμών, η οποία ήταν λευκή ως προς την ημερομηνία εκδόσεως της κατόπιν ρητής απαίτησης του κατηγορουμένου και υπό τον όρο καταβολής του δανείου. Όπως δε προκύπτει από τα συνημμένα έγγραφα το ποσό του δανείου επεστράφη στον κατηγορούμενο δια της καταβολής 10 ισόποσων μηνιαίων δόσεων ύψους 3.200.000 δραχμών η κάθε μία, οι οποίες και συμπεριλάμβαναν κεφάλαιο (2.000.000) καθώς και τόκους (1.200.000), τοκογλυφικούς και νόμιμους. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις καταβολής, στον κατηγορούμενο καταβλήθηκαν τα κάτωθι ποσά στους παρακάτω χρόνους: -Στις 26/03/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. -Στις 26/04/2001 καταβλήθηκαν στην ALPHA Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. -Στις 22/05/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. -Στις 25/06/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. -Στις 25/07/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. -Στις 27/08/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. -Στις 25/09/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. -Στις 24/10/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. Στις 26/11/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. -Στις 27/12/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές. Συνολικά λοιπόν από τις 25/01/2001, ημερομηνία λήψεως του δανείου και μέχρι την 27/12/2001 (ημερομηνία καταβολής τελευταίας δόσης) ο κατηγορούμενος έλαβε το ποσό των (32.000.000) δραχμών, δηλαδή τόκους συνολικού ύψους (12.000.000) δραχμών για χρονικό διάστημα 336 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που θα έπρεπε να του καταβληθεί κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και που ήταν 10,25% ετησίως (δυνάμει του Ν.2842/2000 Αρ. 3 παρ.2), δηλαδή 0,854% το μήνα ανήρχετο στο ποσό των (20.000.000) Χ 0,854% το μήνα =170.800 δραχμές το μήνα, (δηλ. 5.693 δρχ. την ημέρα Χ 336 ημερες=1.912.959 δραχμές). Επομένως, συνομολόγησε και έλαβε για κεφάλαιο (20.000.000) δραχμών τοκογλυφικούς τόκους (12.000.000-1.912.959)=10.087.041 δραχμών ή (29.602) ΕΥΡΩ για διάστημα 336 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 0,854% το μήνα και ο οποίος θα έπρεπε να του καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις (1.912.959) δραχμές. η- Στις 24/05/2001, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1 σύμβαση δανείου ποσού (20.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε αυθημερόν την με αριθμ. ...επιταγή της Γενικής τράπεζας, εις διαταγή ημών των ιδίων, (εγκαλούντων), ύψους 23.725.000 δραχμών, η οποία περιελάμβανε το κεφάλαιο της απαίτησης του (20.000.000) δραχμές καθώς και τοκογλυφικούς τόκους (3.725.000) δραχμών. Επομένως, για δάνειο ύψους (20.000.000) δραχμών συνομολόγησε και έλαβε από τους εγκαλούντες τόκους 3.725.000 δραχμών (10.931 ΕΥΡΩ) από τις 24/05/2001 έως την 24/07/2001, ενώ εκ του ποσού αυτού οι νόμιμοι τόκοι τους οποίους θα έπρεπε να λάβει και οι οποίοι την εποχή εκείνη ανέρχονταν σε 0,875% το μήνα (Ν.2842/2000 Αρ.3 παρ.2) υπολογίζονται στο ποσό των (20.000.000) Χ 0,875% το μήνα=175.000, δηλ. 5.833 δρχ. την ημέρα επί 62 ημέρες = 361.000 δρχ. ήτοι, συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του τόκους, πέραν του νομίμου ύψους (3.725.000-361.000)=3.364.000 δραχμές ή (9.872 ΕΥΡΩ). θ-Στις 10/07/2001, συμφώνησε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, την ανανέωση του δανείου. Για τον λόγο αυτό παρέλαβε την ίδια ημέρα την με αριθμ.....επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους 25.700.000 δραχμών, σε διαταγή εμού του ιδίου (β' εγκαλούντα) και με ημερομηνία εκδόσεως την 25η/10/2001. Επομένως, ο κατηγορούμενος συνομολόγησε για τον εαυτό του τόκους συνολικού ύψους (5.700.000) δραχμών για χρονικό διάστημα 3 μηνών (24/07/2001, ημερομηνία καταβολής των τόκων έως 25/10/2001), ενώ ο νόμιμος τόκος που θα έπρεπε να λάβει για το αντίστοιχο διάστημα και που, εκείνη την περίοδο , ανέρχονταν σε 0,854% ανά μήνα (Ν.2842/2000 Α.3 Παρ.2) υπολογίζεται σε (20.000.000 Χ 0,854% ανά μήνα=170.800 δρχ. την ημέρα , δηλ.5.693 δρχ. την ημέρα Χ 90 ημέρες= 512.370 δραχμές. Επομένως, για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος συνομολόγησε παράνομους τόκους ύψους (5.700.000-512.370)=5.188.630 δραχμές. ι-Στις 20-10-2001, ο κατηγορούμενος συμφώνησε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1 την ανανέωση του δανείου. Για το λόγο αυτό παρέλαβε την ίδια ημέρα τη με αριθμ....επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, ύψους 133.000 ευρώ, σε διαταγή εμού του ιδίου (β' εγκαλούντος) και με ημερομηνία έκδοσης την 25η-10-2002. Επίσης, την ίδια ημέρα ο κατηγορούμενος παρέλαβε τη με αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, ύψους 95.000 ευρώ, σε διαταγή εμού του ιδίου (β' εγκαλούντος), η οποία έφερε ανοικτή την ημερομηνία έκδοσης της και δόθηκε ως εγγύηση της εξόφλησης του δανείου, παράλληλα, δε ο κατηγορούμενος παρέδωσε στο β' εγκαλούντα τη λευκή επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών που ο τελευταίος του είχε παραδώσει στις 24-5-2001 ως εγγύηση για την εξόφληση του δανείου. Τελικά το δάνειο αυτό εξοφλήθηκε στις 6-3-2002, οπότε και παρέδωσε ιδιοχείρως ο β' εγκαλών στον κατηγορούμενο το ποσό των 108.800 ευρώ (ή των 37.073.600 δραχμών) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του δανείου. Επομένως, για την εξόφληση του δανείου οι εγκαλούντες κατέβαλαν τόκους, συνολικού ύψους 17.073.600 δραχμών, ενώ οι νόμιμοι τόκοι που θα έπρεπε να είχαν καταβάλει και που στη συγκεκριμένη περίοδο ανέρχονταν σε 9,75% ετησίως (δηλαδή,0,812% το μήνα),υπολογίζονται σε (20.000.000 Χ 0,812%=162.400 δραχμές, το μήνα, δηλαδή 5.413 δραχμές την ημέρα Χ 286 ημέρες διάρκειας του δανείου=)1.548.118 δραχμές. Επομένως, ο κατηγορούμενος συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του παράνομους τόκους, συνολικού ύψους (17.073.600-1.548.118=) 15.525.482 δραχμών. ια- Τέλος στις 30/11/2001, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπό της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού ύψους 10.000.000 δραχμών ή (29.347 ΕΥΡΩ). Προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμ. ... επιταγή της EUROBANK, ύψους 38.151 ΕΥΡΩ (13.000.000 δραχμών), σε διαταγή εμού του ιδίου, και με ημερομηνία εκδόσεως την 28/02/2002, ενώ οι εγκαλούντες συνολικά κατέβαλαν στον κατηγορούμενο από τις 30-11-2001, ημέρα σύναψης του δανείου έως και την 22/03/2002, το ποσό των (13.294+3.294+10.931 + 10.732)=(38.251) ΕΥΡΩ, έναντι κεφαλαίου (29.347) ΕΥΡΩ. Συνολικά, επομένως, κατέβαλαν για τόκους από τις 30/11/2001 έως και την 22/03/2002 το ποσό των (38.251-29.347)=8.904 ΕΥΡΩ ή (3.030.038 δραχμές),ενώ ο νόμιμος τόκος που θα έπρεπε να λάβει ο κατηγορούμενος για το ανωτέρω κεφαλαίο και κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε 9,25% ετησίως (Ν.2842/2000 Αρ.3 Παρ.2) και υπολογίζεται σε (29.347X0,77% ανά μήνα=226 ΕΥΡΩ το μήνα, δηλαδή 7,5 ΕΥΡΩ την ημέρα XI12 ημέρες δανείου)=844 ΕΥΡΩ ή (287.593 δραχμές).Επομένως, έλαβε για το ανωτέρω δάνειο παράνομους τόκους που ανέρχονται στο ποσό των (8.904-844)=8.060 ΕΥΡΩ ή (2.746.445 δραχμές). Συνολικά και από τις 25/04/2000, ημερομηνία συνομολόγησης και λήψης του πρώτου δανείου έως και την 22/03/2002, ημερομηνία εξόφλησης και του τελευταίου δανείου ο κατηγορούμενος παρέδωσε στους εγκαλούντες το συνολικό ποσό των (5.000.000 + 1.300.000 + 1.000.000 + 5.000.000 + 3.000.000 + 3.000.000 + 20.000.000 + 20.000.000 + 10.000.000)=68.300.000 δραχμών (200.440,21) ΕΥΡΩ, ενώ προς αποπληρωμή των δανείων και κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα έλαβε το ποσό των (5.900.000 + 2.000.000 + 1.330.000 + 6.350.000 +3.810.000 + 4.080.000 + 32.000.000 + 3.364.000 + 37.073.600 + 13.034.028) - 108.941.628 δραχμών ή (309.838,9 ΕΥΡΩ).Επομένως, έλαβε συνολικά για τόκους το ποσό των (108.941.628-68.300.000=) 37.277.628 δραχμών ή 109.398,70 ευρώ, ενώ το ποσό των νόμιμων τόκων που θα έπρεπε να είχαν καταβάλει οι εγκαλούντες σ' αυτόν ανέρχεται σε 4.352.838 δραχμές και, κατά συνέπεια, συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του τοκογλυφικά ωφελήματα, ύψους (37.277.628-4.352.838=) 32.924.790 δραχμών ή 96.624,40 ευρώ. Ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τοκογλυφία και σε βάρος άλλων δανειοληπτών. Ήδη, έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με το 3373/04 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, το οποίο επικύρωσε το 946/05 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκτός των άλλων πράξεων, και για διακεκριμένη τοκογλυφία, την οποία φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία "ΠΛΑΓΚΩΝ ΑΕ-ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ". Απολογούμενος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο παθών Ε1 έχει τελέσει σε βάρος του τις εξής αξιόποινες πράξεις:α) Κακουργηματική απάτη, που συνίσταται στο ότι του παρέδωσε προς εξόφληση του δανείου των 133.000 Ε. τρεις κλεμμένες επιταγές που σύρονταν από τον ... λογαριασμό του Καταστήματος της Ε.Τ.Ε...., παριστάνοντάς του εν γνώσει ψευδώς ότι ο λογαριασμός αυτός ανήκε στην ανώνυμη εταιρία που εκπροσωπούσε, για την οποία πράξη έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δυνάμει του 519/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και β) Κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη, που συνίσταται στη νόθευση της από 6-3-02 ιδιόχειρης απόδειξης είσπραξης του ποσού των 8.800 Ε, με το να αντικαταστήσει το ποσό τούτο στο ποσό των 108.800 Ε., για τις οποίες πράξεις έχει κινηθεί εναντίον του ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμ/κών Αθηνών, σε εκτέλεση της 271/07 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Πλην όμως οι υποθέσεις αυτές αφορούν συγκεκριμένες επιμέρους μεταξύ τους οικονομικές σχέσεις και δεν ασκούν επιρροή στο σύνολο των πολυάριθμων και πολύπλοκων σχέσεών τους, που αναφέρονται στην παροχή από τον κατηγορούμενο προς τον παθόντα και στην εταιρία του μεγάλου ύψους δανείων με τη συνομολόγηση και τη λήψη τοκογλυφικών τόκων. Τις παραπάνω δε τοκογλυφικές πράξεις του ο κατηγορούμενος μετέρχεται κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων που περιγράφηκαν ως άνω, αλλά και την τέλεση αντίστοιχων πράξεων σε βάρος άλλων προσώπων-δανειοληπτών, ενδείκνυται υποδομή, την οποία είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως του αυτής με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, αλλά και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της τοκογλυφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2000 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ενεργώντας με συνολικό σχεδιασμό δράσης, απέκτησε και κατείχε εν γνώσει κατά το χρόνο κτήσης της του γεγονότος ότι η περιουσία που απέκτησε, η οποία υπερβαίνει σε αξία το ποσό των 15.000 ευρώ, προέρχεται από την εγκληματική δραστηριότητα της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφίας. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο απέκτησε και κατείχε εν γνώσει του, κατά το χρόνο της κτήσης της, του γεγονότος ότι η περιουσία που απέκτησε σε αξία ύψους 32.924.790 δραχμών ή (96.624,40 ευρώ), προέρχεται από την εγκληματική δραστηριότητα της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφίας, ως αυτή περιγράφηκε επακριβώς ως άνω στις υπό στοιχ.:α-β-γ-δ-ε-στ-ζ-η-θ-ι πράξεις του παρόντος και ιδίως ότι προέρχεται από παράνομους τόκους. Τέλεσε δε την εν λόγω άδικη πράξη του κατ' επάγγελμα, ήτοι με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και στα πλαίσια ενός συνολικού σχεδιασμού, ενόψει του ότι προέκυψε από την εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ότι είχε ταυτόχρονα κα άρρηκτα συνδεδεμένα προσχεδιάσει και εντάξει σε ένα γενικότερο εγκληματικό σχεδιασμό την τέλεση του βασικού εγκλήματος της τοκογλυφίας και της νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα. Κατόπιν τούτων το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε την έφεσή του ως ουσιαστικά αβάσιμη και τον παρέπεμψε να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα, αμφότερα δε κατ' εξακολούθηση,[άρθρα 13 περ.γ,στ,60-63,94 παρ.1,98,404 παρ.2,3 ΠΚ,1 παρ.1 περ. αιη, όπως αντικατ. με το άρθρο 6 παρ.1 Ν.2515/97,2 παρ.1 εδ.α,β Ν.2331/95], Γ)-Κριτική αξιολόγηση Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων και δη της μεν τοκογλυφίας, ότι τελέσθηκε με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης, της δε νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων ότι τα εγκληματικά έσοδα που νομιμοποίησε προήλθαν από το βασικό έγκλημα της διακεκριμένης τοκογλυφίας, για την οποία συντρέχουν οι αναγκαίοι για τη θεώρηση αυτής ως βασικού εγκλήματος της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων όροι της γενικής ρήτρας, τόσον ότι αυτή τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, όσο και από την τέλεση αυτής προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 Ε., καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ.γ,στ,60-63,94 παρ.1,98,404 παρ.2,3 ΠΚ,1 παρ.1 περ. αιη, όπως αντικατ. με το άρθρο 6 παρ.1 Ν.2515/97,2 παρ.1 εδ.α,β Ν.2331/95],τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα. Όσον αφορά το έγκλημα της τοκογλυφίας αναφέρει τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται τόσο για τη συγκρότηση της αντικειμενικής αυτού υπόστασης, τη συνομολόγηση δηλ. κατά τη χορήγηση δανείου υπέρ του ιδίου τόκων που υπερβαίνουν το νόμιμο ποσοστό και τη λήψη τέτοιων τοκογλυφικών τόκων, όσο και για τη συγκρότηση της υποκειμενικής αυτού υπόστασης, τη γνώση δηλ και την αποδοχή του ότι κατά τη σύναψη συμβάσεων δανείου συνομολόγησε και έλαβε υπέρ τού ιδίου τοκογλυφικούς τόκους. Όσον αφορά το έγκλημα της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων αναφέρει τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται τόσο για τη συγκρότηση της αντικειμενικής αυτού υπόστασης, την προέλευση δηλ. των εσόδων από το βασικό έγκλημα της διακεκριμένης τοκογλυφίας, την απόκτηση και την κατοχή της από το δράστη, όσο και για τη συγκρότηση της υποκειμενικής αυτού υπόστασης, τη γνώση δηλ. και την αποδοχή ότι η αποκτώμενη και κατεχόμενη περιουσία προέρχεται από την εγκληματική δραστηριότητα της τοκογλυφίας. Η αιτίαση ότι το βούλευμα δεν αναφέρει τον τρόπο υπολογισμού των τόκων είναι αβάσιμη διότι για τη συγκρότηση της τοκογλυφίας αρκεί η βεβαίωση ότι ο κατηγορούμενος συνομολόγησε κατά τη σύναψη δανείου τόκους που υπερβαίνουν το ανώτατο θεμιτό ποσοστό τόκου και έλαβε υπέρ αυτού τέτοιους τοκογλυφικούς τόκους. Η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα σφάλλει αναφέροντας ότι η παραπομπή του παθόντος στο αρμόδιο δικαστήριο για κακουργηματική απάτη σχετικά με τις τρεις επιταγές, δυνάμει του 519/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και η κίνηση κατ' αυτού ποινικής δίωξης για κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη σχετικά με την από 6-3-02 ιδιόχειρη απόδειξη είσπραξης, κατόπιν της 271/07 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, καθώς και οι αιτιάσεις του ότι εσφαλμένα εκτίμησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και πείσθηκε ότι τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες παραπέμπεται, είναι απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του εισαγγελέα είναι αβάσιμη, διότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου.[ΑΠ.205/05]. 5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 Ε.

ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί η 160/6-10-08 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του 1467/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και του προδικαστικού του 2698/07, Και
Β-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 210 Ε.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής

Αφού άκουσε
τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 160 από 06-10-2008, αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1467/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 301/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις: α) της κακουργηματικής τοκογλυφίας, και β) της κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει και όποιος, κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή λαμβάνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β' του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ίδιου Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Το έγκλημα της τοκογλυφίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και, ως τέτοιο, μπορεί να τελείται με τη συνομολόγηση ή με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η παραλαβή αξιογράφων, που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, χωρίς να προσαπαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ' αυτά ποσού. Ακόμη, κατά την έννοια της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 404 παρ. 3 του ΠΚ, κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι πράττει ο υπαίτιος της τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη με σκοπό να ποριστεί από αυτές εισόδημα. Προς τούτο, αρκεί και η τέλεση μιας μόνον πράξεως, όταν, από αυτήν, ενόψει και της διάρκειας των λοιπών περιστάσεων, που τη συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος, βάσει σχεδίου. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, κατά συνήθεια τελείται η τοκογλυφία, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής συνάγεται ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτής, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν 2331/1995 "περί προλήψεως και καταστολής της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες", με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχ. δ' του Ν. 3424/2005, η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες της παραγράφου αυτής. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, με δικές του σκέψεις, αλλά και με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2000 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος και δη αυτού της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφίας, κατά την παροχή δανείων, που συνήψε ως δανειστής, συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των (15.000) ευρώ. Ειδικότερα: α-Στις 25/04/2000) συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "Θ.ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Α.Β.Ε.Ε. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ-ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ" και το νόμιμο εκπρόσωπο της Ε1 σύμβαση δανείου ποσού (5.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους (5.900.000) δραχμών, εις διαταγή του (κατηγορουμένου) και λήξεως 25/06/2000. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (9% ανά μήνα) ποσού 900.000 δρχ., ήτοι (5.000.000 Χ 9% ανά μήνα=450.000 το μήνα Χ 2 μήνες)= (900.000) δραχμές, τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει για διάστημα 60 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,20% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 35/18.4.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις (120.000) δραχμές. Επομένως, έλαβε τοκογλυφικούς τόκους ύψους (900.000-120.000) -(780.000) δραχμών ή (2.289 ΕΥΡΩ).
β- Στις 24/04/2000, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (1.300.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του, έλαβε την με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους (2.000.000) δραχμών, εις διαταγή "ΠΛΑΓΚΟΝ Α.Ε." και λήξεως την 25/07/2000 για διάστημα 60 ημερών και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν τόκος ύψους 18% ανά μήνα και συνολικού ποσού (700.000) δρχ., ήτοι (1.300.000 Χ 18% ανά μήνα=234.000 το μήνα Χ 3 μήνες =700.000 δραχμές), τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο (1.300.000) δραχμές, συνολικούς τόκους (700.000) δραχμών για διάστημα 90 αντιστοιχούσε τότε σε 1,20% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 35/18.4.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις (46.800) δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (700.000-46.800)=(653.200) δραχμών ή (1.916) ΕΥΡΩ.
γ-Στις 20/06/2000, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (1.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμό ... επιταγή (ατομική του β' των εγκαλούντων) της Εθνικής Τράπεζας ύψους (1.330.000) δραχμών, εις διαταγή ΠΛΑΓΚΟΝ Α.Ε. και λήξεως 27/09/2000. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (ύψους 10% ανά μήνα) και συνολικού ποσού (330.000) δραχ. ήτοι (1.000.000 Χ 10% ανά μήνα = 100.000 το μήνα ( δηλ. 3.333 δρχ. ανά ημέρα Χ 99 ημέρες=(330.000) δραχμές, τον οποίο συνομολόγησε να λάβει ο κατηγορούμενος. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο (1.000.000) δραχμές, συνολικούς τόκους (330.000) δραχμών για διάστημα 99 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,16% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 36/28.6.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις (38.279) δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (330.000-38.279)=(291.721) δραχμών ή (856 ΕΥΡΩ).
δ- Στις 13/07/2000, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (5.000.000) δραχμών και προς εξόφληση της απαιτήσεως του, έλαβε την με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, ύψους 6.350.000 δραχμών, εις διαταγή των εγκαλούντων και λήξεως την 14η/10/2000. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (ύψους 8,7% ανά μήνα) και συνολικού ποσού 1.350.000 δρχ., ήτοι 5.000.000 Χ 8,7% ανά μήνα-435.000 το μήνα ( δηλ. 14.500 δρχ. ανά ημέρα Χ 93 ημέρες=(1.350.000) δραχμές, τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο (5.000.000) δραχμές, συνολικούς τόκους (1.350.000) δραχμών για διάστημα 93 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,16% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 36/28.6.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις 179.799 δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (1.350.000-179.799)=(1.170.200) δραχμών ή (3.434) ΕΥΡΩ.
ε- Στις 20/10/2000, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (3.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμό ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους 3.810.000 δραχμών, εις διαταγή των εγκαλούντων και λήξεως την 20η/01/2001. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (ύψους 8,7% ανά μήνα) συνολικού ποσού 810.000 δρχ., ήτοι (3.000.000 Χ 8,7% ανά μήνα=261.000 το μήνα (δηλ.8.700 δρχ. ανά ημέρα Χ 92 ημέρες)=810.000 δραχμές, τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο (3.000.000) δραχμών, συνολικούς τόκους (810.000) δραχμών για διάστημα 92 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,02% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 42.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν (93.840) δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (810.000-93.840) =(716.160) δραχμών ή (2.101 ΕΥΡΩ).
στ-Στις 20/10/2000 συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού 3.000.000 δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμ. ... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους 4.080.000 δραχμών, εις διαταγή των εγκαλούντων και λήξεως 20/02/2001. Στην ανωτέρω επιταγή περιλαμβανόταν ο τόκος (ύψους 8,7% ανά μήνα) και συνολικού ποσού 1.080.000 δρχ. (3.000.000 Χ 8,7% ανά μήνα = 261.000 το μήνα (δηλ. 8.700 δρχ. ανά ημέρα Χ 123 ημέρες =1.080.000 δραχμές), τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομολόγησε να λάβει. Επομένως, έλαβε για κεφάλαιο 3.000.000 δραχμών, συνολικούς τόκους 1.080.000 δραχμών για διάστημα 123 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 1,02% (δυνάμει της Π.Σ.Ν.Π. 42.2000) και ο οποίος θα έπρεπε να καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις 125.460 δραχμές, ήτοι τοκογλυφικούς τόκους ύψους (1.080.000-125.460)=954.540 δραχμών ή (2.801 ΕΥΡΩ).
ζ- Στις 25/01/2001, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της,Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (20.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του ο 2ος εγκαλών εξέδωσε αυθημερόν και του παρέδωσε την με αριθμ. ...επιταγή της Γενικής Τράπεζας, σε διαταγή του 2ου εγκαλούντα, ύψους 32.000.000 δραχμών, η οποία ήταν λευκή ως προς την ημερομηνία εκδόσεως της κατόπιν ρητής απαίτησης του κατηγορουμένου και υπό τον όρο καταβολής του δανείου. Όπως δε προκύπτει από τα συνημμένα έγγραφα το ποσό του δανείου επεστράφη στον κατηγορούμενο δια της καταβολής 10 ισόποσων μηνιαίων δόσεων ύψους 3.200.000 δραχμών η κάθε μία, οι οποίες και συμπεριλάμβαναν κεφάλαιο (2.000.000) καθώς και τόκους (1.200.000), τοκογλυφικούς και νόμιμους.
Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις καταβολής, στον κατηγορούμενο καταβλήθηκαν τα κάτωθι ποσά στους παρακάτω χρόνους:
Στις 26/03/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 26/04/2001 καταβλήθηκαν στην ALPHA Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 22/05/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 25/06/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 25/07/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 27/08/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 25/09/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 24/10/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 26/11/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Στις 27/12/2001 καταβλήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα 3.200.000 δραχμές.
Συνολικά λοιπόν από τις 25/01/2001, ημερομηνία λήψεως του δανείου και μέχρι την 27/12/2001 (ημερομηνία καταβολής τελευταίας δόσης) ο κατηγορούμενος έλαβε το ποσό των (32.000.000) δραχμών, δηλαδή τόκους συνολικού ύψους (12.000.000) δραχμών για χρονικό διάστημα 336 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που θα έπρεπε να του καταβληθεί κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και που ήταν 10,25% ετησίως (δυνάμει του Ν.2842/2000 Αρ. 3 παρ.2), δηλαδή 0,854% το μήνα ανήρχετο στο ποσό των (20.000.000) Χ 0,854% το μήνα =170.800 δραχμές το μήνα, (δηλ. 5.693 δρχ. την ημέρα Χ 336 ημερες=1.912.959 δραχμές).
Επομένως, συνομολόγησε και έλαβε για κεφάλαιο (20.000.000) δραχμών τοκογλυφικούς τόκους (12.000.000-1.912.959)=10.087.041 δραχμών ή (29.602) ΕΥΡΩ για διάστημα 336 ημερών, ενώ ο δικαιοπρακτικός τόκος που αντιστοιχούσε τότε σε 0,854% το μήνα και ο οποίος θα έπρεπε να του καταβληθεί για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν μόλις (1.912.959) δραχμές.
η- Στις 24/05/2001, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού (20.000.000) δραχμών και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε αυθημερόν την με αριθμ. ... επιταγή της Γενικής τράπεζας, εις διαταγή ημών των ιδίων, (εγκαλούντων), ύψους 23.725.000 δραχμών, η οποία περιελάμβανε το κεφάλαιο της απαίτησης του (20.000.000) δραχμές καθώς και τοκογλυφικούς τόκους (3.725.000) δραχμών. Επομένως, για δάνειο ύψους (20.000.000) δραχμών συνομολόγησε και έλαβε από τους εγκαλούντες τόκους 3.725.000 δραχμών (10.931 ΕΥΡΩ) από τις 24/05/2001 έως την 24/07/2001, ενώ εκ του ποσού αυτού οι νόμιμοι τόκοι τους οποίους θα έπρεπε να λάβει και οι οποίοι την εποχή εκείνη ανέρχονταν σε 0,875% το μήνα (Ν.2842/2000 Αρ.3 παρ.2) υπολογίζονται στο ποσό των (20.000.000) Χ 0,875% το μήνα=175.000, δηλ. 5.833 δρχ. την ημέρα επί 62 ημέρες = 361.000 δρχ. ήτοι, συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του τόκους, πέραν του νομίμου ύψους (3.725.000-361.000)=3.364.000 δραχμές ή (9.872 ΕΥΡΩ).
θ-Στις 10/07/2001, συμφώνησε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1, την ανανέωση του δανείου. Για τον λόγο αυτό παρέλαβε την ίδια ημέρα την με αριθμ.... επιταγή της Γενικής Τράπεζας ύψους 25.700.000 δραχμών, σε διαταγή εμού του ιδίου (β' εγκαλούντα) και με ημερομηνία εκδόσεως την 25η/10/2001. Επομένως, ο κατηγορούμενος συνομολόγησε για τον εαυτό του τόκους συνολικού ύψους (5.700.000) δραχμών για χρονικό διάστημα 3 μηνών (24/07/2001, ημερομηνία καταβολής των τόκων έως 25/10/2001), ενώ ο νόμιμος τόκος που θα έπρεπε να λάβει για το αντίστοιχο διάστημα και που, εκείνη την περίοδο, ανέρχονταν σε 0,854% ανά μήνα (Ν.2842/2000 Α.3 Παρ.2) υπολογίζεται σε (20.000.000 Χ 0,854% ανά μήνα=170.800 δρχ. την ημέρα , δηλ.5.693 δρχ. την ημέρα Χ 90 ημέρες= 512.370 δραχμές. Επομένως, για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος συνομολόγησε παράνομους τόκους ύψους (5.700.000-512.370)=5.188.630 δραχμές.
ι-Στις 20-10-2001, ο κατηγορούμενος συμφώνησε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπο της, Ε1 την ανανέωση του δανείου. Για το λόγο αυτό παρέλαβε την ίδια ημέρα τη με αριθμ....επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, ύψους 133.000 ευρώ, σε διαταγή εμού του ιδίου (β' εγκαλούντος) και με ημερομηνία έκδοσης την 25η-10-2002. Επίσης, την ίδια ημέρα ο κατηγορούμενος παρέλαβε τη με αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, ύψους 95.000 ευρώ, σε διαταγή εμού του ιδίου (β' εγκαλούντος), η οποία έφερε ανοικτή την ημερομηνία έκδοσης της και δόθηκε ως εγγύηση της εξόφλησης του δανείου, παράλληλα, δε ο κατηγορούμενος παρέδωσε στο β' εγκαλούντα τη λευκή επιταγή, ποσού 20.000.000 δραχμών που ο τελευταίος του είχε παραδώσει στις 24-5-2001 ως εγγύηση για την εξόφληση του δανείου. Τελικά το δάνειο αυτό εξοφλήθηκε στις 6-3-2002, οπότε και παρέδωσε ιδιοχείρως ο β' εγκαλών στον κατηγορούμενο το ποσό των 108.800 ευρώ (ή των 37.073.600 δραχμών) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του δανείου. Επομένως, για την εξόφληση του δανείου οι εγκαλούντες κατέβαλαν τόκους, συνολικού ύψους 17.073.600 δραχμών, ενώ οι νόμιμοι τόκοι που θα έπρεπε να είχαν καταβάλει και που στη συγκεκριμένη περίοδο ανέρχονταν σε 9,75% ετησίως (δηλαδή,0,812% το μήνα),υπολογίζονται σε (20.000.000 Χ 0,812%=162.400 δραχμές, το μήνα, δηλαδή 5.413 δραχμές την ημέρα Χ 286 ημέρες διάρκειας του δανείου=)1.548.118 δραχμές. Επομένως, ο κατηγορούμενος συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του παράνομους τόκους, συνολικού ύψους (17.073.600-1.548.118=) 15.525.482 δραχμών.
ια- Τέλος στις 30/11/2001, συνήψε με την εγκαλούσα εταιρεία και το νόμιμο εκπρόσωπό της, Ε1, σύμβαση δανείου ποσού ύψους 10.000.000 δραχμών ή (29.347 ΕΥΡΩ).Προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του έλαβε την με αριθμ. ...επιταγή της EUROBANK, ύψους 38.151 ΕΥΡΩ (13.000.000 δραχμών), σε διαταγή εμού του ιδίου, και με ημερομηνία εκδόσεως την 28/02/2002, ενώ οι εγκαλούντες συνολικά κατέβαλαν στον κατηγορούμενο από τις 30-11-2001, ημέρα σύναψης του δανείου έως και την 22/03/2002, το ποσό των (13.294+3.294+10.931 + 10.732)=(38.251) ΕΥΡΩ, έναντι κεφαλαίου (29.347) ΕΥΡΩ. Συνολικά, επομένως, κατέβαλαν για τόκους από τις 30/11/2001 έως και την 22/03/2002 το ποσό των (38.251-29.347)=8.904 ΕΥΡΩ ή (3.030.038 δραχμές),ενώ ο νόμιμος τόκος που θα έπρεπε να λάβει ο κατηγορούμενος για το ανωτέρω κεφαλαίο και κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε 9,25% ετησίως (Ν.2842/2000 Αρ.3 Παρ.2) και υπολογίζεται σε (29.347X0,77% ανά μήνα=226 ΕΥΡΩ το μήνα, δηλαδή 7,5 ΕΥΡΩ την ημέρα XI12 ημέρες δανείου)=844 ΕΥΡΩ ή (287.593 δραχμές).Επομένως, έλαβε για το ανωτέρω δάνειο παράνομους τόκους που ανέρχονται στο ποσό των (8.904-844)=8.060 ΕΥΡΩ ή (2.746.445 δραχμές).
Συνολικά και από τις 25/04/2000, ημερομηνία συνομολόγησης και λήψης του πρώτου δανείου έως και την 22/03/2002, ημερομηνία εξόφλησης και του τελευταίου δανείου ο κατηγορούμενος παρέδωσε στους εγκαλούντες το συνολικό ποσό των (5.000.000 + 1.300.000 + 1.000.000 + 5.000.000 + 3.000.000 + 3.000.000 + 20.000.000 + 20.000.000 + 10.000.000)=68.300.000 δραχμών (200.440,21) ΕΥΡΩ, ενώ προς αποπληρωμή των δανείων και κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα έλαβε το ποσό των (5.900.000 + 2.000.000 + 1.330.000 + 6.350.000 +3.810.000 + 4.080.000 + 32.000.000 + 3.364.000 + 37.073.600 + 13.034.028) - 108.941.628 δραχμών ή (309.838,9 ΕΥΡΩ). Επομένως, έλαβε συνολικά για τόκους το ποσό των (108.941.628-68.300.000=) 37.277.628 δραχμών ή 109.398,70 ευρώ, ενώ το ποσό των νόμιμων τόκων που θα έπρεπε να είχαν καταβάλει οι εγκαλούντες σ' αυτόν ανέρχεται σε 4.352.838 δραχμές και, κατά συνέπεια, συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του τοκογλυφικά ωφελήματα, ύψους (37.277.628-4.352.838=) 32.924.790 δραχμών ή 96.624,40 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τοκογλυφία και σε βάρος άλλων δανειοληπτών. Ήδη, έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με το 3373/04 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, το οποίο επικύρωσε το 946/05 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκτός των άλλων πράξεων, και για διακεκριμένη τοκογλυφία, την οποία φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία "ΠΛΑΓΚΩΝ ΑΕ-ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ". Απολογούμενος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο παθών Ε1 έχει τελέσει σε βάρος του τις εξής αξιόποινες πράξεις: α) Κακουργηματική απάτη, που συνίσταται στο ότι του παρέδωσε προς εξόφληση του δανείου των 133.000 Ε. τρεις κλεμμένες επιταγές που σύρονταν από τον ... λογαριασμό του Καταστήματος της Ε.Τ.Ε. ..., παριστάνοντάς του εν γνώσει ψευδώς ότι ο λογαριασμός αυτός ανήκε στην ανώνυμη εταιρία που εκπροσωπούσε, για την οποία πράξη έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δυνάμει του 519/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και β) Κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη, που συνίσταται στη νόθευση της από 6-3-02 ιδιόχειρης απόδειξης είσπραξης του ποσού των 8.800 Ε, με το να αντικαταστήσει το ποσό τούτο στο ποσό των 108.800 Ε., για τις οποίες πράξεις έχει κινηθεί εναντίον του ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμ/κών Αθηνών, σε εκτέλεση της 271/07 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Πλην όμως οι υποθέσεις αυτές αφορούν συγκεκριμένες επιμέρους μεταξύ τους οικονομικές σχέσεις και δεν ασκούν επιρροή στο σύνολο των πολυάριθμων και πολύπλοκων σχέσεών τους, που αναφέρονται στην παροχή από τον κατηγορούμενο προς τον παθόντα και στην εταιρία του μεγάλου ύψους δανείων με τη συνομολόγηση και τη λήψη τοκογλυφικών τόκων.
Τις παραπάνω δε τοκογλυφικές πράξεις του ο κατηγορούμενος μετέρχεται κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων που περιγράφηκαν ως άνω, αλλά και την τέλεση αντίστοιχων πράξεων σε βάρος άλλων προσώπων-δανειοληπτών, ενδείκνυται υποδομή, την οποία είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως του αυτής με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, αλλά και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της τοκογλυφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητας του.
Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2000 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ενεργώντας με συνολικό σχεδιασμό δράσης, απέκτησε και κατείχε εν γνώσει κατά το χρόνο κτήσης της του γεγονότος ότι η περιουσία που απέκτησε, η οποία υπερβαίνει σε αξία το ποσό των 15.000 ευρώ, προέρχεται από την εγκληματική δραστηριότητα της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφίας. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο απέκτησε και κατείχε εν γνώσει του, κατά το χρόνο της κτήσης της, του γεγονότος ότι η περιουσία που απέκτησε σε αξία ύψους 32.924.790 δραχμών ή (96.624,40 ευρώ), προέρχεται από την εγκληματική δραστηριότητα της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφίας, ως αυτή περιγράφηκε επακριβώς ως άνω στις υπό στοιχ.:α-β-γ-δ-ε-στ-ζ-η-θ-ι πράξεις του παρόντος και ιδίως ότι προέρχεται από παράνομους τόκους. Τέλεσε δε την εν λόγω άδικη πράξη του κατ' επάγγελμα, ήτοι με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και στα πλαίσια ενός συνολικού σχεδιασμού, ενόψει του ότι προέκυψε από την εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ότι είχε ταυτόχρονα κα άρρηκτα συνδεδεμένα προσχεδιάσει και εντάξει σε ένα γενικότερο εγκληματικό σχεδιασμό την τέλεση του βασικού εγκλήματος της τοκογλυφίας και της νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα". Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, πέραν των αναφερομένων στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, με δικές του σκέψεις δέχθηκε ότι από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και οι σαφείς και ορισμένες καταθέσεις των μαρτύρων ..., ... και ..., εκτιμώμενα υπό το πρίσμα της κατά το άρθρο 177 ηθικής και κατά συνείδηση αξιολόγησης των αποδείξεων, προκύπτουν για τον κατηγορούμενο Χ1 σοβαρές ενδείξεις ενοχής για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν ως άνω αξιόποινες πράξεις, η συνδρομή των οποίων επιβάλλει τον ακροαματικό έλεγχο της υποθέσεως. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το ότι α)ο δεύτερος των εγκαλούντων- πολιτικώς εναγόντων στην παρούσα υπόθεση Ε1 με το υπ' αριθ. 519/2007 βούλευμα του Συμβουλίου τούτου έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για απάτη κακουργηματική με χρόνο τελέσεως την 12-4-2002, που αφορά σε τρεις επιταγές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ποσών 50.000, 50.000 και 51.450 ευρώ, που έδωσε αυτός στην ήδη κατηγορούμενο Χ1 και β) με την υπ! αριθ. 271/2007 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών έγινε δεκτή σχετική προσφυγή του ήδη κατηγορουμένου Χ1 και παραγγέλθηκε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του εκεί εγκαλουμένου Ε1 για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση κακουργηματική, και απάτη κακουργηματική, που αφορά στην από 6-3-2002 απόδειξη είσπραξης. Τούτο δε διότι οι εν λόγω υποθέσεις αφορούν σε συγκεκριμένη και επί μέρους οικονομική σχέση μεταξύ των διαδίκων και δεν ασκούν επιρροή στο σύνολο των εκτιθεμένων πολυάριθμων πολύπλοκων οικονομικών σχέσεών τους, που αναφέρονταν στην παροχή από τον κατηγορούμενο Χ1 προς τον εγκαλούντα-πολιτικώς ενάγοντα Ε1 και την εκπροσωπούμενη απ' αυτόν ανώνυμη εταιρεία δανείων μεγάλου ύψους με τη συνομολόγηση και λήψη τοκογλυφικών τόκων". Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων Αθηνών), για να δικαστεί ως υπαίτιος των πράξεων της κακουργηματικής τοκογλυφίας και της κακουργηματικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' εξακολούθηση κατ' εξακολούθηση. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την, κατά τα παραπάνω, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98 και 404 παρ. 2α και 3 του Π.Κ, και 1 παρ.1 του Ν. 2515/1997, 2 παρ. 1 εδ. α, β του Ν. 2331/1995, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι το βούλευμα, δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των πιο πάνω εγκλημάτων και συγκεκριμένα ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος, ικανές να επιστηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία, για τις πράξεις αυτές. Πράγματι, αναφέρεται αναλυτικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, η συνομολόγηση των επί μέρους δανείων, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρείας με τη επωνυμία "Θ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Α.Β.Ε.Ε ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ", η οποία αντιμετώπιζε άμεσα οικονομικά προβλήματα και του αναιρεσείοντος, καθώς και το ύψος τόσο των χορηγηθέντων δανείων, η χρονική διάρκεια ενός εκάστου απ' αυτά, καθώς και το συνολικό ποσό που έλαβε η μηνύτρια εταιρεία, όπως και το ύψος των τοκογλυφικών ωφελημάτων τα οποία ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 32.924.790 δραχμών ή 96.624,40 ευρώ. Επίσης, αιτιολογείται για κάθε δανειακή σύμβαση το ποσοστό του τόκου, που καθορίστηκε σε 8,70% έως 18% μηνιαίως, αντί του ανωτάτου επιτρεπομένου κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο, ποσοστού από 0,854% έως 1,20%, όπως, επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων έναντι του συνολικού ποσού του δανείου που αυτός κατέβαλε στην εγκαλούσα εταιρεία, ύψους 68.300.000 δραχμών ή 200.440,21 ευρώ, έλαβε από την μηνύτρια εταιρεία προς αποπληρωμή του δανείου το συνολικό ποσό των 108.941.628 δραχμών ήδη 309.838,9 ευρώ. Το βούλευμα, επίσης, διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σχετική με την από μέρους του αναιρεσείοντος τέλεση κατ' επάγγελμα της πράξεως αυτής, αφού απέβλεπε στον πορισμό παράνομου εισοδήματος, με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων σε ποσοστό ανερχόμενο από 8,70% έως 18% μηνιαίως, που υπερέβαινε το ποσοστό του ισχύοντος κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, νόμιμου τόκου που κυμαινόταν από 0,854% έως 1,20% μηνιαίως, έχοντας προς τούτο αναπτύξει βάσει σχεδίου του, την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής, πέραν και από το γεγονός ότι ανάλογη δραστηριότητα επέδειξε ο αναιρεσείων και με άλλο, εκτός της εγκαλούσας εταιρείας, πρόσωπο δηλαδή εις βάρος της εταιρείας με την επωνυμία "ΠΛΑΓΚΩΝ ΑΕ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ", και για την οποία δραστηριότητα παραπέμφθηκε με το υπ' αριθμό 946/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για την πράξη της διακεκριμένης τοκογλυφίας. Αιτιολογείται, επίσης, στο προσβαλλόμενο βούλευμα η παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων, στο επίδικο χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, απέκτησε και κατείχε σε γνώση του κατά το χρόνο της κτήσεως ότι η περιουσία που αυτός απέκτησε ύψους 96.624,40 ευρώ, που αποτελούσε το προϊόν των τοκογλυφικών ωφελημάτων, προέρχεται από την εγκληματική δραστηριότητα που αυτός επέδειξε με τη διενέργεια κατ' επάγγελμα τοκογλυφικών πράξεων και συγκεκριμένα με την είσπραξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, πέραν εκείνου του ισχύοντος κατά περίπτωση ποσοστού νόμιμου τόκου. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εκτίμησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, είναι απαράδεκτες και ως εκ τούτου απορριπτέες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Είναι επίσης, απορριπτέα ως αβάσιμη η αιτίαση του ιδίου με την οποία πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα και συγκεκριμένα γιατί το Συμβούλιο Εφετών που το εξέδωσε, αναφέρθηκε καθ' ολοκληρία στην εισαγγελική πρόταση, αφού το Συμβούλιο Εφετών, πέραν της αναφοράς του στην εισαγγελική πρόταση, διέλαβε στην αιτιολογία του και δικές του συμπληρωματικές σκέψεις. Ενόψει αυτών, που αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, αλλά και στις δικές του σκέψεις του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αμφότεροι οι λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτηση αυτή στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ' αριθμό 160 από 6-10-2008, αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1647/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και του υπ' αριθμό 2698/2007 προδικαστικού βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή