Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1548 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Από τα άρθρα 309 και 313 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο όταν οι κατ’ αυτού ενδείξεις είναι επαρκείς. Στο τέλος του αιτιολογικού του βουλεύματος διαλαμβάνεται η σκέψη ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία εναντίον τους για την πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος. Η αναφορά ότι «η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης επιταγών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη», έγινε πλεοναστικά. Οι χρησιμοποιηθείσες ως άνω εκφράσεις δεν παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την κρίση του Συμβουλίου, οτιδήποτε και αν αναφέρεται σε αυτό. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως της απόλυτης ακυρότητας και της υπέρβασης εξουσίας και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1548/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπουλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 430/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1206/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 442/5-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθμό 126 από 4.6.2007 αίτηση του Χ1, γενομένη δια πληρεξουσίου που είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 430/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η με αριθμό 463/3-11-2006 έφεσή του κατά του με αριθμό 2712/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί το αδίκημα της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού, κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση από υπαίτιους που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 € και εκθέτω τα εξής:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους ήτοι την απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων της υπερασπίσεως και για υπέρβαση εξουσίας (άρθρα 484 παρ. 1 περ. α' και στ' σε συνδ. προς άρθρα 171 περ. 1 δ' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ούτοι, ως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης συνίστανται στο ότι: Στη σελίδα 12 του άνω βουλεύματος και στην εισαγγελική πρόταση στην οποίαν αναφέρεται το Συμβούλιο Εφετών, αναφέρεται ότι ".....η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης των επιταγών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη, της οποίας το κίνητρο υπήρξε ο προσπορισμός μεγάλων χρηματικών ποσών που καρπώθηκαν παράνομα ο ίδιος και ο συγκατηγορούμενός του". Από το τμήμα αυτό της εισαγγελικής προτάσεως προκύπτει ότι το βούλευμα σχημάτισε δικανική πεποίθηση ότι είναι ένοχος παραβιάζοντας ούτω το δικαίωμά του να τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κριθεί ένοχος από το δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. Με τη παραδοχή δε αυτή το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη θετικώς την εξουσία του ασκώντας δικαιοδοσία που δεν έχει κατά νόμο.
Επειδή κατά το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ. "Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α) η απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 171 αρ. 1) ....: και στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 και 318 ή τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτουμένη για τη ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση (άρθρα 41 και 50) ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια δίωξης (άρθρ. 54) η για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρ. 438) κλπ .
Κατά το άρθρο 171 Κ.Π.Δ.: Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμα προκαλείται:............1) Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν......δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος...".
Η παραβίαση των αφορωσών την υπεράσπιση του κατηγορουμένου διατάξεων, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (όλως ενδεικτικώς) στις εξής περιπτώσεις: α) όταν απαγορεύτηκε στον κατηγορούμενο να συμπαραστεί κατά τη προδικασία με δύο συνηγόρους, στο ακροατήριο με τρεις ή να παραστεί μετά συνηγόρου κατά την ενέργεια πάσης ανακριτικής πράξεως β) όταν παραβιάστηκαν τα υπό των άρθρων 100, 101, 102, 103 προβλεπόμενα δικαιώματα του κατηγορουμένου, γ) όταν το δικαστήριο σε δίκη για κακούργημα δεν διόρισε συνήγορο στον στερούμενο τούτου κατηγορούμενο κλπ.
Από τα άρθρα 309 παρ. 1 περ. ε' και 313 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι όταν το συμβούλιο κρίνει ότι εκ της ανακρίσεως προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας για ορισμένη αξιόποινη πράξη, παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου καθ'ύλη και κατά τόπο. Οι ενδείξεις θεωρούνται επαρκείς, όταν πιθανολογούν σοβαρώς την ενοχή του κατηγορουμένου, όταν εκ του υπόψη του συμβουλίου τεθέντος αποδεικτικού υλικού, του κατά την ανάκριση συλλεγέντος, προκύπτει βεβαιότης, ότι το δικαστήριο σοβαρώς θέλει ασχοληθεί κατά την επ'ακροατηρίω διαδικασία με τα πραγματικά περιστατικά, εφ'ων οι ενδείξεις εδράζονται (Ζησιάδη Ποινική Δικονομία, τόμος Δεύτερος έκδοση τρίτη σελ. 381).
Στην υπό κρίση περίπτωση προέκυψαν τα ακόλουθα: Στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος είχαν περιέλθει καταγγελίες κατά των επιχειρήσεων .... ΕΠΕ ΚΑΙ ...... ΕΠΕ, περί εκδόσεως πλαστών και εικονικών τιμολογίων. Στις καταγγελίες αναφερόταν ότι τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με τις άνω επιχειρήσεις, εξέδωσαν τιμολόγια παροχής υπηρεσειών, πολλών δεκάδων εκατομμυρίων, προς τις επιχειρήσεις ABELA EΛΛΑΣ και ATHENS AIR CATERERS AE, στα οποία εμφανίζονται ως εκδότριες οι άνω επιχειρήσεις .... ΕΠΕ και .... ΕΠΕ. Επακολούθησε έλεγχος από τα όργανα του ΣΔΟΕ κατά τον οποίον βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πρωτότυπα τιμολόγια εκδόσεως της .... ΕΠΕ και .... ΕΠΕ. Το όφελος των δραστών από την έκδοση των πλαστών και εικονικών τιμολογίων ανέρχεται στο ποσό των 70.629.300 δρχ. Από την διενεργηθείσα έρευνα προέκυψε ότι δράστες της άνω πράξεως ήταν οι Χ1 και Χ. Οι ανωτέρω παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικαστούν για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπό οφέλους, δια βλάβης τρίτου, έκαστο των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, κατά συναυτουργία, κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση. Η παραπομπή αυτή έγινε με το υπ'αριθμόν 2712/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Στο ιστορικό του βουλεύματος αυτού και τις σκέψεις του συμβουλίου αναφέρεται ότι "....Το γεγονός αυτό, όπως και η είσπραξη των επιταγών εκ μέρους του (του Χ1) αποδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την άνω πράξη, αφού είχε ως κίνητρο για τη διάπραξή της τον προσπορισμό μεγάλων οικονομικών ποσών που καρπώθηκε παρανόμως τόσο ο ίδιος όσο και ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ) και οι προαναφερθείσες εταιρίες (βλέπε φύλλο 16ο του άνω βουλεύματος). Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως επελήφθη της υποθέσεως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και εκδόθηκε το υπ'αριθμόν 430/2007 βούλευμα αυτού. Στην εισαγγελική πρόταση και δη στο ιστορικό αυτής ο αρμόδιος εισαγγελέας επαναλαμβάνει την άνω πρόταση αναφέροντας στη δεύτερη σελίδα του 6ου φύλλου του βουλεύματος ότι "Η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης των επιταγών, καταδεικνύει πέρα πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη, της οποίας κίνητρο υπήρξε ο προσπορισμός μεγάλων χρηματικών ποσών που καρπώθηκε παράνομα ο ίδιος και ο συγκατηγορούμενός του και οι προαναφερθείσες εταιρείες τους". Την περικοπή αυτή του ιστορικού της εισαγγελικής προτάσεως, στο σύνολο της οποίας αναφέρεται και το Συμβούλιο Εφετών, θεωρεί ο αναιρεσείων ως λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος καθ'όσον κατά την άποψή του παραβιάζεται το δικαίωμά του να τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κριθεί ένοχος από το δικαστήριο.
Από τα άρθρα 309 και 313 Κ.Π.Δ. προκύπτει σαφώς ότι ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο όταν οι κατ'αυτού ενδείξεις είναι τουλάχιστον επαρκείς κατά την άνω αναφερομένη έννοια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο νόμος επιτάσσει στο αρμόδιο Συμβούλιο να χαρακτηρίσει τα αποδεικτικά στοιχεία υποχρεωτικά "επαρκή.... όταν από το αποδεικτικό υλικό προκύπτουν ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου με βεβαιότητα ή πέραν πάσης αμφιβολίας και να μειώσει ούτω τη διαβάθμιση των αποδείξεων.
Συνεπώς οι χρησιμοποιηθείσες ως άνω εκφράσεις είναι νόμιμες και κατ'ουδέν παραβιάζουν το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κριθεί ένοχος από το δικαστήριο. Και είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο, κατά την εκφορά της κρίσεώς του, δεν δεσμεύεται από τη κρίση του Συμβουλίου ή τα αναφερόμενα στο βούλευμα ουδέ εις το ελάχιστον. Ο κατηγορούμενος πάντοτε θεωρείται αθώος μέχρι να κριθεί ένοχος από το Δικαστήριο και το δικαίωμά του αυτό κατ'ουδέν περιορίζεται από το παραπεμπτικό βούλευμα, οτιδήποτε και αν αναφέρεται σ'αυτό.
Αναφέρομεν ακόμη ότι στο άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών αναφέρεται ότι "προκύπτουν, επομένως, σε βάρος των κατηγορουμένων σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία εναντίον τους για τη παραπάνω πράξη και ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα εξετίμησε το υπάρχον αποδεικτικό υλικό και ορθώς υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στους προσήκοντες κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και τους παρέπεμψε στο αρμόδιο καθ'ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο για να δικαστούν για τις άνω πράξεις" (βλέπε 8ο φύλλο του υπ'αριθμ. 430/2007 βουλεύματος).
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων ότι το άνω βούλευμα πάσχει από απόλυτη ακυρότητα και ότι το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη την εξουσία του και για τους λόγους αυτούς πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον άνω αιτούντα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνω: 1) να απορριφθεί η υπ'αριθμόν 126 από 4-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμόν 430/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον άνω αιτούντα. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμα προκαλείται? 1) Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν...δ) την εμφάνιση, εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος είναι και η υπέρβαση εξουσίας. Αυτή υπάρχει όταν το Δικαστικό Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά το νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση) ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 εδ. α', 310 παρ. 1 εδ. α', 313 και 318 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίστηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντιθέτως, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθ' εαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το Συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Το Συμβούλιο, εξάλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίστηκαν και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠοινΔ, αν περιορισθεί στον έλεγχο και στην αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχτεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Εάν πάλι το συμβούλιο αποφανθεί ότι, με βάση τα περιστατικά που δέχτηκε ως αληθινά, "αποδείχθηκε" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου ή "δεν αποδείχθηκε" η ενοχή του και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσης του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, θέμα υπέρβασης εξουσίας δεν τίθεται στην πρώτη περίπτωση της απόδειξης της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή, η ως άνω κρίση του συμβουλίου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς, πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσης που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον (επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη τέτοιων ενδείξεων για την απαλλαγή του). Στη δεύτερη, όμως, περίπτωση και εφόσον δεν πρόκειται για πλεοναστική ως άνω διατύπωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διότι κρίνει ότι "δεν αποδείχτηκε" η ενοχή του και εξαρτά έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκεστεί στην απαιτούμενη από το νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, είναι πρόδηλο ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του. Ενόψει αυτών παρέπεται ότι το δικαστικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της παρεχόμενης σ' αυτό από τα άρθρα 309 και 313 του ΚΠοινΔ δικαιοδοσίας, ενεργεί καθ' υπέρβαση εξουσίας μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις και δεν μπορεί γι' αυτό να γίνει δεκτό ότι υπερβαίνει τούτο την εξουσία του αν προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. ΟλΑΠ 9/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής? Στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού εγκλήματος είχαν περιέλθει καταγγελίες ότι οι εταιρείες ... ΕΠΕ και ..... ΕΠΕ προβαίνουν στην έκδοση πλαστών και εικονικών τιμολογίων. Στις καταγγελίες αναφέρονται ότι τρίτα πρόσωπα, που δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με τις παραπάνω εταιρείες εξέδιδαν τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, πολλών δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, προς τις επιχειρήσεις ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS ΑΕ, στα οποία εμφανίζονται ως εκδότριες οι αναφερθείσες δύο ΕΠΕ. Στις 15 Φεβρουαρίου 2002, ο Γ1, διαχειριστής της ...... ΕΠΕ, κατέθεσε έγγραφο στην παραπάνω Υπηρεσία με αριθμό πρωτ. ....., το οποίο συνοδευόταν από φωτοαντίγραφα παρομοίων τιμολογίων που φερόταν να είχε εκδώσει η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΠΕ προς τις επιχειρήσεις ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS ΑΕ. Επίσης, την ίδια ημέρα (15-2-2002) ο Γ2, διαχειριστής της εταιρείας ..... ΕΠΕ κατέθεσε και αυτός το με αριθμό πρωτοκ. ..... έγγραφο, που συνοδευόταν από φωτοαντίγραφα ομοίων τιμολογίων, τα οποία εφέρετο ότι είχε εκδώσει η ... ΕΠΕ προς τις επιχειρήσεις ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS Α.Ε. Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της διερεύνησης της υποθέσεως το τότε ΣΔΟΕ προέβη στις ... σε έλεγχο στην έδρα των επιχειρήσεων ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ" στο 5° χλμ της λεωφόρου Σπάτων-Λούτσας και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS LΙΜΙΤΕΝ.
Επί της 31ης οδού, αριθ. 3, στο Ελληνικό, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πρωτότυπα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (ΤΠΥ) εκδόσεως της .... ΕΠΕ" και ".... ΕΠΕ", που συντάχθηκαν συναφώς προς τις με αριθμούς .... και ... εκθέσεις κατασχέσεως και στις 22-3-2002 στην έδρα της επιχείρησης ΙΝFΑCΤ ΑΕ επί της οδού Ναυάρχου Νικόδημου, αρ. 2, στην Αθήνα, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πρωτότυπα ΤΠΥ εκδόσεως των ίδιων εταιρειών ..... ΕΠΕ. ..... ΕΠΕ ΚΑΙ ...... ΕΠΕ, συνταχθείσας συναφώς της με αριθμό .... έκθεσης κατάσχεσης.Μετά, πραγματοποιήθηκε έλεγχος επεξεργασία και έρευνα των προαναφερομένων κατασχεθέντων επισήμων και ανεπισήμων στοιχείων βάσει των με αριθμούς .... .... και ..... εντολών ελέγχου του προϊσταμένου του ΠΔ ΣΔΟΕ Αττικής. Επί πλέον, από την επιχείρηση ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ κατασχέθηκαν "αποδείξεις είσπραξης" που φέρονται ότι εκδόθηκαν από τις επιχειρήσεις ".... ΕΠΕ" και ".... ΕΠΕ" προς εξόφληση τιμολογίων παροχής υπηρεσιών που εκδόθηκαν από αυτές προς τη λήπτρια επιχείρηση. Στις παραπάνω αποδείξεις αναγραφόταν ο αριθμός επιταγών η πληρώτρια τράπεζα και τα ποσά τους. Το ΣΔΟΕ αξιοποιώντας αυτά τα στοιχεία αναζήτησε και έλαβε από τις αρμόδιες τράπεζες φωτοαντίγραφα των σωμάτων των επιταγών αυτών, που εμφανίζουν ως λήπτριες χρηματικών ποσών τις εταιρείας "..... ΕΠΕ" και "..... ΕΠΕ" σε διαταγή των οποίων αυτές εκδόθηκαν. Στη συνέχεια, οι επιταγές που ζητήθηκαν και δόθηκαν από την Τράπεζα ΕUROBANK ERGASIAS, εμφανίζονταν να έχουν οπισθογραφηθεί μεταβιβαστεί και εισπραχθεί όλες ή σχεδόν όλες από τον ήδη πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1, ενώ σε μία επιταγή που ελήφθη από την Τράπεζα Πειραιώς εμφανίζεται ο ίδιος ως οπισθογράφος, εκτός από τη φερομένη ως λήπτρια εταιρεία. Από τον διενεργηθέντα έλεγχο, που κατέληξε στη σύνταξη των με αριθμούς ...., ..., .. και .... εκθέσεων ελέγχου, προέκυψε (55) συνολικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αναγραφομένης αξίας 392.385.000 δραχμών και με αναλογούντα ΦΠΑ 70.629.300 δραχμές, συνολικά, που αφορούν τις χρήσεις 1999-2001 εκδοθέντα από 30-11-1999 και εφεξής, όπως αυτά μνημονεύονται αναλυτικά στο διατακτικό του εκκαλούμενου βουλεύματος, είναι πλαστά γιατί ποτέ δεν είχαν εκδοθεί από τις φερόμενες ως εκδότριες τους παραπάνω εταιρείες τα φορολογικά αυτά στοιχεία, που έφεραν πλαστογραφημένη σφραγίδα τους κατασκευασθείσα κατ' απομίμηση της γνήσιας, ενώ παράλληλα αυτά εν είχαν εκδοθεί από τα στελέχη που είχαν νόμιμα θεωρήσει οι παραπάνω εταιρείες, ούτε είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία της αρμόδιας ΔΟΥ Αμαρουσίου και η διάτρηση τους είχε γίνει λάθρα ή με μηχανήματα όμοια με αυτά που χρησιμοποιούν οι ΔΟΥ ή με οποιοδήποτε άλλο διατρητικό μηχανισμό οι αύξοντες δε αριθμοί τους είναι διαφορετικοί από εκείνους των γνήσιων στελεχών που είχαν θεωρήσει στην αρμόδια ΔΟΥ οι ελεγχόμενες εταιρείες που αγνοούσαν την ύπαρξη τους. Επί πλέον, τα ΤΠΥ είναι και εικονικά, αφού εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολο τους, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, όπως δέχονται άλλωστε και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι: Η παραδοχή της πλαστότητας ενισχύεται και από την απλή αντιπαράθεση τους, από την οποία δεν καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι χαράχθηκαν από το ίδιο πρόσωπο, μολονότι φέρονται να έχουν εκδοθεί από διαφορετικές επιχειρήσεις, ενώ και η αιτιολογία της έκδοσης τους κυρίως των φερομένων τάχα με αντισυμβαλλόμενες τις επιχειρήσεις ..... ΕΠΕ και .... ΕΠΕ- απέχει από το πραγματικό αντικείμενο των εργασιών τους. Οι ίδιοι δε οι διαχειριστές των φερομένων ως εκδοτριών εταιρειών δηλώνουν ότι ουδέποτε είχαν σχέση ή συνεργασία με τις λήπτριες εταιρείες και ως εκ τούτου, ουδέποτε εξέδωσαν για λογαριασμό τους τα επίμαχα αυτά φορολογικά στοιχεία, ούτε είχαν συγκατατεθεί στην έκδοσή τους. Επί πλέον, έγινε χρήση των παραπάνω πλαστών φορολογικών στοιχείων με την παράδοσή τους στις παραπάνω φερόμενες ως λήπτριες εταιρείες που τις καταχώρησαν στα βιβλία τους, τα οποία υπέβαλαν προς έλεγχο στην αρμόδια ΔΟΥ Αμαρουσίου. Εκτός από τα πιο πάνω παραστατικά κατασχέθηκαν και τα μνημονευόμενα στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος ιδιωτικά συμφωνητικά, τα οποία φέρονται ότι έχουν συνυπογράψει ο πρώτος κατηγορούμενος για λογαριασμό των επιχειρήσεων ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS και ο Γ1, η .... και ο ...., για λογαριασμό της ..... ΕΠΕ, της ... ΕΠΕ και της in ... ΕΠΕ, τα οποία είναι επίσης πλαστά, αφού φέρουν πλαστή σφραγίδα των εκδοτριών εταιρειών και υπογραφή που προέρχεται δήθεν από τους παραπάνω νομίμους εκπροσώπους τους, εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους, με προφανή σκοπό να προσδώσουν αληθοφάνεια στις συναλλαγές που αφορούσαν και για τις οποίες είχαν καταρτισθεί και τα προαναφερθέντα Τ.Π. Υ., ώστε να φαίνεται ότι αυτά εκδόθηκαν σε εκτέλεση των πιο πάνω συμβάσεων. Η δε πλαστότητά τους προκύπτει αβίαστα από το γεγονός ότι οι υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των εκδοτριών είναι τελείως διαφορετικές σε σχέση με εκείνες που έχουν τεθεί επί των υπευθύνων δηλώσεών τους. Τέλος, πλαστές είναι και οι μνημονευόμενες στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος δεκατρείς (13) συνολικά επιταγές, που φέρονται να εκδόθηκαν από τις λήπτριες των τιμολογίων εταιρείες σε διαταγή των εκδοτριών τους, με τις οποίες φέρονται ότι εξοφλήθηκαν τα αναφερθέντα αντίστοιχα τιμολόγια. Οι επιταγές αυτές φέρονται ότι οπισθογραφήθηκαν από τις λήπτριές τους εταιρείες και παραδόθηκαν στο σύνολο τους στον ήδη πρώτο κατηγορούμενο (και πρώτο εκκαλούντα), ο οποίος και τις εισέπραξε, η δε πλαστογράφησή τους συνίσταται στο ότι στη θέση της πρώτης οπισθογράφησης έχει τεθεί σφραγίδα και υπογραφή των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών αυτών εν αγνοία τους. Προέκυψε, επίσης ότι η εταιρεία ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS είχε ως αντικείμενο εργασιών την τροφοδοσία των αεροπορικών εταιρειών και το έτος 2000 συστήθηκε η εταιρεία ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, που θα την υποκαθιστούσε στο νέο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών, την ίδια εποχή προτάθηκε η συνεργασία τους με τον πρώτο κατηγορούμενο. ως έμπειρο φοροτεχνικό και οικονομολόγο, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας ΙΝ FΑCΤ ΑΕ, ο οποίος πράγματι σε εκτέλεση σχετικών συμφωνιών με αυτές ανέλαβε την τήρηση του λογιστηρίου και όλων γενικά των φορολογικών τους υποθέσεων, την τήρηση του ταμειακού τους προγράμματος και κάθε άλλη συναφή εργασία, δηλαδή την πλήρη οικονομική του διαχείριση. Χαρακτηριστικό μάλιστα του εύρους των αρμοδιοτήτων που του χορηγήθηκαν και της εμπιστοσύνης που του είχαν οι διοικήσεις των εταιρειών αυτών ήταν το ότι ως τόπος τήρησης των βιβλίων τους δηλώθηκαν στην αρμόδια ΔΟΥ τα γραφεία της εταιρείας που εκπροσωπούσε, καθώς και το ότι είχε δοθεί σ' αυτόν το δικαίωμα δεύτερης υπογραφής για την εκπροσώπησή τους. Με πρωτοβουλία του ίδιου, προφανώς, έγινε πλαστογράφηση όλων των παραπάνω εγγράφων ώστε οι λήπτριες εταιρείες εμφανίζοντας αυξημένα έξοδα με βάση τα πλαστά Τ.Π.Υ., να πετύχουν μείωση του φορολογητέου εισοδήματος τους και του αποδοτέου ΦΠΑ με αντίστοιχη βλάβη, του Ελληνικού Δημοσίου, δοθέντος ότι ο ΦΠΑ υπολογίζεται συμψηφιστικά, σύμφωνα με τις εκροές-εισροές κάθε επιχείρησης και αποδοτέο είναι το ποσό που προκύπτει από τη διαφορά του ΦΠΑ των εξόδων από εκείνων των εσόδων. Το όφελος δε αυτό όσον αφορά το ΦΠΑ, ανέρχεται στο ποσό των 70.629.300 δραχμών και ήδη, 207.276 ευρώ, που προκύπτει από το άθροισμα του αναλογούντος ΦΠΑ επί της συνολικής αξίας των επί μέρους πλαστών τιμολογίων. Περαιτέρω, αφού αυτός ελάμβανε στην κατοχή του τις επιταγές των εταιρειών που φέρονταν να είναι αποδέκτριες των υπηρεσιών, έθετε μαζί με το δεύτερο κατηγορούμενο (και ήδη δεύτερο εκκαλούντα) πλαστή σφραγίδα των ληπτριών εταιρειών και πλαστή υπογραφή των προαναφερθέντων νομίμων εκπροσώπων τους και στη συνέχεια, τις εισέπραττε. Οι πράξεις των κατηγορουμένων του πρώτου αρχικά και στη συνέχεια, του δεύτερου, η συμμετοχή του οποίου αγνοείτο στην αρχή, έγιναν γνωστές όταν ορκωτοί λογιστές της ελεγκτικής εταιρείας ..... διενήργησαν έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων των εταιρειών που φέρονται ως λήπτριες των παραστατικών και εκδότριες των επιταγών που μνημονεύθηκαν. Κατά τη διαδικασία του ελέγχου, οι λογιστές ήλθαν σε επαφή με τις φερόμενες ως παρέχουσες τις υπηρεσίες εταιρείες οι εκπρόσωποι των οποίων εξεπλάγησαν και δήλωσαν πλήρη άγνοια των επίμαχων συναλλαγών. Μόλις δε ο πρώτος κατηγορούμενος έλαβε γνώση της πληροφορίας αυτής, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον αναφερθέντα Γ1 και του ζήτησε να συναντηθούν για να του "εξηγήσει το ατυχές συμβάν" και "να βρεθεί κάποια λύση", αλλά η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από τον τελευταίο ο οποίος προέβη σε καταγγελία των συμβάντων στο ΣΔΟΕ. Η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης των επιταγών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη, της οποίας το κίνητρο υπήρξε ο προσπορισμός μεγάλων χρηματικών ποσών που καρπώθηκαν παράνομα ο ίδιος και ο συγκατηγορούμενός του και οι προαναφερθείσες εταιρείες τους. Ο πρώτος κατηγορούμενος υποστήριξε ότι αγνοούσε την πλαστότητα των παραπάνω εγγράφων και παραστατικών και ότι έκανε χρήση τους, πιστεύοντες ότι είναι απλώς εικονικά. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι θέλοντας να καλύψει ταμειακές ανάγκες των εταιρειών του, πληροφορήθηκε- από τον δεύτερο συγκατηγορούμενο και κουνιάδο του ότι οι παραπάνω εκδότριες εταιρείες μπορούσαν να του χορηγήσουν τα απαιτούμενα τιμολόγια, "έναντι αμοιβής ανερχομένης σε ποσοστό 10% επί της αναγραφομένης σ' αυτά αξίας τους, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εκ 28% και ότι, έτσι, παρελάμβανε από τον τελευταίο υπογεγραμμένα τα ιδιωτικά συμφωνητικά και τα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και στη συνέχεια, γινόταν η εκταμίευση των χρημάτων, μέρος των οποίων- ανερχόμενο στο αναφερθέν ποσοστό του 28%- απέδιδε μέσω του δεύτερου κατηγορουμένου στις εκδότριες εταιρείες, χωρίς ο ίδιος να παρακρατεί για τον εαυτό του οποιοδήποτε ποσό, εκτός από τη συμφωνηθείσα αμοιβή που ελάμβανε από τις λήπτριες των παραστατικών εταιρείες.
Οι παραπάνω ισχυρισμοί του όμως εκτός από αναπόδεικτοι, είναι και μη πειστικοί γιατί δεν δικαιολογούν το γεγονός της είσπραξης των επιταγών από τον ίδιο και σε ορισμένες περιπτώσεις από τη σύζυγό του. Εξ' άλλου, οι ισχυρισμοί του διαφοροποιούνται ουσιωδώς από εκείνους του δεύτερου κατηγορουμένου, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν μεσολάβησε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατάρτιση των επίμαχων επιταγών, παραστατικών και ιδιωτικών συμφωνητικών, αλλά ότι τις ελάμβανε και τις προωθούσε προς τον πρώτο κατηγορούμενο και αντίστροφα, με τη μεσολάβηση κάποιου "....", αγνώστων λοιπών στοιχείων που συναντούσε στη ΔΟΥ Αμαρουσίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να του εξασφαλίσει την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων από τις εκδότριές τους εταιρείες και στον οποίο απέδιδε και το συμφωνηθέν ποσοστό 28% της αμοιβής του χωρίς ο ίδιος να έχει οποιοδήποτε όφελος από την παραπάνω διαμεσολάβησή του, κίνητρο της οποίας ήταν μόνο η επιθυμία του να βοηθήσει τον πρώτο συγκατηγούμενο κουνιάδο του, να εξέλθει από το οικονομικό του αδιέξοδο.
Βεβαίως, οι ισχυρισμοί και του δεύτερου κατηγορουμένου, που επαναλαμβάνονται και στην έφεση του, δεν είναι καθόλου πειστικοί, αφού τον εμφανίζουν να εμπιστεύεται απολύτως ένα άγνωστο σ' αυτόν άτομο και μάλιστα, να του παραδίδει επιταγές μεγάλων χρηματικών ποσών, χωρίς καθόλου να διασταυρώσει και να επιβεβαιώσει τη συμφωνία των εκδοτριών εταιρειών στην έκδοση των παραστατικών και στη σύναψη και υπογραφή των ιδιωτικών συμφωνητικών. Παρόμοια συμπεριφορά στερείται, προφανώς, λογικού ερείσματος και κατά συνέπεια αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το άγνωστο αυτό άτομο, ο ".....", είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ενεργώντας από κοινού με τον πρώτο, προέβη στην κατάρτιση των παραπάνω πλαστών εγγράφων και είναι απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί του και το αίτημα του για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης.
Εν όψει των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, σαφώς συνάγεται ότι οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πράξεις για να πορισθούν οι ίδιοι και οι λήπτριες των τιμολογίων εταιρείες παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτων, δηλαδή του Ελληνικού Δημοσίου και των εταιρειών που φέρονται ως εκδότριες των τιμολογίων που μνημονεύθηκαν και ως συμβαλλόμενες στα ιδιωτικά συμφωνητικά και λήπτριες των επιταγών, συντρέχουν δε και οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις που προσδίδουν στην πράξη αυτή της πλαστογραφίας το χαρακτήρα κακουργήματος. Προκύπτουν, επομένως, σε βάρος τους σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία εναντίον τους για την παραπάνω πράξη και ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα εξετίμησε το υπάρχον αποδεικτικό υλικό και ορθώς υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στους προσήκοντες κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και τους παρέπεμψε στο αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο για να δικαστούν για τις πράξεις αυτές.
Με αυτά που δέχτηκε το συμβούλιο Εφετών δεν υπέπεσε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α και στ του ΚΠοινΔ πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα)και της υπέρβασης εξουσίας, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, στο τέλος της πρώτης σελίδας του ογδόου φύλλου διαλαμβάνεται ως συμπέρασμα ότι "προκύπτουν, επομένως, σε βάρος τους σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία εναντίον τους για την παραπάνω πράξη". Οι ενδείξεις δε θεωρούνται επαρκείς όταν πιθανολογούν σοβαρώς την ενοχή του κατηγορουμένου και αρκούν για την παραπομπή του στο ακροατήριο. Όσον δε αφορά το διαλαμβανόμενο στο έκτο φύλλο δεύτερη σελίδα ότι "η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης των επιταγών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη..." πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση και όχι ότι τούτο αναζήτησε πλήρεις αποδείξεις και δεν αρκέστηκε στις επαρκείς ενδείξεις που αρκούν για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Το Συμβούλιο Εφετών δεν δεσμεύει το δικαστήριο κατά την εκφορά της κρίσης του. Ο κατηγορούμενος θεωρείται πάντοτε αθώος μέχρι να κριθεί ένοχός από το Δικαστήριο. Το δικαίωμά του δε αυτό κατ' ουδέν περιορίζεται από το παραπεμπτικό βούλευμα, οτιδήποτε και αν αναφέρεται σ' αυτό.
Επομένως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).




ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ.430/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή